Mycenaean Elis: Cultural and Political Evolution, ethnological data and problems

June 14, 2017 | Autor: Nikolentzos Kostas | Categoría: Aegean Bronze Age (Bronze Age Archaeology), Mycenaean period, Regional Mycenaean Pottery
Share Embed


Descripción

Κωνσταντίνος Χρ. Νικολέντζος

«Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτιστική και Πολιτική Εξέλιξη, Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα»

Τόμος Α’ (κείμενο)

Αθήνα 2011

Κωνσταντίνος Χρ. Νικολέντζος

«Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτιστική και Πολιτική Εξέλιξη, Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα»

Τόμος Α’ (κείμενο)

Αθήνα 2011

Με τη χορηγία του Ιδρύματος «Ιωάννης Σ. Λάτσης» και τη συνδρομή του Ιδρύματος «Ψύχα»

Τίτλος πρωτοτύπου «Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτιστική και Πολιτική Εξέλιξη, Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα» (Τόμος Α’) Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Χρ. Νικολέντζος ISBN 978-960-88929-8-9 © Copyright 2011 Εκδότης Focus on Health Ε.Π.Ε. Ιωάννου Γενναδίου 16, 115 21 Αθήνα Τηλ.: +30 210 72 23 046, Φαξ: +30 210 72 23 220 e-mail: [email protected], www.focusonhealth.gr Επιμέλεια κειμένων: Κωνσταντίνος Χρ. Νικολέντζος Εικαστική επιμέλεια: Βίκη Γεωργιάδου Ηλεκτρονική σελιδοποίηση: Focus on Health Ε.Π.Ε. Φιλμ-Μοντάζ-Εκτύπωση: ΑΛΦΑΒΗΤΟ Α.Ε.Β.Ε.

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως άνευ γραπτής αδείας του εκδότη η κατά οποιονδήποτε τρόπο ή οποιοδήποτε μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς την άδεια του εκδότη και του συγγραφέα.

Στους γονείς μου Χρήστο Κων/νου Νικολέντζο & Ασπασία Ανθούλη - Νικολέντζου Στον †Ν. Γιαλούρη, που με εμπιστεύτηκε

… κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δύο χρόνια τώρα άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρο μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα. Γ. Σεφέρης, Ο Βασιλιάς της Ασίνης. Ασίνη, Καλοκαίρι ’38 - Αθήνα, Γεν. ’40

Περιεχόμενα Προλογικό σημείωμα έκδοσης

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

9

Πρόλογος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 11 Εισαγωγή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 15 Ο μυκηναϊκός κόσμος - Ιστορικό πλαίσιο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 31 Κατάλογος θέσεων (ανεσκαμμένων ή εντοπισμένων) της ύστερης εποχής του χαλκού ανά την Ηλεία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 35 Ταφική αρχιτεκτονική . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 43 Αρχαιολογικός χώρος Σαμικού . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 53 Τύμβος Μακρισίων .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

61

Ταφική αρχιτεκτονική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 63 Έθιμα ταφής

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

113

Κεραμική από ταφικά σύνολα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 143 Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 221 Μικροτεχνία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 287 Οικιστική αρχιτεκτονική Συμπεράσματα

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

321

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

331

Summary . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 349 Zusammenfassung . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 359 Βιβλιογραφία για την ύστερη εποχή του χαλκού στην Ηλεία (ξενόγλωσση) . . . . . . . . . . 361 Βιβλιογραφία για την ύστερη εποχή του χαλκού στην Ηλεία (ελληνική) . . . . . . . . . . . . . 381 Επίμετρο Α

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

391

Επίμετρο Β

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

399

Επίμετρο Γ

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

401

Επίμετρο Δ

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

403

Συντομογραφίες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 411 Πηγές προέλευσης των φωτογραφιών . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 412

Προλογικό Σημείωμα Έκδοσης Το παρόν είναι γέννημα μίας δύσκολης περιόδου, καθώς ελάχιστους μήνες, αφού υποστηρίχθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (Ιούνιος 2009), η ελληνική κοινωνία «παραδίδετο» και επισήμως στην περιδίνηση της οικονομικοκοινωνικής κρίσης. Όταν το Ίδρυμα Λάτση ενέκρινε τη χρηματοδότηση έκδοσης της διδακτορικής διατριβής, η Ελλάδα στροβιλιζόταν σε μία προσπάθεια διαχείρισης του οικονομικού της αδιεξόδου, ενώ ταυτόχρονα μεταβάλλονταν άρδην οι βασικές συντεταγμένες της ζωής όλων μας. Καθώς ασχολούμην με την έκδοση σκεφτόμουν και προβληματιζόμουν πάντοτε, εάν είχα το δικαίωμα και την πολυτέλεια για αυτήν την ενασχόληση ή εάν έπρεπε να αφουγκραστώ τις κραυγές αγωνίας των φίλων, των συναδέλφων, της οικογένειάς μου αλλά και μίας ολόκληρης κοινωνίας. Είχα να αντιμετωπίσω το γνωστό και πανάρχαιο δίλημμα κάθε ανθρώπου που διατρίβει περί την επιστήμη ή τις τέχνες, εάν δηλ. είναι ταυτόχρονα τμήμα της κοινωνίας και εάν το προϊόν του μόχθου του ανταποκρίνεται και υπηρετεί κοινωνικές ανάγκες. Παρά την αμφιθυμία και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα «έσφιξα τα δόντια» και προσπάθησα εντός μικρού χρονικού διαστήματος να εκπληρώσω ένα όνειρο δικό μου αλλά και τη βούληση των δασκάλων μου, δηλ. να εκδώσω τη διδακτορική μου διατριβή και να κοινολογήσω την έρευνά μου, η οποία υπήρξε καρπός πολυετούς ενασχόλησης με την περιοχή της Ηλείας. Εντός των ασφυκτικών χρονικών περιθωρίων, που έθεσε το Ίδρυμα Λάτση, προσπάθησα να βελτιώσω το κείμενο ως προς τη δομή, τη σύνταξη και το λόγο. Επιπλέον, επικαιροποιήθηκαν η βιβλιογραφία και οι υποσημειώσεις, ελήφθησαν υπόψη και τα νεώτερα ανασκαφικά δεδομένα, προστέθηκαν σχέδια και φωτογραφίες. Η παρούσα έκδοση δεν είναι τέλεια, περιέχει κενά, τα οποία θα συμπληρωθούν όταν εκδοθούν τα μεγάλα ταφικά σύνολα, τα οποία εν πολλοίς έχει ανασκάψει η συνάδελφος κα. Ολυμπία Βικάτου, αλλά και οικιστικά σύνολα, που αποκαλύπτονται ή ξανασκάπτονται την τελευταία διετία (Σαμικό, Τριανταφυλλιά και Κακόβατος αντίστοιχα). Πάντως το παρόν πόνημα αποτελεί ένα εγχειρίδιο, το οποίο θα καταστεί, ελπίζουμε, ένα βασικό εργαλείο σε όποιον επιθυμεί να εντρυφήσει στην Υστεροελλαδική Περίοδο της Ηλείας. Φιλοδοξούμε, όταν οι συνθήκες μεταβληθούν προς το θετικό, να επανέλθουμε και να συμπληρώσουμε τα όποια κενά. Με αυτές τις σκέψεις επιθυμώ να ευχαριστήσω εκ νέου το Ίδρυμα Λάτση και προσωπικά τον κ. Χρόνη και τον κ. Κιράνη Ράλλη. Το Ίδρυμα Ψύχα συνέδραμε υλικά με πόρους, που χρησιμοποιήθηκαν για την πρόσθετη σχεδιαστική τεκμηρίωση της διατριβής. Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο και σε όλους του συναδέλφους (αρχαιολόγους, συντηρητές, εργάτες) που βοήθησαν ουσιαστικά και ανιδιοτελώς στην παρούσα έκδοση. Η κα. Χατζή, προϊσταμένη της Ζ’ ΕΠΚΑ συνέβαλε καθοριστικά στο όλο εγχείρημα με συζητήσεις, παραινέσεις, συμβουλές και πάνω από όλα με περίσσευμα καλοσύνης και αγάπης. Η κα. Βικάτου, νυν προϊσταμένη της ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ, μου έμαθε πολλά για τη μυκηναϊκή κεραμική της περιοχής και μου παρουσίασε κάποια από τα σημαντικά και μοναδικά ευρήματά της. Ο κ. Κων/νος Ζάχος, επίτιμος έφορος Αρχαιοτήτων, μου έδωσε σημαντικό αδημοσίευτο υλικό για το Επιτάλιο. Ο κ. Βλαχόπουλος, επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων συνέβαλε στην ολοκλήρωση της εργασίας. Τέλος ευχαριστίες οφείλονται στην κα. Β. Γεωργιάδου, γραφίστρια της Focus on Health, που με επιμέλεια και αυταπάρνηση «έστησε» τη διατριβή, καθώς και στον Γιώργο Παπαγεωργίου… Τους προαναφερθέντες και όσους αναφέρω στον πρόλογο της διατριβής ευχαριστώ θερμώς και από καρδιάς… Αθήνα, Δεκέμβριος 2011

10 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Στόχος: Το ανά χείρας βιβλίο, το οποίο βασίζεται στην εκπονηθείσα διδακτορική διατριβή, με τίτλο «Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα»,1 αποσκοπεί στη συνολική εξέταση της μυκηναϊκής εποχής στην περιοχή της Ηλείας. Διάρθρωση: Ακολουθείται η χρονολογική περιδιολόγηση της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Το πρώτο τμήμα, κάθε θεματικής ενότητας, αφορά στα πρώιμα μυκηναϊκά χρόνια, ό,τι δηλαδή ονομάζεται ΥΕΙ και ΥΕΙΙ και εκτείνεται από το 1600/1550 π.Χ. έως και το 1400 π.Χ. Στο δεύτερο έπονται τα ύστερα μυκηναϊκά χρόνια, δηλ. η ΥΕΙΙΙ (1400 έως 1100 π.Χ.). Αναλυτικώς, τα κεφάλαια συγκροτούνται ως εξής: Α) Εισαγωγή: Διαχρονική εξέταση της Ηλείας στο πλαίσιο του Ελληνικού Έθνους, με την εξέταση των περιβαλλοντικών, οικονομικών και κοινωνικών δεδομένων της περιοχής, τα οποία εν πολλοίς έχουν παραμείνει αναλλοίωτα. Β) Καταλογογράφηση των εντοπισμένων ή ανεσκαμμένων θέσεων του Ν. Ηλείας. Γ) Παρουσίαση των ανεσκαμμένων θέσεων, σε συνάρτηση με την τοπογραφία, το ιστορικό της αρχαιολογικής έρευνας και τα ευρήματα. Δ) Ταφική αρχιτεκτονική. Ε) Έθιμα ταφής. Στ) Κεραμική. Ζ) Λοιπά κατάλοιπα του παρελθόντος - μικροτεχνία (δηλ. τα κινητά μνημεία από μέταλλο, λίθο, υαλόμαζα, φαγεντιανή, ημιπολύτιμους λίθους κ.ο.κ.). Η) Οικιστική αρχιτεκτονική. Θ) Συμπεράσματα - Η θέση της Ηλείας στον λεγόμενο «Μυκηναϊκό Κόσμο». Ι) Στο τέλος της εργασίας παρατίθεται η βιβλιογραφία (διηρημένη σε ξενόγλωσση και ελληνική), καθώς και τέσσερα επίμετρα (Α-Δ). Συγκεκριμένα: α) Προκαταρκτική παρουσίαση του οστεολογικού υλικού από το νεκροταφείο Στρεφίου,2 β) Παλαιοβοτανολογική ανάλυση των απανθρακωμένων καρπών,3 γ) Χρονολόγηση των καρπών με C14 δ) Κατάλογος τοπωνυμίων - καταγραφή των μυθολογικών παραδόσεων της Ηλείας. Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται εκτενής περίληψη στην αγγλική και ευσύνοπτη στη γερμανική γλώσσα. Μέθοδος: Η παρουσίαση μίας ολόκληρης εποχής, με διάρκεια μεγαλύτερη των πεντακοσίων ετών, βασίστηκε: Α) στη χρήση του ήδη δημοσιευμένου υλικού.4 Β) στη μελέτη αδημοσίευτου υλικού και βασικά ακεραίων αγγείων από τις θέσεις: Στραβοκέφαλος, Κανιά Μακρυσίων, Διάσελλα, Νέο Μουσείο και Στρέφι. Επιπρόσθετα κατεγράφησαν 1. 2. 3. 4.

Η  οποία ενεκρίθη από το Τμήμα Ιστορίας - Αρχαιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, κατόπιν δημόσιας υποστήριξης, τον Ιούνιο του 2009. Ε  κπονηθείσα από τον κ. Σωτήριο Λαμπρόπουλο, συνάδερφο αρχαιολόγο, υποψήφιο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών και καλό φίλο. Η  ανάλυση διενεργήθηκε από τη συνάδελφο, κα. Γεωργία Κοτζαμάνη. Βασικά αναφορές στο Αρχαιολογικό Δελτίο και Πρακτικά Συνεδρίων.

12 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

όστρακα γραπτής/χαρακτηριστικής κεραμικής από τα οικιστικά σύνολα Κακοβάτου και Επιταλίου. Γ) στην επιτόπια αυτοψία του συνόλου των εξεταζομένων θέσεων, σε επισκέψεις στο Αρχαιολογικό Μουσείο Τρίπολης και στις αποθήκες της ΣΤ’ ΕΠΚΑ (Πάτρα) αλλά και στην προσωπική επικοινωνία με τους ανασκαφείς. Δυσχέρειες: Πολλές υπήρξαν οι δυσκολίες, που ορθώθηκαν στην προσπάθεια συγκέντρωσης και διαχείρισης του υλικού και τελικώς στην εκπόνηση της διατριβής. Σχετίζονταν: Α) με την ανυπαρξία ημερολογίων, σχεδίων για τις παλαιές ανασκαφές (π.χ. Διάσελλα, Κανιά, Στραβοκέφαλο, οικισμός Κακοβάτου). Επιπροσθέτως, κάποια ταφικά μνημεία έχουν καταστραφεί (Στραβοκέφαλος), ενώ άλλα έχουν καταχωθεί (π.χ. Αγραπιδοχώρι, Διάσελλα).5 Β) την έλλειψη ανεσκαμμένων και στρωματογραφημένων οικιστικών συνόλων. Ένα πολυσέλιδο κείμενο με παράθεση σχεδίων, φωτογραφιών και στατιστικών πινάκων, αποτέλεσμα μίας μακροχρόνιας, κοπιώδους και μοναχικής δοκιμασίας δεν μπορεί να πιστωθεί ως έργο ενός μόνο ατόμου. Στην εκπόνηση της διατριβής και εν συνεχεία στην έκδοση του βιβλίου συνέβαλαν, με ή χωρίς τη θέλησή τους, συνειδητά ή ασυνείδητα, πολλά άτομα, τους οποίους οφείλω να ευχαριστήσω θερμά. Χάρη στις στερήσεις αλλά και τη φιλομάθεια των γονιών μου απέκτησα το γνωστικό υπόβαθρο για τη συνέχιση και ολοκλήρωση των μεταπτυχιακών μου σπουδών. Η θεία μου, Κωνσταντίνα Χύμη, η οποία απεβίωσε ελάχιστους μήνες μετά την έγκριση της διατριβής μου από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, υπήρξε ένας άνθρωπος που με στήριξε υλικά και ηθικά, τόσο κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών και των μεταπτυχιακών σπουδών μου. Το συγκεκριμένο βιβλίο δεν θα εξεδίδετο, εάν δεν υπήρχε η γενναιόδωρη χορηγία - δωρεά του «Ιδρύματος Ιωάννη Σπ. Λάτση». Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στο Εποπτικό και Εκτελεστικό Συμβούλιο και τον κ. Κιράνη Ράλλη, υπάλληλο του Ιδρύματος, ο οποίος υιοθέτησε με θέρμη το συγκεκριμένο εκδοτικό εγχείρημα. Παρά τη γενναιόδωρη χρηματοδότηση, η καλαίσθητη έκδοση δεν θα ήταν εφικτή, χωρίς τον ενθουσιασμό και τη φροντίδα του κ. Σταμάτη Σταματόπουλου, γενικό διευθυντή της εταιρείας «Focus on Health». Ευγνωμοσύνη εκφράζεται προς το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο (Γ.Α.Ι.) και ιδιαίτερα στους κκ. dr. R. Senff και dr. W.D. Niemeier, οι οποίοι μου παρείχαν τη δυνατότητα να διαμείνω, επί μακρόν, στον ξενώνα του Γ.Α.Ι. (του Βερολίνου) και να αφοσιωθώ απερίσπαστος στη μελέτη μου. Η διατριβή δεν θα είχε πραγματοποιηθεί, χωρίς την προσφορά αρχαιολογικού υλικού από τον κ. Ν. Γιαλούρη, επίτιμο Γενικό Επιθεωρητή Αρχαιοτήτων (Διάσελλα, Κανιά, Στραβοκέφαλο), τον ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης, κ. Π. Θέμελη (Ν. Μουσείο) και τον επίτιμο έφορο αρχαιοτήτων, κ. Γεώργιο Παπαθανασόπουλο. Ευχαριστίες απευθύνονται σε συναδέλφους της Ζ’ ΕΠΚΑ: στη σχεδιάστρια κα. Ιωάννα Μαρκοπούλου, στον συντηρητή αρχαιοτήτων κ. Πάνο Καλπάκο και στους εξειδικευμένους εργάτες ανασκαφών κ. Χαρ. Κουρνούτο, κ. Ευρ. Μυλωνά. Η προϊσταμένη της Ζ’ ΕΠΚΑ, κα. Γ. Χατζή Σπηλιοπούλου, μου επέτρεψε να μελετήσω το ημερολόγιο των παλαιών ανασκαφών στο Χελιδόνι. Σημαντική υπήρξε η συνδρομή του κ. Γ. Πρασσά, ο οποίος σχεδίασε μέρος του υλικού, και ανεκτίμητη του κ. Γ. Κατσούδα, που αποτύπωσε σχεδιαστικά το υπόλοιπο των αγγείων και επιμελήθηκε 5.

 ια την ανάγκη σύντομης δημοσίευσης των ήδη ανεσκαμμένων ταφικών συνόλων πρβ. και Darcque 2006, σελ. Γ 179. Στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα Ιόνια νησιά έχουν ανασκαφεί συνολικώς 2100 θαλαμωτοί τάφοι. Τα ποσοστά ολοκληρωμένης δημοσίευσης είναι απογοητευτικά. Συγκεκριμένα: στην Αττική έχει δημοσιευθεί το 64%, στην Αργολίδα το 55%, στην ανατολική Στερεά (Φωκίδα - Φθιώτιδα) το 5%, στην Αχαία το 4% και στην Ηλεία μόλις το 0,85%.

Πρόλογος

13

τις εικόνες και τους χάρτες. Οι πίνακες - κατάλογοι, καθώς και τα γραφήματα εκπονήθηκαν με την καθοδήγηση του συναδέλφου, κ. Αθ. Γιαννόπουλου. Ο κ. Ιωάννης Βάσιλας, αρχαιολόγος στη Δ/νση Εθνικού Αρχείου Μνημείων, μου υπέδειξε σημαντικό αρχειακό υλικό, που αναφερόταν στους αρχαιολογικούς χώρους του Σαμικού και του Κακοβάτου. Ευχαριστώ από καρδιάς και με τον προσήκοντα σεβασμό τους δασκάλους μου, και ιδιαιτέρως τον καθ. Γ. Σ. Κορρέ, την καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας, κα. Ν. Σγουρίτσα - Πολυχροννάκου, την κα. Μ. Παντελίδου - Γκόφα και τέλος την κα. Ελ. Ματζουράνη. Καθοριστικό ρόλο στην ολοκλήρωση της παρούσας διατριβής ανέλαβε ο κ. Γιάννης Παπαδάτος, λέκτορας Προϊστορικής Αρχαιολογίας, ο οποίος με ενθάρρυνε στο όλο εγχείρημα και υπήρξε πρόθυμος συνομιλητής σε θεωρητικά και πρακτικά προβλήματα/θέματα. Το παρόν πόνημα δεν θα είχε ολοκληρωθεί εάν δεν είχα την ψυχολογική και ηθική στήριξη της Χρύσας, του Στέλιου, του Κώστα Σ., του Θανάση, του Ιερωνύμου, της Όλιας, του Παναγιώτη Δ., του Γιώργου, της Ρούλας, της Ελευθερίας και του Παναγιώτη Μ. Τους ευχαριστώ…

14 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ A. Η ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΗΛΕΙΑΣ 1. Διοικητική Διαίρεση - Πληθυσμός Ο νομός Ηλείας καταλαμβάνει το βορειοδυτικό τμήμα της Πελοποννήσου, έχει έκταση 2.681 τ.χλμ. και πληθυσμό 193.288 κατοίκους (απογραφή 2001).6 Διοικητικά διαιρείται σε δύο επαρχίες, της Ολυμπίας και της Ηλείας, που εν πολλοίς ταυτίζονται με τις τέσσερεις γεωγραφικές ενότητες, που συγκροτούσαν το αρχαίο κράτος της Ηλείας, δηλ. την Τριφυλία, την Ήλιδα, την Πίσα και την Ακρώρεια.7

2. Γεωμορφολογία Το έδαφος είναι πεδινό ή ημιορεινό (80% περίπου).8 Οι σημαντικότερες οροσειρές της Ηλείας αποτελούν τη δυτική συνέχεια της Πίνδου, καλύπτουν το ανατολικό και νότιο τμήμα του νομού και είναι οι Ερύμανθος και Φολόη στα ανατολικά, Λαπίθας9 και Μίνθη10 στα νότια. Στην Ηλεία κυριαρχούν τρεις κυρίως λιθολογικοί σχηματισμοί: τεταρτογενείς αποθέσεις (άμμος, χαλίκια, κροκάλες, αμμούχος άργιλος), πλειοκαινικά ιζήματα (ψαμμίτες, κροκαλοπαγή) και τέλος ανθρακικά (κρητιδικοί ασβεστόλιθοι).11

3. Περιβάλλον - Γεωμορφολογία Στα ηλειακά βουνά απλώνονται πυκνά δάση, στα οποία κυριαρχεί η χαλέπιος πεύκη.12 Στις μέρες μας, παρά τις εκτεταμένες και καταστροφικές πυρκαγιές, που εκδηλώνονται κάθε καλοκαίρι, τα δάση εξακολουθούν να καλύπτουν το 24% της εκτάσεως του νομού.13 Μεγάλες εκτάσεις των ακαλλιέργητων περιοχών της Ηλείας, τόσο στην παραλιακή ζώνη, όσο και σε λοφώδεις ημιορεινούς όγκους της ενδοχώρας, καλύπτονται με θαμνώνες αείφυλλων σκληρόφυλλων (πουρνάρι, φρύγανα, ασφάκα, αστοιβή).14 6. 7. 8. 9. 10. 11. 12.

13. 14.

w  ww.statistics.gr, www.nailias.gr. Από την 1.1.2011 η Ν.Α. Ηλείας καταργήθηκε, ενσωματωμένη στη διοικητική ενότητα της Περιφέρειας δυτικής Ελλάδος. Για τα όρια των τεσσάρων γεωγραφικών διαμερισμάτων (πρβ. και Zoumbaki 2005, σελ. 19). Π  άπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα, τ. 26, 1984, σελ. 227. Πελοπόννησος 2006, σελ. 53. P  hilippson 1959, σελ. 350, 351. Ό.π., σελ. 356. Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για την κατασκευή Ιονίας Οδού. Τα πεύκα κυριαρχούσαν στη δυτ. Πελοπόννησο, καθόλη τη διάρκεια των προϊστορικών χρόνων (όπως καταφαίνεται από σχετικές αναλύσεις, που πραγματοποιήθηκαν στη γειτονική Μεσσηνία). Γύρω στο 2000 π.Χ. ξεκινά η εντατική καλλιέργεια ελαιοδένδρων (που στις μέρες μας αποτελούν σχεδόν μονοκαλλιέργεια), ενώ οι πευκώνες αποψιλώνονται συστηματικά, μετά το 1500 π.Χ. (Kramer - Hajos 2008, σελ. 30). Οι προαναφερθείσες αναλύσεις γύρης δείχνουν ότι μία ουσιαστική μεταβολή της βλάστησης ξεκίνησε στη Νεολιθική Περίοδο (5000 π.Χ.) και εντατικοποιήθηκε στο α’ μισό της πρώτης χιλιετίας (πρβ. McDonald - Rapp 1972, σελ. 199 και Kraft 2005, σελ. 5). Π  άπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα, τ. 26, σελ. 230, Γιαλούρης 1996, σελ. 132-133. Οι πρόσφατες πυρκαγιές (θέρος του 2007) κατέστρεψαν μεγάλο μέρος του πλούσιου φυτικού κεφαλαίου της περιοχής (κατεστράφησαν περί τα 950.000 στρ. δασικής, κτηνοτροφικής και αγροτικής έκτασης). Philippson 1959, σελ. 352

16 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Οι πεδινές περιοχές εκτείνονται στα βόρεια, συγκροτώντας την πεδιάδα της Ηλείας (την αρχαία κοίλη Ήλιδα),15 που είναι και η ευρύτερη της Πελοποννήσου. Στη βόρειο Τριφυλία απαντούν εύφοροι και κατάφυτοι λοφίσκοι, αλλά σχηματίζονται και πεδινές εκτάσεις, όπως αυτή της Αγουλινίτσας, νοτίως του Πύργου, η οποία προήλθε από την αποξήρανση της ομώνυμης λίμνης, και η πεδιάδα της Ζαχάρως («το πυλιακό πεδίον» της αρχαιότητας). Η ακτογραμμή16 από το Νότο (εκβολές του ποταμού της Νέδα) εκτείνεται προς το Βορρά ομαλή, χαμηλή και χωρίς φυσικά λιμάνια, μέχρι το ακρωτήριο Κατάκολο,17 όπου σχηματίζεται μικρός κολπίσκος. Βόρεια του Κατακόλου διαμορφώνεται ανοικτός κόλπος με προσχώσεις από τον ποταμό Πηνειό. Η ακτή συνεχίζεται ομαλώς μετά το ακρωτήρι και το λιμάνι της Κυλλήνης, χωρίς την ύπαρξη κάποιου άλλου φυσικού λιμανιού, και απολήγει κοντά στο Κουνουπέλλι του νομού Αχαΐας.

4. Ποταμοί18 Ο νομός Ηλείας διαρρέεται από διάφορους ποταμούς, σημαντικότεροι των οποίων είναι οι: Αλφειός (παλαιότερα Ρουφιάς), ο οποίος πηγάζει από την Αρκαδία, δέχεται τα νερά του Ερύμανθου και διασχίζοντας την Ηλεία, τη διαχωρίζει στην κοίλη Ήλιδα και την Τριφυλία, ενώ οριοθετεί και τη μεθόριο μεταξύ Ηλείας και Αρκαδίας. Οι προσχώσεις του,19 στην ακτή του Ιονίου, σχημάτισαν με την πάροδο των χρόνων και την επίδραση των ισχυρών θαλασσίων ρευμάτων δύο επιμήκεις βραχίονες ξηράς, οι οποίοι με τη σειρά τους οδήγησαν στη διαμόρφωση των λιμνοθαλασσών της Αγουλινίτσας και της Μουριάς (οι οποίες αποξηράνθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970).20 Ο έτερος μεγάλος ποταμός του νομού είναι ο Πηνειός,21 ο οποίος πηγάζει από τον Ερύμανθο, διασχίζει και αρδεύει ολόκληρη την ηλειακή πεδιάδα. Από τη Μίνθη, στα νότια του νομού, πηγάζει η Νέδα αλλά και μικρότερα ποτάμια, όπως το Θολοπόταμο.

5. Σεισμικότης

Η Ηλεία θεωρείται από τις πλέον σεισμογενείς περιοχές της Ελλάδος.22 Ο νομός βρίσκεται στο σημείο συνάντησης της ελληνικής τάφρου (που εκτείνεται δυτικά των Ιονίων νήσων και απολήγει

15. 16. 17.

18. 19. 20. 21. 22.

Η  μεγαλύτερη της Πελοποννήσου (πρβ. και Philippson 1959, σελ. 344 και 345). Γ  ια την ακτογραμμή πρβ. Kraft 2005, σελ. 10-11. Διαπιστώνεται, βάσει όλων των μέχρι σήμερα χρησιμοποιούμενων μοντέλων, άνοδος του επιπέδου της θάλασσας (πρβ. και Kraft 2005, σελ. 7, Kramer - Hajos 2008, σελ. 23). Philippson  1959, σελ. 346. Για τη γεωμορφολογία του Κατακόλου πρβ. και Kraft 2005, σελ. 26-27. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και ισχυρότατη σεισμική δόνηση τον 6ο αι. μ.Χ. Για τη γεωλογία και τη διαμόρφωση της ακτογραμμής της περιοχής διεξάγονται τουλάχιστον δύο ερευνητικά προγράμματα, υπό την αιγίδα του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Τα προκαταρκτικά πορίσματα των ερευνών παρουσιάσθηκαν σε εργαστήριο - workshop, που διοργανώθηκε τον Οκτώβριο του 2010 στο Βερολίνο (Olympia und seine Umwelt, Workshop 19-22 Oktober 2010, και συγκεκριμένα η ανακοίνωση του A. Vött, Neue Ergebnisse zur holozänen Küsten - und Landschaftsentwicklung zwischen Olympia und Pheia, westliche Peloponnes). Kraft 2005, σελ. 1. Στην Ηλεία σχηματίζονται ουσιαστικά τρεις αμμώδεις παραλίες, συνολικού μήκους 100 χλμ. (Κυπαρισσία μέχρι Κατάκολο, Κατάκολο μέχρι το Χλεμούτσι και από το Χλεμούτσι μέχρι τον Άραξο). Για τη «συμπεριφορά» του ποταμού στην Ολυμπία και την ευρύτερη περιοχή της έχουν διατυπωθεί ποικίλες απόψεις, οι οποίες διαφοροποιούνται ως προς το χρόνο πρόκλησης του πλημμυρικού γεγονότος (Kraft 2005, σελ. 7). Kraft 2005, σελ. 1, 5. Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα, τ. 26, 1984, σελ. 228. Philippson 1959, σελ. 329. Φουντούλης 2000, σελ. 289-92, οι σεισμοί που πλήττουν την ορεινή περιοχή Μεγαλόπολης - Μίνθης δεν προκαλούν σοβαρές καταστροφές.

Εισαγωγή

17

νοτιανατολικά στα Δωδεκάνησα) και του εξωτερικού ιζηματογενούς ελληνικού τόξου.23 Συγχρόνως στην περιοχή ασκούνται ισχυρότατες πιέσεις από την αριστερόστροφη περιστροφή της Αδριατικής λιθοσφαιρικής πλάκας καθώς και της Αφρικανικής. Από τα 1820 έως το 1994 έχουν καταγραφεί 119 σεισμοί,24 μεγέθους μεγαλυτέρου των 4 βαθμών της κλίμακας Richter με επίκεντρο την ευρύτερη περιοχή (Κυπαρισσία, Αμαλιάδα, Ζάκυνθο).25

6. Κλίμα Το κλίμα της Ηλείας είναι μεσογειακό με ήπιους, βροχερούς χειμώνες και ξηρά θερμά καλοκαίρια.26 Βασικό χαρακτηριστικό είναι οι σημαντικές βροχοπτώσεις (ύψ. ετήσιας βροχόπτωσης 90-100 εκ.),27 η ηλιοφάνεια και οι σχετικά υψηλές θερμοκρασίες, ακόμη και το χειμώνα (η χαμηλότερη μεσοσταθμικά θερμοκρασία είναι οι 10ο-11ο Κελσίου).

7. Οικονομία Η οικονομία του ν. Ηλείας στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στη γεωργία (οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις αντιπροσωπεύουν το 52,1% της συνολικής έκτασης του). Μολονότι ο νομός είναι παραθαλάσσιος και με αρχαιολογικούς χώρους υψηλού συμβολισμού και επισκεψιμότητας (Αρχαία Ολυμπία, ναός Επικουρίου Aπόλλωνος, Ήλιδα), ο τουρισμός δεν αποτελεί ανεπτυγμένο κλάδο της οικονομίας. Από τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, που φθάνει τις 70.665, οι 22.490 απασχολούνται στην αγροτική οικονομία.28 Τα σημαντικότερα αγροτικά προϊόντα του νομού στις μέρες μας (που η έκταση των αρδευομένων εκτάσεων έχει πολλαπλασιασθεί) είναι: Το ελαιόλαδο,29 τα λαχανικά - κηπευτικά, η σταφίδα, τα οινοστάφυλα, το καλαμπόκι, φρούτα (αχλάδια, βερίκοκα, εσπεριδοειδή). Παλαιότερα γινόταν εντατική καλλιέργεια σιτηρών και λιναριού.30

23. 24. 25.

26. 27. 28. 29. 30.

Π  άπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα, τ. Ελλάς Β, σελ. 267. Για αναλυτική επεξήγηση του μηχανισμού σεισμογένεσης βλ. και Φουντούλης 2000, σελ. 287. Γ  ια καταγραφή των σεισμών, που έπληξαν τη ΝΔ Πελοπόννησο από το 399 π.Χ. και εξής βλ. και Φουντούλης 2000, σελ. 280-282. Μ  αρίνος 1982, σελ. 16-17. Ο Μαρίνος αναφέρεται στον Ξενοφώντα, ο οποίος καταγράφει δύο ισχυρούς σεισμούς, που έπληξαν την Ηλεία, το 399 και 387 π.Χ. Για τα νεώτερα χρόνια σημειώνεται ο μεγάλος σεισμός των Φιλιατρών, το 1886, που ισοπέδωσε ολόκληρη τη δυτική ακτή της Πελοποννήσου και «δολοφόνησε» γύρω στα 400 άτομα αλλά και τους σχετικά πρόσφατους σεισμούς στην Κυλλήνη και τον Πύργο, το 1988 και 1993 αντίστοιχα, οι οποίοι προκάλεσαν σοβαρές υλικές ζημιές σε ολόκληρο το νομό. Το καλοκαίρι του 2008 ισχυρός σεισμός έπληξε τη ΒΑ Ηλεία και τη ΒΔ Αχαΐα, προκαλώντας σημαντικές υλικές ζημιές, πλήττοντας και το Αρχαιολογικό Μουσείο Ήλιδας (Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικά, τ. Ελλάς Β, 2000, σελ. 270 και 272). Γιαλούρης 1996, σελ. 131. Renard 1995, σελ. 10 «La region beneficie du climat le plus favorable de toute la Grèce». Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα, τ. 26, σελ. 229. Μέσο ύψος βροχής στον Πύργο 0,83 μ. (www.meteo.gr). Π  άπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα, τ. 26, σελ. 230. K  ramer - Hajos 2008, σελ. 31. Το ελαιόλαδο κατέστη βασικό προϊόν της Χαλκοκρατίας, είτε στον τομέα της διατροφής είτε του καλλωπισμού. Παπανδρέου 1924, σελ. 26, 27. Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα, τ. 26, 1984, σελ. 230. Γιαλούρης 1996, σελ. 134-137.

18 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Β. Η Ηλεία του παρελθόντος 1. Λατρεία Η Ηλεία συνδέεται με τους μύθους και τις λατρείες πολλών θεών και ημίθεων της ελληνικής μυθολογίας. Βασικό αντικείμενο της λατρείας υπήρξε ο Δίας, καθώς και ο Απόλλωνας, ενώ και το Ιερό της Ολυμπίας, ήδη από τα πρώιμα γεωμετρικά χρόνια, καθιερώθηκε ως θεσμός, πανελλήνιας εμβέλειας. Μάλιστα, η λατρεία του Διός στην Ολυμπία απέκτησε διττό χαρακτήρα: Υπήρξε θεός μαντικός (όπως και στη Δωδώνη) αλλά και αγωνιστικός.31 Περίοπτη θέση στο ηλειακό πάνθεον κατέχει και ο Άδης. Πολλά υπήρξαν τα λατρευτικά κέντρα από την Ήλιδα έως την Τριφυλία, όπου οι πιστοί απέδιδαν τιμές και αναθήματα στον Άδη.32 Η λατρεία της χθόνιας αυτής θεότητας μεταφέρθηκε από τους Ηλείους και στη Θεσπρωτία33 (νεκυομαντείο, Αχερουσία) και υποστηρίχτηκε, πως οι κάτοικοι της Μεσσηνίας μετακένωσαν τις τελετουργίες αυτές στην Αττική,34 συντελώντας στη γένεση των Ελευσινίων μυστηρίων. Πρέπει να σημειωθεί ότι η λατρεία του Άδη σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα υπήρξε χωρικά εξαιρετικώς περιορισμένη. Ουσιαστικώς επιχωρίαζε στη νότια - νοτιοδυτική Πελοπόννησο (Λακωνία, Μεσσηνία, Ηλεία).35 Αξιοσέβαστος θεός για τους κατοίκους της Ηλείας υπήρξε επίσης ο Διόνυσος36 (η περιοχή ήταν οινοπαραγωγός και στη διάρκεια των αρχαίων χρόνων). Επιπλέον και ο ομηρικός ύμνος στο Διόνυσο αναφέρει ότι εκείνος γεννήθηκε από τη Σεμέλη στις όχθες του Αλφειού. Στην Ηλεία λατρευόταν ο Ήλιος,37 του οποίου γιοι υπήρξαν οι Αιήτης (πατέρας της Μήδειας και βασιλιάς της Κολχίδας) και Αυγείας. Ξεχωριστή θέση στην ηλειακή λατρευτική πρακτική κατείχαν η Δήμητρα,38 η θεά της γεωργίας, λατρεία αυτονόητη καθώς είναι στενή η συσχέτιση της Ηλείας με την καλλιέργεια της γης, καθώς και ο Ηρακλής, που συσχετίζεται με τη γένεση των Ολυμπιακών Αγώνων και την καθιέρωση της Άλτεως. 31. 32.

33. 34. 35. 36. 37. 38.

Γ  ιαλούρης 1996, σελ. 73. Σ  τράβων, VIII, 14, «… Ανατολικά του Πύλου (ενν. η Τριφυλιακή θέση) υπάρχει βουνό με το όνομα Μίνθη, που ο μύθος λέει ότι ήταν παλλακίδα του Άδη και πατήθηκε από την Κόρη…». «… Υπάρχει και ναός του Άδη κοντά στο βουνό (ενν. τη Μίνθη), τον τιμούν και οι Μακίστιοι…». Επίσης και Πτολεμ. ΙΙΙ, 14, 35. Γιαλούρης 1996, σελ. 74, Παπανδρέου 1924, σελ. 140. Άλλωστε και η Μίνθη (ονομασία βουνού της Β. Τριφυλίας) ήταν παλλακίδα του Άδη, η οποία μεταμορφώθηκε σε φυτό όταν ο Άδης παντρεύτηκε την Περσεφόνη. Για τη Μίνθη πρβ. και RE, vol. 15, 2, σελ. 1934. RE, Suppl. III, σελ. 867-878. Marinatos 1968, σελ. 167-174. Ειδικότερα για τη σύνδεση της λατρείας του Άδη με τη δυναστεία των Νηλειδών και το βασίλειο της Πύλου. Πρβ. και το κεφάλαιο της Μικροτεχνίας, σελ. 296 για τα χρυσά περίαπτα, που απεικόνιζαν κουκουβάγιες, θεωρούμενες σύμβολο της προαναφερθείσας δυναστικής οικογένειας. D  akaris, Antike Kunst,1963, Beiheft 1, σελ. 35-55, Dakaris Cassopaia and the Elean Colonies, στη σειρά «Αρχαίες Ελληνικές Πόλεις», 4, 1971, σελ. 101-134. Marinatos 1968, σελ. 173-4, Γιαλούρης 1996, σελ. 140-2. RE, Suppl. III, σελ. 867-878. Γιαλούρης 1996, σελ. 74. Αθηναίος, Δειπνοσοφισταί, Χ, 442e, Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, Ι, 34a, Παυσανίας VI, 26, I. Γ  ιαλούρης ό. π., σελ. 75, Παπανδρέου 1924, σελ. 216. O συγγραφέας υπογραμμίζει και τη στενή σχέση της Ηλείας με τον ήλιο, λόγω των μεγάλων διαστημάτων καλοκαιρίας και ηλιοφάνειας. Λ  ιάγκουρας 2007-2008, σελ. 61-73 και 74 Γιαλούρης ό.π., σελ. 74. Ο Στράβων αναφέρει την ύπαρξη ιερού άλσους προς τιμήν της Δήμητρας στο «Πυλιακό Πεδίο»(Στράβων Η, ΙΙΙ, 14). Πρόσφατη σωστική ανασκαφή της Ζ’ ΕΠΚΑ, στην Αρχ. Ολυμπία, έφερε στο φως τα αρχιτεκτονικά σπαράγματα (τμήμα του στυλοβάτη) ενός ιερού, που πιθανώς ήταν αφιερωμένο στη θεά Δήμητρα (λόγω των ευρημάτων, δηλ. ειδώλια ζώων, αλλά και των τοπογραφικών περιγραφών του Παυσανία) (πρβ. και Λιάγκουρας 2007-2008).

Εισαγωγή

19

Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν τη διάσπαρτη παρουσία μικρών ιερών ή αλσών, αφιερωμένων στην Άρτεμη, την Αφροδίτη και τον Ποσειδώνα.39

2. Μυθολογία Η ηλειακή μυθολογία περιστρέφεται, κατά βάση, σε δύο θεματικούς άξονες: Ο ένας αφορά σε μύθους γύρω από τη «γένεση» των Ηλείων και της Ήλιδος, οι οποίοι συνδέονται με μετακινήσεις και μεταναστεύσεις φυλών εντός ή και εκτός του Ελληνικού χώρου. Συγκεκριμένα η Ηλεία συνδέεται με μετοικήσεις πληθυσμών - «καθόδους» τόσο από τη Θεσσαλία, Βοιωτία, Αιτωλία όσο και από τη Μ. Ασία.40 Έτσι ο πρώτος βασιλιάς της, ο Αέθλιος,41 γιος του Δία και της Πρωτογένειας, αναφέρεται ότι ήρθε με Θεσσαλούς και εγκαταστάθηκε στην περιοχή. Δηλωτικά της καθόδου θεωρείται η παρουσία τοπωνυμίων κοινών42 και στις δύο περιοχές - δηλ. Ηλεία και Θεσσαλία (π.χ. Πηνειός, Ενιπέας, Λάπιθος, Όσσα) αλλά και η επιβίωση κοινών μυθολογικών παραδόσεων (π.χ. οι κένταυροι διαβιούν στο Πήλιο της θεσσαλικής Μαγνησίας αλλά και στον ηλειακό Ερύμανθο και Φολόη).43 Τον Αέθλιο διαδέχτηκε ο Ενδυμίωνας,44 και κατόπιν ο Επειός, ο οποίος έδωσε και το όνομα του στους κατοίκους της Ήλιδας (στα ομηρικά έπη αναφέρονται ως «Επειοί»45). Η χώρα των Επειών συμμετείχε στην τρωική εκστρατεία με σαράντα πλοία, διοικούμενα από τέσσερεις αρχηγούς - ηγεμόνες πόλεων της Ηλείας.46 Η νότια του Αλφειού χώρα αποτελούσε τμήμα του βασιλείου της μεσσηνιακής Πύλου47 και ξεσπούσαν συχνά μεθοριακά επεισόδια μεταξύ Επειών και Πυλίων για τον έλεγχο της παραποτάμιας περιοχής.48 Τον Επειό διαδέχτηκε ο αδελφός του Αιτωλός, ο οποίος εξορίστηκε «στην 39.

40. 41. 42. 43. 44. 45. 46.

47. 48.

Σ  τράβων Η, ΙΙΙ, 12. «… Η χώρα είναι γεμάτη με Αρτεμίσια και Αφροδίσια και Νυμφαία σε άλση ολάνθιστα…» και Στράβων Η, ΙΙΙ, 13 «… και μετά το Σαμικό, όπου το ιερό του Σαμίου Ποσειδώνα που είναι φημισμένο…». Το τελευταίο αποτελούσε θρησκευτικό κέντρο όλων των Τριφυλιακών πόλεων. Ξενοφών, Ανάβασις, V, III, 6-10. Ο Ξενοφών περιγράφει την εγκατάστασή του από τους Λακεδαιμόνιους στον Σκιλλούντα και την αφιέρωση ενός τεμένους στη θεά Άρτεμη, η οποία προστάτευε τη θήρα, ενασχόληση με την οποία καταγίνονταν ο Ξενοφών και οι γιοί του. Π  αυσανίας V, 1, 1-11. Παπανδρέου 1924, σελ. 215, 216. Γιαλούρης 1996, σελ. 70-72. Κάπος 1996, σελ. 60-72, Εder 1998, σελ. 187. Για την καταγραφή των κοινών τοπωνυμίων βλ. και Επίμετρο Δ. Τ  ο όνομα του πρώτου βασιλιά της Ηλείας συνδέεται με τον άθλο, τον αγώνα. Π  ρβ. και Επίμετρο Δ. Γ  ιαλούρης 1996, σελ. 18-23, όπου παρατίθεται μεταφρασμένο χωρίο από τα Ηλιακά του Παυσανίου. Παπανδρέου 1924, σελ. 212-220 και σχετικά με την Πίσα και τον Πέλοπα 245-256. Ενδιαφέρουσα είναι η μυθολογική παραλλαγή σύμφωνα με την οποία ο Ενδυμίωνας πέθανε και ενταφιάστηκε στο όρος Λάτμος της Μ. Ασίας, όπου μάλιστα υπήρχε και ιερό τέμενος προς τιμή του (Παυσανίας, V, 1, 6). Ομήρου, Οδύσσεια, ο, στ. 298. «Και το φέρε στη θεϊκή Ήλιδα, που οι Επειοί ορίζουν». Σακελλαρίου 1958-59 (για την τοπογραφία της ομηρικής Ηλείας), Ομήρου, Ιλιάδα, Β, 615-624, «Οι άντρες από το Βουπράσιο και τη θεϊκή Ήλιδα που βρίσκεται μεταξύ της Υρμίνης, της Μύρσινου που βρίσκεται στην άκρη, της Ωλενίας πέτρας και του Αλείσιου, ήρθαν με αρχηγούς, που τον καθένα ακολουθούσαν ομάδες από δέκα γρήγορα πλοία γεμάτα από Επειούς πολεμιστές. Οι δύο πρώτες είχαν αρχηγό τον Αμφίμαχο, γιο του Κτεάτου, και τον Θάλπιο, γιο του Ευρύτου, τους δύο γόνους του Ακτορίωνα. Η τρίτη είχε αρχηγό τον ισχυρό Διώρη, γιο του Αμαρυγκέα, και η τέταρτη το θεϊκό Πολύξενο, γιο του βασιλιά Αγασθένη, που είχε πατέρα τον Αυγεία». Ομήρου, Ιλιάδα, Β, 591-592, «Οι επόμενοι ήταν άντρες από την Πύλο και την αγαπημένη Αρήνη, από το Θρύο, κοντά στον Αλφειό και το καλοκτισμένο Αιπύ…». Ο  μήρου Ιλιάδα, Λ, 711-713. Ο βασιλεύς της Πύλου, ο γηραιός Νέστωρ αναφέρεται στα πολεμικά κατορθώματα των νεανικών του χρόνων και ειδικότερα στις συνοριακές διαμάχες Επειών - Πυλίων. «Υπάρχει δε κάποια πόλη, η Θρυόεσσα, σε απότομο λόφο, μακριά, κοντά στον Αλφειό, στα έσχατα όρια της αμμώδους Πύλου. Αυτήν την πολιορκούσαν (ενν. οι Επειοί) επειδή σφοδρά επιθυμούσαν να την καταστρέψουν».

20 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

περί τον Αχελώο χώρα», που ονομάστηκε Αιτωλία. Απόγονος του τελευταίου υπήρξε ο Όξυλος, ο οποίος εισέβαλε με Αιτωλούς στην Ηλεία και θεωρείται ο οικιστής της πόλεως της Ήλιδας.49 Σχέσεις απηχούνται και με τη Μ. Ασία, καθώς ο Πέλοπας,50 ο οποίος βασίλεψε στην Πίσα, καταγόταν από τη Λυδία, ενώ και ο Ενδυμίωνας κατέφυγε στη Μ. Ασία. Μυθολογικούς δεσμούς με τη Βοιωτία διατηρούσε και η ευρύτερη περιοχή της δυτικής Πελοποννήσου, καθώς Μινύες εγκαθίστανται στην Τριφυλία51 (Μινύες βασίλευαν και στη Βοιωτία), ο Θηβαίος Ηρακλής λατρευόταν στην Ολυμπία, αλλά και η γυναίκα του βασιλιά της Πύλου, Νηλέα, ανήκε στο γένος των Μινύων.52 Ο δεύτερος μυθολογικός κύκλος συνδέεται με το Ιερό της Ολυμπίας, την καθιέρωσή του και τη θεσμοθέτηση των Αγώνων. Με αυτόν σχετίζεται ο Ηρακλής και οι άθλοι του, καθώς και ο μυθολογικός κύκλος των Πελοπιδών.53

Γ. Σύντομη επισκόπηση της Ηλειακής Ιστορίας 1. Προϊστορικοί, κλασικοί ελληνιστικοί και ρωμαϊκοί χρόνοι Η Ηλεία είναι από τις περιοχές της Ελλάδος, που αν και έχει ερευνηθεί ελάχιστα, συγκριτικά με άλλα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας, παρουσιάζει διαχρονικά έντονη κατοίκηση. Παλαιολιθική Εποχή: Έχει διαπιστωθεί η ανθρώπινη παρουσία στην Ηλεία ήδη από την παλαιολιθική εποχή (περίοδος του Ανωτέρου Πλειστόκαινου). Γάλλοι ερευνητές επεσήμαναν στην παραλιακή περιοχή της Ήλιδος (Κυλλήνη, Κάστρο, Λουτρά, Κατάκολο, Αρετή) εκατοντάδες τέχνεργα και απολεπίσματα λίθων της Μέσης Παλαιολιθικής.54 Υπάρχουν όμως ενδείξεις ανθρώπινης παρουσίας και στην ενδοχώρα, κοντά στο χωριό Βασιλάκι (Λυκουρέση), στην εθνική οδό Ολυμπίας - Τριπόλεως, στην Αμαλιάδα (θέσεις Καρδαμάς και Δουνέικα), στο Σώστι, στην Αρχαία Ήλιδα.55

49. 50. 51.

52. 53.

54. 55.

Π  αυσανίας V, 1, 8 και V, 3, 1-5. Γ  ιαλούρης 1996, σελ. 70-72, Κάπος 1996, σελ. 145, βλ. και Επίμετρο Δ. Η  ρόδοτος IV, 145-148. Αναφέρεται διεξοδικά στην ιστορία των Μινύων, οι οποίοι ήταν απόγονοι των Αργοναυτών στη Λήμνο, τους οποίους έδιωξαν οι «πελασγοί - προέλληνες» κάτοικοι του νησιού. Οι Μινύες αρχικά βρήκαν καταφύγιο στη Λακωνία. Κάποιοι από αυτούς έλαβαν μέρος στην αποικιακή προσπάθεια του Θήρα να αποικίσει τη νήσο Καλλίστη (νυν Θήρα) αλλά η πλειοψηφία τους μετέβη στην Τριφυλία. Συγκεκριμένα «οἱ γὰρ πλεῦνες αὐτῶν ἐτράποντο ἐς τοὺς Παρωρεάτας καὶ Καύκωνας, τούτους δὲ ἐξελάσαντες ἐκ τῆς χώρης σφέας αὐτοὺς ἓξ μοίρας διεῖλον, καὶ ἔπειτα ἔκτισαν πόλιας τάσδε ἐν αὐτοῖσι, Λέπρεον Μάκιστον Φρίξας Πύργον Ἔπιον Νούδιον. τουτέων δὲ τὰς πλεῦνας ἐπ᾽ ἐμέο Ἠλεῖοι ἐπόρθησαν. τῇ δὲ νήσῳ ἐπὶ τοῦ οἰκιστέω Θήρα ἡ ἐπωνυμίη ἐγένετο». Σ  τράβων Η, ΙΙΙ, 19. Πρόκειται για τη Χλωρίδα, μητέρα του Νέστορα, καταγόμενη από τον Βοιωτικό Ορχομενό. Κατ’ άλλους, Μινύες κατοικούσαν την Τριφυλία και είχαν έλθει από τη Λήμνο. Β  ικάτου 2006, σελ. 10 και 11. Όπου σημειώνεται με έμφαση το μυθολογικό περιστατικό της αρματοδρομίας του Οινομάου, του βασιλιά της Πίσας, και του Πέλοπος (επήλυδος από τη Μ. Ασία) για την Ιπποδάμεια (την κόρη του πρώτου). Τα γεγονότα έχουν αποτυπωθεί στη μεγαλειώδη σύνθεση του ανατολικού αετώματος του ναού του Διός στην Ολυμπία. Ι στ. Ελλ. Έθνους, τ. Α, σελ. 38, Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα, τ. Ελλάς (α’ μέρος), σελ. 109-110, Ματζάνας 1998, σελ. 2. Ματζάνας 1998, σελ. 19-21. Υποστηρίζεται πως τα τέχνεργα της Ηλείας μπορούν να χρονολογηθούν και στην Ανώτερη Παλαιολιθική.

Εισαγωγή

21

Νεολιθική Εποχή: Τα ευρήματα της Νεολιθικής σπανίζουν, με εξαίρεση τον οικισμό στη θέση «Αγ. Δημήτριος» Λεπρέου,56 από όπου προήλθε κεραμική της Τελικής Νεολιθικής.57 Στη διάρκεια σωστικής ανασκαφής στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 εντοπίστηκε οικιστικό στρώμα της Τελικής Νεολιθικής - Χαλκολιθικής, το οποίο εδραζόταν πάνω στο φυσικό έδαφος. Η κεραμική περιελάμβανε όλους τους ρυθμούς, που απαντούν σε αντίστοιχες θέσεις της Πελοποννήσου,58 ενώ ο ανασκαφέας εκτιμά ότι ο οικισμός εκτεινόταν σε έκταση 5.000 τ.μ. και οι κάτοικοι του δεν ξεπερνούσαν τους 50. Αυτοί ασχολούνταν κυρίως με το κυνήγι (όπως καταδεικνύεται από την ανεύρεση πολλών λίθινων αιχμών), είχαν εμπορικές επαφές με την ανατολική Πελοπόννησο (λίθινα εργαλεία και λεπίδες οψιανού, εισηγμένες από τη Μήλο) και ζούσαν πιθανώς νομαδικά.59 Πρωτοελλαδική Εποχή: Στη διάρκειά της εντείνεται η ανθρώπινη παρουσία στην Ηλεία. Η κατοίκηση του Αγ. Δημητρίου Λεπρέου συνεχίζεται, που πλέον εξελίσσεται σε ένα από τα πλέον σημαντικά οικιστικά σύνολα της δυτικής Ελλάδος. Οργανώνεται σε λόφο (στην κορυφή του οποίου έχει οικοδομηθεί το ναύδριο του Αγ. Δημητρίου), ελέγχοντας την εύφορη κοιλάδα της Φιγαλείας, ενώ επιπλέον διαθέτει πρόσβαση σε πηγή πόσιμου νερού (γνωστή στους σύγχρονους ως πηγή της «Μπάνισκα» - όνομα σλαβικής προέλευσης), η οποία υδροδοτεί ακόμη και στις μέρες μας την κοινότητα Λεπρέου60 αλλά και ολόκληρο το Δήμο Ζαχάρως. Ο οικισμός συγκροτείται στις αρχές της ΠΕΙ και ακμάζει κατά την ΠΕΙΙ.61 Οι οικίες έχουν πανομοιότυπο αρχιτεκτονικό σχέδιο («μεγαρόσχημο») με αντίστοιχες της ανατολικής ηπειρωτικής Ελλάδας (π.χ. οικίες στη Λέρνα ή στο Μπερμπάτι της Αργολίδας). Οι στέγες τους καλύπτονται με κεράμους και οι κάτοικοι του Αγ. Δημητρίου χρησιμοποιούν τα ίδια σχήματα αγγείων (στην πλειοψηφία τους εμβαμματοδοχεία ή σαλτσιέρες) και ταυτόσημες τεχνικές διακόσμησης με τους κατοίκους της Αργολιδοκορινθίας και της Αττικής.62 Στην αρχ. Ήλιδα (ΒΑ Ηλεία), εντοπίστηκαν και ανεσκάφησαν ήδη από τη δεκαετία του ‘60 πρωτοελλαδικοί τάφοι, οι οποίοι αρχιτεκτονικά κατατάσσονται στους κιβωτιόσχημους - θαλαμοειδείς.63 Από τα κτερίσματα των τάφων (σφαιρικοί αμφορείς με κυλινδρικό λαιμό και κατακόρυφες, κυλινδρικής

56. 57.

58. 59. 60. 61. 62. 63.

Z  achos 1987, Koumouzelis 1980. K  oumouzelis 1980, σελ. 12. Όπου αναφέρονται κάποια Urfirnis όστρακα από τη θέση Αγ. Ανδρέας στην περιοχή Κατακόλου. Alram - Stern 1996, σελ. 273 και 274. Ματζάνας 1998 σελ. 21. Όπου θεωρείται ότι οι θέσεις της τελικής νεολιθικής στην Ηλεία και πιθανώς σε ολόκληρη τη δυτική Πελοπόννησο ιδρύθηκαν από μεταναστευτικά φύλα, τα οποία προέρχονταν είτε από τα βόρεια είτε από τα βορειοανατολικά. A  lram - Stern 1996, σελ. 273. Ό  .π., σελ. 274. Zachos 1987, σελ. 27. Alram - Stern 2004, σελ. 671-672. Zachos 1987, σελ. 160-163. K  oumouzelis 1980, σελ. 55, 239, Renard 1995, σελ. 11, Alram - Stern 2004, σελ. 663-664. Τον Οκτώβριο του 2004 κατά τη σωστική ανασκαφή οικοπέδου πλησίον του Παλαιού Μουσείου Ήλιδος (χώρος κατασκευής ξύλινου λυομένου θεάτρου) απεκαλύφθη εκτεταμένο προϊστορικό νεκροταφείο. Ανεσκάφησαν 24 θαλαμωτοί τάφοι με δρόμο, στόμιο και θάλαμο (κατ’ αναλογία με τα αντίστοιχα μυκηναϊκά μνημεία), λαξευμένοι στο φυσικό αμμώδες πέτρωμα. Σε κάθε τάφο υπήρχαν επάλληλες ταφές νεκρών (2-16 ενταφιασμοί ανά θάλαμο), σε συνεσταλμενη στάση και με κεραμικά κτερίσματα. Στο πίσω μέρος του θαλάμου και στα πλευρικά τοιχώματα είχαν ανοιγεί κόγχες, που περιείχαν πρωτογενείς και δευτερογενείς ταφές αντιστοίχως. Πλησίον της εισόδου του θαλάμου είχαν κατασκευασθεί κιβωτιόσχημοι τάφοι, που περιείχαν από μία ταφή, σε έντονα συνεσταλμένη στάση. Οι ταφές χρονολογούνται από την ανασκαφέα (κα. Ξένη Αραπογιάννη) στα τέλη της Νεολιθικής και στις αρχές της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (AR 2007-2008, σελ. 42, Δελτίο Τύπου του ΥΠ.ΠΟ στις 21.10.2004, www.yppo.gr. και δημοσίευμα της «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» στις 22.10.2004, www.enet.gr.).

22 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

διατομής, λαβές) συνάγεται το συμπέρασμα ότι τα συγκεκριμένα ταφικά μνημεία εντάσσονται στην ΠΕΙΙ/ΠΕΙΙΙ περίοδο.64 Η περιοχή της Ολυμπίας, στην εξαιρετικά εύφορη κοιλάδα του Αλφειού, στο κέντρο του Ν. Ηλείας, αναδεικνύεται σε οικιστικό κέντρο, το οποίο συγκροτείται κατά τη διάρκεια της 3ης χιλιετίας. Από τα μέχρι στιγμής ευρήματα διαπιστώνεται ότι, στη διάρκεια της ΠΕΙΙΙ, στην περιοχή της Άλτεως οργανώθηκε οικισμός αψιδωτών οικιών,65 οι κάτοικοι του οποίου χρησιμοποιούσαν την ίδια κεραμική με τους οικιστές της Λέρνας IV, ενώ παράλληλα διατηρούσαν στενές εμπορικές επαφές με την περιοχή της δυτικής Αδριατικής (Cetina Kultur)66 αλλά και τη Μάλτα.67 Στην ίδια περίοδο τοποθετείται και η κατασκευή του ταφικού (;) τύμβου στην περιοχή του Αρχαιολογικού Μουσείου Ολυμπίας,68 καθώς και τύμβου, λατρευτικού - τελετουργικού χαρακτήρα, στο Πελόπιο,69 ενώ κεραμική της ΠΕΙΙ και ΙΙΙ εντοπίσθηκε σε ανασκαφές, στην περιοχή του αρχαίου Σταδίου.70 Σημαντική πρωτοελλαδική θέση αποκαλύφθηκε και στην περιοχή μεταξύ Ανδραβίδος και Λεχαινών στη μέση του εύφορου ηλειακού κάμπου, κοντά στις ακτές του Ιονίου και πλησίον του Πηνειού.71 Στη διάρκεια κατασκευής αθλητικού κέντρου (το 2003 και 2004) κατεστράφη ολοσχερώς οικιστικό σύνολο που από τα ευρήματα της κεραμικής διαπιστώθηκε πως συγκροτήθηκε κατά την ΠΕΙΙ και επιβίωσε μέχρι τα μέσα της ΜΕΧ. Συνελέγησαν όμως από το επιστημονικό και εργατικό προσωπικό της Ζ’ ΕΠΚΑ ποσότητες κεραμικής (τεφρής μινυακής με εγχαράξεις,72 μελανόχρωμης στιλβωτής με εγχάρακτα ή εμπίεστα γραμμικά μοτίβα), που παρουσιάζουν ομοιότητες με αντίστοιχα δείγματα από την Αρχαία Ολυμπία και επιβεβαιώνουν τις στενές εμπορικές - πολιτιστικές επαφές της δυτικής Πελοποννήσου τόσο με πολιτισμούς της ΒΔ Βαλκανικής (Cetina73) όσο και με τη Μάλτα (Tarxien Kultur).74 Οικιστικά κατάλοιπα και κεραμική της ΠΕΙΙ προήλθαν και από σωστική ανασκαφή στην περιοχή Στρεφίου75 (6 χλμ. βορειοδυτικά της Αρχαίας Ολυμπίας και κατά μήκος της κοιλάδος του Αλφειού). 64. 65. 66. 67. 68. 69. 70.

71. 72. 73.

74. 75.

A  lram - Stern 2004, σελ. 664. Α  ραπογιάννη 2008, σελ. 83. R  ambach 2004, σελ. 1208. Renard 1995, σελ. 13, Alram - Stern 2004, σελ. 666, 667, Rambach 2004, σελ. 1200 και 1231. Τα παράλληλα με τους πολιτισμούς της δυτικής Αδριατικής είχε επισημάνει ήδη από το 1911 ο Γερμανός αρχαιολόγος, Weege. Evjen 1982, σελ. 41, Renard 1995, σελ. 13-14, Alram - Stern 2004, σελ. 668-668, Rambach 2004, σελ. 1218. Rambach 2007, σελ. 84. Alram  - Stern 2004, σελ. 667, Αραπογιάννη 2008, σελ. 82, Χατζή 2008α, σελ. 37. Πρόκειται για όστρακα από σαλτσιέρες, ασκούς, φιάλες και ευρύστομες πρόχους, πλέον χαρακτηριστικό είναι αγγείο με πτηνόμορφη απόφυση. Για την ΠΕΧ στην περιοχή της Αρχ. Ολυμπίας πρβ. και Rambach 2004, σελ. 1231 και 1233. Εκφράζεται η άποψη ότι η Ολυμπία υπήρξε σημαντικός εμπορικός σταθμός στο δρόμο των εμπόρων της Αδριατικής και εν γένει της δυτικής Μεσογείου, που ήθελαν να διασχίσουν την Πελοπόννησο και να φθάσουν στα οικιστικά κέντρα της Αργολιδοκορινθίας. R  ambach 2007, σελ. 87-89. Ό  .π., σελ. 87 με ανάλογα διακοσμητικά θέματα στη Μάλτα. R  ambach 2007, σελ. 88. Από τα αρχαιολογικά δεδομένα καταδεικνύεται ότι οι επιδράσεις των πολιτισμών της ΒΔ Βαλκανικής, στη δυτ. Πελοπόννησο, διακόπτονται από τα μέσα της ΜΕΧ. Η θαλάσσια οδός προς τη Δύση παρέμεινε ανοικτή και στην ΥΕΧ (π.χ. μεταφορά ηλέκτρου). Πρβ. και Πελοπόννησος 2006, σελ. 29. Αναφέρεται χαρακτηριστικά στο κείμενο ότι «οι γραμμές των θαλάσσιων δρόμων που ένωναν τον μυχό της Αδριατικής με το δέλτα του Νείλου και το βόρειο Αιγαίο δεν παρουσιάζουν κάτι νεώτερο κατά τη διάρκεια των τεσσάρων χιλιετιών (2100 π.Χ. - 1900 μ.Χ.)». Rambach 2004, σελ. 1228, πιθανώς στον οικισμό της Αρχαίας Ολυμπίας εγκαταστάθηκε ξένη πληθυσμιακή ομάδα. Έτσι επετεύχθη ο συνδυασμός τεφρής μινυακής κεραμικής (ντόπιας παραγωγής) και αγγείων με εγχάρακτη διακόσμηση και ιδιόμορφα/μοναδικά σχήματα (με επιρροές από τη δυτική Βαλκανική). Koumouzelis 1980, σελ. 245, Renard 1995, σελ. 12-13, Alram - Stern 2004, σελ. 661-663.

Εισαγωγή

23

Κεραμική διαφόρων περιόδων της ΠΕΧ έχει προέλθει ή εντοπισθεί σε πολλές θέσεις, δηλώνοντας κατοίκηση. Συγκεκριμένα: Κάτω Σαμικό (θέση Κλειδί), Τρανή Λάκκα (περιοχή Αρχαιολογικού Μουσείου Ολυμπίας),76 Καυκανιά (δώδεκα χλμ. ΒΑ Αρχαίας Ολυμπίας), Κατάκολο (επίνειο του Πύργου), Ανήλιο (στη νότια Ηλεία και περίπου 7 χλμ. βορείως του Αγ. Δημητρίου), Κοστουρέϊκα (περιοχή Ήλιδος) και τέλος στη θέση Αγ. Γεώργιος στο Γιαννιτσοχώρι.77 Η Ηλεία συνεπώς δεν απεκόπη από το λεγόμενο πολιτισμό της «Πρωτοελλαδικής Κοινής», αντίθετα παρακολουθούσε τις εξελίξεις και οι κάτοικοί της επικοινωνούσαν με την ανατολική Ελλάδα, το Αιγαίο αλλά και τη Δύση. Μεσοελλαδική Εποχή: Στη διάρκεια της επόμενης εποχής, της Μεσοελλαδικής (2000-1650 π.Χ.), επιβιώνει ο ΠΕ οικισμός στην Ολυμπία,78 ο οποίος εγκαταλείπεται οριστικά στα τέλη της ΜΕΙ (πιθανώς λόγω της εκδήλωσης πλημμυρικών φαινομένων).79 Ο Dörpfeld, το 1908, ανέσκαψε στην κορυφή ενός λόφου, πλησίον της Αρχαίας Ολυμπίας, θέση, που λανθασμένα ταύτισε με την «Αρχαία Πίσα». Η ανασκαφή απέδωσε πλούσια κεραμική της ΜΕΧ «αδριατικής» τεχνοτροπίας, αλλά κανένα αρχιτεκτονικό κατάλοιπο. Λίγα χιλιόμετρα βορειοανατολικά, στο ΔΔ Καυκωνίας και στη θέση «Αγριλίτσες», το 1994, σωστική ανασκαφή της Ζ’ ΕΠΚΑ έφερε στο φως δωμάτιο μεσοελλαδικής οικίας (σε εξαιρετικά κακή κατάσταση διατήρησης), πληθώρα οστράκων της ΜΕΧ, ειδώλιο κρητικής έμπνευσης, καθώς και βότσαλο με εγχαράξεις συμβόλων της Γραμμικής Β. Εγχάρακτη, ανοικτόχρωμη ή μελανότεφρη λεπτή αλλά και χονδρή κεραμική της ΜΕΧ προήλθε από ανασκαφές στην Αρμάτοβα80 (7 χλμ. ανατολικά της Αρχαίας Ήλιδας), στο λόφο των Αγιωργίτικων, στο Επιτάλιο (10 χλμ. βορειοδυτικά της Ολυμπίας), στο Χλεμούτσι, εντός του μεσαιωνικού κάστρου, όπου εκτός των άλλων υπήρχαν και πολλά όστρακα μελανής μινυακής κεραμικής, και στη θέση Αέτια, πλησίον της κοινότητας Ρουπάκι.81 Στην τελευταία φάση της ΜΕΧ και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή νοτίως του Αλφειού, παρατηρείται δημογραφική και οικονομική ανάπτυξη, προανάκρουσμα της ακμής που θα επέλθει στα μυκηναϊκά χρόνια.82 Κεραμική της ίδιας περιόδου και τεχνοτροπίας απαντάται και στην Τρυπητή (20 χλμ. ανατολικά των Κρεστένων), στην περιοχή των Μακρυσίων και στον Άγιο Δημήτριο Λεπρέου.83 Πολλές πρώιμες μυκηναϊκές θέσεις

76. 77. 78. 79. 80.

81. 82. 83.

R  ambach 2004, σελ. 1214 (πρόκειται για ΠΕΙΙ όστρακα σε μία θέση 250 μ. ΒΑ. του Νέου Μουσείου). Αναφέρονται επίσης και άλλες θέσεις εντοπισμού ΠΕ κεραμικής στην περιοχή της Αρχ. Ολυμπίας. Γ  ια λεπτομέρειες σχετικά με τις αναφερθείσες θέσεις της ΠΕΧ πρβ. και Alram - Stern 2004, σελ. 661-674. K  oumouzelis 1980, σελ. 16-17. Rambach 2007, σελ. 84. Coleman 1986. Η ανασκαφή διεξήχθη από την Αμερικάνικη Σχολή Κλασσικών Σπουδών και το Πανεπιστήμιο του Colorado το 1968 (διάρκειας οκτώ εβδομάδων) και συμπληρωματικώς το 1970. Δεν προέκυψαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της ΜΕΧ, διότι είχαν καταστραφεί από τα υπερκείμενα των ιστορικών περιόδων. Η ανασκαφή απέδωσε πλούσια κεραμική, χαρακτηριστική της ΜΕΧ, δηλαδή εγχάρακτη (αποκαλούμενη και «αδριατική»), καθώς και αμαυρόχρωμη (Coleman 1986, σελ. 12-17). Rambach - Arapogianni - Godart 2002, σελ. 146-168 και 168-180. Γίνεται εκτενής αναφορά στην κεραμική και τις θέσεις προέλευσης της. Επίσης και σελ. 147, εικ. 13, όπου καταγράφονται όλες οι θέσεις κατοίκησης της ύστερης ΜΕΧ και πρώιμης ΥΕΧ στην Πελοπόννησο. S gouritsa 2005, σελ. 516. Πρβ. και Πελοπόννησος 2006, σελ. 29, όπου τονίζεται η διαχρονική σημασία της ΝΔ Πελοποννήσου και ιδία των αγκυροβολίων και σκοπιών της νότιας Μεσσηνίας, όπου διασταυρώνονται όλες οι ρότες από και προς το Ιόνιο πέλαγος με εκείνες από και προς το Αιγαίο. R  ambach - Arapogianni - Godart 2002, σελ. 157.

24 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

πιθανώς κατοικήθηκαν για πρώτη φορά στα τέλη της ΜΕΧ, όπως ο Κακόβατος,84 το Σαμικό,85 ο Προφήτης Ηλίας Μακρυσίων.86 Μυκηναϊκοί Χρόνοι: Η μυκηναϊκή περίοδος στην Ηλεία, η οποία αποτελεί και το βασικό αντικείμενο της παρούσας μελέτης, μπορεί να διαιρεθεί σε δύο φάσεις: Η πρώτη συμπίπτει με τα πρώιμα μυκηναϊκά χρόνια (ΥΕΙ-ΙΙ). Στη διάρκεια αυτής της φάσης ακμάζει η Β. Τριφυλία, όπου εντοπίζονται και οι περισσότερες θέσεις (Αγ. Δημήτριος, Κακόβατος, Σαμικό, Λαδικό, Μακρύσια), ενώ υπάρχει πληθώρα ευρημάτων, που μαρτυρούν την οικονομική ευημερία της περιοχής.87 Τα οικιστικά κατάλοιπα είναι ελάχιστα (με εξαίρεση τον Κακόβατο και το Σαμικό), ενώ στην ταφική αρχιτεκτονική κυριαρχούν οι τύμβοι και οι θολωτοί τάφοι. Η δεύτερη περιλαμβάνει το σύνολο της ΥΕΙΙΙ. Νέα οικονομικοδιοικητικά κέντρα αναδύονται στην περιοχή. Η περιοχή της Β. Τριφυλίας παρακμάζει και σταδιακά τα ταφικά μνημεία εγκαταλείπονται. Αντιθέτως αναπτύσσεται η ευρύτερη περιοχή της Ολυμπίας, η οποία αναδεικνύεται σε σημαντικό πληθυσμιακό και οικονομικό κέντρο (παρουσία τάφων σε διάφορες θέσεις, όπως:88 Ολυμπία - Νέο Μουσείο, Μιράκα, Στραβοκέφαλος), ενώ συγχρόνως ανθίζουν πολιτισμικές ενότητες στους κατάφυτους ορεινούς ηλειακούς όγκους (Αγ. Τριάδα, Χελιδόνι). Μεμονωμένες θέσεις έχουν ανασκαφεί και στην ηλειακή πεδιάδα (π.χ. Αλποχώρι).89 Τα οικιστικά κατάλοιπα όμως απουσιάζουν ή είναι ελάχιστα και σε άσχημη κατάσταση διατήρησης (π.χ. οικιστικά κατάλοιπα στα Διάσελλα, στη Φιγάλεια - θέση «Κορδομπούλι», στη θέση «Κορυφή» και στην «Τριανταφυλλιά»90). Δεν κτίζονται πλέον θολωτοί τάφοι ούτε χρησιμοποιούνται ταφικοί τύμβοι. Διαμορφώνονται, όμως, εκτεταμένα ή μικρότερα νεκροταφεία θαλαμωτών, χωρίς να αποκλεισθεί, ειδικότερα προς το τέλος της ΥΕΙΙΙ, η αρχιτεκτονική διαφοροποίηση και η χρήση διαφόρων ειδών τάφων (π.χ. λακκοειδείς). Κατά την υπομυκηναϊκή εποχή (1100-1000 π.Χ.) οι μυκηναϊκές θέσεις έχουν ερημωθεί και εν πολλοίς εγκαταλειφθεί.91 Το κέντρο ανάπτυξης έχει μετατοπισθεί βορειότερα και επικεντρωθεί στην περιοχή της Ήλιδας, όπου συγκροτείται ένα νεκροταφείο κιβωτιόσχημων τάφων, με κτέριση, ουσιαστικώς περιορισμένη στην κεραμική. Στην υπόλοιπη Ηλεία απαντούν μεμονωμένες ταφές σε κιβωτιόσχημους τάφους, απλούς λάκκους ή και πίθους.92 Η διαφοροποίηση των εθίμων ταφής των υπομυκηναϊκών χρόνων με αυτών της ΥΕΧ είναι υπαρκτή, χωρίς όμως οι διαφορές να είναι έντονες και οι ασυνέχειες χαοτικές. Πλέον, χρησιμοποιούνται κιβωτιόσχημοι τάφοι, ταφικοί λάκκοι ή πίθοι, που δέχονται μία μόνο ταφή, ενώ σε καθ’ όλη την ΥΕΧ κατασκευάζονται ταφικά μνημεία πολλαπλών ταφών.93 Στην πρωτογεωμετρική περίοδο οι ενταφιασμοί πραγματοποιούνται συνήθως σε πίθους και απλούς λάκκους και η κεραμική αποτελεί συνέχεια - εξέλιξη της υπομυκηναϊκής. Τα πολυάριθμα χάλκινα και πήλινα αφιερώματα (ειδώλια, τρίποδες) των Γεωμετρικών Χρόνων αποδεικνύουν περίτρανα

84. 85. 86. 87. 88. 89. 90. 91. 92. 93.

Μ  üller 1909, σελ. 321-324, Dörpfeld 1907, σελ. VI-IX, Rambach - Arapogianni - Godart 2002, σελ. 164-165.  örpfeld 1908, σελ. 321, Γιαλούρης 1965α, σελ. 35, Παπακωνσταντίνου 1981, σελ. 148 κ.εξής, Rambach - Arapogianni D - Godart 2002, σελ. 159-163. Θ  έμελης 1968β, σελ. 285, Rambach - Arapogianni - Godart 2002, σελ. 158. Sgouritsa 2005, σελ. 517. Ενδεικτική αναφορά. Βικάτου 1995α, σελ. 359-364. Πρβ. και ανακοίνωση της Γ. Χατζή - Σπηλιοπούλου στο Olympia und seine Umwelt, Workshop 19-22 Oktober 2010. Γ  ιαλούρης 1996, σελ. 103. Eder 2001, σελ. 97-104. E  der 2001, σελ. 43-47. E  der 2001, σελ. 99-100.

Εισαγωγή

25

ότι η Ολυμπία έχει καταστεί ήδη περίλαμπρο θρησκευτικό κέντρο, μολονότι δεν έχουν οικοδομηθεί κτήρια, τα οποία θα ανεγερθούν στην αρχαϊκή εποχή (οι Θησαυροί, ο Ναός της Ήρας). Βαθμιαία διαμορφώνονται τέσσερεις γεωγραφικές ενότητες - κέντρα εξουσίας εντός των σημερινών διοικητικών ορίων της Ηλείας:94 α) η Ήλιδα, που κατορθώνει να εξουσιάσει όλες τις πολίχνες του ηλειακού κάμπου,95 β) η Τριφυλία,96 νοτίως του Αλφειού97 και μέχρι το ποτάμι της Νέδα, γ) η Πίσα (στη βόρεια όχθη του Αλφειού και στην περιοχή της σημερινής Ολυμπίας), η οποία εποπτεύει και διεξάγει αρχικά τους Ολυμπιακούς αγώνες και δ) η Ακρώρεια, περιοχή στη μεθόριο Ηλείας με την Αρκαδία. Η κυριαρχία της Ήλιδας στις τρεις άλλες περιοχές δεν υπήρξε ποτέ σταθερή και συχνά οι τελευταίες ξέφευγαν από τον έλεγχό της και αποκτούσαν την αυτονομία τους (συχνά δια της επεμβάσεως ξένων δυνάμεων). Πρέπει να σημειωθεί ότι η σύγχρονη ιστορική έρευνα αμφισβητεί την ύπαρξη του όρου «Τριφυλία», ως δηλωτικού γεωγραφικού τόπου κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., ενώ υποστηρίζεται πως «κατασκευάστηκε» τον 4ο αι π.Χ., προκειμένου να ενοποιηθούν εθνοτικά οι πόλεις της περιοχής, να αποκτήσουν εθνική συνείδηση και ουσιαστικώς να διαφοροποιηθούν από τους Ηλείους.98 Σημαντικό ρόλο στην πολιτική και κοινωνική εξέλιξη της Ηλείας διαδραμάτισε η διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ολυμπία και η βαθμιαία ανάδειξη του πανελληνίου χαρακτήρα του Ιερού της. Με αυτόν τον τρόπο οι Ηλείοι εξασφάλισαν την ακεραιότητα της πατρίδας από κάθε επιβουλή, αύξησαν πανελληνίως το κύρος του κράτους τους και απέκτησαν άκοπη ευημερία και ειρήνη. Το 580 π.Χ., μετά από σκληρούς και αδιάλειπτους αγώνες τον έλεγχο των Ολυμπιακών Αγώνων και κατ’ επέκταση του Ιερού αναλαμβάνει η Ήλιδα,99 αφού κατέλαβε και κατέστρεψε, με τη συνδρομή των Σπαρτιατών, την πόλη της Πίσας και σταδιακά πέτυχε να επιβάλει την εξουσία της σε ολόκληρη την Τριφυλία, με εξαίρεση την πόλη του Λεπρέου. Η Ήλιδα εντάχθηκε στην Πελοποννησιακή Συμμαχία και εκμεταλλευόμενη τους Ολυμπιακούς Αγώνες εξασφάλισε μακρά περίοδο ειρήνης, οικονομικής ευμάρειας και κοινωνικής γαλήνης. Χαρακτηριστικό της ανυπαρξίας εξωτερικών απειλών ή εσωτερικών διενέξεων είναι το παράθεμα από τον Πολύβιο «άπειροι όντες παντός δεινού και πάσης πολεμικής περιστάσεως».100 Επόμενος σημαντικός σταθμός στην ηλειακή ιστορία στάθηκε ο συνοικισμός της Ήλιδας και η οικοδόμηση της ομώνυμης πόλης με την επίνευση και την «ηθική αυτουργία» του μεγάλου Αθηναίου πολιτικού Θεμιστοκλή, το 471 π.Χ.101 Περίτρανη επίδειξη της πολιτικής δύναμης αλλά και της οικονομικής ευρωστίας του ηλειακού κράτους υπήρξε η κατασκευή του ναού του Διός στην Ολυμπία. Με το έργο αυτό κραταιώνεται η αίγλη και το κύρος του ιερού αλλά και κατ’ επέκταση της πόλης - κράτους 94. 95.

Z  oumbaki 2005, σελ. 19. Σ  τράβων Η, ΙΙΙ, 2, «Ἦλις δὲ ἡ νῦν πόλις οὔπω ἔκτιστο καθ᾽ Ὅμηρον, ἀλλ᾽ ἡ χώρα κωμηδὸν ᾠκεῖτο: ἐκαλεῖτο δὲ κοίλη Ἦλις ἀπὸ τοῦ συμβεβηκότος…». 96. Πολύβιος IV, 77, 8-11. Ο Πολύβιος θεωρεί την περιοχή μάλλον αρκαδική, αναφέρει μάλιστα ότι ονομάστηκε Τριφυλία, προς τιμήν του Τρίφυλου, γιου του Αρκάδα. Έχει διατυπωθεί και άλλη άποψη για την «προέλευση» του ονόματος Τριφυλία. Αποκλήθηκε έτσι λόγω της συνύπαρξης τριών διαφορετικών φύλων - εθνοτικών ομάδων στην περιοχή αυτή. Για σχετικές αναφορές στον Ηρόδοτο πρβ. και υποσ. 47. Nielsen 1997, σελ. 145. 97. Philippson 1959, σελ. 331. Και σε αυτήν την περίπτωση επιλέγεται ως νότιο όριο της Ήλιδος, ο Αλφειός (Wir wählen als Südgrenze den Alphios aus historischen und praktischne Gründen…). 98. Z  oumbaki 2005, σελ. 29. Ο όρος Τριφύλιος, με την εθνοτική του διάσταση εμφανίζεται τον 4ο αι. π.Χ., ενώ ένα μυθολογικό υπόβαθρο αποτέλεσε τη βάση της πολιτικής οργάνωσης της Τριφυλίας. Nielsen 1997, σελ. 133, 134, 141. 99. Z  oumbaki 2005, σελ. 20. 100. Π  ολύβιος IV, 73, 2-10. 101. Διόδωρος Σικελιώτης, ΙΧ, 54, 1-2. Για το ρόλο του Θεμιστοκλή πρβ. και ΙΕΕ, Γ1, σελ. 44.

26 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

που το κηδεμονεύει, της Ήλιδος.102 Στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, το κράτος της Ήλιδας τίθεται αρχικώς στο πλευρό της Σπάρτης, μολονότι η τελευταία δεν επιδοκιμάζει την πλήρη υποταγή της Τριφυλίας και συνδράμει το Λέπρεο στους αγώνες για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας του. Το «Λεπρεατικό Ζήτημα», δηλαδή η εμμονή των Ηλείων να ενθυλακώσουν ετσιθελικά τη μικρή τριφυλιακή πόλη στην επικράτειά τους και η απόφαση της Σπάρτης το 421 π.Χ. να ταχθεί υπέρ της αυτονομίας της, οδήγησαν την Ήλιδα στη μη αποδοχή της Νικείου Ειρήνης και την πρόσκαιρη ένταξη της, χάρη στους άψογους διπλωματικούς χειρισμούς του Αλκιβιάδη, στην Αθηναϊκή Συμμαχία103 (μαζί με τη Μαντίνεια και το Άργος). Αργότερα το 418 π.Χ. θα ψυχρανθούν οι σχέσεις των Ηλείων και με τους Aθηναίους και οι πρώτοι θα οδηγηθούν σε μια ιδιότυπη και εθελούσια πολιτικοδιπλωματική απομόνωση. Το 401 π.Χ. οι Σπαρτιάτες εισβάλλουν δύο φορές στην Ήλιδα καταστρέφοντας και λεηλατώντας. Οι Ηλείοι ζητούν ειρήνη και υποτάσσονται άνευ όρων το 399 π.Χ, χάνοντας την Πίσα, την ορεινή Ηλεία (Ακρώρεια), την Τριφυλία, ενώ υποχρεώνονται να καταστρέψουν τα λιμάνια, τον στόλο τους, και τέλος το πλέον υποτιμητικό, να καθαιρέσουν τα τείχη της Ήλιδος.104 Έκτοτε η Ηλεία συρρικνώνεται και μετατρέπεται σε ένα μικρό, ήσσονος σημασίας, κρατίδιο, που έχει όμως διατηρήσει το προνόμιο της διαχείρισης και διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων. Παράλληλα συγκροτείται η βραχύβια ομοσπονδία των Τριφυλιακών Πόλεων.105 Μετά τη συντριβή της Σπάρτης στη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.) η Ηλεία ανακτά μερικά εδάφη (την Ακρώρεια και την Πισάτιδα) και εντάσσεται στη Θηβαϊκή Ηγεμονία. Ακολουθούν βιαιότατες συγκρούσεις με τους Αρκάδες για την κυριαρχία της Ακρώρειας.106 Το 364 π.Χ. οι Αρκάδες μάλιστα καταλαμβάνουν την Πισάτιδα και συνδιοργανώνουν με τους κατοίκους της τελευταίας, τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το 363 π.Χ. οι Ηλείοι ανακτούν τον έλεγχο τόσο της Πισάτιδας όσο και της Ακρώρειας. Το 343 π.Χ. η ολιγαρχική παράταξη της Ήλιδας στρέφεται προς τον Φίλιππο της Μακεδονίας και από τότε ακολουθείται φιλομακεδονική πολιτική.107 Στα ελληνιστικά χρόνια η Ηλεία συμπεριφέρεται καιροσκοπικά, εντασσόμενη σε διάφορα στρατόπεδα, ανάλογα με τα εφήμερα συμφέροντα της, αποσκοπώντας στη διατήρηση της αυτονομίας της αλλά και της κυριαρχίας της στο Ιερό.108 Οι Ηλείοι συμμαχούν αργότερα με την Αιτωλική Συμπολιτεία και στρέφονται κατά της Αχαϊκής. Η κάθοδος του Φιλίππου του Ε’ στην Πελοπόννησο (218 π.Χ.), συμμάχου των Αχαιών, έχει ως αποτέλεσμα τη δήωση της Ηλειακής χώρας και την εκ νέου απόσπαση της Τριφυλίας.109 Παρά τις πολιτικές περιπέτειές της, η Ηλεία εξακολουθούσε το 218 π.Χ. να είναι εξαιρετικά πυκνοκατοικημένη, με πλούσιες αγροικίες, που καλλιεργούνταν από αναρίθμητους δούλους.110 Το 199 π.Χ. οι Ηλείοι θα συμμαχήσουν με τους Ρωμαίους, ενώ μετά το 146 π.Χ. η περιοχή θα ενταχθεί πλήρως στο Ρωμαϊκό κράτος.111 Στη διάρκεια των αυτοκρατορικών χρόνων και λόγω της

102. 103. 104. 105. 106. 107. 108. 109. 110. 111.

Γ  ιαλούρης 1996, σελ. 34. Ό  .π., σελ. 36-37. Δ  ιόδωρος Σικελιώτης, XΙV, 17, 7-18, Διόδωρος Σικελιώτης, XΙV, 34 1-2 Ξενοφών Ελληνικά ΙΙΙ, ΙΙ, 21-27. Zoumbaki 2005, σελ. 23. Το κρατικό αυτό μόρφωμα απεδείχθη εξαιρετικά βραχύβιο. Το 369 π.Χ. το Λέπρεο μαζί με άλλες τριφυλιακές πόλεις αποσχίσθηκαν από την ομοσπονδία και εντάχθηκαν στο Κοινό των Αρκάδων. Διόδωρος Σικελιώτης, XV, 77 1-5, Πολύβιος IV, 74, 1-2. Γιαλούρης 1996, σελ. 41-42. Ε  ίχε, πλέον, απωλεσθεί οριστικώς η «ασυλία» της Ηλείας, λόγω του Ιερού της Ολυμπίας, επιπρόσθετα ο Πολύβιος θεωρεί λανθασμένη την εξωτερική πολιτική της Ηλείας (Πολύβιος IV, 74, 1-2). Π  ολύβιος IV, 73, 2-10. Ό  .π. Γ  ιαλούρης 1996, σελ. 46-47.

Εισαγωγή

27

ύπαρξης του Ιερού της Ολυμπίας η Ηλεία θα διανύσει έτη γαλήνης και ευημερίας. Οι Ρωμαίοι θα ευεργετήσουν με πλουσιοπάροχες δωρεές, όχι μόνο την Ολυμπία, αλλά και πολλές ηλειακές πόλεις.

2. Βυζαντινοί και νεώτεροι χρόνοι112 Τον 3ο αι. μ.Χ. η Ηλεία θα δοκιμασθεί από επιδρομές των Γότθων και των Ερούλων. Η άνοδος του χριστιανισμού αρχικά δε θα επηρεάσει το Ιερό της Ολυμπίας, το οποίο θα αναδειχθεί σε κέντρο αντίστασης κατά της νέας θρησκείας, σταδιακά όμως θα παρακμάσει. Το ύστατο πλήγμα στο Ιερό επέφερε ο Θεοδόσιος ο Α’, καθώς με διάταγμα το 393 μ.Χ. απαγόρευσε τη διεξαγωγή των ολυμπιακών αγώνων, ενώ ο Θεοδόσιος ο Β’, το 426 μ.Χ, απαγόρευσε ακόμα και τη λειτουργία των αρχαίων ναών. Η Ήλιδα και η Ολυμπία μετά από σεισμούς (522 μ.Χ.) και πλημμύρες εγκαταλείπονται και ερημώνονται. Δημιουργούνται ολιγάνθρωπες κοινότητες, ενώ εγκαθίστανται σλαβικά φύλα (όπως μαρτυρείται από τη χειροποίητη, χονδροειδή, κακής όπτησης και ποιότητας κεραμική αλλά και τα τοπωνύμια). Σημαντικά μνημεία εντοπίζονται στη Ζούρτσα, στο Ανήλιο, καθώς και η Ιερά Μονή Βλαχερνών στην Κυλλήνη.113 Η Ηλεία θα ανακτήσει την ευημερία και την αίγλη της κατά τα χρόνια της Φραγκοκρατίας. Οι Φράγκοι κατενόησαν τη στρατηγική σημασία, αλλά και την ευφορία των εδαφών της, και ίδρυσαν την πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου της Αχαΐας στη σημερινή Ανδραβίδα (1205 μ.Χ.).114 Η Κυλλήνη θα οχυρωθεί και θα μετατραπεί σε κύριο λιμάνι - πύλη εμπορίου με τη Δύση.115 Το 1430 ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος θα τερματίσει τη Φραγκοκρατία με την κατάληψη του Κάστρου στο Χλεμούτσι. Ύστερα από λίγες δεκαετίες η Ηλεία θα περιέλθει στα χέρια των Τούρκων και θα ακολουθήσει την ειμαρμένη του Νέου Ελληνισμού. Η Τουρκοκρατία στην Ηλεία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο φάσεις με ορόσημο τον ενετοτουρκικό πόλεμο (στα τέλη του 17ου αι.) και την απότοκη παραχώρηση της Πελοποννήσου στους Ενετούς για περίπου δεκαπέντε χρόνια (1699-1715). Κατά την πρώτη περίοδο της τουρκοκρατίας οι μαρτυρίες είναι λιγοστές116 και αφορούν κυρίως στη Γαστούνη,117 η οποία στη δεύτερη φάση της οθωμανικής κυριαρχίας μεταβάλλεται σε οικονομικό, ακμάζον πληθυσμιακό (με περίπου 4.000 κατοίκους118) και 112. Γ  ια τους βυζαντινούς χρόνους και τη Φραγκοκρατία βλ. και Γιαλούρης 1996, σελ. 49-52. Παπανδρέου 1924, σελ. 325-340. Για τα σύντομα χρονικώς διαστήματα της Ενετοκρατίας και τους σκοτεινούς αιώνες της Τουρκοκρατίας βλ. Παπανδρέου 1924, σελ. 340-362, Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα τ. 26, σελ. 226, ενώ διάσπαρτες πληροφορίες εντοπίστηκαν και στο βιβλίο του Μιλτ. Κάπου (Κάπος 1996). Για τα μετεπαναστατικά χρόνια και τον 20ό αιώνα αντλήθηκαν πληροφορίες από: Κάπος 1996 (ιδιαίτερα πολύτιμες είναι οι πληροφορίες για γεγονότα στη διάρκεια της δεκαετίας του 1940). Ιστ. Ελλ. Έθνους 1977, τ. ΙΔ, σελ. 170-171 (για το σταφιδικό ζήτημα) Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα, τ. 26, σελ. 231. 113. Αθανασούλης 2004, όπου καταγράφονται αναλυτικά τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία της Ηλείας. 114. Αθανασούλης 2004, σελ. 245. Το τρίγωνο Ανδραβίδα - Χλεμούτσι - Γλαρέντζα και η ευρύτερη περιοχή αποτέλεσαν τον σκληρό πυρήνα της Φραγκοκρατίας στον Μοριά. 115. Πελοπόννησος 2006, σελ. 30, όπου σημειώνονται όλα τα λιμάνια της δυτικής ακτής της Πελοποννήσου: Κυπαρισσία, Κατάκολο (βυζαντινό Ποντικόκαστρο, φραγκικό Beauvoir, βενετσιάνικο Belvedere), Κυλλήνη (Clarence ή Chiarenza). 116. Μ  ε βασικότερη την περιήγηση του Εβλιγιά Τσελεπή, ο οποίος επισκέφθηκε την Πελοπόννησο κατά τα έτη 16681670. Ο Οθωμανός περιηγητής κάνει λόγο για ένα ακμάζον βιλαέτι, προικισμένο με εύφορα εδάφη (Πελοπόννησος 2006, σελ. 62). 117. Π  ελοπόννησος 2006, σελ. 63. 118. P  ouqueville 1820, σελ. 67. Μάλιστα η Γαστούνη ήταν και πρωτεύουσα του ομώνυμου «sangiak de Gastouni». Leake 1846, σελ. 2. Ο κάμπος γύρω από τη Γαστούνη πραγματική έρημος λόγω της υπερβόσκησης κατά τον περιηγητή.

28 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

διοικητικό κέντρο. Στη διάρκεια της δεύτερης περιόδου η Ηλεία ανθίζει οικονομικά και συνακόλουθα πληθυσμιακά, λόγω της οινοπαραγωγής119 αλλά και της εντατικής καλλιέργειας καπνών και βαμβακιού.120 Στην ίδια χρονική φάση αναδεικνύονται δύο πληθυσμιακά κέντρα, η Γαστούνη και ο Πύργος με πληθυσμό που φθάνει τις 3.000 κατοίκους το καθένα.121 Οι ξένοι περιηγητές αναφέρονται με θαυμασμό στο φυσικό περιβάλλον της περιοχής αλλά και στον πλούτο των αρχαιολογικών μνημείων (Επιτάλιο, Ολυμπία,122 Φιγάλεια, Ήλιδα,123 Σαμικό124).125 Η Ηλεία θα συμμετάσχει στην εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του 1821, με προεξάρχοντες τους αδελφούς Σισίνη, και θα υποστεί συχνά πολλές λεηλασίες και καταστροφές από τους Λαλαίους, την τουρκική φρουρά της Πάτρας και τα στρατεύματα του Ιμπραήμ. Η Ηλεία αποτέλεσε επαρχία και αργότερα, αυτοτελή ή ενωμένο με την Αχαΐα, νομό του νεοελληνικού κράτους. Τα οριστικά όμως διοικητικά -γεωγραφικά της όρια θα λάβει το 1937, όταν η Β. Τριφυλία (επαρχία Ολυμπίας) θα αποσπασθεί από το νομό Μεσσηνίας και θα προστεθεί στο νομό Ηλείας. Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα η Ηλεία γνώρισε οικονομική, πληθυσμιακή και πολιτιστική άνθιση, καθώς πολλοί κάτοικοί της απέκτησαν πλούτο από την καλλιέργεια, παραγωγή και την εμπορία σταφίδας.126 Η ανάκαμψη της γαλλικής παραγωγής στις αρχές του 20ού θα έχει ως συνέπεια το διεθνές κατρακύλισμα των τιμών και φυσικά την οικονομική καταστροφή των αγροτών (ιδίως των μικροκαλλιεργητών της Πελοποννήσου και συνακόλουθα της Ηλείας). Η προλεταριοποίηση των μαζών των μικροκαλλιεργητών και των σταφιδεργατών (το γνωστό «Σταφιδικό Ζήτημα») θα αποφευχθεί χάρη στην υπερατλαντική, προς τις ΗΠΑ κυρίως, μετανάστευση.127 Στη διάρκεια του Β’ Παγκ. Πολέμου οι Ηλείοι θα υποστούν πολλές διώξεις και κατατρεγμούς από τους κατακτητές (αρχικά τους Ιταλούς και κατόπιν τους Γερμανούς), ενώ ο νομός θα βιώσει έντονα και δραματικά τον Εμφύλιο σπαραγμό (1944-1949).128

Δ. Σύντομη επισκόπηση της αρχαιολογικής έρευνας στην περιοχή της Ηλείας 129 Η Ηλεία είχε την τύχη και την ατυχία να βρεθεί στο επίκεντρο της αρχαιολογικής επιστήμης με την αποκάλυψη του Αρχαιολογικού Χώρου της Ολυμπίας. Η πληθώρα των μνημείων αλλά και η μοναδικότητα των ευρημάτων (κυρίως τα έργα της μεγάλης πλαστικής και της μεταλλοτεχνίας) 119. R  andolph 1689, σελ. 4. 120. Pouqueville 1820, σελ. 135, 136. Ο περιηγητής θεωρεί τη Γαστούνη την πλουσιότερη περιοχή της Πελοποννήσου, ενώ περιγράφει αναλυτικά τις καλλιέργειες στην περιοχή. Leake 1846, σελ. 12-13. 121. Pouqueville 1820, σελ. 138. Ο συγγραφέας αναφέρει για να χωροθετήσει τον Πύργο «a peu pres vis - a vis l’ ancienne Epitalion». 122. L  eake 1846, σελ. 4. 123. L  eake 1846, σελ. 2, Για τα κατάλοιπα της Ήλιδας αναφέρει ότι σώζονται μόνο κάποια τμήματα ρωμαϊκών κτηρίων. 124. Leake 1830, σελ. 53. Διατηρούνταν σε εξαιρετικά καλή κατάσταση τα τείχη της οχυρωμένης πολης, τα οποία συγκρίνει με αυτά της Τίρυνθος. 125. P  ouqueville 1820, σελ. 132-145. 126. P  hilippson 1959, σελ. 348. όπου ονομάζεται η άνθιση αυτή «Korinthenkultur». 127. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΔ’, σελ. 65-68. 128. Ο Π. Μούτουλας (Μούτουλας 2004) καταγράφει λεπτομερώς τη γένεση - ανάπτυξη - εξέλιξη του αντιστασιακού κινήματος στην Πελοπόννησο (και την Ηλεία), καθώς και τις πρώτες εμφύλιες πολεμικές συγκρούσεις. 129. Π  ρβ. και Leekley - Noyes 1976, σελ. 88-102.

Εισαγωγή

29

έστρεψαν τα βλέμματα τόσο των ειδημόνων όσο και της κοινής γνώμης στις αρχαιολογικές έρευνες του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου.130 Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να παραμείνει, εν πολλοίς, ανεξερεύνητη η υπόλοιπη Ηλεία. Η ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία ανέλαβε το εξαιρετικά δύσκολο έργο της εποπτείας των γερμανικών ανασκαφών,131 ενώ ταυτοχρόνως η έδρα της Εφορείας Αρχαιοτήτων υπήρξε συνήθως η Πάτρα και ενίοτε η Αρχαία Ολυμπία. Μικρής κλίμακας ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα στον Ναό του Επικουρίου Απόλλωνος από τον Κουρουνιώτη,132 ενώ το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο ανέλαβε και διεξήγε, μέχρι την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου την ανασκαφή της Αρχαίας Ήλιδος.133 Στο μεσοπόλεμο ο Αν. Ορλάνδος134 περιόδευσε στην ορεινή Τριφυλία, επεσήμανε, ανέσκαψε και αναστήλωσε πολλούς αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία (Αλίφειρα, Κρήνη της Φιγάλειας,135 Λέπρεο). Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκινά η ουσιαστική δραστηριοποίηση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Στη δεκαετία του 1950, συστήνεται η Ζ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων, στην οποία υπάγονται τρεις νομοί (Ηλείας, Μεσσηνίας και Ζακύνθου) και αποκτά ως μόνιμη έδρα την Αρχαία Ολυμπία. Η ανασκαφή της Αρχ. Ολυμπίας παρέμεινε στα «χέρια» του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και η Ζ’ ΕΠΚΑ παρουσίασε σημαντικό έργο στους εξής άξονες: 1. Αποκάλυψη της προϊστορικής Ηλείας, με την ανασκαφή πολλών, κυρίως μυκηναϊκών, νεκροταφείων σε όλη την έκταση του νομού.136 2. Διενέργεια συστηματικών ανασκαφών στην Αρχαία Ήλιδα (σε συνεργασία με το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο),137 στο Ναό του Επικουρίου Απόλλωνος,138 στην αρχαία πόλη της Φιγάλειας, στα Περιβόλια. 3. Εκτέλεση πλήθους σωστικών ανασκαφών που έφεραν στο φως σημαντικές αρχαιολογικές θέσεις (όπως π.χ. το Επιτάλιο139). Η Ζ’ ΕΠΚΑ συνέχισε το έργο της, το οποίο εντάθηκε ενόψει της πραγματοποίησης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Ελλάδα. Υλοποιήθηκε η επανέκθεση των ευρημάτων στο Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο, αναστηλώθηκαν μνημεία στο χώρο της Άλτεως (Φιλιππείο), οργανώθηκαν τρία νέα μουσεία, ήτοι το Μουσείο της Ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αρχαιότητα (στεγάστηκε στο πανέμορφο νεοκλασσικό κτήριο του Παλαιού Μουσείου), το Μουσείο της Ιστορίας

130. Η  ελληνική κυβέρνηση ανέθεσε, βάσει διακρατικής συμφωνίας, τη διεξαγωγή των ανασκαφών της Ολυμπίας στο Γερμανικό Κράτος (1875). Σχετικά με το έντονο πολιτικοδιπλωματικό παρασκήνιο που οδήγησε την τότε Ελληνική Κυβέρνηση στην παραχώρηση της ανασκαφής στην Αρχαία Ολυμπία στο Γερμανικό Κράτος πρβ. και Klinkhammer 2002, σελ. 39-43, Kalpaxis 2002, σελ. 24-27. Για την ιστορία των ανασκαφών της Αρχ. Ολυμπίας αλλά και της συγκρότησης των αρχαιολογικών μουσείων πρβ. Leekley - Noyes 1976, σελ. 97-99 και Χατζή 2008α, σελ. 18-33. 131. Η  γερμανική πλευρά αγνοούσε πάντως συστηματικά τον όποιο έλεγχο από την ελληνική αρχαιολογική υπηρεσία και συμπεριφερόταν με ιταμό τρόπο προς τον έφορο αρχαιοτήτων, Κωνσταντίνο Δημητριάδη (Μεσημβρινή 11.9.1981, σελ. 10). 132. Α  ραπογιάννη 2004, σελ. 133. Leekley - Noyes 1976, σελ. 91. Στις σελίδες 88 και 99 για τις ανασκαφές της ευρύτερης περιοχής της Ήλιδος. 134. Πρβ. και Αν. Ορλάνδος, Η Αρκαδική Αλίφειρα και τα μνημεία της, Βιβλιοθήκη της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, 1967-68. 135. ΑΔ 1927-8, σελ. 1-7. 136. L  eekley - Noyes 1976, σελ. 90, 93-96, 100, 101, 102. 137. Y  alouris 2002, σελ. 348. 138. Ξ  . Αραπογιάννη 2004, σελ. 139. L  eekley - Noyes 1976, σελ. 91.

30 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

των Ανασκαφών της Αρχαίας Ολυμπίας (στεγάστηκε στο παλαιό Εφορείο) και το Νέο Μουσείο Αρχαίας Ήλιδος.140 Παράλληλα η διενέργεια δεκάδων σωστικών ανασκαφών (που προκαλούνται είτε από την αγροτική-οικοδομική δραστηριότητα των πολιτών είτε από τη δράση των αρχαιοκαπήλων) έφερε στο φως εκτεταμένα μυκηναϊκά νεκροταφεία (Αγ. Τριάδα, Δάφνη, Κλαδέος, Πεύκες, Μιράκα), ρωμαϊκά λουτρά (π.χ. στη Σκαφιδιά), ταφικούς τύμβους των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (Σταφιδόκαμπος), σημαντικά ιερά (Ιερό της Αθηνάς στη θέση Κορδομπούλι στη Φιγάλεια, ναός της Αθηνάς στο Πρασιδάκι). Από τον Απρίλιο του 2006 και σε υλοποίηση του Οργανισμού του ΥΠ.ΠΟ, η Ζ’ ΕΠΚΑ περιορίσθηκε χωρικώς, καθώς ανέλαβε την αρμοδιότητα αποκλειστικώς του Ν. Ηλείας, συνεχίζει, όμως, το ανασκαφικό της έργο και ταυτόχρονα προετοιμάζει τη δημιουργία ενός ακόμη αρχαιολογικού μουσείου, αυτού του Πύργου.

140. w  ww.yppo.gr.

Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ - ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Α. Οι Πρώιμοι Μυκηναϊκοί Χρόνοι Ο 16ος και 15ος αι. π.Χ. χαρακτηρίζονται από τη γενικευμένη άνθιση των λεγομένων μυκηναϊκών κέντρων, δηλ. της Αργολίδας και της Μεσσηνίας, στη ΒΑ και ΝΔ Πελοπόννησο141 αντιστοίχως. Ισχυρά διοικητικά κέντρα μορφοποιούνται, σταδιακώς, στη Λακωνία,142 τη Βοιωτία, τη Μαγνησία και την Αττική. Οι γνώσεις μας για την τέχνη, τον υλικό πολιτισμό και την κοινωνική διάρθρωση της περιόδου βασίζονται σε ταφικά κυρίως σύνολα.143 Θολωτά και θαλαμωτά ταφικά μνημεία εμφανίζονται για πρώτη φορά, ενώ επιβιώνουν και οι ΜΕ λακκοειδείς τάφοι. Η ΝΔ Πελοπόννησος στη διάρκεια της πρώιμης ΥΕΧ ηγείται (μαζί με την Αργολίδα) των εξελίξεων, καθώς μετατρέπεται σε πολιτισμικό κέντρο με ιδιαίτερα γνωρίσματα. «Γεννιούνται» και κτίζονται οι πρώτοι θολωτοί144 (Κορυφάσιο, Περιστεριά, Πύλος, Ρούτσι, Κακόβατος, Κουκουνάρα, Καμίνια, Τουρκοκίβουρα Νιχωρίων), λαξεύονται θαλαμωτοί (Βολιμίδια), χρησιμοποιούνται λακκοειδείς (Κεφαλόβρυσο, Περιστεριά), εξακολουθεί η χρήση τύμβων (Σαμικό), ενώ ξεπηδούν οχυρωμένες145 ή μη οικιστικές εγκαταστάσεις (Κακόβατος, Μάλθη, Περιστεριά, Πύλος, Κουκουνάρα). Η πληθυσμιακή αύξηση,146 η οικονομική ανάπτυξη (η οποία δεν υπήρξε αιφνίδια αλλά αποτέλεσμα μίας μακράς πορείας κοινωνικού μετασχηματισμού και οικονομικής προετοιμασίας147) αντικατοπτρίζεται και στα κατάλοιπα του υλικού πολιτισμού. Έτσι τόσο στα μεσσηνιακά όσο και στα αργολικά ταφικά σύνολα επισημαίνονται αγγεία, τέχνεργα, όπλα και άλλα αντικείμενα υψηλής αισθητικής και συμβολικής αξίας.148 Ορισμένα δηλώνουν τις στενές σχέσεις της ηπειρωτικής Ελλάδα με τις Κυκλάδες και την Κρήτη, άλλα μαρτυρούν την ακμή του εμπορίου, αφού οι πρώτες ύλες κατασκευής τους εισάγονται από τη Συροπαλαιστινιακή ακτή ή την Αίγυπτο,149 ενώ η παρουσία ηλέκτρου καταδεικνύει μία κοινωνία, που είναι ανοικτή προς τη Δύση και την κεντρική Ευρώπη. Η μυκηναϊκή κεραμική δημιουργείται από τη συνένωση της μεσοελλαδικής παράδοσης και του ΥΜΙΑ ρυθμού. Ο συμφυρμός των δύο φαίνεται πως λαμβάνει χώρα στη νότια Πελοπόννησο, αφού η ΥΜΙΑ κεραμική μετασχηματιστεί στα Κύθηρα.150 Παράλληλα επιβιώνουν ΜΕ σχήματα αλλά και διακοσμητικοί ρυθμοί (αγγεία με εγχάρακτο διάκοσμο ή τα μινυακά). Η Τέχνη στους πρώτους αιώνες του μυκηναϊκού πολιτισμού χαρακτηρίζεται από τον πλούτο και την ποικιλία των υλικών αλλά και την άψογη τεχνική εκτέλεση. Τα ευρήματα παρουσιάζουν, κατά τη Βασιλικού,151 «εκλεκτικισμό» και «μεικτή τεχνοτροπία, όπου συναντώνται τα μινωικά και τα μυκηναϊκά στοιχεία…». 141. 142. 143. 144. 145. 146. 147. 148. 149. 150. 151.

A  egean Bronze Age, σελ. 241. C  avanagh 2010, σελ. 638. Ό  .π., σελ. 636. Μυκηναϊκός Κόσμος, σελ. 23. Wright 2006, σελ. 11, Aegean Bronze Age, σελ. 245, Hitchcock 2010, σελ. 205, Cavanagh 2010, σελ. 636. Aegean Bronze Age, σελ. 245. Aegean Bronze Age, σελ. 241. Σ  γουρίτσα 2000. A  egean Bronze Age, σελ. 245, 260. A  egean Bronze Age, σελ. 251-252. Μ  υκηναϊκός Κόσμος, σελ. 56. Βασιλικού 1995, σελ. 103.

32 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Η Ηλεία σε αυτήν την περίοδο διαιρείται σε δύο γεωγραφικές ενότητες, οι οποίες πιθανώς αντιστοιχούν και σε ανάλογη πολιτικοδιοικητική διαίρεση. Στη βορείως του Αλφειού περιοχή, όπου δεν έχουν επισημανθεί οικισμοί ή ταφικά μνημεία, ενώ αντιθέτως έντονη υπήρξε η κατοίκηση στη βόρειο Τριφυλία (νοτίως του Αλφειού). Σημαντικότερη θέση υπήρξε αυτή του Κακοβάτου152 (οικισμός και θολωτοί τάφοι), ενώ ταφικά σύνολα έχουν ερευνηθεί στο Σαμικό, θέση «Κλειδί», και στον Προφήτη Ηλία Μακρισίων. Οικιστικά κατάλοιπα (εκτός του Κακοβάτου) παρατηρούνται στο Σαμικό (στο «Κλειδί» αλλά και στην ευρύτερη περιοχή του) και στον Άγιο Δημήτριο Λεπρέου.

B. ΟΙ ΎΣΤΕΡΟΙ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ Η καταστροφή των μινωικών «ανακτόρων» προκαλεί και την πλήρη αποδέσμευση της ηπειρωτικής Ελλάδας από τις αισθητικές επιταγές του μινωικού πολιτισμού.153 Συγκροτούνται κέντρα εξουσίας,154 που χαρακτηρίζονται από κοινωνική διαφοροποίηση, σύστημα οικονομικής διαχείρισης, βιοτεχνική παραγωγή αγαθών (όπως λάδι, αγγεία), διοικητική γραφειοκρατία, πιθανώς ιερατείο, μνημειοποιούνται155 οι θολωτοί και διαδίδεται η χρήση των θαλαμωτών, πολλοί εκ των οποίων αποκτούν διαστάσεις και κατασκευαστικές εκλεπτύνσεις, αντίστοιχες με εκείνες των θολωτών.156 Ο 14ος και 13ος αι. είναι η περίοδος της ευρύτατης διάδοσης των μυκηναϊκών προϊόντων στη Μέση Ανατολή, τη Σικελία και τη νότιο Ιταλία.157 Πρόκειται για την εποχή της κυριαρχίας των «Αχαιών» στο Αιγαίο και της έντονης πολιτιστικής τους παρουσία σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, η εποχή δηλ της αποκαλούμενης «Μυκηναϊκής Κοινής».158 Στον τομέα της Τέχνης η μακρόχρονη αυτή περίοδος χαρακτηρίζεται από την αισθητική και τεχνοτροπική ομοιογένεια αλλά και τη χειραφέτηση των μυκηναϊκών τέχνεργων από τη μινωική επίδραση.159 Κοινά διακοσμητικά μοτίβα, κοσμούν τα ίδια σχήματα αγγείων, τοποθετημένα με την ίδια ή παραπλήσια διάταξη στον ώμο ή το σώμα τους. Τα θέματα διακρίνονται για την τεκτονική διάταξη των μορφών, τη συμμετρία και τη σχετική λιτότητα των διακοσμητικών στοιχείων και αντιδιαστέλλεται προς την αντίστοιχη μινωική.160 Η μυκηναϊκή κεραμική αποκτά ευρύτατη γεωγραφική διάδοση τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα όσο και στον αιγαιακό χώρο. Η ίδια τάση παρατηρείται και στη μεταλλοτεχνία, τη μικροτεχνία, τα κοσμήματα. Ουσιαστικά πρόκειται για μία μυκηναϊκή «Κοινή»,161 η οποία χαρακτηρίζει κάθε εκδήλωση του αποκαλουμένου «Μυκηναϊκού Πολιτισμού». Στην Ηλεία εγκαταλείπονται οι θέσεις της βόρειας Τριφυλίας και οργανώνονται μικρές κοινότητες, αγροτοκτηνοτροφικού χαρακτήρα, κατά μήκος της κοιλάδας του Αλφειού αλλά και των παραποτάμων του.

152. 153. 154. 155. 156. 157. 158. 159. 160. 161.

A  egean Bronze Age, σελ. 249, Hitchcock 2010, σελ. 2010, Cavanagh 2010, σελ. 636. Β  ασιλικού 1995, σελ. 143. A  egean Bronze Age, σελ. 290-291. Πνεύμα, το οποίο απουσιάζει από τη μινωική Κρήτη (Βασιλικού 1995). Aegean Bronze Age, σελ. 335-336. Αυγή της Ελληνικής Τέχνης, σελ. 220. Aegean Bronze Age, σελ. 365-382. Α  υγή της Ελληνικής Τέχνης, σελ. 220. Ό  .π. Α  υγή της Ελληνικής Τέχνης, σελ. 220. A  egean Bronze Age, σελ. 266.

Ο Μυκηναϊκός κόσμος - Ιστορικό π λαίσιο

33

Στα τέλη του 13ου αι. π.Χ. καταστρέφονται τα μυκηναϊκά ανάκτορα162 και ο κοινωνικοοικονομικός ιστός, ο οποίος είχε συνυφανθεί με αυτά, αποδομείται και αποσαρθρώνεται με αποτέλεσμα να ξεπηδήσουν δημιουργικές αλλά και συνάμα «αυτονομιστικές» τάσεις στην περιφέρεια του μυκηναϊκού κόσμου,163 οι οποίες θα εκφρασθούν στην τέχνη και ειδικώς στην κεραμική, όπου «γεννιούνται» τοπικά εργαστήρια και ρυθμοί, με ιδιαίτερα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά.164

162. A  egean Bronze Age, σελ. 390-391, Eder 2006, σελ. 550. 163. Μ  υκηναϊκός Κόσμος, σελ. 58, Βασιλικού 1995, σελ. 327-328, Giannopoulos 2008, σελ. 240-242, Eder 2006, σελ. 556-557. 164. Μ  υκηναϊκός Κόσμος, σελ. 58. Aegean Bronze Age, σελ. 400-401.

34 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΘΕΣΕΩΝ (ΑΝΕΣΚΑΜΜΕΝΩΝ 'Ή ΕΝΤΟΠΙΣΜΕΝΩΝ) ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΑΝΑ ΤΗΝ ΗΛΕΙΑ (Χάρτες 1, 2, 3, 4, 5) Α/Α

ΘΕΣΗ

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Βόρεια Ηλεία

1

Δάφνη (θέση Λακκαθέλα ή Δ. Αμαλιάδος Πυργάκι). Νεκροταφείο μυκηναϊκών (Β. Ηλεία) θαλαμωτών και λακκοειδών τάφων της ΥΕΙΙΙΑ-ΥΕΙΙΙ. Έχουν ανασκαφεί συνολικώς δεκαπέντε θαλαμωτοί τάφοι.

ΑΔ 1997, 52, σελ. 253-255. ΑΔ 1998, 53, σελ. 225-227. ΑΔ 1999, 54, σελ. 234-235. ΑΔ 2000, 55, σελ. 270-271.

2

Ωραία. Θέση Τσαλαίϊκα. Περισυνελέγησαν όστρακα της ΥΕΙΙΙΓ.

Δ. Αμαλιάδος

ΑΔ 1968, σελ. 178. GAC, σελ. 94.

3

Ήλιδα. Επιφανειακά όστρακα, πιθανόν της ΥΕΙΙΙ.

Δ. Αμαλιάδος (B. Ηλεία)

GAMS, σελ. 81. GAC, σελ. 95.

Βορειοανατολική Ηλεία 4

Αγ. Τριάδα. ΥΕΙΙΙΑ-Γ θαλαμωτοί τάφοι, που απέδωσαν πλούσια κτερίσματα. Αρχή της ανασκαφής το πρώτο εξάμηνο του 1990. Μέχρι το 1997 είχαν αποκαλυφθεί πενήντα θαλαμωτοί τάφοι. Τα 1993 ανασκάφηκε θαλαμοειδής τάφος στη θέση Σπηλιές. Ακολούθησε η ανασκαφή άλλων 9 τάφων.

Δ. Φολόης (ΒΑ Ηλεία)

ΑΔ 1989, 44, σελ. 105-106. ΑΔ 1990, 45, σελ. 113-119. ΑΔ 1991, 46 σελ. 133. AR 1991, σελ. 30. ΑΔ 1992, 47, σελ. 116-118. ΑΔ 1992, 47, σελ. 118-120. ΑΔ 1993, 48, σελ. 105. ΑΔ 1994, 49, σελ. 194. ΑΔ 1995, 50, σελ. 177-178. ΑΔ 1997, 52, σελ. 255-256. Βικάτου 1999, σελ. 237-255. AR 1997, σελ. 44. AR 1998, σελ. 46-48. AR 1998-1999, σελ. 45. AR 1999-2000, σελ. 49. AR 2000-2001, σελ. 46. AR 2003, σελ. 37.

5

Αγραπιδοχώρι. Ανεσκάφη μυκηναϊκός θαλαμωτός τάφος στη θέση «Γκίσα» και άλλοι τρεις στη θέση «Κοτρώνα». Χρονολόγηση ΥΕΙΙΙΑ-ΙΙΙΓ.

Δ. Πηνείας (ΒΑ Ηλεία)

ΑΕ 1971, σελ. 52-56. ΑΔ 1974, 29, σελ. 57. ΑΔ 2000, 55, σελ. 272

36 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

6

Λάττα (θέση Αλωνάκι). Ένας κατεστραμμένος μυκηναϊκός θαλαμωτός τάφος και άλλος με λιγοστά ευρήματα (ΥΕΙΙΙΑ-ΙΙΙΓ).

Δ. Πηνείας (ΒΑ Ηλεία)

ΑΔ 1998, 53, σελ. 229. AR 2005, σελ. 35.

Βορειοδυτική Ηλεία 7

Καπελέτο, στη ΒΔ. Ηλεία, στη θέση Στενούλι. Καταστράφηκαν 4 θαλαμωτοί τάφοι από τους οποίους συνελέγησαν ΥΕΙΙΙΑ αγγεία, πλακίδια και ψήφοι υαλόμαζας κ.ά.

Δ. Βουπρασίας ΑΔ 1966, 21, σελ. 172. (ΒΔ Ηλεία σύνορα με Αχαΐα)

8

ΚΑΣΤΡΟ (κεραμική ΥΕΙ-ΥΕΙΙΙΓ).

Δ. Κάστρου Κυλλήνης (ΒΔ Ηλεία)

9

Κυλλήνη. Από την περιοχή του Δ. Κάστρου μεσαιωνικού κάστρου της Γλαρέντζας Κυλλήνης πιθανώς προήλθε ένα μυκηναϊκό (ΒΔ Ηλεία) όστρακο.

BCH 1961, σελ. 158-61. BCH 1964, σελ. 31-34. ΑΔ 1974, 29, σελ. 57. BCH 1946, σελ. 24-25. BCH 1961, σελ. 160.

Κεντροδυτική Ηλεία 10

Αγ. Ιωάννης - Επιφανειακά όστρακα, Δ. Πύργου πιθανώς της ΥΕΧ. (κεντροδυτική Ηλεία)

AJA 1961, σελ. 225.

11

Αλποχώρι. Ανεσκάφη θαλαμωτός τάφος, μεγάλων διαστάσεων (με πλευρικό παραθάλαμο), ο οποίος απέδωσε πλούσια ΥΕΙΙΙΑ και ΙΙΙΒ κεραμική.

Δ. Ιάρδανου (κεντροδυτική Ηλεία)

ΑΔ 1985, σελ. 103. Κοκκοτάκη 1991, σελ. 39-43.

12

Κατάκολο. Επιφανειακά όστρακα της ΥΕΙ-ΙΙΙΑ από περιοχή Ποντικοκάστρου. Επιφανειακά όστρακα της ΥΕΙΙΙ από διάφορες παράκτιες θέσεις στην ευρύτερη περιοχή Κατακόλου.

Δ. Πύργου (κεντροδυτική Ηλεία)

ΑΕ 1957, σελ. 41. AJA 1961, σελ. 224

13

Αλφειούσα - όστρακα της ΥΕΧ.

Δ. Βώλακος (κεντροδυτική Ηλεία - νοτίως Αλφειού)

ΑΔ 1985, σελ. 106.

Τοπογραφία αρχαιολογικών θέσεων

14

Επιτάλιο. Επιφανειακά ΥΕΙΙΙΒ όστρακα και απροσδιορίστου ΥΕΙΙΙ χρονολογίας οικία, η οποία απέδωσε ειδώλια και πλούσια κεραμική.

Δ. Βώλακος (κεντροδυτική Ηλεία - νοτίως Αλφειού παραλία)

37

ΑΔ 1966, 21, σελ. 172. ΑΔ 1968, 23, σελ. 170. ΑΑΑ 1968, 201-204. AJA 1961, σελ. 227-228. AJA 1969, σελ. 129. AJA 1961, σελ. 227-228.

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΗΛΕΙΑ 15

Άσπρα Σπίτια (λοφίσκος Τούρλα τάφος Κοροίβου). Δοκιμαστική τομή απεκάλυψε οικοδομικά κατάλοιπα μυκηναϊκών χρόνων.

Δ. Αρχαίας Ολυμπίας (ΝΑ Ηλεία σύνορα με Αρκαδία)

ΑΔ 1999, 54, σελ. 236-237. ΑΔ 2000, 55, σελ. 272-274. AR 2006, σελ. 45.

16

Καυκανιά (θέση Γλινάτσες). Ανεσκάφη θαλαμωτός τάφος ΥΕΙΙΙΑ-Β περιόδου. Θέση Φεγγαράκι: ΥΕΙΙΙ κεραμική, προερχομένη από λακκοειδείς τάφους. Θέση Κιούπια: Ανεσκάφησαν λακκοειδείς τάφοι, οι οποίοι απέδωσαν πλούσια ΥΕΙΙΙΓ κεραμική. Θέση Αγριλίτσες: ΥΕΙΙΙ κεραμική και αποκάλυψη ΜΕ κτηρίου. Θέση Καραβάς, Θαλαμωτός τάφος.

Δ. Αρχαίας Ολυμπίας (κεντρική Ηλεία)

ΑΔ 1999, 54, σελ. 231-2.

Κλαδέος (θέση Τρύπες - 2 χλμ. βορείως κοινότητος Κλαδέου). Ανασκαφή έξι θαλαμωτών τάφων (το 1964), η οποία απέδωσε πλούσια ευρήματα της ΥΕΙΙΙΑ-Γ περιόδου. Θέση Στραβοκέφαλο - νοτίως κοινότητος Κλαδέου. Το 1963 ανεσκάφησαν επτά θαλαμωτοί τάφοι (ΥΕΙΙΙΑ-ΙΙΙΓ), οι οποίοι είχαν υποστεί σημαντικές φθορές, κατά τη διάρκεια διάνοιξης αγροτικής οδού. Το 1998 και το 2000 στη θέση «Τρύπες» ερευνήθηκαν ακόμη έξι θαλαμωτοί (της ΥΕΙΙΙΑ-Γ) και 10 λακκοειδείς τάφοι (ΥΕΙΙΙΑ-Γ). Τον Οκτώβριο του 2006 ανεσκάφη ακόμη ένας θαλαμωτός. Από το νεκροταφείο προήλθε πλούσια κεραμική των ύστατων μυκηναϊκών χρόνων.

Δ. Αρχαίας Ολυμπίας (κεντρική Ηλεία)

ΑΔ 1963, Χρον. 103. ΑΔ 1964, 19, σελ. 177-178. ΑΔ 1998, 53, σελ. 230-233. ΑΔ 2000, 55, σελ. 277-279. BCH 1963, 795. AJA 1969, σελ. 129. GAC σελ. 97-98. AR 2005, σελ. 33.

17

ΑΔ 1967, 22, σελ. 209. ΑΔ 1960, 16, σελ. 126. ΑΔ 1964, 19, σελ. 178. ΑΔ 1973/4, 29, σελ. 339. ΑΔ 1974, 29, 33-35. AR 1997, σελ. 44-45. AR 1999-2000, σελ. 46 (για ΜΕ κτίσμα). AR 2006, σελ. 45. Χατζή 2010.

38 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

18

Μάγειρας. Θέση Κιούπια - ταφικοί πίθοι της ΥΕΙΙΙ (;). Θαλαμωτοί τάφοι (ανεσκάφησαν από το φθινόπωρο του 2007 και εξής). Η ανασκαφή απέδωσε μεγάλο αριθμό ακέραιων αγγείων, όστρακα με εικονιστικές παραστάσεις (σκηνή εκφοράς) και εξαιρετικής ποιότητας μεταλλοτεχνία (ξίφη, ξυρούς, κοσμήματα κ.ά.). Από τη θέση «Κοπρέσα» παρεδόθη λεβητοκυάθιο με διακόσμηση ρακέτας (ΥΕΙΙΑ).

Δ. Αρχαίας Ολυμπίας (κεντρική Ηλεία)

ΑΔ 1966, 21, σελ. 170. ΑΔ 1968, 23, σελ. 211-212. ΑΑΑ 1969, σελ. 248-256. Παρουσίαση στο «Έργο της Ζ’ ΕΠΚΑ για το 2007 και για το 2009». Χατζή 2010.

19

Δρούβα. Λόφος που υπέρκειται του ΔΔ Αρχαίας Ολυμπίας. Δοκιμαστική ανασκαφή το 1958 επί του λόφου απεκάλυψε λείψανα τοίχων και ΥΕΙΙΙΒ κεραμική.

Δ. Αρχαίας Ολυμπίας (κεντρική Ηλεία)

ΑΔ 1995, 50, σελ. 184. BCH 1959, σελ. 655. AJA 1961, σελ. 226. AR 2005, σελ. 33.

20

Φλόκας. Εργασίες για την κατασκευή φράγματος επί του Αλφειού, κοντά στο χωριό Φλόκα, το 1962, απέδωσαν τρία ΥΕΙΙΙΒ αγγεία και πήλινο γυναικείο ειδώλιο με μινωικές επιδράσεις.

Δ. Αρχαίας Ολυμπίας (κεντρική Ηλεία)

ΑΔ 1963, 18, σελ. 103. AJA 1969, σελ. 128. GAC σελ. 96.

21

Άσπρα Σπίτια (θαλαμοειδής τάφος περιέχων τρία ΥΕΙΙΙΑ αγγεία από θέση «Άσπρο Λιθάρι»).

Δ. Αρχαίας Ολυμπίας (ΝΑ Ηλεία σύνορα με Αρκαδία)

ΑΔ 1973-74, 29, σελ. 339. ΑΔ 1974, 29, σελ. 27, 32-33, 4042, 56.

22

Μιράκα. ΥΕΙΙΙΑ αλάβαστρο από θέση «Γούβα ή Περιβόλι». Χάλκινο ξίφος και χάλκινη αιχμή δόρατος ΥΕΙΙ-ΙΙΙΑ χρόνων προήλθαν από κατεστραμμένο θαλαμωτό τάφο στη θέση «Χαντάκια». Κατά τη δεκαετία του 1970 ανεσκάφησαν αρκετοί θαλαμωτοί τάφοι στην ευρύτερη περιοχή της Μιράκας (οι οποίοι παραμένουν αδημοσίευτοι και χωρίς αναφορά στο ΑΔ). Δύο θαλαμοειδείς τάφοι ήλθαν στο φως στις θέσεις «Γιδόστανη» και «Κρυάβρυση» (αρχές δεκαετίας του ‘80). Χάλκινο μαχαιρίδιο μυκηναϊκών χρόνων από θέση Λακκοφώλια.

Δ. Αρχαίας Ολυμπίας (κεντρική Ηλεία)

ΑΔ 1968, 23, σελ. 161. ΑΔ 1970, 25, σελ. 189. ΑΔ 1980, 35, σελ. 169. ΑΔ 1981, 36, σελ. 149-150. Παπακωνσταντίνου 1988. ΑΔ 1995, 50, σελ. 184-185. AJA 1969, σελ. 129, 9a. GAC, σελ. 96. AR 1989, σελ. 40. AR 1990, σελ. 30.

Τοπογραφία αρχαιολογικών θέσεων

39

23

Βαρβάσαινα. Κεραμική της ΥΕΙΙΙ από τη θέση «Βρωμονέρι». Θαλαμωτός (σχεδόν ολοσχερώς κατεστραμμένος) στη θέση «Κουτσουπιά».

Δ. Πύργου (κεντρική Ηλεία)

ΑΔ 1974, 29, σελ. 55. GAC, 98. ΑΔ 1983, 38, σελ. 114.

24

Βροχίτσα (θέση Παλιόλακκα). Ανεσκάφη, μικρών διαστάσεων, θαλαμωτός της ΥΕΙΙΙΑ-Β.

Δ. Αρχαίας Ολυμπίας (κεντρική Ηλεία)

ΑΔ 1992, 47, σελ. 118. Βικάτου 1997α, σελ. 304-322.

25

ΑΡΧ. ΟΛΥΜΠΙΑ: α) ΑΛΤΙΣ: κεραμική της ΥΕΧ. β) Νέο Μουσείο: Κατά τη σωστική ανασκαφή για την κατασκευή του Νέου Μουσείου Ολυμπίας (μέσα της δεκαετίας του ’60) ερευνήθηκε νεκροταφείο θαλαμωτών και λακκοειδών τάφων, οι οποίοι απέδωσαν πλούσιο υλικό της ΥΕΙΙΙ (κεραμική, σφραγίδες, μικροτεχνία κ.ά.).

Δ. Αρχαίας Ολυμπίας (κεντρική Ηλεία)

ΑΔ 1961/2, 17, σελ. 105-106. ΑΔ 1965, 20, σελ. 209. ΑΔ 1970, 25, σελ. 194. ΑΔ 1973/4, 29, σελ. 339. ΑΔ 1974, 29, σελ. 30-32, 35-40. ΑΔ 1969, 24, σελ. 149. ΑΔ 1972, 27, σελ. 268-269. AR 1977-78, σελ. 34.

26

Στρέφι. Ανεσκάφησαν σε τρεις περιόδους (αρχές της δεκαετίας του ’60, το 2006 και το καλοκαίρι του 2007) πέντε ΥΕΙΙΙ θαλαμωτοί τάφοι, τέσσσρεις λακκοειδείς «διαμερισματοποιημένοι» τάφοι, καθώς και πέντε υβριδικοί ή ημιτελείς θαλαμωτοί.

Δ. Αρχαίας Ολυμπίας (κεντρική Ηλεία)

ΑΔ 1961/2, 17, σελ. 107. Ημερολόγιο Ανασκαφικών Εργασιών της Ζ’ ΕΠΚΑ (2006).

27

Κοσκινάς (θέση Λακκοφώλια). Εντοπίσθηκαν ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και ερευνήθηκαν σε διάφορες περιόδους επτά μυκηναϊκοί θαλαμωτοί τάφοι (1970, 1994, 1998 και 2000).

28

Κορυφή - θέση Κουκουβίτσα. Ανεσκάφη κτήριο μυκηναϊκής περιόδου και δύο αποθέτες, που απέδωσαν πλούσια ΥΕΙΙΙ χρηστική κεραμική, εργαλεία και πίθους.

ΑΔ 1970, 25, σελ. 193. ΑΔ 1994, 49, σελ. 194-195. ΑΔ 1995, 50, σελ. 184-185. ΑΔ 1998, 53, σελ. 230. AR 1999-2000, σελ. 49-50. AR 2005, σελ. 33. Δ. Ιάρδανου (κεντρική Ηλεία)

AR 2004, σελ. 31.

40 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

29

Κορυφή θέση «Τριανταφυλλιά». Κατά τη διάρκεια σωστικής ανασκαφής (2008, 2009, 2010) για τη χωροθέτηση ΧΥΤΥ απεκαλύφθη εκτεταμένος μυκηναϊκός οικισμός και τρεις θολωτοί τάφοι, εξαιρετικώς μικρών διαστάσεων και κακής διατήρησης.

30

Πλάτανος. Στη ΝΑ παρυφή του χωρίου ερευνήθηκαν το 1963 τρεις συλημένοι θαλαμοειδείς τάφοι (ένας στη «θέση Τομπρίνο» και δύο στη «θέση Ρένια»), οι οποίοι απέδωσαν ΥΕΙΙΙΒ-Γ κεραμική και χάνδρες υαλόμαζας, φαγεντιανής και χρυσού. Από τη θέση «Δενδρούλια», ΝΔ κοινότητος περισυνελέγησαν όστρακα ΜΕ-ΥΕΙΙΙΓ. Από τη θέση «Πιλαλίστρα» προέρχονται αβαφή όστρακα, πιθανώς μυκηναϊκά. Από μη καθορισμένη τοποθεσία παρεδόθησαν τρία πήλινα μινωικά ειδώλια και ΥΕΙΙΙΑ-Β ληκύθιο.

Δ. Αρχαίας Ολυμπίας (κεντρική Ηλεία)

ΑΔ 1964, 19, σελ. 177. ΑΑΑ 1969, σελ. 248-253. ΑΔ 1980, 35, σελ. 170. ΑΔ 1981, 36, σελ. 151. ΑΔ 1983, 38, σελ. 114.

31

Λατζόϊο (ΥΕΙΙΙΑ και ΙΙΙΒ όστρακα εκ περισυλλογής).

Δ. Ωλένης (κεντρική Ηλεία)

AJA 1961, σελ. 226. GAC, σελ. 98.

32

Σκαφιδιά (πιθανά ΥΕ όστρακα από τη θέση «Ανεμόμυλος»).

Δ. Πύργου (κεντρική Ηλεία)

AJA 1961, σελ. 225.

33

Χειμαδιό. Από καταστροφή θαλαμωτού τάφου περσυνελέγη ένα ΥΕΙΙΙΑ αγγείο, ενώ ένα ακόμη παρεδόθη το 1986 από την περιοχή της κοινότητος Μουζακίου.

Δ. Ωλένης (κεντρική Ηλεία)

ΑΔ 1973, 28, σελ. 197. ΑΔ 1974, 29, σελ. 27, 48, 57. ΑΔ 1986, 41, σελ. 43.

Δημοσιεύματα του τοπικού τύπου. http://kardamas.blogspot.com. www.triantafillia.gr. Χατζή 2010.

Ανατολική Ηλεία 34

Κλινδιάς. Ανεσκάφη συστάδα Δ. Ωλένης θαλαμωτών τάφων, η οποία απέδωσε (ανατολική ΥΕΙΙΙ υλικό. Ηλεία)

Αυτοψία.

35

ΔΔ Αρβανίτη. Ανεσκάφη ένας Δ. Ωλένης θαλαμωτός τάφος (με κατεστραμμένο (ανατολική δρόμο και θάλαμο), ο οποίος Ηλεία) απέδωσε υλικό της ΥΕΙΙΙΑ/Β, καθώς και «διαμερισματοποιημένοι» λακκοειδείς τάφοι.

Μουτζουρίδης 2008, σελ. 96101. AR 2006-2007, σελ. 30.

Τοπογραφία αρχαιολογικών θέσεων

36

Γούμερο. Θέση «Αμμούλι». ΥΕΙΙΙ όστρακα.

Δ. Ωλένης (ανατολική Ηλεία)

ΑΔ 1974, 29, σελ. 47-48.

36

Νεράϊδα, προήλθε ΥΕΙΙΙ υλικό (αγγεία, ψήφοι υαλόμαζας).

Δ. Φολόης (ανατολική Ηλεία)

ΑΑ 1962, σελ. 283.

37

Γούμερο/Πέρσαινα. Ίχνη Δ. Φολόης κατοίκησης της ΥΕΙΙΙ περιόδου. Το (ανατολική 2010 ερευνήθηκε, στη θέση «Αγ. Ηλεία) Γεώργιος» και πλησίον του Γουμέρου, νεκροταφείο θαλαμωτών τάφων (εκ των οποίων ανεσκάφησαν οι 6), των ύστατων μυκηναϊκών, υπομυκηναϊκών ή και πρωτογεωμετρικών χρόνων.

ΑΔ 1989, 44, σελ. 102. Προφορική επικοινωνία με τον ανασκαφέα, κ. Παν. Μουτζουρίδη.

38

Πεύκες Βύλιζα (θέση Λιθάρι). Τέσσερεις θαλαμωτοί τάφοι της ΥΕΙΙΙΑ2.

Δ. Αρχαίας Ολυμπίας (ανατολική Ηλεία)

ΑΔ 1989, 44, σελ. 103-104. ΑΔ 1991, 46, σελ. 132-133. ΑΔ 1995, 50, σελ. 176. ΑΔ 2001, 56, σελ. 83-126. AR 1991, σελ. 31. AR 1997, σελ. 46. AR 2000-2001, σελ. 47.

39

Χελιδόνι. Ανεσκάφησαν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 πέντε θαλαμωτοί τάφοι. Πρόσφατα ερευνήθηκε ακόμη μία συστάδα θαλαμωτών. Η έρευνα απέδωσε υλικό της ΥΕΙΙΙ.

Δ. Αρχαίας Ολυμπίας (ανατολική Ηλεία)

ΑΔ 1978, 33, σελ. 78.

40

Φιγάλεια (πρώην Παύλιτσα). Δ. Φιγαλείας Όστρακα και σφραγιδόλιθος πιθανώς (νοτιοανατολιτης ΥΕΙΙΙ. κή Ηλεία) Φιγάλεια «Θέση Κορδομπούλι». Ανεσκάφη κτήριο με δύο οικοδομικές φάσεις (μία της μέσης και μία της ύστερης εποχής του Χαλκού). Ήρθε στο φώς και ταφή νηπίου, κτερισμένη με μυκηναϊκό απιόσχημο πιθαμφορέα.

Αυτοψία.

ΠΑΕ, 1997, 152, σελ. 115-120 (ιδία 119). ΑΔ 1998, 53, σελ. 227. AJA 1961, σελ. 153. BSA 1970, σελ. 102. AR 1998-1999, σελ. 46.

Β. Τριφυλία (νοτίως Αλφειού) 41

Γρύλλος (θέση «Κουτσουπιά»). Όστρακα της ΥΕΙΙΙ και σφονδύλι.

Δ. Σκιλλούντος ΑΔ 1985, 40, σελ. 107. (βόρεια Τριφυλία)

42

Λαδικό (θέση Ξεσπιθάτη). Όστρακα Δ. Σκιλλούντος ΑΔ 1988, 43, σελ. 144. και εγχειρίδιο της ΥΕΙ. (βόρεια Τριφυλία)

41

42 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

43

Μακρίσια. Δύο ΥΕΙ αγγεία από την τοποθεσία Ράζα, ανατολικά Γερακοβουνίου. Στη θέση «Άγιος Ηλίας» ανεσκάφη ταφικός τύμβος. Δύο θαλαμωτοί τάφοι ανεσκάφησαν τη δεκαετία του ’50 στη θέση «Κανιά». Μακρύσια - Μπάμπες (θέση «Αρνοκατάραχο»). Προέρχεται χάλκινο εγχειρίδιο της ΥΕΙΙΒ.

Δ. Σκιλλούντος AJA 1961, σελ. 229. (βόρεια ΑΑΑ 1968, 126-127, Τριφυλία) ΑΔ 1968, 23, 284-292. ΑΔ 1969, 24, σελ. 150. ΠΑΕ 1954, 296-298. GAC, σελ. 99.

44

Κάτω Σαμικό. Στη θέση «Κλειδί» ανεσκάφη νεκροταφείο τύμβων και ένας θολωτός με πλούσια ευρήματα, μεγάλο μέρος των οποίων, χρονολογικώς κατατάσσονται στα πρώιμα μυκηναϊκά χρόνια. Ένας εκ των τύμβων χρησιμοποιήθηκε έως και την ΥΕΙΙΙΒ.

Δ. Σκιλλούντος (βόρεια Τριφυλία πλησίον παραλίας)

45

Διάσελλα. Ανασκαφή τριών θαλαμωτών και υπερκείμενου οικισμού (θέση Κουτσοχέρα). Το μέγιστον τμήμα του υλικού χρονολογείται στην ΥΕΙΙΙΒ.

Δ. Σκιλλούντος Έργον 1955, σελ. 87-88. (βόρεια ΠΑΕ 1955, σελ. 243. BCH 1956, σελ. 287, 632, Τριφυλία) BCH 1957, σελ. 574-579. BCH 1959, σελ. 646. AJA 1961, σελ. 229-230. AR 1960, σελ. 11.

46

Ζαχάρω. Από τη θέση «Καϊμένα Αλώνια» (400 μ. ΒΔ της Ζαχάρως) αναφέρονται επιφανειακά ΥΕΙΙΙΒ όστρακα.

Δ. Ζαχάρως (νότιο τμήμα Β. Τριφυλίας)

AJA 1964, σελ. 231.

47

Θολόν (περιοχή ναού Αγ. Δημητρίου, Δ. Ζαχάρως 500 μ. ΒΑ του ΔΔ Θολού και ΝΔ (νότιο τμήμα του ΔΔ Λεπρέου, έχουν αναφερθεί Β. Τριφυλίας) επιφανειακά χονδροειδή προϊστορικά όστρακα μεταξύ των οποίων και κάποια της ΥΕΙΙΙ).

AJA 1969, σελ. 130. GAC, σελ. 180.

48

Λέπρεον. Θέση «Αγ. Δημήτριος» Δ. Ζαχάρως Προήλθε πλούσια κεραμική της ΥΕΙ- (νότιο τμήμα ΙΙ περιόδου. Β. Τριφυλίας) Επιπλέον ελάχιστα μη στρωματογραφημένα ΥΕΙΙΙ όστρακα.

AJA 1961, σελ. 231-232. AJA 1969, σελ. 130 Zachos 1984, σελ. 328-329.

49

Κακόβατος (τρεις θολωτοί και ο υπερκείμενος των τάφων οικισμός). Από τα ευρήματα η θέση τοποθετείται στην ύστατη ΜΗ μέχρι και την ΥΕΙΙΙΒ.

AJA 1961, 230-231. Müller 1909. Dörpfeld 1908. Eder 2010.

Δ. Ζαχάρως (νότιο τμήμα Β. Τριφυλίας)

AJA 1961, σελ. 230. ΑΔ 1965, 20, σελ. 1-36. ΑΔ 1981, 36, σελ. 148-149. ΑΔ 1982, 37, σελ. 133-34. ΑΔ 1983, 38, σελ. 109-110. AR 1991, σελ. 32.

GAC, σελ. 101.

ΤΑΦΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΟΙ ΠΡΩΙΜΟΙ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ Ι. Οι Θολωτοί Τάφοι Κακοβάτου Α. Τοπογραφία - Ιστορία των Ανασκαφών - Υφιστάμενη κατάσταση 1. Τοπογραφία (Χάρτες 1, 4, 5): Ο Κακόβατος είναι παραθαλάσσια κοινότητα, με πληθυσμό περί τους 400 κατοίκους (444 κατά την απογραφή του 2001).165 Το έδαφος είναι πεδινό και εξαιρετικά εύφορο.166 Το χωριό συγκροτήθηκε στα τέλη του 19ου αι. (απογράφεται για πρώτη φορά το 1861)167 από κατοίκους των ορεινών κοινοτήτων της περιοχής, οι οποίοι ασχολήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά με τη σταφιδοκαλλιέργεια. Σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων, βορειοανατολικά της σύγχρονης κοινότητας, κείται ο αρχαιολογικός χώρος του Κακοβάτου,168 που περιλαμβάνει οχυρωμένο (;) οικισμό και τρεις θολωτούς τάφους, ενώ σε παρακείμενο λόφο (βορείως του χώρου) έχει πιθανώς επισημανθεί ένας ακόμη θολωτός.169 Ο οικισμός είχε οικοδομηθεί στην κορυφή και οι τάφοι στην κλιτύ του λοφίσκου, από τον οποίο μπορεί κανείς να εποπτεύσει ολόκληρη την ονομαζόμενη πεδιάδα της Ζαχάρως (μέχρι τη λιμνοθάλασσα του Καϊάφα (προς Βορρά) και έως την κοινότητα του Γιαννιτσοχωρίου (προς Νότο), αν και οπτική επαφή διαθέτει και με την Κυπαρισσία. Στα δυτικά απλώνεται το Ιόνιο (χωρίς να σχηματίζεται κάποιο φυσικό λιμάνι), ενώ στα ανατολικά εκτείνονται κατάφυτοι γήλοφοι και στο βάθος υψώνεται προστατευτικά ο ορεινός όγκος της Μίνθης. Την πεδινή έκταση, πλησίον του οικισμού, διαρρέουν δύο μικροί ποταμοί - χείμαρροι (ο «Αγ. Ισίδωρος» στα βόρεια και το «Γλατσίτικο» στα νότια), οι οποίοι πιθανόν να παρείχαν το απαραίτητο νερό τόσο στον οικισμό όσο και για τις αγροτικές καλλιέργειες. 2. Ιστορικό ανασκαφής: Ο Παυσανίας δεν αναφέρει την ύπαρξη αρχαιοτήτων στην πεδιάδα που εκτείνεται μεταξύ Λεπρέου και Σαμικού ούτε κάποια προφορική παράδοση, σχετικά με την ακριβή θέση της μυκηναϊκής Πύλου.170 Αντιθέτως, ο Στράβων κάνει λόγο για την ύπαρξη της «Λεπρεατικής» Πύλου η οποία απέχει τριάντα ή και παραπάνω στάδια από το Ιερό του Ποσειδώνος στο Σαμικό.171

165. w  ww.statistics.gr. 166. Στράβων 8, ΙΙΙ, 14. «… Η πεδιάδα αυτή είναι εύφορη και προεκτείνεται έως όλο το διάστημα ανάμεσα στο Σαμικό και στον ποταμό Νέδα, κοντά στη θάλασσα». 167. Κάπος 1996, σελ. 84. 168. Ο αρχαιολογικός χώρος είναι εντός των διοικητικών ορίων του ΔΔ Καλίδονας. 169. Χ  ατζή 1992, σελ. 124. Το 2009 και 2010 πραγματοποιήθηκαν από τη Ζ’ ΕΠΚΑ δοκιμαστικές τομές, οι οποίες δεν απέδωσαν αρχαιολογικές ενδείξεις. Σημειωτέον, ότι σε παρακείμενο αγρόκτημα εντοπίστηκε πηγάδι, του οποίου τα τοιχώματα έχουν κατασκευασθεί από αρχαίο οικοδομικό υλικό. 170. Π  αυσανίας V, 2-5. 171. Σ  τράβων 8, 3.15-16. Και περίπου 40 στάδια από το Λέπρεο. Η διαμόρφωση της ακτογραμμής δικαιολογούν απόλυτα το ομηρικό επίθετο «ημαθόεντα» (Στράβων 8, 3.14). Πάντως ο αρχαίος γεωγράφος - περιηγητής καταγράφει το πρόβλημα ταύτισης της Πύλου του Νέστορος με συγκεκριμένη θέση στη δυτ. Πελοπόννησο (Στράβων 8, 3.7), προβληματισμός, ο οποίος έχει ανακύψει ήδη από τους Κλασικούς χρόνους (πρβ. και Αριστοφάνης Ιππής 1059 «… υπάρχει Πύλος πριν από την Πύλο. Κι άλλος Πύλος υπάρχει».).

44 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Η επισήμανση των τριών θολωτών τάφων και της ακρόπολης του Κακοβάτου οφείλεται σε μία εκδρομή μελών του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου αλλά και στη σφοδρή επιθυμία του W. Dörpfeld να εντοπίσει την Πύλο του Νέστορος και να συμπληρώσει την ομηρική τοπογραφία, που είχε ανασυστήσει με τις ανασκαφές (στην Τροία, τις Μυκήνες, τον Ορχομενό κ.ά.) ο «προστάτης και μέντοράς του», H. Schliemann. Συγκεκριμένως, στις 18/4/1907, οι Dörpfeld, F. Weege και Κ. Müller εξέδραμαν από την Ολυμπία προς τη Β. Τριφυλία, προκειμένου να ανεύρουν τα ίχνη της ομηρικής Πύλου. Η βεβαιότητα του εντοπισμού της στη Β. Τριφυλία, και μάλιστα μεταξύ Σαμικού και Λεπρέου, εδραζόταν τόσο στις τοπογραφικές περιγραφές των ομηρικών επών όσο και στην ακλόνητη πίστη ότι ο Στράβων, ως απόλυτος γνώστης των ομηρικών θέσεων και επών, είχε ορθώς τοποθετήσει την Πύλο των Ομηρικών Επών στη Β. Τριφυλία.172 Οι χωρικοί τους υπέδειξαν την τοποθεσία «Μάρμαρα», απ’ όπου οι κάτοικοι του Κακοβάτου προμηθεύονταν οικοδομικό υλικό για την κατασκευή των σπιτιών τους. Η θέση βρίσκεται περί τα 300 μ., νοτίως του αρχαιολογικού χώρου του Κακοβάτου και η αυτοψία των γερμανών κατέληξε πως πρόκειται για ελληνιστική - ρωμαϊκή πόλη, η οποία ουδεμία σχέση είχε με την Πύλο του Νέστορος (Πίν. 1). Τυχαία173 οι γερμανοί ερευνητές επεσήμαναν βορειότερα της θέσεως «Μάρμαρα», τρεις θολωτούς τάφους,174 των οποίων ήταν ορατή η θόλος, καθώς και η είσοδος, παρόλο που είχαν υποστεί σοβαρές φθορές από τους κατοίκους του Κακοβάτου, οι οποίοι προσπορίζονταν το οικοδομικό υλικό για να ανεγείρουν τις δικές τους οικίες.175 Οι ανασκαφικές εργασίες διεξήχθησαν τα έτη 1907 (από 11/5 έως 26/5/1907) και 1908 (21/5/29/5/1908). Κατά τις δύο ανασκαφικές περιόδους χρησιμοποιήθηκε αυξομειούμενος αριθμός εργατών (ξεπερνώντας ενίοτε και τα 50 άτομα). Το 1907 ολοκληρώθηκε η ανασκαφή του τάφου Α, και του υπερκείμενου οικιστικού συνόλου, ενώ καθαρίστηκαν επιφανειακά οι τάφοι Β και C, οι οποίοι ερευνήθηκαν πληρέστερα το 1908. Στο αρχείο του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου176 υπάρχει το ημερολόγιο των ανασκαφικών εργασιών στον Κακόβατο (για τα έτη 1907-1908), χωρίς να περιλαμβάνει τις εργασίες που αφορούν στον οικισμό. Μεθοδολογία ανασκαφής: Οι ανασκαφείς ερεύνησαν τη θέση και ειδικά τον θολωτό τάφο Α, ακολουθώντας τη βασική δεοντολογία, με δεδομένο ότι η ανασκαφική ήταν ακόμη στα σπάργανα. Ενδεικτικώς αναφέρονται:

172. D  örpfeld 1907 σελ. VI, Ανασκαφές Κακοβάτου, σελ. 1. Συγκεκριμένως: “Seit Jahren vertrete ich in meinem Vorträgen die Ansicht, daß die von Strabon angeführten Hommer Kenner Recht hatten, welche das Homerische Pylos weder bei der heutigen messenischen Stadt dieses Namens, noch bei dem am Peneios gelegenen elischen Pylos, sondern in Triphylien in der Nähe von Samikon ansetzen”. 173. Α  νασκαφές Κακοβάτου, σελ. 2. 174. Α  νασκαφές Κακοβάτου, σελ. 2. 175. Dörpfled 1907, σελ. VII αλλά και Ανασκαφές Κακοβάτου, σελ. 2, Μάλιστα τίθεται και ο χρονικός προσδιορισμός της καταστροφής των μνημείων “Seit 20 Jahren…”. 176. Δεν πρέπει παραλείψω να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες προς τον πρώην Διευθυντή του DAI, Dr. Kl. Fitschen, ο οποίος μου παραχώρησε την άδεια επαναδημοσίευσης των ανασκαφών του Κακοβάτου στο πλαίσιο της διδακτορικής μου διατριβής, τον Dr. M. Schäffer και Dr. M. Krumme, που πρόθυμα με βοήθησαν στην ανεύρεση των σχετικών φωτογραφιών, καθώς επίσης και τον Dr. Kl. Hermann με τη συνδρομή του οποίου μελέτησα το ημερολόγιο της ανασκαφής. Δυστυχώς, δεν κατέστη δυνατό να εντοπισθεί το ημερολόγιο (ούτε στο αρχείο του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στο Βερολίνο ούτε στην Αθήνα), που να σχετίζεται με την ανασκαφή του οικισμού.

Ταφική αρχιτεκτονική

45

1. O θολωτός τάφος Α δεν διαιρέθηκε σε τεταρτημόρια ή ημικύκλια. Από σκαρίφημα του ημερολογίου177 (Πίν. 2) συμπεραίνεται ότι κάθε ανασκαφέν τμήμα του θαλάμου σημειωνόταν με τον αριθμό της ημέρας. Είχε πάντως κρατηθεί και ένας κώνος - μάρτυρας (ύψους 3 μ.), ο οποίος κατεστράφη στο τέλος της ανασκαφής (Πίν. 2). 2. Ομαδοποίηση ευρημάτων και κατηγοριοποίησή τους σε στρώματα (αναλόγως του βάθους εύρεσής τους) αλλά και σε χώρο εντοπισμού (θάλαμος ή δρόμος).178 Αντίθετα κατά την ανασκαφή του Β δεν ίσχυσε ο παραπάνω κανόνας αλλά οι ομάδες των ευρημάτων καταγράφονταν ως Β1, Β2, Β3 κ.ό.κ.179 Στον C, λόγω των ελαχίστων ευρημάτων, αυτά δεν ομαδοποιήθηκαν. Επιπλέον, εκπονήθηκαν πρόχειρα τοπογραφικά σκαριφήματα αλλά και σχέδια των ευρημάτων, κατόψεις και τομές των μνημείων κ.ό.κ. (Πίν. 3, 4). 3. Υφιστάμενη κατάσταση (Πίν. 5): Στις μέρες μας, και παρά τις προσπάθειες της οικείας Εφορείας Αρχαιοτήτων ο τάφος Α έχει κατακλυσθεί από πυκνή βλάστηση.180 Διατηρείται και είναι ορατό, τμήμα μόνον της ανατολικής και νότιας τοιχοδομίας της θόλου. Ο τάφος Β, ο οποίος επισημαίνεται σε υψηλότερο επίπεδο του Α, έχει επίσης σκεπασθεί με θαμνώδη βλάστηση, ενώ ο C, που υπέρκειτο και των δύο, έχει τσιμεντοστρωθεί εδώ και δεκαετίες, προκειμένου να διαμορφωθεί η αυλή παρακείμενης οικίας (ιδιοκτησία Παπανδρέου). Από τον οικισμό ορατές είναι τρεις σειρές δόμων, στη δυτική πλαγιά του λόφου (Πίν. 6), οι οποίες συγκροτούσαν ισχυρό τοίχο, αμυντικού ή αναλημματικού χαρακτήρα. Τα ευρήματα των ανασκαφών έχουν διασπαρεί. Τα πλέον σημαντικά εκτίθενται στη Μυκηναϊκή Αίθουσα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, ενώ τα υπόλοιπα παραμένουν σε κιβώτια είτε στις αποθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Ολυμπίας είτε του Ε.Α.Μ. Το Σεπτέμβριο του 2009 η Ζ’ ΕΠΚΑ181 σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Freiburg διενήργησε επιφανειακή έρευνα και γεωφυσική διασκόπηση στο σύνολο της εκτάσεως του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου, ενώ το 2010 πραγματοποιήθηκαν δύο εκτεταμένες ανασκαφικές τομές, οι οποίες απέδωσαν σημαντικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και μεγάλες ποσότητες κεραμικής.182

177. Π  ρβ. Ανασκαφές Κακοβάτου. 178. Α  νασκαφές Κακοβάτου, σελ. 8. Δηλαδή: Ύψος Ευρημάτων 3 μ. - 5,40 μ. Κάτω των 3 μ. Βαθύτερα στρώματα

Εντός θαλάμου Α4 Α3 Α2

Στον δρόμο Αd4 Αd3 Αd2

179. Α  νασκαφές Κακοβάτου, σελ. 54 (αφορούν σε ανασκαφικές εργασίες του 1908). 180. Ο  περιφραγμένος αρχαιολογικός υπέστη τις συνέπειες της μεγάλης πυρκαγιάς του Αυγούστου του 2007. Μολονότι κατεστράφη η περίφραξη και αποτεφρώθηκε σχεδόν το σύνολο του φυτικού κεφαλαίου, τα αρχαία δεν υπέστησαν μη αναστρέψιμες φθορές. 181. Σ  το Επιχειρησιακό Σχέδιο της Ζ’ ΕΠΚΑ, για το έτος 2007, είχε προβλεφθεί η διενέργεια δοκιμαστικών τομών στην περιοχή του τείχους, προκειμένου να διακριβωθεί ο αμυντικός ή μη χαρακτήρας του. Λόγω των συνεπειών της καταστροφικής πυρκαγιάς του 2007 δεν πραγματοποιήθηκε η ανασκαφή. 182. Αποθηκεύονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας, αφού πρώτα καταγραφούν και φωτογραφηθούν.

46 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Β. Αρχιτεκτονική Β1. ΤΑΦΟΣ Α Χωροθέτηση - Διαστάσεις: Ο τάφος, με προσανατολισμό από νοτιοδυτικά προς βορειοανατολικά,183 είναι κτισμένος βόρεια - βορειοανατολικά των οικιστικών καταλοίπων184 και σε απόσταση περίπου 60-70 μ. από αυτόν. Το μνημείο βρίσκεται πλησίον του τάφου Β185 και αρκετά μέτρα βορειοδυτικά του C. Η θόλος του, διαμέτρου 12,12 μ.186 και ύψους τουλάχιστον 10 μ.187 (Σχέδ. 1), διαθέτει μέγεθος συγκρίσιμο με αυτό άλλων πρώιμων θολωτών ταφικών μνημείων της ηπειρωτικής Ελλάδας.188 Η είσοδος του επισημάνθηκε κατεστραμμένη. Το στόμιο (Πίν. 7) είχε μήκος 4,85 μ., πλάτος 2,25 μ. (στο μέτωπο προς το εσωτερικό του τάφου), διευρυνόμενο στα 2,35 μ. στην εξωτερική του όψη189 και φραζόταν με ξερολιθιά, βάθους - μήκους 2,75 μ. και πλάτους 1,25 μ.190 Τα τοιχώματά του συνέκλιναν προς τα άνω.191 Ο δρόμος παρέμεινε ανεπένδυτος,192 μήκους περίπου 10 μ. και κυμαινομένου πλάτος από 3 μ. (προ της ξερολιθιάς193) έως και 2,50 μ. στο τέλος του.194 Προσανατολιζόταν προς τα νοτιοδυτικά βορειοανατολικά, με ελαφρά κατηφορική κλίση προς το θάλαμο.195

183. Ο  ι τάφοι Β και C έχουν τοποθετηθεί πλησιέστερα στον οικισμό, αλλά και οι δύο υπέρκεινται του Α. Πάντως γενικά στη μυκηναϊκή περίοδο δεν ακολουθούνται αυστηροί κανόνες στη χωροθέτηση των θολωτών τάφων. Ενίοτε (Βαφειό, Κακόβατος, Περιστεριά, Θορικός, Σαμικό, ακόμα και στην πρόσφατα ανασκαφείσα θέση στην «Τριανταφυλλιά») οι τάφοι κατασκευάζονται παρά τον οικισμό ή και στο εσωτερικό του (θολωτός 1 Περιστεριάς). Αντιθέτως, σε άλλες περιπτώσεις οικοδομούνται σε απόσταση από τον οικισμό (π.χ. Θησαυρός Ατρέα) (Cavanagh - Μee 1990, σελ. 225-243). Η Dabney (Dabney 1999, σελ. 175) υποστηρίζει ότι οι μυκηναίοι έκτιζαν τους τάφους τους σε ικανοποιητική απόσταση από τον οικισμό χωρίς μάλλον να λαμβάνει υπόψη τουλάχιστον τον Κακόβατο ή την Περιστεριά. 184. C  avanagh - Mee 1990, σελ. 226 και 227, Wells 1990, σελ. 128. Η γειτνίαση με τον λεγόμενο «οικισμό» πιθανώς συνδέεται με κάποια δοξασία. 185. D  örpfeld 1908, σελ. 298 186. Ό.π., σελ. 299. Η διάμετρος σε κάποια σημεία της θόλου είναι ελάχιστα μικρότερη (μέχρι 12 μ.), καθώς οι τοίχοι της αλλού συγκλίνουν και αλλού αποκλίνουν. Υποστηρίζεται πως η θόλος του τάφου Β στο Θορικό (Gasche - Servais 1971, σελ. 48) έχει εσωτερική διάμετρο 9,25 μ. και αντιστοιχεί σε μνημεία όπως: ο θολωτός τάφος των Κυκλώπων στις Μυκήνες με διάμετρο θόλου 8 μ., ο θολωτός τάφος στους Άνω Φούρνους (διαμ. 11 μ.), του Αιγίσθου (διαμ. 13 μ.), της Παναγιάς (διαμ. 8 μ.), του Κακοβάτου (ο Α με διαμ. 12 μ. και οι B, C 10 μ.), ο θολωτός τάφος IV στον Άνω Εγκλιανό (διαμ. 9,35 μ.), στο Βαφειό (διαμ. 10 μ.) και των Δενδρών (7,30 μ.). 187. Dörpfeld 1908, σελ. 304. Λόγω της κακής κατάστασης διατήρησης του μνημείου δεν κατέστη δυνατόν να υπολογισθεί με ακρίβεια το ύψος της θόλου. 188. Wright 1987, σελ. 173-174, Santillο - Frizell 1997-8, σελ. 104, Cavanagh - Mee 1998, σελ. 45-46 Τα θολωτά ταφικά μνημεία μετασχηματίζονται σε σύμβολο εξουσίας, «προπαγάνδας» και επίδειξης του μεγαλείου και της δύναμης των μυκηναϊκών βασιλείων και, επομένως, των ηγεμόνων τους, όχι τόσο λόγω του μεγέθους τους όσο του εργατικού δυναμικού και του χρόνου που απαιτείτο για την κατασκευή τους. 189. D  örpfeld 1908, σελ. 305 πρβ. και Abb. 2, 3. 190. Dörpfeld 1908, σελ. 307 πρβ. και Abb. 2, 3. Αντιστοίχως πρβ. και θολ. Β στο Θορικό (Gasche - Servais 1971, σελ. 75). 191. D  örpfeld 1908, σελ. 305. Παρόμοια σύγκλιση των τοιχωμάτων του στομίου παρατηρήθηκε και στον θολωτό τάφο Β του Θορικού (πυραμιδοειδής τομή στομίου πρβ. και Gasche - Servais 1971, σελ. 75). 192. D  örpfeld 1908, σελ. 306, Pelon 1976, σελ. 285, 287. 193. Για την ξερολιθιά σε θαλαμωτούς της ΥΕΧ πρβ. και Mochos 2008. 194. Pelon 1976 σελ. 278, Cavanagh - Mee 1990, σελ. 55. H ανυπαρξία σταθερού και μόνιμου προσανατολισμού των δρόμων των θολωτών εξαρτάται από την κλίση του εδάφους. 195. Dörpfeld 1908, σελ. 306 πρβ. και Abb 2, 3.

Ταφική αρχιτεκτονική

47

Το δάπεδο του θαλάμου υπήρξε το φυσικό έδαφος, το οποίο βρισκόταν σε επίπεδο χαμηλότερο του δρόμου.196 Στο κέντρο του και δεξιά της εισόδου είχε λαξευθεί ταφικός λάκκος (Πίν. 7), μήκους 2 μ., πλάτους 0,70 μ. και βάθους 1 μ.,197 ο οποίος πιθανόν στεγαζόταν με δύο ασβεστολιθικές πλάκες. Παράλληλα προς τις παρειές του στομίου είχαν κατασκευασθεί βαθιές αυλακώσεις198/πεταλοειδές όρυγμα, που ξεκινούσαν από την αρχή του και κατέληγαν στον θάλαμο. Ο δρόμος δεν διέθετε ειδικά διαμορφωμένο δάπεδο αλλά παρακολουθούσε τις ανωμαλίες του φυσικού εδάφους.199 Υλικά δομής: Η θόλος, της οποίας το μέγιστο σωζόμενο ύψος δεν ξεπερνούσε τα 2,50 μ,200 είχε κτισθεί από μικρούς επίπεδους, πλακοειδείς ασβεστόλιθους (διαστάσεων: ύψ.: 0,005-0,015 μ. και μήκ.: έως 0,60 μ.201) ανάμεσα στους οποίους τοποθετήθηκαν λίθινες σφήνες για να εξασφαλίσουν τη στατική επάρκεια.202 Οι λίθοι είναι δουλεμένοι μόνο στην ορατή τους πλευρά, προς το εσωτερικό της θόλου, ενώ παρέμειναν ακατέργαστοι στις υπόλοιπες. Οι πλακοειδείς ασβεστόλιθοι μεταφέρθηκαν από λατομεία που βρίσκονται ανατολικά της θέσης (στους πλησιέστερους ορεινούς όγκους), αφού στον άμεσα περιβάλλοντα χώρο αφθονούν αποκλειστικά ψαμμιτικοί λίθοι.203 Η χρήση λίθων μικρών διαστάσεων δεν συνέβαλε στη διατήρηση της στατικότητας, αντιθέτως επιτάχυνε και διευκόλυνε την κατάρρευση του μνημείου.204 Το στόμιο και η θύρα εισόδου επενδύθηκαν με μεγάλους, παχύτερους, συγκριτικά με αυτούς της θόλου, πελεκημένους ασβεστόλιθους, διαμορφώνοντας παραστάδες205 (Πίν. 7), ενώ το ανώφλι στην είσοδο του τάφου κτίστηκε από μονόλιθο αμυγδαλόλιθο - κροκαλοπαγή ασβεστόλιθο206 196. P  elon 1976, σελ. 270. 197. Ό  .π. σελ. 364. Λάκκοι έχουν εντοπισθεί και ερευνηθεί στους εξής θολωτούς (κατά χρονολογική διαδοχή): Κάτω Φούρνου, Λεόντων, Ηραίο Άργους, Τίρυνθα, Δενδρά, Πρόσυμνα, Ανάληψη, Βαφειό, Ακόνα, Μάλθη θολ.τ. 1, Τουρλιδίτσα, Βσιλικό, Πύλος, Ρούτσι, Κοκκολάτα Α και Β, Μαραθώνας (πρβ. επίσης και Kontorli - Papadopoulou 1995, σελ. 5, Cavanagh - Mee 1998, σελ. 70, αλλά και Gasche - Servais 1971, σελ. 66, υποσ. 1). Η απόθεση των νεκρών σε λάκκους αποτελεί πιθανόν επιβίωση της ΜΕ ταφικής αρχιτεκτονικής ή οι λακκοειδείς τάφοι χρησιμοποιούνταν για την απόθεση των μελών της καθεστηκυίας μυκηναϊκής τάξης, οι οποίοι επιθυμούσαν αξιοπρεπή μεταθανάτια αντιμετώπιση (πρβ. και Wells 1990, σελ. 135). 198. Κορρές 1976, σελ. 270. Αναφέρεται ότι οι μεσσηνιακοί και τριφυλιακοί τάφοι με πεταλοειδή ορύγματα - αυλακώσεις ανάγονται στην ΥΕΙ (αν όχι πρωιμότερα). Επίσης και Kontorli - Papadopoulou 1995, σελ. 7-8. Αυλακώσεις συναντώνται σε δέκα θολωτούς της ΝΔ. Πελοποννήσου (θολ. τ. Α, C Κακοβάτου, θολ.τ.2 στη Μάλθη, θολ.τ. 2 στο Ρούτσι, θολ.τ. 1,2 στην Τραγάνα, θολ. Τ. 1 και 2 στο Γουβαλάρη, θολ.τ. 3 στην Περιστεριά) και σε έναν στην Κεφαλλονιά (θολ. τ. Α στην Κοντογενάδα). Ανάλογες κατασκευές απαντούν και στο στόμιο θαλαμωτών (Kontorli - Papadopoulou 1987, σελ. 150-151). 199. Κορρές 1976, σελ. 473, Pelon 1976, σελ. 279. Ανάλογη διαμόρφωση παρατηρείται στον θολ.τ, στο Βασιλικό, στον θολ. Β στο Θορικό και στον θολ. Α1 στον Μεδεώνα (για τον Θορικό Gasche - Servais 1971, σελ. 75). 200. Dörpfeld 1908, σελ. 302, Boyd 2002, σελ. 89. Το ανώτερο τμήμα της θόλου είχε καταρρεύσει ήδη από την αρχαιότητα. 201. Gasche - Servais 1971, σελ. 75. Οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι χρησιμοποιούνται λίθοι ιδίων διαστάσεων τόσο στον θολωτό Α Κακοβάτου όσο και στον τάφο Β του Θορικού. 202. D  örpfeld 1908, σελ. 302. 203. Ό  .π. 204. Santillo Frizell, 1997-98, σελ. 107. Το αντίθετο συμβαίνει με τη χρήση μεγάλων, καλοπελεκημένων λίθων. 205. D  örpfeld 1908, σελ. 299 206. Ό.π., σελ. 306. Von dem Türsturz, der naturgemäss aus sehr grossen Steinblöcken hergestellt war, hat sich ein Stück gefunden. Pelon 1976, σελ. 270. Ενίοτε το υπέρθυρο ήταν κατασκευασμένο από τον ίδιο λίθο που είχε δομηθεί και η θόλος (π.χ. θολωτός τάφος Παναγιάς και Δαιμόνων στις Μυκήνες). Στη ΝΔ Πελοπόννησο το υπέρθυρο ήταν συνήθως από κροκαλοπαγή λίθο και διαφοροποιείτο από το υλικό δομής του υπολοίπου μνημείου (π.χ. Ο θολωτός 1 στην Περιστεριά, ο θολωτός του Άνω Εγκλιανού). Το ίδιο επισημαίνεται και σε μνημεία εκτός Μεσσηνίας, όπως ο θολωτός στο Μενίδι Αττικής. Γενικώς, λαμβανόταν ειδική μέριμνα και φροντίδα για το υπέρθυρο καθώς έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην εξουδετέρωση των πολλαπλών δυνάμεων, που ασκούνταν στη θόλο (Santillo, Frizell - Santillo 1984, σελ. 49). Μπορούν να διακριθούν δύο στάδια οικοδόμηση ενός θολωτού τάφου: το πρώτο όταν ο τοίχος φθάνει μέχρι το ύψος του ανωφλίου και το επόμενο με την κατασκευή του ανωφλίου και της υπόλοιπης θόλου.

48 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

(εντελώς διαφορετικό υλικό από αυτό, που χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή της θόλου), προκειμένου να εξουδετερωθούν οι φυγόκεντρες δυνάμεις της θόλου. Η ξερολιθιά είχε κατασκευασθεί από μικρούς στρογγυλούς λίθους (κυρίως ποταμίσιες κροκάλες). Μεθοδολογία κατασκευής: Προκειμένου να ενισχυθεί η στατική επάρκεια του οικοδομήματος, η θόλος κτίστηκε μέσα σε κυλινδρικό, με κατακόρυφα τοιχώματα,207 λάξευμα του φυσικού εδάφους (διαμέτρου 13,50 μ. και με ύψος 5,50 μ. προς το λόφο και 2,50 μ. προς το δρόμο).208 Το διάστημα μεταξύ της θόλου και του φυσικού βράχου πληρώθηκε από προσεκτικά δομημένο τοίχο (Πίν. 7 και Σχέδ. 1), από αρκετές λιθοσειρές.209 Με αυτόν τον τρόπο εξουδετερώνονταν οι φυγόκεντρες δυνάμεις, ενώ συγχρόνως ενισχυόταν η σταθερότητα της οροφής και, συνολικά, του φέροντος οργανισμού. Το πάχος των τοιχωμάτων της θόλου αυξάνεται αναλόγως του ύψους.210 Στη βάση το πάχος φθάνει τα 0,70 μ. ενώ αγγίζει το 1,10 μ. στο υψηλότερο σωζόμενο σημείο της θόλου.211 Χαρακτηριστική και εύκολα παρατηρήσιμη υπήρξε η έντονη και αυξανόμενη, αναλόγως του ύψους, ενδόκλιση των τοιχωμάτων. Έτσι στο 1 μ. ύψος η ενδόκλιση είναι στις 5ο και 42', ενώ στα 2,5 μ. φθάνει στις 12ο και 48'.212 Ουσιαστικώς, μόνο οι κατώτατες σειρές λίθων έχουν τοποθετηθεί οριζοντίως. Τόσο η βαθμιαία πάχυνση όσο και η ενδόκλιση των τοιχωμάτων δεν είναι συμπτωματικές αλλά αποτυπώνουν την προσπάθεια των μυκηναίων αρχιτεκτόνων να εξουδετερώσουν τις αντικρουόμενες, φυγόκεντρες δυνάμεις, που ασκούνται σε κάθε λίθο του εντυπωσιακού ταφικού μνημείου.213 Στο κέντρο του θαλάμου ανοίχτηκε οπή, διαμέτρου 0,04 μ. και βάθους 0,20 μ.214 Οι τεχνίτες της εποχής προκειμένου να υπολογίσουν με ακρίβεια την κατασκευή των αλλεπάλληλων οριζοντίων και κάθετων δακτυλίων215 χρησιμοποιούσαν κάποιο είδος διαβήτη και έτσι ήταν δυνατό να ελέγχουν απολύτως τη σταδιακά μειούμενη διάμετρο των λιθοσειρών. Το οικοδομικό υλικό, συνεπώς, δεν τοποθετήθηκε τυχαία στην τοιχοδομία της θόλου αλλά έτσι ώστε να σχηματίζονται ομοιόμορφοι

207. D  örpfeld 1908, σελ. 302, Gasche - Servais 1971, σελ. 49, 75. Ανάμεσα στις πολλές κατασκευαστικές ομοιότητες των δύο μνημείων (του θολ. Α Κακοβάτου και του θολ. Β του Θορικού) επισημαίνουν ότι τα τοιχώματα των ορυγμάτων ήταν κατακόρυφα. Στην περίπτωση του Θορικού το όρυγμα είχε σχήμα φρεατοειδές και περιέτρεχε τον τάφο μέχρι το ύψος του ανωφλίου. 208. Dörpfeld 1908, σελ. 302, Gasche - Servais 1971, σελ. 51, υποσ. 1. Pelon 1976, σελ. 220. Cremasco - Laffineur 1999, σελ. 142. Η διαφορά αυτή παρατηρείται σε πολλούς θολωτούς τάφους, οι οποίοι έχουν κτισθεί στην πλαγιά κάποιου λόφου, καθώς υπάρχει αξιοσημείωτη υψομετρική διαφορά ανάμεσα στις δύο πλευρές του τάφου. 209. C  avanagh - Laxton 1981, σελ. 111, εικ. 3 210. P  elon 1976, σελ. 270, Gasche - Servais 1971, σελ. 53. Στην περίπτωση του Θορικού το πάχος του τοίχου ξεκινά από τα 0,90 μ. για να φθάσει το 1,55 μ. στα 2,50 μ. ύψος. 211. Pelon 1976, σελ. 347. 212. D  örpfeld 1907, σελ. 303, Cavanagh - Laxton 1981, σελ. 111, Como 2007, σελ. 41, υποσ. 53. Αυτήν την ενδόκλιση παρατήρησε με οξυδέρκεια ο αρχιτέκτονας Dörpfeld σημειώνοντας: Στο ύψος του 1 μ. η κλίση σε έναν τοίχο, πάχους 0,80 μ., είναι περίπου 0,08 μ., στο ύψος των 2,5 μ., σε έναν τοίχο, πάχους 1,10 μ. η κλίση ανέρχεται στα 0,25 μ. Αντιθέτως, η ενδόκλιση των τοιχωμάτων στο θολωτό Β του Θορικού υπήρξε λιγότερο έντονη (πρβ. Gasche - Servais 1971, σελ. 63, υποσ. 2). Ασθενής κλίση προς το εσωτερικό του θαλάμου παρατηρείται και στον θολωτό τάφο Β του Κακοβάτου. Επίσης και Cremasco - Laffineur 1999, σελ. 141. Η μέθοδος αυτή εφαρμόστηκε στους θολωτούς Α και Β του Κακοβάτου και στον θολωτό Β στο Θορικό και όπως επισημαίνει ο ίδιος ο Dörpfeld «eine solche starke Neigung der Lagerfugen nach innen ist bisher bei den Kuppelgräber meines Wissens nicht bemerkt worden». 213. C  avanagh - Laxton 1981, σελ. 113. 214. Dörpfeld 1908, σελ. 299. Pelon 1976, σελ. 358, Como 2007, σελ. 32. 215. Como 2007, σελ. 44.

Ταφική αρχιτεκτονική

49

οριζόντιοι και κατακόρυφοι δακτύλιοι, οι οποίοι εξουδετέρωναν τις δυνάμεις που ασκούνταν στα τοιχώματα της θόλου216. Μεταγενέστερη χρήση: Στην αρχή της ανασκαφής ερευνήθηκαν δύο απλοί κιβωτιόσχημοι τάφοι, ρωμαϊκής εποχής. Οι τάφοι βρέθηκαν 3,5 μ. - 3,89 μ. πάνω από το δάπεδο του θαλάμου, είχαν προσανατολισμό από ανατολικά προς δυτικά και τα τοιχώματα τους ήταν επενδεδυμένα με ασβεστολιθικές πλάκες. Ο ένας, ο καλύτερα διατηρημένος, είχε μήκος 2 μ και πλάτος 0,40 μ. Από τον δεύτερο, που κείται βορειότερα είχε σωθεί μόνον το ανατολικό άκρο και είχε πλάτος 0,55 μ.217 Δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ηρωολατρείας ή προγονολατρείας.218

B2. ΤΑΦΟΣ Β219 Χωροθέτηση: Ο τάφος βρίσκεται βορειοανατολικά και κατά ένα επίπεδο υψηλότερα του Α.220 Έχει τον ίδιο προσανατολισμό με τον τάφο Α, δηλαδή με διεύθυνση βορειοανατολικά προς νοτιοδυτικά.221 Ανεσκάφη από τη γερμανική αποστολή στη δεύτερη ανασκαφική περίοδο, κατά τα τέλη Μαΐου του 1908, μολονότι είχε πλημμελώς ερευνηθεί και το 1907.222 Η θόλος είχε καταρρεύσει ήδη από την αρχαιότητα, κατεστράφη όμως σε μεγάλο βαθμό και από τους κατοίκους του Κακοβάτου, τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.223 Τη χρονιά της ανασκαφής είχε σωθεί σε ελάχιστο ύψος, κυρίως στην ανατολική και νοτιοανατολική πλευρά του μνημείου. Αρχιτεκτονική: Η διάμετρος του θαλάμου του τάφου υπολογίζεται στα 9 μ. (Σχέδ. 2) και με σχεδόν πανομοιότυπο ύψος224 (Πίν. 8). Το δάπεδο225 υπήρξε πλακόστρωτο (Σχέδ. 2 και Πίν. 8) και μόνο ελάχιστες από τις πλάκες είχαν αφαιρεθεί είτε από αρχαιοκάπηλους είτε από τους ίδιους τους ανασκαφείς.226 Στην ανώτερη επιφάνειά τους ήταν ορατά τα ίχνη των εργαλείων, με τα οποία οι

216. C  avanagh - Laxton 1981, σελ. 111 και Dörpfeld 1908, σελ. 303. Σημειώνεται χαρακτηριστικά «jeder Stein in verticaler und zugleich horizontaler Richtung in einen Ring eingespannt». 217. Η  μερολόγιο ανασκαφών, σελ. 12. 218. P  elon 1976, σελ. 278, Müller 1909, σελ. 326, 327. 219. Boyd 2002, σελ. 189-190. 220. Αυτοψία τον Αύγουστο του έτους 1998. 221. Ημερολόγιο Ανασκαφών, σελ. 50 κ.εξ. 222. Ό  .π. 223. D  örpfeld 1908, σελ. 309. 224. Ό  .π. 225. Κ  ορρές 1976, σελ. 506, Moschos 2000, σελ. 13 και υποσ. 39. Συχνά τα δάπεδα των τάφων ήταν χαλικόστρωτα, ήδη από τη νεολιθική εποχή (στην Κεφάλα Κέας). Η συνήθεια αυτή συνεχίζεται και στην ΠΕΧ σε ολόκληρο τον αιγαιακό χώρο (Αγ. Φωτιά, Δρακόνες, θολωτός Β στον Πλάτανο, στο Σκάρο Λευκάδος) και επιβιώνει μέχρι τα ύστατα ΜΕ - πρώιμα ΥΕ χρόνια (Αφίδνες, Ζυγουριές, Βοϊδοκοιλιά, Λέρνα, Άργος, Κίρρα, Ελευσίνα, Ασίνη, Μυκήνες). Κατά τον Pelon (Pelon 1976, σελ. 352) στα Νιχώρια της Μεσσηνίας ο θολωτός 6 είναι μερικώς πλακοστρωμένος (στην περιοχή της εισόδου), ενώ χαλικόστρωτο υπήρξε και το δάπεδο του θολωτού τάφου στο Σαμικό (πρβ. Παπακωνσταντίνου 1983, σελ. 110). Πλακόστρωτο είναι και το δάπεδο του θαλαμωτού τάφου Λ της Καλλιθέας Αχαΐας (Αθ. Παπαδόπουλος, Ανασκαφή Καλλιθέας Πατρών, ΠΑΕ 1978, σελ. 123). Η Βικάτου (Βικάτου 1997α, σελ. 309) υποστηρίζει ότι και ο θαλαμωτός στη Βροχίτσα Ηλείας ήταν πλακόστρωτος (αλλά, πιθανώς, πρόκειται για τις καλυπτήριες πλάκες των λακκοειδών ταφών, που, λόγω του μικρού μεγέθους του θαλάμου, κάλυψαν ολόκληρο το βόρειο και δυτικό τμήμα του θαλάμου). Στον πρωτογεωμετρικό τάφο Λαμπρόπουλου στη θέση Λακκούλες στην Καρποφόρα Μεσσηνίας το δάπεδο καλύπτεται επίσης «δι’ ακανονίστων σχιστολιθικών πλακών, αίτινες δεν αρμολογούνται μεταξύ τους με ακρίβεια» (Χωρέμης 1973, σελ. 62). 226. Dörpfeld 1908, σελ. 310.

50 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

πλάκες υπέστησαν τη σχετική κατεργασία.227 Ταφικός λάκκος δεν ανευρέθη και πιθανώς οι νεκροί τοποθετούνταν πάνω στο δάπεδο. Το στόμιο, πλάτους 2 μέτρων και πάχους έως 1 μ., ανευρέθη κατεστραμμένο.228 Κατασκευάστηκε λοξά σε σχέση με τον κατά μήκος άξονα του θαλάμου. Η είσοδος πιθανώς κλεινόταν με ξερολιθιά,229 της οποίας ουδέν ίχνος εντοπίστηκε. Ο δρόμος είχε επίσης καταστραφεί, από τα λίγα ίχνη που επισημάνθηκαν (δηλαδή το φυσικό πέτρωμα), είχε προσανατολισμό από νότια προς δυτικά, ακολουθούσε τη διαμόρφωση και την κλίση του φυσικού εδάφους230 και δεν ήταν επενδεδυμένος. Υλικά δομής: Ο θάλαμος κτίστηκε από μικρούς, πλακοειδείς ασβεστόλιθους, με διαστάσεις 0,10 x 0,60 μ., όπως και οι παρακείμενοι τάφοι Α και C, ενώ, κατά τον ανασκαφέα, χρησιμοποιήθηκε και πηλός ως μονωτικό υλικό.231 Μονολιθικοί ασβεστόλιθοι από το θύρωμα του μνημείου δεν παρατηρήθηκαν. Οι καλυπτήριες του δαπέδου της θόλου πλάκες ήταν από ασβεστόλιθο, διαφόρων κανονικών σχημάτων232 (τριγωνικό, τραπεζιόσχημο, ορθογώνιο) και κατεργασμένες, όπως προαναφέρθηκε, μόνο στην ανώτερη επιφάνειά τους. Μεθοδολογία κατασκευής: Όπως και ο θολωτός Α, ο Β είχε κτισθεί σε μία τεχνητή, κυλινδρική κοιλότητα, διαμέτρου 10,60 μ. και ύψους 4 μ.,233 η οποία είχε διαμορφωθεί στο φυσικό ασβεστολιθικό πέτρωμα. Προκειμένου να επιτευχθούν τα καλύτερα στατικά αποτελέσματα οι μυκηναίοι «αρχιτέκτονες» χρησιμοποίησαν και σε αυτήν την περίπτωση: α) την ενδόκλιση των τοιχωμάτων, ασθενέστερη συγκριτικά με εκείνη του θολωτού Α,234 β) τη σταδιακή αύξηση του πάχους τους, γ) τ ην τοποθέτηση των λίθων σε κάθετους και οριζόντιους δακτύλιους, με σκοπό την αλληλοεξουδετέρωση των αντίρροπων δυνάμεων235 αλλά και τη συσσώρευση χωμάτινου όγκου πάνω στο μνημείο.236 Στη βάση του ταφικού μνημείου το πάχος του τοίχου της θόλου237 υπολογίζεται στα 0,75-0,80 μ., στο 1 μ. ύψος μειώνεται στα 0,55 μ. για να φθάσει τα 0,65-0,70 μ. στο μέγιστο σωζόμενο ύψος (δηλ. τα 1,75 μ.).238

227. D  örpfeld 1908, σελ. 310. Ο ανασκαφέας παρατηρεί ότι η ύπαρξη σημείων από την αρχική κατεργασία των πλακών, καταδεικνύει τη μικρή διάρκεια χρήσης του. 228. Ό.π. 229. Ό  .π. Χαρακτηριστικά αναφέρεται «Von einer Verschlussmauer der Tür, wie sie bei A noch zu erkennen war, ist keine Spur zum Vorschein gekommen». Όμως στο ημερολόγιο της ανασκαφής σημειώνεται η ύπαρξη αρκετά πολλών μικρών λίθων στην περιοχή της θύρας - στομίου (Ημερολόγιο Ανασκαφών, σελ. 57 «In der Gegend, wo die Tür gewesen sein muss, ziemlich viele kleine Steine»). 230. Κ  ορρές 1976, σελ. 473. Κατά τον N. Valmin η κατασκευαστική αυτή λεπτομέρεια «είναι μία σαφής ένδειξη ότι οι κατασκευαστές των τάφων δεν σκόπευαν να αποκρύψουν τους τάφους κατά το δυνατόν εις τον λόφον ή εις το όρος». Ο Κορρές επισημαίνει ότι η διάνοιξη του δρόμου καθέτως προς την κλιτύ και την κατωφέρεια του λόφου θα απαιτούσε μεγαλύτερης εκτάσεως και εντάσεως εργασία. 231. Dörpfeld 1908, σελ. 309. 232. Ό  .π. 233. Ό  .π. 234. Pelon 1976, σελ. 348. 235. Cremasco - Laffineur 1999, σελ. 141. 236. D  örpfeld 1908, σελ. 309. Αποδεικνύεται και σε αυτήν την περίπτωση η στενή σύνδεση των υποτύμβιων ταφικών μνημείων με τους θολωτούς τάφους της ηπειρωτικής Ελλάδος (Δεϊλάκη 1980, σελ. 228). 237. D  örpfeld 1908, σελ. 309, Pelon 1976, σελ. 347. 238. Cremasco - Laffineur 1999, σελ. 142. Η αύξηση του πάχους βοηθά στη στατικότητα της θόλου παρά τις υψομετρικές διαφορές του φυσικού εδάφους.

Ταφική αρχιτεκτονική

51

B3. ΤΑΦΟΣ C Ο τάφος υπέρκειται των προαναφερθέντων, έχει κατασκευασθεί περίπου 40-50 μ. νοτιοανατολικώς, βρίσκεται πλησίον του οικιστικού συνόλου και έχει προσανατολισμό από βορειοανατολικά προς νοτιοδυτικά.239 Είχαν σωθεί ελάχιστα τμήματα της θόλου (στο βόρειο - βορειοανατολικό και νοτιοδυτικό τμήμα), με μέγιστο σωζόμενο ύψος που δεν υπερέβαινε τα 0,60 μ.240 Στις μέρες μας δεν έχουν απομείνει ίχνη του τάφου καθώς τα πενιχρά οικοδομικά του κατάλοιπα καταχώθηκαν από τους ιδιοκτήτες των γειτονικών οικοπέδων. Αρχιτεκτονική: Η διάμετρος του υπολογίζεται στα 10,15-10,35 μ. (Σχέδ. 2, Πίν. 9) και το ύψος του στα 10 μ.241 Το δάπεδο του θαλάμου υπήρξε το φυσικό πέτρωμα. Στο ανατολικό τμήμα του θαλάμου αποκαλύφθηκε ταφικός λάκκος,242 ο οποίος πιθανώς εκαλύπτετο με ασβεστολιθικές πλάκες. Οι διαστάσεις του ήταν: 2 μ. μήκος, 0,75 μ. πλάτος και 0,50 μ. βάθος. Από το στόμιο ξεκινούσαν αυλακώσεις/πεταλοειδή ορύγματα243 που κατέληγαν στο εσωτερικό του θαλάμου. Το στόμιο πιθανόν έπαιξε και το ρόλο του δρόμου, ο οποίος δεν κατέστη δυνατό να ανευρεθεί244 και πιθανώς η απουσία εξηγείται από την έντονη κλίση της πλαγιάς αλλά και το ελάχιστο πάχος φυσικού βράχου, που περιέβαλε τον τάφο. Υλικά δομής: Στη συγκεκριμένη περίπτωση (όπως και στους θολωτούς Α και Β) ως υλικά δομής χρησιμοποιήθηκαν μικρών διαστάσεων, πλακοειδείς ασβεστόλιθοι, μεταξύ των οποίων είχαν τοποθετηθεί, σαν σφήνες, μικρότεροι λίθοι και χαλίκια.245 Λίθοι μεγαλυτέρων διαστάσεων εντοπίστηκαν στην περιοχή, όπου θεωρητικώς είχε κατασκευασθεί η είσοδος. Μεθοδολογία κατασκευής: Ο θολωτός C έχει και αυτός ανεγερθεί σε κυλινδρικό λάξευμα, βάθους μόλις 1 μ. Εάν υποθέσουμε, πως το ύψος του (βάσει των στατικών και αρχιτεκτονικών δεδομένων των υποκείμενων θολωτών) σχεδόν ισούται με τη διάμετρο, τότε τα 9/10 του μνημείου δομήθηκαν υπέργεια και καθίσταται ευνόητη η ολοκληρωτική κατάρρευση του.246 Αντίθετα στους θολωτούς Α και Β το βάθος της κοιλότητας είναι ίσο με το μισό του ύψους των θόλων. Το πάχος των τοιχωμάτων κυμαίνεται από 0,55-0,65 μ.247 και λόγω του ελάχιστα σωζόμενου ύψους τους (μόλις 0,60 μ.) δεν κατέστη δυνατό να παρατηρηθεί η ύπαρξη ή μη ενδόκλισης των τοιχωμάτων.

239. 240. 241. 242. 243. 244. 245. 246. 247.

D  örpfeld 1908, σελ. 311. Ό  .π. D  örpfeld 1908, σελ. 312. Ό.π., σελ. 313. Pelon 1976, σελ. 364. Οι ταφικοί λάκκοι στους δύο τάφους του Κακοβάτου (A και C) βρίσκονται στην ίδια θέση με αυτόν του Βαφειού. Dörpfeld 1908, σελ. 312. Αλλά και υποσ. 198. Pelon 1976, σελ. 276. Η απουσία δρόμου θεωρείται ένδειξη πρωιμότητας του ταφικού μνημείου. Αντίθετα οι Cavanagh - Mee (Cavanagh - Mee 1998, σελ. 45) δεν υιοθετούν το προαναφερθέν στοιχείο ως σαφές κριτήριο πρωιμότητας, καθώς πιθανόν να οφείλεται σε προσπάθεια μείωσης του κόστους κατασκευής. D  örpfeld 1908, σελ. 312. Ό  .π., σελ. 313-314. D  örpfeld 1908, σελ. 312.

52 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Αρχαιολογικός Χώρος Σαμικού Τοπογραφία: Ο αρχαιολογικός χώρος του Σαμικού (Χάρτες 4 & 5, Κατάλογος ΧΧΙΙΙ), ευρισκόμενος 22 χλμ. νoτίως - νοτιοδυτικώς του Πύργου και 9 χλμ. βορείως - βορειοδυτικώς της Ζαχάρως, όπως οριοθετείται στις μέρες μας (2011), υπάγεται διοικητικά στο ΔΔ Κάτω Σαμικού248 του Δήμου Σκιλλούντος249 και περιλαμβάνει:250 Α) τ ην κλασσικών και ελληνιστικών χρόνων οχυρή ακρόπολη251 στη δυτική απόληξη του όρους Λαπίθα (Πίν. 10) και Β) το προϊστορικό νεκροταφείο, που είχε οργανωθεί στους πρόποδες των λόφων στη θέση «Κλειδί», οι οποίοι βρίσκονται στα νότια όρια της αποξηρανθείσης, κατά τη δεκαετία του ’70, λίμνης της Αγουλινίτσας,252 βορειοδυτικώς της λίμνης του Καϊάφα253 και ανάμεσα στο Ιόνιο Πέλαγος και τις δυτικές απολήξεις του όρους Λαπίθα (Πίν. 11). Η θέση «Κλειδί», όπως προαναφέρθηκε, αποτελείται από τρεις λόφους, δύο προς Νότο, μικρότερους σε έκταση και χαμηλότερους σε ύψος, και έναν προς Βορρά, σαφώς μεγαλυτέρων διαστάσεων.254 Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι τόσο η ακρόπολη όσο και το προϊστορικό νεκροταφείο ελέγχουν τη συγκοινωνία και επικοινωνία μεταξύ Αχαΐας - Ηλείας και Μεσσηνίας (μεταξύ, δηλ., ΒΔ και ΝΔ Πελοποννήσου).255 Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξηγείται η συνεχής κατοίκηση του χώρου από τα προϊστορικά έως και τα σύγχρονα χρόνια, το όνομα της θέσης, δηλ. «Κλειδί», οι εντυπωσιακές

248. Σ  υνεστήθη από κατοίκους του Σαμικού και της Κρέστενας και έχει 475 μονίμους κατοίκους (www.statistics.gr). 249. Με έδρα την ή τα Κρέστενα. 250. Λιάγκουρας 1978, σελ. 261-262. Παπακωνσταντίνου 1983β, σελ. 294-306. Η περιοχή του όρους Λαπίθας αποτελούσε κέντρο διαφόρων λατρειών για τους κατοίκους της Τριφυλίας. Στη νότια πλευρά του υπάρχουν δύο σπήλαια, το ένα αφιερωμένο στη λατρεία των Ανιγρίδων Νυμφών και το δεύτερο σε αυτή των Ατλαντίδων. Δυτικά - νοτιοδυτικά του σπηλαίου των Ανιγρίδων είχε οργανωθεί ιερό άλσος προς τιμήν του Ποσειδώνος. 251. Π  απακωνσταντίνου 1983β, σελ. 296-299 και Πιπιλή 2004, σελ. 92. Το αρχαίο τείχος θεμελιώθηκε στα τέλη του 5ου αι. π.Χ., υπέστη όμως και μεταγενέστερες μετασκευές. Η ακρόπολη κατοικήθηκε ως τα ρωμαϊκά χρόνια. Το μήκος του τείχους, κάτοψης ακανονίστου τραπεζίου, είναι 500 μ. και το πάχος 2,5-3 μ. 252. Γ  ια τη γεωμορφολογία της λίμνης πρβ. και Kraft 2005, σελ. 16-21. Εκτενής αναφορά πραγματοποιείται και σε ενετικά έγγραφα του 1700 (McDonald - Rapp 1972, σελ. 189), τα οποία περιγράφουν τη λίμνη και τις δραστηριότητες των παραλιμνίων οικισμών (ανάλογες ασχολίες θα λάβαιναν χώρα και κατά την ΥΕΧ). 253. K  raft 2005, σελ. 13-16. Βάσει της χρονολόγησης των οργανικών καταλοίπων, με τη χρήση του C14, καθίσταται σαφές ότι η λίμνη/λιμνοθάλασσα του Καϊάφα είχε σχηματισθεί ήδη από τους Κλασικούς χρόνους και όχι κατά τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους. Πρβ. και McDonald - Rapp 1972, σελ. 196-198, για τα αποτελέσματα παλινολογικών αναλύσεων. 254. Meyer 1957, σελ. 74, Kraft 2005, σελ. 16. Οι λόφοι είναι από ασβεστολιθικό πέτρωμα (Κρητιδικής περιόδου). Ο βορειότερος υψώνεται σε ύψος 32 μ. και στην κορυφή του διαμορφώνεται πλάτωμα, μήκους 120 μ. (Β προς Ν) και πλάτους 30-40 μ. Οι άλλοι λοφίσκοι είναι χθαμαλοί, ο νοτιότερος ύψους μόλις 19 μ. (ο Meyer αναφέρει ότι σε αυτόν είχε κτισθεί και τουρκικό παρατηρητήριο). Για τη γεωμορφολογία της περιοχής βλ. και Kraft 2005, σελ. 1621, ο οποίος θεωρεί ότι οι λόφοι του Κλειδίου, προς το τέλος της Μεσολιθικής/αρχές Νεολιθικής, υπήρξαν νησίδες (ό.π., σελ. 16). 255. Ό.π.

54 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

οχυρώσεις της Ακρόπολης, που εξασφαλίζουν τον οπτικό έλεγχο όλης της πεδιάδας του Πύργου αλλά και τα οχυρωματικά έργα επί ενετο- και τουρκοκρατίας (Καζάρμα).256 Στην περιοχή ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα λειτουργούσαν ασβεστοκάμινα, τα οποία παρήγαν ασβέστη είτε από το πέτρωμα του Λαπίθα («τρώγοντας» και καταστρέφοντας το βουνό) είτε από το έτοιμο και πρόσφορο αρχαίο οικοδομικό υλικό. Τα ασβεστοκάμινα είναι ακόμη ορατά στο λόφο του Κλειδιού, καθώς είχαν φτιαχτεί πολλά στους πρόποδές του.257 Οι αρχαιότητες στο Κλειδί φαίνεται πως υπέστησαν καταστροφές και κατά τη διάρκεια κατασκευής της σιδηροδρομικής γραμμής Πύργου - Κυπαρισσίας, οι οποίες έλαβαν χώρα το 1910-11258 (Πίν. 12). Ιστορία των ανασκαφών: Τόσο ο Παυσανίας όσο και ο Στράβων προβαίνουν σε εκτενείς αναφορές στις αρχαιότητες της περιοχής Σαμικού. Ο πρώτος θεωρεί ότι σχεδόν το σύνολο της σημερινής πεδιάδας της Ζαχάρως ονομάζεται Σαμικό. Την περιοχή διαρρέει ο Άνιγρος ποταμός, του οποίου η εκβολή συχνά αποφράζεται λόγω των μετατοπίσεων των θινών, ενώ πλησίον του ποταμού τοποθετείται και το σπήλαιο των Ανιγρίδων Νυμφών.259 Στο δρόμο για την Ολυμπία, συνεχίζει ο αρχαίος περιηγητής, θα συναντήσει κανείς «χωρίον τε υψηλόν και πόλις Σαμία επ’ αυτού» και μάλιστα με οχυρώσεις.260 O Στράβων μνημονεύει το Σαμικό και μάλιστα σημειώνει ότι υπήρχε ιερό προς τιμή του Ποσειδώνα, ουσιαστικά άλσος αγριελιών, το οποίο αποτελούσε το κέντρο συνάθροισης όλων των Τριφυλίων. Στην εποχή του περιηγητή το Σαμικό είναι πλέον ένα οχυρό (και όχι πόλισμα), που ανήκει στους κατοίκους της Μακίστου, και, σύμφωνα με την παράδοση, πιθανώς ταυτίζεται με την ομηρική Αρήνη.261 Γνωρίζοντας τα παραπάνω και αναζητώντας την ομηρική Αρήνη (πιστεύοντας ότι έχει ήδη ανακαλύψει, στον Κακόβατο, την ομηρική Πύλο), ο Dörpfeld262 μαζί με τους συνεργάτες του επισκέφθηκαν, το 1907, την περιοχή του Κλειδιού και εντόπισαν στους δύο μικρούς λόφους τα οικιστικά κατάλοιπα οχυρωμένης προϊστορικής θέσης. Το τείχος, το οποίο ονόμασαν (λόγω της τοιχοδομίας) κυκλώπειο, περιέτρεχε και τους δύο λόφους της θέσεως «Κλειδί».263 Το καλοκαίρι του 1908 (αρχές Ιουνίου), αμέσως μετά το πέρας των ανασκαφικών εργασιών στον Κακόβατο, η γερμανική αρχαιολογική αποστολή πραγματοποίησε μικρές ανασκαφικές τομές. Απεκαλύφθησαν επιπλέον τμήματα του «κυκλώπειου» τείχους και λεπτοί τοίχοι (στην κορυφή του μεγαλύτερου από τους δύο λόφους), που ανήκαν σε κάποιο οικοδόμημα, μεγαλυτέρων διαστάσεων, ενώ συνελέγη και άφθονη κεραμική, που

256. Λ  ιάγκουρας 1978, σελ. 261. Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Άγγλος περιηγητής Ed. Dodwell περιγράφει την ύπαρξη ενός τελωνείου - δερβενίου, το οποίο υψωνόταν σε βραχώδη λόφο, στην κορυφή του οποίου ο περιηγητής αντίκρισε τα ερείπια μίας αρχαίας πόλης (μάλλον του Σαμικού). Επιπλέον πλησίον καναλιού, που συνέδεε τη λίμνη - έλος του Καϊάφα με τη θάλασσα υπήρχαν τα ερείπια σύγχρονου πύργου (Φλεριανού - Λέφα 1984, σελ. 721 και 723). Τόσο ο Παπανδρέου όσο και ο Philippson αναφέρουν την ύπαρξη στρατιωτικού σταθμού στους λόφους της θέσεως «Κλειδί» στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αλλά και στις αρχές του 20ού αιώνα (Παπανδρέου 1924, σελ. 133, Philippson 1959, σελ. 361). 257. Παπακωνσταντίνου 1981, σελ. 148, υποσ. 1. 258. Όπως φαίνεται και σε φωτοαντίγραφο εγγράφου το οποίο ανευρέθη από το συνάδελφο κ. Ιωάννη Βάσιλα στη ΔΕΑΜ. 259. Kraft 2005, σελ. 13. 260. Παυσανίας V, 2-8, VI, 1. 261. Στράβων 8, 3. 12-20. 262. Dörpfeld 1908β, σελ. 320. 263. Ό.π., σελ. 321.

Αρχαιολογικός χώρος Σαμικού

55

μοιάζει με την αντίστοιχη από την «Πύλο», την Αρχαία Ολυμπία και την Πίσα,264 αλλά και όστρακα πρώιμης μυκηναϊκής περιόδου.265 Ο Γερμανός αρχαιολόγος - αρχιτέκτονας διέγνωσε ορθώς ότι η επί του όρους Λαπίθα ακρόπολη είναι κλασσικών ή ελληνιστικών χρόνων, βασιζόμενος όχι μόνο στην κεραμική αλλά και στην πολυγωνική τοιχοδομία της οχύρωσης.266 Ακολούθησε νέα έρευνα στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Συγκεκριμένα στις αρχές Φεβρουαρίου του 1954, τυχαία ανεύρεση από αγρότη προϊστορικών αγγείων, προκάλεσε την επέμβαση της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και τη διενέργεια ανασκαφών (υπό τη διεύθυνση του τότε Εφόρου της Ζ’ ΕΠΚΑ, κ. Ν. Γιαλούρη). Οι έρευνες απεκάλυψαν ταφικό τύμβο, ευρισκόμενο ΒΑ (περίπου 50-60 μ. του βορείου λόφου στη θέση Κλειδί και πλησίον της λίμνης (η οποία δεν είχε ακόμη αποξηρανθεί). Νέες σωστικές ανασκαφές διεξήχθησαν στις αρχές της δεκαετίας του ’80 (συγκεκριμένα το 1981).267 Στη διάρκεια οικοδομικών εργασιών σε αγρόκτημα ευρισκόμενο στους ανατολικούς πρόποδες του βορειότερου λόφου του Κλειδιού, απεκαλύφθησαν τύμβοι της ύστατης ΜΕ και της πρώιμης ΥΕ εποχής (Πίν. 13). Η υφιστάμενη κατάσταση: Ο ανασκαφείς, υπό του Ν. Γιαλούρη, τύμβος έχει καταστραφεί και δεν εντοπίζεται ίχνος του. Το προϊστορικό νεκροταφείο που ανεσκάφη στις αρχές της δεκαετίας του ’80 έχει στεγασθεί πρόχειρα με πλάκες από ελλενίτ, οι οποίες έχουν συμβάλει στην προστασία των αρχαίων. Επί της κορυφής του λόφου εντοπίζονται επιφανειακώς όστρακα της ΜΕΧ και της ΥΕΧ, συνεχίζεται όμως η καλλιέργεια του αγροκτήματος. Το φθινόπωρο του 2007 και με την άδεια του ιδιοκτήτη, οι αρχαιολόγοι της Ζ’ ΕΠΚΑ, Π. Μουτζουρίδης και ο γράφων, πραγματοποίησαν δοκιμαστικές τομές στην κορυφή του λόφου, όπου σχηματίζεται μεγάλο πλάτωμα (μήκους 50-60 μ. και πλάτους 20 μ.). Οι τομές απέφεραν άφθονη κεραμική της ύστερης ΜΕΧ και της πρώιμης ΥΕΧ,268 καθώς και οικιστικά κατάλοιπα.

Αρχιτεκτονική Α) τύμβος ανασκαφείς υπό Ν. Γιαλούρη (Σχέδ. 3) Το ταφικό μνημείο βρίσκεται βορείως - βορειοανατολικώς του μεγαλυτέρου λόφου στη θέση Κλειδί. Στη θέση ήταν ορατή η χαμηλή μαστοειδής έξαρση του τύμβου, επί της οποίας ο ιδιοκτήτης του αγροκτήματος θέλησε να οικοδομήσει μικρή αποθήκη. Σε μικρό βάθος (20-30 εκ.) «έπεσε» σε

264. D  örpfeld 1908β, σελ. 321. Για την αποκάλυψη των τοίχων γράφει ο ανασκαφέας: «… auch dünne Mauern zum Vorschein, die einem auf diesem Hügel gelegenen grösseren Bau angehören.». Για την κεραμική: «… gesammelten Vasenscherben gehören teils zu der prähistorischen, mit dem Hand gemacht Ware, die in Pylos, Olympia und Leukas vorkommt…». 265. Ό  .π. (… wie sie in den Kuppelgräbern von Kakovatos vorkommen.). Στην κορυφή του προς Βορρά λόφου συνελέγησαν από τον Meyer και όστρακα κλασσικής - ρωμαϊκής εποχής, δηλώνοντας την επανακατοίκηση του χώρου κατά τους ιστορικούς χρόνους (Meyer 1957, σελ. 78). 266. D  örpfeld 1908β, σελ. 322. 267. Υπό την εποπτεία της τότε επιμελήτριας αρχαιοτήτων της Ζ’ ΕΠΚΑ, κας. Ελ. Παπακωνσταντίνου. 268. Από την κεραμική κατέστη σαφές ότι ο λόφος κατοικήθηκε καθόλη τη διάρκεια της προϊστορικής εποχής και των ιστορικών χρόνων. Αυτό που δεν είναι δυνατό να αποσαφηνισθεί είναι εάν ο λόφος περιβαλλόταν από έλος ή λίμνη ή συνδεόταν απευθείας με την ξηρά. Είναι πάντως γνωστό ότι η λίμνη της Αγουλινίτσας συχνά πλημμύριζε προς το λόφο «Κλειδί» (πρβ. και Kraft 2005, σελ. 17).

56 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

πλήθος αγγείων, λίθων, οστράκων και σκελετικού υλικού, τα οποία κατέστρεψε, και κατόπιν όλων αυτών ειδοποιήθηκε η Αρχαιολογική Υπηρεσία για να επέμβει σωστικώς.269 Ο τύμβος270 περικλείετο από χαμηλή κυκλική κρηπίδα, κτισμένη από αργούς λίθους, μετρίου ή μεγάλου μεγέθους.271 Οι λίθοι είχαν μετακινηθεί από την αρχική τους θέση αλλά διακρινόταν το ίχνος τους επί του εδάφους. Ο περίβολος είχε τις εξής διαστάσεις: σωζ. ύψος: 0,60 μ., παχ.: 0,50 μ. και εσωτ. διάμετρο: 5,50 μ.272 Εντός του περιβόλου και παρά την καταστροφή και την αναστάτωση, που προκάλεσαν οι εργασίες του ιδιοκτήτη, ανεσκάφησαν δύο άθικτοι τάφοι, δώδεκα ημικατεστραμμένοι, ενώ περισυνελέγησαν διάσπαρτα οστά και όστρακα σε ολόκληρη την επιφάνεια του τύμβου αλλά και εκτός αυτής Οι υποτύμβιοι ενταφιασμοί273 εκτελούνταν: είτε μεταξύ των κοιλοτήτων - λωρίδων, που σχηματίζονταν στον μαλακό, εύθρυπτο αμμόλιθο της περιοχής, είτε επί της επιφάνειας του φυσικού πετρώματος.274 Από τους άθικτους τάφους συμπεραίνεται η τεχνική κατασκευής τους. Πρόκειται για κοιλότητες - λάκκους, ακανονίστου σχήματος, που έχουν ανοιγεί στο μαλακό φυσικό πέτρωμα και στεγασθεί με αργούς λίθους. Στην περίπτωση του τάφου ΙΒ τα τοιχώματα ήταν σαθρά και οι καλυπτήριες πλάκες κατέρρευσαν, καταστρέφοντας και τα σκελετικά κατάλοιπα.275 Το δάπεδο του τάφου ΙΔ είχε διαμορφωθεί έτσι, ώστε στο μέσον του να σχηματίζεται κοιλότητα η οποία «υποδεχόταν» τη λεκάνη του νεκρού.276 Οι ταφές δεν ανευρέθησαν στο ίδιο επίπεδο. Η χαμηλότερη (βαθύτερη από την επιφάνεια του εδάφους) εντοπίστηκε στο 1,34 μ., ένας τάφος (ο ΙΓ) στο 1,20 μ., ο Β στο 1,10 μ., οι ΙΒ, Γ και Ζ σε βάθος μέχρις 1 μ. και οι υπόλοιποι σε βάθος 0,70 μ. Κατά τον ανασκαφέα η αναστάτωση που προκλήθηκε στο εσωτερικό του τύμβου λόγω των επεμβάσεων του ιδιοκτήτη του αγροκτήματος δεν επιτρέπει την εξαγωγή στρωματωγραφικών συμπερασμάτων (δηλ. εάν οι χαμηλότερα κατασκευασθέντες ήσαν και οι παλαιότεροι χρονικώς).277 Από τη χρονολογική κατάταξη των κτερισμάτων συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι βαθύτερα ευρισκόμενοι τάφοι (ΙΓ και ΙΔ) ήσαν και οι παλαιότεροι (δηλ της ΜΕΙΙΙ/ΥΕΙ), ενώ δεν μπορεί να διατυπωθεί και ανάλογο συμπέρασμα και για τους υψηλότερα ευρεθέντες (στον Η υπάρχουν αγγεία 269. 270. 271. 272.

273. 274. 275. 276. 277.

Γ  ιαλούρης 1965α, σελ. 6 και Yalouris 1955, σελ. 253, Αντωνίου 2008, σελ. 125-126. A  ndronikos 1968, σελ. 109-110, Zavadil 2000, σελ. 120. Z  avadil 1995, σελ. 41. Γιαλούρης 1965α, σελ. 7. Αρχιτεκτονικά ανήκει σε μνημείο μικρών διαστάσεων πρβ. και Pelon 1976, σελ. 101, Δεϊλάκη 1980, σελ. 138. Ο τύμβος σύμφωνα με την κατηγοριοποίησή της ανήκει στην ομάδα β. Οι Cavanagh - Mee (Cavanagh 1998, σελ. 29) αναφέρουν ότι η διάμετρος ενός τύμβου κυμαίνεται από 8 μ. έως τα 25 μ., με τα 14,5 μ. να είναι ο μέσος όρος. Ο Καλλιγάς το θεωρεί συγγενές με ταφικό μνημείο στα Κοκκολάτα Κεφαλλονιάς λόγω της ακτινωτής διάταξης των υποτυμβίων τάφων (πρβ. Καλλιγάς 1977, σελ. 116-125). Αντίθετα ο Κορρές υποστηρίζει, ότι οι θεωρούμενοι τύμβοι του Σαμικού και των Μακρισίων είναι θολωτοί τάφοι (βλ. Κορρές 1975β, σελ. 363, Κορρές 1992, σελ. 191-199). Για το θέμα αυτό πρβ. και Moschos 2000, υποσ. 48, Zavadil 2000, σελ. 124). Σύμφωνα με την Zavadil (Zavadil 1995, σελ. 123) οι τύμβοι Σαμικού, Μακρισίων και Βαγενά (Πύλος) είναι δυνατόν να λογισθούν θολωτοί τάφοι ή ταφικοί κύκλοι, αφού: η διάμετρος του μνημείου, το πάχος του περιβόλου, οι ταφές εντός λάκκων ή επί του δαπέδου, η ύπαρξη ανακομιδών απαντούν σε ανεσκαμμένους θολωτούς της Μεσσηνίας (Τάφος 4 Νικητοπούλου και νότιος θολωτός Περιστεριάς). Zavadil 2000, σελ. 121. Γιαλούρης 1965α, σελ. 7, Κορρές 1977, σελ. 274. Επάνω στον τύμβο είχε συσσωρευθεί άμμος. Πρβ. και Pelon 1976, σελ. 104. Το αυτό ισχύει και σε άλλους τύμβους της δυτ. Ελλάδος, δηλαδή δεν παρατηρείται συσσώρευση λίθων αλλά χώματος (Κουκιρίκου στη Μεσσηνία, Μακρίσια και στον S της Λευκάδος). Γ  ιαλούρης 1965α, σελ. 9. Ό  .π., σελ. 10. Γ  ιαλούρης 1965α, σελ. 7. Αντίθετα ο Pelon 1976, σελ. 78, υποστηρίζει ότι οι λακκοειδείς τάφοι τοποθετήθηκαν σε τρία επίπεδα βάθους. Κάθε επίπεδο αντιστοιχεί σε κάποια χρονική περίοδο χρήσης του τύμβου.

57

Αρχαιολογικός χώρος Σαμικού

της ΥΕΙΙΙΑ/Β αλλά το εσωτερικό του υπήρξε αναμοχλευμένο, στον Γ της ΥΕΙΙΙΑ/Β, ενώ στον Δ και Ι της ΥΕΙ). ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΓΓΕΙΩΝ ΑΝΑ ΤΑΦΟ ΑΡ. ΤΑΦΟΥ

ΜΕ/ΥΕΙ

ΥΕΙ/ΙΙ

ΥΕΙΙΙΑ/Β

Α

ΒΑΘΟΣ ΤΑΦΟΥ (από επιφ. εδάφους)/ Παρατηρήσεις 0,70 μ.

Β

u

1,10 μ.

Γ

u

Δ

u

0,70 μ.

Ε

u

0,70 μ. (αναστατωμένο το εσωτερικό του)

ΣΤ

u

0,70 μ.

u (πλησίον τάφου Γ)

Ζ Η

Έως 1 μ.

Έως 1 μ. u

u

0,70 μ. (αναστατωμένο το εσωτερικό του)

Θ

u

u

0,70 μ.

Ι

u

0,70 μ.

ΙΑ

u

0,70 μ.

u

ΙΒ

u

ΙΓ

u

ΙΔ

u

Έως 1 μ. 1,20 μ.

u

1,34 μ.

Β) Προϊστορικό νεκροταφείο, ανασκαφέν υπό Ελ. Παπακωνσταντίνου278 Στη διάρκεια οικοδομικών εργασιών,279 στους ανατολικούς πρόποδες του μεγαλυτέρου εκ των λόφων στη θέση Κλειδί και περίπου 180 μ. νοτίως του ανασκαφέντος το 1954 τύμβου, ερευνήθηκαν πέντε επιπλέον τύμβοι280 και ένας θολωτός τάφος (Πίν. 13). Η εκτέλεση οικοδομικών εργασιών σε μεγάλο βάθος προκάλεσε την καταστροφή των αρχαιοτήτων αλλά συγχρόνως διευκόλυνε και την εξαγωγή στρωματογραφικών συμπερασμάτων. Συγκεκριμένα, φάνηκε ότι τα προϊστορικά ταφικά μνημεία βρίσκονταν εντός στρώματος από χώμα, 278. Π  ρβ. και Boyd 2002, σελ. 186-188. 279. Φ  ερομένης ιδιοκτησίας ιδιοκτησίας Κοντούλη. 280. Α  ποτελώντας ουσιαστικά ένα νεκροταφείο και ανατρέποντας τη θεωρία του Pelon (Pelon 1976, σελ. 99), ότι οι τύμβοι δεν συγκροτούν νεκροταφεία αλλά συνήθως απαντούν μεμονωμένοι (αφού προορίζονται για την ταφή ενός γένους).

58 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

ερυθροκαστανού χρώματος, και από πάνω τους είχε συσσωρευτεί καθαρή ανοικτόχρωμη άμμος, προκειμένου να διαμορφωθεί χαμηλό τυμβοειδές έξαρμα.281 Τα ταφικά μνημεία διέθεταν ένα χαμηλό περίβολο - κρηπίδα, πλάτους 0,6 μ., που συγκρατούσε το χώμα που είχε σωρευτεί πάνω τους.282 Από τα κτερίσματα των τάφων καταφαίνεται ότι το νεκροταφείο χρησιμοποιήθηκε από τη ΜΕΙΙΙ μέχρι και την ΥΕΙΙ (ο θολωτός τάφος).283

Τύμβος 1 (Πίν. 13) Είχε εσωτερική διάμετρο 5,40 μ.284 και περιείχε τρεις τάφους. Ο ένας επισημάνθηκε στο βόρειο σημείο της κρηπίδας του και πρόκειται για ακτέριστη, μάλλον παιδική ταφή, η οποία περιβαλλόταν από μικρούς λίθους, εκτός από το σημείο απόθεσης του κρανίου, όπου είχε τοποθετηθεί μεγάλη λίθινη πλάκα. Σε μία περίπτωση ένας λίθος είχε αντικατασταθεί από όστρακο πίθου. Οι άλλοι δύο τάφοι (TVIII, TIX) ήταν κτιστοί, κυκλικοί και στεγασμένοι με πλάκες.

Τύμβος 2 (Πίν. 14) Νοτίως του τύμβου 3. Περιέχει τέσσερεις υποτύμβιους κτιστούς κιβωτιόσχημους τάφους285 (τ. IV, ΧΙ, Χ και ΙΙΙ), στεγασμένους με ασβεστολιθικές πλάκες και διευθετημένους ακτινωτά γύρω από ένα νοητό κέντρο. Ο τ. ΙΙΙ του οποίου είχε καταστραφεί η μία μακρά πλευρά, υπήρξε ο μικρότερων διαστάσεων τάφος, αμελέστερα κατασκευασμένος και στεγασμένος με μικρές ασβεστολιθικές πλάκες, στο δε οικοδομικό του υλικό περιλαμβάνονται και όστρακα πίθων. Ο τ. ΧΙ (Πίν. 14) υπήρξε ο μεγαλύτερος όλων (με διαστάσεις 1-1,2 μ. πλάτος και ελαφρώς μεγαλύτερο μήκος), διέθετε ακανόνιστη κάτοψη (παρουσιάζοντας αναλογίες με την πεταλόσχημο - αψιδωτό «κενοτάφιο» στον Αγ. Ιωάννη Παπουλίων286), ενώ οι δύο μακρές πλευρές του είχαν επιμηκυνθεί, σχηματίζοντας στις απολήξεις τους κατασκευή, την οποία η ανασκαφέας ονομάζει «βωμό».287 Ο τάφος στεγαζόταν με καλυπτήριες πλάκες μεγάλων διαστάσεων, ενώ ένας μονόλιθος «συγκροτούσε» την οπίσθια πλευρά (τόξο) του θαλάμου. Στη νοητή περιφέρεια του τύμβου και πλησίον του τ. ΧΙ, ερευνήθηκε ο τάφος IV,288 ο οποίος στεγαζόταν με δύο τεράστιες πλάκες. Το μήκος του δεν ξεπερνά το 1,5 μ. και το πλάτος κυμαίνεται μεταξύ 1-1,2 μ.289 Η ανασκαφέας υποστηρίζει ότι ο τάφος είναι συγκρίσιμος αρχιτεκτονικά με την προαναφερθείσα κατασκευή, και η είσοδός του είχε κατασκευασθεί στη βραχεία πλευρά. 281. Π  απακωνσταντίνου 1981, σελ. 148. 282. Π  απακωνσταντίνου ό.π., σελ. 148. 283. Σ  ημειώνεται ότι για την παρουσίαση των δεδομένων βασιζόμαστε στα μέχρι τώρα δημοσιευμένα στοιχεία στο ΑΔ Η κα. Παπακωνσταντίνου αρνήθηκε να παράσχει οποιαδήποτε στοιχεία σχετικά με τις διαστάσεις των τύμβων, των κιβωτιόσχημων τάφων, επικαλούμενη ότι έχει αναλάβει την τελική δημοσίευση της θέσης. 284. Παπακωνσταντίνου 1982, σελ. 133. Zavadil 1995, σελ. 45. Papadimitriou 2001, σελ. 44. 285. Ο Μόσχος (Moschos 2000, σελ. 18) κάνει λόγο για κτιστούς θαλαμωτούς τάφους, οι οποίοι μετασκευάστηκαν δευτερογενώς σε τύμβους. Στην περίπτωση του Σαμικού απουσιάζουν οι δρόμοι των τάφων. 286. Κορρές 1975β, σελ. 366. Ο Κορρές συσχετίζει την πεταλόσχημη κατασκευή με τη γένεση του θολωτού τάφου. 287. Π  απακωνσταντίνου 1981, σελ. 149, Zavadil 1995, σελ. 45 και Papadimitriou 2001, σελ. 43. Ο τελευταίος αναγνωρίζει δύο κατασκευαστικές φάσεις (ο «βωμός» κατασκευάστηκε μεταγενέστερα και μάλλον πρόκειται για κάποιο είδος παραστάδας). 288. P  apadimitriou 2001, σελ. 43. 289. Ό  .π. Η εκτίμηση των διαστάσεων βασίστηκε στη δημοσιευμένη φωτογραφία του τάφου και στο γεγονός ότι περιείχε έναν νεκρό τοποθετημένο σε έντονα συνεσταλμένη στάση.

Αρχαιολογικός χώρος Σαμικού

59

Η φωτογραφική τεκμηρίωση της ανασκαφής δείχνει έναν μάλλον επιμήκη - ορθογώνιο τάφο, με άνοιγμα στην απόληξη της μίας μακράς πλευράς.290 Στη νοτιοδυτική του γωνία παρατηρείται η αντίστοιχη με αυτή του ΧΙ κατασκευή, την οποία η Παπακωνσταντίνου χαρακτηρίζει «βωμό» (πρόκειται για κατασκευές κτιστές με αργούς, μικρών διαστάσεων λίθους, κυκλικού σχήματος).291

Tύμβος 3 Σε επαφή με τον τύμβο 1 είχε κατασκευασθεί ο 3. Αντί κυκλικού περιβόλου, οικοδομήθηκε τόξο, αποτελούμενο από ασβεστόλιθους και λίγους αμμόλιθους μεγάλου μεγέθους. Στο κέντρο του απεκαλύφθη κιβωτιόσχημος κτιστός τάφος (VII), ο οποίος στεγαζόταν με τρεις, μεγάλων διαστάσεων, ασβεστολιθικές πλάκες.292 Το σχήμα του είναι αψιδωτό - πεταλόσχημο. Ο περίβολός του είχε κατασκευασθεί από μεγάλες λίθινες πλάκες, ανάμεσα στις οποίες τοποθετήθηκαν μικρότερων διαστάσεων λίθοι, δίκην σφηνών.293 Στην περιφέρεια του τύμβου ανευρέθη ταφή σε πίθο. Η Παπακωνσταντίνου, με αυτό το δεδομένο, υποστηρίζει ότι ο τύμβος προϋπήρχε του τάφου VII και δεχόταν στην περιφέρειά του ταφές σε πίθους.294

Τύμβος 4 Μεταξύ των τύμβων 1 και 2 εντοπίστηκαν ακανόνιστα ριγμένοι λίθοι μικρού μεγέθους, μία μεγάλη ασβεστολιθική πλάκα, διευθετημένη σε οριζόντια θέση, καθώς και όστρακα, οστά ζώων που πιθανώς δηλώνουν την ύπαρξη ενός ακόμη τύμβου.295

Τύμβος 5 (Πίν. 13, 15) Η κρηπίδα του ταυτίζεται με τον περίβολο ενός σύγχρονου σταφιδαλωνιού. Επειδή είχε κτισθεί σε κατωφέρεια, δεν απαιτείτο η κατασκευή κυκλικού περιβόλου αλλά μόνο μίας ημικυκλικής

290. Ο  Παπαδημητρίου κάνει λόγο για τάφο ομάδος L (Papadimitriou, ό.π.). 291. Π  απακωνσταντίνου 1982, σελ. 133, Zavadil 1995, σελ. 47. Ο Παπαδημητρίου υποστηρίζει ότι πρόκειται για υποτυπώδεις παραστάδες. 292. Η  ανασκαφέας υποστηρίζει ότι ο τάφος VII παρουσιάζει κατασκευαστικές αναλογίες με το πεταλόσχημο «κενοτάφιο» που ανεσκάφη στο κέντρο του τύμβου του Αγ. Ιωάννη Παπουλίων πρβ. και Κορρές 1975β, σελ. 353 και Παπαδημητρίου 2000, σελ. 148-150. Ανάλογου σχήματος κατασκευές απεκαλύφθησαν και στις πιο κάτω θέσεις: - σε τύμβους στη θέση Ακόνες Καρποφόρας (τάφοι Ι και ΙΙΙ). -σ  την Καρποφόρα, οι αψιδωτοί τάφοι Νικητοπούλου 1 (κατά τον Παπαδημητρίου πιθανώς πρόκειται για τετράπλευρο τάφο με αποστρογγυλλεμένες γωνίες) και Τσαγδή 1, 2. - Ρούτσι (Μεσσηνίας). Στο εσωτερικό του τύμβου Καλογερόπουλου ανεσκάφη αψιδωτός - πεταλόσχημος τάφος, κτιστός στο ανώτερο τμήμα του, λαξευτός στο υπόλοιπο. - Φαρές Αχαίας. Τάφος αψιδωτής κάτοψης με δύο μονολιθικές παραστάδες. - Οικόπεδα και Κοκκολάτα (τάφος Θ) Κεφαλληνίας. Τα παραπάνω μνημεία αποτελούν το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο πεταλόσχημο κενοτάφιο του τύμβου του Αγ. Ιωάννη Παπουλίων και των αψιδωτών ΜΕ οικιών (πρβ. και Cavanagh 1998 σελ. 30, Moschos 2000, σελ. 18). 293. Γ  ια την κατασκευή και τα υλικά δομής πρβ. και Moschos 2000, σελ. 13. 294. Π  απακωνσταντίνου 1981, σελ. 148-149. 295. Π  απακωνσταντίνου ό.π., σελ. 149 και Παπακωνσταντίνου 1982, σελ. 133. Η ανασκαφέας μάλλον θεωρεί την κατασκευή «σήμα» ενός τύμβου. Την ίδια χρονικά περίοδο υπάρχουν επιτάφιες στήλες/σήματα στους δύο ταφικούς περιβόλους των Μυκηνών (Pelon 1976, σελ. 112).

60 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

κρηπίδας, δηλαδή ενός τόξου, διαμέτρου 14,60 μ.,296 δίκην αναλήμματος. Ως οικοδομικό της υλικό επελέγησαν οι μικρών διαστάσεων ασβεστόλιθοι. Στο εσωτερικό του τύμβου 5 κατασκευάσθηκε θολωτός τάφος με προσανατολισμό Α προς Δ. Αρχιτεκτονική: Η διάμετρος της θόλου είναι 5,65 μ., τα τοιχώματά της σώζονται σε ύψος μόλις 2,40 μ. και με πλάτος περί τα 0,60 μ., ενώ στο 1 μ. ύψος παρουσιάζεται ενδόκλιση 0,38 μ. Δεν εντοπίστηκαν ίχνη του ανωφλίου. Το πλάτος της ξερολιθιάς μειούται προς τα άνω297 (Πίν. 15). Το δάπεδο της θόλου ήταν χαλικόστρωτο και σε μεγαλύτερο βάθος είχαν κατασκευασθεί έξι ταφικοί λάκκοι, ο ένας εκ των οποίων ήταν κτιστός. Από αυτούς οι τρεις χρησιμοποιήθηκαν ως λάκκοι ανακομιδών. Το στόμιο και ο δρόμος του μνημείου δεν ερευνήθηκαν.298 Υλικά δομής: Η θόλος έχει κτισθεί από μικρών διαστάσεων, πλακοειδείς, ανισοϋψείς ασβεστόλιθους, αμμόλιθους και ελάχιστους κογχυλιάτες. Ανάμεσα σε αυτούς τους λίθους τοποθετούνται και μικρότεροι, δίκην σφηνών, ενώ για την εξασφάλιση της μόνωσης της θόλου τοποθετήθηκε εξωτερικά άψητος πηλός.299

296. 297. 298. 299.

Π  απακωνσταντίνου 1983, σελ. 109. Ό  .π., σελ. 109-110. Ό  .π., σελ. 110. Ό.π., σελ. 109.

Τύμβος Μακρισίων

(Χάρτης 4, ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΧΧΙΙΙ) Τοπογραφία - Ιστορικό Ανασκαφής: Ο τύμβος βρίσκεται στην πλαγιά του υψώματος του Πρ. Ηλία (100 μ. νοτιοανατολικά του ναϋδρίου), δυτικώς του ΔΔ Μακρισίων προς την περιοχή των Κρεστένων,300 νοτίως του Αλφειού και εντός της Β. Τριφυλίας. Το μνημείο «εποπτεύει» την οδό που οδηγεί από την Αρχαία Ολυμπία στις ακτές του Ιονίου. Στα ανατολικά του υψώματος απλώνεται η εύφορη κοιλάδα του Αλφειού, η οποία συχνά πλημμύριζε από τα ορμητικά νερά του ποταμού. Πέριξ της τοποθεσίας υπάρχουν χαμηλοί, κατάφυτοι λόφοι. Η ανασκαφή του τύμβου οφείλεται στην περιέργεια δύο ανηλίκων μαθητών, οι οποίοι εντόπισαν κάποια οστά να εξέχουν και ξεκίνησαν μία πρόχειρη ανασκαφή «για να παραδώσουν στον καθηγητή των και τότε έκτακτον επιμελητήν αρχαιοτήτων της περιφερείας, Κωνσταντίνον Σακελλαρίου, αρχαία».301 Περισυνελέγησαν από την ανασκαφή αυτή είκοσι ακέραια αγγεία, δεκάδες οστράκων, λίθινο και πήλινα σφονδύλια, χάλκινα εγχειρίδια και περόνη. Αρχιτεκτονική: Κατόπιν αυτών εκλήθη η Αρχαιολογική Υπηρεσία και με επόπτη ανασκαφής, τον νυν ομότιμο καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Κρήτης, κ. Π. Θέμελη, ξεκίνησε η μεθοδική και επιστημονικώ τω τροπω έρευνα του μνημείου. Απεκαλύφθη το ένα τρίτο (1/3)302 κυκλικού περιβόλου (το προς Β-ΒΔ). Το σωζόμενο ύψος του ήταν 0,60 μ. και το πάχος του 0,45 μ. Η διάμετρος του μνημείου υπολογίστηκε στα 4,70 μ.303 (Σχέδ. 4). Σχεδόν στο κέντρο του και προς το βορινό του τμήμα είχε λαξευθεί στο φυσικό πέτρωμα (αμμόλιθος), ανεπένδυτος ταφικός λάκκος,304 διαστάσεων 1,20 x 0,60 μ.305 Επί του ταφικού μνημείου είχε συσσωρευθεί χώμα και όχι λιθοσωροί, όπως συμβαίνει σε άλλες περιπτώσεις τέτοιων μνημείων.306 Υλικά δομής: Ο κυκλικός περίβολος είχε κτιστεί με ακανονίστου μεγέθους (στην πλειοψηφία τους μετρίου) και σχήματος ασβεστόλιθους,307 ενώ δεν αναφέρεται ούτε φαίνεται στις ανασκαφικές φωτογραφίες, ότι ο ταφικός λάκκος ήταν επενδεδυμένος, κτιστός ή στεγασμένος με πλάκες. Ο ανασκαφέας σημειώνει τις ομοιότητες της κεραμικής μεταξύ της συγκεκριμένης θέσης και της αντίστοιχης του Σαμικού (ανασκαφή Γιαλούρη του 1954) και χρονολογεί το μνημείο στην πρώιμη ΥΕΧ (δηλαδή στην ΥΕΙ-ΙΙΑ). 300. 9 χλμ. δυτικώς της Αρχ. Ολυμπίας. Το ΔΔ Μακρισίων έχει πληθυσμό 1965 άτομα σύμφωνα με την απογραφή του 2001. 301. Θ  έμελης 1968β, σελ. 284, Αντωνίου 2008, σελ. 124-125. 302. Ο  ανασκαφέας αναφέρει ότι ανεσκάφη «περίπου το ήμισυ» πρβ. Θέμελης 1968β, σελ. 284 και Θέμελης 1968γ, σελ. 126. Η σχεδιαστική αποκατάσταση και η φωτογραφική τεκμηρίωση καταδεικνύουν ότι πολύ μικρότερο τμήμα του περιβόλου είχε διασωθεί. Zavadil 2000, σελ. 119. 303. Θέμελης 1968β, σελ. 284. Οι διαστάσεις είναι εξαιρετικά μικρές και δεν προσιδιάζουν σε τύμβο (πρβ. Pelon 1976, σελ. 101, Δεϊλάκη 1980, σελ. 138). Η Δεϊλάκη τον κατατάσσει στην πρώτη κατηγορία τύμβων. Ο Κορρές (Κορρές 1975β, σελ. 363) αμφισβητεί την ύπαρξη τύμβου με τόσο μικρές διαστάσεις και υποστηρίζει ότι πρόκειται για θολωτό τάφο. O I. Μόσχος υποστηρίζει ότι το μνημείο των Μακρισίων είναι ανάλογο κατασκευαστικά με τον τύμβο Β στις Πόρτες Αχαΐας, καθώς διαθέτουν χαμηλό, καλοκτισμένο και στις δύο όψεις περίβολο (πρβ. Moschos 2000, σελ. 14 και υποσ. 48). 304. Γι’ αυτό, στην παρούσα μελέτη, προτιμήθηκε ο όρος ταφικός λάκκος και όχι λακκοειδής τάφος. 305. Pelon 1976, σελ. 106, 107.Boyd 2002, σελ. 192. 306. Pelon 1976, σελ. 104. Η Φ. Δακορώνεια (Δακορώνεια 1987, σελ. 50, 51 και 56) θεωρεί το μνημείο ως απλό χωμάτινο τύμβο με λίθινο περίβολο (ομάδα Α1) (πρβ. και Cavanagh 1998, σελ. 29-30). Ανάλογη διαμόρφωση παρατηρείται στους τύμβους του Σαμικού, του Κοκοράκου, στην Άφιδνα, καθώς και στον τύμβο S της Λευκάδος. 307. Θ  έμελης 1968β, σελ. 284.

62 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

ΤΑΦΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΎΣΤΕΡΩΝ ΜΥΚΗΝΑΪΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Α. ΘΑΛΑΜΩΤΟΙ ΤΑΦΟΙ (ΚΑΤΑΛΟΓΟΙ ΙΧ, Χ & ΧΧΙΙΙ, Χάρτες 2, 3, 5) Καπελέτο Στη θέση Στενούλι, 500 μ. νοτιοανατολικώς του ΔΔ Καπελέτου,308 κατά τη διάνοιξη αγροτικής οδού με μηχανικό εκσκαφέα, καταστράφηκαν ολοσχερώς τέσσερεις μυκηναϊκοί θαλαμωτοί τάφοι, οι οποίοι είχαν λαξευθεί στο μαλακό αμμόλιθο στην κλιτύ λοφίσκου.309 Ευρήματα: μία προχοΐσκη με γραπτή διακόσμηση της ΥΕΙΙΙ περιόδου και δύο ψήφοι από υαλόμαζα. Από τους κατοίκους παραδόθηκαν (τα είχαν συλλέξει την ώρα της εκσκαφής) ένα τρίωτο γραπτό αλάβαστρο, λίθινο (από στεατίτη) σφονδύλι και ένα χάλκινο μαχαιρίδιο.310 Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ.

Κοσκινάς (Πίν. 16) Τοπογραφία: Στη θέση «Λακκοφωλιά - Καζάνι» (BA του ΔΔ Κοσκινά311), στον επαρχιακό δρόμο που συνδέει το ΔΔ Μιράκας με το ΔΔ Λάλα (5-6 χλμ. ΒΑ της Αρχαίας Ολυμπίας) και στην πλαγιά λόφου ερευνήθηκαν πέντε θαλαμωτοί τάφοι (τέσσερεις το 1969 και ένας το 1998). Ο λόφος εποπτεύει το σύνολο της κοιλάδας του Αλφειού, αλλά και των προς Νότον και ανατολικά ορεινών όγκων (π.χ. Λαπίθας, Ερύμανθος, Φολόη).312 Η αρχική έρευνα διενεργήθη, αφού κάτοικος της περιοχής παρέδωσε (στις 19.4.69) ένα τρίωτο αλάβαστρο. Το 1998 η Ζ’ ΕΠΚΑ «επανήλθε» στο χώρο ανασκάπτοντας ακόμη ένα θαλαμωτό τάφο, βορείως της προαναφερθείσας συστάδας.313 Αρχιτεκτονική: Οι θάλαμοι και οι δρόμοι των τριών τάφων είχαν καταστραφεί ολοσχερώς, κατά την κατασκευή κοινοτικής οδού (Πίν. 17), η οποία συνδέει το ΔΔ Λάλα με την Αρχ. Ολυμπία. Ο τέταρτος, που χωροθετείτο σε υψηλότερο επίπεδο από τους άλλους, σχεδόν επί της κορυφής του υψώματος, διέλαθε της καταστροφής.314 Από τον τέταρτο τάφο διαπιστώνεται ότι: Οι θαλαμωτοί διέθεταν έντονα κατηφορικό δρόμο, του οποίου το πλάτος ελαττωνόταν προς το στόμιο, ενώ τα τοιχώματά τους συνέκλιναν προς τα άνω. Η θύρα των μνημείων κλεινόταν με ξερολιθιά από μετρίου μεγέθους ποταμίσιες πέτρες (είχε διατηρηθεί κατά χώρα και σε ελάχιστο ύψος τμήμα της ξερολιθιάς του τετάρτου τάφου).315 Το σωζόμενο τμήμα του θαλάμου, του ερευνηθέντος

308. 309. 310. 311. 312. 313. 314. 315.

Τ  ο εν λόγω ΔΔ βρίσκεται στη βορειοδυτική Ηλεία πλησίον των ορίων του Ν. Ηλείας με το Ν. Αχαΐας. Κάτοικοι 568. Γ  ιαλούρης 1966, σελ. 172. Γ  ιαλούρης ό.π. Το ΔΔ Κοσκινά βρίσκεται 2 χλμ. ΒΑ της Αρχαίας Ολυμπίας και έχει 234 κατοίκους. Αυτοψία (2007) αλλά πρβ. και Παπαθανασόπουλος 1970, σελ. 193. Βικάτου 1998, σελ. 230 και AR 2000, σελ. 49, AR 2005, σελ. 33. Π  απαθανασόπουλος 1970. Όπως  συμπεραίνεται από τη δημοσιευμένη στο ΑΔ φωτογραφία (Παπαθανασόπουλος 1970, εικ. 173α)

64 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

το 1998 τάφου, σχηματίζει ημικύκλιο, μήκους μόλις 1,18 μ.,316 στο χώρο αυτό ήταν συγκεντρωμένα οστά317 (μάλλον από ανακομιδές). Ευρήματα: ακέραια αγγεία (κυλινδρικό αλάβαστρο, απιόσχημος πιθαμφορέας, λεβητοκυάθιο, αρτόσχημο αλάβαστρο), μετάλλινα όπλα (εγχειρίδιο, αιχμή δόρατος), περιδέραια από φαγεντιανή κ.λπ. Από τα ευρήματα318 (κυλινδρικό αλάβαστρο, πόδι και βάση κύλικας - πώμα, κυάθιο) η ανασκαφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο τάφος τοποθετείται χρονικά στην ΥΕΙΙΙΑ1-Α2. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ-Β.

Αλποχώρι (Χάρτης 2, 3, 5 - Κατάλογος Ι) Τοπογραφία: Η θέση κείται 10 χλμ. βορειοανατολικά του Πύργου (δηλαδή στην κεντρική Ηλεία), στα όρια του ΔΔ Αλποχωρίου319 και στην κορυφή ενός αμμόλοφου, έχοντας πανοραμική θέα τόσο προς τον ηλειακό κάμπο όσο και προς το Ιόνιο. Εντοπίστηκε κατά τη διάρκεια γεωργικών εργασιών το 1985, οπότε και ανεσκάφη (Οκτώβριος 1985). Αρχιτεκτονική:320 Το μνημείο είναι λαξευμένο στο μαλακό, φυσικό αμμόλιθο, που οι ντόπιοι αποκαλούν «μαρμαριά». Ο θάλαμος (Σχέδ. 5) έχει κάτοψη ακανόνιστου τετραπλεύρου με διαστάσεις 4,50 x 5 μ. και ύψος 3,40 μ. Νοτιοδυτικώς του θαλάμου έχει κατασκευασθεί «προέκταση», ένα είδος παραθαλάμου,321 ιδίας κάτοψης, μικρότερου όμως μεγέθους (2 x 3,20 μ.). Το συνολικό εμβαδό του μνημείου ξεπερνά τα 25 τ.μ. και πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους και επιβλητικότερους θαλαμωτούς της Ηλείας.322 Στον κύριο θάλαμο οι πρωτογενείς ταφές πραγματοποιήθηκαν σε δύο λακκοειδείς τάφους323 (οι οποίοι ονομάσθηκαν Α και Β) και επί του δαπέδου (μία ταφή), ενώ σε άλλους τέσσερεις απλούς λάκκους συγκεντρώθηκαν οι ανακομιδές. Στον παραθάλαμο διαμορφώθηκε ένας ακόμη λακκοειδής, ο Γ. Ο λάκκος Α είχε κατασκευασθεί παράλληλα και πλησίον της δυτικής πλευράς του θαλάμου, με διαστάσεις 1,70 x 0,40 μ. και βάθος 0,45 μ., ο οποίος στεγαζόταν με μεγάλες λίθινες πλάκες. Ο λάκκος Β (διαστάσεων 2,25 x 0,60 μ.) είχε ανοιγεί δυτικά της εισόδου και παράλληλα προς τον 316. Β  ικάτου 1998, σλ. 230. Επιπλέον και AR 2005, σελ. 33. Σημειώνεται, ότι απαιτείται η εκ νέου διερεύνηση του μνημείου, μήπως δεν πρόκειται για τάφο αλλά ταφική κόγχη, λαξευμένη σε δρόμο, και συνεπώς δεν έχει ερευνηθεί ο θάλαμος (μέχρι σήμερα δεν έχει πραγματοποιηθεί συμπληρωματική έρευνα). 317. Βικάτου ό.π. «… πέντε - έξι κρανία…». 318. τ ου ανεσκαμμένου το 1998 τάφου. 319. Τ  ο ΔΔ Αλποχωρίου υπάγεται στο Δήμο Ιάρδανου (πλησίον του Πύργου και στο κέντρο του Ν. Ηλείας) και έχει 890 κατοίκους. 320. Κοκοτάκη 1991, σελ. 39 και Κοκοτάκη 1985, σελ. 103. 321. K  ontorli - Papadopoulou 1975, σελ. 264i, 264k, Gallou 2005, σελ. 73. K  ontorli - Papadopoulou 1987, σελ. 147-148. Καταγράφονται πάνω από 20 θαλαμωτούς τάφους στην Αργολίδα, Αττική, Λακωνία και Μεσσηνία οι οποίοι διέθεταν πλευρικό θάλαμο. Σε όλες τις περιπτώσεις οι πλευρικοί θάλαμοι είναι μικρότερων διαστάσεων από τους κεντρικούς (με την εξαίρεση ενός στη Βαμβακιά Λακωνίας).Οι πλευρικοί θάλαμοι ποικίλλουν ως προς το σχήμα. Χρησιμοποιούνταν τόσο για πρωτογενείς ταφές όσο για ανακομιδές ή και για τα δύο. Ο Cavanagh (Cavanagh 1998, σελ. 66) θεωρεί τον παραθάλαμο στο Αλποχώρι ως «an asymmetrical rectangular extension cut out of the SW corner of the chamber». 322. Cavanagh 1998, σελ. 66. Αναφέρεται, ως μεγαλύτερος, ένας θαλαμωτός τάφος από το νεκροταφείου του Ν. Μουσείου (συνυπολογίζοντας λανθασμένα στη διάμετρο του θαλάμου και το μήκος το δρόμου). Σημειώνεται όμως ότι ο θαλαμωτός στο Αλποχώρι είναι μεγάλων διαστάσεων, ξεπερνώντας τα 25 τ.μ. 323. Kontorli - Papadooulou 1987, σελ. 149 και ιδία 150, όπου αναφέρει περιπτώσεις λακκοειδών ταφών στην Κεφαλονιά με βάθος μέχρι 2,80 μ.

Ταφική αρχιτεκτονική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

65

άξονα του τάφου. Το βάθος του αγγίζει τα 2 μ. (1,94 μ.). Στο επίπεδο του 1 μ. είχαν καταπέσει οι καλυπτήριες πλάκες, συνηγορώντας στην υπόθεση ύπαρξης διωρόφου τάφου. Ο Γ διαμορφώθηκε παράλληλα προς το βόρειο τοίχο του παραθαλάμου και με διαστάσεις 1,80 x 0,50 μ. και βάθος μόλις 0,30 μ. Το στόμιο, ύψους 2,28 μ., ευρύνεται προς το εσωτερικό, με πλάτος κυμαινόμενο από 0,90 μ. έως 1,07 μ. Ο δρόμος έχει μήκος 9,80 μ. και τα τοιχώματά του συγκλίνουν πρός την επιφάνεια του εδάφους, ενώ το πλάτος του μειώνεται προ της εισόδου (στην αρχή του δρόμου είναι 2,12 μ. και καταλήγει στο 1,56 μ.). Ταφές: Δύο ταφικοί λάκκοι, τέσσερεις λάκκοι (με ανακομιδές) και μία επιδαπέδια ταφή. Ευρήματα: Τρεις κύλικες, τρεις τρίωτοι πιθαμφορείς, ένας ψευδόστομος αμφορίσκος, ένα γυναικείο ειδώλιο, δύο χάλκινες αιχμές δοράτων, ροδακόσχημες και παπυρόσχημες χρυσές ψήφοι, χρυσό δακτυλίδι, πλακίδια υαλόμαζας, χάνδρες από ημιπολύτιμους λίθους, λίθινα σφονδύλια (Πίν. 19). Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-ΥΕΙΙΙΒ.

Άσπρα Σπίτια324 Τοπογραφία: Ο τάφος χωροθετείται 3 χλμ. νοτίως του ομώνυμου δημοτικού διαμερίσματος325 και προς την πλευρά του Αλφειού ποταμού και είναι λαξευμένος, στο μαλακό πέτρωμα της περιοχής (μαρμαριά), στην πλαγιά λόφου που εποπτεύει τμήμα της κοιλάδας του ποταμού. Η καλλιέργεια της γης είχε μερικώς καταστρέψει το μνημείο. Το 2006 ουδέν ίχνος του εντοπίστηκε. Αρχιτεκτονική: Ο θαλαμωτός έχει λαξευθεί με διεύθυνση Β-Ν, είναι ακανονίστου σχήματος, με μέγιστες διαστάσεις 3,60 x 2,45 μ. Η οροφή του και μεγάλο τμήμα των τοιχωμάτων του είχαν, λόγω της εντατικής άροσης, καταρρεύσει, εκτός από τμήμα της βορείου πλευράς, το οποίο σώζεται σε ύψος 1,90. Από τη διαπιστωθείσα κλίση, είναι δυνατόν να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η οροφή του κατασκευάστηκε θολωτή. Η ανασκαφέας (Λ. Παρλαμά) αναφέρει το πλάτος και το ύψος (0,72 μ. και 1 μ. αντίστοιχα) του στομίου. Η είσοδος του φραζόταν (βάσει του γενικού κανόνα) με ξερολιθιά, ελάχιστοι λίθοι της οποίας διατηρήθηκαν in situ. Ο δρόμος διεσώθη σε μήκος 2,55 μ., με ελαφρά κλίση προς την είσοδο του μνημείου. Προ της εισόδου το πλάτος του έφθανε τα 1,37 μ. Ταφές: Επί του δαπέδου (τρεις ταφές). Ευρήματα: Περιορίζονται αποκλειστικώς στην κεραμική και περιλαμβάνουν ένα άωτο αλαβαστροειδές, μία αλαβαστροειδής προχοΐσκη και ένα κύπελλο. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2.

Χειμαδιό326 Από πλήρως κατεστραμμένο θαλαμωτό τάφο, πλησίον του νεκροταφείου της ομώνυμης κοινότητας, προήλθαν τρία αγγεία.

324. Π  αρλαμά 1974α, σελ. 32-33. 325. Τ  ο οποίο υπάγεται στο Δήμο Αρχαίας Ολυμπίας (35 χλμ. ανατολικά αυτής, προς τα αρκαδικά όρη) και έχει 316 κατοίκους. Το 1999 η Ζ’ ΕΠΚΑ πραγματοποίησε δοκιμαστικές τομές στο λοφίσκο Τούρλα, που απέδωσαν οικιστικά κατάλοιπα μυκηναϊκών χρόνων, για τα οποία θα αναφερθούμε στο οικείο κεφάλαιο (πρβ. και AR 2006, σελ. 45). 326. Π  αρλαμά 1974α, σελ. 48.

66 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Χελιδόνι327 Στη θέση Διαμαντάκου ή Μαργαζή, ένα χλμ. νοτίως - δυτικώς του ΔΔ Χελιδονίου,328 κατά τη διάρκεια διάνοιξης αγροτικής οδού, το 1978, εντοπίστηκαν και ανασκάφηκαν πέντε θαλαμωτοί τάφοι329 (Πίν. 17), με προσανατολισμό ΒΑ-ΝΑ. Στη μία περίπτωση δεν διαμορφώθηκε θάλαμος αλλά μόνον δρόμος (θαλ. Τάφος 4) με ταφικές κόγχες στις παρειές του330 (Σχέδ. 7). Θάλαμος: Η κάτοψη των θαλάμων331 είναι κυκλική - ελλειψοειδής (θαλ. τ. 1 και 5), σχεδόν τετράπλευρη (θαλ. τ. 2) ή τετράπλευρη με αποστρογγυλεμμένες πλευρές (θαλ. τάφος 3) (Σχέδ. 7). Οι διαστάσεις τους γενικώς μικρές, κυμαίνονταν από 3,5 x 2,47 μ. (ο θαλ. τ. 1 και μεγαλύτερος όλων) μέχρι 1,52 x 1,19 μ. (ο θαλ. τάφος 3). Στην περίπτωση του τ. 2 φαίνεται πως κατασκευάστηκε εκ των υστέρων επέκταση - κόγχη στη ΝΑ γωνία, προκειμένου να συμπεριλάβει κάποια ταφή. Στον τ. 5 παρατηρείται ανύψωση του δυτικού τμήματος του θαλάμου, σχηματίζοντας ένα είδος «κόγχης θρανίου». Ταφικοί Λάκκοι: Στο δάπεδο των θαλάμων (πλην του τ. 3, στον οποίο εντοπίσθηκαν αποκλειστικά επιδαπέδιες ταφές) (Σχέδ. 3) είχαν λαξευθεί ταφικοί λάκκοι, οι οποίοι στεγάζονταν με καλυπτήριες πλάκες, που ανευρέθησαν κατά χώρα. Στον τ. 1 είχαν ανοιγεί επτά λάκκοι, στον τ. 2 τρεις και στον τ. 5 μόλις δύο. Στην πλειοψηφία τους οι λάκκοι κατασκευάστηκαν παράλληλα προς τον κατά μήκος άξονα των μνημείων (εκτός τριών λάκκων του τ. 1). Οι διαστάσεις τους ποικίλλουν: Στον τ. 1 οι λάκκοι είναι σχετικά ρηχοί (με βάθος που δεν ξεπερνά τα 0,40 μ.) και στενοί, με πλάτος κυμαινόμενο από 0,36 μ. έως 0,39 μ., ενώ το μήκος τους ξεκινά από μόλις 0,68 μ. (λάκκος 4) και φθάνει τα 1,5 μ. (λάκκος 5). Στην περίπτωση του θαλαμωτού τάφου 2 οι λάκκοι υπήρξαν βαθύτεροι (με βάθος μεταξύ 0,50 και 0,63 μ.), ευρύτεροι (με πλάτος έως τα 0,65 μ.), ενώ το μήκος ξεκινά από 1,60 μ. (λάκκος 2) και δεν υπερβαίνει τα 2 μ. (λάκκος 3). Να σημειωθεί ότι οι λάκκοι 1 και 3 παρουσιάζουν σαφή διεύρυνση στη μία τους απόληξη, η οποία εντοπίζεται και σε υψηλότερο επίπεδο.332 Το στόμιο, μήκους κυμαινόμενου από 0,58 μ. (τ. 1) έως 0,80 μ. (τ. 2), ευρύνεται σε όλες τις περιπτώσεις προς τον θάλαμο άλλοτε κατ’ ελάχιστα εκατοστά (στον τάφο 1 από 0,68 μ. στα 0,72 μ.) άλλοτε έντονα (όπως στην περίπτωση του τάφου 3 από 0,46 μ. σε 0,73 μ.). Η θύρα τους είναι τραπεζιόσχημης κάτοψης, καθώς τα τοιχώματά της συγκλίνουν προς τα άνω (π.χ. στον τάφο 1 η θύρα έχει πλάτος 0,68 μ. στο δάπεδο και 0,50 μ. στην ανώτερη απόληξή της) και με ύψος που δεν ξεπερνά τα 1,5 μ., ενώ έκλεινε με ξερολιθιά η οποία σωζόταν αποσπασματικώς. Οι δρόμοι δεν ερευνήθηκαν σε όλο το μήκος τους (εξαιρέσει του θαλαμωτού 1). Επισημάνθηκε σύγκλιση προς τα άνω των τοιχωμάτων και διεύρυνση του πλάτους των δρόμων προ της εισόδου333 327. Τ  ριάντη 1978, σελ. 78. 328. Υ  πάγεται διοικητικά στο Δ. Αρχαίας Ολυμπίας και έχει 676 κατοίκους. 329. Τ  ην ανασκαφή διεξήγε η κα. Ισμ. Τριάντη και η τότε ωρομίσθια αρχαιολόγος κα. Ρ. Προσκυνητοπούλου. Το ημερολόγιο και τα σχέδια της τελευταίας αποτέλεσαν το βασικό εργαλείο για τη σύντομη αναφορά στους τάφους του Χελιδονίου. Η αναλυτική δημοσίευσή τους έχει ανατεθεί από την κα. Ισμ. Τριάντη στην κα. Γ. Χατζή, η οποία μου παρείχε τη δυνατότητα μελέτης του ημερολογίου και των σχεδίων. 330. Ανάλογη περίπτωση στην περιοχή της Ηλείας εμφανίζεται στο μυκηναϊκό νεκροταφείο του Στρεφίου. Οι προαναφερθέντες τάφοι εντάσσονται στους «ημιτελείς - υβριδικούς» θαλαμωτούς. 331. Σε όλες τις περιπτώσεις (πλην του 4) το σύνολο ή μέρος της οροφής είχε καταπέσει, ενώ η κατάσταση των μνημείων είχε επιβαρυνθεί από τις διεξαχθείσες χωματουργικές - εκσκαφικές εργασίες. 332. Δεν υπάρχουν στοιχεία για τους λάκκους του τ. 5. 333. Σ  την περίπτωση του τ. 1 το πλάτος από 1,10 μ. (στην αρχή του δρόμου) αυξήθηκε σε 1,48 μ. (προ της εισόδου), ενώ στον τάφο 2 από 1,08 μ. έφθασε το 1,42 μ.

Ταφική αρχιτεκτονική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

67

(εκτός της περιπτώσεως του τάφου 3, όπου επισημαίνεται μείωση).334 Στις παρειές των δρόμων των τάφων 1 και 3 λαξεύθηκαν κόγχες. Συγκεκριμένα, μία στον τάφο 1, διαστάσεων 1,92 x 0,44 μ., και δύο στον 3, με διαστάσεις 1,18 x 0,47 μ. (κόγχη ΝΔ παρειάς) και 1,72 x 0,58 μ. (κόγχη ΒΑ παρειάς). Νέα ανασκαφή της Ζ’ ΕΠΚΑ, το 2002, απέδωσε άλλη μία συστάδα τεσσάρων μυκηναϊκών θαλαμωτών τάφων.335 Ευρήματα: Θαλαμωτός 1: Στη ΝΔ γωνία δίωτος αμφορέας, ψευδόστομος και σκύφος, πλησίον της θύρας πρόχου, στο λάκκο 3 πήλινο σφονδύλι, ψευδόστομος και προχοϊκός μόνωτος κύαθος, στην κόγχη του δρόμου άωτο αλαβαστροειδές και δύο αλάβαστρα. Θαλαμωτός 2: Στη ΒΑ πλευρά του μνημείου τρίωτος και δίωτος αμφορέας, κύλικα και κυάθιο. Από τους ταφικούς λάκκους προήλθαν ψευδόστομος, άωτο αλαβαστροειδές και σφραγιδόλιθος. Θαλαμωτός 3: αλάβαστρο και μόνωτο κυάθιο (ΒΑ τμήμα θαλάμου - ταφή επί του δαπέδου). Θαλαμωτός 4: Οι δύο κόγχες του δρόμου απέδωσαν απιόσχημο πιθαμφορίσκο και αλάβαστρο. Θαλαμωτός τάφος 5: Στο δυτικό τμήμα του θαλάμου ανευρέθη σωρός οστών και ανάμεσά τους αλάβαστρο, κυλινδρικά αλάβαστρα, απιόσχημος πιθαμφορέας και ψήφοι από ήλεκτρο και ημιπολύτιμους λίθους. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ-ΙΙΙΓ.

Αγραπιδοχώρι336 Τοπογραφία: Το Αγραπιδοχώρι337 βρίσκεται πλησίον της αρχαίας Ηλειακής Πύλου, στη ΒΑ Ηλεία (Χάρτης 2). Ο ανασκαφείς το 1971 θαλαμωτός στη θέση «Γκίσα», του οικισμού Κοτρώνα, 2 χλμ. νοτιοανατολικώς του ΔΔ Αγραπιδοχωρίου, χωροθετείται στη νότια κλιτύ χαμηλού λοφίσκου. Πλησίον του τάφου υπάρχει η κοίτη χειμάρρου, ενώ η ευρύτερη περιοχή καλυπτόταν από έντονη θαμνώδη βλάστηση (πουρνάρια, σχίνα). Αρχιτεκτονική: Ο τάφος είχε λαξευθεί στο μαλακό βράχο, με προσανατολισμό από Β προς Ν. Ο θάλαμος (Σχέδ. 8) διέθετε κάτοψη κυκλική, με ελαφρά διασταλμένες την ανατολική και δυτική πλευρά και με διαστάσεις 3,80 μ. κατά τον άξονα Β-Ν και 4,25 μ. κατά τον αντίστοιχο Α-Δ. Τμήμα της οροφής, η οποία υπήρξε θολωτή,338 είχε καταρρεύσει, το δε ύψος της υπολογίστηκε στα 2,30 μ. Το χαλικόστρωτο δάπεδο διατηρείται κυρίως στην ανατολική πλευρά του θαλάμου. Δεν εντοπίστηκαν ταφικοί λάκκοι ή κόγχες εντός του θαλάμου. Το στόμιο μήκους 0,80 μ., πλάτους 0,80 μ., είχε ύψος 1,30 μ. Η άνω απόληξή του ήταν καμπύλη, ενώ οι πλευρές του κατακόρυφες και παράλληλες. Η θύρα φραζόταν από ξερολιθιά, πάχους 334. Η  ανασκαφέας υπογραμμίζει την έντονη κατωφερική κλίση του δρόμου του τ. 1. 335. Τ  η δημοσίευση έχει αναλάβει η συνάδελφος, αρχαιολόγος της Ζ’ ΕΠΚΑ, κα. Ζαχ. Λεβεντούρη. Από αυτοψία που πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβριο του 2008 διαπιστώθηκαν τα εξής: Οι δρόμοι είναι βραχείς και έντονα κατωφερικοί, η θύρα (όπου έχει διασωθεί) είναι τραπεζιόσχημη ή ορθογώνια με καμπυλόγραμμο ανώφλι. Στο δρόμο λαξεύονται ταφικές κόγχες. Εντός των θαλάμων ανοίγονται στενοί και επιμήκεις ταφικοί λάκκοι. Σε μία περίπτωση κατασκευάστηκε ένας υβριδικός/ημιτελής τάφος, ο οποίος αποτελείτο από δρόμο και μία μεγάλων διαστάσεων ταφική κόγχη. 336. Π  αρλαμά 1971, σελ. 52 και σελ. 54. 337. Διοικητικώς ανήκει στον Δήμο Πηνείας και έχει 172 κατοίκους. 338. Η Δανιηλίδου (Δανιηλίδου 2000, σελ. 165) θεωρεί ότι ο θαλ. Τάφος 84 των Μυκηνών είχε θολωτή οροφή με κεντρική κοιλότητα στην κορυφή της (ανάλογη της κλείδας των θολωτών). Παρόμοιας κατασκευής υπήρξε και ο τάφος του Αγραπιδοχωρίου (αλλά και οι θάλαμοι στο νεκροταφείο των Βολιμιδίων Μεσσηνίας, στην Πελλάνα Λακωνίας, στο Παλαιόκαστρο Αρκαδίας, στη Βούντενη Αχαΐας και σε διάφορες θέσεις της Κεφαλονιάς).

68 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

0,20-0,30 μ., ύψους 0,50 μ. (μέγιστο σωζόμενο στην ανατολική παραστάδα). Κάποιοι λίθοι από την κορυφή της ξερολιθιάς είχαν καταπέσει στο εσωτερικό του θαλάμου. Ο δρόμος ανεσκάφη αποσπασματικά και σε μήκος μόλις 2 μ. Είχε πλάτος 1, 40 (στην αρχή του ανασκαφέντος τμήματος) - 1,30 μ. (προ της εισόδου). Στο αποκαλυφθέν τμήμα του δρόμου το δάπεδο ήταν χαλικόστρωτο και με κατωφερική κλίση προς τον θάλαμο. Ευρήματα: τρίωτα αλάβαστρα, ψευδόστομοι, μόνωτο κύπελλο, πρόχου, κύαθος (ανήκουν στην α’ φάση χρήσης του ταφικού μνημείου), αμφορείς, ψευδόστομοι, κυλινδρικά αλάβαστρα, αμφορίσκος (συνοδεύουν την ταφή/εγχυτρισμό της ΥΕΙΙΙΓ). Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2 και ΥΕΙΙΙΓ. Στην ίδια περιοχή (θέση «Κοτρώνα») ανεσκάφησαν πρόσφατα από τη Ζ’ ΕΠΚΑ επιπλέον τρεις θαλαμωτοί τάφοι (2003).339

Πεύκες (πρώην Βύλιζα340) (Πίν. 18) Τοπογραφία: Τέσσερεις μυκηναϊκοί θαλαμωτοί τάφοι ανεσκάφησαν σε διάφορες χρονικές φάσεις (δύο το 1989, ένας το 1991 και άλλος το 1995341) στη θέση «Λιθάρι», 7 χλμ. ΒΑ της Αρχαίας Ολυμπίας, 2 χλμ. ΝΑ του ΔΔ Πευκών και 1 χλμ. ΒΑ του ΔΔ Λιναριάς και 900 μ. δυτικώς της Ε.Ο. Ολυμπίας - Τριπόλεως. Πρόκειται για την κλιτύ υψηλού λόφου, που καταλήγει σε ρέμα.342 Αρχιτεκτονική:343 Οι τάφοι είναι λαξευμένοι σε σκληρό ασβεστολιθικό πέτρωμα και με προσανατολισμό Β-Ν. Διατάσσονται σε δύο σειρές υψομετρικά διαφορετικές (Σχέδ. 9). Στην υψηλότερη κείται ο τ. 3 και στη χαμηλότερη οι τ. 1, 2 και ο 4. Οι θάλαμοι έχουν κάτοψη ακανόνιστου τετραπλεύρου (τ. 1), κυκλική (τ. 2, 4) και ωοειδή (τ. 3), με τις εξής διαστάσεις: τ. 1: 2,52 x 3,04 μ. (Σχέδ. 10) τ. 2: 2,40 μ. (διαμ.) (Σχέδ. 9) τ. 3: 2,46 (Β-Ν) και 3,45 μ. (Α-Δ) (Σχέδ. 10) τ. 4: 2,30 x 2,60 μ. (Σχέδ. 10) Η οροφή στον τ. 1 είχε καταρρεύσει, στους τ. 2, τ. 3 και τ. 4 υπήρξε θολωτή με μέγιστο σωζόμενο ύψος το 1,80 μ. και 1,70 μ. αντίστοιχα. Το φυσικό έδαφος χρησιμοποιήθηκε ως δάπεδο. Στο εσωτερικό του τ. 3 είχαν ανοιγεί τέσσερεις ταφικοί λάκκοι (οι τρεις παράλληλα προς τον Β-Ν άξονα και ο τέταρτος προς το βόρειο πλευρικό τοίχωμα) (Πίν. 22). Οι διαστάσεις τους κυμαίνονται από 1,45-1,90 μ. μήκος, 0,30-0,55 μ. πλάτος και 0,25-0,80 μ. βάθος, ενώ στεγάζονταν με λίθινες πλάκες ακανονίστου σχήματος (συνήθως τέσσερεις ή πέντε). Στον ταφικό λάκκο ΙΙ είχε δημιουργηθεί και ειδικό περιχείλωμα - εσοχή, πλάτους 0,10-0,20 μ. για την υποδοχή των καλυπτηρίων λίθων. Στον τ. 4 διαμορφώθηκε λάκκος, ελλειψοειδούς κατόψεως, μήκ. 1,35 μ., πλ. 0,42-0,55 μ. και βάθους 0,40-0,50 μ. Το στόμιο των τάφων διαμορφώνεται σχετικά βραχύ, ξεκινώντας από 0,65 μ. (τ. 4) και φθάνοντας στα 0,92 μ. (τ. 1). Το πλάτος κυμαίνεται από 0,58 μ. (τ. 3) έως 0,72 μ. (τ. 2), σε δύο τάφους 339. 340. 341. 342. 343.

Ε  πιτόπια αυτοψία (Σεπτέμβριος 2008). Διαπιστώθηκε ότι το σύνολο των θαλαμωτών είχε καταχωθεί. Δ  Δ 325 κατοίκων. A  R 2001, σελ. 47. Βικάτου 2001α, σελ. 83. Για την αρχιτεκτονική των τάφων πρβ. Βικάτου 2001α, σελ. 85-86 (τ. 1), σελ. 95 (τ. 2), σελ. 99-103 (τ. 3) και σελ. 111 (τ. 4).

Ταφική αρχιτεκτονική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

69

διευρύνεται προς τον θάλαμο (τ. 1 και τ. 3), ενώ αντίστοιχα μειούται στην περίπτωση του τ. 2. Το ύψος του στομίου φθάνει και τα 0,92 μ. (τ. 1). Οι θύρες είναι ορθογώνιες (τ. 1, 2, 4), στην περίπτωση του τάφου 3 το υπέρθυρο κατασκευάστηκε καμπυλόγραμμο. Ξερολιθιά έκλεινε το σύνολο του στομίου (τ. 1, 2, 3 και 4), αποτελούμενη από ακανόνιστου σχήματος και μεγέθους ποταμίσιους λίθους (Πίν. 18). Οι δρόμοι των συγκεκριμένων ταφικών μνημείων παρουσιάζουν έντονη ή λιγότερο έντονη κατωφερική κλίση προς την είσοδο τους, τα τοιχώματά τους συγκλίνουν προς τα άνω και άλλοτε ευρύνονται (τ. 1, 2) ή συγκλίνουν προ της εισόδου (τ. 3 και 4). Το μήκος τους κυμαίνεται από 3,50 μ. (τ. 3 - ένα τμήμα του δρόμου έχει καταστραφεί από την κατασκευή του θαλάμου του τ. 1) έως 6,35 μ. (ο τ. 4). Το πλάτος τους ξεκινά από 0,60 στο σημείο εκκίνησης του δρόμου για να φθάσει το 1,65 μ. προ της εισόδου.344 Στον δρόμο του τ. 1 και σε απόσταση 1 μ. από την είσοδο είχαν σωθεί τα κατάλοιπα μικρού τοιχαρίου345 (προς την ανατολική παρειά), το οποίο είχε κατασκευασθεί από μικρές ποταμίσιες κροκάλες και κατελάμβανε μεγάλο τμήμα του πλάτους του δρόμου. Το μεταξύ του τοιχαρίου και της ξερολιθιάς κατώτερο τμήμα του δρόμου επιστρώθηκε από λεπτόκοκκο χαλίκι.346 Στους δρόμους των τ. 1 και 3 έχουν κατασκευασθεί κόγχες, οι οποίες φράζονταν με ξερολιθιά. Στον τάφο 1 η κόγχη ανοίχτηκε στη δυτική παρειά, σε απόσταση 2,64 μ. από την παραστάδα της εισόδου και σε ύψος 1,23 μ. από το δάπεδο (Πίν. 18). Οι διαστάσεις της κόγχης ήταν 0,93 x 0,91 x 0,48 μ. Στην περίπτωση του τάφου 3 λαξεύθηκε στη δυτική παρειά, σε απόσταση 2,50 μέτρων από την παραστάδα εισόδου και στο ύψος του δαπέδου του δρόμου, κόγχη, διαστάσεων 1,20 x 0,70 x 0,80 μ.347

Τ. 1 Ταφές: πέντε στο θάλαμο και μία στην κόγχη στο δρόμο. Ευρήματα: αλάβαστρα, προχοΐσκη και ένα κυάθιο. Ένα χάλκινο δακτυλίδι και χάνδρες (από την κόγχη), σφραγιδόλιθος, σφονδύλια (πήλινα και λίθινα), χάνδρες (από υαλόμαζα). Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β1.

Τ. 2 Ταφές: δύο στο θάλαμο. Ευρήματα: αλάβαστρα, κυάθιο και λίθινο σφονδύλι. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2.

344. σ  τις περιπτώσεις των ταφικών μνημείων των οποίων το πλάτος ευρύνεται. 345. Π  ρβ. και υποσ. 363, 454. 346. H  ίδια κατασκευή παρατηρείται και στον τάφο 3 της Αγ. Τριάδας και στο νεκροταφείο του Νέου Μουσείου. Ο ανασκαφέας (Χρ. Σχινάς) σημειώνει πως το τοιχάριο ήταν κατασκευασμένο από δύο λιθοσειρές (μετρίου μεγέθους αργοί λίθοι) και κατελάμβανε ολόκληρο το πλάτος του δρόμου (δηλ. μία ξερολιθιά πριν την κύρια ξερολιθιά). Μεταξύ τοιχαρίου και ξερολιθιάς χαλίκι (πρβ. και υποσ. 451). 347. Η ύπαρξη κογχών στο δρόμο των θαλαμωτών τάφων της Ηλείας δεν είναι καθόλου σπάνια, όπως υποστηρίζουν οι Cavanagh (Cavanagh 1998, σελ. 66) και η Ελ. Σαλαβούρα (Σαλαβούρα 2006, σελ. 306). Οι Ηλείοι τεχνίτες πειραματίζονται στη χρήση των κογχών, αντικαθιστώντας πολλές φορές τους δημοφιλείς ταφικούς λάκκους με κόγχες (πρβ. Στρέφι).

70 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Τ. 3 Ταφές: πέντε στο θάλαμο και μία στην κόγχη στο δρόμο. Ευρήματα: αλάβαστρα, προχοίσκες, ψευδόστομος, άωτα αλαβαστροειδή (το ένα προερχόμενο από την κόγχη στο δρόμο), απιόσχημος πιθαμφορίσκος και κυάθιο. Επιπλέον χάλκινα δακτυλίδια, χάνδρες από υαλόμαζα, λίθινα και πήλινα σφονδύλια. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Γ (πρώιμη).

Τ. 4 Ταφές: δύο εντός του θαλάμου. Ευρήματα: κυάθιο, αλάβαστρο και πήλινο σφονδύλι. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2.

Καυκανιά348 Στο ΔΔ Καυκωνίας349 στη θέση Γλινάτσες, κατόπιν παραδόσεως, στη Ζ’ ΕΠΚΑ, τρίωτου αλαβάστρου, ανεσκάφη θαλαμωτός τάφος.350 Είχε λαξευθεί στο μαλακό φυσικό πέτρωμα στο πρανές λοφίσκου. Το μνημείο είχε υποστεί, κατά το παρελθόν, σημαντικές φθορές κατά την εκτέλεση εκσκαφικών εργασιών. Ο τάφος, προσανατολισμού Β-Ν, είχε θάλαμο ορθογώνιας κάτοψης, διαστάσεων 1,5 x 3,17 μ. και ύψους 1,20 μ. Στο δάπεδο του θαλάμου είχαν ανοιγεί τρεις ταφικοί λάκκοι, οι οποίοι πιθανώς στεγάζονταν με λίθινες πλάκες, τέτοιες όμως δεν βρέθηκαν παρά μόνο στον ταφικό λάκκο 1 (στη δυτική πλευρά του θαλάμου). Οι διαστάσεις των λάκκων 1 και 2 είναι οι εξής: 1,60 x 0,38 x 0,37 μ. και 0,88 x 0,41 x 0,55 μ. Ο λάκκος 3 είχε σωθεί σε ελάχιστο τμήμα, διαστάσεων 0,88 x 0,41 μ. Ο δρόμος του ταφικού μνημείου είχε καταστραφεί ολοκληρωτικώς. Ταφές: Τέσσερεις ταφές εντός των λάκκων και μία πέμπτη επί του δαπέδου. Στη ΒΑ γωνία πλούσια κτερισμένη ανακομιδή. Ευρήματα: αλάβαστρο, ψευδόστομοι, αλαβαστροειδής προχοΐσκη, κύαθος. Από την ανακομιδή προήλθαν 12 αγγεία, δηλ. δύο ψευδόστομοι, δύο αλάβαστρα, επτά κυάθια, ένας πιθαμφορίσκος, ψήφοι από ημιπολύτιμους λίθους. Στη ΒΔ γωνία του θαλάμου ανευρέθη άλλη συστάδα αγγείων, περιλαμβάνουσα ψευδόστομους, τρίωτους αμφορείς, δίωτο αμφορέα, τρία πήλινα και ένα λίθινο σφονδύλι. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ/Γ.

348. Α  ραπογιάννη 1999, σελ. 231 και AR 2000, σελ. 49. 349. Υ  πάγεται στο Δ. Αρχαίας Ολυμπίας (βδ) και έχει 194 κατοίκους. 350. Σ  τη θέση «Καραβάς» του ΔΔ Καυκωνίας ανεσκάφη το 2007 θαλαμωτός τάφος, που περιείχε δώδεκα ταφές. Ο δρόμος είναι βραχύς και έντονα κατωφερικός, με μία ταφική κόγχη στα δεξιά του εισερχομένου στον τάφο. Η θύρα είναι τραπεζιόσχημη με καμπύλο υπέρθυρο. Εντός τους θαλάμου είχαν ανοιχθεί τρεις ταφικοί λάκκοι (δύο παράλληλα προς τον κατά μήκος άξονα του μνημείου και ο ένας καθέτως προς αυτόν). Η ανασκαφή απέδωσε πλούσια κεραμική (τρίωτους αμφορείς, ψευδόστομους, αλάβαστρα), καθώς και διάδημα από πλακίδια υαλόμαζας, το οποίο ανευρέθη στο κρανίο του νεκρού (αυτοψία το Σεπτέμβριο 2008 και Χατζή 2008, σελ. 39).

Ταφική αρχιτεκτονική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

71

Νεκροταφείο Αγ. Τριάδας (Πίν. 19, 20, 21) Τοπογραφία: Πρόκειται για το μοναδικό εκτεταμένο νεκροταφείο, μυκηναϊκών χρόνων,351 του Ν. Ηλείας. Βρίσκεται στην ορεινή περιοχή της ΒΑ Ηλείας (Δήμος Λασιώνος), μεταξύ των ΔΔ Πανόπουλου και Αγ. Τριάδας, και σε απόσταση 30 χλμ. ΒΑ της Αρχαίας Ήλιδας.352 Η περιοχή του νεκροταφείου, ουσιαστικά η κορυφή πλαγιάς που απολήγει στον Πηνειό ποταμό, εντοπίζεται στα διοικητικά όρια των νομών Αχαΐας και Ηλείας και πλησίον της Εθνικής Οδού που συνδέει, διαμέσου των ορεινών όγκων της Πελοποννήσου, την Πάτρα με την Τρίπολη (δηλ. τη ΒΔ με την Κεντρική Πελοπόννησο). Απέναντι από την πλαγιά της Αγ. Τριάδας υψώνεται η οροσειρά του Ερύμανθου, ενώ σε μικρή απόσταση από το εξεταζόμενο νεκροταφείο, έχει ερευνηθεί από τη ΣΤ’ ΕΠΚΑ νεκροταφείο τύμβων της ΜΕ και ΥΕΧ, στη θέση «Πόρτες»353 (Πίν. 19). Ιστορία των ανασκαφών:354 Η έρευνα ξεκίνησε το 1988,355 κατόπιν αρχαιοκαπηλικής ενέργειας. Ακολούθησαν τέσσερεις ανασκαφικές περίοδοι, στη διάρκεια των οποίων, αρχαιολόγοι της Ζ’ ΕΠΚΑ, ανέσκαψαν μεγάλο ή μικρότερο αριθμό θαλαμωτών τάφων. Αρχιτεκτονική: Οι συνολικά 49 ανασκαφέντες θαλαμωτοί τάφοι έχουν χωροθετηθεί σε δύο συστάδες («Αηγιάννης» και «Σπηλιές»), οι οποίες απέχουν περί τα 400 μ. μεταξύ τους. Οι θαλαμωτοί (39 τάφοι) της πρώτης συστάδας (θέση «Αηγιάννης») έχουν διαταχθεί σε τέσσερεις σειρές356 (Σχέδ. 11). Οι τάφοι των τριών σειρών έχουν προσανατολισμό Β-Ν και δρόμους προς Β. Η τέταρτη σειρά περιλαμβάνει τάφους με διάταξη Α-Δ και δρόμους προς Α. Στους δρόμους είχαν κατασκευασθεί και έξι λακκοειδείς τάφοι, ελληνιστικής περιόδου.357 Τα ταφικά μνημεία στη θέση «Σπηλιές» είχαν προσανατολισμό Α-Δ.358 Οι δρόμοι: Το μήκος των δρόμων ξεκινά από το 1,80 μ. (τάφος 40) και φθάνει τα 10,50 μ. (τάφος 25), στην πλειονότητα των περιπτώσεων κυμαίνεται μεταξύ 3 μ. και 6 μ. Αντιστοίχως, στη συστάδα «Σπηλιές» το μήκος ξεκινά από τα 2,30 μ. και δεν υπερβαίνει τα 4,30 μ.359 Το πλάτος κυμαίνεται μεταξύ 0,90 μ. και 2,10 μ., συχνά διευρύνεται προ της εισόδου, ενώ σε μία περίπτωση ισχύει το ακριβώς αντίθετο (τ. 5, όπου το πλάτος στην αρχή του δρόμου είναι 2,10 και φθάνει, προ της εισόδου, μόλις το 1,80 μ.). Η πλειοψηφία των δρόμων παρουσιάζουν ομαλή 351. Η  κα. Ολ. Βικάτου, αρχαιολόγος της Ζ’ ΕΠΚΑ και νυν προϊσταμένη της ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ, εξεπόνησε διατριβή με θέμα «Το μυκηναϊκό νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας στο Ν. Ηλείας», η οποία ενεκρίθη, με τον βαθμό «Άριστα», τον Ιούνιο του 2009, από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. 352. Α  Δ 1989, σελ. 105-106, Βικάτου 1999, σελ. 237. Διοικητικώς υπάγεται στον Δήμο Λασιώνος. 353. Κ  ολώνας 2001, Moschos 2002. 354. Βικάτου 1999, σελ. 251. 355. Χατζή 1988, σελ. 143. 356. Στοιχεία για την αρχιτεκτονική των θαλαμωτών έχουν αντληθεί από τις προκαταρκτικές αναφορές στο Αρχαιολογικό Δελτίο (Σχινάς 1990, σελ. 113-119, όπου περιγράφονται οι πρώτοι ένδεκα θαλαμωτοί, Αραπογιάννη 1991, σελ. 133, με την αναφορά στην έρευνα των τάφων 12-15, Αραπογιάννη 1992, σελ. 116-118, περιγραφή των τάφων 19, 21-26, Βικάτου 1992, σελ. 118-120, παρουσίαση τάφων 16-18, 20 και 27-37, Βικάτου 1993, σελ. 105, Βικάτου 1994, σελ. 194, Βικάτου 1995, σελ. 177-178, Βικάτου 1997β, σελ. 255-256 - οι αναφορές των τελευταίων ετών αφορούν στην ανασκαφή ταφικών μνημείων στη θέση «Σπηλιές»), καθώς και ανακοινώσεις των ανασκαφέων (βασικά της κας Βικάτου και του κ. Σχινά) σε επιστημονικά συνέδρια (πρβ. Βικάτου 1995α, Σχινάς 1999, Βικάτου 1999, Βικάτου 2006γ). Σημειωτέον οι θαλαμωτοί της συστάδος «Αηγιάννης» αριθμήθηκαν με αραβικούς, ενώ τα ταφικά μνημεία της θέσεως «Σπηλιά» με λατινικούς αριθμούς. 357. Ε  πίσης και απλοί κιβωτιόσχημοι τάφοι, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της κοινότητας της Αγ. Τριάδας τον 20ό αιώνα. 358. Β  ικάτου 1995α, σελ. 354. Για τη συστάδα τάφων στη συγκεκριμένη θέση πρβ. και AR 2000, σελ. 49, AR 2001, σελ. 46, AR 2003, σελ. 37. 359. Β  ικάτου 1999, σελ. 238.

72 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

κατωφερική κλίση προς την είσοδο, ενώ ελάχιστοι χαρακτηρίζονται από έντονη (π.χ. οι τ. 1, 2 και 5, οι οποίοι έχουν βάθος στην πρόσοψη του μνημείου 4,20 μ., 3,90 μ. και 4,5 μ. αντίστοιχα). Οι παρειές τους συγκλίνουν προς την επιφάνεια του εδάφους. Στις παρειές των δρόμων των θ. τ. 6, 22, Ι360 (Πίν. 25) και VΙII έχουν λαξευθεί ταφικές κόγχες, ωοειδούς συνήθως κάτοψης, οι οποίες φράζονταν με ξερολιθιά και συνήθως ήταν μικρών διαστάσεων (από 0,70 x 0,90 x 0,60 μ. μέχρι 1,35 x 0,97 x 0,75 μ.361 Στο δάπεδο τεσσάρων δρόμων είχαν κατασκευασθεί, μικρών διαστάσεων και ωοειδούς σχήματος λάκκοι, οι οποίοι περιείχαν αποκλειστικώς οστά (πλην του λάκκου στον τάφο 8, ο οποίος ανευρέθη κενός).362 Στον θαλαμωτό τάφο 3, ο δρόμος κλεινόταν με τοιχάριο363 (αποτελούμενο από δύο σειρές αργών λίθων), ακολουθούσε χαλικόστρωτο δάπεδο και κατόπιν η ξερολιθιά, η οποία έκλεινε την είσοδο του μνημείου. Η είσοδος των μνημείων έκλεινε με ξερολιθιά από μικρούς ή μετρίου μεγέθους ποταμίσιους λίθους, που προέρχονταν από τον παρακείμενο ποταμό. Οι θύρες διαμορφώνονταν με εξαιρετική επιμέλεια, έχοντας ύψος από 1 μ. έως 1,70 μ., ενώ τα υπέρθυρα, στις περισσότερες των περιπτώσεων, διαμορφώνονται οριζόντια (Πίν. 20) και σε λιγοστά μνημεία (τ. 16 και 25) τριγωνικά. Ακολουθούσε βραχύ στόμιο (με βάθος που δεν ξεπερνούσε τα 3 μ.). Οι παρειές του είτε βαίνουν παράλληλες είτε συγκλίνουν ελαφρώς προς τα άνω. Οι θάλαμοι: Η κυρίαρχη κάτοψη των θαλάμων είναι η κυκλική - ωοειδής,364 ενώ δημοφιλές σχήμα υπήρξε και το τετράπλευρο (ακανόνιστο, ορθογώνιο). Σε ελάχιστες περιπτώσεις ο θάλαμος διέθετε κάτοψη ελλειψοειδή. Η οροφή, σε πληθώρα ταφικών μνημείων, είχε καταπέσει είτε κατά την αρχαιότητα είτε στα νεώτερα χρόνια, λόγω της εντατικής καλλιέργειας (άροσης) του συγκεκριμένου αγροτεμαχίου. Όπου σωζόταν η οροφή ή τουλάχιστον τμήμα της, αυτή ήταν θολωτή,365 με ορατά (ενίοτε) τα ίχνη των εργαλείων διαμόρφωσής της.366 Στο νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας εντοπίσθηκαν και τάφοι με διπλό θάλαμο (τ. 1 και 7),367 που συνεκροτείτο στο πίσω τμήμα του αρχικού θαλάμου και συνήθως βρισκόταν στην ίδια ευθεία με την «κεντρική» θύρα.368 Οι κυκλικοί θάλαμοι είχαν διάμετρο κυμαινόμενη από τα 3 έως τα 4 μ., ενώ το εμβαδό των τετραπλεύρων περιοριζόταν στα 15 τ.μ. (με σύνηθες μήκος πλευρών μεταξύ 3 και 4 μ.). Οι μεγαλύτερων διαστάσεων τάφοι (με επίμηκες δρόμο και μεγάλο θάλαμο) τοποθετήθηκαν στο κέντρο της συστάδας «Αηγιάννης» (τ. 5, 1, 2, 20, 16). Αντίθετα, στο βορειοδυτικό τμήμα της 360. 361. 362. 363. 364. 365. 366.

Ο  υσιαστικώς πρόκειται για «υβριδικό - ημιτελή» τάφο. Β  ικάτου 1999, σελ. 237. Β  ικάτου ό.π. Σχινάς 1990, σελ. 114 (πρβ. και υποσ. 454). Βικάτου 1995α, σελ. 354. Βικάτου 1999, σελ. 239. Το ύψος των θαλαμωτών κυμαίνεται από 1,5 μ. (τ. 30) έως τα 3 μ (τ. 16). Β  ικάτου ό.π. Η ανασκαφέας διέκρινε δύο εργαλεία, διαφορετικού μεγέθους: το ένα με πλάτος 0,06 μ. και το άλλο 0,095 μ. Η Παπάζογλου (Παπάζογλου 1981, σελ. 65) καταγράφει περιπτώσεις θαλαμωτών, όπου διακρίνονταν τα ίχνη των εργαλείων λάξευσης (Περατή, Κατσαμπάς, Καλλιθέα Πατρών). Ο Πετρόπουλος (Πετρόπουλος 2000, σελ. 71) κατηγοριοποιεί τα ίχνη των εργαλείων σε εκείνα που ανήκουν σε λεπτά και αιχμηρά εργαλεία, σε διχαλωτά, γλωσσωτά και σε κτένια. 367. Π  ρβ. και Kontorli - Papadopoulou 1987, σελ. 147. Οι παραθάλαμοι ομαδοποιούνται ανάλογα με τη θέση τους ως προς τον κύριο θάλαμο (αριστερά, δεξιά ή στην οπίσθια πλευρά του κυρίως θαλάμου). Καταγράφονται τρεις περιπτώσεις κατασκευής παραθαλάμων στην οπίσθια πλευρά (Μυκήνες - θαλ. Τάφοι Τσούντα 5 και 79, Wace 518). 368. Β  ικάτου 1999, σελ. 238.

Ταφική αρχιτεκτονική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

73

συγκεντρώνονται πολλά ταφικά μνημεία μικρότερων διαστάσεων, των οποίων ο θάλαμος του ενός προκαλεί φθορές ή και καταστρέφει τον θάλαμο, κάποιου άλλου, ήδη ισταμένου τάφου (π.χ. τ. 11, 12, 13, 14, 15, 37).369 Το δάπεδο των θαλάμων στην πλειοψηφία των περιπτώσεων υπήρξε το φυσικό έδαφος, το οποίο είναι ομαλό. Σε ελάχιστες περιπτώσεις παρατηρείται η διάνοιξη ταφικών λάκκων, για την απόθεση πρωτογενών ή δευτερογενών ταφών.370 Οι λάκκοι, που «δέχονταν» πρωτογενείς ταφές είναι σχεδόν ορθογώνιας κάτοψης (επιμήκεις με αποστρογγυλεμένες γωνίες και με διαστάσεις: από 1-1,60 μ. μήκος, 0,30-0,60 μ. πλάτος), και βάθους μέχρι 1,20 μ. Διαθέτουν προσανατολισμό παράλληλο προς το βασικό άξονα του μνημείου, χωροθετούνται τόσο στο κέντρο όσο και στα πλευρικά τοιχώματα των μνημείων και συνήθως «στεγάζονται» με καλυπτήριες πλάκες, μεγάλων διαστάσεων. Ενδεικτικώς αναφέρεται ο τ. VΙΙΙ της συστάδος «Σπηλιές». Οι τρεις ταφικοί λάκκοι έχουν κατασκευασθεί: ένας δεξιά της εισόδου, έχοντας διαστάσεις 1,12 x 0,35 x 0,40 μ., ο άλλος στο κέντρο του θαλάμου (με διαστάσεις 1,55 x 0,40 x 0,70 μ.) και ο τρίτος στο νοτιοδυτικό τμήμα του θαλάμου (1,60 x 0,40 x 0,30 μ.). Αντιθέτως, οι λάκκοι ανακομιδών είναι μικρότερων διαστάσεων (π.χ. στον τ. VIII o λάκκος, σχήματος ωοειδούς, με διαστάσεις 0, 50 x 0,60 x 0,50 μ.), ακανονίστου σχήματος και αβαθείς (το βάθος δεν υπερβαίνει τα 0,50 μ.). Επιπλέον, δεν καλύπτονται με πλάκες και συνήθως κείνται στην πίσω πλευρά του θαλάμου.371 Ευρήματα: 150 ψευδόστομοι αμφορείς, 60 απιόσχημοι πιθαμφορείς, 70 αλάβαστρα (αρτόσχημα, κυλινδρικά και τριποδικά), πρόχοι (30), άωτα αλαβαστροειδή (15), κύαθοι, κύπελλα, σύνθετα/ πολλαπλά αγγεία, δακτυλιόσχημα, κάλαθοι, δίωτοι και τετράωτοι αμφορείς, δίωτοι αμφορίσκοι, πόρπες, περόνες, 120 σφονδύλια (λίθινα και πήλινα), ξυροί, δακτυλίδια, ψήφοι (πάνω από χίλιες) από χρυσό, υαλόμαζα, ημιπολύτιμους λίθους, φαγεντιανή, πλακίδια υαλόμαζας, σφραγιδόλιθοι (12), οστέϊνη γραφίδα, μαχαίρια, αιχμές δοράτων και χαύλιοι αγριόχοιρου. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ-Γ.

Δάφνη «θέση Λακκαθέλα» (Πίν. 22) Τοπογραφία: Σε λόφο που υψώνεται βορειοανατολικά του ΔΔ Δάφνης372 του Δ. Αμαλιάδος (ανατολική - βορειοανατολική Ηλεία) εντοπίστηκε, κατόπιν υποδείξεως κατοίκου της περιοχής, νεκροταφείο θαλαμωτών τάφων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Οι τάφοι έχουν λαξευθεί στο ωχροκίτρινο μαλακό ασβεστολιθικό πέτρωμα της περιοχής (κιμηλιά ή ασπροπουλιά), στο υψηλότερο σημείο της πλαγιάς του λόφου (ονομασία θέσεως «Λακκαθέλα»). Ανασκαφές: Το 1997 ανεσκάφησαν από την κα. Ξ. Αραπογιάννη373 (τότε προϊσταμένη της Ζ’ ΕΠΚΑ) έξι θαλαμωτοί τάφοι, η ανασκαφή επαναλήφθηκε το 1998 με την αποκάλυψη ακόμη έξι ταφικών μνημείων374 και ολοκληρώθηκε το 1999 με την έρευνα του δέκατου τρίτου θαλαμωτού375 (επιπλέον αυτού ερευνήθηκε και ένας λακκοειδής τάφος). 369. 370. 371. 372. 373.

Β  ικάτου ό.π. Σ  το σύνολο 49 ανεσκαφέντων θαλαμωτών, λάκκοι επισημαίνονται μόνον στους 8. Β  ικάτου 1999, σελ. 238. Με 525 μονίμους κατοίκους. Αραπογιάννη 1997β, σελ. 253-255 και AR 1999, σελ. 44-45, AR 2002-2003, σελ. 36-37, AR 2005, σελ. 33, AR 2006, σελ. 46. 374. Αραπογιάννη 1998, σελ. 225-227. 375. Α  ραπογιάννη 1999, σελ. 234-235.

74 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Αρχιτεκτονική: Τα ερευνηθέντα μνημεία ήταν ασύλητα, όμως οι οροφές σχεδόν όλων είχαν καταπέσει, λόγω των αγροτικών καλλιεργειών και ενδεχόμενων τεχνικών αστοχιών, ήδη κατά την κατασκευή τους. Οι θαλαμωτοί διατάσσονταν παρατακτικά με προσανατολισμό Α-Δ (είσοδος προς Α) και σε απόσταση 3-5 μ. μεταξύ τους.376 Ένας εξ αυτών, ο τ. 6, είχε κατασκευασθεί σε άλλη σειρά και ουσιαστικά στην απόληξη των δρόμων των τ. 2 και 4. Οι θάλαμοι στην πλειοψηφία τους (οι 8 από τους 13) χαρακτηρίζονταν από ελλειψοειδή κάτοψη, με αυξομειούμενη διάμετρο, πιθανώς λόγω δυσχερειών στη λάξευση του φυσικού εδάφους. Οι υπόλοιποι είχαν σχήμα κυκλικό. Οι διαστάσεις τους είναι σχετικά μικρές, ο τ. 7 είχε διάμετρο 3,65 μ, ενώ οι τ. 5 και 4, 2,40 και 2,20 αντίστοιχα (πρόκειται για τους μικρότερους). Πάντως στην πλειονότητα των περιπτώσεων η διάμετρος υπερβαίνει τα 2,50 μ., χωρίς να ξεπερνά τα 3,20 μ. Το δάπεδο του θαλάμου υπήρξε το φυσικό πέτρωμα, χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ειδικές κατασκευές για την απόθεση των νεκρών, των ανακομιδών ή των κτερισμάτων (π.χ. ταφικοί λάκκοι, θρανία). Το στόμιο των μνημείων, βραχύ και στενό, διαθέτει τοιχώματα που συγκλίνουν προς τα άνω και ευρύνονται προς τον θάλαμο. Το ύψος του ξεκινά από 0,38-0,65 μ. (τ. 4) και φθάνει το 1,10 μ. (τ. 7, 11 και 12), στα περισσότερα των μνημείων όμως κυμαίνεται μεταξύ των 0,80 και 0,90 μ. Το πλάτος του δεν υπερβαίνει τα 0,94 μ. (τ. 9) και δεν υπολείπεται του 0,60 μ. (τ. 1 και 2). Το βάθος κυμαίνεται από 0,70 (τ. 5 και 2) έως 1,26 (τ. 7) και 1,30 μ. (τ. 10). Η είσοδος του μνημείου κλεινόταν με ξερολιθιά, δομημένη από μετρίου μεγέθους αργούς λίθους (η ξερολιθιά του τ. 9 είχε κατασκευασθεί από σχιστόπλακες). Στον τ. 5, δύο μεγάλου μεγέθους, πλακοειδείς λίθοι, τοποθετημένοι κατακορύφως, «επένδυαν» εξωτερικώς την ξερολιθιά (Πίν. 22). Οι διαστάσεις του δρόμου, καθώς και η έντονη ή μη κλίση του προς την είσοδο των ταφικών μνημείων εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το έδαφος και το μήκος του δρόμου. Δρόμοι βραχείς (π.χ. τ. 11) παρουσιάζουν έντονη κατωφερική κλίση, δρόμοι μεγαλυτέρου μήκους (π.χ. τ. 1, 5, 6) χαρακτηρίζονται από περισσότερο ομαλή κλίση. Σε γενικές γραμμές το μήκος των δρόμων ξεκινά από τα 2,10 και 2,30 μ. (τ. 9 και 4 αντίστοιχα) και «αγγίζει» τα 4,6 μ. (τ. 1), τα 6 μ. (τ. 7) ή και τα 6,15 μ. (τ. 3). Το πλάτος τους κυμαίνεται μεταξύ των 1,3 μ. και 1,5 μ., με μόνη εξαίρεση τον τ. 8 (πλάτους 1,60-1,65 μ.). Κόγχες εντοπίστηκαν μόνο σε δύο θαλαμωτούς, στους τ. 1 και 2.377 Συγκεκριμένα στη βόρεια παρειά του δρόμου του τ. 1 είχαν λαξευθεί δύο ταφικές κόγχες. Η μία πλησίον της εισόδου και σε ύψος 0,40 μ. από το δάπεδο του δρόμου είχε διαστάσεις 0,53 x 0,30 x 0,47 μ. και η δεύτερη, σε ύψος μόλις 0,25 μ. από το δάπεδο του δρόμου, ήταν μικρότερη και με διαστάσεις 0,53 x 0,29 x 0,67 μ. Η κόγχη του τ. 2 είχε κατασκευασθεί στη νότια παρειά του δρόμου, με διαστάσεις 0,70 x 0,55 μ.

Τ. 1 Ταφές: δύο εντός του θαλάμου. Ευρήματα: αλάβαστρο, σφονδύλια (πήλινα και λίθινα), πιθαμφορίσκοι, ψευδόστομος, περόνες (μία χάλκινη και μία οστέϊνη), χάλκινη αιχμή δόρατος, χάλκινο εγχειρίδιο, χάλκινος ξυρός, χάνδρες από υαλόμαζα, φαγεντιανή και ορεία κρύσταλλο. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β.

376. Α  ραπογιάννη 1997β, σελ. 253. 377. Ό  .π.

Ταφική αρχιτεκτονική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

75

Τ. 2 Ταφές: δύο εντός του θαλάμου. Ευρήματα: Στα κρανία των νεκρών είχαν αποτεθεί δίωτος αμφορέας, αλάβαστρο, ψευδόστομος, ενώ στα κάτω άκρα εντοπίστηκαν ένα αλάβαστρο και ένα κυάθιο. Επιπροσθέτως είχαν συγκεντρωθεί αγγεία σε δύο σημεία του θαλάμου, έναντι της εισόδου και στο δεξί τοίχωμα, περιλαμβάνοντας τέσσερεις ψευδόστομους, δύο απιόσχημους πιθαμφορίσκους, δύο αλάβαστρα και έξι σφονδύλια (πέντε πήλινα και ένα λίθινο). Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2.

Τ. 3 Ταφές: τρεις εντός του θαλάμου. Ευρήματα: τρίωτα αλάβαστρα, κύαθος, άωτο αλαβαστροειδές, χάλκινη ταινία/διάδημα, ψήφοι από υαλόμαζα και ημιπολύτιμους λίθους, αιχμή δόρατος. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ1/2.

Τ. 4 Ταφές: πέντε εντός του θαλάμου. Ευρήματα: δίωτος αμφορίσκος, δύο αλάβαστρα, δύο κύαθοι, ένας τρίωτος πιθαμφορίσκος. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ1/Α2.

Τ. 5 Ταφές: πέντε εντός του θαλάμου. Ευρήματα: άωτο αλαβαστροειδές, αλαβαστροειδείς προχοίσκες, σφραγιδόλιθοι, σφονδύλια, χάνδρες από υαλόμαζα και σάρδιο, τμήμα χάλκινης περόνης. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ.

Τ. 6 Ταφές: πέντε εντός του θαλάμου. Ευρήματα: έναντι της εισόδου αλάβαστρα (το ένα μεγάλων διαστάσεων) και απιόσχημος πιθαμφορίσκος, καθώς και ψήφοι από υαλόμαζα και φαγεντιανή. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2.

Τ. 7 Ταφές: μία (1) εντός του θαλάμου. Ευρήματα: αλάβαστρα, κυάθιο, χάλκινο ξίφος και πήλινα σφονδύλια. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2.

76 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Τ. 8 Ταφές: πέντε (5) και μία ανακομιδή εντός του θαλάμου. Ευρήματα: αλάβαστρα (αρτόσχημα και κυλινδρικά), απιόσχημοι πιθαμφορίσκοι, σφονδύλια, σφραγιδόλιθοι, ψήφοι από φαγεντιανή, υαλόμαζα και ημιπολύτιμους λίθους. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-ΥΕΙΙΙΒ2/Γ.

Τ. 9 Ταφές: τρεις (3) εντός του θαλάμου. Ευρήματα: αλάβαστρα, αλαβαστροειδείς προχοίσκες, δίωτοι αμφορείς, κυάθια, χάνδρες. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-ΥΕΙΙΙΒ2/Γ.

Τ. 10 Ταφές: τρεις (3) εντός του θαλάμου. Ευρήματα: αλάβαστρα, κυάθιο και σφονδύλια. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2.

Τ. 11 Ταφές: τέσσερεις (4) εντός του θαλάμου. Ευρήματα: Οι δύο νεκροί στη ΝΔ πλευρά του θαλάμου είχαν δεχθεί ελάχιστα και κατά βάση κεραμικά κτερίσματα (τρία αλάβαστρα και δύο λίθινα σφονδύλια). Οι άλλοι δύο κείτονταν στη ΒΑ πλευρά του μνημείου και «συνοδεύονταν» από ένα χάλκινο ξίφος, έναν ξυρό, έναν πιθαμφορίσκο και δύο λίθινα ακόνια. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-ΥΕΙΙΙΓ.

Τ. 12 Ταφές: πέντε (5) και μία ανακομιδή εντός του θαλάμου. Ευρήματα: οι δύο ταφές εντοπίστηκαν στη ΒΔ πλευρά του θαλάμου με τη συνοδεία αιχμής δόρατος, χάλκινου μαχαιριού και ενός οστέινου ανδρικού ειδωλίου. Η ανακομιδή (ΝΔ πλευρά θαλάμου) περιελάμβανε τρία κρανία, δύο αλάβαστρα, μία χάλκινη λεπίδα και χάνδρες (από διάφορες ύλες). Αγγεία (αλάβαστρα, ψευδόστομοι) ανευρέθησαν στο κέντρο και έναντι της εισόδου του θαλάμου. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-ΥΕΙΙΙΒ.

Τ. 13 Ταφές: τέσσερεις (4) εντός του θαλάμου. Ευρήματα: μόνο η αρχική ταφή (στο δυτικό τμήμα του θαλάμου) ήταν κτερισμένη (δίωτος αμφορεύς, ένα αλάβαστρο, δύο πήλινα σφονδύλια. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ1-2.378

378. Ο  αμφορεύς ανήκει στην ΥΕΙΙΙΒ2.

Ταφική αρχιτεκτονική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

77

Μιράκα Τοπογραφία: Το ΔΔ της Μιράκας ή της «Αρχαίας Πίσας»,379 παρά την εγγύτητα του προς την Αρχαία Ολυμπία δεν έχει ερευνηθεί συστηματικώς. Η περιοχή υπήρξε κατάφυτη (το φυτικό κεφάλαιο κατεστράφη σχεδόν ολοκληρωτικά, λόγω των εκτεταμένων και καταστροφικών πυρκαγιών, το θέρος του 2007), διαθέτει εύκολη πρόσβαση σε υδάτινους πόρους (Αλφειός, Κλαδέος, μικροί χείμαρροι) και συγχρόνως, λόγω της ύπαρξης χθαμαλών λοφίσκων, προστατεύεται επαρκώς από πλημμυρικά φαινόμενα. Στους λόφους αυτούς, των οποίων το φυσικό πέτρωμα («μαρμαριά» ή «αμμόλιθος») είναι ιδανικό για τη λάξευση θαλαμωτών τάφων, κατασκευάστηκαν μικρές συστάδες ταφικών μνημείων. Πρόκειται για τις θέσεις «Γιδόστανη380», «Σικαλίστρα», «Χαντάκια», «Κρυάβρυση381» και «Λιναριά», που σε συνδυασμό με το μυκηναϊκό νεκροταφείο των περιβαλλόντων το Ν. Μουσείο λόφων, τους ανεσκαμμένους θαλαμωτούς στο λόφο «Καζάνι» του ΔΔ Κοσκινά, καθώς και τις θέσεις στο ΔΔ Πλατάνου («Ρένια» και «Τόμπρινο»), μαρτυρούν ένα πυκνό δίκτυο κατοίκησης στην περιοχή της Αρχαίας Ολυμπίας στα τέλη της μυκηναϊκής εποχής.382 Ανασκαφές: Οι συντελεσθείσες (στη δεκαετία του 1970 και στην αρχή της δεκαετίας του 1980) από τη Ζ’ ΕΠΚΑ ανασκαφές είχαν καθαρά σωστικό χαρακτήρα και αποκάλυψαν πέντε θαλαμωτούς τάφους. Κάποιες από αυτές (στη θέση «Ξηρόβρυση», «Γιδόστανη» και «Μπεϊντάση ή Λιναριά») παραμένουν αδημοσίευτες, ενώ δεν υπάρχει οιαδήποτε μνεία στο Αρχαιολογικό Δελτίο.

Αρχιτεκτονική Θαλαμωτός τάφος στη θέση «Γιδόστανη383» Η θέση κείται ένα χιλιόμετρο ΒΔ του ΔΔ Μιράκας. Πρόκειται για θαλαμωτό τάφο, λαξευμένο στο μαλακό φυσικό πέτρωμα (αμμόλιθος), του οποίου τα βόρεια τοιχώματα τέμνονται με τα αντίστοιχα άλλου θαλαμωτού τάφου, που είχε πλήρως καταστραφεί από μηχανικό εκσκαφέα κατά τη διάνοιξη αγροτικής οδού. Ο θάλαμος διαθέτει κάτοψη ελλειψοειδή (ακανόνιστα κυκλική) με διάμετρο, κυμαινομένη από 3,55 μ. (Β-Ν) έως 3,62 (Α-Δ). Το σωζόμενο ύψος της οροφής δεν υπερβαίνει τα 2,65 μ. Το στόμιο, μήκους 0,90 μ. και πλάτους 0,70 μ., κλείνει ξερολιθιά, δομημένη από μεγάλους πλακοειδείς αμμόλιθους (είχαν τοποθετηθεί στη βάση) και μικρότερους αργούς λίθους (ανωδομή). Ο δρόμος είχε ολοσχερώς καταστραφεί. Ταφές: τρεις (3) επί του δαπέδου. Ευρήματα: Άωτο αλαβαστροειδές (ταφή Ι), ψευδόστομος αμφορέας (ταφή ΙΙ), άωτο αλαβαστροειδές, τρίωτος πιθαμφορίσκος (ταφή ΙΙΙ). Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2.

379. 380. 381. 382. 383.

Μ  ε 393 κατοίκους. Π  ρβ. και AR 1989, σελ. 40. Χ  ατζή 1981, σελ. 149-150. Παπακωνσταντίνου 1988, σελ. 53. Παπακωνσταντίνου 1980, σελ. 169.

78 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Θαλαμωτός τάφος στη θέση «Κρυάβρυση», περιοχή Λάκκα384 Η θέση απέχει περί τα 5 χλμ. βορείως - βορειοδυτικώς του ΔΔ Μιράκας. Πρόκειται για ψηλό λόφο, με ισοπεδωμένη την κορυφή, όπου είχε κατασκευασθεί σταφιδάλωνο. Στην περιοχή εντοπίστηκαν και ανεσκάφησαν ένας θαλαμωτός και τέσσερεις λακκοειδείς τάφοι (μεταγενέστερων χρόνων). Ο μυκηναϊκών χρόνων τάφος έχει λαξευθεί στο φυσικό πέτρωμα της περιοχής και με προσανατολισμό Β.ΒΑ.-Ν.ΝΔ. Ο θάλαμος, προχειροφτιαγμένος και συλημένος, έχει σχήμα ακανόνιστο (με μέση διάμετρο τα 2 μ.) και δάπεδο ανώμαλο. Στο εσωτερικό του ανοίχτηκε λάκκος, μήκους 1,40 μ., ο οποίος είχε «δεχθεί» ταφή. Η πρόσβαση στο μνημείο εξασφαλιζόταν μέσω του στομίου (βάθους 1,35-1,27 μ.) και της θύρας, η οποία ήταν τραπεζιόσχημη, διαστάσεων 1, 06 μ. (ύψος) και 0,55 μ. (πλάτος). Ο δρόμος του μνημείου παρουσιάζει περισσότερο επιμελημένη κατασκευή. Μήκους 8 μ., στενεύει προς το θάλαμο, οι παρειές του συγκλίνουν προς τα άνω και παρατηρείται έντονη κατωφέρεια σχεδόν από το μέσο του και μέχρι τη θύρα του τάφου (Πίν. 23). Σε κάθε παρειά του δρόμου κατασκευάστηκε από μία κόγχη, που φρασσόταν με ξερολιθιά, δομημένη από ποταμίσιες πέτρες, ενώ στο δάπεδό του και προς την είσοδο του μνημείου απεκαλύφθη ελλειψοειδής ταφικός λάκκος με μία εκ των καλυπτηρίων πλακών του in situ. Ταφές: Εντοπίστηκαν δύο ταφές στις κόγχες στο δρόμο του μνημείου (μία ανά κόγχη), μία ταφή εντός ταφικού λάκκου στο θάλαμο και μία ανακομιδή. Ευρήματα: αρτόσχημο αλάβαστρο και λίθινο σφονδύλι (ταφή στην κόγχη), ψευδόστομος αμφορέας (ταφή θαλάμου). Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ.

Στρέφι Τοπογραφία: Σε απόσταση 50-60 μ. βορείως της Ε.Ο. Πύργου - Αρχ. Ολυμπίας και στο ύψος του ΔΔ Στρεφίου,385 του Δ. Αρχαίας Ολυμπίας, ανεσκάφη το 2006 και 2007 μυκηναϊκό νεκροταφείο (Πίν. 24). Οι τάφοι είχαν λαξευθεί στην κλιτύ, δασωμένου με πεύκα, λόφου, ο οποίος εποπτεύει ολόκληρη τη δυτική κοιλάδα Αλφειού (από το ΔΔ του Φλόκα έως αυτό της Σαλμώνης και των Μακρισίων) και παρουσιάζει ομαλή κατωφερική κλίση. Ιστορία ανασκαφών: Το 1961, ο τότε Έφορος Αρχαιοτήτων, κ. Ν. Γιαλούρης, ερεύνησε τον θάλαμο, συλημένου, μυκηναϊκού θαλαμωτού, ο οποίος απέδωσε κεραμική των ΥΕΙΙΙΒ χρόνων.386 Λαθρανασκαφικές ενέργειες (στις αρχές και στα τέλη του 2006) προκάλεσαν την επέμβαση της Ζ’ ΕΠΚΑ και τη διενέργεια σωστικής ανασκαφής, που διήρκεσε συνολικώς δύο μήνες και απέδωσε 18 τάφους της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Το νεκροταφείο περιλαμβάνει διάφορους τύπους ταφικών μνημείων: α) θαλαμωτούς με δρόμο, β) διαμερισματοποιημένους ή «διαιρεμένους με τοιχάριο» λάκκους, γ) απλούς λάκκους και δ) «υβριδικούς ή ημιτελείς» θαλαμωτούς. Οι ανεσκαμμένοι τάφοι, πλην ενός (ο οποίος είχε διεύθυνση Α-Δ), διέθεταν προσανατολισμό Ν-Β.

384. 385. 386.

Χ  ατζή 1982, 149-150 και AR 1990, σελ. 30. Τ  ο ΔΔ έχει 711 μονίμους κατοίκους. D  aux 1962, σελ. 741-743. Γιαλούρης 1961-62α, σελ. 107. Συγκεκριμένα περισυνελέγησαν δύο ψευδόστομοι αμφορείς, δύο απιόσχημοι πιθαμφορίσκοι, ένας προχυτικός κύαθος, ένας τρίωτος και ένας δίωτος αμφορέας.

Ταφική αρχιτεκτονική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

79

Στο κέντρο του νεκροταφείου κατασκευάστηκαν τρεις θαλαμωτοί τάφοι (σχεδόν στην ίδια ευθεία και σε απόσταση περίπου 6 μ. ο ένας από τον άλλο). Δυτικά και ανατολικά αυτών, χωρίς συγκεκριμένη χωροθέτηση, είχαν διαταχθεί τα λοιπά ταφικά μνημεία (λάκκοι τριμερώς χωρισμένοι με απλό τοιχάριο, «υβριδικοί» θαλαμωτοί). Στο ανατολικό και στο δυτικό πέρας του νεκροταφείου είχαν κατασκευασθεί από δύο θαλαμωτοί. Ταφική Αρχιτεκτονική: Το σύνολο σχεδόν των τάφων είχε δημιουργηθεί στον μαλακό αμμόλιθο της περιοχής. Το πέτρωμα επέτρεπε την εύκολη λάξευση των μνημείων, ταυτόχρονα όμως συνέβαλε και στην καταστροφή τους. Με την εξαίρεση των τριών κεντρικών θαλαμωτών τάφων, οι οροφές των υπολοίπων είχαν καταρρεύσει. H ξερολιθιά δομήθηκε από ποταμίσιους λίθους ή αμμόλιθους (συνήθως πλακοειδείς), μεσαίων διαστάσεων. Το ίδιο υλικό χρησιμοποιήθηκε και για τη διαίρεση των ταφικών λάκκων.

Θαλαμωτοί τάφοι Τ. III (Σχέδ. 12) Σχήμα θαλάμου κυκλοτερές - ακανόνιστο, με διογκωμένη τη ΒΑ γωνία του, και με διαστάσεις 3,65 x 2,80 μ. Στο δάπεδο (φυσικός βράχος) είχαν ανοιγεί τρεις ταφικοί λάκκοι (οι Ι, ΙΙ, ΙΙΙ με την αρίθμηση να ξεκινά από δυτικά προς ανατολικά), με προσανατολισμό Β-Ν. Το μήκος τους δεν υπερβαίνει το 1,92 (ο Ι) και το 1,40 μ. (ο ΙΙ), το πλάτος τους κυμαίνεται μεταξύ 0,34 (ο Ι) και 0,43 μ. (ο ΙΙ), ενώ δεν επισημάνθηκε η ύπαρξη περιχειλώματος για την τοποθέτηση καλυπτηρίων πλακών. Το εσωτερικό του θαλάμου, αλλά και των λάκκων είχε εντόνως αναμοχλευθεί και οι καλυπτήριες πλάκες δεν βρέθηκαν in situ, κάποιες όμως συνελέγησαν και μετρήθηκαν (0,47-0,75 x 0,23-0,50 μ.). Η ξερολιθιά (η οποία σωζόταν σε ύψος μόλις 0,50 μ.) δεν είχε οικοδομηθεί επιμελώς. Στο κατώτερο τμήμα της είχαν τοποθετηθεί λίθοι μεγάλων διαστάσεων (0,36 x 0,22-0,30 μ.), ενώ οι ανώτεροι δόμοι ήταν μικρότερων και πλακοειδείς. Η είσοδος είχε διαμορφωθεί με δύο παραστάδες (πλάτους 0,32 μ. η δυτική και 0,28 μ. η ανατολική). Η θύρα υπήρξε τετράπλευρη - τραπεζιόσχημη (πλάτους 1,40 μ. κάτω και 1,20 μ. άνω). Το ύψος του μετώπου του μνημείου ξεπερνούσε τα 3 μ. (3,22 μ.) (Πίν. 25). Ο δρόμος, έντονα κατωφερικός, είχε μήκος 4,87 μ. και πλάτος 1,38 μ. (στην αρχή του) και 1,40 μ. (προ της εισόδου). Στις δύο παρειές του είχε λαξευθεί από μία ταφική κόγχη. Η πρώτη, στην ανατολική παρειά, διαστάσεων 1,78 μ. x 0,60 x 0,60 (βάθος), βρισκόταν 1,45 μ. πάνω από το δάπεδο του δρόμου, πλησίον της εισόδου (2,10 μ.) και κλεινόταν με ξερολιθιά (πλακοειδείς λεπτοί αμμόλιθοι διευθετημένοι σε τρεις επάλληλες σειρές). Η άλλη (στη δυτική παρειά) είχε συληθεί και καταστραφεί από τους λαθρανασκαφείς, με αποτέλεσμα να ανευρεθεί μόνον το περίγραμμα της κοιλότητας και ελάχιστα υπόλοιπα οστών (Πίν. 25). Ευρήματα: δύο ψευδόστομοι και ένα αλάβαστρο με πώμα βάση κύλικος (από την κόγχη ανατολικής παρειάς). Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-ΥΕΙΙΙΒ1.

T. IV (Πίν. 26) Εντοπίστηκε σε απόσταση 6,5-7 μ. βορειοανατολικώς του τ. ΙΙΙ. Το σχήμα θαλάμου διαμορφώθηκε σχεδόν τετράγωνο (Σχέδ. 13) με αποστρογγυλευμμένη την προς Β πλευρά του. Διαστάσεις: 2,10 μ. (Β-Ν) x 2,17 μ. (Α-Δ). Στο εσωτερικό του θαλάμου και πλησίον της εισόδου ανευρέθη μόλις

80 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

μία επιδαπέδια ταφή (Πίν. 58). Η οροφή είχε καταρρεύσει και η ξερολιθιά είχε μερικώς αφαιρεθεί (σώζεται σε ύψος 0,84 μ., πλάτος 0,60 μ. και πάχος 0,92 μ), ενώ είχε οικοδομηθεί από μετρίου μεγέθους ποτάμιους λίθους. Η θύρα και το στόμιο ουσιαστικώς έχουν καταστραφεί. Εκτιμάται ότι τα τοιχώματα του στομίου ευρύνονται προς τον θάλαμο (από 1, 36 μ. σε 1, 51 μ.). Ο δρόμος με ελαφρά κλίση προς τη θύρα του τάφου, είχε μήκος 6,27 μ., και πλάτος 1,67-1,70 μ. (προ της εισόδου). Στην ανατολική παρειά του δρόμου εντοπίστηκε μικρών διαστάσεων κοιλότητα - κόγχη (;) (0,73 x 0,51 μ.), το δάπεδο της οποίας ήταν πλακοστρωμένο από τρεις πλακοειδείς λίθους (Πίν. 26). Δεν ανευρέθησαν κτερίσματα ή κατάλοιπα οστών. Ευρήματα: ένας απιόσχημος πιθαμφορίσκος και ένας ξυρός (από τον θάλαμο). Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ.

Τ. Χ (Πίν. 27, 28, 29) Βορειοανατολικά του «υβριδικού» θαλαμωτού τάφου ΙΧ, εντοπίστηκε και ανεσκάφη ένας ακόμη θαλαμωτός (ο τάφος Χ). Η οροφή του θαλάμου είχε καταπέσει ήδη από τους αρχαίους χρόνους, καθώς το περιεχόμενο του παρέμεινε ανέπαφο. Ο θάλαμος, σχήματος ακανόνιστα κυκλικού και διαστάσεων 3,00 μ. (Β-Ν) x 3,54 μ. (Α-Δ), υπήρξε ένας εκ των μεγαλύτερων ανεσκαμμένων τάφων στο νεκροταφείο Στρεφίου (Σχέδ. 14). Σχεδόν στο κέντρο του θαλάμου και με διεύθυνση ΝΔ-ΒΑ (δηλ. λοξώς προς τον Β-Ν άξονα του μνημείου) είχε ανοιχτεί ταφικός λάκκος (μήκους 2,26 μ., πλάτους που κυμαινόταν από 0,30 έως 0,40 μ. και βάθους μόλις 0,40 μ.) καλυπτόμενος από πλακοειδείς λίθους μεσαίων αλλά και μεγάλων διαστάσεων (η μέγιστη 0,61 x 0,33 μ.) (Πίν. 27). Στη δυτική πλευρά του θαλάμου και σχεδόν παράλληλα προς αυτήν διαμορφώθηκε αβαθής λάκκος - κοιλότητα (χωρίς να επισημανθεί η ύπαρξη καλυπτηρίων πλακών), διαστάσεων 1,70 x 0,32 μ. και βάθους μόλις 0,27-0,30 μ. Το σωζόμενο ύψος της ξερολιθιάς, η οποία αποτελείτο από σειρές αμμολιθικών πλακών και λίθων μεγάλων διαστάσεων (π.χ. στο υψηλότερο σωζόμενο σημείο της λίθος είχε μέγεθος 0,50 x 0,62 μ.), μετρήθηκε στο 1,08 μ., το δε πλάτος της στα 0,80-0,84 μ. (Πίν. 28). Ο δρόμος, μήκους 2,95 μ., και πλάτους 1,40 μ. (προ της εισόδου) διαθέτει τοιχώματα, αποκλίνοντα προς την επιφάνεια, ενώ παρατηρείται έντονη κατωφερική κλίση (το βάθος προ της εισόδου είναι 2,60 μ., ενώ στην αρχή διαμόρφωσής του δεν υπερβαίνει τα 0,6 μ.). Πλησίον της θύρας και σε απόσταση μικρότερη του 1 μ., ερευνήθηκαν δύο ταφικές κόγχες (Πίν. 29). Η μία είχε κατασκευασθεί στην ανατολική παρειά (0,80 μ. από την είσοδο), κλεινόταν με ξερολιθιά (αποτελούμενη από πλακοειδείς λίθους, διευθετημένους σε δύο σειρές) και είχε τις εξής διαστάσεις: 1,25 x 1,20 x 0,52 μ. Η δεύτερη (μόλις 0,60 μ. από την είσοδο) είχε κατασκευασθεί στη δυτική παρειά, με διαστάσεις 1,80 x 0,85 x 0,56 μ. Η είσοδός της φραζόταν με ξερολιθιά (1,70 x 0,75 x 0,40 μ.), αποτελούμενη από μικρών διαστάσεων αργούς λίθους. Ευρήματα: αλάβαστρα, οπισθότμητη πρόχους, υψίποδη δίωτη κύλικα, πεντάωτος αμφορεύς (από ταφικό θάλαμο), απιόσχημος πιθαμφορίσκος (από κόγχη στο δρόμο). Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-ΥΕΙΙΙΒ2.

Ταφική αρχιτεκτονική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

81

Τ. ΧΙΙ (Πίν. 30) Εντοπίστηκε βορειοανατολικά του θαλ. τ. Χ (ο δρόμος του ΧΙΙ σχεδόν εφάπτεται με τη βορειοανατολική πλευρά του θαλάμου του Χ). Ο τάφος ανευρέθη ασύλητος, η δε οροφή του είχε ολοκληρωτικά καταρρεύσει. Ο θάλαμος (Σχέδ. 15), σχήματος τετράπλευρου με αποστρογγυλεμμένη τη δυτική πλευρά, έχει διαστάσεις 2,55 μ. (Β-Ν) και 2,75 μ. (Α-Δ). Στο εσωτερικό του έχουν κατασκευασθεί τέσσερεις επιμήκεις ταφικοί λάκκοι και μία κόγχη/λάκκος στη δυτική πλευρά (Πίν. 35). Οι λάκκοι ακολουθούσαν το γενικό προσανατολισμό του μνημείου, δηλ. Β-Ν, εκτός από τους ΙΙ και ΙΙΙ (οι πλέον κεντρικοί), που είχαν τοποθετηθεί λοξά ως προς τον κατά μήκος άξονα. Οι διαστάσεις τους κυμαίνονται από 1,95 μ. (ο Ι) έως 2,10 μ. μήκος (οι ΙΙΙ και IV) και από 0,40 μ. (οι ΙΙ, ΙΙΙ και IV) έως 0,50 μ. (ο Ι) πλάτος. Το βάθος τους δεν ξεπερνά τα 0,54 μ. (ο ΙΙ), ενώ στον Ι δεν υπερβαίνει τα 0,20 μ. Ο ΙΙΙ είχε «στεγασθεί» με μικρούς πλακοειδείς λίθους και μόνο στη νότια απόληξή του είχε τοποθετηθεί λίθος μεγαλύτερων διαστάσεων (0,49 x 0,22 x 0,04 μ.). Στην περίπτωση του IV ανευρέθη in situ μόνο μία γιγάντια πλάκα (0,53 x 0,77 μ.), η οποία αποτελούσε πιθανώς και βάση - υποδομή της ξερολιθιάς και πιθανώς τοποθετήθηκε μετά την κατασκευή του λάκκου και πριν την οικοδόμηση της ξερολιθιάς. Η ταφική κόγχη (δυτ. πλευρά) με μήκος 1,90 μ. και πλάτος 0,35 μ. πιθανώς λαξεύτηκε στην υστάτη φάση χρήσεως του μνημείου. Τόσο ο Ι όσο και η κόγχη είχαν ανοιγεί σε επίπεδο υψηλότερο των λοιπών λάκκων (κατά 0,70 μ. ο λάκκος και κατά 0,80-1 μ. η κόγχη). Η σωζόμενη ξερολιθιά (Πίν. 30), ύψους 1,25 μ., πλάτους 0,90 μ. και βάθους 0,60 μ., είχε στο ανώτερο τμήμα της οικοδομηθεί προχείρως από μικρού μεγέθους λίθους και χαλίκια, ενώ οι κατώτεροι δόμοι ήταν πολύ μεγαλύτεροι και η τοιχοδομία επιμελέστερη.387 Ο δρόμος, στον οποίο παρατηρείται ομαλή κλίση προς την είσοδο του θαλάμου, διέθετε μήκος 4,55 μ. και πλάτος κυμαινόμενο από 1,08 μ. (στην αρχή του) έως 1,33 μ. (προ της ξερολιθιάς). Τα τοιχώματά του χαρακτηρίζονται από ασήμαντη διεύρυνση προς τα άνω (το πλάτος είναι 1,12 μ. στο επίπεδο δαπέδου και δεν ξεπερνά το 1,16 μ. στην επιφάνεια του εδάφους). Ευρήματα: ψευδόστομοι, σκύφος, γεφυρόστομο προχοϊκό κυάθιο. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-ΥΕΙΙΙΒ.

Τ. XIV (Πίν. 31) Βρίσκεται 10-12 μ. δυτικά του θαλαμωτού III. Ο θάλαμος είναι τετράπλευρος (2,90 μ. στον άξονα Β-Ν και 2,55 μ. στον άξονα Α-Δ) με αποστρογγυλεμένη τη βόρεια πλευρά, η δε οροφή του έχει καταπέσει (Σχέδ. 16). Εντός του θαλάμου και παράλληλα προς τον κύριο άξονα του μνημείου κατασκευάστηκαν δύο επιμήκεις ταφικοί λάκκοι (ο α στην ανατολική πλευρά και ο β στη δυτική). Ο α, μήκους 1,55 μ., πλάτους 0,37 μ. και βάθους 0,35 μ., ενώ ο β είχε μεγαλύτερες διαστάσεις (Πίν. 31) (1,73 μ. μήκος, 0,44 μ. πλάτος και 0,30 μ. βάθος). Ο α καλυπτόταν με λίθους μεγάλων διαστάσεων (από 0,30 x 0,58 μ. έως 0,70 x 0,40 μ.), ενώ δεν εντοπίστηκαν, κατά χώρα, οι καλυπτήριες πλάκες του λάκκου β. Η σωζόμενη ξερολιθιά, η οποία δεν ξεπερνούσε το 1,20 μ. ύψος, το 1,00 μ. πλάτος και τα 0,60 μ. βάθος, ήταν κατασκευασμένη από μικρού και μεσαίου μεγέθους αμμόλιθους (Πίν. 31). Στην εξωτερική όψη της (προς τον δρόμο) είχε διαμορφωθεί κοιλότητα, βάθους 10-15 εκ., για να υποδεχθεί 387. π  ροδήλως για κάθε νέα ταφή δεν αφαιρείτο το σύνολο της ξερολιθιάς αλλά μόνο το ανώτερο τμήμα της

82 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

την «θεμελίωση» της ξερολιθιάς. Ο δρόμος, βραχύς και κατωφερικός, είχε μήκος που δεν υπερέβαινε τα 3 μ., ενώ το πλάτος του κυμαινόταν από 1,17 μ. (στην αρχή του) έως το 1,60 μ. (προ της ξερολιθιάς). Οι ταφές δεν απέδωσαν κτερίσματα.

Κλαδέος (πρώην κοινότητα Στραβοκεφάλου) Σε μικρή απόσταση από το Δ.Δ. Κλαδέου388 του Δ. Αρχ. Ολυμπίας (6 χλμ. ΒΑ της Αρχαίας Ολυμπίας) ερευνήθηκαν δύο συστάδες θαλαμωτών τάφων της ΥΕΙΙΙ. Συγκεκριμένα πρόκειται για έξι θαλαμωτούς στην είσοδο του Κλαδέου (πλησίον της οδού, που συνδέει την κοινότητα με το ΔΔ Κοσκινά και την Αρχαία Ολυμπία), ενώ άλλοι ένδεκα τάφοι εντοπίστηκαν στη θέση «Τρύπες», 3-4 χλμ. ανατολικά - βορειοανατολικά της κοινότητας.389 Στο σύνολό τους είχαν λαξευθεί στις πλαγιές χαμηλών, κατάφυτων λόφων και πλησίον του ποταμού Κλαδέου390 (Πίν. 32). Ιστορία Ανασκαφών: Η συστάδα στην είσοδο του χωριού ερευνήθηκε το 1962 από τον τότε έφορο κ. Ν. Γιαλούρη,391 κατά τη διάρκεια κατασκευής της επαρχιακής οδού που θα ένωνε την τότε ονομαζόμενη κοινότητα Στραβοκεφάλου με την κοινότητα Κοσκινά και την Αρχαία Ολυμπία (Πίν. 41). To 1964 η Ζ’ ΕΠΚΑ392 ερεύνησε και τους έξι από τους ένδεκα θαλαμωτούς στη θέση «Τρύπες».393 Η Αρχαιολογική Υπηρεσία επενέβη εκ νέου, το 1998, ανασκάπτοντας επιπλέον πέντε θαλαμωτούς και έξι ταφικούς λάκκους (από τους οποίους οι τρεις ήταν «διαμερισματοποιημένοι).394

Συστάδα στην είσοδο του ΔΔ Κλαδέου395 (Στραβοκέφαλος) Ανεσκάφησαν έξι θαλαμωτοί, οι οποίοι είχαν ανοιγεί στο μαλακό ασβεστολιθικό πέτρωμα της περιοχής, με προσανατολισμό Α-Δ (Πίν. 33). Οι δρόμοι και το μέγιστο τμήμα των θαλάμων κατεστράφησαν, όπως προαναφέρθηκε, κατά τη διάνοιξη της επαρχιακής οδού, ενώ η οροφή τους είχε καταρρεύσει παλαιότερα.396 Η κάτοψη των θαλάμων ποικίλει. Έτσι οι ΙΙ και IV είναι σχεδόν τετράγωνοι με αποστρογγυλεμένη τη μία πλευρά τους, οι ΙΙΙ και VI ελλειψοειδείς - ακανόνιστοι και τέλος ο Ι τραπεζιόσχημος.

Τ. Ι Τραπεζιόσχημη κάτοψη θαλάμου, διαστάσεων 1,92 x 3,60 μ. Ο θάλαμος σώζεται αποσπασματικά, λόγω της σημαντικής φθοράς του από μηχανικό εκσκαφέα. 388. Κ  ατά την απογραφή του 2001, το ΔΔ Κλαδέου είχε 183 κατοίκους. 389. Πλέον οι αντίστοιχοι θαλαμωτοί λαμβάνουν σχηματικώς την ονομασία Κλαδέος/Στραβοκέφαλος (I-VI) και Τρύπες (1-11). 390. Α  υτοψία το Σεπτέμβριο του 1998 και τον Οκτώβριο του 2008, συνοδεία του συντηρητή της Ζ’ ΕΠΚΑ, κ. Π. Καλπάκου, ο οποίος κατάγεται και διαμένει στο ΔΔ Κλαδέου. 391. Γ  ιαλούρης 1963α, σελ. 103. Daux 1963, σελ. 795. 392. Υπεύθυνοι αρχαιολόγοι οι κ. Π. Θέμελης και Ηλ. Ανδρέου. 393. Γ  ιαλούρης 1964, σελ. 177. 394. Τ  ο φθινόπωρο του 2006 ανεσκάφη από αρχαιολόγο της Ζ’ ΕΠΚΑ ένας ακόμη θαλαμωτός τάφος. 395. Τα κατασκευαστικά στοιχεία των τάφων συνήχθησαν από τις λακωνικές αναφορές των ανασκαφέων στο ΑΔ καθώς και από τα σχέδια, που ευγενικώς μου παρεχώρησε ο κ. Ν. Γιαλούρης. Χωρίς την ύπαρξη των σχεδίων (καθώς δεν υπάρχουν και τα σχετικά ανασκαφικά ημερολόγια) κάθε προσπάθεια ανασύστασης των ταφικών μνημείων θα ήταν ανέφικτη. Kontorli - Papadopoulou 1975, σελ. 156. 396. Γιαλούρης ό.π., σελ. 103.

Ταφική αρχιτεκτονική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

83

Τ. ΙΙ (Πίν. 34) Θάλαμος τετράπλευρου σχήματος, με αποστρογγυλεμένη τη νότια πλευρά του και με διαστάσεις 3,30 x 2,90 μ. (Σχέδ. 17). Στο δάπεδο είχαν ανοιγεί τρεις ταφικοί λάκκοι, οι δύο (α και β)397 παράλληλα προς την ανατολική πλευρά και κάθετοι προς τον Α-Δ άξονα και ο τρίτος (γ) κατά τη φορά του κύριου άξονα του μνημείου και μεγαλυτέρων διαστάσεων.398 Οι λάκκοι «στεγάζονταν» με λίθους399 (κατά χώρα βρέθηκαν οι καλυπτήριοι λίθοι των λάκκων β και γ). Στη νότια πλευρά εντοπίστηκε και επιδαπέδια ταφή κατά τον άξονα Α-Δ. Το κρανίο του νεκρού είχε αποτεθεί σε λίθινη πλάκα, διαστάσεων 0,27 x 0,22 μ. Πλησίον του νοτίου τοιχώματος είχε τοποθετηθεί ακόμη μία λίθινη πλάκα (0,21 x 0,20 μ.). Ευρήματα: οπισθότμητη, ραμφόστομη προχοΐσκη, ψευδόστομος, κυάθιο, απιόσχημος πιθαμφορίσκος, αλάβαστρο. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β-ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη).

Τ. ΙΙΙ Θάλαμος ελλειψοειδούς κάτοψης, διαστάσεων 3,55 x 3,50 μ. (Σχέδ. 18). Στο εσωτερικό του είχαν ανοιγεί 5 ταφικοί λάκκοι. Οι δύο εξ’ αυτών (οι α και γ) είχαν χωροθετηθεί παράλληλα προς τον Α-Δ άξονα του μνημείου, ο (β) εγκαρσίως προς τον Α-Δ άξονα και ο (δ) λοξά προς τον κατά μήκος άξονα. Οι λάκκοι καλύπτονταν με λίθους - πλάκες400 και οι διαστάσεις τους διαφοροποιούνταν: Ο μεγαλύτερος (ο γ) χωροθετημένος στο κέντρο του θαλάμου, είχε μήκος 1,86 και πλάτος 0,40 μ., ενώ ο μικρότερος (ο α) με μήκος μόλις 1,24 μ. και πλάτος 0,36 μ. (Πίν. 35). Πλησίον της ξερολιθιάς είχε κατασκευασθεί ακόμα ένας λάκκος,401 ωοειδούς σχήματος, διαστάσεων μόλις 0,75 x 0,25 μ., καλυπτόμενος από έναν μόνο λίθο. Σε όλους τους λάκκους παρατηρείται η κατασκευή περιχειλώματος - «πατούρας», που δεν καλύπτει το σύνολο του περιγράμματος των, για να εφαρμόσουν πλήρως οι καλυπτήριοι λίθοι. Ευρήματα: υδρία, τέσσερα αλάβαστρα, τρεις απιόσχημοι πιθαμφορίσκοι, τρίωτος αμφορέας, τρεις ψευδόστομοι, δίωτος αμφορίσκος, δύο μόνωτα κυάθια, δύο μόνωτα κύπελλα, ένας δίωτος αμφορίσκος, μία φλάσκη, πλακίδια και ψήφοι υαλόμαζας, ένα λίθινο σφονδύλι. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη).

Τ. IV (Πίν. 35) Θάλαμος ορθογώνιας κάτοψης, με αποστρογγυλεμένη τη νότια πλευρά, διαστάσεων (2,5 x 1,63 μ.). Στο εσωτερικό του είχαν κατασκευασθεί τέσσερεις ταφικοί λάκκοι (Σχέδ. 19), εκ των οποίων οι τρεις (α, γ, δ), παράλληλα προς τον Α-Δ άξονα του μνημείου και ο τέταρτος (ο β) εγκάρσια σε αυτόν. Οι λάκκοι (γ) και (δ) χωροθετήθηκαν στο νότιο τοίχωμα του θαλάμου και σε μικρή απόσταση μεταξύ τους (Πίν. 43). Σε όλους είχε διαμορφωθεί περιχείλωμα για την υποδοχή των καλυπτηρίων λίθων (στον γ ανευρέθησαν κατά χώρα επτά). Οι διαστάσεις τους είναι οι παρακάτω: Ταφικός λάκκος α: Μήκος: 1,19 μ., Πλάτος: 0,30 μ. 397. 398. 399. 400. 401.

Μ  ικρών διαστάσεων, ο (α) 1,25 x 0,27 μ. και ο (β) 1,47 x 0,30 μ. 1 ,62 x 0,40 μ. K  ontorli - Papadopoulou ό.π., σελ. 291. 6-7 ανά λάκκο. Kontorli - Papadopoulou 1975, σελ. 404.

84 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Ταφικός λάκκος β: Μήκος: 1,58 μ. (χωρίς το περιχείλωμα 1,32 μ.), Πλάτος: 0,57 μ. (χωρίς το περιχείλωμα 0,32 μ.). Ταφικός λάκκος γ: Μήκος: 1,32 μ. (χωρίς το περιχείλωμα 1,20 μ.), Πλάτος: 0,45 μ. (χωρίς το περιχείλωμα 0,35 μ.). Ταφικός λάκκος δ: Μήκος: 1,15 μ. (χωρίς το περιχείλωμα 1,09 μ.), Πλάτος: 0,37 μ. (χωρίς το περιχείλωμα 0,28 μ.). Πλησίον της νότιας πλευράς του θαλάμου είχε ανοιγεί και μικρών διαστάσεων λάκκος, στεγασμένος με δύο μεγάλες λίθινες πλάκες.402 Ευρήματα: υδρία, μόνωτο ρηχό κυάθιο, αλάβαστρο, δίωτος αμφορίσκος, προχοϊκό λεκανίδιο, προχοΐσκη, προχοϊκός κύαθος. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη).

Τ. VI Κάτοψη θαλάμου ελλειψοειδής - ακανόνιστη, διαστάσεων 4,20 x 1,5 μ. Έχει καταστραφεί τμήμα του θαλάμου και το σύνολο του δρόμου (Σχέδ. 20). Δεν επισημάνθηκαν ταφικοί λάκκοι ή άλλες κατασκευές στο εσωτερικό του. Ευρήματα: θήλαστρο, φλάσκη, δύο αλάβαστρα, λίθινα σφονδύλια, ψήφοι υαλόμαζας. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β.

Κλαδέος - θέση «Τρύπες»403 Οι θαλαμωτοί τάφοι έχουν λαξευθεί σε λόφο (από μαλακό ασβεστόλιθο), ο οποίος υπήρξε κατάφυτος (πεύκα και θάμνους) και απόκρημνος στην ανατολική πλευρά. Ο λοφίσκος βρίσκεται σε στρατηγική θέση, καθώς εποπτεύει την εύφορη κοιλάδα του Κλαδέου και ένα φυσικά διαμορφωμένο δρόμο, προς την ενδοχώρα της Ηλείας και την Αρκαδία (Πίν. 32). Οι τάφοι με φορά ΝΔ προς ΒΑ διατάσσονται σε δύο επάλληλες σειρές. Ανάμεσα στους θαλαμωτούς έχουν κατασκευασθεί και λακκοειδείς τάφοι.404

Τ. 1 Θάλαμος ορθογώνιας κάτοψης (3,20 x 2,58 μ.), περιλαμβάνων μόνο έναν ταφικό λάκκο, μικρών διαστάσεων (Σχέδ. 21). Οι ταφές - ανακομιδές (επιδαπέδιες) έχουν συγκεντρωθεί σε τρία σημεία του θαλάμου (ΝΑ, ΒΑ και ΒΔ γωνία). Η είσοδος είναι διαμορφωμένη (παραστάδες, στόμιο), μολονότι παρατηρούνται ασυμμετρίες (η ανατολική παραστάδα είναι ευρύτερη της δυτικής). Το στόμιο, βάθους 0,86 μ. (αν. παρειά) - 0,93 μ. (δυτ. παρειά), διευρύνεται από το εξωτερικό προς το εσωτερικό (το πλάτος του από 0,79 μ. αυξάνεται σε 0,83 μ.). 402. K  ontorli - Papadopoulou 1975, σελ. 404. 403. Η  συστάδα αυτή παραμένει αδημοσίευτη, παρά την παρέλευση 44 ετών από την ανασκαφή της. Για λακωνική αναφορά ανασκαφικών δεδομένων Kontorli - Papadopoulou 1975, σελ. 156. 404. Σ  ε απόσταση 2 χλμ. ΒΔ του Κλαδέου, ο Ν. Γιαλούρης ανέσκαψε το 1960 λακκοειδείς μυκηναϊκούς τάφους (θέση «Φεγγαράκι»). Κατά την πραγματοποιηθείσα το 1998 αυτοψία και σε μικρή απόσταση από το νεκροταφείο μου υπεδείχθη πλαγιά λόφου με εμφανή τα οικιστικά κατάλοιπα (προϊστορικών χρόνων;). Σε απόσταση 1-2 χλμ. βορείως των Τρυπών εντοπίζεται και η θέση Κιούπια, όπου έχει βρεθεί νεκροταφείο λάκκων και πίθων της ΥΕΧ. Δυτικά - ΒΔ της εξεταζομένης θέσεως βρίσκεται το ΔΔ Καυκανιάς με έντονη συγκέντρωση προϊστορικών θέσεων. Παρατηρείται πυκνή συνεπώς κατοίκηση στην κοιλάδα του Κλαδέου κατά την ΥΕΧ.

Ταφική αρχιτεκτονική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

85

Ο δρόμος, χωρίς να έχει αποκαλυφθεί στο σύνολό του, διαθέτει μήκος 6,37 μ. και πλάτος, κυμαινόμενο από 1,32 μ. (στην αρχή του) έως 1,48 μ. (προ της εισόδου). Η κα. Κοντορλή - Παπαδοπούλου αναφέρει την ύπαρξη βαθμίδων (στην αρχή του δρόμου), στοιχείο που δεν αναγνωρίζεται στη σχεδιαστική αποτύπωση του θαλαμωτού.405 Στις παρειές του έχουν λαξευθεί τρεις κόγχες406 (δύο στη να. πλευρά και 1 στη βδ). Από τις τρεις κόγχες, η μεγαλύτερη (2,07 x 0,81 μ.) είχε δημιουργηθεί στη να. παρειά και πλησίον της εισόδου (σε απόσταση μόλις 0,80 μ.), ενώ οι άλλες δύο ήταν σαφώς μικρότερων διαστάσεων (1,16 x 0,49 μ. η κόγχη της ΒΔ παρειάς και 1,34 x 0,60 μ. η αντίστοιχη της ΝΑ).

Τ. 2 Θάλαμος (Σχέδ. 22) σχεδόν τραπεζιόσχημος (2,10 μ. x 2,30 x 3,12 μ.). Στο δάπεδο είχαν ανοιγεί δύο ταφικοί λάκκοι, οι οποίοι εφάπτονται στα πλευρικά τοιχώματα του θαλάμου (βόρειο και ανατολικό αντίστοιχα). Πρόκειται για λάκκους μετρίων διαστάσεων (1,17 μ. - 1,37 μ. μήκος και 0,37-0,42 μ. πλάτος), οι οποίοι διαθέτουν και περιχείλωμα407 για την καλύτερη εφαρμογή των καλυπτηρίων λίθων (οι οποίοι δεν βρέθηκαν κατά χώρα). Η είσοδος του μνημείου διαμορφώθηκε με ανισομεγέθεις παραστάδες και στόμιο, του οποίου το βάθος κυμαινόταν από 0,70 μ. έως 0,75 μ. (η ΝΔ παρειά υπήρξε λοξή προς τον άξονα το τάφου) και το πλάτος διευρυνόταν προς το εσωτερικό του θαλάμου (από 0,65 μ. σε 0,87 μ.). Ο δρόμος, ανεσκαμμένος σε μήκος 2,65 μ., έχει συγκλίνοντα προς την είσοδο τοιχώματα (πλάτος που ξεκινά από το 1,30 και καταλήγει στην είσοδο στο 1,15 μ.). Πλησίον της εισόδου και στη νοτιοδυτική παρειά είχε ανοιγεί ταφική κόγχη,408 διαστάσεων 1,75 x 0,43 μ. (μέγιστο βάθος). Στο κέντρο του δρόμου και σε απόσταση μόλις 0,54 μ. από την είσοδο εντοπίστηκε ταφικός λάκκος (1,53 x 0,45 μ.) με περιχείλωμα στη ΒΑ πλευρά του, διατεταγμένος παράλληλα προς τον κύριο άξονα του μνημείου (Σχέδ. 25).

Τ. 3 Σχήμα θαλάμου κυκλικό, διαμέτρου 2,39-2,48 μ. Εντός του θαλάμου (Σχέδ. 23) και κατακόρυφα προς τον κατά μήκος άξονα του μνημείου, είχαν σχηματισθεί ταφικός λάκκος (1,36 x 0,40 μ.) και ένα αβαθές όρυγμα (1,95 x 0,40-0,47 μ.), πιθανώς ημιτελής λάκκος, άνευ περιεχομένου. Η είσοδος του θαλάμου φαίνεται πρόχειρα διαμορφωμένη, χωρίς την ύπαρξη παραστάδων. Το στόμιο ήταν βάθους 0,50 μ. και πλάτους, κυμαινομένου από 0,82 (εξωτερικό) έως 0,88 μ. (στο εσωτερικό του θαλάμου). Ο δρόμος απεκαλύφθη σε μήκος 3,52 μ. και διαθέτει πλάτος 0,78 (στην αρχή του) - 0,89 μ. (προ της εισόδου). Στις παρειές του ανοίγονται τρεις κόγχες (δύο στη βόρεια και μία στη νότια), οι οποίες κλείνονται με ξερολιθιά.409 Οι διαστάσεις των κογχών ποικίλουν, ξεκινώντας από 1,30 μ. και φθάνοντας στο 1,44 μ. μήκος, ενώ το βάθος κυμαίνεται από 0,44 έως 0,54 μ.410 Σε απόσταση 1,53 μ. από την είσοδο του θαλάμου είχε κατασκευασθεί ένας ακόμη επιμήκης και ευρύς λάκκος 405. 406. 407. 408. 409. 410.

K  ontorli - Papadopoulou 1975, σελ. 264. Ό  .π., σελ. 467. Τ  ο πλάτος του δεν είναι σταθερό αλλά αυξομειώνεται από 0,07-0,20 μ. Kontorli - Papadopoulou 1975, σελ. 404. Ό.π., σελ. 467. Ό.π., σελ. 381.

86 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

(1,56 x 0,56 μ.), λοξά προς τον κατά μήκος άξονα του μνημείου και στεγασμένος με λίθους μεγάλων διαστάσεων (π.χ. 0,68 x 0,18 μ.).

Θαλαμωτοί τάφοι ανασκαφέντες το 1998411 Πρόκειται για τα μνημεία με αρίθμηση 7-11. Η κάτοψη τους ήταν τετράπλευρη (τ. 7, 10, 11) ή κυκλική (τ. 8). Το εμβαδό των θαλάμων δεν υπερβαίνει τα 15 τ.μ. (π.χ. 2,80 x 3,7 μ. ο τ. 10). Οι 10 και 11 διέθεταν και πλακοσκεπείς λάκκους συνήθως με προσανατολισμό Β-Ν. Η είσοδος τους έκλεινε με ξερολιθιά, η οποία στην περίπτωση του τ. 9 διεσώθη σε ύψος 0,90 μ. και αποτελείτο από ποταμίσιους λίθους. Οι δρόμοι τους ξεπερνούσαν σε κάποιες περιπτώσεις τα 6 μ. μήκος (π.χ. οι τ. 7 και 11 με 6,00 και 6,25 μ. αντίστοιχα), ενώ άλλοτε ήταν εξαιρετικά βραχείς και έντονα κατωφερικοί (π.χ. ο δρόμος του τ. 9, μήκους μόλις 2,5 μ.). Το πλάτος τους αυξομειώνεται, ενίοτε ευρύνεται προ της εισόδου (π.χ. ο δρόμος του τ. 11 με πλάτος κυμαινόμενο από 1,70 έως 1,85), ενώ στην περίπτωση του τ. 9 μειώνεται (στην αρχή του το πλάτος είναι 1,30 για να περιορισθεί στο 1 μ. προ της εισόδου). Ευρήματα: ψευδόστομοι αμφορείς, δίωτοι και τετράωτοι αμφορείς, αλάβαστρα, σύνθετα αγγεία, αλαβαστροειδείς προχοίσκες, δακτυλιόσχημα, κερατοειδές αγγείο, κύπελλο, κύαθος, ειδώλια, πόρπες, ψήφοι και πλακίδια υαλόμαζας, χαύλιοι αγριόχοιρου, χάλκινες αιχμές δοράτων. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-ΥΕΙΙΙΓ (μέση).

Διάσελλα (Μπρουμάζι) - θέση «Κουτσοχέρα» Η θέση εντοπίζεται πλησίον των ΔΔ Πλουτοχωρίου και Διασέλλων του Δ. Σκιλλούντος.412 Η συστάδα των θαλαμωτών τάφων έχει χωροθετηθεί στους πρόποδες χθαμαλού, εύφορου και με πυκνή βλάστηση λόφου, στην κορυφή του οποίου ανεσκάφησαν και οικιστικά κατάλοιπα των ΥΕ χρόνων.413 Οι δρόμοι των ταφικών μνημείων έχουν καλυφθεί, ενώ και οι θάλαμοι λόγω της πυκνής βλάστησης έχουν καταστεί δυσδιάκριτοι. Η περιοχή (κοιλάδα Σκιλλούντος) είναι καταπράσινη και εύφορη (ελαιόδενδρα, σταφίδα, κηπευτικά) (Πίν. 36). Ιστορία Ανασκαφών: Οι ανασκαφικές εργασίες έλαβαν χώρα στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Απεκαλύφθησαν τρεις θαλαμωτοί τάφοι, ενώ υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη ανεξερεύνητων μνημείων (μορφολογία εδάφους, οπές στο φυσικό πέτρωμα).414 Το όλο εγχείρημα αποσκοπούσε στην απόκτηση τοπογραφικών γνώσεων για την ευρύτερη περιοχή του αρχαίου Σκιλλούντος.415 411. Β  ικάτου 1998, σελ. 230-233. Πρβ. και Ολ. Βικάτου, Κλαδέος, ΑΔ55, 2000, σελ. 277-279, Αναφέρεται στην έρευνα δύο ακόμη θαλαμωτών (οι τ. 12 και 13) και δύο λακκοειδών (τ. 9 και 10). Ο θάλαμος του τ. 13, με κάτοψη ωοειδή, έχει διαστάσεις 5 x 5,40 μ. και στο εσωτερικό του έχουν ανοιγεί τέσσερεις λάκκοι. Το συγκεκριμένο μνημείο είναι το μεγαλύτερο του νεκροταφείου και η έρευνά του απέδωσε 92 αγγεία (27 αωτοί αμφορείς, 39 ψευδόστομοι κ.τ.λ.). Από την κεραμική τεκμαίρεται πως ο τάφος χρησιμοποιείται από την ΥΕΙΙΙΒ και κυρίως κατά την ΥΕΙΙΙΓ. 412. κ αι σε μικρή απόσταση από την αρχαία Σκιλλουντία (διενεργηθείσα αυτοψία τον Σεπτέμβριο του 1998). Το ΔΔ είχε πληθυσμό 680 κατοίκων. Για τη θέση πρβ. και Γιαλούρης 1955, σελ. 97, BCH 1956, σελ. 287 και BCH 1957, σελ. 574-579, Kontorli - Papadopoulou 1975, σελ. 157. 413. Γ  ια τα οποία έχουμε ελάχιστες πληροφορίες (ελλιπέστατη η φωτογραφική - σχεδιαστική τεκμηρίωση, ενώ δεν ανευρέθησαν ημερολόγια των ανασκαφικών εργασιών). 414. BCH 1959, σελ. 649 όπου γίνεται αναφορά και για την ανασκαφή κιβωτιόσχημου τάφου κλασικών χρόνων. 415. Όπου δραστηριοποιήθηκε διαχρονικά τόσο η Ζ’ ΕΠΚΑ όσο και η 6η ΕΒΑ φέρνοντας στο φως σημαντικά μνημεία (Ναός Αθηνάς, νεκροταφείο αρχαϊκών - κλασσικών χρόνων, «Κόκκινη Εκκλησσιά»). Η ανασύσταση των αρχιτεκτονικών δεδομένων των θαλαμωτών τάφων βασίστηκε στις ιδιόχειρες σημειώσεις - σχέδια, τα οποία μου παρέδωσε ο κ. Ν. Γιαλούρης.

Ταφική αρχιτεκτονική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

87

Θαλαμωτός τάφος Α416 Θάλαμος τραπεζιόσχημης κάτοψης (Πίν. 37) με αποστρογγυλεμμένες γωνίες, διαστάσεων 2,10 x 3,35 μ. και προσανατολισμού Β-Ν. Ο τάφος ασύλητος, περιείχε αποκλειστικά ταφές επί του φυσικού εδάφους - δαπέδου. Στη σαμαρωτή οροφή του μνημείου (ύψους 2,33 μ.417) διακρίνονταν ίχνη του εργαλείου λάξευσης της (αυλακώσεις πλάτους από 0,005 μ. - 0,015 μ.)418 (Σχέδ. 24). Το στόμιο επίμηκες, μήκους 1,09-1,10 μ. και πλάτους 0,55 μ. είχε συγκλίνοντα προς τα άνω τοιχώματα (από 0,55, στα δάπεδο, έως 0,45 μ. στην οροφή). Η θύρα, σχεδόν ορθογώνιας κάτοψης (Πίν. 45), κλεινόταν με συμπαγή ξερολιθιά (βάθους 1,20 μ.), στη βάση της οποίας είχαν τοποθετηθεί μεγάλων διαστάσεων λίθοι. Ο δρόμος, έντονα κατωφερικός, ανεσκάφη σε μήκος μόλις 2 μ. και προ της εισόδου είχε πλάτος 2,10 μ.419 Στην ανατολική παρειά, πλησίον της εισόδου (0,90 μ.), και σε ύψος 0,66 μ. από το δάπεδο του δρόμου, είχε κατασκευασθεί ταφική κόγχη420 (1,80 x 0,53 μ.). Ευρήματα: ψευδόστομοι, απιόσχημοι πιθαμφορίσκοι, κυλινδρικό αλάβαστρο, πρόχου, αλαβαστροειδής προχοΐσκη και δίωτος αμφορεύς, εγχειρίδιο, ξυρός και σφραγιδόλιθος. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2 - τέλη της ΥΕΙΙΙΒ/αρχές της ΥΕΙΙΙΓ.

Τ. Β (Πίν. 37) Θάλαμος ορθογώνιας κάτοψης, με ελαφρώς καμπυλόγραμμα τοιχώματα και προσανατολισμό Β-Ν, είχε διαστάσεις 2,58 x 3,5 μ. (Σχέδ. 25). Στο εσωτερικό του, παράλληλα προς τον κατά μήκος άξονα και εκατέρωθεν της εισόδου, λαξεύθηκαν δύο ταφικοί λάκκοι, ο (α) με διαστάσεις 1,65 x 0,22 x 0,45 μ. βάθος και ο (β) 1,82 x 0,28 x 0,41 μ. βάθος. Στην περίπτωση του (β) διατηρούνταν κατά χώρα οι δύο ακραίες καλυπτήριες πλάκες, ενώ στον (α) το σύνολο των καλυπτηρίων λίθων,421 οι οποίες προσαρμόζονταν πάνω σε στενό περιχείλωμα. Η οροφή του θαλάμου, μεγίστου ύψους 2,6 μ., διατηρήθηκε, ενώ ο δρόμος δεν ερευνήθηκε. Ευρήματα: κυλινδρικό αλάβαστρο, πολλαπλό αγγείο, ψευδόστομος, τρίωτος αμφορεύς, πλακίδια υαλόμαζας και λίθινα σφονδύλια. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-Β.

Τ. Γ422 (Πίν. 37) Θάλαμος ακανονίστου πενταγώνου (λόγω της διαμόρφωσης της δυτικής πλευράς), διαστάσεων 3,25 x 2,79 μ. (Σχέδ. 25). Στο μέγιστο τμήμα της βόρειας και σε ολόκληρη την ανατολική πλευρά έχει δημιουργηθεί, ένα είδος θρανίου, πλάτους 0,42 μ. - 0,45 μ. και ύψους 0,32 μ. Η οροφή διεσώθη και είχε μέγιστο ύψος 2,33 μ. Το στόμιο ήταν βάθους 0,90 μ. και πλάτους από 0,65 μ. (εξωτερικώς) έως 0,75 μ. (στο εσωτερικό). Ο δρόμος έχει ανασκαφεί σε μήκος μόλις 2,30 μ., έχοντας πλάτος 1,10 μ.

416. 417. 418. 419. 420. 421. 422.

B  CH 1957, σελ. 575. η  διαμόρφωσή της οροφής ξεκινούσε από το ύψος 1,09 μ. Π  ρβ. και υποσ. 350. Το μέτωπο του μνημείου είναι ύψους 3,90 μ. (βάσει της σχεδιαστικής αποτύπωσης). BCH 1957, σελ. 578 και Kontorli - Papadopoulou 1975, σελ. 381. Kontorli - Papadopoulou 1975, σελ. 291 (εννέα συνολικώς). Ό  .π., σελ. 578. O τάφος χωροθετείτο 15 μ. ανατολικώς του θαλαμωτού τάφου Α.

88 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Ευρήματα: απιόσχημοι πιθαμφορείς, προχοϊκοί κύαθοι, κυάθια, κυλινδρικό αλάβαστρο, αρτόσχημα αλάβαστρα, δίωτοι αμφορείς, ψευδόστομος αμφορεύς, πλακίδια υαλόμαζας, λίθινα σφονδύλια. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη).

Μακρύσια - θέση «Κανιά» Η θέση βρίσκεται 3 χλμ. βόρειο - βορειοανατολικά του ΔΔ Μακρυσίων του Δήμου Σκιλλούντος,423 στην πλαγιά λόφου, ο οποίος εποπτεύει την κοιλάδα του Αλφειού, τον εύφορο κάμπο που απλώνεται εκατέρωθεν αυτής, καθώς και τη σύγχρονη επαρχιακή οδό Αρχ. Ολυμπίας - Κρεστένων. Η περιοχή είναι κατάφυτη με καλλιέργειες ελαιοδένδρων και εσπεριδοειδών. Ιστορία ανασκαφών: Η έρευνα διεξήχθη από τον τότε προϊστάμενο της Ζ’ ΕΠΚΑ, κ. Ν. Γιαλούρη (Πίν. 38), ο οποίος απεκάλυψε δύο θαλαμωτούς τάφους424 (πιθανώς στην περιοχή να υπάρχουν και άλλα ταφικά μνημεία). Οι τάφοι, με προσανατολισμό Α-Δ, είχαν λαξευθεί στο μαλακό ασβεστολιθικό πέτρωμα της περιοχής.

Τ. Α Σχήμα θαλάμου ακανόνιστο (διαστάσεων 3,37-3,55 x 3,00-3,10 μ. και ύψους 2,30 μ.), με πολλές μικρές «κόγχες» στη βόρεια πλευρά, προκειμένου να συμπεριληφθούν στο θάλαμο και οι έξι ταφικοί λάκκοι (Σχέδ. 26), οι οποίοι «κατανέμονται» χωροταξικώς σε δύο ομάδες: η πρώτη, περιλαμβάνει τους λάκκους γ, δ, ε, στ, στο βόρειο τμήμα του θαλάμου. Οι τρεις εξ’ αυτών είχαν διάταξη λοξώς προς τον κατά μήκος άξονα του μνημείου, ενώ ο ε παράλληλη προς το τοίχωμα. Οι λάκκοι αυτοί δεν ήταν στεγασμένοι αλλά καλύπτονταν απλώς με χώμα.425 Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από δύο λάκκους (α και β), ο (α) κατά μήκος της νότιας πλευράς και ο (β) στην ανατολική και κατακόρυφα προς τον κατά Α-Δ άξονα του τάφου. Είναι επιμήκεις, με καμπύλα τοιχώματα και καλύπτονταν με μεγάλων διαστάσεων λίθους - πλάκες (0,53-0,64 x 0,200,38 μ.). Οι διαστάσεις των λάκκων ποικίλλουν: αυτοί της πρώτης ομάδας (εξαιρέσει του στ) έχουν μικρότερες διαστάσεις, συγκριτικά με τους α και β. Αναλυτικά: Ταφικός λάκκος Γ: 1, 10 x 0,30 μ. Ταφικός λάκκος Δ: 1,57 x 0,32 μ. Ταφικός λάκκος Ε: 0,90 x 0,36 μ. Ταφικός λάκκος Στ: 1,80 x 0,38 μ. Αντιθέτως, οι α και β διαθέτουν μήκος, που κυμαίνεται από 1,64 έως 1,87 μ. και πλάτος από 0,42 έως 0,52 μ. Το βάθος τους δεν υπερβαίνει τα 0,40 μ. Το στόμιο έχει διαμορφωθεί αμελώς (με μία μόνο παραστάδα στη βόρεια πλευρά της εισόδου), έχει μήκος περ. 1,10 μ. με τοιχώματα που συγκλίνουν προς το εσωτερικό του θαλάμου (από 0,80 σε 0,70 μ).

423. Κ  αι τέσσερα χιλιόμετρα δυτικώς της Ολυμπίας, στην αριστερή όχθη του Αλφειού πρβ. και ΠΑΕ 1954, σελ. 295-298 και BCH 1954, σελ. 128-129, Kontorli - Papadopoulou 1975, σελ. 156. 424. B  CH 1954, σελ. 128. 425. Π  ρβ. και Kontorli - Papadopoulou 1975, σελ. 404.

Ταφική αρχιτεκτονική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

89

Η είσοδος κλεινόταν με ξερολιθιά, σωζόμενου ύψους 1,19 μ. και βάθους 1,10 ενώ το πλάτος της δεν ξεπερνά τα 0,70 μ.426 Ο δρόμος ανεσκάφη σε μήκος, περίπου 3,5 μ., χαρακτηρίζεται από κατωφερική κλίση427 προς την είσοδο και το πλάτος του ευρύνεται προ της εισόδου (από 1,06 μ. στην αρχή του σε 1,13 μ.). Ευρήματα: ψευδόστομοι, κρατήρας με εικονιστική παράσταση, ασκός, προχοϊκός κύαθος, κυάθιο, αρτόσχημο αλάβαστρο, τρίωτοι αμφορείς, λίθινα αφονδύλια, πλακίδια υαλόμαζας. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη).

Θαλαμωτός τάφος Β Η κάτοψη του θαλάμου είναι σχεδόν ορθογώνια (καμπύλα τα τοιχώματα της ανατολικής και νότιας πλευράς) και διαστάσεων 3,25 x 2,53 μ. Το μέγιστο ύψος της θολωτής οροφής μετρήθηκε στα 1,70-1,75 μ. Στο κέντρο του θαλάμου και σχεδόν παράλληλα προς τον κατά μήκος άξονα του μνημείου, λαξεύθηκαν δύο επιμήκεις λάκκοι με καμπυλόγραμμες απολήξεις (Σχέδ. 27). Ονομάστηκαν α και β, είχαν δε τις εξής διαστάσεις: Ταφικός λάκκος α: 1,45 x 0,40 x 0,50 μ. (βάθος) Ταφικός λάκκος β: 1,62 x 0,36 μ. x 0,42 μ. (βάθος).428 Και οι δύο λάκκοι «στεγάζονταν» με λίθους μεσαίου και μεγάλου μεγέθους, χωρίς την ύπαρξη κάποιου περιχειλώματος ή ειδικής διαμόρφωσης του φυσικού εδάφους (ο μεγαλύτερος διαστάσεων 0,57 x 0,38 μ.). Το στόμιο διαμορφώθηκε χωρίς αρχιτεκτονικές εκλεπτύνσεις (μικρή παραστάδα στη βόρεια παρειά), είχε τοιχώματα που διευρύνονταν προς το εσωτερικό του μνημείου (το πλάτος από 0,80 έφθανε στα 0,89-0,91 μ.). Το στόμιο, όπως και στους λοιπούς θαλαμωτούς, κλεινόταν με ξερολιθιά (ύψους 1,47 μ. και βάθους 1,37). Και στην περίπτωση του τάφου Β, η βάση της ξερολιθιάς - υποδομή φτιαχνόταν από μεγάλου μεγέθους λίθους, οι οποίοι εξείχαν ελαφρώς των υπολοίπων (δίκην κρηπίδας), ενώ η ανωδομή από πολύ μικρότερους πλακοειδείς λίθους. Το σύνολο του μετώπου του μνημείου υπολογίζεται στα 3,10 μ. Ο δρόμος, ο οποίος ανεσκάφη σε μήκος 4,90-5,00 μ. και χαρακτηρίζεται από ελαφρά κατωφερική κλίση προς την είσοδο, είχε πλάτος μόλις 0,82 μ. στην αρχή του και 1,47 μ. προ της εισόδου. Ευρήματα: αρτόσχημο αλάβαστρο, τρίωτος κρατηρίσκος, ψευδόστομοι, δίωτες κύλικες, προχοϊκοί κύαθοι, απιόσχημοι πιθαμφορίσκοι, τρίωτοι αμφορείς, δίωτος αμφορεύς, αλάβαστρα, λίθινα σφονδύλια. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-ΥΕΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ (πρώιμη).

Νεκροταφείο Νέου Μουσείου Αρχαίας Ολυμπίας Περιλαμβάνει δύο συστάδες τάφων: η μία κείται στο λόφο «Καλόσακα», βορείως - βορειοανατολικώς του Αρχαιολογικού Μουσείου Ολυμπίας και αποτελείται από ένδεκα (11) θαλαμωτούς

426. Τ  ο μέτωπο της εισόδου αγγίζει τα 2 μ. (βάσει της σχεδιαστικής αποτύπωσης). 427. Σ  τις ιδιόχειρες σημειώσεις του ανασκαφέως κ. Ν. Γιαλούρη αναγράφεται: «Ο δρόμος κατήρχετο σχηματίζων από της αρχής και εις απόστασιν 7,20 βαθμίδα, όποθεν η κατωφέρεια συνεχίζετο δι’ ελαφρότερας βαθμίδας εις ακανόνιστα διαστήματα. Προς το τέλος του δρόμου βαθαίνει προς το μέσον ούτος (δηλ. ο δρόμος)». Πάντως στην τομή του τάφου δεν αποτυπώνεται η ύπαρξη βαθμίδος αλλά η κατωφερική κλίση προς την είσοδο. 428. K  ontorli - Papadopoulou 1975, σελ. 404.

90 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

τάφους, η δεύτερη εντοπίζεται στο λόφο «Ζούνη»,429 περιλαμβάνουσα θαλαμωτό και «υβριδικό/ ημιτελή». Και οι δύο λόφοι, οι οποίοι καλύπτονταν με πυκνή βλάστηση πεύκων και θάμνων,430 βρίσκονται πλησίον του Κλαδέου και εποπτεύουν τόσο την κοίτη του, όσο και τη λεκάνη ροής του Αλφειού (Πίν. 39). Δεν έχουν επισημανθεί ίχνη του οικισμού, μολονότι ο Ν. Γιαλούρης, τον τοποθετεί στην κορυφή του λόφου της Δρούβας431 (γύρω στα 500 μ. απόσταση σε ευθεία γραμμή). Ιστορία Ανασκαφών:432 Το 1960 και 1961 ανεσκάφησαν δύο θαλαμωτοί τάφοι στην περιοχή του λόφου Καλόσακα, βόρεια - βορειοανατολικώς του Μουσείου. Το 1964 και ενόψει της κατασκευής του προαναφερθέντος μουσείου διενεργήθηκαν δοκιμαστικές τομές, που έφεραν στο φως οκτώ θαλαμωτούς, δύο ταφικούς λάκκους της αυτής χρονολογίας και κιβωτιόσχημους τάφους ρωμαϊκών χρόνων. Η ανασκαφή διεξήχθη σε δύο περιόδους (τον Μάρτιο και τον Ιούλιο του 1964 από τους αρχαιολόγους Ηλ. Ανδρέου και Π. Θέμελη433). Η Λ. Παρλαμά αποκάλυψε τον Απρίλιο του 1971 έναν θαλαμωτό στο λόφο Ζούνη, ενώ το 1974 προσετέθη ένα ακόμη ανεσκαμμένο μνημείο στη συστάδα του Καλόσακα. Το μέγιστο μέρος των ευρημάτων τους εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας (αίθουσα προϊστορικών χρόνων).434 Τάφος ανασκαφείς το 1961:435 Ο θαλαμωτός τάφος, με προσανατολισμό Α-Δ, εντοπίστηκε 50 μ. από τη ΒΑ γωνία του Αρχαιολογικού Μουσείου Ολυμπίας. Η κάτοψη του θαλάμου είναι ακανόνιστη και με διαστάσεις μόλις 1,40 x 1,50 μ. (Σχέδ. 28). Στο κέντρο του θαλάμου είχε ταφεί ένας νεκρός, κατά τη φορά του κυρίως άξονα, ενώ παλαιότερη ταφή είχε «παραμερισθεί» στη νότια πλευρά του μνημείου. Το στόμιο, βάθους 0,82 μ. και πλάτους 0,77 μ., κλεινόταν με ξερολιθιά (η οποία ανευρέθη κατά χώρα), αποτελούμενη από λίθους μεγάλων διαστάσεων, ανάμεσα στις οποίες υπήρχαν μικρότεροι, δίκην σφηνών. Ο δρόμος, μήκους 6 μ. και πλάτους 1,5 μ, παρουσίαζε κατωφερική κλίση προς την είσοδο. Ευρήματα: τρίωτος απιόσχημος πιθαμφορίσκος. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ.

ΣΥΣΤΑΔΑ ΚΑΛΟΣΑΚΑ (Σχέδ. 28) Περιλαμβάνει εννέα θαλαμωτούς και δύο ταφικούς λάκκους και απέχει περί τα 50 μ. βόρεια - βορειοανατολικά του Αρχαιολογικού Μουσείου. Οι τάφοι, πλήν ενός (τ. Β), o οποίος είχε κατασκευασθεί 429. Ο  ι λόφοι και κατ’ επέκταση τα «νεκροταφεία» αποκαλούνται έτσι λόγω των παλαιότερων ιδιοκτητών τους, των οποίων τα ακίνητα απαλλοτριώθηκαν, προκειμένου να κατασκευαστεί το Νέο Μουσείο Ολυμπίας. 430. Η  οποία κατεστράφη σε ποσοστό 80-85% κατά τις καταστροφικές πυρκαγιές του θέρους του 2007. Την επομένη της πυρκαγιάς ξεκίνησαν εργασίες αποκατάστασης του φυσικού τοπίου και του φυτικού κεφαλαίου, με χορηγία του Ιδρύματος «Ι.Σ. Λάτση», φορέα υλοποίησης το Εθνικό Ινστιτούτο Αγροτικών Ερευνών (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε) και εποπτεύουσα αρχή τη Ζ’ ΕΠΚΑ. 431. B  CH 1959, σελ. 655, Yalouris 1968b, σελ. 177-178. Το 2009 το Γ.Α.Ι πραγματοποίησε φυσική διασκόπηση στους λόφους και τον περιβάλλοντα χώρο (μέχρι το Κρόνιο), προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη προϊστορικού οικισμού, με πενιχρά αποτελέσματα. 432. Πρβ. και Γιαλούρης 1961-2α, σελ. 105-106, Γιαλούρης 1965β, σελ. 209, Παρλαμά 1974α, σελ. 27 και σελ. 29, BCH 83, 1958, σελ. 655, BCH 84, 1959, σελ. 720. BCH 86, 1962, σελ. 743, ΒCH 85, 1960, σελ. 720, BCH 86, 1961, σελ. 722-723, BCH 92, 1968, σελ. 824-829. 433. Τον Μάρτιο ανεσκάφησαν πλήρως οι θαλαμωτοί Α, Β, Γ και οι δρόμοι των Δ, Ε και Στ. 434. Αραπογιάννη 2008, σελ. 86-89. 435. Γ  ιαλούρης 1961-2α, σελ. 105-106. Το 1960 ανεσκάφη και έτερος θαλαμωτός, για τα χαρακτηριστικά του οποίου ουδέν γνωρίζουμε. Ο κ. Θέμελης στο ανασκαφικό ημερολόγιο (για τη συστάδα Καλόσακα) αναφέρει ότι ο τάφος είχε πλημελλώς ερευνηθεί, καθώς στον δρόμο του εντοπίστηκε ταφική κόγχη. Πλέον κανείς δεν μπορεί να υποδείξει με ακρίβεια τη θέση του ταφικού μνημείου.

Ταφική αρχιτεκτονική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

91

στην κορυφή του λόφου, έχουν λαξευθεί, στο μαλακό ασβεστολιθικό πέτρωμα, στην ήπιας κλίσεως νότια πλαγιά του λόφου. Ο προσανατολισμός τους ήταν Β-Ν (τ. Β, τ. Η, τ. Ε, τ. Στ., Ζ, τ. ανασκαφείς το 1974) ή ΒΑ-ΝΔ (τ. Α, ανασκαφείς το 1960). Η κάτοψη του θαλάμου διαφοροποιείται, σε κάποιες περιπτώσεις λαμβάνει ακανόνιστο σχήμα, προκειμένου να συμπεριλάβει κάποιον ταφικό λάκκο (π.χ. ΒΑ γωνία του τ. Στ’). Γενικώς αποκτούν σχήμα κυκλικό, ορθογώνιο - τετράπλευρο με αποστρογγυλεμμένες γωνίες, ακανόνιστο.

Τάφος Α Ο τάφος έχει χωροθετηθεί στους πρόποδες του λόφου και με διεύθυνση ΝΑ-ΝΔ. Η οροφή και η είσοδος του ταφικού μνημείου είχαν καταπέσει. Δρόμος: Είναι βραχύς (μήκους περ. 4 μ.), με ομαλή κλίση προς την είσοδο του θαλάμου. Στην αριστερή (για τον εισερχόμενο) πλευρά είχε λαξευθεί ταφική κόγχη (0,90 x 1 μ.), ευρισκόμενη σε επίπεδο υψηλότερα του δαπέδου, η οποία φραζόταν με ξερολιθιά (Σχέδ. 29), όπως άλλωστε και η είσοδος του θαλάμου. Θάλαμος: Ο θάλαμος, σχεδόν κυκλικής κάτοψης, έχει διάμετρο 2,80-3,00 μ. και δάπεδο το φυσικό πέτρωμα. Εντός του θαλάμου δεν είχαν λαξευθεί ταφικοί λάκκοι ή θρανία (Σχέδ. 29). Ευρήματα: αλάβαστρα, ψευδόστομος και αμφορέας.

Τάφος Β (Πίν. 40) Είχε κατασκευασθεί στην κορυφή του λόφου «Καλόσακα», με προσανατολισμό N-B. Ο δρόμος, μήκους 6 μ. και πλάτους 0,90 μ. (προ της εισόδου), παρουσίαζε καθοδική κλίση προς την είσοδο του τάφου (Πίν. 40). Οι παρειές του συγκλίνουν προς τα άνω, ενώ το πλάτος του μειώνεται προς την είσοδο. Θάλαμος: Έχει ορθογώνια κάτοψη (Σχέδ. 29) και διαστάσεις 2,76-2,65 x 3,45 μ. Στο κέντρο του και παράλληλα προς τον κατά μήκος άξονα του μνημείου είχε κατασκευασθεί ταφικός λάκκος (1 x 0,35 x 0,35 μ.) με περιχείλωμα, πλάτους 0,10 μ., για την καλύτερη εφαρμογή των καλυπτηρίων πλακών, οι οποίες δεν ανευρέθησαν κατά χώρα. Ευρήματα: Από τον θαλαμωτό Β προήλθαν δεκαέξι αγγεία (ένας ψευδόστομος, ένας πιθαμφορίσκος, τρία άωτα αλαβαστροειδή, οκτώ αλάβαστρα, τρία κυάθια), πήλινα και λίθινα σφονδύλια, σφραγιδόλιθος, χάνδρες από υαλόμαζα, φαγεντιανή, ημιπολύτιμους λίθους, ένα χάλκινο εγχειρίδιο και μία αιχμή δόρατος.

ΤΑΦΟΣ Γ (Πίν. 40) Ο Γ χωροθετήθηκε δυτικώς του τάφου Β. Ο θάλαμος, σχήματος κυκλικού - ελλειψοειδούς και διαστάσεων 2,58 x 2,95 μ., ανευρέθη συλημένος και κενός ευρημάτων. Η θύρα ήταν τραπεζιόσχημη, ενώ ο δρόμος είχε μήκος 3,40 μ. και πλάτος 1,35 μ.436

ΤΑΦΟΣ Δ (Πίν. 40) Πρόκειται για το μοναδικό ταφικό μνημείο της συστάδος Καλόσακα, όπου η θόλος σε κάποια σημεία διατήρησε το αρχικό της ύψος. 436. Α  πό τον δρόμο συνελέγησαν και όστρακα υψίποδων κυλίκων.

92 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Ο θάλαμος, ορθογωνίας κατόψεως με αποστρογγυλεμμένες γωνίες, είχε διαστάσεις 3, 30 μ. (ΑΔ) x 2,20 μ. (Β-Ν) (Σχέδ. 30). Εντός του θαλάμου, εκτός των επιδαπέδιων ταφών, είχαν κατασκευασθεί και δύο ταφικοί λάκκοι, οι οποίοι στεγάζονταν με μεσαίου και μεγάλου μεγέθους καλυπτήριες πλάκες. Ο ένας εξ αυτών (ταφή ΙΙΙ) τοποθετήθηκε κατακόρυφα προς τον κατά μήκος άξονα του μνημείου και παράλληλα προς τη βόρεια πλευρά του θαλάμου, με διαστάσεις 1,24 x 0,24 μ. και βάθος 0,56 μ. Ο έτερος, λαξευμένος παράλληλα προς τον κατά μήκος άξονα του τάφου και της ανατολικής πλευράς του θαλάμου, είχε διαστάσεις 1,73 x 0,42 μ. και βάθος 0,46 μ. Η θύρα (Πίν. 40), ύψους 1 μ., παρουσίαζε σύγκλιση των τοιχωμάτων της προς τα άνω και συνεπώς το πλάτος της διαμορφωνόταν στα 0,53 μ. (στο δάπεδο) και 0,63 μ. (στην οροφή της). Συνολικώς το καλοδουλεμένο μέτωπο της πρόσοψης του μνημείου άγγιζε σε ύψος τα 2,70 μ. (Σχέδ. 30). Ο δρόμος, μήκους ± 4,00 μ., παρουσίαζε έντονη κλίση προς τη θύρα, ενώ διευρυνόταν αισθητά προ της εισόδου, με πλάτος που ξεκινούσε από 1,20 μ. (στην αρχή) και κατέληγε στα 1,50 μ. (στην είσοδο). Στον δρόμο επισημάνθηκαν και ερευνήθηκαν δύο κόγχες. Μία στη δυτική παρειά (με μήκος 1,5 μ. και βάθος ± 0,50 μ.) στο ίδιο επίπεδο με το δάπεδο και μία στο ανατολικό πλευρό, 1 μ. υψηλότερα του δαπέδου, διαστάσεων, 1,20 μ. (μήκος) x 0,65 μ. (βάθος). Ευρήματα: πήλινα σφονδύλια, ψευδόστομος αμφορέας, αλάβαστρο, δύο κυάθια, αλαβαστροειδής προχοΐσκη.

Τάφος Ε Βρίσκεται δυτικώς του τ. Δ και η θόλος του έχει καταπέσει. Η κάτοψη του θαλάμου τραπεζιόσχημη, με διαστάσεις 3,40 x 2,40 μ. (η στενή πλευρά προς Β). Το στόμιο, βάθους 1 μ., διευρύνεται προς το εσωτερικό του θαλάμου (το εξωτερικό πλάτος του 0,50 και το εσωτερικό 0,80 μ.). Ο δρόμος, μήκους 3,45 μ., διακρίνεται για την έντονη κατωφερική του κλίση προς την είσοδο, οι δε παρειές του διευρύνονται προς την είσοδο του μνημείου (πλάτος 1 μ. στην αρχή του και 1,50 μ. προ της εισόδου). Ευρήματα: αλάβαστρα, ψευδόστομοι και αμφορέας, λίθινα σφονδύλια.

Τάφος ΣΤ (Πίν. 41) Κείται δυτικώς του Ε. Ο θάλαμος είναι ακανονίστου - κυκλικού σχήματος (Σχέδ. 31), με διάμετρο κυμαινόμενη από 3,20-4 μ., καθώς το σχήμα του προσαρμοζόταν στις ανάγκες κατασκευής των ταφικών λάκκων (η ΒΑ γωνία). Στο θάλαμο έχουν λαξευθεί οκτώ συνολικώς ταφικοί λάκκοι, τέσσερεις στο κέντρο, παράλληλοι μεταξύ τους και προς τον κατά μήκος άξονα του μνημείου,437 δύο στη ΒΑ γωνία, οι οποίοι είναι παράλληλοι μεταξύ τους και τοποθετημένοι λοξώς προς τους κεντρικούς, και από ένας λάκκος στη ΒΔ και ΝΔ γωνία.438 Ένας εξ αυτών (ταφή Χ) ήταν εξαιρετικά μικρών διαστάσεων, λειτουργώντας πιθανώς ως λάκκος ανακομιδών. Όλοι οι λάκκοι καλύπτονταν με λίθινες πλάκες, για την τοποθέτηση των οποίων είχε διαμορφωθεί περιχείλωμα. Το μήκος τους ξεκινά από το 1 μ. (λάκκος Χ) και φθάνει τα 2 μ. (λάκκος V), ενώ το πλάτος τους κυμαίνεται μεταξύ 0,30-0,50 μ. Εκτός των προαναφερθέντων, σχηματίστηκε, στη δυτική πλευρά του θαλάμου, αβαθές

437. Π  ιθανώς οι αντιστοιχούν στην αρχική φάση χρήσεως του μνημείου. 438. Ο  ι οποίοι δημιουργήθηκαν μεταγενεστέρως των κεντρικών.

Ταφική αρχιτεκτονική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

93

όρυγμα, περιλαμβάνον την ταφή Ι, ενώ οστά επισημάνθηκαν και πάνω στις καλυπτήριες πλάκες των τάφων της ΒΑ κόγχης/επέκτασης. Το στόμιο είναι βραχύ, βάθους 0,85 μ. και πλάτους 0,60 μ. Η θύρα σχηματίζεται τετράπλευρη, με σύγκλιση των τοιχωμάτων της (Πίν. 41). Ο δρόμος με έντονη καθοδική κλίση προς τη μικρών διαστάσεων είσοδο,439 είχε μήκος 4,90 μ. και πλάτος (προ της εισόδου) 1,46 μ. και 1,30 μ. (στην αρχή του). Στη δυτική παρειά του είχε κατασκευασθεί ταφική κόγχη (1,47 x 0,70 μ.). Ευρήματα: Μόλις τρία αγγεία (ένα άωτο αλαβαστροειδές και δύο αλάβαστρα) απέδωσε η έρευνα του μνημείου, το οποίο πιθανώς είχε συληθεί. Επιπρόσθετα συνελέγησαν λίθινα σφονδύλια, σφραγιδόλιθος, χάνδρες από ημιπολύτιμους λίθους και υαλόμαζα, καθώς και ένα μολύβδινο δακτυλίδι.

ΤΑΦΟΣ Ζ (προσανατολισμός Β-Ν) Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους θαλαμωτούς του νεκροταφείου του Νέου Μουσείου, αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Ο τάφος είχε συληθεί ήδη από την αρχαιότητα και είχε επαναχρησιμοποιηθεί για ενταφιασμούς κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η οροφή του θαλάμου και η είσοδος του έχουν καταρρεύσει. Ο θάλαμος (Σχέδ. 32), κάτοψης σχεδόν τραπεζιόσχημης - ακανόνιστης (διαστάσεις Α-Δ 6 μ., Β-Ν 3,5 μ.), υπέστη επεκτάσεις για να συμπεριλάβει τις νεώτερες ταφές. Το ανατολικό τμήμα του είναι κατά 0,20-0,30 μ. υψηλότερα του δυτικού, ενώ μία βαθιά ρηγμάτωση σχεδόν διχοτομεί το ανατολικό τμήμα του δαπέδου (προκληθείσα πιθανώς από παρακείμενο χείμαρρο). Στο ανατολικό τμήμα είχε ανοιγεί ένας ταφικός λάκκος, με διεύθυνση Α-Δ και κατακόρυφα προς τον κύριο άξονα του μνημείου. Ο λάκκος,440 ορθογώνιος και επιμήκης, διαστάσεων 1,13 x 0,28 x 0,38 μ. (βάθος), είχε περιχείλωμα, πλάτους ± 0,10 μ. Βορειοανατολικώς είχε λαξευθεί ελλειψοειδής λάκκος, μικρών διαστάσεων (0,62 x 0,22 μ.), ο οποίος πιθανώς δεχόταν ανακομιδές. Στο δυτικό και χαμηλώτερα ευρισκόμενο τμήμα του θαλάμου είχαν ανοιγεί δύο λάκκοι, λοξώς προς τον κύριο άξονα του μνημείου και σχεδόν παράλληλα μεταξύ τους. Ο λάκκος ΙΙ, μήκους 2 μ. και πλάτους 0,50 μ., και ο λάκκος ΙΙΙ (1,97 x 0,50 x 1,10 μ. βάθος), στεγάζονταν με καλυπτήριες πλάκες, μεγάλων διαστάσεων,441 οι οποίες εδράζονταν σε περιχείλωμα. Το στόμιο, βάθους 0,80 μ., παρουσίαζε διεύρυνση προς το εσωτερικό του μνημείου (0,73 μ. εξωτ. - 0,77 μ. εσωτ). Ο δρόμος υπήρξε βραχύτατος442 (μόλις 2,50 μ.), αναλογικά προς τις συνολικές διαστάσεις του μνημείου, και πλάτους 1,50 (στην αρχή) και 1,73 μ. (προ της εισόδου), ενώ παρατηρείται ομαλή, κατωφερική κλίση προς την είσοδο. Ευρήματα: λίθινα και πήλινα σφονδύλια, σφραγιδόλιθος, απιόσχημοι πιθαμφορίσκοι, αλάβαστρο, κύλικα.

439. 440. 441. 442.

Η  οποια φραζόταν με ξερολιθιά. Ο  ανασκαφέας τον ονόμασε λάκκο Ι και αντίστοιχα τους άλλους δύο, του δυτικού τμήματος, ΙΙ και ΙΙΙ. Α  ντίθετα ο λάκκος Ι στεγαζόταν με μικρότερων διαστάσεων λίθους. Κατά τον ανασκαφέα η ύπαρξη του χειμάρρου νοτιοανατολικώς του μνημείου προκάλεσε την καταστροφή του δρόμου.

94 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

ΤΑΦΟΣ Η (Πίν. 42) Ο τάφος Η, με προσανατολισμό Β-Ν, διαθέτει θάλαμο, ημικυκλικής κάτοψης και διαμέτρου 4,5 μ. (Σχέδ. 33). Στο εσωτερικό του κατασκευάστηκαν οκτώ ταφικοί λάκκοι, πέντε εξ αυτών στο κέντρο του θαλάμου, πλησίον της εισόδου, με προσανατολισμό Β-Ν και παράλληλα μεταξύ τους (Πίν. 50). Άλλοι δύο έχουν λαξευθεί στο βόρειο τμήμα του θαλάμου με διεύθυνση Α-Δ (κατακόρυφα προς τον κύριο άξονα του μνημείου), ενώ ο όγδοος έχει τοποθετηθεί παράλληλα προς τη νότια πλευρά του θαλάμου (με διεύθυνση Α-Δ).443 Ο τελευταίος υπήρξε και ο μεγαλύτερος όλων, με διαστάσεις 2,10 x 0,55 x 1 μ. (βάθος), ενώ ο μικρότερος διαθέτει μήκος μόλις 1,30 μ., πλάτος 0,27 και βάθος 0,30 (λάκκος ΙΙΙ). Το μήκος των υπολοίπων κυμαίνεται από 1,38 έως 1,60 μ., το πλάτος από 0,26 έως 0,32 μ. και το βάθος από 0,35 έως 0, 57 μ.444 Οι λάκκοι, καλύπτονταν με λίθους, οι οποίοι εδράζονταν σε περιχείλωμα και συνάρμοζαν με λάσπη. Το στόμιο, βάθους 0,55-0,60 μ., δεν διευρυνόταν προς το εσωτερικό (πλάτος 0,60 μ.). Ο δρόμος, μήκους 7,5 μ. και πλάτους 1 μ. (στην αρχή του) και 1,10 (προ της εισόδου), εμφάνιζε ομαλή κατωφερική κλίση προς την είσοδο, η οποία κλεινόταν, ως είθισται, με ξερολιθιά. Ευρήματα: ψευδόστομοι, κυάθια, άωτο αλαβαστροειδές, αλάβαστρα, πρόχοι, σφονδύλια (λίθινα και πήλινα), μία σφραγίδα, ψήφοι από ημιπολύτιμους λίθους, υαλόμαζα, φαγεντιανή, καθώς και πλακίδια υαλόμαζας περιλαμβάνονταν στα συνοδεύοντα το νεκρό κτερίσματα.

ΤΑΦΟΣ Θ (Σχέδ. 34) Το μνημείο με προσανατολισμό ΝΑ-ΒΔ διαθέτει θάλαμο, ωοειδούς κάτοψης, διαστάσεων 4,51 x 3,15 μ. Στο δάπεδο ανοίχτηκαν έξι ταφικοί λάκκοι. Οι Ι-V κείνται παράλληλα προς τον κύριο άξονα του μνημείου, ενώ ο VI κατασκευάστηκε παράλληλα προς το νότιο τοίχωμα και κατακορύφως στον κύριο άξονα. Είναι δυνατό (αρχιτεκτονικά) να διακριθούν δύο φάσεις κατασκευής των λάκκων, δηλ. αρχικώς λαξεύονται οι Ι-ΙΙΙ, οι οποίοι χωροθετούνται στο κέντρο του θαλάμου, είναι παράλληλοι μεταξύ τους και τοποθετημένοι σε κανονικές αποστάσεις. Σε δεύτερη φάση και ανάμεσα στους ΙΙ και ΙΙΙ δημιουργείται ο IV, ενώ ο V κατασκευάζεται στα δυτικά, διευρύνοντας προς αυτήν την κατεύθυνση το μνημείο. Ο VI, ελλειψοειδούς κάτοψης, είναι μικρότερων διαστάσεων και χρησιμοποιείται δίκην οστεοφυλακείου (με διαστάσεις 0,65 x 0,30 x 0,30 μ.). Ο λάκκος Ι, ο πλέον κεντρικός, είναι και ο μεγαλύτερος όλων (2,10 x 0,72 μ.). Οι διαστάσεις των λοιπών κυμαίνονται μεταξύ του 1,75-1,97 μ. (μήκος), 0,48-0,55 μ. (πλάτος).445 Το στόμιο, βάθους 0,83 μ., διευρυνόταν ελάχιστα προς το εσωτερικό του μνημείου (από 0,51 σε 0,58 μ.). Ο δρόμος, με ανεσκαμμένο μήκος 3,40 μ., διέθετε πλάτος κυμαινόμενο από 1,10 μ. (στην αρχή του) έως 1,30 μ. (προ της εισόδου). Στο δάπεδο, παράλληλα προς την 443. 444. 445.

 ι συγκεκριμένοι λάκκοι πιθανώς ανήκουν σε μεταγενέστερη χρονικά χρήση του μνημείου. Ο Αναλυτικά οι διαστάσεις των ταφικών λάκκων έχουν ως εξής: Τ.Λ. ΙΙΙ: 1,30 x 0,27 x 0,30 μ., Τ.Λ. IV: 1,60 x 0,28 x 0,35 μ. Τ.Λ. V: 1,55 x 0,32 x 0,35 μ., Τ.Λ. VI: 1,50 x 0,26 x 0,53 μ. Τ.Λ. VIΙ: 1,60 x 0,28 x 0,52 μ., Τ.Λ. VIΙΙ: 2,10 x 0,55 x 1 μ. Τ.Λ. ΙΧ: 1,38 x 0,30 x 0,57 μ. Τ.Λ. Χ: 1,45 x 0,36 x 0,85 μ. Οι διαστάσεις των ταφικών λάκκων αναλυτικά έχουν ως εξής: Λάκκος Ι: 2,10 x 0,72 μ. Λάκκος ΙΙ: 1,75 x 0,50 μ. Λάκκος ΙΙΙ: 1,76 x 0,55 μ. Λάκκος ΙV: 1,80 x 0,52 μ. Λάκκος V: 1,97 x 0,48-0,65 μ. Λάκκος VΙ: 0,91 x 0,44 μ.

Ταφική αρχιτεκτονική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

95

ανατολική παρειά του δρόμου και σε απόσταση μόλις 0,40 μ. από την είσοδο, είχε λαξευθεί ταφικός λάκκος, διαστάσεων 1,75 x 0,55 μ., στεγασμένος με ακανόνιστους ποτάμιους λίθους (Πίν. 41). Ευρήματα: λίθινα και πήλινα σφονδύλια, χάνδρες από φαγεντιανή, σφραγιδόλιθος, πιθαμφορίσκοι, κύαθοι, άωτα αλαβαστροειδή και μία αλαβαστροειδής προχοΐσκη. Χρονολόγηση: Οι προαναφερθέντες τάφοι κατατάσσονται στην ΥΕΙΙΙΑ - τέλη της ΥΕΙΙΙΒ.

Θαλαμωτός τάφος Καλόσακα (ανασκαφείς το 1974)446 Ο τάφος ήταν μερικώς συλημένος και με διεύθυνση Β-Ν. Ο θάλαμος,447 τετράπλευρος - ακανόνιστος, διαστάσεων 3,75 x 2,90 μ., φέρει σε πολλά σημεία τα ίχνη των εργαλείων λάξευσης (Σχέδ. 35). Στο κέντρο του και πλησίον της εισόδου είχαν κατασκευασθεί τρεις ταφικοί λάκκοι, επιμήκεις, παράλληλοι μεταξύ τους και προς τον κύριο άξονα του μνημείου. Οι καλυπτήριες πλάκες των λάκκων448 δεν εντοπίστηκαν στη θέση τους, δηλωτικό της σύλησής του μνημείου, αλλά είχαν συγκεντρωθεί στη ΝΔ γωνία του θαλάμου. Οι διαστάσεις των λάκκων ήταν: Ο προς Ανατολάς λάκκος είχε μήκος 1,95 μ. και πλάτος 0,43 μ., ο κεντρικός λάκκος 1,75 x 0,40 μ. και ο δυτικός 1,70 x 0,47 μ. Το στόμιο449 του θαλαμωτού υπήρξε βραχύ (περ. 0,40 μ.), με έντονη διεύρυνση προς το εσωτερικό (πλ. 0,85 μ.) και απέληγε σε τοξωτή είσοδο, ύψους 1,75 μ. και πλάτους 0,85 μ. Η θύρα κλεινόταν με τη συνήθη ξερολιθιά, ελάχιστοι λίθοι της οποίας έχουν απομείνει in situ. Ο δρόμος,450 με έντονη κατηφορική κλίση προς την είσοδο, είναι μήκους 8,5 μ., ενώ τα τοιχώματά του συγκλίνουν προς τα άνω. Το πλάτος του ευρύνεται πρό της εισόδου, 1,50 μ. (στην αρχή του) και 2,15 μ. (προ της εισόδου). Ευρήματα: αλάβαστρα, κυάθιο, πιθαμφορίσκος και αμφορέας, σφονδύλια και χάλκινο εγχειρίδιο - μαχαίρι. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ-ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη).

Τάφος Ζούνη451 (Σχέδ. 36) Σε απόσταση 30-40 μέτρων, νότια - νοτιοδυτικά του περιστυλίου του Αρχαιολογικού Μουσείου Ολυμπίας και στην πλαγιά λόφου (ακίνητο ιδιοκτησίας Ζούνη) εντοπίστηκε και ανεσκάφη452 θαλαμωτός τάφος. Το μνημείο ήταν λαξευμένο στο μαλακό φυσικό βράχο της περιοχής και με προσανατολισμό Β-Ν. Ο θάλαμος,453 κάτοψης κυκλικής - ακανόνιστης, διαθέτει θολωτή οροφή, η οποία έχει διασωθεί. Οι διαστάσεις του ήταν 2,80 (Α-Δ) x 3,15 μ. (Β-Ν). Στο δάπεδο του θαλάμου είχαν ανοιγεί τρεις επιμήκεις ταφικοί λάκκοι, παράλληλα προς τον κύριο άξονα του μνημείου και μεταξύ τους (και μάλιστα σε μικρή απόσταση). Ο λάκκος Ι (ο ανατολικά 446. 447. 448. 449. 450. 451. 452. 453.

Π  αρλαμά 1973-74, σελ. 339 (απλή αναφορά) και Παρλαμά 1974α, σελ. 30-32. Π  αρλαμά, ό.π., σελ. 31. Π  αρλαμά, ό.π. σελ. 31. Παρλαμά ό.π. σελ. 30. Παρλαμά ό.π., σελ. 30. Παρλαμά 1972, σελ. 268-269, Παρλαμά 1974α, σελ. 27-30 και AR 1977, σελ. 34. Τ  ον Απρίλιο του 1971. Π  αρλαμά 1972, σελ. 268 και Παρλαμά, ό.π., σελ. 29.

96 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

ευρισκόμενος) είναι ο μεγαλύτερος, μήκους 1,90 μ., πλάτους και βάθους 0,40 μ. Ο λάκκος ΙΙ (ο κεντρικός) και ο ΙΙΙ (ο δυτικός) είχαν σχεδόν πανομοιότυπες διαστάσεις (μήκος 1,50 μ., πλάτος 0,40 μ. και βάθος 0,45 και 0,40 μ. αντίστοιχα). Η είσοδος στον θάλαμο είναι προχείρως διαμορφωμένη και ουσιαστικά σχηματίζεται μία μόνον παραστάδα (η ανατολική), με πλάτος μόλις 0,21 μ. Η θύρα, πλάτους 0,93 μ., κλεινόταν με ξερολιθιά, η οποία δομείται από ποταμίσιες πέτρες, και ανευρέθη κατά χώρα. Ο δρόμος, μήκους 4,35 μ., χαρακτηρίζεται από έντονα κατωφερική κλίση προς την είσοδο (ξεκινά σε βάθος 0,63 μ. και καταλήγει στο 1,30 μ.), ενώ το πλάτος του ευρύνεται ελάχιστα προ της εισόδου (από 1 μ. στην αρχή του δρόμου στο 1,10 μ. προ της εισόδου). Στην ανατολική παρειά του, μόλις 0,25 μ. από την παραστάδα της εισόδου και σε ύψος 0,40 μ. από το δάπεδο του, εντοπίστηκε και ερευνήθηκε ταφική κόγχη, με διαστάσεις 1 x 0,35-0,40 μ. (βάθος). Η κόγχη κλεινόταν με ξερολιθιά. Πλησίον της εισόδου (μόλις 0,56 μ.) ανευρέθη ταφικός λάκκος (1,20 x 0,40 x 0,35 μ.), σχεδόν οκτώσχημος. Ο λάκκος είχε την ίδια διεύθυνση με τους αντίστοιχους του θαλάμου. Σε απόσταση 3 μ. από την είσοδο είχε δημιουργηθεί μικρό, πρόχειρο και αμελώς κτισμένο τοιχάριο.454 Ευρήματα: σφονδύλια, πήλινο ειδώλιο, αλάβαστρα, αμφορεύς, ψευδόστομος και κυάθιο. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ-Β.

Κλινδιάς (Πίν. 43) Βόρεια - βορειοανατολικά του ΔΔ Κλινδιά455 ερευνήθηκαν πέντε θαλαμωτοί τάφοι. Η συστάδα χωροθετήθηκε πλησίον ποταμού (Πηνειός) και στους πρόποδες λόφου.456 Οι τάφοι σχήματος κυκλοτερούς, ωοειδούς ή ακανόνιστου, ήταν μικρών διαστάσεων (η μέγιστη πλευρά τους δεν ξεπερνούσε τα 2,5 μ.) και η οροφή τους είχε καταρρεύσει. Η είσοδός τους κλεινόταν με ξερολιθιά από ποταμίσιες κροκάλες, που αφθονούν στην περιοχή (η θύρα κυκλική ή τετράπλευρη). Οι δρόμοι τους επιμήκεις παρουσίαζαν ομαλή κατωφερική κλίση προς την είσοδο του τάφου. Στο θάλαμο του ενός είχαν ανοιγεί τρεις ταφικοί λάκκοι και μία κόγχη στο δρόμο.457

Λάττας458 Στο ΔΔ Λάττα459 (15 χλμ. βορειοανατολικά της Αμαλιάδας) και στη θέση «Αλωνάκι», κατόπιν παραδόσεως αγγείων από πολίτη, διεξήχθη ανασκαφική έρευνα, η οποία απέδωσε δύο θαλαμωτούς τάφους και μία ακόμη μυκηναϊκή θέση στην Ηλεία. Ο ένας από τους θαλαμωτούς είχε σχεδόν ολοσχερώς καταστραφεί από εκσκαφικές εργασίες για τη διαμόρφωση υφισταμένου αγροκτήματος. Είχε προσανατολισμό Α-Δ, με την είσοδο προς τα δυτικά, και σωζόμενες διαστάσεις 1,70 x 0,20 μ., ενώ το ύψος του υπολογίστηκε στα 2,12 μ.

454. Π  αρλαμά, ό.π., σελ. 27. Η ανασκαφέας συγκρίνει την κατασκευή με αντίστοιχη στην κοινότητα Πρίφτιανι Αργολίδος (και συγκεκριμένα με τοιχάριο στον τάφο Β). Ανάλογη κατασκευή εντοπίζει η κα. Βικάτου στον δρόμο του τ.1 στις Πεύκες, Ν. Ηλείας αλλά και ο Χρ. Σχινάς στον θαλαμωτό τάφο 3 της Αγ. Τριάδας (πρβ. και υποσ. 345). 455. Δ  ιοικητικώς υπάγεται στο Δήμο Ωλένης και το 2001 είχε 592 κατοίκους (ανατολική Ηλεία). 456. Τ  οπογραφικά είναι συγκρίσιμη η θέση με το νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας (θέση «Σπηλιές»). 457. Οι τοπογραφικές και κατασκευαστικές παρατηρήσεις επισημάνθηκαν από τον υπογράφοντα, κατόπιν αυτοψίας. 458. Αραπογιάννη 1998, σελ. 229 και AR 2005, σελ. 35. 459. Υπάγεται στον Δήμο Πηνείας (ΒΑ Ηλεία) και έχει 366 κατοίκους.

Ταφική αρχιτεκτονική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

97

Τρία (3) μέτρα βορείως του προαναφερθέντος ταφικού μνημείου, εντοπίστηκε και άλλος θαλαμωτός, με προσανατολισμό Α-Δ. Ο θάλαμος, του οποίου η οροφή είχε καταπέσει, κατασκευάστηκε τετράπλευρος, διαστάσεων 3,40 x 2,48 μ. και ύψος 2,48 μ. Ο δρόμος είχε υποστεί εκτεταμένη καταστροφή από τις εκσκαφικές εργασίες και σωζόταν σε μήκος μόλις 1,67 μ. και πλάτος 1,40-2 μ. (διευρυνόταν έντονα προς την είσοδο του μνημείου). Η είσοδος κλεινόταν με ξερολιθιά, η οποία ευρέθη κατά χώρα και είχε ύψος 0,77 μ, πλάτος 1,40 μ. και βάθος 0,63-0,95 μ. Ευρήματα: χάλκινη λεπίδα, μαχαιρίδιο και αλάβαστρο (τα προαναφερθέντα προήλθαν από τον Β τάφο). Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2 (το αλάβαστρο) - ΥΕΙΙΙΓ (το μαχαιρίδιο).

Αρβανίτης460 (Πίν. 44) Σε απόσταση 1.000 μ. βορειοδυτικά του ΔΔ Αρβανίτη461 (Δήμος Ωλένης, βορειοανατολικά της Αρχαίας Ολυμπίας) εντοπίστηκε και ανασκάφηκε τον Φεβρουάριο του 2007 κατεστραμμένος μυκηναϊκός θαλαμωτός τάφος. Ο τάφος είχε λαξευθεί σε πλαγιά λόφου (υψόμετρο περίπου 200 μ.), ο οποίος «εποπτεύει» εύφορη πεδινή έκταση. Διέθετε προσανατολισμό Α-Δ, ήταν μεγάλων διαστάσεων (ο ανασκαφέας αναφέρει μόνο το πλάτος ± 4,50 μ.) αλλά τόσο ο δρόμος όσο η είσοδος και ο θάλαμος είχαν πλήρως καταστραφεί. Από τα κτερίσματα του τάφου διαπιστώνεται η ύπαρξη δύο φάσεων χρήσης του μνημείου. Στην πρώτη και πρωϊμότερη χρονικά δημιουργούνται τρεις ταφικοί λάκκοι, διατεταγμένοι κατά τον άξονα Α-Δ, και στεγασμένοι με πλακοειδείς και αργούς λίθους, ενώ στην οπίσθια πλευρά του μνημείου σχηματίστηκε ταφική κόγχη. Ακολουθεί η μεταγενέστερη χρήση με επιδαπέδιες ταφές. Ευρήματα: Τα κτερίσματα του θαλαμωτού τάφου αποτελούσαν τέσσερεις ψευδόστομοι αμφορείς, έξι αλάβαστρα, τρεις τρίωτοι αμφορίσκοι, 3 κυάθια και ένα χάλκινο μαχαίρι. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-Β.

Βροχίτσα462 (Σχέδ. 37) 12 χλμ. βορειοανατολικά του Πύργου και πλησίον του ΔΔ Βροχίτσας463 εντοπίστηκε θαλαμωτός τάφος, με προσανατολισμό Β-Ν και θάλαμο κυκλικής κάτοψης, διαμέτρου μόλις 1,70 μ. (άξονας Β-Ν) και 1,90 μ. (άξονας Α-Δ). Η οροφή, η οποία έχει καταπέσει, πιθανώς υπήρξε θολωτή (μέγιστο σωζόμενο ύψος 1,4 μ). Στο βόρειο και δυτικό τμήμα του τάφου, κάτω από λεπτό στρώμα γλίνας και άμμου, το δάπεδο εντοπίστηκε στρωμένο με πέτρες (κάποιες από αυτές κάλυπταν και τον ταφικό λάκκο).464 Στο εσωτερικό του θαλάμου είχαν λαξευθεί δύο ταφικοί λάκκοι, παράλληλα προς τον κεντρικό άξονα (Β-Ν). Ο ένας βρισκόταν στο δυτικό τμήμα του, είχε διαστάσεις 1,65 x 0,50-0,60 x 0,55 μ. (βάθος), και στεγαζόταν με πέντε επιμήκεις λίθινες πλάκες. Ο δεύτερος κατασκευάστηκε στο ανατολικό τμήμα του τάφου (η βόρεια απόληξή του κλίνει προς το κέντρο του θαλάμου) και 460. 461. 462. 463. 464.

Μ  ουτζουρίδης 2008, σελ. 96-98, όπου παρουσιάζεται προκαταρκτικά το συγκεκριμένο ταφικό μνημείο. 3 25 κατοίκων. Α  Δ 47, 1992, σελ. 118. Βικάτου 1997α, σελ. 303-306. Υπάγεται στον Δήμο Ιάρδανου (κεντρική Ηλεία) και έχει 447 κατοίκους. Βικάτου 1997α, σελ. 309 και υποσ. 8, Moschos 2000, υποσ. 13 καθώς και υποσ. 215.

98 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

δεν βρέθηκαν καλυπτήριες πλάκες. Σχεδόν στη μέση του δυτικού τοιχώματος είχε λαξευθεί κόγχη, μικρών διαστάσεων (0,50 x 0,30 x 0,22 μ.). Το στόμιο του τάφου χαρακτηρίζεται πρόχειρο και αμελές στην κατασκευή, αφού ουσιαστικώς έχει διαμορφωθεί μόνο η δυτική του πλευρά (με βάθος μόλις 0,15 μ.). Η είσοδος έκλεινε με ξερολιθιά, η θύρα έχει ύψος και πλάτος 0,60 μ., ενώ σχηματίζονται και δύο παραστάδες (πλάτους μόλις 0,10 μ.). Ο δρόμος, μήκους 5,2 μ., παρουσιάζει ομαλή κατωφερική κλίση προς την είσοδο του μνημείου (από βάθος 0,50 μ. φθάνει στο 1,5 μ.). Το πλάτος ξεκινά από 0,62 μ. και διευρύνεται στα 0,80 μ. (προ της εισόδου). Ευρήματα: πήλινο σφονδύλι, πιθαμφορίσκος, ψευδόστομος και αλάβαστρα. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-Β.

Πλάτανος465 Στην ευρύτερη περιοχή του ΔΔ Πλατάνου,466 που βρίσκεται 3-3,5 χλμ. βόρεια - βορειοανατολικά της Αρχ. Ολυμπίας επισημάνθηκαν και ανεσκάφησαν θαλαμωτοί τάφοι της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Συγκεκριμένα το 1964 ήλθε στο φως θαλαμωτός τάφος στη θέση «Τόμπρινο» (ΝΑ του ΔΔ). Το μνημείο (εξαιρετικά μικρών διαστάσεων, κατά τον ανασκαφέα) είχε συληθεί και ολοκληρωτικά καταστραφεί. Η έρευνα στο δρόμο απέδωσε κάποια όστρακα της ΥΕΙΙΙΒ-Γ. Πλησίον της προαναφερθείσης θέσεως ερευνήθηκε άλλος θαλαμωτός (στη θέση «Ρένια»), μεγαλυτέρων διαστάσεων (συγκριτικά με τον προαναφερθέντα), επίσης συλημένος, ο οποίος απέδωσε κεραμική (πρόχους, κύλικες, σκύφους, τρίωτους αμφορείς) της ΥΕΙΙΙΒ-Γ. Δυστυχώς ο ανασκαφέας δεν παρέχει καμμία άλλη πληροφορία σχετικά με τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά των ταφικών αυτών μνημείων. Το 2006, 1,5 χλμ. βορειοδυτικά του ΔΔ Πλατάνου, ανεσκάφη ακόμη ένας θαλαμωτός τάφος, ο οποίος περιείχε τρεις ταφικούς λάκκους, στεγασμένους με καλυπτήριες πλάκες.467

465. Α  Δ 19, 1964, σελ. 177, Daux 1966, σελ. 824-829. 466. Π  ρόκειται για μεγάλο ΔΔ, 1590 μονίμων κατοίκων. 467. Α  πό τον αρχαιολόγο της Ζ’ ΕΠΚΑ, κ. Χρ. Ματζάνα. Η πληροφορία προκύπτει από επικοινωνία με τον ανασκαφέα.

Ταφική αρχιτεκτονική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

99

Β. Λακκοειδείς Τάφοι (Κατάλογος IV, VII, XI, XII, Χάρτες 4 & 5) Καυκανιά α) Θέση «Κιούπια»468 Πρόκειται για οκτώ λακκοειδείς τάφους, που η ανασκαφέας ονομάζει κιβωτιόσχημους,469 μολονότι δεν διαθέτουν λιθεπένδυτα τοιχώματα και το βάθος τους ξεπερνά τα 0,60 μ. Η σωστική ανασκαφή πραγματοποιήθηκε από την κα. Λ. Παρλαμά, τον Μάρτιο του 1973, είχε όμως ήδη προηγηθεί εκτεταμένη καταστροφή των αρχαιολογικών δεδομένων από μηχανικό εκσκαφέα, στο πλαίσιο της διαμόρφωσης του ακινήτου. Οι τάφοι αριθμήθηκαν με λατινικούς αριθμούς (I-VIII), εκ των οποίων οι λακκοειδείς ΙΙ, ΙΙΙ, IV, V, VI και VII είχαν διευθετηθεί σε ημικυκλική διάταξη (Σχέδ. 38) γύρω από ένα νοητό κέντρο και πιθανώς καλύπτονταν με τύμβο, μολονότι δεν εντοπίστηκε κάποια κρηπίδα - περίβολος (η οποία πιθανώς είχε καταστραφεί από τον εκσκαφέα). Εκτός της διάταξης αυτής, είχαν κατασκευασθεί οι τάφοι Ι και VIII, οι οποίοι βρίσκονταν στο δυτικό και ανατολικό άκρο αντίστοιχα. Η πλειονότητα των λάκκων είχαν προσανατολισμό σχεδόν Β-Ν, εκτός των τ. V και VIII (με διεύθυνση Α-Δ). Το μήκος τους έφθανε τα 2 μ. (1,90-2 μ.), το πλάτος τους κυμαινόταν από 0,60-0,75 μ. και το βάθος τους ξεπερνούσε τα 0,6 μ. Οι τάφοι «στεγάζονταν» με πλάκες, οι οποίες δεν εντοπίστηκαν κατά χώρα, ενώ οι τάφοι I και IV είχαν διαμορφωμένη πατούρα (0,10-0,20 μ. βαθύτερα του χείλους των) για να προσαρμόζονται καλύτερα οι καλυπτήριες πλάκες.470 Ευρήματα: ψευδόστομοι αμφορείς, αλάβαστρα, πρόχοι, λήκυθοι. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΓ.

β) Θέση «Φεγγαράκι» Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, στα σύνορα των ΔΔ Κλαδέου και Καυκανιάς, σε κορυφή λόφου και συγκεκριμένα στη θέση «Φεγγαράκι471» επισημάνθηκε συστάδα λακκοειδών τάφων, η οποία είχε λαξευθεί στο μαλακό φυσικό πέτρωμα και καλύπτονταν με λίθινες πλάκες. Η έρευνα απέδωσε μικρό αριθμό ψήφων από υαλόμαζα (πιθανώς από περιδέραιο ή ψέλλιο). Από τη διεξαχθείσα επιφανειακή έρευνα στην ευρύτερη περιοχή προέκυψε πλήθος οστράκων ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής. Ο ανασκαφέας πάντως κάνει λόγο για τάφους «πιθανώτατα» μυκηναϊκούς.

468. Π  αρλαμά 1974α, σελ. 33 και Παρλαμά 1973-4, σελ. 339. 469. Σ  αλαβούρα 2006, σελ. 329-332. Ειδικά για τους λακκοειδείς της Καυκανιάς, τους οποίους η κα. Σαλαβούρα κατατάσσει στους λακκοειδείς - κιβωτιόσχημους πρβ. και σελ. 331. 470. Κ  ατασκευαστικά οι τάφοι της Καυκανιάς μοιάζουν με αντίστοιχους στο «Καμπί» Ζακύνθου, η πλειοψηφία των οποίων έχει βάθος μεγαλύτερο του 1 μ. (πρβ. Αγαλλοπούλου 1973, σελ. 198-199 και Souyoudzoglou 1999, σελ. 53). 471. Γιαλούρης 1960, σελ. 126. Ο Ν. Γιαλούρης (Γιαλούρης 1964, σελ. 178) σημειώνει τον εντοπισμό και άλλων ταφικών μνημείων στη θέση Μαρμαροσυκιά ή Βαθειά Λάκκα ή Φεγγαράκι. Επιπλέον, αναφέρει πως πρόκειται για τάφους «προϊστορικών και ιστορικών χρόνων, εξ’ ών τινες σεσυλημένοι».

100 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Αρβανίτης, θέση «Σπηλιά» (Πίν. 44) Αναφέρεται472 ο εντοπισμός και η έρευνα τεσσάρων ταφικών μνημείων (Χάρτης 4), που ο ανασκαφέας ονομάζει «διαμερισματοποιημένους» λάκκους.473 Οι λάκκοι, οι τρεις σχήματος τετράπλευρου και ο ένας ελλειπτικού, είχαν ανοιγεί στο φυσικό έδαφος και χωρίζονταν σε δύο τμήματα με επιμελώς κτισμένη ξερολιθιά.474 Το ένα τμήμα ανευρέθη κενό ευρημάτων ή οστεολογικού υλικού, ενώ το άλλο περιείχε τα ευρήματα και τα οστά. Πιθανώς το ένα μισό «έπαιζε» το ρόλο του δρόμου των θαλαμωτών, αλλά δεν είναι σαφές εάν οι ταφές πραγματοποιούνταν με την αφαίρεση της ξερολιθιάς ή από πάνω (χωρίς τη χρήση δρόμου). Ευρήματα: 2 απιόσχημοι πιθαμφορείς, 3 αλάβαστρα, 2 κυάθια, 1 κύλικα Ένα πήλινο, Φ σχημο ειδώλιο με διακόσμηση ενάλληλων γωνιών, τρεις φακόσχημες σφραγίδες από μελανό στεατίτη, οι δύο φέρουσες παράσταση ρόδακα και ταύρου με ανεστραμμένη κεφαλή. 4 ξυροί (οι 3 φυλλόσχημοι). Ένα λίθινο ακόνι, 197 χάνδρες από τεφρό στεατίτη, κορναλίνη και υαλόμαζα, κατά το πλείστον σφαιρικές, πέντε κολουροκωνικά σφονδύλια από μελανό στεατίτη, μια χάνδρα χρυσή. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-Β.

Στρέφι Ερευνήθηκαν συνολικά τρεις ταφικοί λάκκοι, λαξευμένοι στο φυσικό πέτρωμα και αποτελούμενοι από τρία «τμήματα - διαμερίσματα - ταφικές θήκες».475 Οι τάφοι είχαν χωροθετηθεί μεταξύ των λοιπών ταφικών μνημείων476 του συγκεκριμένου νεκροταφείου, χωρίς ορισμένη διάταξη. Η «διαμερισματοποίηση» επιτυγχάνεται με τοιχάρια, αποτελούμενα από μικρού και μεσαίου μεγέθους λίθους (σε μία ή δύο σειρές) ή από λεπτές ασβεστολιθικές πλάκες.477 Οι λάκκοι περιείχαν τρεις επιμήκεις, σχετικά αβαθείς θήκες, με διεύθυνση Β-Ν για την απόθεση πρωτογενών ταφών ή και ανακομιδών, ενώ στην περίπτωση του τάφου VII είχε ανοιγεί στη μία πλευρά (βόρεια) του ορύγματος αβαθής κόγχη για την τοποθέτηση ανακομιδής (Πίν. 46).

Ταφικός Λάκκος Α 5-6 μ. βορειοανατολικώς του θαλαμωτού IV, ερευνήθηκε ο λάκκος Α. Το όρυγμα λάξευσης είχε διαστάσεις 2 μ. (Α-Δ) x 2,10 μ. (Β-Ν). Στο κέντρο του είχε ανοιγεί λάκκος (με διαστάσεις 1,30 x 0,35 472. Μ  ουτζουρίδης 2008, σελ. 98. 473. Π  ρβ. και Ιακωβίδης 1970α, σελ. 24, Lewartowski 2000, σελ. 10. Ο τελευταίος τους ονομάζει “double pit”, απαντώνται στην Αττική και την Αργολίδα και συνήθως δεν καλύπτονται με πλάκες. 474. Μ  ε διαστάσεις: Λακκοειδής 1: α: ±2,90, β: ±1,81, γ: ±2,44, δ: ±1,98. Λακκοειδής 2: 2,18 x 1,70 μ. Λακκοειδής 3: 1,32 x 1,00 μ. Λακκοειδής 4: 2,40 x 1,60 μ. Το ύψος της ξερολιθιάς κυμαινόταν από 0,33 (Λακκοειδής 3) έως τα 0,76 μ. (Λακκοειδής 4). Τα στοιχεία παρεσχέθησαν από τον ανασκαφέα και συνάδελφο κ. Π. Μουτζουρίδη. Ανάλογων διαστάσεων ξερολιθιά επισημαίνεται και στα Γλυκά Νερά Αττικής. Εκεί ερευνήθηκε ταφικός λάκκος, μήκους 2,05 μ., πλάτους 1,03 μ., βάθους 0,80 μ., ο οποίος χωριζόταν με ξερολιθιά (πλάτους 0,50 μ. και ύψους 0,80 μ.) σε δύο ανισομεγέθη τμήματα (Κακαβογιάννης 2001, σελ. 64). 475. Cavanagh - Mee 1998, σελ. 91. 476. Dickinson 1983, σελ. 62. 477. Ο  ι τοίχοι δεν είναι κτιστοί. Ουσιαστικώς πρόκειται για τοποθέτηση λίθων σε μία συγκεκριμένη σειρά και χωρίς καμμία ιδιαίτερη φροντίδα ή επιμέλεια, αυτό το χαρακτηριστικό διαφοροποιεί τις συγκεκριμένες κατασκευές από την ισχυρή ξερολιθιά που χωρίζει τους λακκοειδείς στο Αρβανίτη.

Ταφική αρχιτεκτονική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

101

x 1,15 μ.), ο οποίος περιείχε μίαν ταφή (ταφή Β). (Πίν. 45). Στο ανατολικό του όριο είχε κατασκευασθεί τοιχάριο από λεπτές αμμολιθικές πλάκες (σωζόμενο σε μήκος 1,72 μ. και με κυμαινόμενο ύψος, από 0,25 μ. - 0,57 μ.), στη βάση του οποίου είχαν τοποθετηθεί, δίκην σφηνών, μικρότεροι λίθοι. Περαιτέρω ανατολικά και σε επίπεδο υψηλότερο της ταφής Β, είχε διαμορφωθεί αβαθής λάκκος (βάθους μόλις 0,45 μ.), περιέχων δύο ταφές - ανακομιδές (ταφές Γ και Δ). Δυτικά της ταφής Β, τοιχάριο από μικρούς και μεσαίου μεγέθους λίθους, μήκους 1,70 μ. και πλάτους περ. 0,40 μ., κάλυπτε μερικώς την εν λόγω ταφή, και ταυτόχρονα τη χώριζε από την ταφή Α. Ευρήματα: δύο λίθινα σφονδύλια και δύο ψευδόστομοι αμφορείς. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-Β.

Τ. VII Πρόκειται για «χωρισμένο με τοιχάρια» ταφικό λάκκο (Σχέδ. 39), κατασκευασμένο σε ελλειψοειδές - τετράπλευρο όρυγμα, διαστάσεων 1,92 μ. (Α-Δ) x 2,05 μ. (Β-Ν). Δύο τοιχάρια478 από μικρού και μεσαίου μεγέθους λίθους χώριζαν το όρυγμα σε τρία «διαμερίσματα» (Πίν. 46). Στο κεντρικό είχε διαμορφωθεί λάκκος, διαστάσεων 1,60 x 0,25 μ. και βάθους 1,35 μ. (ταφή Γ). Ανατολικά της ταφής Γ είχε κατασκευασθεί άλλος λάκκος, μήκους 1,40 μ., πλάτους 0,50 μ. και βάθους 1,10 μ. (ταφή Α). Δυτικά της κεντρικής ταφής έχει ανοιγεί ακόμη ένας λάκκος, με μήκος 1,30 μ., πλάτος 0,40 και βάθος 0,85 μ. (ταφή Β). Στη βόρεια παρειά του ορύγματος διαμορφώθηκε μία μικρών διαστάσεων κόγχη (1 x 0,30 μ.), περιέχουσα ανακομιδή. Ευρήματα: ένα κυάθιο, ένα αλάβαστρο και ένα θήλαστρο. Από την ανακομιδή προήλθε ζώομορφο ειδώλιο.479 Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-Β.

Τ. VIIΙ (Πίν. 46) Δύο (2) μέτρα ανατολικώς του τ. VII είχε λαξευθεί ακόμη ένας λάκκος (Σχέδ. 39). Το όρυγμα διαστάσεων 1,90 (Α-Δ) x 1,98 μ. (Β-Ν) διαιρείτο με δύο σε τρία τμήματα. Ο ένας τοίχος, προς τα ανατολικά, αποτελείται από τουλάχιστον δύο σειρές λίθων, είναι μήκους περ. 2 μ., ενώ ο άλλος (προς τα δυτικά) είναι μικρότερων διαστάσεων, αποτελούμενος από μία σειρά λίθων και με μήκος μόλις 1,60 μ. Στο κέντρο του ορύγματος, προς Β, και εντός κυκλικής - ελλειψοειδούς κοιλότητας,480 έχει αποτεθεί ακτέριστη ανακομιδή (σε πολύ κακή κατάσταση διατήρησης). Οι διαστάσεις του κεντρικού «διαμερίσματος» είναι 1,80 x 0,55 και με βάθος 0,66 μ. Ανατολικά αυτού, έχει ανοιγεί άλλος λάκκος, διαστάσεων 2,20 x 0,55 και βάθος 0,90 μ., περιέχων μία ταφή (ταφή Β). Δυτικά της ταφής Α, διαμορφώθηκε ακόμη ένας λάκκος, μήκους 1,9 μ., πλάτους 0,23 και βάθους 0,75 μ., περιέχων ένα νεκρό. Οι ταφές είχαν αποτεθεί στο φυσικό πέτρωμα,481 πλην της Β που ανευρέθη σε υψηλότερο του φυσικού επίπεδο (0,15 μ.). Ευρήματα: ένας ψευδόστομος, ένας απιόσχημος πιθαμφορίσκος και δύο αλάβαστρα. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-Β.

478. 479. 480. 481.

 ο μήκος τους δεν ξεπερνά το 1,85 μ. και το πλάτος τα 0,30 μ. Οι διαστάσεις των λίθων κυμαίνονται από 0,15 x 0,20 μ. Τ Α  ντίστοιχα και από διαμερισματοποιημένο λάκκο στα Γλυκά Νερά (Σγουρίτσα 2001β, σελ. 141). Δ  ιαμέτρου περίπου 0,60 μ. Lewartowski 2000, σελ. 10, όπως συμβαίνει συνήθως σε όλες τις περιπτώσεις ταφών σε λάκκους.

102 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Νέο Μουσείο Αρχ. Ολυμπίας Μεταξύ των θαλαμωτών τάφων Α και Θ (περίπου 12 μ. ανατολικώς του Θ και 16,50 μ. ανατολικώς του Α) αποκαλύφθηκε επιμήκης λάκκος, λαξευμένος στο φυσικό πέτρωμα, μήκους σχεδόν 3 μ. (~2,90 μ.), στεγασμένος με ποταμίσιους λίθους μικρού και μεσαίου μεγέθους (Σχέδ. 40, Πίν. 47). Διέθετε προσανατολισμό Β προς Ν και οι παρειές του ορύγματος (κατά τον ανασκαφέα) συνεκρατούντο με ξερολιθιά.482 Εντός του λάκκου εντοπίστηκαν δύο ταφές, οι οποίες είχαν αποτεθεί σε διαφορετικό βάθος. Η νοτίως και βαθύτερα τοποθετημένη ταφή (ταφή 1) καταλαμβάνει 1,20 μ. (σε μήκος), 0,30 μ. (σε πλάτος), ενώ η υψομετρική της διαφορά από την ταφή 2 είναι περ. 0,20 μ. Η διαφορά αυτή αποτυπώνεται και στις καλυπτήριες πλάκες, δηλ. οι νοτιώτερες απαντούν σε χαμηλότερο επίπεδο των βορείων. Η βορείως ευρισκομένη ταφή (ταφή 2) είναι μήκους 1,52 μ. και πλάτους 0,26 μ. Κάποιοι από τους λίθους της ταφής 2 υπέρκειντο των καλυπτηρίων λίθων της ταφής 1, δηλώνοντας την, σε δεύτερο χρόνο, κατασκευή της. Ευρήματα: κυάθιο και αλάβαστρο. Επιπλέον η ανασκαφή απέδωσε χάνδρες από ημιπολύτιμους λίθους, φαγεντιανή και υαλόμαζα. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ.

Κλαδέος - Τρύπες483 Οι πρόσφατες ανασκαφές στη θέση «Τρύπες», εκτός των θαλαμωτών τάφων, έφεραν στο φως και δέκα λακκοειδείς τάφους. Η ανασκαφέας, κα. Ολ. Βικάτου, συγκρίνει κατασκευαστικά τα εν λόγω μνημεία με αντίστοιχα της Καυκανιάς και της Ζακύνθου (θέση «Καμπί»). Οι τάφοι έχουν ανοιγεί στο φυσικό πέτρωμα, χωροθετούνται πλησίον των θαλαμωτών και διαθετουν σχήμα ορθογώνιο (λακκοειδής 3) ή ελλειψοειδές (λακκοειδής 1). Συχνά οι λάκκοι βρίσκονται σε πολύ μικρή απόσταση μεταξύ τους, έτσι ο τάφος 1 απέχει μόλις 0,70 μ. από τον τάφο 2, ενώ στην περίπτωση των λακκοειδών τάφων 4, 5 και 6, ο ένας εφάπτεται στον άλλον και χωρίζονται (τα πλευρικά τους τοιχώματα) με ξερολιθιά.484 Αντίθετα ο τάφος 3 είναι απολύτως ανεξάρτητος, ενώ οι 7 και 8 μάλλον πρέπει να θεωρηθούν λάκκοι του θαλαμωτού τάφου 11. Συγκεκριμένα ο τάφος 7 είχε κατασκευασθεί κατά μήκος της ανατολικής παρειάς του δρόμου του θαλαμωτού 11, η δε πλευρά του προς τον δρόμο έκλεινε με ξερολιθιά. Ο τάφος 8 είχε ανοιγεί στο δάπεδο στην αρχή του δρόμου του θαλαμωτού 8. Η ανασκαφέας καταγράφει τις διαστάσεις του λακκοειδή τάφου 1 (1,30 x 0,55-0,67 μ. x 0,70 μ. βάθος), του 8 (1,28 x 0,58 x 0,20 μ. βάθος), του 9 (1,40 x 0,40 x 0,25 μ. βάθος) και του 10 (1,80 x 0,45 x 0,35 μ. βάθος). Ευρήματα: Αναφέρεται ένας ψευδόστομος.

Δάφνη - θέση Λακκαθέλα485 Σε απόσταση 1 μ. από την αφετηρία του δρόμου του τ. 10 του νεκροταφείου στη Δάφνη (θέση Λακκαθέλα) ανεσκάφη ταφικός λάκκος. Είχε προσανατολισμό Α-Δ, διαστάσεις μόλις 0,88 x 0,47 μ., και περιείχε μία ταφή (πιθανώς παιδική). Ευρήματα: μία λήκυθος και ένα πήλινο σφονδύλι. 482. Π  ιθανή ανασκαφική διερεύνηση των ξερολιθιών ίσως να αποδείκνυε ότι έκλειναν κάποιο είδος ταφικής κόγχης. 483. Β  ικάτου 1998, σελ. 233, Βικάτου ΑΔ 55, 2000, σελ. 279 484. Α  πό τη σύντομη περιγραφή - αναφορά της ανασκαφέως στο ΑΔ, πρόκειται μάλλον για «διαμερισματοποιημένο» λακκοειδή τάφο (πρβ. αντίστοιχα ταφικά μνημεία στο Στρέφι και Αρβανίτη). Το αυτό ισχύει μάλλον και για τους λακκοειδείς 1 και 2. Δηλαδή και στην περίπτωση αυτή ανοιγόταν ένα όρυγμα στο φυσικό πέτρωμα και εντός αυτού λαξεύονταν δύο ή τρεις λάκκοι, οι οποίοι χωρίζονταν με ξερολιθιά. 485. Αραπογιάννη 1999, σελ. 235.

Ταφική αρχιτεκτονική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

103

Γ. Υβριδικοί Ὴ ημιτελείς θαλαμωτοί Τάφοι (Κατάλογος V, VIII, XIII, XIV - ΧΑΡΤΕΣ 4 & 5) Πρόκειται για ταφικά μνημεία, οιονεί θαλαμωτοί τάφοι,486 οι οποίοι διαθέτουν τα κατασκευαστικά στοιχεία των θαλαμωτών δεν χρησιμοποιήθηκαν, όμως, ως τέτοιοι. Οι αιτίες κατασκευής των συγκεκριμένων μνημείων παραμένουν ασαφείς, καθώς είναι δυνατόν να σχετίζονται με την αδυναμία ολοκλήρωσης τους, τον αιφνίδιο θάνατο πολλών μελών της κοινότητας αλλά και ενδεχόμενες κατασκευαστικές αδυναμίες ή ατέλειες. Στην Ηλεία επισημαίνονται στο νεκροταφείο του Στρεφίου, στην Αγία Τριάδα, στο Νεκροταφείο του Νέου Μουσείου της Αρχαίας Ολυμπίας και στο Χελιδόνι.

Στρέφι Τ. ΙΧ 1,70 μ. νοτιοανατολικώς του νοτίου άκρου της ταφής Β, του τ. VII ερευνήθηκε ο τ. ΙΧ. Πρόκειται για ταφικό μνημείο, που διαθέτει δρόμο, μέτωπο θαλαμωτού τάφου, αλλά απουσιάζει ο θάλαμος. Ο τάφος είχε προσανατολισμό Β-Ν και είχε διανοιγεί στο μαλακό πέτρωμα της περιοχής. Το μέτωπο του έφθανε τα 2 μ.487 Ο δρόμος, μήκους 3,60 μ., χαρακτηρίζεται από έντονη κατωφερική κλίση προς την «είσοδο του θαλάμου». Το πλάτος του ευρύνεται προ της υποτιθέμενης «εισόδου» (1 μ. στην αρχή του, 1,10 μ. στο μέσον του και 1,20 μ. στη βόρεια απόληξή του). Προς το βόρειο άκρον του έχει ανοιγεί, στο δάπεδο, ταφικός λάκκος (Πίν. 48), διαστάσεων 2,02 x 0,37-0,50 x 0,40 μ. (το βάθος). Δεν ανευρέθησαν καλυπτήριες πλάκες, ενώ περιείχε ένα νεκρό, ο οποίος είχε αποτεθεί στο φυσικό πέτρωμα. Ευρήματα: ένας πιθαμφορίσκος και ένας ψευδόστομος. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-Β.

Τ. XV Αποτελείται από δύο επιμήκεις ταφικούς λάκκους, μία μεγάλη κοιλότητα - κυκλικό λάκκο488 (δίκην δρόμου;) και μία μικρών διαστάσεων κόγχη, διευθετημένα εντός ορύγματος, ακανονίστου σχήματος, το οποίο είχε ανοιγεί στο μαλακό πέτρωμα της περιοχής. Το μνημείο έχει γενικό προσανατολισμό Β-Ν. Οι δύο λάκκοι, επιμήκεις και σχεδόν παράλληλοι μεταξύ τους, εντοπίζονται στο βόρειο τμήμα του μνημείου (Σχέδ. 41, Πίν. 49). Οι διαστάσεις τους είναι: Λάκκος Α: 1,60 x 0,40 x 0,20 μ. (βάθος). Λάκκος Β: 1,75 x 0,53 x 0,40 μ. (βάθος). Ανατολικώς του λάκκου Β είχε διαμορφωθεί αβαθής κόγχη, με ελάχιστα οστά.

Τ. V (Πίν. 50) Χωροθετείται 5 μ. βορειοανατολικά του τ. IV και 3 μ. νοτιοδυτικά του λακκοειδή τάφου Α. Στην εξεταζόμενη περίπτωση έχει λαξευθεί ο δρόμος (μήκους 2,37 μ. και πλάτους 1,10 μ.) στο φυσικό πέτρωμα, με προσανατολισμό Β-Ν, απουσιάζει όμως ο θάλαμος, ενώ για την απόθεση των νεκρών 486. Ι ακωβίδης 1970α, σελ. 21. Σαλαβούρα 2006, σελ. 308. Δακορώνεια 1993, σελ. 35-7. Dickinson 2006, σελ. 181-2. 487. L  ewartowski 2000, σελ. 11. Για την περίπτωση των «unfinished dromoi». Συνήθως λαξεύονταν κόγχες. 488. δ ιαμέτρου 1-1,15 μ. και με βάθος 0,75 μ.

104 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

χρησιμοποιήθηκαν κόγχες και όχι λάκκοι (Σχέδ. 42). Πρόκειται για δύο κόγχες (μία ανά παρειά του υποτιθέμενου δρόμου), οι οποίες κλείνονταν με ξερολιθιά, που αποτελείτο (στην κόγχη της δυτικής παρειάς) από μικρούς πλακοειδείς λίθους, διευθετημένους σε τέσσερεις ή πέντε σειρές, ενώ η ξερολιθιά της κόγχης στην ανατολική παρειά είχε κτισθεί με λίθους μεγαλυτέρων διαστάσεων (π.χ. 0,40 x 0,27 μ.). Η κόγχη της δυτικής πλευράς (μικρότερη της ανατολικής) είχε διαστάσεις 0,93 x 0,50 μ. (με την ξερολιθιά, 0,30 μ. χωρίς αυτήν) και ύψος κυμαινόμενο από 0,37-0,55 μ. Η ανατολική κόγχη διέθετε 1,80 μ. μήκος, 0,75 μ. πλάτος και 0,40-0,62 μ. ύψος. Ευρήματα: δίωτος αμφορεύς και κυάθιο. Ψήφοι από ημιπολύτιμους λίθους, χάνδρες και πλακίδια από υαλόμαζα. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ-Γ (πρώιμη).

Τ. VI (Πίν. 51) 2 μ. ανατολικώς, νοτιοανατολικώς του δρόμου του τ. ΙΙΙ ανεσκάφη ακόμη ένα υβριδικό ταφικό μνημείο. Εν προκειμένω είχε λαξευθεί δρόμος, ταφικές κόγχες, και είχε διαμορφωθεί υποτυπώδης είσοδος, η οποία έκλεινε με ξερολιθιά, ο θάλαμος όμως ήταν εξαιρετικά μικρών διαστάσεων και ουσιαστικά ανύπαρκτος (Σχέδ. 42). Ο προσανατολισμός του μνημείου είναι Ν-Β. Ο δρόμος, ελαφρά κατηφορικός προς τον υποτιθέμενο θάλαμο, έχει μήκος 2,13 μ. και πλάτος, μειούμενο προς την είσοδο (από 1,10 μ. σε 0,80 μ.). Στη δυτική παρειά του δρόμου είχε κατασκευασθεί κόγχη, μεγάλων διαστάσεων (2,01 x 0,72 x 0,68 μ.), την είσοδο της οποίας έκλεινε ξερολιθιά, κτισμένη από μικρούς, εύθριπτους, πλακοειδείς λίθους (πλάτος ξερολιθιάς ± 0,30 μ). Στην ανατολική παρειά και σε υψηλό σημείο (σχεδόν στην επιφάνεια του εδάφους) έχει δημιουργηθεί κόγχη - ταφικός λάκκος, ο οποίος έκλεινε με απλή σειρά αργών λίθων, μικρών διαστάσεων. Οι διαστάσεις του ταφικού λάκκου - κόγχης ήταν 2 x 0,70 μ. και πιθανώς πρόκειται για μεταγενέστερη προσθήκη στο ταφικό μνημείο. Κάτω από τον ταφικό λάκκο είχε διαμορφωθεί ταφική κόγχη, η οποία έκλεινε με ισχυρή ξερολιθιά (δύο σειρές λίθων, μεσαίου μεγέθους). Οι διαστάσεις ήταν: Μήκος 2,10 μ., πλάτος 0,45 μ. και ύψος 1,20-1,40 μ. Η ξερολιθιά που έκλεινε την είσοδο στο θάλαμο κατασκευάστηκε από λίθους μεγάλων διαστάσεων,489 με σωζόμενο ύψος 1,10 μ. και πλάτος 0,65 μ. Ο «θάλαμος» απόλυτα κενός, ήταν διαστάσεων 0,90 (Β-Ν) x 1,18 μ. (Α-Δ). Ευρήματα: δύο αλάβαστρα και ένα λίθινο σφονδύλι. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2.

Αγία Τριάδα Η ανασκαφέας αναφέρει τρεις περιπτώσεις «υβριδικών» θαλαμωτών τάφων. Συγκεκριμένα: Το 1992,490 στην Αγ. Τριάδα (συστάδα τάφων Αγ. Ιωάννη), ανεσκάφη ο θαλαμωτός τάφος 27, στον οποίο είχε ανοιγεί το σύνολο του δρόμου αλλά απουσίαζε ο θάλαμος. Στο μέτωπο της εισόδου, βάθους 2,80 μ., αποτυπώνεται η απόπειρα κατασκευής θύρας, που για άγνωστο λόγο δεν τελεσφόρησε. Η ανασκαφέας σημειώνει ότι στην περίπτωση του θαλαμωτού τάφου 36 επιχειρήθηκε η κατασκευή θαλαμωτού (λαξεύθηκε μικρός δρόμος, διαστάσεων μόλις 1 x 0,90 μ., και διαμορφώθηκε το

489. Μ  άλιστα κάποιοι από τους λίθους των ανώτερων σειρών φαίνονταν κατεργασμένοι και σε δεύτερη χρήση. 490. Βικάτου 1992, σελ. 119.

Ταφική αρχιτεκτονική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

105

ΝΔ τμήμα θαλάμου, το οποίο δέχτηκε παιδική ταφή), η οποία δεν ολοκληρώθηκε, καθώς η προσπάθεια διεκόπη, «πιθανώς λόγω της ακαταλληλότητας του εδάφους».491 Το 1993492 (700 μ. ανατολικά της θέσεως «Αγ. Ιωάννης») ήρθε στο φώς θαλαμωτός, ο οποίος δεν διέθετε θάλαμο, αλλά ο τελευταίος είχε υποκατασταθεί από δύο ταφικές κόγχες (Πίν. 21). Ο τάφος, με προσανατολισμό Β-Ν, διέθετε δρόμο, μήκους 2,38 μ. και πλάτους 1,10 μ. Ο δρόμος απέληγε σε δύο κόγχες (ανατολική και δυτική). Η ανατολική κόγχη ήταν μικρών διαστάσεων (μόλις 0,60 μ. ύψος) ωοειδούς κάτοψης (0,70 x 0,90 μ.) και έκλεινε με ξερολιθιά. Η κόγχη της δυτικής πλευράς είχε επίσης ωοειδή κάτοψη (1,35 x 0,97 x 0,75 μ.). Ευρήματα: ένα κυάθιο και πλακίδια υαλόμαζας.

Νέο Μουσείο Τον Απρίλιο του 1971493 και σε απόσταση 2,5 μ. ανατολικώς του θαλαμωτού τάφου, που ανεσκάφη στο οικόπεδο ιδιοκτησίας Ζούνη, επισημάνθηκε και ερευνήθηκε «θαλαμωτός τάφος», του οποίου είχε λαξευθεί μερικώς ο δρόμος και κατόπιν η κατασκευή του διεκόπη αιφνιδίως.

Χελιδόνι Η έρευνα το 1978 απέδωσε έναν ημιτελή θαλαμωτό, με διαμορφωμένο δρόμο και δύο κόγχες στις παρειές του (Σχέδ. 7). Οι πρόσφατες ανασκαφές, που διεξήχθησαν από την αρχαιολόγο της Ζ’ ΕΠΚΑ, κα. Ζ. Λεβεντούρη, απέδωσαν, ακόμη έναν υβριδικό/ημιτελή τάφο, προσανατολισμού Α-Δ, ο οποίος διέθετε βραχύ δρόμο και κόγχη στη βόρεια πλευρά του.494

491. Β  ικάτου 1992, σελ. 120, χωρίς να παρέχονται περισσότερες λεπτομέρειες για το επίπεδο κατασκευής του εν λόγω τάφου. Επίσης και Βικάτου 1999, σελ. 268. 492. Β  ικάτου 1993, σελ. 105. 493. Π  αρλαμά 1972, σελ. 269. 494. Αυτοψία στο χώρο τον Σεπτέμβριο του 2008.

106 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Συμπεράσματα για την Ταφική αρχιτεκτονική στην Ηλεία κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (χάρτες 4, 5) Α. ΥΕΙ-ΙΙ Στα τέλη της ΜΕΧ παρατηρείται διαφοροποίηση των ταφικών πρακτικών. Μειώνονται και σταδιακώς εκλείπουν οι intra muros ταφές, ενώ υιοθετούνται ταφικά μνημεία, που δέχονται πολλαπλές ταφές (θολωτοί, τύμβοι και λακκοειδείς).495 Στη ΝΔ. Πελοπόννησο κατασκευάζονται τύμβοι496 ήδη από τις αρχές της ΜΕΧ (θέση Καστρούλια στη Θουρία Ν. Μεσσηνία,497 Βοϊδοκοιλιά,498 Αγ. Ιωάννης Παπουλίων499), που σταδιακά μετεξελίσσονται σε θολωτά ταφικά μνημεία.500 ΜΕ/ΥΕ τύμβοι, όπως και θολωτοί τάφοι, εντοπίζονται και στο Ν. Ηλείας,501 στη νοτίως του Αλφειού περιοχή.502 Ουσιαστικά πρόκειται για ένα νεκροταφείο τύμβων503 στην περιοχή του Σαμικού (θέση «Κλειδί») και έναν μεμονωμένο τύμβο στη θέση Προφήτη Ηλία Μακρισίων.504 Τα προαναφερθέντα μνημεία χαρακτηρίζονται από εξαιρετικά μικρή διάμετρο (σε αντίθεση με ανάλογα άλλων περιοχών της ηπειρωτικής χώρας), συσσώρευση χώματος και κατασκευή στο εσωτερικό τους λακκοειδών, κτιστών πεταλόσχημων τάφων ή και απόθεση των νεκρών σε εσοχές, λαξευμένες στο μαλακό φυσικό πέτρωμα αλλά και σε πίθους. Στην περίπτωση των Μακρισίων ο τύμβος διαθέτει αμφιπρόσωπο περίβολο, μικρή διάμετρο (για τα δεδομένα τύμβων) και στο εσωτερικό του έναν ταφικό λάκκο, γνωρίσματα που οδήγησαν πολλούς ερευνητές505 να υιοθετήσουν την άποψη ότι πρόκειται για θολωτό. Και στις δύο προαναφερθείσες αρχαιολογικές θέσεις χρόνος κατασκευής τους θεωρείται, βάσει της ανευρεθείσας κεραμικής, η ύστατη ΜΕΧ. Δεν πρέπει, όμως, να αγνοηθεί το γεγονός ότι στη δυτική Πελοπόννησο επιβιώνουν και κατά την πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο σχήματα και διακοσμητικοί ρυθμοί506 αγγείων, που ανάγονται στη ΜΕΧ. Συνεπώς, είναι δυνατόν τα συγκεκριμένα ταφικά μνημεία να ανηγέρθησαν και στις αρχές της ΥΕΧ. Το σίγουρο είναι ότι ο τύμβος του Σαμικού, που ανεσκάφη από τον Ν. Γιαλούρη, δεχόταν ταφές έως και τα τέλη της ΥΕΙΙΙΑ - αρχές της ΥΕΙΙΙΒ. Αντιθέτως οι υπόλοιποι τύμβοι δεν χρησιμοποιούνται ήδη από τα τέλη της ΥΕΙΙ ή και νωρίτερα.507

495. V  outsaki 1998, σελ. 44, Boyd 2002, σελ. 34-36, Aegean Bronze Age σελ. 238. 496. Η  πλειονότητα των οποίων διαφοροποιείται από την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα, καθώς οι ταφές διενεργούνται σε πίθους, τοποθετημένους στην περιφέρεια του μνημείου (βλ. και Κορρές 1975β, σελ. 344, Boyd 2002, σελ. 38). 497. h  ttp://archmusmes.gr/ekthemata_kal.htm#kal, http://www.oeaw.ac.at/sciem2000/Aigina/abstract/rambach.html. 498. Κορρές 1977α, σελ. 271 «… ως υποδηλούται δια των πρωτομινύειων οστράκων των προερχομένων εκ των κτερισμάτων των πίθων 5 και 13». 499. Κορρές 1977α, σελ. 287. 500. Βλ. Κορρές 1975β, σελ. 352 και 366 (παρατίθεται και άποψη Γ. Μυλωνά), Κορρές 1977α, σελ. 294 (όπου αναφέρονται οι εξής θέσεις: Βοϊδοκοιλιά, Περιστεριά - Κοκοράκου, Ρούτσι και Αγ. Ιωάννης Παπουλίων), Δεϊλάκη, σελ. 228, Κορρές 1989, σελ. 26-28, Voutsaki 1998, σελ. 42, Boyd 2002, σελ. 56. 501. Π  ρβ. υποσ. 67. Κατά τον Παπαδόπουλο (Papadopoulos 1995, σελ. 203-204) οι τύμβοι της ΜΕΧ/ΥΕΙ αποτελούν έναν ακόμη κρίκο σχηματισμού της «Μυκηναϊκής Κοινής της ΒΔ Πελοποννήσου». 502. D  ickinson 1989, σελ. 183, Bennet - Galanakis 2005, σελ. 147. 503. C  avanagh - Mee 1998, σελ. 44. 504. Ό  .π. 505. Πρβ. και υποσ. 272 και 303. 506. Graziadio 1998, σελ. 30 και 48. 507. Καλλιγάς 1977, σελ. 121, όπως συμβαίνει και στην υπόλοιπη χώρα.

Ταφική αρχιτεκτονική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

107

Η κατασκευή θολωτών τάφων στην Ηλεία περιορίζεται στη νοτίως του Αλφειού περιοχή (με την εξαίρεση του προσφάτως ερευνηθέντος τάφου στη θέση «Τριανταφυλλιά - Κορυφή»508), εντασσόμενη στην αρχιτεκτονική παράδοση της Μεσσηνίας, όπου πιθανώς «γεννήθηκε» ο συγκεκριμένος ταφικός τύπος.509 Η οικοδόμησή τους απαιτούσε την ύπαρξη εξειδικευμένων τεχνιτών,510 ικανών να εκτιμήσουν, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις ανέγερσης τους (στο τεχνικό/πρακτικό επίπεδο). Εξετάζονταν η υφή του πετρώματος, οι εδαφικές κλίσεις, η εξασφάλιση οικοδομικού υλικού (από εύκολα προσβάσιμο σημείο).511 Η συγκεκριμένη επιλογή της χωροθέτησή τους δεν υπήρξε τυχαία, αλλά αποτέλεσμα του συνυπολογισμού των προαναφερομένων παραγόντων, της βούλησης του αναθέτη του έργου και πιθανώς της «κρατικής» ή κοινοτικής εξουσίας.512 Τα μνημονευθέντα καθίστανται απολύτως ευνόητα, εάν αναλογισθεί κανείς τα κυβικά μέτρα χώματος, που έπρεπε να αφαιρεθούν, τον αριθμό των εργατών αλλά και το χρόνο,513 που ήταν αναγκαίο να «αναλωθούν»,514 στην κατασκευή των επιβλητικών - τηλεφανών ταφικών μνημείων515 (σημειώνεται ότι ο θολωτός τάφος Α του Κακοβάτου είχε οικοδομηθεί στην πλαγιά ενός λόφου και είχε ύψος, που εκτιμάται στα 12 περίπου μέτρα516). Το συνεργείο σχεδιασμού οικοδόμησης των θολωτών τάφων στον Κακόβατο δεν απασχολήθηκε για την κατασκευή αποκλειστικώς των συγκεκριμένων ταφικών μνημείων, αλλά πιθανώς σχεδίασε και υλοποίησε την ανέγερση αναλόγων θολωτών μνημείων σε ολόκληρη τη δυτική - νοτιοδυτική 508. Π  ρβ. υποσ. 90, 541, 2083, 2108 και σελ. 40, αρ. 29. 509. Φ  αίνεται πως αρχικώς ανεγείρονται στην ευρύτερη περιοχή της Πυλίας και κατόπιν εξακτινώνονται προς τα υπόλοιπα οικιστικά κέντρα της δυτικής Πελοποννήσου (Κορρές 1975β, σελ. 346, Kontorli - Papadopoulou 1995, σελ. 111). Σημειώνεται χαρακτηριστικά από τον καθηγητή Κορρέ «… οι τάφοι εσχημάτισαν μίαν αξιόλογον άλυσιν, ήτις, κατά τον σχηματισμόν, την εκπροσώπησιν και την ποικιλίαν δεν έχει αντίστοιχον εις τας λοιπάς περιοχάς του μυκηναϊκού κόσμου…». Πρώιμοι θολωτοί θεωρούνται οι εξής: Οσμάναγα - Κορυφάσιο, ο τάφο α1 στο Γουβαλάρη Κουκουνάρας, ο τάφος Νικητοπούλου 4 στην Καρποφόρα, ο 5ος στα Καμίνια, ο 2ος στο Γουβαλάρη και ο θολωτός τάφος Βαγενά, Επιπλέον και Voutsaki 1998, σελ. 42, όπου αναφέρεται ως πρώτο δείγμα θολωτού, αυτός στο Κορυφάσιο Μεσσηνίας, ενώ σημειώνονται οι διαφορές μεταξύ κρητικών θολωτών μνημείων και μυκηναϊκών. H εξάπλωση των θολωτών πραγματοποιείται κατά την ΥΕΙΙΑ, όταν οικοδομούνται οι τάφοι στο Σαμικό, Βαφειό, Μυκήνες, Μπερμπάτι, Καζάρμα, Θορικό (Cavanagh - Mee 1998, σελ. 44, Boyd 2002, σελ. 93 και Bennet - Galanakis 2005, σελ. 146). 510. Boyd 2002, σελ. 65. 511. Για τα στάδια κατασκευής βλ. και Cavanagh - Mee 1999, σελ. 95. 512. Wright 1987, σελ. 174 η κατασκευή ενός θολωτού ονομάζεται «public phaenomenon», Santillo - Frizell 1997-98. Η διαδικασία ανέγερσης ενός θολωτού αποτελούσε ένα προπαγανδιστικό όπλο στα χέρια της κοινωνικής ιεραρχίας ή της κρατικής εξουσίας, καθώς έτσι επιβεβαιωνόταν η δύναμη και η αποφασιστικότητά της. Η μεταφορά μάλιστα τεραστίων μονολίθων, συχνά δίχως πρακτικό διακύβευμα (π.χ. ο τεράστιος λίθος, βάρους 120 τόνων στο εσωτερικό του στομίου του Θολωτού τάφου του Ατρέα στις Μυκήνες), συνδεόταν, πιθανώς, με δημόσιες εκδηλώσεις υψηλού συμβολισμού. Δεν πρέπει να θεωρείται τυχαία η χρήση του ιδίου οικοδομικού υλικού (δηλ. αμυγδαλίτη λίθου) τόσο στην ανέγερση των θολωτών τάφων της Κλυταιμήστρας, του Ατρέα και των Διαμόνων, όσο και στην κατασκευή της Πύλης των Λεόντων (Wright 1987, σελ. 177). Ο Wright (Wright 1987, σελ. 179-180) κάνει λόγο για πολιτική νομιμοποίηση της μυκηναϊκής καθεστηκυίας τάξης, μέσω των συγκεκριμένων οικοδομικών προγραμμάτων. Η Βουτσάκη (Voutsaki 1995, σελ. 61) θέτει προβληματισμούς σχετικά με το ποιοι (βάσει της θέσεως τους στην κοινωνική διαστρωμάτωση) θάπτονται στους θολωτούς τάφους, ενώ σε άλλο σημείο αμφισβητεί την αρχή του ισομορφισμού (σελ. 56). 513. W  right 1987, σελ. 174. Για τον τάφο του Αιγίσθου έπρεπε να εξαχθούν περί τα 4.100 κμ. χώματος (για τον θάλαμο και το δρόμο) και να εργάζονται δέκα εργάτες για 240 ημέρες. 514. V  outsaki 1995, σελ. 45 και Wright 1987, σελ. 173. 515. Η  ενέργεια που αναλώνεται στην κατασκευή ενός τάφου είναι ανάλογη με την κοινωνική θέση του νεκρού (;) (Voutsaki 1998, σελ. 41). 516. Γ  ια περισσότερα αρχιτεκτονικά στοιχεία πρβ. και οικεία ενότητα.

108 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Πελοπόννησο ή και εκτός αυτής, καθώς η τεχνογνωσία αυτή είχε καταστεί κτήμα μίας «συντεχνίας». Έτσι εξηγείται η διαμόρφωση ιδιαίτερων αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών αλλά και ισχυρής παράδοσης, η οποία επιβιώνει με τη χρήση θολωτών, στη Μεσσηνία, ακόμη και κατά την Πρωτογεωμετρική περίοδο.517 Ο πρώτος θολωτός στην Ηλεία κατασκευάζεται στον Κακόβατο, κτίζεται δίπλα στο οικιστικό σύνολο και με σχετικά απλοποιημένη δόμηση. Πρόκειται για τον τάφο C, ο οποίος παρουσιάζει αρχιτεκτονικούς αρχαϊσμούς, αφού: Κατασκευάστηκε σε λάξευμα - όρυγμα, βάθους μόλις 1 μ., με συνέπεια τα 9/10 της θόλου να παραμείνουν υπέργεια και να μην εξασφαλιστούν εκείνες οι δυνάμεις, που θα εξουδετέρωναν τις φυγόκεντρες που αναπτύσσονταν στο εσωτερικό της θόλου. Το δεδομένο αυτό καθιστά απολύτως κατανοητή την ταχύτατη και ολοκληρωτική κατάρρευση της θόλου, σε σύγκριση με τους άλλους δύο παρακείμενους θολωτούς (Α και Β). Η απουσία δρόμου, στην περίπτωση του C, η οποία πιθανώς οφείλεται στην κλίση του εδάφους, αποτελεί ταυτόχρονα και πρόσθετη ένδειξη αρχαϊσμού, καθώς επιβεβαιώνει ότι τη χρονική στιγμή οικοδόμησης του C, δεν έχουν διαμορφωθεί τα βασικά αρχιτεκτονικά μέρη των θολωτών, δηλ. θάλαμος, στόμιο, θύρα, δρόμος.518 Το υλικό δομής (μικρών διαστάσεων πλακοειδείς λίθοι), το άνοιγμα λάκκου εντός του θαλάμου αποτελούν χαρακτηριστικά, που συναντώνται σε πρώιμα ταφικά μνημεία, τόσο στη Μεσσηνία όσο και στη Λακωνία. Τα μέχρι στιγμής δεδομένα, βασιζόμενα σε μη στρωματογραφημένη κεραμική, καταδεικνύουν την πρωϊμότητα του παρακείμενου οικιστικού συμπλέγματος, που συγκροτείται στα τέλη της ΜΕΧ. Συνεπώς ο τάφος C, ο πλησιέστερα ευρισκόμενος στον «οικισμό», οικοδομείται πρώτος, μνημειοποιώντας την είσοδο.519 Αντίθετα οι τάφοι Α και Β οικοδομούνται ταυτόχρονα520 σε μία επόμενη χρονικώς περίοδο, αφού παρατηρείται, ότι οι κατασκευαστές τους έχουν υιοθετήσει τις βασικές αρχές εξασφάλισης της στατικής επάρκειας τους. Αναλυτικά και στις δύο περιπτώσεις: • Η θόλος είχε κτισθεί σε μία τεχνητή, κυλινδρική κοιλότητα, η οποία είχε ανοιγεί στο φυσικό ασβεστολιθικό πέτρωμα. • Χρησιμοποιήθηκε η ενδόκλιση των τοιχωμάτων της θόλου, (ασθενέστερη στον Β), • Αυξήθηκε σταδιακά το πάχος των τοιχωμάτων τους, • Οι λίθοι διατάσσονται σε κατακορύφους και οριζοντίους δακτυλίους, με σκοπό την εξουδετέρωση των αντίρροπων δυνάμεων521 • Συσσωρεύτηκε χωμάτινος όγκος πάνω στα μνημεία, που παράγει δυνάμεις, κατευθυνόμενες προς το κέντρο της θόλου. Επιπλέον, η σχέση πλάτους-μήκους του δρόμου του θολωτού τάφου Α εκφράζεται με την αναλογία 3:1 και το μνημείο εντάσσεται στις δύο πρώτες ομάδες, βάσει της κατάταξης του Wace.522 Ο τάφος Α παρουσιάζει πλείστες κατασκευαστικές ομοιότητες με τον θολωτό τάφο Β στο Θορικό και ίσως ανηγέρθηκαν συγχρόνως και πιθανώς από το ίδιο συνεργείο τεχνιτών. Αναλυτικά οι ομοιότητες των δύο θολωτών επικεντρώνονται στα εξής: 517. 518. 519. 520. 521. 522.

Χ  ωρέμης 1973, σελ. 62. S antillo - Frizell 1997-98, σελ. 106. Μάλιστα τα τρία τμήματα συνδέονται στατικά. B  oyd 2002, σελ. 46, όπως συνέβη και στην Περιστεριά (λίγα χλμ. νοτίως του Κακοβάτου). Cavanagh - Mee 1998, σελ. 56, θεωρείται ότι και οι τρεις θολωτοί δέχονταν ταυτόχρονα ταφές. Cremasco - Laffineur 1999, σελ. 141. Η τεχνική αυτή έχει χρησιμοποιηθεί και στο Θορικό. Pelon 1976, σελ. 280-281.

Ταφική αρχιτεκτονική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

109

i. Κατασκευάζονται στην κατωφερική πλαγιά χθαμαλού λόφου.523 ii. Διαθέτουν παρόμοιες διαστάσεις. iii. Το δάπεδο του δρόμου ακολουθεί τις ανωμαλίες του φυσικού εδάφους. iv. Τα τοιχώματα του σκάμματος, εντός του οποίου κτίσθηκε η θόλος είναι κατακόρυφα. v. Εμφανίζονται ασυμμετρίες σε σχέση με το φυσικό έδαφος (αλλού έχει ύψος 5 μ. αλλού 2,5 μ. κ.λπ.).524 vi. Τα τοιχώματα της θόλου κλίνουν προς τα έσω. vii. Κατασκευάζονται ταφικοί λάκκοι.525 viii. Η ξερολιθιά είναι μεγάλου πάχους και στέρεη. ix. Το στόμιο χαρακτηρίζεται από συγκλίνοντα προς τα άνω τοιχώματα. x. Η χρήση μικρών λίθων ως οικοδομικού υλικού. Συμπερασματικώς ο θολωτός τάφος C οικοδομείται στις αρχές της ΥΕΧ, ακολουθούν οι Α και Β (στα τέλη της ΥΕΙ/στην πρώιμη ΥΕΙΙΑ) και η χορεία των θολωτών στην Ηλεία ολοκληρώνεται με την ανέγερση του θολωτού τάφου στο Σαμικό526 (εντός του τύμβου 5). Ο τελευταίος παρουσιάζει τόσον ομοιότητες με τους αντίστοιχους του Κακοβάτου (χρήση μικρών πλακοειδών λίθων για οικοδομικό υλικό, ενδόκλιση της θόλου), όσο και διαφορές (μικρή διάμετρος θόλου, χαλικόστρωτο δάπεδο, κατασκευή πολλαπλών λάκκων κάτω από αυτό).

Β. ΥΕΙΙΙ Πυκνές συγκεντρώσεις ταφικών συνόλων (θαλαμωτών) παρατηρούνται στην κοιλάδα του Αλφειού και την ευρύτερη περιοχή της Ολυμπίας, ενώ εκτεταμένα νεκροταφεία κατασκευάζονται στη ΒΑ Ηλεία (Δάφνη, Αγ. Τριάδα)527 (Χάρτης 2 & 3, 5). Στην Τριφυλία συνεχίζεται η χρήση του τύμβου του Σαμικού (ανασκαφή Γιαλούρη) αλλά δεν υπάρχει αντίστοιχη ένδειξη για τους θολωτούς στον Κακόβατο. Στον υπόλοιπο νομό επιχωριάζουν οι θαλαμωτοί τάφοι,528 ενώ σποραδικά επισημαίνονται οι λάκκοι (διαχωρισμένοι σε τμήματα - «διαμερίσματα» με ξερολιθιά), οι λακκοειδείς και οι «υβριδικοί ή ημιτελείς θαλαμωτοί» (Χάρτης 4).

Θαλαμωτοί τάφοι Η αρχιτεκτονική τους στην Ηλεία ακολουθεί τις κατασκευαστικές συμβάσεις των αντιστοίχων μνημείων της υπολοίπου Ελλάδας. Οι τεχνίτες, οι οποίοι λάξευαν τους τάφους, χρησιμοποιούσαν το μαλακό ασβεστολιθικό πέτρωμα της περιοχής και διαμόρφωναν τα συγκεκριμένα ταφικά μνημεία εντός ολίγων ημερών.529 Σε πολλές περιπτώσεις η κατασκευή τους στο μαλακό πέτρωμα προκάλεσε την κατάρρευση της οροφής, του στομίου και της θύρας. Ο προσανατολισμός τους συνήθως είναι 523. Κ  ορρές 1977α, σελ. 294. 524. C  remasco - Laffineur 1999, σελ. 142, η διαφορά αυτή «εξισορροπείται» με το κτίσιμο τοίχου μεταξύ φυσικού εδάφους και θόλου. 525. G  asche - Servais 1971, σελ. 64-70. 526. Στη διάρκεια της ΥΕΙΙΑ-Β. 527. Στο σύνολο της μυκηναϊκής επικράτειας, η πλειοψηφία του πληθυσμού ενταφιαζόταν σε θαλαμωτούς (Lewartowski 2000, σελ. 13). 528. Οι οποίοι απουσίαζαν παντελώς κατά την πρώιμη μυκηναϊκή περιόδο (Bennet - Galanakis 2005, σελ. 147). Aegean Bronze Age σελ. 238. 529. Ό  σες μέρες απαιτούνται για την αποκάλυψη του μνημείου, χρειάζονται και για τη δημιουργία του.

110 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Β-Ν530 (Στρέφι, Νέο Μουσείο), σποραδικά Α-Δ (Δάφνη). Το εμβαδό τους είναι γενικώς μικρό, αφού δεν υπερβαίνει τα 20 τ.μ. (με εξαίρεση τον τάφο στο Αλποχώρι), και στη συντριπτική πλειοψηφία τους κυμαίνεται μεταξύ 7 και 12 τ.μ.531 Το 57% των θαλαμωτών διαθέτει κάτοψη κυκλική, ημικυκλική ή ελλειψοειδή, το 35% τετράπλευρη (πολλές φορές με αποστρογγυλεμένη τη μία πλευρά) και το 8% ακανόνιστη (Κατάλογος Ι-ΙΙΙ και Γράφημα 1.1). Το σχήμα του θαλάμου δεν δηλώνει χρονολογική εξέλιξη, αλλά μάλλον σχετίζεται με γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά.532 Εντός των θαλάμων δεν επισημαίνονται εξεζητημένες κατασκευές, καθώς δεν έχουν εντοπισθεί θρανία (μόνο σε δύο περιπτώσεις στα Διάσελλα και το Χελιδόνι) ή ταφικές κόγχες. Στο Αλποχώρι αλλά και σε τάφους της Αγ. Τριάδας ανοίχτηκαν πλευρικοί παραθάλαμοι ή δεύτερος θάλαμος (στην οπίσθια πλευρά του ταφικού μνημείου). Βασικό γνώρισμα και διαιτερότητα των ηλειακών ταφικών πρακτικών της ΥΕΙΙΙ υπήρξε η εκτεταμένη χρήση λάκκων.533 Αυτοί επισημαίνονται είτε αυτόνομοι, συγκροτώντας νεκροταφείο (Καυκανιά), είτε μεταξύ θαλαμωτών (Στρέφι, Κλαδέος, Δάφνη), ή λαξευμένοι στο εσωτερικό των θαλάμων είτε και στο δάπεδο του δρόμου. Οι λάκκοι στο εσωτερικό του θαλάμου προορίζονταν, κατά βάση, για πρωτογενείς ταφές, καλύπτονταν ενίοτε με πλάκες,534 ενώ είχαν ανοιγεί και μικρά - αβαθή ορύγματα (συνήθως μη στεγασμένα) για την απόρριψη των ανακομιδών. Οι λάκκοι διευθετούνταν κατά τον κύριο άξονα του θαλαμωτού, ενώ η φορά τους μεταβαλλόταν, σε περίπτωση έλλειψης χώρου. Ο αριθμός τους διαφοροποιείται αναλόγως του εμβαδού του θαλάμου, στο 31% των περιπτώσεων έχουν κατασκευασθεί μόνον δύο λάκκοι, στο 12% ένας και στο 24% τρεις (Γράφημα 1.2). Το λοιπό ποσοστό κατανέμεται σε θαλάμους, οι οποίοι διαθέτουν τέσσερεις, πέντε, έξι, επτά ή και οκτώ λάκκους (κατά περίπτωση). Η χρήση τους επιχωριάζει (αφού συναντάται στο 64% των τάφων) στη νότια και κεντρική Ηλεία (Γράφημα 2.2), ενώ απαντάται σποραδικά στα αντίστοιχα μνημεία της ΒΑ Ηλείας (μόλις το 15% των θαλαμωτών διαθέτουν λάκκους) (Γράφημα 2.1). Η είσοδος στο θάλαμο κλεινόταν, ως είθιστο, με ξερολιθιά,535 της οποίας το κατώτερο τμήμα, όπως παρατηρήθηκε (π.χ. στους τάφους Χ και ΧΙΙ του Στρεφίου), είχε οικοδομηθεί από λίθους 530. Σ  υνήθης προσανατολισμός (βλ. και Βλαχόπουλος 2006, σελ. 91). 531. Α  ντίστοιχα ποσοστά προκύπτουν από έρευνες και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Ελάχιστοι θαλαμωτοί ξεπερνούσαν τα 20 τ.μ., ενώ η πλειοψηφία τους είχε εμβαδό μικρότερο των 15 τ.μ. (Cavanagh 1987, σελ. 163). 532. C  avanagh 1987, σελ. 161. 533. Σχετικά με την ύπαρξη ταφικών λάκκων εντός του θαλάμου πρβ. Kontorli - Papadopoulou 1987, σελ. 149, Papadopoulos 1995, σελ. 203, Souyoudzoglou - Haywood 1999, σελ. 53-55. Η ύπαρξη λάκκων εντός των θαλαμωτών θεωρείται χαρακτηριστικό της Κεφαλληνίας και σε μικρότερο βαθμό της Λακωνίας (Πελλάνα, Επίδαυρος Λιμηρά) και της δυτικής - βορειοδυτικής Πελοποννήσου (Κλαδέος «Τρύπες», Κλαδέος «Στραβοκέφαλος», Αίγιο, Δερβένι). Ταφικοί λάκκοι, τόσο στην περιφέρεια του θαλάμου, όσο και στο κέντρο του απαντούν και σε μεσσηνιακούς θαλαμωτούς (π.χ. Βολιμίδια με λάκκους στην περιφέρεια). Κατά τον Κορρέ (Korres 1984, σελ. 11) οι λάκκοι προορίζονταν κυρίως για την εναπόθεση των οστών παλαιοτέρων ταφών. Φαίνεται πως το έθιμο της ταφής σε λάκκους εντός των θαλαμωτών δεν κατέστη δημοφιλές στη δυτ. Αχαΐα και πιθανώς έτσι εξηγείται και η περιορισμένη διάδοσή τους στα νεκροταφεία της ΒΑ Ηλείας πρβ. Moschos 2002, σελ. 28 αλλά και Papadopoulos 1995, σελ. 203. Πλακοσκεπείς λάκκοι δεν εντοπίζονται μόνο στην ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και στη νησιωτική χώρα (πρβ. Καμίνι Νάξου θαλαμωτός τάφος Β - Βλαχόπουλος 2006, σελ. 87). Άλλωστε έχει υποστηριχθεί (Σγουρίτσα 1988β, σελ. 129-136) πως δεν υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές, ως προς τα έθιμα ταφής, μεταξύ ηπειρωτικής Ελλάδος και Κυκλάδων κατά την ΥΕΧ. 534. Σε όσους δεν ανευρέθησαν καλυπτήριες πλάκες προτείνεται η στέγασή τους με ξύλο, το οποίο αποσαθρώνεται εύκολα, χωρίς να μένουν ίχνη (Moschos 2008, σελ. 110). 535. Τόσο για χρηστικούς λόγους (εξασφάλιση στατικότητας, στεγανοποίηση θαλάμου) όσο και για συμβολικούς (Moschos 2008, σελ. 109).

Ταφική αρχιτεκτονική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

111

μεγαλυτέρων διαστάσεων, αφού μάλλον δεν αποδομείτο συνολικά αλλά μόνον κατά το ανώτερο τμήμα της. Το στόμιο ευρυνόταν προς το εσωτερικό, ενώ οι θύρες υπήρξαν τετράπλευρες (ορθογώνιες, τραπεζιόσχημες, με καμπύλο υπέρθυρο), σπανιότερα κυκλοτερείς (π.χ. Κλινδιάς). Στην πρόσοψη του μνημείου, κατά περίπτωση, διαμορφώνονταν παραστάδες. Οι δρόμοι, στην πλειοψηφία των θαλαμωτών, ήταν βραχείς και κατηφορικοί, ενώ το μήκος τους δεν υπερέβαινε (όσοι ανεσκάφησαν) τα 6,5 μ. Εξαίρεση αποτελούν δύο τάφοι του Ν. Μουσείου (μήκους 7,5 και 8,5 μ.), ο τ. 1 στο Χελιδόνι (με μήκος 7,5 μ.) και τέλος ο θαλαμωτός στο Αλποχώρι (μήκους 9,80 μ.). Παρατηρείται ελαφρά σύγκλιση των παρειών τους προς τα άνω, καθώς και διεύρυνση του πλάτους προ της εισόδου (η διεύρυνση παρατηρείται στο 78% των δρόμων, ενώ στο 22% σημειώνεται μείωση του πλάτους τους536) (Γράφημα 3). Σε τρεις περιπτώσεις (Πεύκες τ. 1, Ζούνη, Θαλ. Τ. 3 Αγ. Τριάδος) πλησίον της εισόδου είχε κτισθεί χαμηλό τοιχάριο, που πιθανώς οριοθετούσε την περιοχή διεξαγωγής τελετουργιών - δρωμένων.537 Στα τοιχώματα των δρόμων των ηλειακών θαλαμωτών κατασκευάζονται κόγχες, σε ποσοστό 47% (στους θαλαμωτούς της κεντρικής και νότιας Ηλείας - Γράφημα 4.1) και μόλις 6% (στα αντίστοιχα ταφικά μνημεία της ΒΑ Ηλείας) (Γράφημα 4.2).

Λακκοειδείς Η «ανεξαρτητοποίηση» των λάκκων θεωρείται απολύτως αποδεκτή για τον κάτοικο της Ηλείας στην ΥΕΧ. Έτσι, στην Καυκανιά, κατασκευάζονται λάκκοι, πιθανώς υποτύμβιοι, οι οποίοι συγκροτούν αυτόνομο νεκροταφείο,538 ενώ στην περίπτωση του Στρεφίου, Κλαδέου, Δάφνης και Ν. Μουσείου οι λάκκοι συνυπάρχουν με τους θαλαμωτούς. Η χωροθέτηση δεν ακολουθεί κάποιο πολεοδομικό σχέδιο, αλλά συνήθως «συμφωνούν» με το γενικό προσανατολισμό των λοιπών ταφικών μνημείων (π.χ. στο Στρέφι). Στην τελευταία τοποθεσία, στον Κλαδέο και στον Αρβανίτη, οι λάκκοι χωρίζονται με ξερολιθιά σε δύο ή τρία μέρη. Η χρήση «διαμερισματοποιημένων» λάκκων δεν αποτελεί διαδεδομένο έθιμο και απαντάται στην Αττική (Ελευσίνα Περατή, Γλυκά Νερά539) και στην Αργολίδα (στη Δειράδα Άργους).540 Η προαναφερθείσα ταφική πρακτική δεν μπορεί και δεν πρέπει να αντιμετωπισθεί ως ένα ad hoc φαινόμενο, αλλά να ενταχθεί σε μία μακρά παράδοση χρήσης ταφικών λάκκων. Λακκοειδείς ταφές παρουσιάζονται στην ΠΕΧ (π.χ. στην αρχαία Ολυμπία) και συνεχίζονται στη ΜΕΧ (Ολυμπία, Σαμικό). Στην ΥΕΙ/ΙΙ επισημαίνονται λάκκοι εντός των θολωτών τάφων στον Κακόβατο (Α και Β) αλλά και σε τύμβους (Σαμικό και Προφήτης Ηλίας Μακρυσίων). Συνεπώς δεν ήταν παράδοξο κατά την ΥΕΙΙΙ οι λάκκοι να «ενσωματώνονται», όπως προαναφέρθηκε, στους θαλαμωτούς και να καθίστανται απαραίτητο γνώρισμά τους, συνήθεια που συναντάται στη Μεσσηνία, τη Λακωνία,

536. Μ  ερικοί από αυτούς κατατάσσονται στην ΥΕΙΙΙΓ (π.χ. οι θαλαμωτοί στη θέση «Τρύπες» Κλαδέου). Η Σαλαβούρα υποστηρίζει ότι η μείωση του πλάτους πρό της εισόδου αποτελεί διαγνωστικό στοιχείο χρονολόγησης (Σαλαβούρα 2006, σελ. 305), αλλά η συγκεκριμένη υπόθεση δεν επιβεβαιώνεται στην Ηλεία. 537. M  oschos 2008, σελ. 128 (αναφέρεται μόνο στην περίπτωση της Αγ. Τριάδος). 538. σ  υνήθεια που επιβιώνει στους υπομυκηναϊκούς χρόνους και επιχωριάζει στην Ήλιδα και την Αττική. 539. Κακαβογιάννης 2001, σελ. 64. 540. Lewartowski 2000, σελ. 9.

112 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

την Αρκαδία, την Κεφαλονιά και την ανατολική Αχαΐα.541 Τα χρονολογικά δεδομένα μαρτυρούν, πως η συγκεκριμένη ταφική πρακτική ξεκινά στη νότια ή δυτική Πελοπόννησο και κατόπιν μεταπηδά στην Κεφαλονιά.542 Περιορισμένη γεωγραφική και χρονική διάδοση γνωρίζουν και οι υβριδικοί/ημιτελείς θαλαμωτοί τάφοι. Επισημαίνονται στην Αργολίδα (Ναύπλιο και Μυκήνες), στην Πύλο, στο Αίγιο και πιθανώς στην Αρκαδία,543 ενώ χρονολογούνται στην ΥΕΙΙΙΑ2-Β2. Στον ίδιο χρονικό ορίζοντα φαίνεται πως εντάσσονται και τα υπό εξέταση ηλειακά δείγματα.

ΣΧΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΩΝ ΤΑΦΩΝ ΣΕ ΛΑΚΚΟΥΣ ΣΤΗΝ ΥΕΧ ΗΛΕΙΑ

ΜΕ λάκκοι & λακκοειδείς τάφοι

Λάκκοι εντός τύμβων ή θολωτών (ΥΕΙ & ΥΕΙΙ)

Στο εσωτερικό των θαλάμων Λάκκοι στους θαλαμωτούς Στους δρόμους

Αυτόνομοι λάκκοι

Ανάμεσα σε θαλαμωτούς

Συγκροτώντας νεκροταφείο

541. Η  κατασκευή λάκκων στο εσωτερικό του προσφάτως ανεσκαμμένου θολωτού τάφου στη θέση «Τριανταφυλλιά» πιθανώς αποτελεί ένα συνδετικό κρίκο με τους αντίστοιχους θαλαμωτούς (http://iliatora.gr/news_details. php?id=6099). 542. Η  χρήση λάκκων στην Ηλεία επισημαίνεται σε θαλαμωτούς της ΥΕΙΙΙΑ1/2 (π.χ. στον Αρβανίτη), ενώ στην Κεφαλονιά ΥΕΙΙΙΓ. 543. L  ewartowski 2000, σελ. 11, Σαλαβούρα 2006, σελ. 308.

ΕΘΙΜΑ ΤΑΦΗΣ Α. ΟΙ ΠΡΩΙΜΟΙ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ 1. ΟΙ ΘΟΛΩΤΟΙ ΤΑΦΟΙ Ακολουθούν σε γενικές γραμμές τα έθιμα ταφής που ισχύουν στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα. Συγκεκριμένα: Χωροθέτηση: Οι θολωτοί τάφοι της ΝΔ Πελοποννήσου,544 κατά την πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο, δεν απαντούν μεμονωμένοι αλλά σε ζεύγη545 ή ανά τρεις, αφού δέχονται τις ταφές ολόκληρου του γένους/οικογενείας.546 Κατασκευάζονται στις πλαγιές ή τις επίπεδες κορυφές λόφων, σπανίως σε επίπεδο έδαφος (Ρούτσι, Κορυφάσιο), και απέχουν περί τα 5-6 χλμ. από τη σημερινή ακτογραμμή, ενώ «εποπτεύουν» μεγάλες πεδινές εκτάσεις και σημαντικά χερσαία περάσματα.547 Οι θολωτοί στον Κακόβατο ελέγχουν την πεδιάδα της Ζαχάρως, ο αντίστοιχος του Σαμικού την πεδινή έκταση της Τάβλας και του Καϊάφα, της Περιστεριάς την κοιλάδα του Σουλιμά (Κυπαρισσήεντα) και την παράλια πεδινή έκταση της Κυπαρισσίας. Οι θολωτοί, υπέργειοι κατά ένα μεγάλο τμήμα και καλυμμένοι με χωμάτινο τύμβο καθίσταντο τηλεφανή μνημεία,548 κτισμένα συνήθως παραπλεύρως βασικών διαύλων - οδών συγκοινωνίας - επικοινωνίας.549 Το νεκροταφείο στο Σαμικό ήλεγχε τη διάβαση από τη ΒΔ στη ΝΔ Πελοπόννησο, όπως και οι θολωτοί του Κακοβάτου, τα μνημεία της Περιστεριάς κατασκευάστηκαν πλησίον της παραλιακής οδού που οδηγούσε στην Πυλία και εκείνης, η οποία ακολουθώντας την κοίτη του Κυπαρισσήεντα, παρείχε πρόσβαση στη μεσσηνιακή ενδοχώρα.

544. Ό  πως έχει ήδη καταδειχθεί, διακρίνεται μία πολιτιστική ενότητα μεταξύ Μεσσηνίας και νότιας Ηλείας (πρβ. και Sgouritsa 2005, σελ. 517). 545. P  elon 1976, σελ. 413. Αναλόγως και στον Κακόβατο (πιθανώς οι Α και Β οικοδομήθηκαν ταυτόχρονα πρβ. και σελ.), αλλά και στην Περιστεριά, 22 μόλις χιλιόμετρα νοτίως. Ο Κορρές (Κorres 1984, σελ. 3) υποστηρίζει ότι κατασκευάζονται διπλοί τάφοι, προκειμένου να εξυπηρετήσουν μέλη της ιδίας οικογένειας - γένους, που απεβίωσαν ταυτόχρονα. 546. B  oyd 2002, σελ. 47. Ουσιαστικώς, οι θολωτοί (στα τέλη της ΜΕΧ - αρχές της ΥΕΧ) κατασκευάζονται εντός τύμβων και είναι περισσότεροι του ενός (π.χ. Γουβαλάρη) αλλά μικρών διαστάσεων, στη δε ΥΕΙ-ΙΙ (όταν πλέον έχει αποκτηθεί η σχετική τεχνογνωσία) κτίζονται μνημειώδη θολωτά ταφικά μνημεία, μεγάλων διαστάσεων, μεμονωμένα ή σε ζεύγη. Υπογραμμίζεται πάντως η έλλειψη επισταμένων ανθρωπολογικών ερευνών και ειδικότερα οι έρευνες γενετικού υλικού, οι οποίες θα αποσαφήνιζαν ζητήματα φύλου, οικογενειακών δεσμών και κοινωνικής διάρθρωσης (π.χ. ύπαρξη μητριαρχικών ή πατριαρχικών οικογενειών). 547. Αυτή η κατασκευαστική «μανιέρα» αφορά σε πρώιμα ταφικά μνημεία της Δ. Πελοποννήσου, καθώς στη Λακωνία και Αρκαδία (Βαφειό και Ανάληψη) οι τάφοι κτίζονται στην ενδοχώρα (πρβ. και Boyd 2002, σελ. 62). 548. Ιακωβίδης 1969, σελ. 121-122. 549. Darcque 1987, σελ. 200, Cavanagh - Mee 1990, σελ. 229. Ο Boyd (Boyd 2002, σελ. 46) πιστεύει πως οι θολωτοί της ΝΔ Πελοποννήσου κατασκευάζονται σε «established routes» και θεωρεί χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Κακόβατο.

114 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Οι θολωτοί, σε αντίθεση με τους θαλαμωτούς, οικοδομούνται πλησίον οικισμών.550 Στην περίπτωση της Τριφυλίας τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο ακραία. Στο Σαμικό το νεκροταφείο των τύμβων και ο θολωτός απέχουν μόλις 25 μ. (υψομετρική διαφορά) από τον υπερκείμενο οικισμό, οι θολωτοί τάφοι του Κακοβάτου απέχουν περί τα 70 μ. από το παρακείμενο οικιστικό σύνολο, ο δε θολωτός τάφος C υψώνεται δίπλα στην υποτιθέμενη είσοδο στον οικισμό, συμβάλλοντας στη «μνημειοποίησή» της.551 Στην Περιστεριά οι θολωτοί έχουν κατασκευασθεί εντός του οικιστικού ιστού. Η συνύπαρξη ταφικών και οικιστικών συνόλων καταδεικνύει τον υψηλό συμβολισμό552 των πρώτων, κατά την πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο. Δρόμοι των θολωτών: Οι θολωτοί, όπως και οι θαλαμοειδείς, διαθέτουν δρόμο, ο οποίος οδηγεί στον κυρίως θάλαμο και ουσιαστικά προετοιμάζει την είσοδο του θανόντος στον κόσμο των νεκρών και τον αποχωρισμό του από τους ζωντανούς. Εκεί πιθανώς διενεργούντο τελετές και αποδίδονταν τιμές στους νεκρούς.553 Στον Κακόβατο (τάφος Β) συνελέγησαν από το δρόμο όστρακα πιθαμφορέα ανακτορικού ρυθμού καθώς και κυπέλλων Βαφειού, δεν κατέστη όμως δυνατό να διευκρινισθεί εάν τα συγκεκριμένα αγγεία είχαν τοποθετηθεί στο δρόμο, δίκην σήματος (ο αμφορεύς) ή είχαν θραυσθεί (τα κύπελλα) στο πλαίσιο κάποιας τελετουργίας. Η θύρα του μνημείου έκλεινε με ισχυρή ξερολιθιά,554 η οποία προστάτευε τους ζωντανούς από τους ενταφιασθέντες555 και αφαιρείτο (ολικώς ή μερικώς) για την απόθεση νέων νεκρών. Η κατασκευή της ξερολιθιάς αποτελούσε την πλέον σημαντική στιγμή, στη διαδικασία «αποχωρισμού» των νεκρών από τους ζωντανούς και πολλές φορές συνοδευόταν και από τη θραύση αγγείων.556 Στόμιο: Στο στόμιο των θολωτών Α και C (στον Κακόβατο) είχε δημιουργηθεί ένα είδος αύλακος - βαθιάς κοιλότητας557 (σε σχέση με το δάπεδο του δρόμου και του θαλάμου), που πιθανώς να χρησιμοποιείτο για την ευκολότερη μεταφορά του νεκρού στον θάλαμο (με τη χρήση άμαξας φορείων)558 (Σχέδ. 1, 2).

550. Υ  ποστηρίζεται (Dabney 1999, σελ. 175) ότι οι Μυκηναίοι συγκροτούσαν τα νεκροταφεία τους σε απόσταση ικανοποιητική από τους οικισμούς, αγνοώντας προφανώς τα παραδείγματα του Σαμικού, του Κακοβάτου και της Περιστεριάς. Αντιθέτως η Wells σημειώνει ότι ο θολωτός τάφος είτε βρίσκεται πλησίον του οικισμού είτε έχει άμεση οπτική επαφή με αυτόν (Wells 1990, σελ. 128). Επιπροσθέτως πρβ. και Müller 1993, σελ. 23 και Cavanagh - Mee 1990, σελ. 225, όπου καταγράφονται οι θολωτοί τάφοι Κακοβάτου, Περιστεριάς, Βαφειού, Θορικού οι οποίοι κατασκευάστηκαν πλησίον ή εντός της ακρόπολης, ενώ αυτοί της Πρόσυμνας, Δενδρών και Καπακλίου σε απόσταση 600-1.000 μ. από τον οικισμό. Ο διαχωρισμός των θολωτών από τους θαλαμωτούς και η μνημειακή αρχιτεκτονική των πρώτων δηλώνουν τη χρήση τους από κάποιες élite της πρώιμης ΥΕΧ (Wells ό.π.). 551. B  oyd 2002, σελ. 46. 552. Ο  οποίος εκφράζεται, στο επίπεδο της πολιτικής προπαγάνδας, ήδη από τη διαδικασία οικοδόμησης του μεγαλεπήβολου οικοδομήματος (Santillo - Frizell 1997-98, σελ. 103). Με την άποψη του συμβολισμού της εξουσίας συντάσσονται και οι Cavanagh - Mee 1998, σελ. 42. 553. Για τη θραύση αγγείων, ιδιαίτερα κατά την ΥΕΙΙΙ (βλ. Korres 1984, σελ. 16). 554. Στην περίπτωση του τάφου Α στον Κακόβατο, βάθους 2,75 μ. Σε άλλες περιπτώσεις (π.χ. Περιστεριά) η ξερολιθιά δεν κατέστη συμπαγής αλλά «διασπάται» σε εσωτερικό και εξωτερικό τοίχο (Boyd 2002, σελ. 66). Η οικοδόμησή της είχε συμβολικό αλλά και πρακτικό χαρακτήρα (Moschos 2008, σελ. 109). 555. Korres 1984, σελ. 15, Moschos 2008, σελ. 105. Πρόκειται για “rite of separation”. 556. L  ewartowski 2000, σελ. 59 και 60. Τα ίδια ισχύουν και για την ξερολιθιά των θαλαμωτών. 557. Π  ρβ. και υποσ. 198. Σημειωτέον ότι οι αύλακες «απουσιάζουν» κατά την ΥΕΙΙΙ περίοδο (από τους θολωτούς), ενώ εμφανίζονται σε θαλαμωτούς τάφους της Αργολίδας και της Βοιωτίας, όπως: οι τ. 6, 8, 9 των Δενδρών, ο τ. ΧΧΧVII στην Πρόσυμνα και οι τ. 15 και 26 στο νεκροταφείο του Κολωνακίου στη Θήβα (πρβ. Kontorli - Papadopoulou 1987, σελ. 150-151). 558. K  orres 1984, σελ. 4. Πιθανώς η ανυπαρξία των αυλακώσεων, κατά την ΥΕΙΙΙ σχετίζεται με τη μη χρήση αμαξών και νεκρικών φορείων.

Έθιμα ταφής

115

Θάλαμος: Οι νεκροί τοποθετούνταν σε λακκοειδείς τάφους (Κακόβατος - τάφοι A και C,559 Σχέδ. 1 και 2) ή επί του δαπέδου (τάφος Β), ενώ στην περίπτωση του θολωτού στο Σαμικό συνυπάρχουν λάκκοι και επιδαπέδιες ταφές.560 Η κατασκευή των λάκκων συνδέεται με τη διασφάλιση του εξατομικευμένου χαρακτήρα της ταφής, την επίδειξη σεβασμού στον θανόντα, την εξοικονόμηση χώρου για την εναπόθεση νεότερων ταφών,561 ενώ πιθανώς συνεχίζει ή αποτελεί επιβίωση της ΜΕ παράδοσης ενταφιασμού σε κιβωτιόσχημους ή λακκοειδείς τάφους.562 Στην πλειονότητα των θολωτών το φυσικό πέτρωμα λειτούργησε ως δάπεδο.563 Στον θολωτό τάφο Β του Κακοβάτου το δάπεδο είχε πλακοστρωθεί, ενώ στο Σαμικό χαλικοστρωθεί.564 Η σύληση565 των θολωτών τάφων του Κακοβάτου και η πρώιμη χρονικώς κατάρρευσή τους δεν επιτρέπει την ανασύσταση του εσωτερικού τους και την πλήρη αποσαφήνιση των εθίμων ταφής, ενώ δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί ο αριθμός νεκρών ανά ταφικό μνημείο. Στους θολ. τ. Α και C (Κακόβατος) είχε αποτεθεί τουλάχιστον ένας (ανά λάκκο566), ενώ σε αυτόν του Σαμικού ανευρέθησαν επτά πρωτογενείς ταφές επί του δαπέδου, τρεις λάκκοι ήταν πλήρεις οστών (ανακομιδές),567 ενώ εντοπίστηκαν τρεις ακόμη λάκκοι, που περιείχαν από ένα νεκρό. Η στέγαση ή μη των λάκκων είναι δυνατό να συνδέεται με ενδεχόμενο αίσθημα φόβου των ζώντων απέναντι στους αποβιώσαντες ή να εκπληρώνει πρακτική αναγκαιότητα.568

Κτερίσματα Τάφος Α:569 Αναρίθμητα όστρακα κεραμικής, που συνέθεσαν δεκαπέντε (ακέραιους ή συμπληρωμένους) ανακτορικούς πιθαμφορείς (Πίν. 52), λίθινο αγγείο (λύχνος), ψήφοι -ελάσματα και περίαπτα (σε σχήμα γλαυκός και βατράχου) από χρυσό, αναρίθμητες ψήφοι, διαχωριστές και άλλα αντικείμενα από ήλεκτρο, ψήφοι από ημιπολύτιμους λίθους, χάλκινα και ένα σιδερένιο δακτυλίδι, αντικείμενα από υαλόμαζα (ειδώλιο ταύρου και γυναίκας, ψήφοι, πλακίδια - δίσκοι), φαγεντιανή, ελεφαντόδοντο (κτένια, δίσκοι), μία χάλκινη και 40 λίθινες αιχμές βελών, υπολείμματα ξίφους, κατεργασμένοι χαύλιοι/οδόντες αγριοχοίρου. Τάφος Β: ψήφοι από ημιπολύτιμους λίθους, χρυσό, χάλκινες περόνες, κεκαμμένο ξίφος, τρεις πιθαμφορείς ανακτορικού ρυθμού, δύο λίθινα αγγεία, αγγείο από υαλόμαζα. Τάφος C: δύο πιθαμφορείς ανακτορικού ρυθμού, ψήφοι από χρυσό, ημιπολύτιμους λίθους και ήλεκτρο.

559. 560. 561. 562. 563. 564. 565. 566. 567. 568.

M  üller 1993, σελ. 147, Cavanagh - Mee 1998, σελ. 45. Π  ρβ. και Kontorli - Papadopoulou 1995, σελ. 113. Ό  πως στο Σαμικό, συνήθως πρόκειται για πρόχειρα κατασκευασμένους απλούς λάκκους. Korres 1984, σελ. 12, Cavanagh - Mee 1984, σελ. 46 και 47, Wilkie 1987, 131, Kontorli - Papadopoulou 1995, 116. Boyd 2002, σελ. 57. Κορρές 1976, σελ. 506, Boyd, ό.π., σελ. 57 και υποσ. 225. K  ontorli - Papadopoulou 1995, σελ. 113. Π  λησίον του λάκκου βρέθηκαν πλάκες (πιθανώς καλυπτήριες). Κ  αι μη στεγασμένοι. K  ontorli - Papadopoulou ό.π., σελ. 114, ενώ ο Μόσχος (Moschos 2002, σελ. 28) υποστηρίζει ότι εξασφαλίζεται η προστασία του νεκρού από πτώσεις λίθων κ.λπ. 569. Για τα προερχόμενα από τους θολωτούς του Κακοβάτου κτερίσματα πρβ. και Müller 1909, σελ. 269-328, Kalogeropoulos 1998, σελ. 128-135 (1-18), σελ. 135-136 (19-21) και 136 (22-23).

116 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Τάφος Σαμικού:570 εβδομήντα αγγεία μικρών διαστάσεων (στην πλειοψηφία τους πόσεως και όχι αποθηκευτικά), τμήματα από εγχειρίδιο (π.χ. ήλοι), πήλινα και λίθινα σφονδύλια, σφραγιδόλιθοι, ψήφοι από ημιπολύτιμους λίθους, αιχμές βελών. Από τα παραπάνω διαπιστώνεται ότι:571 Α) Οι νεκροί ετοποθετούντο ντυμένοι, τούτο καταφαίνεται από την ανεύρεση χαλκίνων περονών (τάφος Β), αλλά και από τα αναρίθμητα ελάσματα και περίαπτα - επιρράμματα χρυσού (χωρίς/ή με οπές ανάρτησης/προσρραφής)572 τα οποία προήλθαν από την ανασκαφή του τάφου Α. Έφεραν573 περιδέραια ή ψέλια αποτελούμενα από τις πολυάριθμες ψήφους είτε από ημιπολύτιμους λίθους είτε από ήλεκτρο (τάφος Α).574 Τα δάκτυλα των νεκρών κοσμούνταν από χάλκινα δακτυλίδια (υπάρχει και ένα σιδερένιο από τον τάφο Α). Ο θολωτός Α είχε πιθανώς δεχθεί και γυναικείες ταφές, καθώς συνελέγησαν κτένια από ελεφαντόδοντο575 (πλούσια διακοσμημένα). Β) Στον τάφο Β, ένας από τούς νεκρούς (πιθανώς ενήλικας - άνδρας) ετάφη με τη συνοδεία του ξίφους του,576 το οποίο μάλιστα είχε καμφθεί, δείγμα - συμβολισμός του θανάτου του πολεμιστή.577 Το έθιμο αυτό συναντάται και σε άλλους θολωτούς (των πρώιμων μυκηναϊκών χρόνων), επιβιώνει στη γεωμετρική εποχή (σε τάφους της Αττικής), ενώ γνωρίζει ευρύτατη γεωγραφική διάδοση (κεντρική Ευρώπη και Βαλκάνια). Υπολείμματα ξιφών προήλθαν τόσο από τον τάφο Α (με εμπίεστη διακόσμηση) όσο και από τον θολωτό τάφο του Σαμικού, ενώ τα εξεταζόμενα ταφικά μνημεία της Τριφυλίας απέδωσαν578 μεγάλο αριθμό κατεργασμένων οδόντων αγριοχοίρων, προερχομένων πιθανώς από οδοντόφρακτα κράνη. Γ) Οι τάφοι Α και Β απέδωσαν λίθινα αγγεία,579 μεταξύ των οποίων και ένας λύχνος, ο οποίος πιθανώς θα περιόριζε το αιώνιο σκοτάδι του νεκρού.580 570. Π  απακωνσταντίνου 1983, σελ. 110. 571. Ι ακωβίδης 1969, σελ. 123. Παρουσιάζεται περιληπτικώς το σύνολο των εθίμων ταφής, κατά την ΥΕΧ. 572. Κ  ορρές 1976, σελ. 502, Kontorli - Papadopoulou 1995, σελ. 121. Χωρίς να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να είχαν προσφερθεί από τους συγγενείς του αποβιώσαντος ως ένδειξη κοινωνικής αποδοχής και αναγνώρισης. Τα ευρήματα επισημαίνονται σε πολλούς μυκηναϊκούς τάφους της ΥΕΙ-ΙΙ (στο Καπακλί Βόλου, στους τρεις θολωτούς της Περιστεριάς, στην Τραγάνα τ.1, στο Γουβαλάρη τ.1, στους θολωτούς τάφους του Εγκλιανού και στο Βαφειό). 573. Εσκεμμένα χρησιμοποιείται η λέξη «νεκροί» και όχι γυναικείες/ανδρικές ταφές, καθώς η ανεύρεση κοσμημάτων δεν προδικάζει την ύπαρξη ανδρικής ή γυναικείας ταφής (πρβ. Kilian - Dirlmeier 1987-88, σελ. 289-290). 574. Boyd, 2002, σελ. 77. 575. Konstantinidi 2001, σελ. 246 και 247 (χωρίς να αποκλεισθεί και η πιθανότητα ανδρικής ταφής). 576. Π  ροσφορά χάλκινων μακρών ξιφών τύπου Α σημειώνεται και σε άλλα ταφικά μνημεία της ΥΕΙ/ΙΙ (θολωτός 2 στο Ρούτση, Βαγενά, Εγκλιανός V και Περιστεριά τάφος της ΜΕ/ΥΕΙ). 577. Κ  ορρές, 1976, σελ. 503, Κορρές 1977, σελ. 311-312 (λεπτομερής περιγραφή κεκαμμένου ξίφους από ΜΕ/ΥΕΙ τάφο Περιστεριάς) και 314 (για επιβίωση εθίμου στους ιστορικούς χρόνους), Korres 1984, σελ. 22, Kontorli Papadopoulou ό.π., σελ. 119, Cavanagh - Mee 1998, σελ. 52. Κεκαμμένα ξίφη μυκηναϊκών χρόνων προέρχονται: από τον θολωτό τάφο Βαγενά στον Εγκλιανό, ΜΕ/ΥΕ τάφο Περιστεριάς, θολωτό τάφο 2 στο Ρούτσι, θολωτός τάφος 2 στην Ακόνα/Κουκουνάρα, θολωτός «Α» 6 στο Γουβαλάρη. Η κάμψη μαχαιριών και ξιφών μπορεί να ήταν πλήρης (μέχρι και 160ο) αλλά και μικρότερη (45ο-90ο) πρβ. και Κορρές 1977, σελ. 314. Η Καράντζαλη (Karantzali 2001, σελ. 23) κάνει λόγο για «θάνατο» και άλλων αντικειμένων, όπως αγγείων, με τη θραύση μίας λαβής ή ενός μικρού τμήματος των. Η Κοκκοτάκη (Κοκκοτάκη 1991, σελ. 43) αναφέρει την ύπαρξη «κεκαμμένης» αιχμής δόρατος στον θαλαμωτό τάφο Αλποχωρίου και τη συνδέει με το συγκεκριμένο έθιμο ταφής. 578. Ο τάφος Α και ένας από τους λάκκους του θαλάμου στο Σαμικό. 579. Η ανεύρεση της πλειονότητας των λιθίνων αγγείων σε ταφικά σύνολα υποδηλώνει το λατρευτικό - θρησκευτικό τους χαρακτήρα (Rehak 1997, σελ. 53). Ο Σακελλαράκης (Sakellarakis 1976, σελ. 186), αντίθετα, σημειώνει, πως, εκτός της λατρείας, τα λίθινα αγγεία είχαν και χρηστικό χαρακτήρα. Δεν πρέπει να αποκλεισθεί και η χρήση τους ως “prestige item”, κτερίσματα δηλ. που προέβαλαν τον οικονομική δύναμη ή την κοινωνική θέση του ενταφιασθέντος. 580. Ή τοποθετούνταν και για πρακτικούς - χρηστικούς λόγους, δηλ. η συχνή χρήση των τάφων για την εναπόθεση νεκρών απαιτούσε τον φωτισμό του χώρου και συνεπώς τη χρήση των λύχνων (πρβ. και Lewartowski 2000, σελ. 43).

Έθιμα ταφής

117

Δ) Οι ενταφιασθέντες στον τάφο Α είχαν μαζί τους μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία (αμφορείς ανακτορικού ρυθμού581), πλούσια διακοσμημένους, που δηλώνουν τον πλούτο αλλά και την αντίληψη της ύπαρξης μεταθανάτιας ζωής. Πιθανώς η χρήση θεμάτων, αντλημένων από τη θαλάσσια πανίδα, να συνδέεται με το μαγικό συμβολισμό της μεταμόρφωσης, της αναγέννησης και της πρόσβασης σε μία νέα/δεύτερη ζωή.582 Οι νεκροί των τάφων Α και Β στον Κακόβατο βρέθηκαν κτερισμένοι με μοναδικά, εξαιρετικής τέχνης αντικείμενα583 από υαλόμαζα (ειδώλιο ταύρου), χρυσό (περίαπτα γλαυκός584 και βατράχου585), αφθονία ψήφων και πλακιδίων ηλέκτρου και υψηλής ποιότητας κεραμική,586 καταδεικνύοντας την ανώτερη κοινωνικοοικονομική θέση των τεθνεώτων, την ένταξή τους σε πολιτικοοικονομικό σύστημα με ιεραρχία - κοινωνική διαστρωμάτωση, εξωστρεφές στο εμπόριο και στην απόκτηση αγαθών, τα οποία χωρίς να είναι χρηστικά, καθίστανται απαραίτητα ακόμη και στη μετά θάνατο ζωή. Αντίθετα, τα ευρήματα από το Σαμικό φαντάζουν επαρχιακά, συγκρινόμενα με τα αντίστοιχα του Κακοβάτου, καθώς περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα (αγγεία πόσεως, μαχαίρι - εγχειρίδιο) και χρηστικά για την «αντιμετώπιση των αναγκών» της μετά θάνατο ζωής, ενώ μαρτυρούν έκδηλα το χαμηλό βιοτικό επίπεδο των ενταφιασθέντων και τον «κλειστό - εσωστρεφή» χαρακτήρα της οικονομίας τους.587

2. ΟΙ ΤΥΜΒΟΙ Στην Ηλεία οι τύμβοι της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, ειδικότερα του τέλους της ΜΕΧ, περιορίζονται γεωγραφικά στη νοτίως του Αλφειού περιοχή. Πρόκειται για το ανεσκαμμένο νεκροταφείο τύμβων στο Σαμικό, θέση «Κλειδί»,588 και τον τύμβο στον Προφήτη Ηλία Μακρισίων (Χάρτης 4). Χωροθέτηση: Οι τύμβοι του Σαμικού589 κατασκευάστηκαν στους πρόποδες ενός χθαμαλού λόφου («Κλειδί), μεταξύ των δυτικών απολήξεων της οροσειράς του Λαπίθα και των ακτών του Ιονίου Πελάγους. Η θέση ελέγχει, όπως προαναφέρθηκε και στην περίπτωση των θολωτών, το οδικό πέρασμα από τη Μεσσηνία στην Ηλεία και εποπτεύει την πεδιάδα της Τάβλας, την αποξηρανθείσα λίμνη της Αγουλινίτσας (που στους μυκηναϊκούς χρόνους δεν υπήρχε) και την υφιστάμενη λίμνη 581. Ε  νδεικτικά αναφέρονται οι αρχαιολογικές θέσεις της ΝΔ Πελοποννήσου, όπου εντοπίσθηκαν λίθινα αγγεία: στο Γουβαλάρη και τις Φυτιές Πυλίας, στο θολωτό 1 της Τραγάνας, στους θολωτούς IV και V στον Εγκλιανό, στους τάφους 1 και 2 της Περιστεριάς, στην Άνθεια, στην Ανάληψη, στην Πελλάνα και το Βαφειό (Boyd, ό.π., σελ. 76, Chatzi 1999, σελ. 348). Korres 1984, σελ. 5 η παρουσία των οποίων μειώνεται δραστικά στην ΥΕΙΙΙ. 582. G  allou 2005, σελ. 49. 583. Π  ιθανώς εισηγμένα, αναλυτική παρουσίαση των ευρημάτων θα ακολουθήσει στα οικεία κεφάλαια. 584. Η ανεύρεση του ιδίου αντικειμένου και σε άλλους θολωτούς της ΝΔ Πελοποννήσου (Περιστεριά, Εγκλιανός πρβ. Κορρές 1976, σελ. 477) οδήγησε τον Μαρινάτο να υποστηρίξει την άποψη ότι η γλαύκα υπήρξε το «έμβλημα» της δυναστείας, που διαφέντευε την περιοχή αυτή (Sp. Marinatos, Die Eulegöttin von Pylos, AM 83, 1968, σελ. 170-171). 585. Konstantinidi 2001, σελ. 233. Η ερευνήτρια διακρίνει τα κοσμήματα σε αυτά της καθημερινότητας και σε εκείνα που προορίζονται αποκλειστικώς για ταφική χρήση. Το αυτό ισχύει και για τα λοιπά ευρήματα. 586. Βλαχόπουλος 2006, σελ. 93 Συγκεκριμένα αναφέρεται: «… όπως οι πλούσια διακοσμημένοι ψευδόστομοι αμφορείς που εκτός από την πρακτική τους χρήση θα είχαν το χαρακτήρα αντικειμένων γοήτρου και επίδειξης…». 587. Ά  λλωστε η χρήση θολωτού τάφου δεν δηλώνει και την ύπαρξη βασιλικού γένους ή πριγκιπικής γενιάς, καθώς στη ΝΔ Πελοπόννησο (ιδία στη Μεσσηνία) κατέστη «καθολική η χρήσις του τύπου του θολωτού τάφου, καταρριφθείσης πλέον της παλαιάς θεωρίας ότι οι θολωτοί ανήκουν μόνον εις βασιλείς, πριγκιπικάς οικογενείας, αξιωματούχους, τοπάρχας και μεγαλοκτηματίας» (Κορρές 1975β, σελ. 342). 588. Η  ανασκαφή των τύμβων πραγματοποιήθηκε σε διαφορετικές χρονικές περιόδους από τον Ν. Γιαλούρη και την Ελ. Παπακωνσταντίνου. Θα αναφερθούμε σε αυτούς με το όνομα κάθε ανασκαφέα. 589. B  oyd, 2002, σελ. 42-43 και 92.

118 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

του Καϊάφα που επίσης δεν είχε σχηματισθεί.590 Αντιθέτως, ο τύμβος των Μακρισίων591 έχει οικοδομηθεί στην κορυφή ενός λόφου, ο οποίος «επικρατεί» της εύφορης και γόνιμης κοιλάδας του Αλφειού (όπως το ποτάμι ρέει από την Ολυμπία, κατευθυνόμενο προς τις εκβολές του στο Ιόνιο). Τάφοι: Οι τύμβοι, όπως και στην παρακείμενη Μεσσηνία, λειτούργησαν ως οικογενειακά νεκροταφεία (ή γένους), δεχόμενοι περισσότερες της μίας ταφές, εξασφαλίζοντας την ατομικότητα κάθε ενταφιασμού, με τη χρήση λακκοειδών τάφων και σπανιότερα πίθων.592 Στην περίπτωση του τύμβου «Γιαλούρη» είχε σχηματισθεί κυκλική κρηπίδα, μεσαίων διαστάσεων, και εντός αυτής, με λάξευση του φυσικού εδάφους, είχαν διαμορφωθεί κοιλότητες - λάκκοι (Σχέδ. 3). Σε κάθε «διαμέρισμα» είχε αποτεθεί ένας νεκρός, συνοδευόμενος από τα κτερίσματά του. Από την ταφή ΙΒ’ (αυτή και η ΙΔ’ ήταν οι μόνες μη κατεστραμμένες ταφές) συμπεραίνεται ότι οι λάκκοι στεγάζονταν με καλυπτήριες πλάκες.593 Στους τύμβους Ι, ΙΙ και ΙΙΙ (τύμβοι «Παπακωνσταντίνου») κατασκευάζονταν, μικρών διαστάσεων κτιστοί λακκοειδείς τάφοι,594 στεγασμένοι με πλάκες (τύμβος ΙΙΙ, ταφή VII). Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, κάθε τάφος δεχόταν ένα ή δύο νεκρούς (τύμβος 1 - ταφή VIII, τύμβος 2 - ταφές ΧΙ, ΙV, τύμβος 3 - ταφή VII), ενώ στις απολήξεις δύο εξ’ αυτών είχαν δημιουργηθεί κατασκευές, που είναι συγκρίσιμες με «βωμούς» (κατά την ανασκαφέα). Η ανασκαφέας σημειώνει και την ανεύρεση παιδικής ταφής στο βόρειο σημείο της κρηπίδας του τύμβου 1, η οποία περιβαλλόταν με αργούς λίθους και στο ύψος του κρανίου είχε τοποθετηθεί μεγάλη πλάκα. Στον τύμβο των Μακρισίων (τύμβος «Θέμελη») είχε ανοιγεί λακκοειδής τάφος, ενώ ενταφιασμοί είχαν πραγματοποιηθεί πιθανώς και επί του δαπέδου. Παρά το γεγονός ότι στη Μεσσηνία επιχωριάζει το έθιμο της ταφής εντός πίθων,595 στην Ηλεία δεν απαντάται συχνά ο εγχυτρισμός, παρά μόνο σε μία περίπτωση (Σαμικό τύμβος 3, ταφή ΙΙ), όπου η Ελ. Παπακωνσταντίνου καταγράφει την ύπαρξη πίθου εντός του οποίου είχε τοποθετηθεί ανθρώπινο κρανίο (με φορά προς τον πυθμένα). Οι νεκροί596 στον τύμβο Γιαλούρη έχουν ενταφιασθεί σε στάση ύπτια και εκτάδην, με τα άνω άκρα παράλληλα προς το σώμα (ταφή ΙΔ’), αντιθέτως στους τύμβους Παπακωνσταντίνου (τύμβος Ι - ταφές VIII και ΙΧ, τύμβος ΙΙ ταφές ΙΙΙ και ΙV) οι νεκροί έχουν αποτεθεί σε έντονα συνεσταλμένη στάση. Στον τύμβο 3 - ταφή VII οι ενταφιασθέντες εντοπίστηκαν στο πλευρό και οκλαδόν. Στα 590. Ο  ικονομίδης 1982, σελ. 179-183. 591. B  oyd, 2002, σελ. 36. 592. Κ  ορρές 1975β, σελ. 352-353. Οι πίθοι (στη ΝΔ Πελοπόννησο) προορίζονται για ενταφιασμούς ενηλίκων και όχι βρεφών ή νηπίων. Η παράδοση χρήσης ταφικών πίθων επιβιώνει κατά την πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο. Έτσι τρεις ανακομιδές τοποθετούνται εντός ταφικών πίθων στον νότιο θολωτό 1 της Περιστεριάς (Κορρές 1975β, σελ. 352), ενώ ταφές πραγματοποιούνται στον θολωτό τάφο Βαγενά στον Επάνω Εγκλιανό (Κορρές 1975β, σελ. 353). Κατόπιν διακόπτεται η χρήση πίθων τόσο για πρωτογενείς όσο και δευτερογενείς ταφές σχεδόν στο σύνολο του μυκηναϊκού κόσμου και επανεμφανίζεται στην ΠΡΓ εποχή (τάφος Νικητοπούλου 6 - Καρποφόρας, βλ. και Χωρέμης 1973, σελ. 47-48), Boyd, ό.π., σελ. 70. 593. Για αρχιτεκτονική των τάφων πρβ. και τα οικεία κεφάλαια του παρόντος αλλά και Γιαλούρης 1965α, σελ. 6-7, Θέμελης 1968β, σελ. 284-286, Παπακωνσταντίνου 1981, σελ. 148-149, Παπακωνσταντίνου 1982, σελ. 133-134, Παπακωνσταντινου 1983, σελ. 109-110. 594. Πρβ. και Παπαδημητρίου 2000, σελ. 148-149. 595. Κορρές 1975β, σελ. 352. Ο Κορρές αναφέρει τις ταφές σε πίθους σε μνημεία της ύστερης ΜΕΧ (Αγ. Ιωάννης Παπουλίων, Κοκοράκου, Γεωργιοπούλου Ρούτση, Μάλθη) καθώς και της πρώιμης ΥΕΧ (θολωτός τάφος 2 Γουβαλάρη, θολ. Τ. 5 Καμινίων, νότιος θολωτός Τάφος 1 Περιστεριάς - ανακομιδές σε τρεις πίθους, τύμβος Κισσού, θολωτό Βαγενά). Boyd, 2002, σελ. 69, Bennet - Galanakis 2005, σελ. 147. 596. C  avanagh - Mee 1998, σελ. 51. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι στις αρχές της ΥΕΧ ο νεκρός θάπτεται εκτάδην, εγκαταλείποντας τη συνεσταλμένη στάση (όπως συνέβαινε στη ΜΕΧ).

Έθιμα ταφής

119

Μακρίσια ο νεκρός εντός του λάκκου πιθανώς597 είχε τοποθετηθεί υπτίως και με τα σκέλη ελαφρώς λυγισμένα. Τα κτερίσματα (στην περίπτωση του τύμβου Γιαλούρη) ανευρέθησαν στα κάτω άκρα (ταφές Β, Γ, Η, Θ) και πλησίον του κρανίου (ταφή ΙΔ), η δε ταφή Α ανευρέθη ακτέριστη.598 Στους τύμβους της Παπακωνσταντίνου μεγάλος αριθμός ταφών υπήρξε ακτέριστος (τύμβος 1, ταφή ΙΧ, τύμβος 2, ταφή ΙΙΙ, καθώς και μία παιδική ταφή599 στον τύμβο 1, ταφή VIII), ενώ στον Προφήτη Ηλία Μακρισίων ο νεκρός «συνοδεύετο» από κτερίσματα κατά μήκος του σώματος.600 Στον τύμβο 2 του Σαμικού εντοπίστηκαν και ανακομιδές (τάφοι ΧΙ και Χ), μάλιστα ο Χ περιείχε αποκλειστικά δευτερογενείς ταφές και στεγαζόταν με δύο καλυπτήριες πλάκες,601 επί των οποίων είχαν συσσωρευτεί επιπλέον πέντε ανακομιδές.602 Τα κτερίσματα των τύμβων του Σαμικού υπήρξαν στην πλειοψηφία τους πτωχικά, περιοριζόμενα σε μικρό αριθμό αγγείων. Στην περίπτωση του τύμβου «Γιαλούρη»603 οι ταφές Β, Στ, Θ, ΙΑ, ΙΓ ήταν κτερισμένες με ένα αγγείο, η ταφή Ζ’ με μόλις ένα λίθινο σφονδύλι, οι ταφές Γ, Ε, Η, και ΙΔ με δύο αγγεία (η Ε και με δύο πήλινα σφονδύλια), η ταφή Ι με τρία αγγεία, η δε ταφή Δ ανεδείχθη στην πλέον πλούσια, καθώς είχαν προσφερθεί δύο αγγεία, ένα πήλινο σφονδύλι και ένα χάλκινο μαχαίρι. Το σχηματολόγιο των αγγείων υπήρξε εξαιρετικά περιορισμένο, περιλαμβάνοντας βασικώς αγγεία μικρών διαστάσεων604 (κυρίως πόσεως, όπως κύπελλα Βαφειού, αρύταινες, κύπελλα), αποθηκευτικά (λεβητοκυάθια, αλάβαστρα, κρατηρίσκοι, αμφορείς, πρόχοι), τα οποία δεν συγκρίνονται με την πλούσια διακοσμημένη κεραμική του Κακοβάτου.605 Τα αγγεία (αναφέρεται χαρακτηριστικά το ρυτό της ΥΕΙΙΙΒ) καλύπτουν χρονικά περίοδο πολλών αιώνων, όπως καταφαίνεται και στον παραπάνω πίνακα, δείχνοντας την αδιάλειπτη ταφική χρήση του τύμβου606 αλλά και την απολύτως ομαλή μετάβαση από τη ΜΕΧ στην ΥΕΧ.607 Οι ανεσκαμμένοι από την Παπακωνσταντίνου τύμβοι απέδωσαν: Α) κεραμική και συγκεκριμένα λεβητοκυάθια, πρόχους, κανθάρους, κυάθους, κύπελλα Βαφειού, Β) πήλινα και λίθινα σφονδύλια, Γ) αιχμή βέλους και χάλκινο μαχαίρι.

597. Ε  λάχιστα τα ανθρωπολογικά κατάλοιπα (πρβ. Θέμελης 1968β, σελ. 284). Ο Boyd αντίθετα υποστηρίζει ότι μάλλον ο νεκρός είχε τοποθετηθεί σε συνεσταλμένη στάση. 598. Ή  καλύτερα βρέθηκε χωρίς προσφορές, καθώς οι ταφές είχαν διαταραχθεί έντονα. 599. Π  ρβ. και Σγουρίτσα 1987, σελ. 22. 600. Θέμελης, 1968β, σελ. 287. 601. Οι Cavangh - Mee 1998, χαρακτηρίζουν τον τάφο Χ ως οστεοφυλακείο. 602. Παπακωνσταντίνου 1981, σελ. 149. 603. Γ  ιαλούρης 1965α, σελ. 8-35. 604. Γ  ια την κεραμική από ταφικά σύνολα της ύστερης ΜΕΧ και της πρώϊμης ΥΕΧ πρβ. και Boyd, 2002, σελ. 87. 605. Π  ρβ. και σχετικό πίνακα στη σελ. 78-79. 606. Π  ροφανώς από μία οικογένεια της περιοχής. 607. Γιαλούρης 1965α, σελ. 36 και Καλλιγάς 1977, σελ. 121, Papadimitriou 2001, σελ. 45.

120 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

ΚΤΕΡΙΣΜΑΤΑ ΤΥΜΒΩΝ ΣΑΜΙΚΟΥ (ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ) Τύμβος

Ταφή

Αρ. ταφών

Στάση νεκρών

Κτερίσματα

1

VIII

2

Εντονα συνεσταλμενη

Ακτέριστη

ΙΧ

1

Εντονα συνεσταλμενη

Ακτέριστη

ΧΙ

2

2

Ανακομιδές. Τρία ΜΕ αγγεία, λίθινη ακόνη και αιχμή βέλους Ανακομιδές. Τρία ΜΕ αγγεία, μαχαίρι, αιχμή βέλους, πήλινο σφονδύλι

Χ

3

ΙΙΙ

1

Εντονα συνεσταλμενη

Ακτέριστη

IV

2

Εντονα συνεσταλμενη

Κάνθαρος και αμφορίσκος της ΜΕΙΙΙ, λίθινη λεπίδα και πήλινο σφονδύλι

VII

2

Στο πλευρό και οκλαδόν

Πρόχους και λεβητοκυάθιο

ΙΙ

1

Εντός πίθου λείψανα κρανίου

Ο λακκοειδής τάφος στα Μακρίσια απέδωσε τρία λεβητοκυάθια, χάλκινο μαχαιρίδιο, λίθινη αιχμή βέλους και ένα πήλινο σφονδύλι, ενώ ο τύμβος απέδωσε είκοσι ακέραια αγγεία, τέσσερα πήλινα και ένα λίθινο σφονδύλι,608 τρία χάλκινα εγχειρίδια και δύο χάλκινες περόνες.609 Βάσει των προαναφερθέντων καταφαίνεται πως οι νεκροί θάπτονταν ντυμένοι610 (λόγω της ανεύρεσης του ζεύγους των περονών), τα σφονδύλια πιθανώς συγκρατούσαν κάποιο νεκρικό ένδυμα, ο πολεμιστής - θηρευτής συνοδευόταν από τον οπλισμό του (εγχειρίδια, αιχμές βελών), ενώ τα αγγεία (βασικά πόσεως) «ικανοποιούσαν» τις μεταθανάτιες ανάγκες του αποβιώσαντος. Η Παπακωνσταντίνου611 επισημαίνει ότι οι τάφοι VII (τύμβος 3), ΧΙ και IV (τύμβος 2) παρουσιάζουν μετασκευή - επιμήκυνση στον κατά μήκος άξονά τους, σχηματίζοντας «βωμούς» στις απολήξεις τους.612 Οι προαναφερθείσες περιπτώσεις παρουσιάζουν όχι μόνον κατασκευαστικές (ως προς το σχήμα613 και τον τρόπο δόμησης - κτιστοί) ομοιότητες, αλλά χωροθετούνται και στο ίδιο σημείο του τύμβου (δηλ. στο κέντρο του), όπως συμβαίνει και στο «κενοτάφιο» τού τύμβου στον 608. K  onstantinidi 2001, σελ. 235. 609. Θ  έμελης 1968β, σελ. 284. Ο ανασκαφέας επισημαίνει στη σελ. 286 την τεχνοτροπική ομοιότητα της κεραμικής από τα Μακρίσια με την αντίστοιχη του Σαμικού. Για τη χρήση των περονών πρβ. και το κεφάλαιο Μικροτεχνίας. 610. B  oyd, 2002, σελ. 73. 611. Παπακωνσταντίνου 1981, σελ. 148-149. 612. Στον ΙΧ δημιουργούνται δύο κτιστοί κυκλικοί «βωμοί» (στα δύο άκρα), ενώ στον IV ένας στη νοτιοδυτική γωνία του. 613. Πρβ. και υποσ. 292, όπου καταγράφονται όλες οι περιπτώσεις αναλόγων κατασκευών στη Μεσσηνία. Οι πεταλόσχημες κατασκευές στο κέντρο του τύμβου συσχετίζονται από τον καθ. Κορρέ με την «γένεση» του θολωτού (Κορρές 1989, σελ. 26-28). Συγκεκριμένα στον τύμβο Καλογερόπουλου ερευνήθηκε ένα ακόμη πεταλόσχημο κτίσμα, ενώ ήλθε στο φως «ταφικός πίθος με πλάκα που έκλεινε σχεδόν αεροστεγώς το στόμιο του πίθου, άλλη μεγαλύτερη προ αυτής και η εντυπωσιακή διευθέτηση των λίθων που στερέωναν το στόμιο του πίθου και την καλυπτήρια πλάκα», δίνοντας την εντύπωση, πως πρόκειται για τη διαμορφωμένη είσοδο θολωτού τάφου (θύρα με παραστάδες και στόμιο).

Έθιμα ταφής

121

Αγ. Ιωάννη - Παπουλίων. Επιπλέον, σημειώνεται, ότι η χρήση ταφικού πίθου (τύμβος ΙΙΙ), καθιστά το ταφικό μνημείο έναν ακόμη κρίκο στην αλυσίδα της δημιουργίας των θολωτών.614 Η Παπακωνσταντίνου υποστηρίζει ότι στο Σαμικό παρατηρούνται ενδείξεις άσκησης ταφικής λατρείας - ηρωολατρείας. Συγκεκριμένα, στον τύμβο 2 (τάφος ΧΙ) είχαν τοποθετηθεί πλησίον των δύο άκρων του («βωμών») μυκηναϊκά αγγεία (κύπελλο Βαφειού με πτυχώσεις και μία αρύταινα) της ΥΕΙΙ (δηλ, της επομένης των ταφών περιόδου), δείγμα σεβασμού και λατρείας στους νεκρούς προγόνους. Κατ’ αναλογία με τον τύμβο 2, άσκηση ταφικής λατρείας πιθανολογείται615 και στην περίπτωση του τύμβου 1, καθώς σε επαφή με τον περίβολο εντοπίσθηκαν δύο αγγεία της ΥΕΙΙΒ. Η αναλυτική δημοσίευση616 του συνόλου των ευρημάτων αλλά και των στρωματογραφικών παρατηρήσεων - δεδομένων θα επιτρέψει στην επιστημονική κοινότητα να διευκρινίσει τη βασιμότητα ή μη των ισχυρισμών της ανασκαφέως.

614. Κ  ορρές 1975β, σελ. 367. 615. Π  απακωνσταντίνου, 1982, σελ. 133. 616. Η  οποία έχει καθυστερήσει πέραν της 25ετίας.

122 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

B. ΕΘΙΜΑ ΤΑΦΗΣ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΜΥΚΗΝΑΪΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (ΥΕΙΙΙ) 1. ΘΑΛΑΜΩΤΟΙ (Κατάλογοι VI, ΙΧ και Χ, Χάρτες 2, 3, 5) 1. Χωροθέτηση νεκροταφείων - Μεμονωμένων τάφων: Το σύνολο των θαλαμωτών τάφων της Ηλείας λαξεύονται στις πλαγιές λόφων,617 με ήπιο ανάγλυφο (π.χ. Νέο Μουσείο Αρχαίας Ολυμπίας, Στρέφι). Συχνά τα ταφικά σύνολα έχουν οργανωθεί κατά μήκος κοιλάδων,618 δηλαδή φυσικών οδών, οι οποίες κατά την προϊστορία οδηγούσαν από τις πεδινές παράλιες εκτάσεις προς την ορεινή ενδοχώρα (π.χ. νεκροταφείο Αγ. Τριάδας, Κλινδιάς, Κλαδέος, Διάσελλα, Κανιά Μακρυσίων, Αγραπιδοχώρι) (Χάρτης 2). Στο Αλποχώρι ο θαλαμωτός κατασκευάστηκε στην πλαγιά κορυφής υψηλού λόφου, ο οποίος εποπτεύει το σύνολο της πεδιάδας του Πύργου (μέχρι τον Λαπίθα και το Κατάκωλο).619 Η συσχέτιση των ταφικών μνημείων με συγκεκριμένο οικισμό ή αγροικία δεν διακρίνεται εύκολα. Μόνο στην περίπτωση των Διασέλλων έχει ερευνηθεί, πλημμελώς όμως, ο υπερκείμενος των θαλαμωτών οικισμός,620 ενώ στην Αρχαία Ολυμπία υποτίθεται ότι ο οικισμός βρίσκεται στο λόφο της Δρούβας621 και συνεπώς σε απόσταση περ. 1.000 μ. από το νεκροταφείο του Ν. Μουσείου.622 Επί τη βάσει των υφισταμένων δεδομένων συμπεραίνεται, ότι η εγκατάσταση/οικισμός απείχε αρκετά από το νεκροταφείο και δεν χωροθετείτο σε συγκεκριμένη θέση και με σταθερό προσανατολισμό (δηλ. δυτικά ή ανατολικά των ταφικών συνόλων).623 Ο προσανατολισμός των θαλαμωτών συνήθως624 είναι Β-Ν (Στρέφι, Νέο Μουσείο, Στραβοκέφαλος) και ενίοτε Α-Δ (Αγ. Τριάδα). Το αποφασιστικό κριτήριο της χωροθέτησης εξαρτάται από τις κατασκευαστικές «επιταγές» της γεωμορφολογίας625 (φυσικό πέτρωμα, κλίσεις εδάφους κ.λπ.). Τα ταφικά μνημεία διατάσσονται σε επάλληλες σχεδόν σειρές (Αγ. Τριάδα, Χελιδόνι, Ν. Μουσείο), χωρίς συγκεκριμένο σχεδιαστικό προγραμματισμό, καθώς συχνά ο δρόμος ή ο θάλαμος κάποιου «νεώτερου» θαλαμωτού καταστρέφει τον θάλαμο ή τον δρόμο άλλου παλαιότερου ταφικού

617. C  avanagh - Mee 1990, σελ. 55 (όπως συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ελλάδα). 618. Τ  α νεκροταφεία χωροθετούνταν πλησίον φυσικών πηγών ύδατος (ποταμοί, χείμαρροι, πηγές). Η Gallou (Gallou 2005, σελ. 62) συσχετίζει την τοποθεσία με τις τελετές εναγισμού/καθαρμού, τόσο του νεκρού όσο και των ζώντων. 619. Α  υτοψία τον Σεπτέμβριο του 2008. 620. Ο θαλαμωτός τάφος στο Αλποχώρι βρίσκεται 4-5 χλμ. Ν-ΝΑ της Κορυφής και υπάρχει πιθανότητα να συνδέεται με το μυκηναϊκά οικιστικά κατάλοιπα στην Ακρόπολη της Κορυφής (θέση Κουκουβίτσα). 621. Yalouris 1968b, σελ. 176-177. 622. Το 2009 το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο σε συνεργασία με τη Ζ’ ΕΠΚΑ πραγματοποίησε γεωφυσική διασκόπηση στους λόφους, που περιβάλλουν το Νέο Μουσείο, χωρίς να προκύψουν συγκεκριμένα αποτελέσματα για τον εντοπισμό οικιστικών καταλοίπων. 623. Η  ανασκαφέας της Αγ. Τριάδας ερεύνησε την ευρύτερη περιοχή χωρίς να εντοπίσει οικιστικά κατάλοιπα. Το ίδιο ίσχυσε και στην περίπτωση του Στρεφίου. Στον Κλαδέο, θέση «Τρύπες», ο οικισμός πιθανώς είχε συγκροτηθεί στη θέση «Φεγγαράκι», απ’ όπου έχει προήλθε πλήθος οστράκων. Στο Επιτάλιο (όπου έχουν ανασκαφεί τα λείψανα μίας μυκηναϊκής οικίας) το νεκροταφείο έχει οργανωθεί (χωρίς να έχει ανασκαφεί) σε απόσταση 500-600 μ. ανατολικά - βορειοανατολικά του οικισμού. Σχετικά με το χώρο ανάπτυξης των νεκροταφείων θαλαμωτών πρβ. και Wells 1990, σελ. 128. Οι Cavanagh - Mee, 1990, σελ. 55 καταγράφουν τη θέση νεκροταφείων σε σχέση με τους οικισμούς σε αρκετές θέσεις της Αργολίδας. Στο Μπερμπάτι απέχουν 1200 μ, στα Δενδρά και το Ναύπλιο περισσότερο των 1.000 μ., ενώ στην Τίρυνθα περίπου 1.500 μ. Επίσης και Gallou 2005, σελ. 61. 624. Α  πό τους 60 τάφους (με γνωστό προσανατολισμό) οι 50 έχουν διεύθυνση Β-Ν και οι 10 Α-Δ. 625. Σ  το Στρέφι οι τάφοι εκτείνονται στην πλαγιά ενός ήπιου λόφου, με ελάχιστη κλίση, και στο ένα τους άκρο (νότια πλευρά νεκροταφείου) οριοθετούνται από το «τελείωμα» του φυσικού αμμώδους πετρώματος της περιοχής. Πρβ. και Βλαχόπουλος 2006, σελ. 77.

Έθιμα ταφής

123

μνημείου. Στην Αγία Τριάδα ή το Στρέφι οι καλύτερα διατηρημένοι και συνεπώς επιμελέστερα κατασκευασμένοι τάφοι καταλαμβάνουν κεντρική θέση στο νεκροταφείο.626 Στην περιοχή, νοτίως του Αλφειού, ελάχιστα υπήρξαν τα ανεσκαμμένα θαλαμωτά ταφικά μνημεία (Κανιά Μακρυσίων, Διάσελλα). Πυκνή συγκέντρωση θαλαμωτών, οργανωμένων σε νεκροταφεία - συστάδες των πέντε (5) έως δεκαπέντε τάφων εντοπίζονται στην περιοχή της Ολυμπίας (Στρέφι, Νέο Μουσείο Αρχαίας Ολυμπίας, Κλαδέος). Δεν λείπουν οι μεμονωμένοι τάφοι, τοποθετημένοι σε διάφορες θέσεις της ίδιας περιοχής.627 Έτσι, στην ευρύτερη γεωγραφική ενότητα της Μιράκας έχουν ερευνηθεί αρκετοί τάφοι (π.χ. στη θέση Σικαλίστρα, Κρυάβρυση, Γιδόστανη, Λακκοφώλια, Πεύκες). Στη ΒΑ Ηλεία και πλησίον της Αχαΐας κατασκευάστηκε το πλέον εκτεταμένο νεκροταφείο της Ηλείας (Αγ. Τριάδα), με 49 ανεσκαμμένους θαλαμωτούς, διευθετημένους σε δύο συστάδες. Στην περιοχή της ΒΑ Ηλείας χωροθετείται και το νεκροταφείο της Δάφνης (αποτελείται από δεκατρείς τάφους). 2. Δρόμος των θαλαμωτών: Ο δρόμος των τάφων αποτελούσε το «δίαυλο» με τον οποίο ο νεκρός εισαγόταν στον κόσμο των νεκρών, οδηγείτο «στη μετά θάνατον ζωή».628 Στη διάρκεια του δύσκολου και συγκινησιακά φορτισμένου «περάσματος», οι συγγενείς του νεκρού είχαν την ευκαιρία να τιμήσουν τον αποθανόντα σπάζοντας αγγεία (κύλικες, κύπελλα, σκύφους)629 αλλά και δημιουργώντας «σήματα», δηλωτικά της ύπαρξης τάφου.630 Το έθιμο της θραύσης των αγγείων κυριαρχεί στη διάρκεια της ΥΕΙΙΙ και απαντά σε όλους τους τάφους (θαλαμωτούς και θολωτούς) της Πρόσυμνας, των Μυκηνών, της Ασίνης, της Μεσσηνίας (π.χ. Βολιμίδια).631 Η σποραδικότητα ανεύρεσης οστράκων από κύλικες στα μνημεία της Ηλείας και Αχαΐας υποδηλώνει κάποια διαφοροποίηση στις ταφικές πρακτικές.632 Τα επιτύμβια σήματα μάλλον σχετίζονταν με την τοποθέτηση μεγάλων αγγείων (π.χ. κρατήρων ή αμφορέων) στους δρόμους των θαλαμωτών. Στην Ηλεία, συχνά, τα αγγεία κοσμούνταν με εικονιστικές παραστάσεις, όπως στις περιπτώσεις633 της Αγ. Τριάδας και του Κλαδέου (με παραστάσεις πρόθεσης - εκφοράς) (Πίν. 53). Στον θαλαμωτό τάφο IV του Στρεφίου είχε λαξευθεί, στην ανατολική παρειά του δρόμου, μικρή, αβαθής κόγχη, πιθανώς για να «υποδεχθεί» το σήμα του τάφου (Πίν. 26). 626. Π  .χ. στο Στρέφι, στην Αγ. Τριάδα (Βικάτου 1999, σελ. 268). Η ανασκαφέας γράφει χαρακτηριστικά «… Οι τάφοι που βρίσκονται στο κέντρο είναι μεγαλυτέρων διαστάσεων, επιμελώς κατασκευασμένοι και περιείχαν πλούσια κτερίσματα…». 627. Δ  εν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο πλησίον του ανεσκαμμένου τάφου να υπάρχουν άλλοι, οι οποίοι δεν έχουν εντοπισθεί και ερευνηθεί. 628. W  ells 1990, σελ. 128. Η συγγραφέας χαρακτηρίζει τον τάφο σαν «σπίτι του νεκρού». Επιπλέον πρβ. και Gallou 2005, σελ. 65-67. 629. Στο Νέο Μουσείο (τάφος ερευνηθείς το 1961), στη Μιράκα θέση «Κρυάβρυση», στους τάφους 8, 9, 2, 3, 5, 7, 10, 11 της Αγ. Τριάδας, στους θαλαμωτούς 1, 8 και 11 του νεκροταφείου του Κλαδέου, στις Πεύκες (τάφοι 2 και 3), στους τάφους Α και Β στη θέση «Κανιά» Μακρυσίων, στους δρόμους των θαλαμωτών Χ και ΧΙΙ στο Στρέφι. Πρβ. και Cavanagh - Mee 1998, σελ. 112. 630. Σχινάς 1990, σελ. 116, Βικάτου ό.π., σελ. 268, Gallou 2005, σελ. 123 (ταφικές στήλες σε θαλαμωτούς της Πρόσυμνας), Βλαχόπουλος 2006, σελ. 86. 631. Korres 1984, σελ. 15-16, Gallou 2005, σελ. 88. 632. G  allou 2005, σελ. 88, υποσ. 902. 633. Για το εύρημα από την Αγ. Τριάδα (θαλαμωτός τάφος 5) πρβ. Βικάτου 2001β, σελ. 273-283, Σχινάς 1999, σελ. 257-262, για τον Κλαδέο πρβ. και 1998, σελ. 231-232, Gallou 2005, σελ. 100, Για τις νεκρικές πομπές πρβ. και Cavanagh - Mee 1998, σελ. 112.

124 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

2α. Ταφικές κόγχες - Λάκκοι: Ο δρόμος σε πολλούς ηλειακούς τάφους (ιδιαιτέρως στην περιοχή Ολυμπίας) χρησιμοποιήθηκε τόσο για την εναπόθεση πρωτογενών ταφών όσο και ανακομιδών. Για την επίτευξη των παραπάνω, χρησιμοποιήθηκαν ευρέως οι ταφικές κόγχες634 και σε μικρότερο βαθμό αβαθείς, μικρών διαστάσεων λάκκοι635 (ανοιγμένοι στο δάπεδο). Η κατασκευή πλευρικών κογχών στους δρόμους τείνει να γίνει ο κανόνας στην περιοχή της Ολυμπίας, όπου λαξεύεται μία κόγχη (στην ανατολική ή δυτική παρειά), χωρίς να αποκλεισθεί και η κατασκευή δύο (ανά μία σε κάθε παρειά ή και ανά δύο).636 Οι κόγχες χρησιμοποιούνταν, κατά βάση, για πρωτογενείς ταφές (ενηλίκων και παιδιών637), ενίοτε και για ανακομιδές. Αντιθέτως, στα νεκροταφεία της ΒΑ Ηλείας έχει καταγραφεί η ύπαρξη ελαχίστων κογχών (σε έναν τάφο στη Δάφνη και μόλις σε δύο στην Αγ. Τριάδα)638 (Γράφημα 4.1-4.2). Στην περιοχή της Αρχαίας Ολυμπίας συναντώνται λάκκοι ανοιγμένοι στο δάπεδο το δρόμου, οι οποίοι κατασκευαστικώς μοιάζουν με αντίστοιχους του θαλάμου, αν και συνήθως είναι λίγο μικρότεροι (Σχέδ. 36). Στην περίπτωση της Αγ. Τριάδας εντοπίζονται στους δρόμους τεσσάρων θαλαμωτών (ένας από αυτούς βρέθηκε κενός).639 Συνήθως οι λάκκοι αυτοί λειτουργούσαν, δίκην οστεοφυλακίων, καθώς παραμερίζονταν οι παλαιότερες (εντός του θαλάμου) ταφές και μεταφέρονταν στο λάκκο του δρόμου.640 Οι κόγχες κλείνονταν με ξερολιθιά και συνήθως «περιείχαν» ένα νεκρό, ο οποίος είχε αποτεθεί σε συνεσταλμένη ή εκτάδην στάση (Πίν. 25), σπανίως στο πλευρό (στραμμένος προς την έξοδο της κόγχης). Η διευθέτηση του σκελετού γενικώς ακολουθούσε τον προσανατολισμό του συνόλου του μνημείου. Τα κτερίσματα, συνήθως πτωχικά (περιοριζόμενα σε ένα ή δύο αγγεία) είχαν τοποθετηθεί πλησίον του κρανίου ή στα κάτω άκρα (Πίν. 25 - Γράφημα 6.1-6.2).641 Στους λάκκους οι ταφές ήταν ακτέριστες ή με ελάχιστα κτερίσματα και καλύπτονταν (ενίοτε) με λίθινες πλάκες. Σε τρεις τάφους642 απαντάται εγκάρσιος προς το δρόμο τοίχος, ενώ σε δύο περιπτώσεις το δάπεδο του δρόμου

634. Π  ρβ. και Korres 1984, σελ. 9. 635. G  allou 2005, σελ. 65 (για την Αργολίδα). 636. Σ  την περιοχή της κεντρικής και νότιας Ηλείας περίπου το 47% των δρόμων διαθέτουν τουλάχιστον μία κόγχη στο δρόμο. Αντίθετα το ποσοστό μειώνεται συντριπτικά στις περιπτώσεις των θαλαμωτών της ΒΑ Ηλείας (δηλώνοντας σαφώς διαφοροποιημένες ταφικές πρακτικές). Τάφοι με μία κόγχη: τάφος Ζούνη, Κλαδέος - Τρύπες 2, Πεύκες τ. 1, 3, Διάσελλα Α, Χελιδόνι τ. 3, Νέο Μουσείο τ. Α, Στ. Τάφοι με δύο κόγχες: Μιράκα «Κρυαβρύση», Δάφνη 1, Κλαδέος - Τρύπες 3, Χελιδόνι τ. 4, Στρέφι ΙΙΙ, Χ, Νέο Μουσείο Δ. Τρεις κόγχες στο δρόμο εντοπίστηκαν μόνο στον Κλαδέο - Τρύπες τ. 1. 637. Ι ακωβίδης 1969, σελ. 124, Ιακωβίδης 1970, σελ. 65-67, Gallou 2005, σελ. 65, Βλαχόπουλος 2006, σελ. 87. Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο χρησιμοποιούνται όλα τα είδη τάφων (θολωτοί, θαλαμωτοί, κιβωτιόσχημοι, λακκοειδείς) για την απόθεση παιδικών ταφών (πρβ. Σγουρίτσα 1987, σελ. 9). Στους θαλαμωτούς οι παιδικές ταφές απαντούν στο θάλαμο, σε κόγχες αλλά και σε λάκκους του δρόμου (πρβ. Σγουρίτσα 1987, σελ. 11-14). Τα κτερίσματά τους περιορίζονται στα μικρών διαστάσεων αγγεία, τα ειδώλια και τα σφονδύλια. Πλέον χαρακτηριστικό αγγείο το θήλαστρο, το οποίο σπανίζει στο Ν. Ηλείας (πρβ. και οικείο κεφάλαιο της κεραμικής). 638. Ο  ι Cavanagh - Mee 1998, σελ. 67 λανθασμένως αναφέρουν ότι οι κόγχες στις παρειές δρόμων απαντώνται σπάνια στην Ηλεία και την Αχαΐα. Φαίνεται πως υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ των θαλαμωτών της κεντρικής και Ν. Ηλείας συγκριτικώς προς αντίστοιχα της ΒΑ. Για την Αγ. Τριάδα (τάφοι 6 και 22) πρβ. και Βικάτου 1999, σελ. 267. 639. Π  ρβ. Νέο Μουσείο, Κλαδέος - Στραβοκέφαλο, Κανιά, Διάσελλα, Αγ. Τριάδα, πρβ. Cavanagh - Mee ό.π., σελ. 67 και Βικάτου 1999, σελ. 237. 640. Κ  λαδέος τάφος 3. 641. Βάσει των δημοσιευθέντων στοιχείων υπολογίζεται ότι το 75% των ταφών και το 83% των ανακομιδών συνοδεύονταν με κτερίσματα (βλ. και Γράφημα 6.1-6.2). 642. Τάφος Ζούνη, Πεύκες (τάφος 1), Αγ. Τριάδα (τάφος 3).

Έθιμα ταφής

125

από τον τοίχο και μέχρι την ξερολιθιά ανευρέθη χαλικόστρωτο. Η κατασκευή του τοίχου πιθανώς οριοθετεί το χώρο τέλεσης λατρείας ή απόδοσης τιμών στον ενταφιασθέντα. Ξερολιθιά: Η θύρα του θαλάμου, η οποία αναπαριστούσε την είσοδο των μυκηναϊκών οικιών,643 έκλεινε με ξερολιθιά (αργολιθοδομή). Η ξερολιθιά αφαιρείτο644 (μερικώς) σε περίπτωση νέας ταφής. Το κατώτερο τμήμα της ήταν κτισμένο από μεγάλους και ισχυρούς λίθους, οι οποίοι τοποθετούνταν σε κοιλότητα, και προφανώς αυτοί παρέμειναν αμετακίνητοι.645 Η αργολιθοδομή, όπως και στους θολωτούς, απέκλειε τους ζωντανούς από τον κόσμο των νεκρών, ενώ περιόριζε εντός του θαλάμου τις υπερφυσικές δυνάμεις, οι οποίες προκαλούσαν τον θάνατο του προσφιλούς προσώπου646 (Πίν. 30, 31, 55). Θάλαμος - Ταφές: Εντός του θαλάμου έχουν ερευνηθεί ταφές επί του δαπέδου και εντός λάκκων.647 Μέχρι τώρα δεν έχουν εντοπισθεί θρανία (με την εξαίρεση τάφου στα Διάσελλα Σχέδ. 25). Στο Αλποχώρι είχε κατασκευασθεί πλευρικός παραθάλαμος648 (Σχέδ. 5), ενώ στο νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας υπάρχουν τάφοι με διπλούς θαλάμους.649 Στον θαλαμωτό τάφο του Αγραπιδοχωρίου συναντάται η μοναδική (για τα δεδομένα της Ηλείας) καύση νεκρού650 εντός τεφροδόχου αγγείου και στον τάφο 6 της Αγ. Τριάδας, ο νεκρός είχε αποτεθεί εντός λάρνακας από άψητο πηλό,651 διαστάσεων 1,70 x 0,28 μ. Τόσο η λάρνακα όσο και το περιεχόμενό της (το οστεολογικό υλικό) ήταν ελάχιστα διατηρημένα. Το κρανίο του αποθανόντος ακουμπούσε (π.χ. στο Στραβοκέφαλο ή το Στρέφι) σε λίθινη πλάκα, δίκην προσκεφαλαίου652 (Πίν. 34, 56). Στην Αγ. 643. M  oschos 2008, σελ. 110-111. 644. W  ells 1990, σελ. 133. Η ξερολιθιά αποτελούσε το «φράγμα» - «εμπόδιο» που χώριζε δραστικά τους νεκρούς από τους ζωντανούς (πρβ. και Korres 1984, σελ. 15). 645. Π  ρβ. και Korres 1984, σελ. 7. 646. Moschos 2008, σελ. 109. Η κατασκευή της ξερολιθιάς δεν προκαλείται μόνο από συμβολικούς - μεταφυσικούς λόγους, αλλά εξυπηρετούνται χρηστικοί λόγοι (εξασφάλιση της στατικής επάρκειας του μνημείου, «στεγανοποίηση» της εισόδου). 647. Ο αριθμός των πρωτογενών ταφών κυμαίνεται. Βάσει των δεδομένων (καθώς στην πλειονότητα των θαλαμωτών το οστεολογικό υλικό δεν έχει μελετηθεί και ενίοτε έχει παντελώς αγνοηθεί) στους περισσότερους των τάφων είχαν αποτεθεί μία έως τρεις ταφές, έπονται τα ταφικά μνημεία, που δέχθηκαν τέσσερεις έως έξι, και ακολουθούν οι θαλαμωτοί με περισσότερες των έξι ταφές (βλ. Γράφημα 5). 648. K  ontorli - Papadopoulou 1987, σελ. 147-148. Cavanagh - Mee 1998, σελ. 66. Οι τάφοι 1 και 7 στην Αγ. Τριάδα χαρακτηρίζονται από τον ανασκαφέα «διπλοί» (Σχινάς 1990, σελ. 113 και Βικάτου 1999, σελ. 268). 649. Ο  ένας πίσω από τον άλλο. 650. Π  αρλαμά 1971, σελ. 52-60, Θέμελης 1973, σελ. 356, Κontorli - Papadopoulou, 1987 σελ. 156, 157, Cavanagh - Mee ό.π., σελ. 74-76, Σαλαβούρα 2006, σελ. 341, Thomatos 2006, σελ. 171, Jung 2007, σελ. 215-217. Μέχρι το τέλος της ΥΕΙΙΙΒ η πρακτική αυτή απαντάται ευκαιριακά. Καύσεις έχουν εντοπισθεί στην Πρόσυμνα (τ. ΧLI), στη Θήβα (τ. 16 στο Κολωνάκι), στη Βραυρώνα (τ. Α), στη Σαλαμίνα, στο θολωτό τάφο 2 της Τραγάνας, στην Εύβοια (Οξύλιθο και Κατακαλού), σε θαλαμωτούς τάφους στην Αστυπάλαια και σε ταφές, κτερισμένες με τέχνεργα μυκηναϊκής περιόδου στο Müskebi. Στην ΥΕΙΙΙΓ η πρακτική αυτή καθίσταται περισσότερο δημοφιλής. Δεκαοκτώ καύσεις σε δέκα θαλαμωτούς απεκαλύφθησαν στην Περατή (Jung 2007, ό.π., σελ. 216), καύσεις σημειώνονται στη Λαγκάδα της Κώ, στην Ιαλυσσό της Ρόδου, σε διάφορες θέσεις στην Κρήτη, σε θολωτό τάφο στη θέση Καζανάκι του Βόλου, στην Καλλιθέα Πατρών (τ. Ο), στο θαλαμωτό Ν του νεκροταφείου Κλάους και στα Σπολιαρέϊκα Λουσικών (Αχαΐα). Ανάλυση - ερμηνεία του εθίμου της καύσεως γίνεται από τους Ανδρόνικο (Andronikos 1968, σελ. 21-37) και Ιακωβίδη (Ιακωβίδης 1970, τ. Β, σελ. 43 και 44). Για τις καύσεις, κατά τη Νεολιθική Εποχή βλ. και Γαλλής 1982, σελ. 135, στη σελ. 176-77 αναφέρεται στις καύσεις των Υπομυκηναϊκών/Πρωτογεωμετρικών Χρόνων. 651. Σχινάς 1990, σελ. 115 και Βικάτου 1999, σελ. 268. Η Βικάτου καταγράφει την ύπαρξη τεμαχίων άψητου πηλού, σχετιζομένων με ταφές, σε δύο τάφους της Αγ. Τριάδας (5 και 6) και πιστεύει πως πρόκειται για κάποιο είδος φορείου και όχι λάρνακα. Μεμονωμένες περιπτώσεις ενταφιασμών σε πήλινες λάρνακες έχουν εντοπισθεί στην Πρόσυμνα (τ. XVII), στις Μυκήνες (τάφος 502), στη Θήβα (Ισμηνίου τ. 3), ενώ στην Τανάγρα Βοιωτίας η ταφή σε λάρνακες υπήρξε ο κανόνας (πρβ. Κontorli - Papadopoulou, 1987, σελ. 155-156 και Cavanagh - Mee 1998, σελ. 74 και υποσ. 179). 652. Π.χ. Στραβοκέφαλος, τ. ΙΙ, Στρέφι τ. ΧΙΙ.

126 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Τριάδα, τη Δάφνη και τον Κλαδέο το ανατολικό τμήμα του θαλάμου προοριζόταν σχεδόν αποκλειστικώς για πρωτογενείς ενταφιασμούς, ενώ το δυτικό για ανακομιδές. Επιδαπέδιες ταφές: Οι νεκροί (στις επιδαπέδιες ταφές) τοποθετούνταν σε στάση εκτάδην,653 με περισσότερο ή λιγότερο συνεσταλμένα σκέλη,654 τα άνω άκρα παράλληλα προς το σώμα (π.χ. στη Βροχίτσα, Αγ. Τριάδα 11, Νέο Μουσείο - Καλόσακας Β, Στ, Διάσελλα τάφος Β, Μακρύσια Κανιά Α, Πεύκες τ. 1) ή και λυγισμένα (Αγ. Τριάδα 7, Κλαδέος - «Τρύπες» 7) (Πίν. 57), ενώ σε ελάχιστες περιπτώσεις ήταν στραμμένοι στο πλευρό (αριστερό ή δεξιό), προσανατολιζόμενοι προς την είσοδο του μνημείου. Στο Στρέφι (τάφος IV) και στη Μιράκα (θέση Γιδόστανη) οι νεκροί είχαν έντονα λυγισμένο το δεξί τους σκέλος (Πίν. 58) και τα άνω άκρα επί της κοιλιακής χώρας (Αγ. Τριάδα τ. 11). Στα Άσπρα Σπίτια και στο Στρέφι (τάφος XIV) ο θανών είχε σταυρωμένα τα σκέλη (Πίν. 58). Το κρανίο, ανεξαρτήτως της στάσεως του νεκρού, σε πολλές από τις ταφές ανευρέθη στο πλευρό ή και στραμμένο προς την είσοδο,655 ενώ σε μικρό αριθμό ταφών «ακουμπούσε» σε λίθινο «πρσκεφάλι» (όπως προαναφέρθηκε).656 Οι ταφές ακολουθούσαν τον κατά μήκος άξονα του τάφου και πιο σπάνια τοποθετούνταν κάθετα ή λοξώς προς αυτόν. Ταφικοί λάκκοι: Η ύπαρξή τους χαρακτηρίζει τους θαλάμους των τάφων στην κεντρική και νότια Ηλεία. Περίπου το 64% των τάφων διαθέτουν τουλάχιστον έναν ταφικό λάκκο. Αντίθετα στα νεκροταφεία της ΒΑ Ηλείας (πλησίον των συνόρων με την Αχαΐα) η εικόνα είναι διαφορετική, αφού μόλις το 15% των θαλάμων διαθέτουν έναν ή περισσότερους λάκκους (Πίν. 35, 42, 30, 56, 60, 61, Γράφημα 2.1-2.2). Οι λάκκοι κατελάμβαναν το κέντρο του θαλάμου και τοποθετούνταν (στην πλειονότητα των περιπτώσεων) παράλληλα προς τον κατά μήκος άξονα του τάφου. Ενίοτε λαξεύονταν παράλληλα προς την πλευρά του θαλάμου (συχνά την πλευρά έναντι της εισόδου) και κατακόρυφα προς τον άξονα του μνημείου ή και προς άλλους λάκκους. Ο αριθμός, το μέγεθος και το σχήμα τους ποικίλλουν και εξαρτώνται από τις διαστάσεις του θαλάμου. Ο αριθμός ανά τάφο κυμαίνεται από ένα μέχρι οκτώ (Γράφημα 1.2), ενώ οι περισσότεροι στεγάζονται με λίθινες πλάκες657 (Σχέδ. 12, 26, 28, 29, 35, 37, 36). Ο θάλαμος μπορεί να επεκταθεί (χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο) προκειμένου να συμπεριλάβει μία νεώτερη λακκοειδή ταφή (π.χ. τάφοι στο Νέο Μουσείο). Εντός των λάκκων συνήθως αποτίθεται ένας νεκρός. Δεν λείπουν οι περιπτώσεις με δύο ενταφιασμούς ή και με την απόθεση τεσσάρων νεκρών σε επάλληλα στρώματα (Διάσελλα).658 Εντός των λάκκων ο νεκρός τοποθετείται πάντα επί του φυσικού εδάφους, σε στάση εκτάδην (σπανίως στο πλευρό), συχνά με συνεσταλμένα (ή και σταυρωμένα) τα σκέλη, και τα άνω άκρα παράλληλα προς το σώμα (Σχέδ. 17, 18, 19, Πίν. 61). 653. Σ  τρέφι τάφοι IV, X, XII, XIV, Αλποχώρι, Άσπρα Σπίτια, Χελιδόνι τ. 1, Πεύκες 3. 654. Π  ρόκειται για τη στάση που ο Κεραμόπουλλος αποκάλεσε «υπτίως οκλαζόντων» (πρβ. Ιακωβίδης 1969, σελ. 123 και Ιακωβίδης 1970, σελ. 30). Μιράκα «Γιδόστανη», Χελιδόνι τ. 2, 3, Πεύκες 1, 2, 4, Κλαδέος ΙΙ, ΙΙΙ, IV, VI, Κλαδέος Τρύπες 3,7, Μακρύσια Κανιά Α (εκτάδην), Διάσελλα τάφος Β (εκτάδην), Ν. Μουσείο (τάφος 1961), Νέο Μουσείο - Καλόσακας τ. Α, Β (εκτάδην), Ν. Μουσείο - Καλόσακας Ε, Στ, Η, Θ, Νέο Μουσείο - Ζούνη, Αγ. Τριάδα 6, 7, 11, 22, ΙΙ, ΙΙΙ, Αρβανίτης, Δάφνη 1, 2, 3, 4, 8, 9, 10, 11, 13. 655. Στρέφι τ. IV, X, XII, XIV, Μιράκα «Γιδόστανη», Χελιδόνι τ. 3, Πεύκες 1,2,3,4, Κλαδέος ΙΙ, ΙΙΙ, IV, VI, Κλαδέος - Τρύπες 3, 7, Μακρύσια - Κανιά Α, Νέο Μουσείο - Καλόσακας τ. Δ, Στ, Η, Θ, Ζούνη, Αγ. Τριάδα 6 και 7, 11, ΙΙ, Βροχίτσα, Δάφνη 1. 656. Στρέφι ΧΙΙ, ταφή Α, Δάφνη 9. 657. Έ  χοντας ή άλλοτε όχι διαμορφωμένη «πατούρα» - επιφάνεια έδρασης των λιθίνων πλακών. Ο τάφος Η στο Νέο Μουσείο Αρχαίας Ολυμπίας περιείχε οκτώ λάκκους. 658. Kontorli - Papadopoulou 1987, σελ. 154. Ανάλογη διευθέτηση των νεκρών παρατηρείται και σε δύο νεκροταφεία της Κεφαλονιάς (στα Μαζαρακάτα και στη Λακκίθρα).

Έθιμα ταφής

127

Ανακομιδές (ή δευτερεύουσες ταφές): Οι ανακομιδές διεξάγονταν είτε επί του δαπέδου (Πίν. 59) (ή και επί των καλυπτηρίων πλακών των λάκκων) είτε σε μικρούς, ακανόνιστου σχήματος λάκκους (συχνά όχι στεγασμένους και ευρισκομένους, πλησίον της εισόδου)659 (Σχέδ. 21). Οι επιδαπέδιες ανακομιδές αποτελούνται από σωρό οστών660 και κτερισμάτων και χωροθετούνται στις τρεις γωνίες του θαλάμου και πιο σπάνια στο κέντρο του661 (Πίν. 74, Σχέδιο 24). Στην Αγ. Τριάδα και τη Δάφνη οι δευτερεύουσες ταφές περιορίζονταν στο δυτικό τμήμα του θαλάμου. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων ανακομιδών, ο αριθμός δεν υπήρξε σαφής, λόγω της μετακίνησης των οστών, της αμελούς απόρριψής τους και της γενικότερης αναστάτωσης του εσωτερικού των τάφων. Εντυπωσιακή υπήρξε η κατά χώρα ανακομιδή δεκαπέντε ταφών πάνω στις καλυπτήριες πλάκες του λάκκου στην Κανιά Μακρυσίων (Σχέδ. 29). Σπανιότερα, οι παλαιότερες ταφές, μεταφέρονται εκτός θαλάμου και ρίχνονται σε λάκκους - οστεοφυλακεία του δρόμου (Σχέδ. 22, 23). Από τη διευθέτηση των οστών και των κτερισμάτων εξάγεται το συμπέρασμα ότι δεν εκδηλωνόταν κάποιο είδος σεβασμού ή λατρείας των αποθανόντων προγόνων. Σε λίγους τάφους φαίνεται ότι ελήφθη η πρόνοια διάσωσης - διατήρησης μόνο του κρανίου.662 Ο θαλαμωτός τάφος στο Αγραπιδοχώρι663 φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε αρχικώς κατά την ΥΕΙΙΙΑ1-Β, κατόπιν διεκόπη η «λειτουργία» του, και δέχτηκε νέους ενταφιασμούς (αφού παραμερίστηκαν οι παλαιότερες ταφές) κατά την ΥΕΙΙΙΓ. Η διακοπή της χρήσης είναι δυνατό να οφείλεται στη μετανάστευση της οικογένειας (που αρχικώς είχε κατασκευάσει τον τάφο) ή τη φυσική εξαφάνιση όλου του γένους. Οι θαλαμωτοί και οι θολωτοί τάφοι με τις πολλαπλές ταφές, δηλώνουν τη μερική άρση της ατομικότητας και την υπαγωγή του ατόμου σε μία ευρύτερη κοινωνική ομάδα (οικογένεια/γένος). Η μετάβαση αυτή κατέστη δυνατή μέσω μακράς κοινωνικής διαδικασίας, δηλ. με το πέρασμα από τους ατομικούς κιβωτιόσχημους τάφους στους τύμβους (με πολλαπλούς ενταφιασμούς) και κατόπιν στα μυκηναϊκά ταφικά μνημεία.664 Κτέριση νεκρών: Η πλειοψηφία των ταφών και ανακομιδών εντοπίστηκε κτερισμένη (Γράφημα 6.1-6.2). Οι νεκροί συνοδεύονταν από τουλάχιστον ένα αγγείο. Ο αριθμός και το σχήμα τους μάλλον δεν σχετίζεται με το φύλο του νεκρού, αλλά εξαρτάται από το τελετουργικό, την οικονομική δυνατότητα και το κοινωνικό status της οικογένειας.665 Λιγότερες υπήρξαν οι πλουσιώτερα κτερισμένες ταφές. Τα σημεία666 απόθεσης των κτερισμάτων ήταν: 1. Σε σωρούς εντός του θαλάμου, κυρίως στις δύο πλευρές του, δεξιά και αριστερά του εισερχομένου (Χελιδόνι τ. 1,2, Κλαδέος VI, Διάσελλα τάφος Γ, Αγ. Τριάδα 4, Στρέφι Χ).

659. Ό  πως στον τάφο του Αλποχωρίου, στον Κλαδέο τ. 2, Κλαδέο τ. ΙΙΙ, Κανιά Μακρισίων Α, Στρέφι XII, XIV, Νέο Μουσείο τ. Ζ, Θ. 660. Β  άσει των υφισταμένων δεδομένων, σε 34 περιπτώσεις παρατηρείται η συγκέντρωση ανακομιδών σε σωρούς, ενώ μόνο σε οκτώ χρησιμοποιούνται ταφικοί λάκκοι. 661. Κ  λαδέος VI. 662. Τάφος Ζούνη, Μιράκα θέση «Κρυάβρυση», Δάφνη τ. 12, Νέο Μουσείο τ. Στ’ (πρβ. και Cavanagh - Mee 1998, σελ. 74, όπου αναφέρονται και άλλες περιπτώσεις διαχωρισμού του κρανίου από το υπόλοιπο σώμα). 663. Cavanagh - Mee 1978, σελ. 31, 32. 664. Lewartowski 2000, σελ. 62. Η αποδόμηση της μυκηναϊκής κοινωνίας στα τέλη της ΥΕΧ θα οδηγήσει στην επανεμφάνιση της ιδιωτικότητος και την εκ νέου χρήση των κιβωτιόσχημων τάφων. 665. Β  λαχόπουλος 2006, σελ. 93. 666. Π  ρβ. και Korres 1984, σελ. 17.

128 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Συνήθης χώρος συγκέντρωσης των προσφορών ήταν και η απέναντι της εισόδου πλευρά (Νέο Μουσείο - Καλόσακας τ. Β, Δάφνη 6) (Σχέδ. 16, 28, 30, 32, Πίν. 57, 59). 2. Πλησίον ή και επί των καλυπτηρίων πλακών των λάκκων (Κλαδέος τ. ΙΙΙ, Κανιά Μακρυσίων Α, Διάσελλα τ. Β) (Πίν. 60). 3. Σε λίθινες πλάκες πλησίον του λάκκου ή της επιδαπέδιας ταφής (π.χ. Κλαδέος τ. ΙΙΙ). 4. Μεταξύ των οστών (σε περίπτωση ανακομιδών).667 5. Σε διάφορα σημεία του σώματος των νεκρών (Γράφημα 7. 1-7.2). Συγκεκριμένα: • στην περιοχή του κρανίου (Στρέφι τ. 10, 12, Πεύκες τ.1, 2, 3, Κλαδέος - Τρύπες 7, Κανιά Μακρυσίων Α, Νέο Μουσείο - Καλόσακας Β, Νέο Μουσείο - Καλόσακας Στ, Η, Κ, Αγ. Τριάδα 6, 7, 11, ΙΙΙ, Χ, Αρβανίτης, Δάφνη 1, 2, 3, 4, 5) (Πίν. 61, Σχέδ. 38). • στα κάτω άκρα (Μιράκα «Γιδόστανη», Κλαδέος - Τρύπες 7, Νέο Μουσείο - Καλόσακας Δ, Νέο Μουσείο - Καλόσακας Η, Θ, Αγ. Τριάδα 11, Δάφνη 1, 2, Χελιδόνι τ. 3). • στα άνω άκρα (καρπός, βραχίονας) (Πεύκες 1, 4, Νέο Μουσείο - Καλόσακας Κ, Αγ. Τριάδα 11, Βροχίτσα) (Σχέδ. 38, 40). • στο θώρακα (Μιράκα «Γιδόστανη», Πεύκες 1, 2, Κλαδέος ΙΙ, Δάφνη 13). • μεταξύ των γονάτων (Άσπρα Σπίτια). • στην περιοχή των γεννητικών οργάνων - λεκάνης (Στρέφι τ. X, Νέο Μουσείο - Καλόσακας Β, Κ) (Πίν. 62). Οι νεκροί ενταφιάζονταν ντυμένοι668 (έχουν βρεθεί χάλκινες ή οστέϊνες περόνες, χάλκινες πόρπες), φέροντας τον οπλισμό ή τα κοσμήματά τους (Γράφημα 8.1-8.2 και 9 1-9.2, Κατάλογος Χ). Σε δύο θαλαμωτούς (Στραβοκέφαλος τ. ΙΙΙ669 - ταφικός λάκκος V και Καυκανιά θαλαμωτός στη θέση «Καραβάς»670) απεκαλύφθησαν δύο κρανία, τα οποία διέσωζαν κατά χώρα κόσμημα της κεφαλής, δηλ. διάδημα, αποτελούμενο από διακοσμημένα ορθογώνια πλακίδια κυανόχρωμης υαλόμαζας (Πίν. 63). Πλακίδια υαλόμαζας, τα οποία κοσμούσαν, δίκην διαδημάτων, το κρανίο των νεκρών, προήλθαν και από την Κανιά Μακρυσίων (τάφος Α) και τα Διάσελλα.671 Σημειώνεται, ότι στην περίπτωση των Διασέλλων πρόκειται για ανδρική ταφή,672 ενώ στον Κλαδέο και την Καυκανιά διαδήματα υαλόμαζας φορούσαν γυναίκες.673 Η εύρεση (σε πολλούς τάφους) μεγάλων ποσοτήτων ψήφων από ημιπολύτιμους λίθους (ορεία κρύσταλλο, κορναλίνη, στεατίτη κ.λπ.), φαγεντιανή, υαλόμαζα, σπανίως από χρυσό (π.χ. στο Αλποχώρι) και σε μία περίπτωση από ήλεκτρο (σε θαλαμωτό του Χελιδονίου και στο Νέο Μουσείο) 667. Α  γ. Τριάδα 2, 6, 7, 9, Νέο Μουσείο - Ζούνη, Διάσελλα τάφος Γ, Μακρύσια Κανιά Α, Κλαδέος «Τρύπες» 1, 2, Κλαδέος III, VI, Αγραπιδοχώρι, Χελιδόνι τ. 5. 668. Ιακωβίδης 1969, σελ. 123, Cavanagh - Mee, 1998, σελ. 109. Οι κατασκευασμένες από χαλκό πόρπες και περόνες στερέωναν τα ενδύματα, ενώ η οστέινη περόνη, ίσως, συγκρατούσε τα μαλλιά (πρβ. και Βλαχόπουλος 2006, σελ. 97 Konstantinidi 2001, σελ. 233-234 και 247). 669. Y  alouris 1968a, Kilian - Dirlmeier 1987-88, σελ. 29, Konstantinidi ό.π., σελ. 240, Χατζή 2002, σελ. 80. Η Χατζή (Χατζή 2002, σελ. 80), λόγω της ανεύρεσης ενθεμάτων υαλόμαζας σε αγγεία της Αγ. Τριάδας, επισημαίνει την πρωτότυπη χρήση αυτού του υλικού από τους Ηλείους κατά την ΥΕΙΙΙΒ/Γ. 670. Χ  ατζή 2008, σελ. 39 (με σχετική φωτογραφία). Το εύρημα παρουσιάστηκε από την ανασκαφέα, κα. Βικάτου, σε poster με τίτλο «Υάλινο Διάδημα σε Ανθρώπινο Κρανίο από τη Μυκηναϊκή Καυκανιά στην Ολυμπία» στο πλαίσιο του Διεθνούς Συνεδρίου, που πραγματοποιήθηκε στη Σπάρτη (23-25 Απριλίου 2009), με τίτλο «Τιμώντας τους Νεκρούς στην Πελοπόννησο». 671. Τ  α πλακίδια δεν βρέθηκαν in situ, περιτρέχοντας δηλαδή την κεφαλή του νεκρού. Εντοπίστηκαν όμως περιμετρικά του κρανίου. 672. Κ  ατά τον Γιαλούρη το ανθρωπολογικό δεδομένο είναι απολύτως σαφές (πρβ. Yalouris 1968a, σελ. 11). 673. Χατζή 2008, σελ. 39.

Έθιμα ταφής

129

δηλώνει ότι οι νεκροί ενταφιάζονταν με τα κοσμήματα, που προφανώς χρησιμοποιούσαν και στην καθημερινότητά τους674 (κατέστη μάλιστα εφικτή η σύνθεση περιδεραίων ή και ψελίων) (Γράφημα 8.2 & Κατάλογος Χ). Σύνηθες κτέρισμα υπήρξαν τα λίθινα ή πήλινα σφονδύλια,675 ενώ σε ελάχιστες ταφές επισημάνθηκαν σφραγιδόλιθοι676 (Γράφημα 8.1 & Κατάλογος Χ). Ολιγάριθμες υπήρξαν και οι περιπτώσεις ταφών που ως κτέρισμα είχαν χάλκινα αντικείμενα (Γράφημα 9.1-9.2 & Κατάλογος Χ) και κυρίως εγχειρίδια, μαχαίρια, ξυρούς, αιχμές δοράτων,677 ξίφη.678 Ενταφιασμοί με τον οπλισμό του θανόντος σημειώνονται στο νεκροταφείο της Δάφνης, Λακκοφωλίων και Αγ. Τριάδας. Στις λοιπές περιπτώσεις η ανεύρεση οπλισμού υπήρξε σποραδική και ευκαιριακή.679 Εντυπωσιακό καθίσταται το εύρημα (σε τάφους της Αγ. Τριάδος και της Δάφνης) πολλών οδόντων αγριοχοίρου, τμήματα πολεμικών κρανών.680 Η ευρεθείσα κεραμική (Γραφήματα 10.1-10.3 και 11.1-11.2 και Κατάλογος ΙΧ) περιλάμβανε πολλούς τύπους αγγείων,681 που σχετίζονταν με την καθημερινή ζωή των αποθανόντων. Απαντούν αποθηκευτικά,682 μεγάλων διαστάσεων, αγγεία (π.χ. τετράωτοι, τρίωτοι και δίωτοι αμφορείς), ψευδόστομοι αμφορείς, αλάβαστρα, άωτα αλαβαστροειδή, τρίωτοι πιθαμφορίσκοι, πρόχοι, οινοχόες.683 Πολλοί από τους ψευδόστομους και τους αμφορείς (από την Αγ. Τριάδα, τον Κλαδέο) είναι πλούσια διακοσμημένοι, δηλώνοντας όχι μόνο τον πρακτικό χαρακτήρα αλλά και την κοινωνική θέση του θανόντος.684 Σε μεγάλο τετράωτο αμφορέα (τ. 26 Αγ. Τριάδας) εντοπίστηκαν τα ίχνη λινού υφάσματος, μαρτυρώντας πως τα αγγεία, τα οποία ενδεχομένως περιείχαν κάποιο σημαντικό υλικό,

674. Η  Κωνσταντινίδη (Konstantinidi 2001, σελ. 233 και εξής) υποστηρίζει ότι κάποια κοσμήματα (π.χ. χρυσά αντικείμενα από λεπτά ελάσματα) δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν καθημερινώς και συνεπώς είχαν αποκλειστικώς ταφική χρήση. Επιπλέον, διαχωρίζονται τα κοσμήματα σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα με τη χρήση τους και τη συμβολική τους σημασία. 675. Ε  νίοτε τοποθετημένα εντός ή στο στόμιο αγγείου (πρβ. Στρέφι VI και Βλαχόπουλος 2006, σελ. 94). 676. Cavanagh - Mee 1998, σελ. 109 και 111 και Konstantinidi 2001, σελ. 235. Η ανεύρεση τόσων σφονδυλίων σε ταφικά σύνολα προβληματίζει τους ερευνητές. Η Κωνσταντινίδη θεωρεί ότι τα αντικείμενα αυτά σχετίζονται με το σάβανο νεκρικό ύφασμα που περιέβαλε το νεκρό και δεν συνδέονται με την ενδυμασία του. 677. Αιχμές δοράτων προήλθαν από τα νεκροταφεία του Κλαδέου - Τρύπες, της Αγ. Τριάδας (τάφοι 11, 18 και Χ), της Δάφνης (τάφοι 1 και 3), του Νέου Μουσείου (Καλόσακας Β) και από τον τάφο Αλποχωρίου. 678. Ειδικότερα ξίφη έχουν προέλθει από τους εξής τάφους: Κλαδέος - Τρύπες, Δάφνη 7 και 11, Αγ. Τριάδα 6 και Χ. Οι πρόσφατες ανασκαφές (2007 και εξής) στον Μάγειρα Αρχαίας Ολυμπίας απέδωσαν ταφές κτερισμένες με ξίφη, κνημίδες, αιχμές δοράτων (σελ. 38, αρ. 18) πιθανώς να πρόκειται για τις πρώτες «ταφές πολεμιστών» στην Ηλεία (χρονολογούμενες στην ΥΕΙΙΙΓ). 679. Αντίθετα στη γειτονική Αχαΐα έχουν ανασκαφεί αρκετές ταφές πολεμιστών, συγκεντρωμένες στο δυτικό τμήμα του νομού (Papadopoulos 1999, σελ. 267 πρβ. και Papazoglou 1994, Cavanagh - Mee ό.π., σελ. 95, Giannopoulos 2008, σελ. 238), δηλώνοντας τον πολεμικό - μιλιταριστικό χαρακτήρα της ΥΕΙΙΙΓ. 680. Τ  α «οδοντόφρακτα» κράνη απαντούν συχνά σε ταφικά σύνολα της Μεσσηνίας κατά την πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο, απουσιάζουν όμως από την ΥΕΙΙΙΑ και εξής (Korres 1984, σελ. 5). Αντιθέτως, στην Ηλεία φαίνεται πως χρησιμοποιούνται ακόμη και κατά την ΥΕΙΙΙΓ. Να σημειωθεί ότι η Ηλεία, και δη η ορεινή, βάσει των αρχαίων συγγραφέων (περιγραφές Ξενοφώντα) αλλά και στις μέρες μας, είναι ιδανικός τόπος διαβίωσης αγριοχοίρων. 681. Ι ακωβίδης, 1970, σελ. 123, Tournavitou 1992, σελ. 181-210. 682. Η  παρουσία σε ταφικά σύνολα αποθηκευτικών αγγείων, μεγάλων διαστάσεων, μειώνεται στην παρακείμενη Μεσσηνία κατά τους ΥΕΙΙΙΒ, δηλώνοντας πιθανώς οικονομική δυσπραγία ή ένδεια αγαθών (Korres 1984, σελ. 5). 683. Π  ρβ. και Ιακωβίδης 1970, σελ. 92. Στο εκτεταμένο (αν και ΥΕΙΙΙΓ) νεκροταφείο της Αττικής κυριαρχούν οι ψευδόστομοι, οι λήκυθοι, τα δακτυλιόσχημα και οι φλάσκες. 684. Βλαχόπουλος, 2006, σελ. 93.

130 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

εκτός του πώματος (βάση κύλικος), τυλίγονταν και με ύφασμα.685 Ποσοτικώς έπονται τα αγγεία πόσεως, δηλ. κύπελλα/κυάθοι, κύλικες,686 ενώ δεν απουσιάζουν (σε μικρό αριθμό ταφών) και αγγεία, όχι χρηστικού αλλά μάλλον τελετουργικού - θρησκευτικού χαρακτήρα (ρυτό, πολλαπλό αγγείο). Λίγες ταφές ή ανακομιδές απέδωσαν Φσχημα, Ψσχημα ή και ζωόμορφα ειδωλίων (Γράφημα 8.1 - Κατάλογος Χ).687

ΤΑΦΕΣ - ΦΥΛΟ - ΗΛΙΚΙΑ (ΕΠΙΜΕΤΡΟ Α) Τα πενιχρά ανθρωπολογικά στοιχεία, που προέρχονται από τη μελέτη του οστεολογικού υλικού από το Στρέφι και εν μέρει από την Αγ. Τριάδα επιβεβαιώνουν τα προαναφερθέντα. Τόσο οι θαλαμωτοί όσο και οι λακκοειδείς τάφοι ήταν πιθανώς οικογενειακοί, περιλαμβάνοντας συνήθως περισσότερες της μίας ταφές. Από τη μελέτη688 του οστεολογικού υλικού στο νεκροταφείο του Στρέφι διαπιστώθηκαν τα εξής: 1. Πρόκειται για μία μικρή αγροτική κοινότητα. Στο νεκροταφείο είχαν ενταφιασθεί τουλάχιστον 58 άτομα, η πλειοψηφία των οποίων ήταν ενήλικες, δέκα άτομα κάτω των 20 ετών και δώδεκα αδιάγνωστης ηλικίας. Στους θαλαμωτούς και λακκοειδείς τάφους συνυπήρχαν γυναίκες - άνδρες, ενώ τα παιδιά είτε ενταφιάζονταν σε κόγχες (τ. ΙΙΙ, Χ) στο δρόμο θαλαμωτών είτε συνυπήρχαν με ενήλικα άτομα σε λακκοειδείς τάφους (τ. VII, VIII). Συνύπραξη ατόμων διαφορετικής ηλικίας επισημαίνεται και σε λάκκους ανακομιδών (π.χ. λακκοειδείς τάφοι VII, VIII). 2. Η κακή κατάσταση διατήρησης του οστεολογικού υλικού επέτρεψε τη διάγνωση του φύλου σε μικρό αριθμό ατόμων. Στους τάφους του Στρεφίου είχαν ενταφιασθεί 14 άρρενες και 19 γυναίκες. Η αυξημένη θνησιμότητα των γυναικών (και, μάλιστα, στην κατεξοχήν 685. Α  ραπογιάννη 1992, σελ. 117. Πρβ. και Karantzali 2001, σελ. 114-115 και cοlour Plate 2. Το ύφασμα είχε τοποθετηθεί στο χείλος και στο εσωτερικό της λαβής των αγγείων (σε πρόχου και απιόσχημο πιθαμφορίσκο). Στη σελ. 115 παρατίθεται αναλυτικός κατάλογος των θέσεων ανεύρεσης υφάσματος από τους νεολιθικούς έως και τους πρωτογεωμετρικούς χρόνους. 686. Ο  αριθμός τους υπήρξε μικρός. Αντίθετα κυριαρχούν τα αλάβαστρα και οι ψευδόστομοι. Πολύ συχνά χρησιμοποιούνται οι κομμένες βάσεις κυλίκων σαν πώματα αλαβάστρων, αμφορέων ή και απιόσχημων (Cavanagh - Mee 1998, σελ. 74). Ακέραιες κύλικες προέρχονται από το Στρέφι τ. Χ, Μιράκα Κρυάβρυση, Χελιδόνι τ. 2, Πεύκες τ. 2, 3, Πλάτανος «Ρένια», Κλαδέος Τρύπες τ. 11, Μακρύσια «Κανιά» τ. Β, Νέο Μουσείο τ. Ζ. Στην περιοχή δεν παρατηρείται συχνά η θραύση κυλίκων προ της εισόδου ή στο δρόμο του τάφου (πρβ. και Blegen 1937, σελ. 238 και Karantzali 2001, σελ. 23). Για την τελετουργική/λατρευτική χρήση των κυλίκων πρβ. και Gallou 2005, σελ. 87 και 88. 687. Πρβ. Σγουρίτσα 1987, σελ. 23, Cavanagh - Mee 1998, σελ. 113, Gallou 2005, σελ. 52, δηλαδή τη φροντίδα των θεών για τους νεκρούς και ιδιαίτερα τα νεκρά νήπια. Ο Ιακωβίδης πιστεύει ότι τα ζωόμορφα και πτηνόμορφα ειδώλια ήταν παιχνίδια για τα νεκρά παιδιά (Ιακωβίδης 1970, σελ. 124). Οι Cavanagh - Mee (Cavanagh - Mee ό.π., σελ. 73) υπογραμμίζουν και τη σποραδική/σχεδόν σπάνια παρουσία ειδωλίων στο σύνολο της ΒΔ Πελοποννήσου (στην Αχαΐα ο Παπαδόπουλος είχε καταγράψει μόλις 19, η ίδια κατάσταση και στην Αρκαδία βλ. Σαλαβούρα 2006, σελ. 404). Στην Ηλεία ειδώλια επισημάνθηκαν στο Αλποχώρι, στον Κλαδέο «θέση Τρύπες» και στο νεκροταφείο Στραβοκέφαλου, ενώ σπάνιζαν στο εκτεταμένο νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας. Τρία ειδώλια προήλθαν από λακκοειδή ταφικά μνημεία (Αρβανίτης, Στρέφι) (συνοδεύοντας παιδική ταφή; πρβ. Σγουρίτσα 2001β, σελ. 141). Ο Lewartovski (Lewartοwski 2000, σελ. 39-40) καταγράφει όλες τις μέχρι σήμερα ερμηνείες της παρουσίας των ειδωλίων σε τάφους (ομοιώματα θεοτήτων, παιδικά παιχνίδια, σύμβολα γονιμότητας) και καταλήγει στον αποτροπαϊκό - προστατευτικό χαρακτήρα τους, ο οποίος συνεκτιμά και εμπεριέχει το σύνολο των προαναφερομένων ερμηνειών. Ο μικρός αριθμός ειδωλίων στην Ηλεία (σε αντίθεση με την Αργολίδα, τη Βοιωτία, την Κορινθία) δεν μαρτυρεί διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις αλλά διαφοροποίηση των ταφικών πρακτικών (Gallou 2005, σελ. 53). 688. Τ  ην προκαταρκτική ανθρωπολογική μελέτη ανέλαβε ο κ. Σωτ. Λαμπρόπουλος, συνάδελφος αρχαιολόγος με ειδίκευση στην περιβαλλοντική αρχαιολογία.

Έθιμα ταφής

131

αναπαραγωγική ηλικία των 18-25 ετών) αποδίδεται στην εγκυμοσύνη και τη διαδικασία του τοκετού σε συνδυασμό με τις κακές συνθήκες σίτισης και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο. 3. Από τα ενήλικα άτομα, μόνον 6 είχαν ξεπεράσει τα 46 έτη, ενώ 14 είχαν αποβιώσει σε ηλικία μεταξύ των 17 και 45 ετών, καταδεικνύοντας το χαμηλό προσδόκιμο επιβίωσης. Υψηλή παρουσιάζεται και η βρεφική - νηπιακή θνησιμότητα (περί τα 10 άτομα). 4. Τα προκαταρκτικά πορίσματα της ανθρωπολογικής μελέτης αποκαλύπτουν σοβαρά προβλήματα σίτισης, τα οποία προκαλούσαν γενικευμένα νοσήματα και καταπόνηση του οργανισμού. Συγκεκριμένα οι αλλοιώσεις στη στοματική κοιλότητα και τις οδοντοστοιχίες προκαλούνται από δίαιτα πλούσια σε υδατάνθρακες, κακή άλεση των δημητριακών και γενικότερα κατανάλωση ανεπεξέργαστων τροφών. Η περιορισμένη, σε ορισμένα είδη, διατροφή ενοχοποιείται για την πρόκληση αναιμίας και καχεξίας στο άτομο, όπως μαρτυρούν οι σκελετικές αλλοιώσεις στις οφθαλμικές κόγχες νεαρού ενήλικα. Στην Αγ. Τριάδα από πέντε θαλαμωτούς τάφους689 προήλθε το οστεολογικό υλικό 36 ατόμων, εκ των οποίων, οι είκοσι ένας αφορούν σε άνδρες, οι ένδεκα σε γυναίκες και οι τέσσερεις σε παιδιά. Τα τελευταία ενταφιάζονταν μαζί με τους γονείς τους, ενώ και στη Δάφνη (τ. 1) παιδική ταφή είχε αποτεθεί εντός του ταφικού θαλάμου. Στον Κλαδέο,690 όπως και στο Στρέφι, τρεις παιδικές ταφές691 φαίνεται πως είχαν ενταφιασθεί σε ισάριθμες κόγχες στo δρόμο θαλαμωτών. Τα κτερίσματα (σε σχέση με την κεραμική) στην περίπτωση του Στρεφίου δεν φαίνεται να διαφοροποιούνται φυλετικά. Στον θαλαμωτό τάφο Χ, (ανδρική (;) ταφή ενήλικα), το κτέρισμα (αλάβαστρο) τοποθετείται στην περιοχή των γεννητικών οργάνων, δηλώνοντας πιθανότατα το νεαρό της ηλικίας και την αναπαραγωγική - γονιμοποιητική δυνατότητά του. Στον τάφο ΙΧ εντοπίστηκε ταφή γυναίκας, νεαρής ηλικίας (20-25 ετών), της οποίας ο θάνατος προεκλήθη από ορμονικές διαταραχές, απότοκες μάλλον εγκυμοσύνης (συνοδεύεται από ψευδόστομο και απιόσχημο πιθαμφορίσκο πλησίον της κεφαλής). Ο ενήλικας του τάφου IV, μάλλον «προχωρημένης» ηλικίας (δηλ. άνω των 46 ετών), θάπτεται μαζί με έναν απιόσχημο πιθαμφορίσκο και τον χάλκινο ξυρό, που χρησιμοποιούσε στην καθημερινότητά του. Δεν παρατηρείται διαφοροποίηση ή σύνδεση των κτερισμάτων με το φύλο, με εξαίρεση τα όπλα θήρας - πολέμου που σχετίζονται με ανδρικές ταφές. Αντίστοιχα η ανεύρεση πολλών κοσμημάτων πιθανώς συσχετίζεται με γυναικείες.692 Η απουσία σκελετικού υλικού αλλά και η ταυτόχρονη ύπαρξη χανδρών, ειδωλίων, θηλάστρου υποδηλώνουν παιδική ταφή.693

Τελετουργία694 (Πίν. 53) Τμήματα μεγάλων αγγείων (κρατήρες ή αμφορείς), που ανευρέθησαν στην επίχωση των δρόμων των θαλαμωτών τάφων της Αγ. Τριάδας (τ. 5)695 και του Κλαδέου (τ. 8) αποσαφηνίζουν σε μεγάλο

689. Π  ρόκειται για τους τάφους 21, 23, 24, 25 και 26 (Αραπογιάννη 1992, σελ. 116-118). 690. Θ  έση Τρύπες, τάφοι 1 και 2. 691. Ο  ανασκαφέας κάνει λόγο για παιδικές ταφές (σε κόγχη και απλό λάκκο) και στην περίπτωση του νεκροταφείου του Ν. Μουσείου (τάφος Ζούνη). 692. Χωρίς να υπάρχουν τεκμηριωμένες ανθρωπολογικές μελέτες. 693. Όπως συνέβη στον τάφο V και VII στο Στρέφι. Μάλιστα η Κωνσταντινίδη (Konstantinidi 2001, σελ. 244) επισημαίνει ότι το πλέον δημοφιλές κτέρισμα των παιδικών ταφών είναι οι ψήφοι (από διάφορα υλικά). 694. Πρβ. και Lewartowski 2000, σελ. 57-58. 695. Σ  χινάς 1990, σελ. 115, Σχινάς 1999, σελ. 257-262, Βικάτου 2001β, σελ. 273-284.

132 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

βαθμό την εικόνα, που υπήρχε για τις ταφικές πρακτικές, που τελούνταν για να σηματοδοτήσουν το «πέρασμα» - τη μετάβαση του αποθανόντος από τον κόσμο των ζωντανών σε αυτόν των τεθνεώτων. Συγκεκριμένα στην Αγ. Τριάδα συγκολλήθηκαν δεκαπέντε όστρακα, διαμορφώνοντας δύο μεγάλα τεμάχια. Το μεγαλύτερο από αυτά696 εικονίζει την πρόθεση νεκρού. Το θέμα δεν είναι άγνωστο για μυκηναϊκή αγγειογραφία, καθώς απαντάται σε τρεις λάρνακες του νεκροταφείου της Τανάγρας, σε λάρνακα στο Μουσείο Ρεθύμνου αλλά και σε αγγεία του εικονιστικού ρυθμού.697 Στο κέντρο της σκηνής μία ανδρική μορφή αποδίδεται ξαπλωμένη σε φορείο - νεκρική κλίνη,698 το οποίο στηρίζεται σε πόδια, που απολήγουν σε ορθογώνιας διατομής βάσεις.699 Ο νεκρός έχει τοποθετηθεί σε ύπτια θέση, με τα κάτω σκέλη ελαφρώς λυγισμένα, το ένα χέρι παράλληλα προς το σώμα και το άλλο στο μέτωπο, ενώ το κεφάλι τοποθετείται στο πλευρό. Η απόδοση της μορφής του νεκρού συνάδει με την πλειοψηφία των ανευρεθέντων, από την αρχαιολογική σκαπάνη, ταφών.700 Κάτω από την κλίνη είναι ξαπλωμένο, με όρθιο το κεφάλι, κάποιο κατοικίδιο, πιθανώς σκυλί ή γάτα.701 Δεξιά της κλίνης έχει αποδοθεί ανδρική μορφή,702 με σαφή υποδήλωση του φύλου και σε μετωπική στάση. Τα χέρια αποδίδονται όρθια και λυγισμένα (στάση θρηνωδού), ενώ κρατά (στο ένα χέρι) κάποιο είδος εργαλείου (σφύρα;). Δίπλα στην ανδρική μορφή έχει αποτυπωθεί άλλη μία, εξαιρετικά μικρού μεγέθους, παριστάνοντας είτε παιδί είτε γυναίκα.703 Τα χέρια είναι στην ονομαζόμενη στάση «θρηνωδού»704 και δεν παριστάνονται ανατομικές λεπτομέρειες. Αριστερά της κλίνης έχουν τοποθετηθεί δύο γυναίκες - θρηνωδοί,705 σε μετωπική στάση και με το κεφάλι τους στραμμένο προς το νεκρό. Μετά τις θρηνωδούς ακολουθεί ένα αιγοειδές, που πιθανώς πρόκειται να θυσιαστεί, προς τιμή του νεκρού. Στα λοιπά όστρακα (στην άλλη πλευρά του αγγείου) εικονίζονται ζώα (αποσπασματικά) σε πομπή (;), που συμπληρώνονται με ψάρια. Τόσο το θέμα όσο και η τεχνοτροπική απόδοση των

696. Α  ποτελούμενο από δεκατρία όστρακα και διαστάσεων 0,45 x 0,166 μ., με αριθμό ευρετηρίου π 7273) (πρβ. Βικάτου 2001β, σελ. 274). Πιθανώς προέρχεται από κρατήρα (FS 9), ο οποίος ανάγεται χρονολογικώς στη Μέση ΥΕΙΙΙΓ. 697. C  avanagh - Μee 1995, σελ. 50 και 51. 698. Κ  ατάλοιπα ξυλίνων φερέτρων - φορείων έχουν επισημανθεί σε θαλαμωτούς (Lewartowski 2000, σελ. 57). 699. Πρβ. και υποσ. 27 της Βικάτου (Βικάτου ό.π., σελ. 280). 700. Δηλαδή ύπτια θέση, με ελαφρώς λυγισμένα κάτω σκέλη, άνω άκρα παράλληλα προς το σώμα και στραμμένο στο πλευρό το κεφάλι. 701. Το οποίο ανήκε στο νεκρό. Ήδη από τα ομηρικά έπη καταγράφεται η στενή ψυχική σύνδεση κατοικίδιων και ανθρώπων. Οι Cavanagh - Μee (Cavanagh - Μee 1998, σελ. 114-115) σημειώνουν ότι οι θυσίες ζώων ήταν άγνωστες στον ελλαδικό χώρο πριν τη Μέση Εποχή του Χαλκού αλλά συνεχίζουν αδιάλειπτα από τη ΜΕΧ και εξής. Τα πλέον «δημοφιλή» ζώα ήταν τα άλογα (βασικό όπλο του πολεμιστή - ήρωα) και ακολουθούσαν τα σκυλιά. 702. Σ  πανίζει η παρουσία ανδρικών θρηνουσών μορφών (πρβ. Cavanagh - Μee 1995, σελ. 46). 703. Τ  ην απεικόνιση παιδιού υποστήριξε ο Σχινάς (Σχινάς 1999, σελ. 259, Gallou 2005, σελ. 100), ενώ η κα. Βικάτου θεωρεί πως πρόκειται για γυναίκα θρηνωδό, η οποία αποδόθηκε μικρογραφικά λόγω ελλείψεως χώρου. Η μη απόδοση ανατομικών ή ενδυματολογικών λεπτομερειών νομίζω ότι ταιριάζει στην απεικόνιση ενός παιδιού, το οποίο δεν έχει αναπτύξει ακόμη σαφή φυλετικά χαρακτηριστικά (Πάντως οι Cavanagh - Mee 1995, σελ. 46 τονίζουν ότι μόνο σε δύο λάρνακες από την Τανάγρα πιθανώς απεικονίζονται παιδικές μορφές). Πρβ. και Βλαχόπουλος 2006, σελ. 193, ο οποίος συσχετίζει παράσταση «χορού» από ναξιακό αγγείο με τη νεκρική λατρεία. 704. Η  χειρονομία αυτή εντοπίζεται καταρχήν στις λάρνακες του νεκροταφείου της Τανάγρας (14ος αι. π.Χ.) και παρέμεινε μέχρι τα κλασικά χρόνια ή και μεταγενέστερα (Cavanagh - Μee 1998, 119). 705. Σε αντίθεση με τις γυναικείες μορφές, που εικονίζονται στις λάρνακες του νεκροταφείου της Τανάγρας και έχουν και τα δύο χέρια τους επί της κεφαλής, στη δική μας παράσταση αποδίδονται με το ένα χέρι στο κεφάλι (Σχινάς 1999, σελ. 261). Οι Cavanagh - Μee 1995, σελ. 47 αναφέρουν και την περίπτωση γυναικείας μορφής με υψωμένο το ένα χέρι και θεωρούν τη χειρονομία αυτή σαν ένα είδος χαιρετισμού. Πρβ. και Karantzali 2001, σελ. 23.

Έθιμα ταφής

133

μορφών βρίσκει ανάλογα σε παραστάσεις πρόθεσης της γεωμετρικής περιόδου, δηλώνοντας την αδιάσπαστη συνέχεια και τον γνήσια συντηρητικό χαρακτήρα των εθίμων ταφής.706 Το όστρακο της περίπτωσης του Κλαδέου, συμπληρώνει θεματικά την προαναφερθείσα παράσταση, καθώς εικονίζει εκφορά νεκρού.707 Δύο ανδρικές μορφές μεταφέρουν στα χέρια τη νεκρική κλίνη (με τον αποθανόντα). Πίσω από αυτούς, ακολουθεί γυναικεία μορφή με τη χαρακτηριστική χειρονομία της θρηνωδού, και πιθανώς δεύτερη (σώζονται μόνο τα πόδια της). Η απόδοση των μορφών είναι πανομοιότυπη με αυτή της Αγ. Τριάδας. Κατόπιν αυτών, καθίσταται δυνατή η εξαγωγή συμπερασμάτων για τις διάφορες φάσεις της ταφικής τελετουργίας: Προηγείται ο θρήνος - πρόθεση του νεκρού με τη συμμετοχή των οικείων αλλά και προσφιλών (για τον θανόντα) κατοικιδίων. Επικεφαλής (τουλάχιστον στην εξεταζόμενη περίπτωση) έχει τεθεί άνδρας, που κρατά ένα εργαλείο, και πιθανώς είναι ο «ιερέας» ή ο έχων το «γενικό πρόσταγμα» για τη διεξαγωγή της τελετής. Γυναίκες και πιθανώς παιδιά συμμετέχουν στην έκφραση του πόνου με τη συγκεκριμένη χειρονομία των θρηνωδών, την πομπή «κλείνει» και ένα ζώο - σφάγιο, προς τιμή του νεκρού. Ο νεκρός τοποθετείται υπτίως, με τα σκέλη ελαφρώς λυγισμένα, τα άνω άκρα παράλληλα προς το σώμα, σε νεκρική κλίνη - φορείο με το οποίο θα αποτεθεί εντός του θαλάμου. Ακολουθεί η εκφορά, κατά την οποία οι άνδρες της παράστασης «οδηγούν» το νεκρό στην τελευταία κατοικία του.

706. C  avanagh - Μee 1998, σελ. 116 και Cavanagh - Μee 1995, σελ. 52 και εξής. Οι συγγραφείς παραθέτουν το σύνολο των σκηνών πρόθεσης - εκφοράς στα Γεωμετρικά χρόνια. Βεβαίως κατά τα γεωμετρικά χρόνια ο νεκρός κατέστη ο «πρωταγωνιστής» της παράστασης, ενώ στα μυκηναϊκά οι θρηνωδοί (Βικάτου 2001β, σελ. 283). Σημειωτέον ότι οι αγγειοπλάστες των γεωμετρικών χρόνων αντλούν την έμπνευσή τους από τη μακροχρόνια θεματική παράδοση της αγγειογραφίας Cavanagh - Μee 1998, σελ. 55. 707. Β  ικάτου 1998, σελ. 231, εφημερίδα «Έθνος» 11. 6. 2007, ανάλογα δημοσιεύματα στον τοπικό Ηλειακό Τύπο (εφημερίδες «ΠΑΤΡΙΣ» και «ΠΡΩΤΗ»), καθώς και παρουσίαση στο Έργον της Ζ’ ΕΠΚΑ για το 2006. Επίσης και ανακοίνωση της Βικάτου («Ο δε θρήνος ου περιγράφεται χρόνω»: Θρήνος - θρηνωδία και ταφική τελετή όπως απεικονίζονται στα πρόσφατα ευρήματα από τα Μυκηναϊκά νεκροταφεία της περιφέρειας Ηλείας») στο πλαίσιο του Διεθνούς Συνεδρίου, που πραγματοποιήθηκε στη Σπάρτη (23-25 Απριλίου 2009), με τίτλο «Τιμώντας τους Νεκρούς στην Πελοπόννησο».

134 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

2. Λακκοειδείς (Κατάλογος VII, Χάρτες 4, 5) Οι ηλειακοί YEIII λακκοειδείς708 τάφοι παρουσιάζουν συγκεκριμένες κατασκευαστικές - αρχιτεκτονικές διαφοροποιήσεις συγκριτικά με τα αντίστοιχα δείγματα της πρώιμης μυκηναϊκής περιόδου, καθώς δεν διαθέτουν κτιστά ή επενδεδυμένα τοιχώματα, οι διαστάσεις τους είναι σαφώς μικρότερες (κυρίως ως προς το βάθος και το πλάτος) και η πλειονότητά τους ανευρέθη χωρίς καλυπτήριες πλάκες.709 Χωροθέτηση: Οι λακκοειδείς στο Στρέφι, τον Κλαδέο, το Νέο Μουσείο, τη Δάφνη και τον Αρβανίτη κατασκευάζονται πλησίον ή ανάμεσα στους θαλαμωτούς, και συνεπώς στην κλιτύ λόφου.710 Στην περίπτωση του Κλαδέου, ο λάκκος 8 είχε ανοιγεί στην αρχή του δρόμου του θαλ. τ. 11 και ένας δεύτερος (ο 7) κατά μήκος της ανατολικής παρειάς του ιδίου τάφου. Στο Στρέφι διαμορφώνονται χωρίς να ενσωματωθούν στο «χωροταξικό» πρόγραμμα του νεκροταφείου - συστάδας, έχουν όμως τον ίδιο προσανατολισμό (δηλ. Β-Ν). Στην Καυκανιά οι τάφοι συγκρότησαν ιδιαίτερο και «ανεξάρτητο» από τους θαλαμωτούς, νεκροταφείο, ενώ σχεδόν το σύνολό τους διευθετείται ακτινωτά (μόνον δύο, οι τ. Ι και VIII, διαφοροποιούνται). Στο Στρέφι, τον Κλαδέο και τον Αρβανίτη, ο λάκκος - όρυγμα, εντός του οποίου θα αποτεθούν οι ταφές, «διαμερισματοποιείται» με την κατασκευή ξερολιθιάς, η οποία άλλοτε είναι πρόχειρη και αμελώς κτισμένη (λακκοειδής τάφος Α, τ. VII και VIII στο Στρέφι) άλλοτε ισχυρή και επιμελώς δομημένη, σωζόμενη σε αρκετό ύψος (π.χ. Αρβανίτης711) (Πίν. 44, 45, 46). Το όρυγμα χωρίζεται σε δύο (π.χ. Αρβανίτης) ή τρία τμήματα (λακκοειδής τάφος Α, τ. VII και VIII στο Στρέφι, Κλαδέος τ. 4-6), ενώ δεν λείπουν και οι μικρές κόγχες στις πλευρές του (π.χ. τ. VII στο Στρέφι), οι οποίες χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς για την απόθεση ανακομιδών (Πίν. 46, 64). Ενίοτε ο λάκκος υπήρξε απλός και ενιαίος (π.χ. στη Δάφνη, στην Καυκανιά, στο Φεγγαράκι), χωρίς να διαιρείται σε τμήματα. Ταφές: Ο γενικός κανόνας δείχνει ότι κάθε λάκκος - τάφος περιέχει μία ταφή,712 δύο ταφές επισημάνθηκαν στον Κλαδέο τ. 8, στο Νέο Μουσείο (Σχέδ. 40) (τ. Ι) και στο Στρέφι λακκοειδής τάφος Α (Πίν. 45), ταφή Γ, ενώ άγνωστος παραμένει ο αριθμός τους στην Καυκανιά (λόγω της αναμόχλευσης του εσωτερικού τους). Οι νεκροί στους λακκοειδείς (Γράφημα 12.1, Πίν. 47) τάφους του Στρεφίου, του Αρβανίτη και του Ν. Μουσείου (τ. Ι’) είχαν αποτεθεί713 ύπτια και εκτάδην714 (λακκοειδής τάφος Α, ταφές Α και

708. Α  ρχιτεκτονικά πρόκειται για τον πλέον απλό και εύκολα κατασκευάσιμο τύπο τάφου. Κατά τη Σαλαβούρα (Σαλαβούρα 2006, σελ. 329) αυτός ο ταφικός τύπος είναι «… αρχέγονος…». 709. Μ  ε την εξαίρεση του τάφου Ι’ στο Νέο Μουσείο και των τάφων Ι και IV στην Καυκανιά (δεν βρέθηκαν κατά χώρα οι καλυπτήριες πλάκες, αλλά είχε διαμορφωθεί «πατούρα - περιχείλωμα»). Σημειωτέον ότι ο Μόσχος (Moschos 2001, σελ. 28) υποστηρίζει ότι οι καλυπτήριες πλάκες στους λακκοειδείς τάφους (στο εσωτερικό των θαλαμωτών) τοποθετούνται, όχι λόγω κάποιας θρησκευτικής δοξασίας αλλά για την προστασία των νεκρών από την ενδεχόμενη πτώση χωμάτων από την οροφή των θαλαμωτών. Συνεπώς έτσι μπορεί να εξηγηθεί η ανυπαρξία καλυπτηρίων πλακών σε λακκοειδείς, που ήταν «ανεξάρτητοι» από θαλαμωτούς. 710. Γ  ια την κατασκευή τους ανάμεσα σε θαλαμωτούς πρβ. και Cavanagh - Mee 1998, σελ. 91 (όπου αναφέρεται το παράδειγμα της Περατής) και Σαλαβούρα ό.π., σελ. 329 για τη «συνύπαρξη» λακκοειδών και θαλαμωτών τάφων στο νεκροταφείο του Παλαιοκάστρου στην Αρκαδία. 711. Πρβ. υποσ. 460. 712. Κλαδέος - 1, 2, 3, 4-6, 7, Στρέφι λακκοειδής τάφος Α, VII, VIII, Αρβανίτης λάκκοι α-δ, Δάφνη. Για τον αριθμό πρβ. και Lewartowski 2000, σελ. 104. 713. Lewartowski ό.π., σελ. 105. 714. Β  λ. και Γράφημα 12.1.

Έθιμα ταφής

135

Β, τάφος VII και VIII), ενώ δεν λείπουν και οι ενταφιασμοί σε έντονα συνεσταλμένη (Κλαδέος 1, Κλαδέος 7, Δάφνη) ή σε ύπτια θέση με ελαφρώς λυγισμένα σκέλη (Κλαδέος 4-6). Το σύνολο των ταφών πραγματοποιήθηκε επί του φυσικού εδάφους και σε μία περίπτωση (τ. Ι - Ν. Μουσείου) οι νεκροί είχαν τοποθετηθεί σε ανισοϋψή επίπεδα, μαρτυρώντας χρονολογική διαφοροποίηση. Κτερίσματα: Η κτέριση στους λακκοειδείς τάφους υπήρξε πτωχική (Γράφημα 12. 2), περιοριζόμενη συνήθως σε λίγα αγγεία, πολλές μάλιστα από τις ταφές εντοπίστηκαν ακτέριστες.715 Από τα πλέον δημοφιλή αγγεία716 υπήρξαν τα αλάβαστρα, οι ψευδόστομοι, οι οινοχόες, οι κύλικες, τα κύπελλα (Γράφημα 13.1, Κατάλογος ΧΙ). Συνολικά οι ηλειακοί λάκκοι απέδωσαν 31 αγγεία, εκ των οποίων τα 11 είναι αλάβαστρα και τα 7 ψευδόστομοι αμφορείς.717 Τα υπόλοιπα κτερίσματα (Κατάλογος ΧΙΙ) περιορίζονται σε πήλινα (Δάφνη) ή λίθινα σφονδύλια (Στρέφι λακκοειδής Α), ένα ανθρωπόμορφο ειδώλιο (Αρβανίτης - Β), ένα ζωόμορφο ειδώλιο (Στρέφι τ. VII), σφραγιδόλιθους (Αρβανίτης - Δ), σε ψήφους από ημιπολυτίμους λίθους (Ν. Μουσείο, Αρβανίτης - Α), από υαλόμαζα (Ν. Μουσείο), φαγεντιανή (Ν. Μουσείο), σε ένα χάλκινο δακτύλιο (Αρβανίτης - Α), έναν χάλκινο ξυρό (Αρβανίτης - Β) και ένα εγχειρίδιο από χαλκό (Αρβανίτης - Δ). Τα κτερίσματα τοποθετούνταν718 πλησίον του κρανίου (Κλαδέος 2, Στρέφι VIII, Νέο Μουσείο, Δάφνη), των κάτω άκρων (Στρέφι VII) ή και παράλληλα προς το σώμα (Αρβανίτης - Δ). Στον Αρβανίτη τα ευρήματα μαζί με το οστεολογικό υλικό συγκεντρώνονταν στο ένα τμήμα - διαμέρισμα,719 ενώ το άλλο ανευρέθη πλήρως κενό (πιθανώς αυτό να συμβόλιζε τον δρόμο - είσοδο στον κυρίως τάφο720). Ανακομιδές: Οι ανακομιδές721 διεξάγονταν είτε σε λάκκους (Στρέφι λακκοειδής τάφος Α) είτε σε κόγχες (Στρέφι VII - Πίν. 64) ή και με τη συσσώρευση των οστών σε σωρό σε κάποια πλευρά του ορύγματος (Στρέφι VIII). Οι παλαιότερες ταφές δεν συγκέντρωναν την ιδιαίτερη φροντίδα προσοχή των Μυκηναίων και τα κτερίσματά τους αποδείχτηκαν εξαιρετικά πτωχικά. Στον τάφο VII (στο Στρέφι) η έρευνα της ανακομιδής722 απέδωσε ένα ζωόμορφο ειδώλιο723 (Πίν. 64), ενώ στον λακκοειδή Α και τον τάφο VIII τις δευτερογενείς ταφές «συνοδεύουν» αγγεία.

715. Π  ρόκειται για τον Κλαδέο 1, Κλαδέο 7, ενώ στο Στρέφι και στο Νέο Μουσείο συνυπήρχαν στο ίδιο όρυγμα κτερισμένες και ακτέριστες ταφές. Μάλιστα στους τρεις λακκοειδείς του Στρεφίου η κεντρική ταφή ήταν ακτέριστη. 716. L  ewartowski 2000, σελ. 108. Ο συγγραφέας θεωρεί τα αλάβαστρα λιγότερο δημοφιλή. Επιπλέον, επισημαίνει διαφοροποίηση στο είδος των αγγείων που βρίσκεται στους θαλαμωτούς και στους λακκοειδείς. Στην εξεταζόμενη περίπτωση δεν παρατηρείται κάτι ανάλογο, καθώς τα αλάβαστρα είναι τα πλέον δημοφιλή κτερίσματα τόσο στους λακκοειδείς όσο και στους θαλαμωτούς, πρβ. και Cavanagh - Mee 1998, σελ. 74. 717. Α  κολουθώντας σε γενικές γραμμές τις ποσοτικές αναλογίες των θαλαμωτών. 718. Ανάλογα με τη θέση στους θαλαμωτούς πρβ. και Lewartowski, ό.π., σελ. 31 και 109. 719. Ιακωβίδης 1970, σελ. 24. Εκφράζεται η απορία ποια υπήρξε η αιτία κατασκευής του «αχρησιμοποιήτου χωρίσματος». 720. Κατ’ αναλογία με τους θαλαμωτούς. 721. Σε γενικές γραμμές οι ανακομιδές ή οι δευτερογενείς ταφές σπανίζουν στην περίπτωση των λακκοειδών (πρβ. και Lewartowski 2000, σελ. 104). 722. Ή  για αποσαθρωμένη παιδική ταφή. 723. Σ  γουρίτσα 2001β, σελ. 141, ειδώλια συνόδευαν παιδική ταφή, η οποία είχε τοποθετηθεί σε ένα από τα «διαμερίσματα» διπλού λακκοειδούς τάφου, Gallou 2005, σελ. 52. Επιπροσθέτως πρβ. και Gallou 2005, σελ. 104. Τα ζωόμορφα ειδώλια (ιδιαίτερα βοειδών) καθίστανται εξαιρετικά προσφιλές κτέρισμα σε ΥΕΙΙΙΑ-Β ταφικά σύνολα της Αργολίδας, της Βοιωτίας, της Κορίνθου, αλλά απουσιάζουν παντελώς από την Αττική και την Εύβοια.

136 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Τελετουργία Οι λακκοειδείς αποτελούσαν μίαν εύκολη και φτηνή κατασκευαστική λύση724 (συγκριτικά με τη λάξευση θαλάμου και δρόμου), η οποία επελέγη είτε για λόγους κοινωνικοοικονομικούς (η λύση «απευθυνόταν» στα λιγότερο εύπορα μέλη της κοινότητας725) είτε καθαρά τεχνικούς, δηλαδή ο χώρος - η έκταση του νεκροταφείου ήταν δεδομένος, έπρεπε να συνεχισθούν οι ενταφιασμοί, αλλά δεν επαρκούσε η έκταση για τη λάξευση θαλαμωτών. Πιθανώς, η υιοθέτηση της κατασκευής ενός λακκοειδούς τάφου να ήταν αποτέλεσμα ενός αναπάντεχου γεγονότος (ασθένεια, ακραίο καιρικό ή φυσικό φαινόμενο), που οδήγησε στον θάνατο αρκετά μέλη της κοινότητας και συνεπώς δεν υπήρχε ο χρόνος και τα εργατικά χέρια για τη λάξευση ενός επιμελέστερου και μεγαλοπρεπέστερου ταφικού μνημείου.726 Όποιοι και αν ήταν οι λόγοι στην περίπτωση του Στρεφίου και του Κλαδέου επιλέγεται μία λύση, που ουσιαστικά μοιάζει με πρόχειρη και αμελώς κατασκευασμένη μικρογραφία του θαλάμου θαλαμοειδή τάφου. Στα προαναφερθέντα νεκροταφεία δεν εντοπίστηκαν δρόμοι ούτε ξερολιθιά, οι νεκροί τοποθετούνταν απευθείας στο λάκκο, ο οποίος λαξευόταν κατά περίπτωση. Τα οστά παλαιότερων ή παιδικών ταφών παραμερίζονταν προς τις πλευρές. Δεν προέκυψαν ανασκαφικά δεδομένα που να υποδηλώνουν την τέλεση εναγισμών ή κάποιων λατρειών - εορτών προς τιμή των νεκρών, συνηγορώντας υπέρ της χαμηλής κοινωνικής προέλευσης των νεκρών. Στον Αρβανίτη ο ενταφιασμός λάμβανε χώρα, αφού αφαιρείτο μερικώς η ισχυρή ξερολιθιά, η οποία κτιζόταν εκ νέου επιμελώς.727 Τα σχετικώς πλούσια ευρήματα και οι κατασκευαστικές λεπτομέρειες (ξερολιθιά) προδίδουν τη χρήση τους από άτομα υψηλοτέρου κοινωνικού status συγκριτικά με τους νεκρούς στο Στρέφι.

724. L  ewartowski 2000, σελ. 104. 725. L  ewartowski ό.π., σελ. 110. 726. Ο  Lewartowskι (ό.π.) υποστηρίζει ότι πιθανώς οι νεκροί των λακκοειδών τάφων διαφοροποιούνται ως προς τη θρησκευτική τους πίστη, που αποτυπωνόταν στην απλή κατασκευή ταφικών λάκκων, αναλογικά με τη συμπεριφορά των σύγχρονων κοινωνιών απέναντι σε όσους αυτοκτονούν ή επιλέγουν την καύση τους. 727. Αν και ο ανασκαφέας υποστηρίζει ότι οι νεώτερες ταφές τοποθετούνται εκ των άνω, χωρίς την αφαίρεση - αποδόμηση της ξερολιθιάς (προσωπική επικοινωνία με ανασκαφέα).

Έθιμα ταφής

137

3. Υβριδικοί/Ημιτελείς θαλαμωτοί τάφοι (Κατάλογος VIII, Χάρτες 4 & 5) Χωροθέτηση: Οι υβριδικοί κατασκευάζονται ανάμεσα στους θαλαμωτούς (πρβ. στο Στρέφι, στην Αγ. Τριάδα και στο Χελιδόνι), μιμούνται το γενικό αρχιτεκτονικό τους σχέδιο (π.χ. λάξευση του δρόμου), τον προσανατολισμό των λοιπών ταφικών μνημείων (π.χ. στο Στρέφι Β-Ν) αλλά δεν αποκτούν θάλαμο. Ταφές: Οι ενταφιασμοί πραγματοποιούνται σε λάκκους (Στρέφι ΙΧ, VI, XV) αλλά και σε κόγχες, οι οποίες αναπαριστούν μικρογραφικά τον θάλαμο (Στρέφι V, VI, Αγ. Τριάδα τ. Ι, Χελιδόνι). Επιπλέον, απαντώνται συνδυαστικά κόγχες και λάκκοι (Στρέφι VI)728 (Πίν. 48-51). Οι λάκκοι φέρουν ενίοτε καλυπτήριες πλάκες729 (τ. XV) και μοιάζουν με ανάλογες κατασκευές στο εσωτερικό θαλαμωτών. Κάθε τάφος δεχόταν τουλάχιστον ένα νεκρό ανά κόγχη ή λάκκο. Σε μία περίπτωση (κόγχη ανατολικής παρειάς τ. V στο Στρέφι) υπήρξε δεύτερη ταφή - ανακομιδή, ενώ περισσότεροι του ενός νεκροί είχαν ενταφιασθεί και στον ταφικό λάκκο - κόγχη του τάφου VI.730 Οι κόγχες731 σπανίως χρησιμοποιούνται για ταφές παιδιών,732 όπως στην περίπτωση της Αγ. Τριάδας (τ. Ι) και στην κόγχη της δυτικής παρειάς του τ. V στο Στρέφι, που πιθανώς είχαν δεχθεί παιδικές ταφές (δεν εντοπίστηκαν σκελετικά κατάλοιπα). Οι νεκροί αποτίθεντο επί του φυσικού εδάφους σε στάση ύπτια - εκτάδην,733 με ελαφρώς λυγισμένα σκέλη (ταφή Α του τάφου VI, τ. ΙΧ στο Στρέφι, Αγ. Τριάδα τ. 1). Σε μία περίπτωση τα χέρια του νεκρού είχαν «σταυρωθεί» επί του θώρακα (ταφή Α του τ. XV στο Στρέφι). Οι κόγχες, όπως και στην περίπτωση των θαλαμωτών, κλείνονταν με ξερολιθιά, «αποκλείοντας» το νεκρό από τον κόσμο των ζωντανών. Κτέριση: Οι ταφές υπήρξαν κτερισμένες ή όχι (τ. XV, ταφή Α του τ. VI, κόγχη δυτικής παρειάς του τάφου Ι στην Αγ. Τριάδα). Οι προσφορές ήταν φτωχικές, περιοριζόμενες ουσιαστικώς σε ένα ή δύο αγγεία, που ετοποθετούντο πλησίον του κρανίου.734 Συγκεκριμένως, στο Στρέφι δύο αγγεία (ένας πιθαμφορίσκος και ένας ψευδόστομος) «συνόδευαν» την ταφή του τ. ΙΧ, δύο αλάβαστρα προήλθαν από τον τ. VI, ένα αγγείο συνόδευε τις ταφές του τ. V. Η κόγχη της δυτικής παρειάς του τάφου V απέδωσε ψήφους από ημιπολυτίμους λίθους και υαλόμαζα, καθώς και εξαιρετικά κατεστραμμένα πλακίδια υαλόμαζας.735 Ένα λίθινο σφονδύλι προήλθε από τον τάφο VI, ενώ πλακίδια υαλόμαζας και ένα αγγείο απέδωσε η ταφή της ανατολικής κόγχης του τ. Ι της Αγ. Τριάδας. Αντίθετα οι δύο ταφές του XV στο Στρέφι ανευρέθησαν ακέριστες (Κατάλογοι XIII & XIV).

728. L  ewartowski 2000, σελ. 11. Η γεωγραφική διάδοση των ημιτελών θαλαμωτών είναι περιορισμένη στην Αργολίδα (Ναύπλιο και Μυκήνες), την Πύλο και την Αιγιαλεία. 729. Σ  την πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν ανευρέθησαν καλυπτήριες πλάκες in situ. 730. Σ  υνολικά τρεις. 731. Συγκεκριμένα: Στην κόγχη της δυτικής παρειάς του τάφου VI (νεκροταφείο Στρεφίου) έχουν ενταφιασθεί δύο ενήλικα άτομα (άνδρας γυναίκα), στην κόγχη της ανατολικής παρειάς του προαναφερθέντος τάφου επίσης νεαρό ενήλικο άτομο, αδιάγνωστου φύλου, ενώ ενήλικα άτομα είχαν αποτεθεί και στις κόγχες του V. 732. Νήπιο είχε ενταφιασθεί μαζί με ενήλικο άτομο (θήλυ;) στην κόγχη της ανατολικής παρειάς του τάφου VI και πιθανώς στην κόγχη της δυτικής παρειάς του τάφου V (καθώς δεν ανευρέθησαν σκελετικά κατάλοιπα). 733. Πρβ. και Lewartowski 2000, σελ. 20. 734. Σ  ε όλες τις κτερισμένες ταφές στο Στρέφι. 735. Π  ου πιθανώς υπήρξε κτέρισμα παιδικής ταφής (Lewartowski 2000 σελ. 35).

138 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Δ. Ανεξάρτητες ταφές σε πίθους (Χάρτης 4) Το φθινόπωρο του 1965, κάτοικος του ΔΔ Πλατάνου, παρέδωσε στη Ζ’ ΕΠΚΑ κορμό πηλίνου γυναικείου ειδωλίου, μινωικής τεχνοτροπίας. Ο παραδώσας ανέφερε ότι το αντικείμενο ανευρέθη τυχαίως στη θέση «Κιούπια» του ΔΔ Μάγειρα.736 Κατά την επακολουθήσασα έρευνα εντοπίστηκαν και ανεσκάφησαν τέσσερεις ημικατεστραμμένοι ταφικοί πίθοι.737 Αυτοί είχαν τοποθετηθεί κατά μικρότερο ή μεγαλύτερο τμήμα του σώματος εντός του φυσικού εδάφους. Στις περιπτώσεις του πίθου 1 και 4, εκατέρωθεν του στομίου είχαν τοποθετηθεί πεπλατυσμένοι ποταμίσιοι λίθοι, για να το συγκρατούν. Λίθοι είχαν τοποθετηθεί και στη μία πλευρά του πίθου 1, ενώ πεπλατυσμένος αμμόλιθος έκλεινε το στόμιο του πίθου 4. Η έρευνα δεν απέδωσε κτερίσματα (παρά μόνον ένα χάλκινο ταινιωτό δακτύλιο), με αποτέλεσμα να καθίσταται δυσχερής η χρονολόγηση των ταφών.738 Είναι άλλωστε γνωστό η μακροχρόνια συνήθεια των Ηλείων να χρησιμοποιούν τους πίθους για τις ταφές των οικείων τους.739

Ε. Ταφές εντός οικιών (Χάρτης 4) Στην Αρχαία Φιγάλεια, κατά την ανασκαφική διερεύνηση της θεμελίωσης και του περιβάλλοντος χώρου ναού κλασικών χρόνων (στη θέση «Κορδομπούλι») εντοπίστηκε προϊστορικός οικισμός,740 ο οποίος εκτεινόταν σε πλάτωμα βορείως του ναού.741 Κάτω από τον βόρειο τοίχο του ναού απεκαλύφθη ορθογώνιο οικοδόμημα (πιθανώς τμήμα του προαναφερθέντος οικισμού ή κάποιας οικοδομικής του φάσης). Σε ένα από τους τοίχους εντοπίστηκε και ερευνήθηκε παιδική ταφή,742 κτερισμένη με πιθαμφορίσκο των πρωίμων μυκηναϊκών χρόνων. Ο ενταφιασμός παιδιού στο εσωτερικό μίας οικίας δηλώνει τη στενή ψυχική σύνδεση των γονιών με το παιδί και την αδυναμία αποχωρισμού του.743

736. Θ  έμελης 1969, σελ. 250. 737. Θ  έμελης 1967, σελ. 211-212. 738. Π  λησίον των ταφικών πίθων (αυτοί ανευρέθησαν στην κορυφή λόφου) και συγκεκριμένα στην πλαγιά του ιδίου λόφου ανεσκάφη κιβωτιόσχημος τάφος, πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, ενώ συνελέγησαν όστρακα από την ευρύτερη περιοχή (απροσδιορίστου χρονολογίας, πλην ενός ψευδούς στομίου από μυκηναϊκό ψευδόστομο αμφορίσκο της ΥΕΙΙΙΒ). Το 2007, και μετά τις καταστρεπτικές πυρκαγιές, ερευνήθηκε νεκροταφείο πλούσια κτερισμένων θαλαμωτών. Για την αδιευκρίνιστη χρονολόγηση των ταφών πρβ. και Lewartοwski 2000, σελ. 11. 739. Πρβ. και Χατζή 1991, σελ. 351-363, Eder 2001α, σελ. 51. 740. Δύο οικοδομικών φάσεων, μία του τέλους της ΜΕΧ και μία των αρχών της ΥΕΧ (Αραπογιάννη 1997, σελ. 119). 741. Σγουρίτσα 1987, σελ. 17, Αραπογιάννη 1996, σελ. 137, Αραπογιάννη 1997α, σελ. 119, Αραπογιάννη 1998, σελ. 127-128, Arapogianni 2002, σελ. 324. 742. Α  ραπογιάννη ό.π., σελ. 119. Επιπλέον για παιδικές ταφές intra muros πρβ. και Κορρές 1975β, σελ. 345, όπου καταγράφονται παιδικές ταφές της ΥΕΙ εντός οικιών στην Περιστεριά και τη Μάλθη. 743. Ι ακωβίδης 1969, σελ. 124. Επιπροσθέτως δεν «επένδυαν» ώρες και δαπάνη για τη δημιουργία ενός κανονικού τάφου (γι’ αυτό επέλεγαν και τη λύση των κογχών στους θαλαμωτούς). Ο Lewartowski υποστηρίζει ότι τα νήπια δεν είχαν πλήρως «ενταχθεί» στην ιεραρχική συγκρότηση της κοινωνίας και συνεπώς δεν τύγχαναν αξιοπρεπούς ταφής σε έναν θαλαμωτό τάφο. Το αντίθετο συνέβαινε με τα παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας ή και τους εφήβους, που θάπτονταν σε θαλαμωτούς ή λακκοειδείς τάφους (Lewartowski 2000, σελ. 54).

Έθιμα ταφής

139

ΕΘΙΜΑ ΤΑΦΗΣ: ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Γενικές παρατηρήσεις: Η Ηλεία δεν διαφοροποιείται, σε σχέση με την αντιμετώπιση του νεκρού, από τις λοιπές περιοχές του αποκαλούμενου μυκηναϊκού κόσμου. Στηριζόμενοι στα μέχρι τώρα δεδομένα, συμπεραίνονται τα εξής: 1. Οι τάφοι της ΥΕΧ υπήρξαν ομαδικοί, δεν προορίζονται για την ταφή ενός ατόμου. Ακόμη και στην περίπτωση των λακκοειδών θάπτονται περισσότεροι του ενός (π.χ. Στρέφι VII και VIII, Αρβανίτης, Κλαδέος).744 2. Σχεδόν στο σύνολο των περιπτώσεων πρόκειται για ενταφιασμούς εκτός οικισμών.745 Μόνο στην περίπτωση της Φιγάλειας εντοπίστηκε ταφή intra muros. 3. Γενικώς έχουμε ενταφιασμούς και όχι καύσεις, με τη μοναδική εξαίρεση του θαλαμωτού τάφου στο Αγραπιδοχώρι, όπου ερευνήθηκε μία καύση νεκρού, εντός τεφροδόχου αγγείου. 4. Η κτέριση των θανόντων υποδηλώνει την πίστη σε δοξασίες που σχετίζονται είτε με τη μετά θάνατον «τύχη» τους είτε με την προσπάθεια «εξορκισμού - εξευμενισμού» τους. 5. Η ατομικότητα της ταφής746 επιτυγχάνεται με την κατασκευή λάκκων (σε θολωτούς, τύμβους, θαλαμωτούς αλλά και εντός λάκκων/ορυγμάτων). Η κατασκευή τους πιθανώς συνδέεται και με την προσήλωση στη ΜΕ παράδοση, ή εξασφαλίζει τον απαραίτητο χώρο για τον ενταφιασμό του συνόλου μίας οικογένειας ή ενός γένους.747 6. Στην ΥΕΙ και ΙΙ επισημαίνεται μία σαφής διαφοροποίηση των κτερισμάτων που προσφέρονται στους νεκρούς των θολωτών τάφων του Κακοβάτου και σε αυτούς του Σαμικού. Στην πρώτη περίπτωση η έρευνα απέδωσε ευρήματα, υψηλής αισθητικής και συμβολικής αξίας και σπανιότητας, τα οποία πιθανώς είχαν εισαχθεί από άλλες περιοχές της Ελλάδος ή και της Μεσογείου.748 Αναφέρονται ενδεικτικά: τα χρυσά περίαπτα βατράχου και γλαυκός,749 τα ειδώλια και το αγγείο από υαλόμαζα, τα λίθινα αγγεία, οι αναρίθμητοι ψήφοι και τα πλακίδια από ήλεκτρο, οι ανακτορικοί πιθαμφορείς. Αντιθέτως στο Σαμικό οι νεκροί συνοδεύονται σχεδόν αποκλειστικώς από αγγεία (κυρίως πόσεως και όχι ανακτορικούς πιθαμφορείς), ενώ ελάχιστα υπήρξαν τα αντικείμενα από οψιανό (λεπίδες) ή λίθο (αιχμές βελών). Στην επομένη περίοδο, την ΥΕΙΙΙ (Χάρτης 5), τα έθιμα ταφής μοιάζουν να ομογενοποιούνται για το σύνολο των κατοίκων της Ηλείας.750 Ανεξαρτήτως του χρησιμοποιουμένου μνημείου (θαλαμωτός ή λακκοειδής), τα κτερίσματα είναι τα ίδια, περιοριζόμενα, εν πολλοίς, σε αγγεία. Τα πλέον δημοφιλή υπήρξαν το αλάβαστρο, ο ψευδόστομος, ο απιόσχημος πιθαμφορίσκος και τα κυάθια751 (Γραφήματα 10.1-10.3, 11.1-11.2, 13.1 & Κατάλογος ΙΧ, ΧΙ, ΧΙΙΙ). Πρόκειται για σκεύη μικρών διαστάσεων, ενώ σπανίζουν τα αποθηκευτικά αγγεία 744. Π  ου πιθανώς ανήκαν στην ίδια οικογένεια ή γένος (βλ. και Dabney - Wright 1990, σελ. 49, Cavanagh - Mee 1990, σελ. 61). 745. Ό  πως άλλωστε συμβαίνει σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα, βλ. Ιακωβίδης 1970, σελ. 29. 746. B  oyd 2002, σελ. 70. 747. Kontorli - Papadopoulou 1995, σελ. 116. 748. Gallou 2005, σελ. 136. 749. Gallou 2005, σελ. 49. Τα αντικείμενα αυτά προσφέρουν είτε προστασία στους νεκρούς είτε «πρόσβαση» στη νέα «μετά θάνατον» ζωή. 750. Π  αρόμοια εξέλιξη παρατηρείται στο σύνολο του μυκηναϊκού κόσμου, δηλώνοντας αυστηρή ιεραρχική διάρθρωση και εμπεδωμένη πολιτειακή δομή. Η πολιτικοκοινωνική σταθερότητα αποτυπώνεται στα έθιμα ταφής, κατά την ΥΕΙΙΙΑ και Β, η Gallou (Gallou 2005, σελ. 137) γράφει χαρακτηριστικά: The stability of LHIIIA-B society is reflected in the relative uniformity observed in the burial practices of the period. 751. C  avanagh - Mee 1998, σελ. 74, Lewartowski 2000, σελ. 47.

140 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

(αμφορείς),752 τα οποία επανέρχονται στο προσκήνιο στα τέλη της ΥΕΙΙΙΒ και στην ΥΕΙΙΙΓ (με την παρουσία τριώτων, διώτων ή τετραώτων αμφορέων μεγάλων διαστάσεων). Ο νεκρός συνοδευόταν από τουλάχιστον ένα ή δύο αγγεία και κάποιο σφονδύλι. Σπανίζουν τα μετάλλινα ευρήματα (είτε όπλα753 είτε είδη καλλωπισμού), τα ειδώλια,754 ενώ σε προσφιλές κτέρισμα αναδεικνύονται οι χάνδρες από ημιπολύτιμους λίθους (ο χρυσός επισημαίνεται στο Αλποχώρι και το νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας) και υαλόμαζα (μαζί με τα πλακίδια). (Γραφήματα 8.1-9.2, Κατάλογοι Χ, ΧΙΙ, XIV). Κατά την ΥΕΙΙΙ διαφοροποιούνται τα ταφικά σύνολα της κεντρικής και της ΒΑ Ηλείας. Στην περιοχή της Ολυμπίας επιχωριάζει η κατασκευή ταφικών λάκκων στο εσωτερικό των θαλάμων, καθώς και κογχών στις παρειές των δρόμων.755 Η πρόνοια αυτή, δηλώνει, πιθανώς, την πρόθεση των «ζωντανών» να τοποθετήσουν τα μέλη μίας οικογένειας σε ένα ταφικό μνημείο, όπως καταφαίνεται και από τις πολυάριθμες πρωτογενείς ταφές ενηλίκων σε ταφικές κόγχες του δρόμου.756 Αντίθετως, στη ΒΑ Ηλεία (Αγραπιδοχώρι, Αγ. Τριάδα και Δάφνη) οι νεκροί τοποθετούνται επί του δαπέδου του θαλάμου, ενώ εντοπίζονται λίγοι λάκκοι (μόλις στο 15% των θαλαμωτών) και ελάχιστες κόγχες (μόλις στο 6%). 7. Οι νεκροί τοποθετούνται σε θέση εκτάδην.757 Σποραδικά απαντούν ενταφιασμοί με τον θανόντα στο πλευρό και με συνεσταλμένα τα σκέλη (π.χ. Σαμικό τύμβος 1, ταφές III και Χ). 8. Τόσο σε θολωτούς (Κακόβατος - θολωτός τάφος Β) όσο και σε θαλαμωτούς (Αλποχώρι) παρατηρείται το έθιμο της «θανάτωσης του όπλου», στην πρώτη περίπτωση με έντονη κάμψη του ξίφους758 και στη δεύτερη με το λύγισμα αιχμής δόρατος.759 9. Δεν έχουν επισημανθεί ενδείξεις προγονολατρείας. Αντίθετα η κατάσταση των ταφών μαρτυρεί την επίδειξη ελαχίστου σεβασμού έναντι των προγενεστέρων ταφών.760 Τα προερχόμενα από παλαιότερες ταφές οστά δεν απορρίπτονται εκτός του μνημείου, αλλά παραμένουν εντός αυτού, συγκεντρωμένα στα πλευρικά του τοιχώματα, μαζί με τα συνοδεύοντα κτερίσματα. Στο Σαμικό αναφέρεται η προσφορά αγγείων και άλλων αντικειμένων, προκειμένου να τιμηθούν οι παλαιότεροι νεκροί.761 Στο Αγραπιδοχώρι διαπιστώθηκε η διακοπή χρήσης του θαλαμωτού (κατά την ΥΕΙΙΙΑ) και η «επαναλειτουργία» του μετά από κάποιες δεκαετίες (κατά την ΥΕΙΙΙΓ).762 Στον Κακόβατο (ο θολ. Τ. Α), στο Νέο Μουσείο (ο τ. Η) και ορισμένοι θαλαμωτοί στην Αγ. Τριάδα δέχθηκαν, επί του καταρρεύσαντος θαλάμου ή στις παρειές των δρόμων, ταφές σε μεταγενέστερες χρονικές περιόδους (ρωμαϊκή, παλαιοχριστιανική, τουρκοκρατία αντιστοίχως).

752. 753. 754. 755. 756. 757. 758. 759. 760. 761. 762.

K  orres 1984, σελ. 5. Μ  ε την εξαίρεση κάποιων τάφων στη Δάφνη και στον Μάγειρα. G  allou 2005, σελ. 53. Korres 1984, σελ. 4, Cavanagh - Mee 1998, σελ. 67, όπου θεωρείται «σπάνια η χρήση ταφικών κογχών, ενώ λάκκοι στο δρόμο απαντούν ευκαιριακά». Ενώ συνήθως εκεί τοποθετούνταν τα disiecta membra, προγενεστέρων ταφών (ό.π., σελ. 49). Dabney - Wright 1990, σελ. 49. Και όχι σε έντονα συνεσταλμένη, όπως επισημαίνεται σε ταφές της ΜΕΧ Dabney - Wright ό.π., σελ. 51. Υ  ποσ. 599 και Κορρές 1977, σελ. 314. C  avanagh - Mee 1998, σελ. 52. V  outsaki 1995, σελ. 60. Π  απακωνσταντίνου 1981 και 1982, Boyd 2002, σελ. 187. Η μη δημοσίευση της θέσης και του σχετικού φωτογραφικού ή σχεδιαστικού υλικού δεν επιτρέπει την υιοθέτηση ή την απόρριψη των παρατηρήσεων της ανασκαφέως. Πιθανώς από άλλο γένος (βλ. και Cavanagh-Mee 1978b, Korres 1984, σελ. 4).

Έθιμα ταφής

141

Προετοιμασία νεκρού και ενταφιασμός του: i. Ο θανών κατευθύνεται προς τον ενταφιασμό, ντυμένος (στην ΥΕΙ/ΙΙ με επένδυση χρυσών επιραμμάτων)763 και φορώντας κοσμήματα764 (όπως περόνες, πόρπες, διαδήματα,765 περιδέραια, ψέλια766), η ύπαρξη ή μη των οποίων δεν κρίνεται καθοριστική στην αποσαφήνιση της φυλετικής ταυτότητας.767 Ο νεκρός συνοδεύεται από έπιπλα (με ένθετη διακόσμηση δίσκων ελεφαντόδοντου768), όπλα (αιχμές βελών, εγχειρίδια, ξίφη, αιχμές δοράτων), λίθινα αγγεία (πιθανώς λύχνοι, οι οποίοι εξασφάλιζαν τον φωτισμό του θαλάμου), αντικείμενα καθημερινής χρηστικότητας (όπως ξυροί, μαχαίρια) και φυσικά πήλινα αγγεία.769 Η τελευταία κατηγορία κτερισμάτων (η πλέον προσφιλής) ετοποθετούντο είτε πλησίον, είτε επί του σώματος του θανόντος (στο κεφάλι, τον θώρακα, τα άνω ή κάτω άκρα, στην ηβική χώρα).770 Πρόκειται για αντικείμενα μικρών διαστάσεων (τουλάχιστον στην ΥΕΙΙΙΑ/Β), που στα τέλη της ΥΕΙΙΙΒ και στις αρχές της ΙΙΙΓ εξελίσσονται σε αποθηκευτικά αγγεία μεγαλυτέρων διαστάσεων, μαρτυρώντας και μεταβολή στις λατρευτικές πρακτικές.771 Σε μικρό αριθμό ταφικών συνόλων εντοπίστηκαν σφραγιδόλιθοι,772 των οποίων η παρουσία πιθανώς συνδέεται με την επιβεβαίωση/διαπίστευση/εξακρίβωση των προσωπικών δεδομένων κάθε νεκρού ή σχετίζεται με τη μυκηναϊκή κοινωνική διαστρωμάτωση. ii. Κατόπιν, δημιουργείται πομπή, η οποία κατευθύνεται προς την είσοδο του τάφου. Η οικογένεια του νεκρού «μοιρολογεί» - θρηνεί γι’ αυτόν, έχοντας αποθέσει το άψυχο κορμί σε κλίνη - φορείο. Στην ΥΕΙ-ΙΙ το φορείο/κλίνη πιθανώς μεταφερόταν με άμαξα και ετοποθετείτο στον τάφο, σκοπό, που πιθανώς εξυπηρετούσαν και οι αυλακώσεις,773 οι οποίες επισημαίνονται σε πολλούς θολωτούς τάφους της ΝΔ Πελοποννήσου (μεταξύ αυτών και στον Κακόβατο). Στην ΥΕΙΙΙ οι αυλακώσεις εκλείπουν και δεν παρατηρούνται σε θαλαμωτούς τάφους της περιοχής, γεγονός που συνεπάγεται (;) την απουσία αμαξών.774 iii. Η ξερολιθιά «σφράγιζε» το θάλαμο και απομόνωνε τον νεκρό από τους ζωντανούς.775 Ξερολιθιά έκλεινε τις ταφικές κόγχες, ενώ ισχυρός τοίχος διχοτομούσε τους λακκοειδείς τάφους στον Αρβανίτη. Κάθε ταφικό μνημείο άνοιγε αρκετές φορές, προκειμένου να «υποδεχθεί» 763. Θ  ολωτοί τάφοι Κακοβάτου βλ. και Boyd 2002, σελ. 77. Στα φύλλα χρυσού αποδίδονταν έντομα (π.χ. πεταλούδες) ή και ζώα της θαλάσσιας πανίδας (χταπόδια, τρίτωνες). Η απόδοσή τους χαρακτηρίζεται από έντονα συμβολικό χαρακτήρα (π.χ. αναγέννησης), Gallou 2005, σελ. 42. 764. Για την παρουσία κοσμημάτων σε λακκοειδείς και θαλαμωτούς βλ. Ιακωβίδης 1970, σελ. 77, Lewrtowski 2000, σελ. 48. 765. Ε  νδεικτικώς αναφέρεται ο κατά χώρα εντοπισμός δύο κρανίων με διάδημα από πλακίδια υαλόμαζας. 766. Για τις χάνδρες βλ. Wells 1990, σελ. 137. 767. Αφού διάδημα υαλόμαζας εντοπίζεται σε γυναικείες αλλά και μία ανδρική ταφή. 768. Κακόβατος Θολωτός τάφος Α. 769. B  oyd 2002, σελ. 73. 770. Ι ακωβίδης 1970, σελ. 61. 771. Τ  α αγγεία σχηματικά μπορούν να ομαδοποιηθούν σε αυτά που χρησιμοποιούσε στην καθημερινότητά του ο θανών (αλάβαστρα, λεκάνες, θήλαστρα), σε χρηστικά αγγεία, που αποκτούν και συμβολικό χαρακτήρα (ψευδόστομοι αμφορείς, αμφορείς, κύλικες) και σε σκεύη σαφώς τελετουργικά (όπως το πολλαπλό αγγείο, το ρυτό) (Βλαχόπουλος 2006, σελ. 93). 772. Ε  νίοτε αποτελούσαν τμήμα κάποιου κοσμήματος (Lewartowski 2000, σελ. 49) χωρίς να απολέσουν και τις αναφερθείσες στο κείμενο ιδιότητές τους. 773. Πρβ. υποσ. 198. 774. Τούτο επιβεβαιώνεται και από την εικονογραφία της πρόθεσης - εκφοράς σε όστρακα από τον Κλαδέο και την Αγ. Τριάδα. 775. Korres 1984, σελ. 7 και 15, Gallou 2005, σελ. 65, Moschos 2008, σελ. 105, 109.

142 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

νεώτερους ενταφιασμούς.776 Στο εσωτερικό οι παλαιότερες ταφές είτε συγκεντρώνονται σε σωρούς οστών και αγγείων στα τοιχώματα του θαλάμου, είτε τοποθετούνται προχείρως σε μικρότερους, μη στεγασμένους λάκκους, είτε μεταφέρονταν σε λάκκο του δρόμου. Στους λακκοειδείς η ανακομιδή πραγματοποιείται με την απόρριψη/συγκέντρωση των οστών στο πλευρικό τοίχωμα του ορύγματος. iv. Στους ηλειακούς θαλαμωτούς δεν φαίνεται να συντελούνταν «νεκρόδειπνα»777 ή άλλου είδους τελετές/γιορτές στη μνήμη των θανόντων.778 Ελάχιστα υπήρξαν τα όστρακα κυλίκων ή ρυτών,779 που απέδωσαν οι ανεσκαμμένοι δρόμοι τους. Αντιθέτως, φαίνεται, πως στον δρόμο είχαν τοποθετηθεί αγγεία μεγάλων διαστάσεων (κρατήρες, αμφορείς), δίκην σημάτων, οι οποίοι ενίοτε κοσμούνταν με σκηνές από την «εξόδιο» τελετουργία και την απόθεση του νεκρού στον θάλαμο (σκηνές εκφοράς - πρόθεσης).780 Κυρίαρχο συναίσθημα των παραστάσεων αυτών υπήρξε η λύπη και ο πόνος, που εκφράζονται από την απόδοση στις ανθρώπινες μορφές781 της στάσεως του θρηνωδού. Βασικοί «πρωταγωνιστές» του επιταφίου θρήνου, υπήρξε η οικογένεια (;) του νεκρού και πιθανώς εκπρόσωποι του ιερατείου ή άτομα, περιβαλλόμενα από μαγικές ιδιότητες.782

776. Ι ακωβίδης 1970, σελ. 68. 777. Σ  τη διάρκεια του φαγητού, όπως και στις μέρες μας, επιχειρείται ο έλεγχος και η εκτόνωση των συναισθημάτων αλλά και η διαχείριση της μνήμης/λήθης (Cavanagh - Mee 1995, σελ. 50, Gallou 2005, σελ. 125). 778. C  avanagh - Mee 1998, σελ. 74. 779. Η απουσία ρυτών αντικατοπτρίζει τον τοπικισμό των θρησκευτικών δοξασιών και των ταφικών πρακτικών (Gallou 2005, σελ. 92) 780. Για τον συμβολισμό και την πίστη των μυκηναίων σε «μετά θάνατον ζωή» βλ. Gallou 2005, σελ. 34-35. 781. Για την τελετουργία και Ιακωβίδης 1970, σελ. 58. 782. Γ  ια τον θρήνο και τις συμμετέχουσες σε αυτόν μορφές βλ. Cavangh - Mee 1995, σελ. 50-51.

ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΑΠΟ ΤΑΦΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ Α. ΠΡΩΙΜΟΙ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ Η κεραμική της ΥΕΙ/ΙΙ προέρχεται από ελάχιστες θέσεις της Β. Τριφυλίας783 και σχεδόν αποκλειστικά από ταφικά σύνολα (εκτός των περιπτώσεων του οικιστικού συνόλου του Κακοβάτου και του οικισμού στον Αγ. Δημήτριο Λεπρέου784). Συγκεκριμένως πρόκειται: Α) για τους θολωτούς τάφους του Κακοβάτου (Α, Β, C - θάλαμος και δρόμοι). Β) για το νεκροταφείο τύμβων - θολωτών στο Σαμικό, θέση «Κλειδί».785 Γ) για τον τύμβο στην κορυφή του λόφου του Προφήτη Ηλία στα Μακρίσια. Ιστορικό έρευνας: Το υλικό από τον Κακόβατο (δηλ. το σύνολο των ακεραίων αγγείων) δημοσιεύτηκε αρχικά στα ΑΜ από τον K. Müller,786 του Σαμικού και των Μακρισίων από τον Ν. Γιαλούρη787 και Π. Θέμελη στα οικεία τεύχη του ΑΔ αντιστοίχως. Ο κ. Γ. Λώλος788 επαναδιαπραγματεύτηκε την κεραμική παραγωγή των προαναφερθεισών θέσεων στη διατριβή του με θέμα «The Late Helladic I Pottery of the SW Peloponnese and its local characteristics», ενώ εκτενής αναφορά στους αμφορείς ανακτορικού ρυθμού (από τους θολωτούς τάφους του Κακοβάτου) συμπεριελήφθη στη διατριβή του Κωνσταντίνου Καλογερόπουλου.789 Συνεπώς, θα επιδιωχθεί η παρουσίαση της ΥΕΙ/ΙΙ ηλειακής κεραμικής,790 επί τη βάσει των ήδη δημοσιευθέντων δεδομένων, προκειμένου να φανεί η συνολική εξελικτική πορεία σχημάτων και μοτίβων από το 1.600 π.Χ. και εξής. Η πρώιμη ΥΕ κεραμική μπορεί να διακριθεί σε τέσσερεις κατηγορίες: 1. Αγγεία που επιβιώνουν από τη ΜΕΧ (ως προς το σχήμα, τον πηλό και τη διακόσμηση). Πρόκειται για όστρακα χονδρής κεραμικής με εγχάρακτο ή δακτυλοεμπίεστο διάκοσμο από τον Κακόβατο, το Σαμικό και τον Προφήτη Ηλία Μακρισίων791 (συνήθως αμφορείς και πίθοι). Τα δείγματα αυτής της κατηγορίας είναι χειροποίητα (Πίν. 65). 783. Η  οποία γενικώς θεωρείται ως παραγωγή της ηπειρωτικής Ελλάδας, περιλαμβάνοντας μεγάλο αριθμό μικρών αγγείων, ανοικτού σχήματος (π.χ. κύπελλα Βαφειού) πρβ. και Dickinson 1974, σελ. 113. 784. Εξέταση της κεραμικής στο οικείο κεφάλαιο. Όστρακα της ΥΕΙ (τμήμα κυπέλλου Βαφειού και όστρακα από μόνωτο κύπελλο με διακόσμηση χελωνίου) εντοπίστηκαν και στη θέση «Ξεσπιθάτη», ΒΑ του χωριού Λαδικό και περίπου 10 χλμ. ΒΑ του Σαμικού, προερχόμενα πιθανώς από κατεστραμμένο τάφο της πρώιμης μυκηναϊκής περιόδου (Χατζή 1988, σελ. 144). 785. Ο  υσιαστικώς η εξεταζόμενη κεραμική περιλαμβάνει, ό,τι είχε φέρει στο φως η ανασκαφική σκαπάνη του Ν. Γιαλούρη, στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Αντιθέτως, η κεραμική από τις ανασκαφές της Ελ. Παπακωνσταντίνου (αρχές της δεκαετίας του ’80) παραμένει αδημοσίευτη και μη προσβάσιμη στους μελετητές. 786. Κ. Müller, Alt Pylos, AM 34, 1909, σελ. 269-328. 787. Ν. Γιαλούρης, Μυκηναϊκός τύμβος Σαμικού, ΑΔ 20 Μελέτες, 1965, σελ. 6-40, Π. Θέμελης, Σκιλλούς, ΑΔ 23 Μελέτες, 1968, σελ. 284-292. 788. Υ. Lolos, The LHI pottery of the SW. Peloponnesos and its local characteristics, Göteborg, 1987. 789. Κ  . Kalogeropoulos, Die frühmykenischen Grabfunde von Analipsis. Mit einem Beitrag zu den Palatialen Amphoren des griechischen Festlandes, Athen 1998. 790. Π  αραμένει ως αίτημα της επιστημονικής έρευνας η μελέτη - δημοσίευση των οστράκων από την ανασκαφή του Κακοβάτου (τόσο από τα ταφικά όσο και από το οικιστικό σύνολο). Η πλειοψηφία τους αποτελείται από άβαφα και μη χαρακτηριστικά όστρακα, που συχνά δεν φέρουν δεδομένα εύρεσης ή στρωματογραφικές ενδείξεις. Το εξαιρετικά δύσκολο έργο έχει αναλάβει η ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου του Freiburg, σε συνεργασία με τον γράφοντα και τον κ. Π. Μουτζουρίδη, αρχαιολόγο του ΥΠ.ΠΟ.Τ. 791. L  olos 1987, σελ. 373. Το ίδιο απαντάται και στα Νιχώρια, καθώς ανευρέθησαν δύο όστρακα (Ρ 3050 και 3056) από ΥΕΙ αποθέτες - McDonald - Wilkie 1992, σελ. 480. Επίσης Dickinson 1974, σελ. 119.

144 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

2. Σχήματα αγγείων, που υπήρχαν στη ΜΕ κεραμική παράδοση και επιβιώνουν με ελάχιστες μεταβολές και στην ΥΕΧ, υιοθετώντας (ή όχι) μυκηναϊκά διακοσμητικά μοτίβα (π.χ. αμφίπροχος κύλικα, αλαβαστροειδής προχοΐσκη, αμφορίσκοι, κάνθαρος).792 Ο πηλός στην ΥΕΙ είναι πιο καθαρός σε σύγκριση με τις προγενέστερες φάσεις, η όπτηση τελειότερη, ενώ και η απόδοση της διακόσμησης είναι πλέον επιμελημένη. Κατά τη διάρκεια της ΥΕΙΙΑ ο διάκοσμος του αγγείου αποκτά ομοιογένεια και σχηματοποίηση, οδηγώντας στην τυπική μυκηναϊκή κεραμική της ΥΕΙΙΙΑ και εξής. Στην παραγωγή των σκευών χρησιμοποιείται πλέον κεραμικός τροχός. 3. Σαφώς μυκηναϊκή κεραμική, η οποία εισάγει νέα σχήματα και διακοσμητικά θέματα (π.χ. κύπελλο Βαφειού/Κεφτιού - FS 224). Σε κάποιες περιπτώσεις αντιγράφονται μινωικά πρότυπα (π.χ. FS 224), τα οποία έχουν φθάσει στη ΝΔ Πελοπόννησο μέσω των Κυθήρων και της Λακωνίας και έχουν προσαρμοστεί στις αισθητικές και χρηστικές επιταγές της μυκηναϊκής κοινωνίας (λαμβάνοντας αυτονόητα υπόψη τη μακραίωνη τοπική κεραμική παράδοση). 4. Εισηγμένα αγγεία είτε από το χώρο των Κυκλάδων (π.χ. η πρόχους από το Σαμικό) είτε από την Κρήτη (ανακτορικός πιθαμφορέας από τον Κακόβατο). Περισσότερα στοιχεία για την τεχνική και τη μεθοδολογία της παραγωγής, την εισαγωγή αγγείων από άλλες περιοχές της Πελοποννήσου ή εκτός αυτής (Κυκλάδες, Κρήτη, Κύθηρα), μπορούν να εξαχθούν μόνο μέσα από τη δημιουργία βάσεων δεδομένων αργίλου αλλά και της πετρογραφικής ανάλυσης του πηλού (μετά την όπτηση) των αγγείων. Αμφίπροχος κύλικα: Το σχήμα φαίνεται πως επιχωριάζει αποκλειστικώς στην περιοχή της ΝΔ Πελοποννήσου, αφού έχουν εντοπισθεί μόλις τρία δείγματα, προερχόμενα από τα Βορούλια, την Περιστεριά793 (Μεσσηνίας) και τον δρόμο του θολωτού τάφου Α Κακοβάτου.794 Το τελευταίο (ύψους 0,115 μ., από ερυθρό πηλό)795 φέρει μία κατακόρυφη, υπερυψωμένη, ταινιωτή λαβή, που ξεκινά από το χείλος και απολήγει λίγο κάτω από αυτό. Στο χείλος διαμορφώνονται δύο προχοές, η γάστρα είναι αβαθής και κωνική, το δε στέλεχος βραχύτατο «οδηγεί» σε επίπεδη βάση, κοίλη εσωτερικά και είναι ακόσμητο. Η θέση εύρεσης796 της εν λόγω κύλικας πιθανώς προδίδει την εκ των υστέρων απόθεσή της και δεν συνδέεται με τον χρονικό προσδιορισμό κατασκευής/χρήσης του τάφου Α. Κύαθος με τριγωνική υπερυψωμένη λαβή: Προέρχεται από τον τύμβο του Προφήτη Ηλία Μακρισίων, σώζεται σε αποσπασματική κατάσταση και η ιδιόμορφη λαβή συνδέεται με κεραμικούς τύπους της βορειοδυτικής/κεντρικής Ελλάδας. Χρονολογείται στην ΥΕΙ περίοδο.797 792. Η  συνέχεια δεν σημειώνεται μόνο στην Ηλεία, αλλά και στην όμορη Μεσσηνία πρβ. και McDonald - Wilkie 1992, σελ. 474. 793. Ε  να τέταρτο δείγμα (κάτω τμήμα του αγγείου) επεσημάνθη στον περίβολο του Θολωτού τάφου 1 της Περιστεριάς. 794. K  ορρές 1976, σελ. 511 (για την αμφίπροχο κύλικα και τα συγκριτικά παράλληλα). Ο καθηγ. Κορρές βάσει αυτού του ευρήματος, που θεωρεί ΜΕ επιβίωση, χρονολογεί τον θολωτό τάφο Α στην ΥΕΙ (Κορρές 1977, σελ. 277). Αντιθέτως, ο Λώλος (Lolos 1987, σελ. 344 και υποσ. 259) υποστηρίζει ότι το σχήμα επιβιώνει και στην ΥΕΙΙΑ και υποστηρίζει ότι δεν είναι ασφαλής η χρονολόγηση της κατασκευής ενός μνημείου από ένα μοναδικό εύρημα. 795. Müller 1909, σελ. 323. Ο Γερμανός αρχαιολόγος ήδη στην πρώτη δημοσίευση επεσήμανε την πρωιμότητα του ευρήματος συγκριτικά με τη λοιπή κεραμική. 796. Ο ανασκαφέας σημειώνει χαρακτηριστικά στο ημερολόγιο ανασκαφής «… Im Dromos den zunächst noch Scherben von konischen Tassen gefunden, sowie umdekoriertes Gefäss mit Fuss, hoher Henkel und 2 Ausgüssen, ebenfalls zerbrechen. Tiefer prächtige Vasenscherben von grossen Gefässen mit reicher Meereslandschaft liegen…». Συνεπώς η αμφίπροχος κύλικα ανευρέθη σε σημείο σαφώς υψηλότερο των μυκηναϊκών (ανακτορικού ρυθμού) οστράκων. 797. Lolos 1987, σελ. 334.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (Πρώιμοι μυκηναϊκοί χρόνοι)

145

Κύλικα με περίγραμμα κανθάρου: Στην ΥΕΙ εντάσσεται χρονολογικώς και δίωτη κύλικα798 (με δύο κατακόρυφες, υπερυψωμένες ταινιωτές λαβές), η οποία ανευρέθη στον τύμβο του Σαμικού και μοιάζει με τον ΜΕ κάνθαρο799 (Πίν. 65). Ανάλογα προέρχονται από την όμορη Μεσσηνία (Βορούλια) όσο και από τη ΒΑ Πελοπόννησο (Κοράκου).800 Ο Λώλος801 υποστηρίζει ότι, λόγω του καλοσχηματισμένου σώματος (συγκριτικά με τα δείγματα από τα Βορούλια), η κύλικα από το Σαμικό ανάγεται στην ΥΕΙΙ. Αμφορέας με οριζόντιες, κυκλικής διατομής, λαβές στο σώμα: Εντοπίζεται στους τύμβους του Σαμικού (Πίν. 65) και των Μακρισίων.802 Πρόκειται για κλειστό σχήμα, με κυρτό ή πεπλατυσμένο, έξω νεύον χείλος, λαιμό εξαιρετικά βραχύ (π 53, 16, 259, 56) ή σχετικά υψηλό (π 42), σώμα σφαιρικό - πιεσμένο803 (π 16, 56, 259, 42) ή απιόσχημο (π 53), λαβές οριζόντιες κυκλικής διατομής στο σώμα του αγγείου (συνήθως στη μεγίστη διάμετρο). Ο συγκεκριμένος τύπος (με ΜΕ ρίζες) αποτελεί πρόδρομο του FS 58/59,804 σχήμα δημοφιλές, κατά την ΥΕΙΙΙΒ/Γ, στην Ηλεία. Διακόσμηση: Οι ΜΕ «ρίζες»805 του π 42 επιβεβαιώνονται από τη γραμμική διακόσμηση «ανοικτό επί σκοτεινού» (με αμαυρή λευκή βαφή). Συγκεκριμένα διπλές οριζόντιες ταινίες χωρίζουν το αγγείο σε διακοσμητικές ζώνες - διαζώματα, ενώ ο ώμος κοσμείται με διπλά αψιδώματα.806 Στην ύστατη ΜΕΧ ανάγεται και ο διάκοσμος του π 53, στο σώμα του οποίου γράφονται κατακόρυφες ταινίες ανά ομάδες των τριών, οριζόμενες (άνω και κάτω) με ταινίες. Ο ανασκαφέας παρατηρεί ότι «… ο τύπος και η διακόσμηση του αγγείου ανάγονται σε πρότυπα της ΜΕ807». Κύπελλο Βαφειού/Κεφτιού (FS 224): Από τα πλέον δημοφιλή αγγεία της πρώιμης μυκηναϊκής περιόδου.808 Απαντάται τόσο σε οικιστικά (π.χ. Κακόβατος) όσο και σε ταφικά σύνολα (Σαμικό, Μακρίσια). Τα ηλειακά δείγματα διαθέτουν (με την εξαίρεση ενός από τον τάφο ΙΔ’ του Σαμικού) ισχυρή οριζόντια νεύρωση στο μέσον του αγγείου809 (η οποία αποδίδεται κοίλη εσωτερικώς) (Πίν. 66, 67). Βάσει της κατηγοριοποίησης του Coldstream,810 τα κύπελλα κατατάσσονται στις ομάδες ΙΙ και ΙΙΙ, οι οποίες κατέστησαν εξαιρετικά δημοφιλείς σε ολόκληρη τη ΝΔ Πελοπόννησο (ενώ στην Αργολιδοκορινθία επιχωριάζει το κύπελλο χωρίς την κεντρική νεύρωση). Τα αγγεία της ομάδος ΙΙ είναι σχετικώς μεγάλων διαστάσεων (μέχρι και 0,10 μ. ύψος) και διαθέτουν, κατά περίπτωση, κατακόρυφα τοιχώματα. Η κατηγορία ΙΙΙ χαρακτηρίζεται από κυλινδρικό κάτω σώμα και χοανοειδές

798. 799. 800. 801. 802. 803. 804. 805. 806. 807. 808.

809. 810.

Γ  ιαλούρης 1965α, σελ. 26, πίν. 16. S . Dietz 1980, σελ. 170. L  olos 1987, σελ. 347. Ό.π. Γιαλούρης 1965α, σελ. 29-33 (πίν. 20α-β, 21α και 22 γ-στ). Για τα Μακρίσια πρβ. και Lolos 1987, σελ. 369-370. Στις περιπτώσεις του π 16 και 56 το σώμα είναι τόσο έντονα πιεσμένο που δημιουργείται γωνιώδες περίγραμμα. Π  αρλαμά 1974α, σελ. 49-50. Επίσης και το οικείο κεφάλαιο για τα συγκεκριμένα αγγεία. Ο Dickinson (Dickinson 1974, σελ. 114) θεωρεί το σχήμα πρόδρομο του μυκηναϊκού αρτόσχημου αλαβάστρου. B  uck 1964, pl. 41-C7. K  aro 1930, pl. 172. Παρόμοιο σχήμα και διακόσμηση σε αγγείο από τον ΤΦΚΑ των Μυκηνών. Γ  ιαλούρης 1965α, σελ. 30. Lolos 1987, σελ. 240, McDonald - Wilkie 1992 (Νιχώρια), σελ. 474. Γράφει ενδεικτικά ο Dickinson (Dickinson 1974, σελ. 115) “… by far the commonest shape produced in LHI”, ενώ η δημοφιλία του επιβιώνει και στην ΥΕΙΙΑ (McDonald - Wilkie 1992, σελ. 481). Για τα ηλειακά δείγματα πρβ. και Mountjoy 1999, σελ. 373-4 (για ΥΕΙ) και 377 (για ΥΕΙΙΑ). Επίσης και Αντωνίου 2008, σελ. 273-275. Το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό εντοπίζεται και σε ΜΜΙΙΙΒ - ΥΜΙΑ κύπελλα αλλά επιχωριάζει στην ΥΜΙΑ κεραμική των Κυθήρων (πρβ. Dickinson 1974, σελ. 113), μαρτυρώντας τα μετάλλινα πρότυπα, βάσει των οποίων διαμορφώθηκε το εν λόγω σχήμα (Coldstream - Huxley 1972, σελ. 284). Coldstream - Huxley 1972, σελ. 284.

146 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

άνω, μοιάζοντας με ΥΜΙΒ αγγεία από το Καστρί Κυθήρων.811 Όλα τα αγγεία φέρουν μία κατακόρυφη, ταινιωτή λαβή, η οποία ξεκινά από το χείλος και απολήγει στην κεντρική νεύρωση του σώματος ή εκατέρωθεν αυτής.812 Ο Λώλος υπογραμμίζει την παρουσία και των τριών ομάδων αγγείων στη ΝΔ Πελοπόννησο και τη στενή σχέση τους με τα Κύθηρα.813 Πρέπει να επισημανθεί πως ο τύπος ΙΙΙ απουσιάζει εντελώς από τη μινωική κεραμική παράδοση, δηλώνοντας σαφώς την παρέμβαση των ελλαδιτών κεραμέων, οι οποίοι παρέλαβαν ένα καθαρά μινωικής προέλευσης814 αγγείο και το μετεξέλιξαν,815 τροποποιώντας το, βάσει της δικής τους αισθητικής. Προέλευση κυπέλλων Βαφειού: Πολλά όστρακα FS 224 (πλούσια διακοσμημένα) προήλθαν από τον δρόμο του θολωτού τάφου Α στον Κακόβατο. Πιθανώς είχαν «αποτεθεί» εκεί, κατρακυλώντας από τον υπερκείμενο οικισμό.816 Έξι κύπελλα απέδωσε η ανασκαφή στον τύμβο του Σαμικού (Πίν. 81). Από αυτά, τα πέντε (π 75, π 5, π 61, π 28, π 74) έχουν σώμα χοανοειδές, φέρον κεντρική οριζόντια νεύρωση (άλλοτε πλατιά και έντονη, άλλοτε λεπτή). Μόνο ένα (το π 59), που ανήκει στον τύπο I και διαθέτει μικρές διαστάσεις (ύψος: 0,068 μ.), έχει σχεδόν κατακόρυφα τοιχώματα και δεν φέρει κεντρική νεύρωση. Ένα ακέραιο (π 1375), ένα πρακτικώς ακέραιο και αρκετά όστρακα του σχήματος FS 224 ανευρέθησαν στον τύμβο των Μακρισίων (Πίν. 67). Μεγάλος αριθμός οστράκων προήλθε και από τον θολωτό τάφο (εντός του τύμβου 5), που ανεσκάφη στο Σαμικό (λίγες δεκάδες μέτρα νοτίως του εξεταζομένου τύμβου). Διακόσμηση: Τα π 5, 74, και 59 φέρουν πλατιά ταινία στο χείλος (εσωτερικώς και εξωτερικώς), γνώρισμα της κυθηραϊκής τεχνοτροπίας.817 Το π 59 διακοσμείται με μία πρώιμη μορφή χελωνίου/πτυχωτού (FM 78), καθώς στο σώμα διατάσσονται κατακόρυφες γραμμές, διευθετημένες σε τέσσερεις ομάδες των πέντε (Πίν. 67). Το αγγείο ανάγεται στα τέλη της ΜΕΧ/αρχές της ΥΕΧ.818 Τα π 5 (τάφος Ι) (Πίν. 67) φέρει πτυχωτό/χελώνιο819 (FM 78), μόνο που στην προκειμένη περίπτωση οι γραμμές καλύπτουν το σύνολο της επιφανείας του αγγείου. Στο άνω τμήμα του (πάνω από την κεντρική νεύρωση) οι πτυχώσεις χαρακτηρίζονται από ελαφρά καμπυλότητα, ενώ στο 811. M  ountjoy 1994, σελ. 20 και Dickinson 1974, σελ. 112-114. 812. Σ  το π 1375 (από τα Μακρίσια) η λαβή είναι λίγο πιο πάνω, στο π 75 (Σαμικό) είναι σχεδόν κάτω από το χείλος, στα π 5, 61 και 28 είναι σχεδόν επί της κεντρικής νευρώσεως. 813. Κ  οινό χαρακτηριστικό τους η ύπαρξη της κεντρικής ανάγλυφης νεύρωσης σχεδόν στο σύνολο των κυπέλλων, τόσο στο Καστρί Κυθήρων όσο και στη ΝΔ Πελοπόννησο (Coldstream 1978). Από τα Κύθηρα η τεχνοτροπία «μεταλαμπαδεύτηκε» στον Αγ. Στέφανο Λακωνίας και κατόπιν στη Μεσσηνία (Dickinson 1974, σελ. 112-113, Rutter 1976, σελ. 45-49). Αντιθέτως στη ΒΑ Πελοπόννησο εντοπίζονται επιρροές σαφώς μινωικές (Dickinson 1974, σελ. 114). 814. Πιθανώς παρουσιάστηκε στο σχηματολόγιο της ΜΜΙΒ, παρέμεινε σε χρήση καθ’ όλη τη διάρκεια της ΜΜ, κατέστη εξαιρετικά προσφιλές στην ΥΜΙΑ. 815. Το σχήμα υιοθετείται από τους αγγειοπλάστες της ηπειρωτικής χώρας στα τέλη της ΜΕΧ (Buck 1964, σελ. 233, Α13 και 293, pl. 39: A13) και με τις διάφορες παραλλαγές του εμφανίζεται στη Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο (Lolos 1987, σελ. 234). 816. Müller 1909, σελ. 321-322, Lolos 1987, σελ. 214. Η ανασκαφή του «οικισμού», κατά το 2010, απέδωσε τουλάχιστον ένα κύπελλο Βαφειού, με διακόσμηση φυλλοφόρου. 817. D  ickinson 1974, σελ. 113, pl. 20a, McDonald - Wilkie 1992, σελ. 474, Korres 1993, σελ. 238. 818. L  olos, ό.π., σελ. 465. 819. Μ  ινωικής έμπνευσης κόσμημα (Niemeier 1980, σελ. 38-39). Ιδιαίτερη συχνή η παρουσία του σε μικρών διαστάσεων αγγεία (όπως ασκούς, κύαθους, πρόχους κ.ά.). Lolos ό.π., σελ. 427. Το συγκεκριμένο θέμα κοσμεί και μεγάλο αριθμό κυπέλλων Βαφειού από τα Νιχώρια Μεσσηνίας τόσο στη διάρκεια της ΥΕΙ όσο και της ΥΕΙΙ (McDonald Wilkie 1992, σελ. 473, 482). Πρβ. και Blegen 1928, fig. 62:10, Coldstream - Huxley 1972, σελ. 290, Dickinson 1974, σελ. 116, Hiller 1975, σελ. 16, 16, ο Hiller συγκρίνει το κύπελλο από την Αίγινα με αντίστοιχο του Σαμικού, Dietz 1980, σελ. 119 (χρονολογεί το θέμα στην ΥΕΙ).

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (Πρώιμοι μυκηναϊκοί χρόνοι)

147

κατώτερο τμήμα είναι κατακόρυφες. Τα δύο αγγεία χρονολογούνται στην ΥΕΙ/ΙΙΑ (το π 28 μπορεί να χρονολογηθεί και στην ΥΕΙΙΒ820). Πολλά όστρακα με διάκοσμο χελωνίου προήλθαν και από την ανασκαφή θολωτού, υποτυμβίου ταφικού μνημείου, εντός του τύμβου 5 στο Σαμικό.821 Το άνω τμήμα του π 61 κοσμείται με εφαπτόμενη σπείρα (FM 46, 29), που συμπληρώνεται με παχιές στιγμές.822 Το π 28 (Πίν. 67) φέρει περίστικτα άνθη παπύρου (FM 11), ενώ προστίθενται και κυματοειδείς, ο δε Λώλος το εντάσσει χρονικώς στην ΥΕΙΙΑ.823 Η σχηματοποιημένη φυλλοφόρος (FM 64:3), αποτελούμενη από δύο ή τρεις επάλληλες ταινίες/ γραμμές, οι οποίες πλαισιώνονται από καμπυλόγραμμα γραμμίδια, κοσμεί το άνω τμήμα του π 74824 (Πίν. 67) και πιθανώς ανάγεται (λόγω σχήματος και διακόσμου) στην ΥΕΙΙΑ/Β.825 Το θέμα υπήρξε ευρύτατα διαδεδομένο στην ηπειρωτική Ελλάδα, ήδη από την ΥΕΙΙΑ, και επιβιώνει μέχρι και την ΥΕΙΙΒ,826 διακοσμώντας συνήθως κύπελλα Κεφτιού (κατηγορία ΙΙΙ), αλλά εντοπιζόμενο και σε άλλα αγγεία (πρβ. προχοΐσκη από Σαμικό827). Στον χοανοειδή τύπο ΙΙΙ ανήκει και το π 1375 (Πίν. 67) από τον τύμβο των Μακρισίων, το οποίο διακοσμείται με ομάδες γραμμών, διευθετημένων σε ένα είδος τεθλασμένων828 (περ. FM 61:13). Αλαβαστροειδής προχοΐσκη (FS 87): Πρόκειται για κλειστό σχήμα, ΜΕ έμπνευσης, μικρών διαστάσεων (το ύψος του δεν ξεπερνά τα 10 εκ.), που χαρακτηρίζεται από το βραχύ λαιμό, το σφαιρικό - έντονα πιεσμένο σώμα (σε κάποιες περιπτώσεις και κωνικό), την κατακόρυφη λαβή, που ξεκινά και απολήγει στο σώμα (ώμος - μεγίστη διάμετρος). Η πλειοψηφία των αγγείων αυτού του σχήματος προήλθε από τους τύμβους του Σαμικού και των Μακρισίων.829 Τα ανευρεθέντα στα Μακρίσια διαιρούνται σε δύο κατηγορίες, η πρώτη περιλαμβάνει σχετικώς υψηλά αγγεία (ύψους σχεδόν 9 εκ.) με σώμα σφαιρικό και η δεύτερη χαμηλά (με ύψος γύρω στα 6 εκ.) και έντονα πιεσμένο 820. L  olos 1987, fig. 634. 821. Π  απακωνσταντίνου 1983, πίν. 57. 822. D  ickinson 1974, σελ. 110, fig. 1. Πρόκειται για χαρακτηριστικό μοτίβο της ΥΕΙ. Lolos, ό.π., σελ. 392. Το ίδιο θέμα και σε όστρακο από το δρόμο του θολωτού τάφου Α Κακοβάτου (Müller 1909, σελ. 322, taf. XXIV, 2), αλλά και σε όστρακο από τα Νιχώρια (McDonald - Wilkie 1992, σελ. 475), πρβ. και Hiller 1975, taf. 3 (35-42) σελ. 17 και 69, στην τελευταία με εκτενή βιβλιογραφία για παράλληλα (χρονικώς ανάγονται στην ΥΕΙ/ΙΙΑ), στα Κύθηρα οι παραπληρωματικές στιγμές προστίθενται στην ώριμη ΥΜΙΑ, όποτε και αποκτά την τελική μορφή το εν λόγω κόσμημα (Coldstream - Huxley ό.π.), Dietz 1980, σελ. 121 σημειώνεται ότι το FM 46:29 καθίσταται δημοφιλές στα τέλη της ΥΕΙ και τις αρχές της ΥΕΙΙΑ. Σπείρες εντοπίζονται και σε όστρακα, που ανευρέθησαν κατά την αποκάλυψη του θολωτού τάφου (τύμβος 5) του Σαμικού (Παπακωνσταντίνου ό.π.). 823. Lolos 1987, σελ. 254. Ο ανασκαφέας το χρονολογεί στην ΥΕΙΒ (Γιαλούρης 1965α, σελ. 23). Στην ΥΕΙΙΑ κατατάσσει και ο Hiller (Hiller 1975, taf. 17:182, σελ. 83) όστρακο με ανάλογη διακόσμηση. 824. Η Mountjoy (Mountjoy 1999, σελ. 378) εντάσσει το αγγείο στην ΥΕΙΙΒ. Γιαλούρης, ό.π., πίν. 14., Coldstream Huxley 1972, σελ. 290 (για τα θέματα της ΥΜΙΑ κεραμικής των Κυθήρων), Lolos, ό.π., σελ. 434. McDonald - Wilkie 1992, σελ. 480 και συγκεκριμένα το FM 64:1, 3. Σχεδόν ίδια απόδοση της φυλλοφόρου και σε κύπελλο από Ζυγουριές (Blegen 1928, fig. 128:5). O Blegen εντοπίζει το μοτίβο σε κύπελλα Βαφειού και στο Κοράκου. Τα χρονολογεί είτε στην ΥΕΙ είτε στην ΥΕΙΙ (όσα τα φύλλα αποδίδονται πιο σχηματικά και καμπύλα) πρβ. Blegen 1921, fig. 53:4, 1, fig. 54, fig. 62:11, 12. Dickinson 1972, σελ. 105 (για φυλλοφόρο στην ΥΕΙ) και σελ. 106, pl. 31e για το ίδιο κόσμημα στην ΥΕΙΙ. Ο Dickinson στο McDonald - Wilkie 1992, σελ. 481 υποστηρίζει ότι το FM 64:3 κυριαρχεί στην ΥΕΙΙΒ. Στην Αίγινα εντοπίζεται σε χοανοειδές κύπελλο Κεφτιού πρβ. Hiller 1975, taf. 3 (29), σελ. 68. Επίσης Dietz 1980, σελ. 92 και 119. 825. Mountjoy 1994, σελ. 22, 43. 826. D  ickinson 1974, σελ. 110 (fig. 2). 827. Γ  ιαλούρης 1965α, σελ. 18, πίν. 12α. 828. Μ  υκηναϊκός Κόσμος, σελ. 183. Το σχήμα «κατάγεται» από την Κρήτη, ο διάκοσμος από τη ΜΕ κεραμική παράδοση, Lolos ό.π., σελ. 254, Mountjoy 1994, σελ. 20. 829. Α  ποτελεί πάντως το “… the commonest fine decorated shape produced in SW Peloponnese…” κατά τον Λώλο (Lolos 1987, σελ. 274).

148 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

σώμα (σφαιρικό ή κωνικό).830 Το σχήμα επιβιώνει σε όλη τη διάρκεια της ΥΕΙΙ και συνεχίζει και στην ΥΕΙΙΙΑ (όπως καταφαίνεται και από τα αντίστοιχα χρονολογικώς ηλειακά νεκροταφεία), ενώ γνωρίζει ευρύτατη γεωγραφική διάδοση, εντοπιζόμενο σε μεγάλες ποσότητες σε αναρίθμητες θέσεις της Πελοποννήσου.831 Διακόσμηση: Περιορίζεται στον ώμο, συχνά οριοθετείται με επάλληλες ταινίες, ενώ σε άλλα αγγεία (πρωιμότερα) το θέμα καλύπτει το σύνολο του σώματος.832 Δεν λείπουν και οι ολόβαφες με αμαυρό/φαιό χρώμα προχοΐσκες (π.χ. π 44), οι οποίες πιθανώς κατατάσσονται στην ΥΕΙ (πρώιμη).833 Το πλέον δημοφιλές κόσμημα υπήρξε η «ρακέτα» (FM 63).834 Απαντάται σε πολλά αγγεία (π 58, π 68, π 83, π 60, π 78, π 63, π 23) (Πίν. 68), ενίοτε συμπληρώνεται με άλλα μοτίβα, όπως μεμονωμένες σπείρες (π 83), στιγμές (π 60), φυτικά θέματα (FM 10 - π 68, π 78, π 23), κυματοειδής γραμμή (π 1386). Το FM 63 δεν περιορίζεται στην Ηλεία, αντιθέτως επισημαίνεται σε ολόκληρη την Πελοπόννησο (ενδεικτικά μνημονεύουμε την Πρόσυμνα, το Μπερμπάτι, το Παλαιοχώρι Αρκαδίας, τον Αγ. Ιωάννη Μονεμβασιάς) και σε πολλές περιπτώσεις κοσμεί και αλάβαστρα, αμφορείς κ.λπ.835 Κατά την ΥΕΙ/ΙΙΑ εισάγεται η κόσμηση του αγγείου με διάφορες παραλλαγές σπείρας. Το μοτίβο χρησιμοποιείται ευρέως από τους κεραμείς της ΒΑ Πελοποννήσου ήδη από την ΥΕΙ/ΙΙΑ.836 Στην πλειονότητα των κυπέλλων (π 261, π 55, π 82, π 29) αυτή είναι εφαπτομένη, με κεντρικό οφθαλμό, αποδιδόμενο με παχιά στιγμή (FM 46:33) και παραπλήρωση δίσκων/πλατιών στιγμών (οι οποίες είναι ολόβαφες με μελανό χρώμα837), ενώ στο π 26 εμφανίζονται μεμονωμένες σπείρες με στέλεχος (FM 51). Στην π 1388 (από τα Μακρίσια) το θέμα (FM 46:51) αποδίδεται ως συνεχής σπείρα, που σχηματίζει είδος κλαδιού (Πίν. 68), το οποίο περιτρέχει το αγγείο.838 Τo μοτίβο συναντάται σε κύπελλα Βαφειού,839 κυαθόμορφες κύλικες,840 αλάβαστρα841 και εντοπίζεται τόσο στη ΝΔ όσο και στη ΒΑ Πελοπόννησο. Από τα Μακρίσια προέρχονται δύο προχοΐσκες με απλό γραμμικό διάκοσμο, η μία (π 1361) φέρει δύο επάλληλες ταινίες και η δεύτερη (π 1387) τέσσερεις κυματοειδείς γραμμές (Lolos 1987, σελ. 283). Αλάβαστρο (FS 80): Το αγγείο παρουσιάζεται σε δύο παραλλαγές μία δίωτη (το π 25 από το Σαμικό) και μία τρίωτη (όλα τα υπόλοιπα).842 Και οι δύο διαθέτουν βραχύτατο λαιμό, έντονα 830. L  olos 1987, σελ. 280-281. 831. L  olos ό.π., σελ. 284. 832. Γ  ενικώς η ζώνη διακόσμησης περιορίζεται στον ώμο, ενίοτε καταλαμβάνει το σύνολο του σώματος. Τα θέματα γενικώς ακολουθούν οριζόντια διάταξη, εξαιρούνται και διευθετούνται κατακορύφως στο χώρο μόνο ο διπλούς πέλεκυς και σπανίως η ρακέτα (Dickinson 1974, σελ. 115). 833. Lolos ό.π., σελ. 280, Mountjoy 1999, σελ. 372 (ΥΕΙ) και 375-7 (για ΥΕΙΙΑ). 834. Μινωικής προέλευσης θέμα (Lolos 1987, σελ. 453), McDonald - Wilkie 1992, σελ. 482, 483. Το FM 63 αναδεικνύεται δημοφιλές και μεταξύ των αλαβάστρων. Dickinson 1972, σελ. 106. Το κόσμημα πιθανώς δεν επιβιώνει στην ΥΕΙΙ στη ΒΑ Πελοπόννησο. 835. Δημακοπούλου 1968, σελ. 161, πίν. 69β-δ (για FS 87 από τον Αγ. Ιωάννη Μονεμβασιάς), Blegen 1937, fig. 683:611, 42, 137, McDonald - Wilkie 1992, σελ. 475. 836. D  ickinson 1972, σελ. 105. Σε διάφορες παραλλαγές, δηλ. FM 46:9, 12, 51, 50, 10, 29. 837. Σε αντίθεση με τη ΒΑ Πελοπόννησο όπου επιχωριάζει η χρήση λευκών στιγμών (McDonald - Wilkie 1992, σελ. 483). 838. L  olos 1987, fig. 570, 571. Παραπλήσιο κόσμημα και σε σφαιρικό κύπελλο (FS 211) από την Αίγινα (Hiller 1975, taf. 5:77, σελ. 18), χρονολογούμενο στην ΥΕΙ. 839. B  legen 1921, fig. 53:9, fig. 62, McDonald - Wilkie 1992, σελ. 475. 840. Π  ρβ. Blegen 1921, fig. 56. 841. π 80 (από το Σαμικό), π 1374, π 1388 (Προφήτης Ηλίας Μακρυσίων). 842. Επίσης και Mountjoy 1999, σελ. 375.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (Πρώιμοι μυκηναϊκοί χρόνοι)

149

πιεσμένο σώμα και βάση επίπεδη. Κατά τον Blegen, το δίωτο αλάβαστρο δηλώνει πρωιμότητα843 αλλά φαίνεται ότι συνυπάρχουν και οι δύο τύποι κατά την ΥΕΙΙΑ, όταν το σχήμα παράγεται και χρησιμοποιείται μαζικά (στην ΥΕΙ η παρουσία του στη ΝΔ Πελοπόννησο είναι ουσιαστικώς σποραδική844). Προέλευση: Αλάβαστρα απέδωσαν οι ανασκαφές τόσο στο Σαμικό (π 25, π 81, π 80, π 79, π 7) (Πίν. 68) όσο και στον Προφήτη Ηλία Μακρισίων (π 1386). Η παρουσία ενός και μόνο δείγματος στον τύμβο των Μακρισίων, πιθανώς δηλώνει την πρωιμότητα του ταφικού μνημείου.845 Διακόσμηση: Συνήθως χωροθετείται στο χώρο μεταξύ των λαβών, οριζόμενη με ταινίες. Το πλέον δημοφιλές κόσμημα υπήρξε η «ρακέτα» (FM 63), η οποία κοσμεί το μοναδικό δίωτο αλάβαστρο (π 25) αλλά και το π 81 (Πίν. 68), ενώ ακολουθεί η εφαπτομένη σπείρα (FM 46:33, 34) (π 80) (Πίν. 68). Στην περίπτωση του FM 46 συμπληρώνεται με παχιές στιγμές. Στο π 79 αποδίδεται κισσός846 (FM 12) πάνω σε στικτό φόντο, σχηματοποιημένη απόδοση του βραχώδους τοπίου, το δε αγγείο ανάγεται στην ΥΕΙΙΑ/Β. Στην ΥΕΙΙΒ κατατάσσεται και τρίωτο αλάβαστρο847 (FS 83), το οποίο προέκυψε κατά την ανασκαφή του θολωτού τάφου, εντός του λεγομένου τύμβου 5 στο Σαμικό. Το αγγείο φέρει διάκοσμο κισσού με κυματοειδές στέλεχος και οξυκόρυφη απόληξη του φύλλου (FM 12:23, 25, 27)848 (Πίν. 68). Σφαιρικός κύαθος (FS 211, 218): Το σχήμα επισημαίνεται στο Σαμικό και τον Προφήτη Ηλία Μακρισίων. Πρόκειται για αγγείο, το οποίο δεν απέκτησε τη δημοφιλία του FS 224 στην ηπειρωτική Ελλάδα, μολονότι είναι εξαιρετικά διαδεδομένο, κατά την ΥΜΙΑ, τόσο στην Κρήτη όσο και εκτός αυτής (Κύθηρα, Μήλος, Θήρα).849 Το FS 211 εισήχθη στην ηπειρωτική χώρα κατά τα τέλη της ΜΕΧ. Στην Ηλεία επισημάνθηκαν δύο δείγματα, ένα στο Σαμικό (π 19850) και το άλλο (π 1395) στα Μακρίσια. Στην ίδια ομάδα/κατηγορία ανοικτών σκευών ανήκει και ένα FS 218 (αβαθής εκδοχή του FS 211) από τα Μακρίσια (π 1370851). Το σφαιρικό κύπελλο διαθέτει σφαιρικό/ημισφαιρικό σώμα, μία κατακόρυφη, ταινιωτή λαβή και επίπεδη βάση. Διακόσμηση: Το π 19 αποδίδεται ολόβαφο. Στο π 1395 ο διάκοσμος γράφεται διπλός πέλεκυς,852 καταλαμβάνοντας το σύνολο του σώματος. Το στέλεχος του διπλού πέλεκυ ξεκινά από τη βάση του αγγείου, συνίσταται από δύο γραμμές (η μία πλατύτερη της άλλης) και απολήγει σε περίστικτο κύκλο (FM 35:4) (Πίν. 68). To FM 35, που μάλλον προήλθε από ΥΜΙΒ πρότυπα,853 εντοπίζεται συχνά σε διάφορες στυλιστικές παραλλαγές (κατά την ΥΕΙ/ΙΙΑ) σε κυαθόμορφες κύλικες, σφαιρικά

843. 844. 845. 846. 847. 848. 849. 850. 851. 852. 853.

B  legen 1937, σελ. 391. L  olos 1987, σελ. 296. Δηλαδή ο τάφος δεν χρησιμοποιείται καθόλη τη διάρκεια της ΥΕΙΙΑ όταν τα αλάβαστρο καθίσταται δημοφιλές αγγείο. Dickinson 1972, σελ. 106 (για τον κισσό στην ΥΕΙΙ). Καθίσταται δημοφιλής στην ΥΕΙΙΑ, ενώ στην ΙΙΒ αποδίδεται ως FM 12:38 (σελ. 110, pl. 32b). McDonald - Wilkie 1992, σελ. 483. Παπακωνσταντίνου 1983, πίν. 56. Πλησιέστερο παράλληλο από τα Μακρίσια (Mountjoy 1999, σελ. 378). L  olos, όπ, σελ. 261. Αναφέρεται χαρακτηριστικά “… one of the commonest shapes of Cretan LMIA and is also well represented in the LMIA pottery of Melos, Thera and Kythera”. Γ  ιαλούρης 1965α, σελ. 33, πίν. 23β και Mountjoy 1999, σελ. 375. M  ountjoy ό.π., σελ. 377. Α  ντωνίου 2008, σελ. 276-77. Dietz 1980 (Αργολίδα), σελ. 121 πρβ. σχετικώς και Niemeier 1980, Abb. 10, σελ. 29. Ο Λώλος (Lolos 1987, σελ. 457) αναφέρει χαρακτηριστικώς “… the double axe, a celebrated motif of cretan ancestry, is extremely rare…”.

150 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

κύπελλα αλλά και πιθαμφορείς.854 Σημειώνεται ότι ο διπλούς πέλεκυς μαζί με το χελώνιο υπήρξαν από τα ελάχιστα κοσμήματα της ΥΕΙ/ΙΙ που ακολουθούν κατακόρυφη και όχι οριζόντια διάταξη.855 Απιόσχημος πιθαμφορίσκος (FS 27): Πρόκειται για κλειστό σχήμα, το οποίο εμφανίζεται σποραδικά στη ΝΔ Πελοπόννησο.856 Το σχήμα διακρίνεται για το έξω νεύον χείλος, το βραχύτατο λαιμό, το απιόσχημο σώμα, την επίπεδη βάση και δύο οριζόντιες, κυκλικής διατομής, λαβές στον ώμο. Τρία δείγματα προέρχονται από το Σαμικό (π 84, π 51, π 3). Ο διάκοσμος περιορίζεται, στη μεταξύ των λαβών περιοχή, η συγκεκριμένη μάλιστα ζώνη οριοθετείται με τρεις επάλληλες γραμμές. Ο λαιμός, το χείλος, οι λαβές και η βάση αποδίδονται ολόβαφα. Στη θεματολογία κυριαρχεί το μοτίβο της σπείρας. Συγκεκριμένα: Στο π 51 γράφονται δύο επάλληλες σειρές συνεχούς σπείρας (FM 46:33) με συμπλήρωση στιγμών857 (Πίν. 69). Η μία τοποθετείται στη μεταξύ των λαβών περιοχή, ενώ η δεύτερη στο μέσον του αγγείου. Κάθε ζώνη ορίζεται με δύο ή τρεις επάλληλες πλατιές ταινίες. Η ίδια διάταξη ακολουθείται και στο π 3,858 δηλ. συνεχής σπείρα (FM 46:33)859 διευθετημένη σε δύο διαζώματα, οριζόμενα με ταινίες, μόνο που εν προκειμένω η ζώνη διακόσμησης έχει μετατοπισθεί προς το λαιμό, αφήνοντας το μεγαλύτερο τμήμα του αγγείου ακόσμητο. Στο π 84,860 και ανάμεσα στις λαβές, αποδίδεται το κόσμημα της ρακέττας (FM 63), συμπληρωμένο με κυματοειδή γραμμή και σταυρούς (Πίν. 69). Η ζώνη, όπως και στα προαναφερθέντα δείγματα, ορίζεται με τρεις επάλληλες ταινίες. Η συγκεκριμένη δομή του «διακοσμητικού προγράμματος» των πιθαμφορίσκων πιθανώς δηλώνει την κοινή προέλευσή τους από τοπικό κεραμικό εργαστήριο. Προχοΐσκη (FS 111): Το αγγείο (π 86 από τον τύμβο του Σαμικού)861 διαθέτει ελαφρώς έξω νεύον χείλος, βραχύτατο, χοανοειδή λαιμό, σφαιρικό/πιεσμένο σώμα και μία κατακόρυφη, δακτυλοειδή, κυκλικής διατομής, λαβή, που ξεκινά από το χείλος και καταλήγει στον ώμο (Πίν. 69). Χείλος και λαιμός ολόβαφα, στη ράχη της λαβής εγκάρσια γραμμίδια. Στη βάση του λαιμού και επί του ώμου σχηματίζεται ένα είδος φυλλοειδούς κοσμήματος, συγκεκριμένα εντός δύο στενώτατων ζωνών διακόσμησης γράφονται από μία σειρά καμπυλόγραμμα γραμμίδια (οριζόμενα με διπλές ταινίες) (Πίν. 69). Ραμφόστομη πρόχους862 (FS 141): Ένα μόλις αγγείο (π 12) αυτού του σχήματος, προήλθε από τον τύμβο του Σαμικού (Πίν. 69). Αντιθέτως, στην παρακείμενη Μεσσηνία αναδεικνύεται σε εξαιρετικά προσφιλές σχήμα. Ο λαιμός είναι βραχύς, η λαβή κατακόρυφη, σχεδόν ταινιωτή με ισχυρή κεντρική νεύρωση, η οποία ξεκινά από το χείλος και καταλήγει στον ώμο. Το σώμα σχηματίζεται απιόσχημο και η βάση επίπεδη. 854. Π  ρβ. και Wace 1932, pl. IV: 31 (τάφος 518), Dickinson 1972, σελ. 105 (FM 35:10, 13) και σελ. 108 για πιθαμφορείς από τις Μυκήνες με διπλό πέλεκυ, Hiller 1975 (Αίγινα), taf. 4 και σελ. 70 απόδοση του στελέχους με κυματοειδείς γραμμές (FM 35:12), στη σελ. 74 (taf. 6:88) η απόδοση του στελέχους είναι παραπλήσια με του εξεταζομένου, Dietz ό.π., σελ. 121. Οι παραλλαγές του FM 35 (4, 8, 10, 12) αποτελούν δημοφιλή κοσμήματα της ΥΕΙΙΑ (Lolos 1987, σελ. 458). 855. D  ickinson 1974, σελ. 115. 856. Ε  ντοπιζόμενο τόσο σε οικιστικά (Νιχώρια) όσο και ταφικά σύνολα (Lolos 1987, σελ. 286). 857. Γ  ιαλούρης 1965α, σελ. 23-24, πίν. 14η. Ακριβές παράλληλο από τις Μυκήνες, τάφος 516 (Wace 1932, pl. II, 39). Επίσης πρβ. και Mountjoy 1999, σελ. 375 (χρονολογικά τοποθετείται, μαζί με το π 51, στην ΥΕΙΙΑ). 858. Γιαλούρης 1965α, σελ. 24, πίν. 15α. 859. Για τη συγκεκριμένη παραλλαγή σπείρας πρβ. και Lolos 1987, σελ. 406. 860. Γιαλούρης, ό.π., σελ. 23, πίν. 84, Mountjoy 1999, σελ. 372, χρονικώς ανάγεται στην ΥΕΙ, λόγω της παρουσίας σταυρόσχημων παραπληρωματικών θεμάτων και της πρόσθετης λευκής βαφής - γνωρίσματα της συγκεκριμένης περιόδου. 861. Γιαλούρης 1965α, σελ. 18, πίν. 12α. Για το σχήμα πρβ. και Blegen 1937, fig. 208 (ο διάκοσμος έχει αποδοθεί με αμαυρή βαφή) Μυλωνάς 1975, πίν. 129:663 (το αγγείο κοσμείται με συνεχή σπείρα η οποία καλύπτει το σύνολο της επιφανείας του ώμου). Επίσης και Mountjoy 1999, σελ. 377. 862. Γ  ιαλούρης, ό.π., σελ. 12, πίν. 12α-γ. Mountjoy ό.π., σελ. 377.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (Πρώιμοι μυκηναϊκοί χρόνοι)

151

Η διακόσμηση δύναται να χαρακτηρισθεί περίτεχνη/εξεζητημένη.863 Στο λαιμό φλογόσχημα, στη βάση τους στενώτατη ζώνη, πληρούμενη με στιγμές. Στον ώμο φυλλοειδές κόσμημα (FM 64:8), διαταγμένο σε δύο επάλληλες σειρές (που χωρίζονται με στιγμές) και συμπληρωμένο με καρδιόσχημα. Στο σώμα οκτώσχημη ασπίδα864 (FM 37:1) και θαλάσσια ανεμώνη (FM 27:10). Τόσο τα μοτίβα όσο και το σχήμα εντάσσουν την πρόχου στην ΥΕΙΙΑ. Η Mountjoy θεωρεί το αγγείο (όπως και αντίστοιχα της Μεσσηνίας865) ότι ανήκουν στο λεγόμενο «Εναλλασσόμενο - Alternating»866 ρυθμό της ΥΜΙΒ, ο οποίος εμφανίστηκε στην Κρήτη, διεδόθη στα Κύθηρα και επισημαίνεται στην ηπειρωτική χώρα αλλά και στις Κυκλάδες.867 Στην περίπτωση της μεσσηνιακής πρόχου868 παρατηρούνται διπλά αψιδώματα πλησίον της βάσεως, γνώρισμα, αναγόμενο σε μινωικά πρότυπα869 (Ομάδα Αψίδων - Arcade Group). Στο π 12, μολονότι λείπουν τα αψιδώματα, τα υπόλοιπα θέματα (φλογόσχημα στο λαιμό, φυλλοειδής στον ώμο), καθώς και η διάταξή τους στο σώμα του αγγείου, το κατατάσσουν στην ίδια ομάδα με αυτό της Μεσσηνίας, επιβεβαιώνοντας, και σε αυτήν την περίπτωση, τους στενούς πολιτιστικούς δεσμούς μεταξύ των κοινοτήτων της ΝΔ Πελοποννήσου. Στα τέλη της ΜΕΧ ή στις αρχές της ΥΕΧ εντάσσεται και η ραμφοειδής πρόχους (π 49)870 με σχεδόν κατακόρυφα αποκομμένο χείλος και σφαιρικό σώμα (Πίν. 69). Το αγγείο παρεδόθη προ της ανασκαφής του τύμβου και παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς το σώμα κοσμείται με δύο έντονα σχηματοποιημένα πτηνά (με βαφή πορτοκαλέρυθρη και λεπτομέρειες σε καστανή). Το χείλος εσωτερικώς και εξωτερικώς φέρει ταινία, ενώ μία πορτοκαλέρυθρη ταινία γράφεται στο μέσο του λαιμού, πλαισιωμένη από δύο καστανόχρωμες. Η πρόχους ανήκει στον Polychrome Mainland Style και παράλληλα συναντώνται στον Ταφικό Κύκλο Α των Μυκηνών, στο Ακρωτήρι και στη Φυλακωπή.871 Ο Λώλος υποστηρίζει ότι το εξεταζόμενο αγγείο δέχτηκε επίδραση από την κυκλαδική κεραμική παράδοση και πως η πλησιέστερη τεχνοτροπικά απόδοση πτηνού εντοπίζεται σε μία πρόχου από το Δωμάτιο Δ 17 του Ακρωτηρίου Θήρας.872 Αμφορεύς με ελλειπτικό/πεπιεσμένο στόμιο (FS 71): Πρόκειται για αγγείο, σαφούς μινωικής προέλευσης, καθώς παρουσιάζεται ήδη από τα ΜΜΙΙ873 χρόνια και χρησιμοποιείται μέχρι και την ΥΜΙΒ περίοδο. Το σχήμα δεν περιορίστηκε στην Κρήτη, αλλά συναντάται και εκτός αυτής (π.χ. Κύθηρα, Ακρωτήρι Θήρας). Στη ΝΔ Πελοπόννησο επισημαίνεται σε θολωτούς τάφους της ΥΕΙ/ΙΙ περιόδου874 (Ρούτσι θολωτός τάφος 2, Περιστεριά θολωτός τάφος 3, Γουβαλάρη τάφος 2, Κορυφάσιο, 863. 864. 865. 866. 867. 868. 869. 870. 871. 872. 873. 874.

Α  ντωνίου 2008, σελ. 305-306. Χ  αρακτηριστικό κόσμημα του «Εναλλασσόμενου Ρυθμού» πρβ. και Betancourt 1985, σελ. 147. M  ountjoy 1999, σελ. 321. Για την τεχνοτροπία, η οποία διακρίθηκε από το μεγάλο αριθμό μινωικών εισαγωγών, που εντοπίσθηκαν στα Κύθηρα, ενώ δεν έχει αποσαφηνισθεί το κέντρο παραγωγής τέτοιων αγγείων, πρβ. και Betancourt 1985, σελ. 147. Επίσης και Coldstream - Huxley 1972, σελ. 296, 302-303. Στα τέλη της ΥΜΙ. Τα δείγματα από την ηπειρωτική χώρα και τις Κυκλάδες ακολουθούν τη μινωική «μανιέρα» αλλά οι πηλοί δεν φαίνονται κρητικοί πρβ. Betancourt 1985, σελ. 148. Mountjoy ό.π. Π  ρβ. και Betancourt ό.π., σελ. 147, pl. 22 (A, B, C). Πρόκειται για γεφυρόστομο αμφορέα, ραμφόστομη πρόχου και ένα μετάλλινο αγγείο. Γ  ιαλούρης 1965α, σελ. 11-12, πίν. 6α, πίν. Α. Μ  υκηναϊκός Κόσμος, σελ. 182, Dietz 1991, σελ. 249. Στην υποσ. 603 ο Dietz επισημαίνει ότι οι πρόχοι από το Σαμικό και τον Ταφικό Κύκλο Α παρουσιάζουν ομοιότητες ως προς τον πηλό, τη χωροθέτηση του διακόσμου και το μοτίβο. Συνεπώς δεν πρέπει να αποκλεισθεί η προέλευση του αγγείου από την Αργολίδα. L  olos 1987, σελ. 300. Lolos ό.π., σελ. 313. Lolos ό.π., σελ. 311-312, Korres 1993, σελ. 238.

152 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

στην Ανάληψη Αρκαδίας875 και τέλος στον Κακόβατο τάφος Β876). Στην Αργολίδα εντοπίζεται στον Ταφικό Κύκλο Α,877 στον θαλαμωτό τάφο 518 στις Μυκήνες878 και στον θολωτό τάφο της Καζάρμας, ενώ γραπτά όστρακα αμφορέων με ελλειπτικό στόμιο προέρχονται πιθανώς και από τον οικισμό του Αγ. Στεφάνου στη Λακωνία. Ο FS 71 διαθέτει εξαιρετικά στενό χείλος/στόμιο και βραχύτατο, αν όχι ανύπαρκτο, λαιμό. Οι δύο κατακόρυφες, κυκλικής διατομής λαβές, ξεκινούν από το χείλος και απολήγουν στον ώμο του αγγείου. Το σώμα είναι απιόσχημο - ραδινό και η βάση επίπεδη. Διακόσμηση: Τα αγγεία αποδίδονται ακόσμητα είτε διακοσμημένα με μοτίβα της ΥΕΙ/ΙΙΑ ή και με απλές ταινίες. Στον Κακόβατο879 οι δύο αμφορείς φέρουν πλησίον του λαιμού συνεχή σπείρα (FM 46:32).880 Το στόμιο/λαιμός αποδίδονται ολόβαφα, ενώ η ράχη των λαβών κοσμείται με πλατιά εγκάρσια γραμμίδια. Η ζώνη των σπειρών ορίζεται προς τα κάτω με τρεις πλατιές, επάλληλες ταινίες, ενώ η βάση είναι ολόβαφη (Πίν. 70). Πιθαμφορείς (FS 14, 15, 20, 24, 28): Πρόκειται για εξαιρετικά δημοφιλές σχήμα στην ΥΕΙ και ιδία στην ΥΕΙΙΑ (ουσιαστικώς συνιστά το βασικό χαρακτηριστικό σχήμα του λεγομένου «ανακτορικού ρυθμού»). Ο συγκεκριμένος τύπος πιθαμφορέα διακρίνεται από τη λοιπή μυκηναϊκή γραπτή κεραμική της περιόδου, λόγω τόσο των «μνημειακών» διαστάσεων αλλά και της αισθητικής/καλλιτεχνικής ποιότητας του διακόσμου. Διαθέτει πλατύ, έξω νεύον χείλος, λαιμό υψηλό και ευρύ, στη βάση του λαιμού δακτύλιο. Το σώμα είναι απιόσχημο/κωνικό (FS 14, 15), μεγάλων διαστάσεων και άλλοτε σφαιρικό, μικρότερων διαστάσεων (FS 20/24). Στο FS 15 προστίθενται ή τρεις οριζόντιες λαβές ή τρεις σειρές καθέτων λαβών, κυκλικής διατομής (πολλά φορές αποδίδονται και ταινιωτές με ισχυρή κεντρική νεύρωση). Στη ΝΔ Πελοπόννησο επιμελώς διακοσμημένοι πιθαμφορείς προήλθαν από ταφικά σύνολα, όπως οι θολωτοί 1 και 2 της Περιστεριάς, ο θολωτός 1 της Τραγάνας, ο θολωτός 2 στο Ρούτσι, οι θολωτοί 1 και 2 στο Γουβαλάρη και τέλος ο τάφος Βαγενά στον Επάνω Εγκλιανό. Το σχήμα συναντάται και στη ΒΑ Πελοπόννησο, προερχόμενο κυρίως από ταφικά μνημεία και ουσιαστικώς επιχωριάζει στη νότια Ελλάδα (μέχρι τη Θήβα).881 Η δημιουργία των «ανακτορικών» αμφορέων συνδέεται τόσο με τη μινωική πολιτισμική επιρροή στην ηπειρωτική χώρα, όσο και με τους συγκεκριμένους ανθρώπους/μέλη μίας κοινωνικώς διαστρωματωμένης κοινωνίας, οι οποίοι ενταφιάζονταν σε θολωτούς τάφους (στην περίπτωση της ΝΔ Πελοποννήσου). Σποραδικά, όστρακα μεγάλων και πλούσια διακοσμημένων πιθαμφορέων εντοπίστηκαν και σε οικιστικά σύνολα.882 Στον Κακόβατο883 (η μοναδική αρχαιολογική θέση του νομού Ηλείας, όπου ανευρέθησαν αμφορείς ανακτορικού ρυθμού) το σύνολο των αγγείων συνελέγη θραυσμένο, είτε στον δρόμο (μόνον ένας - ο ΕΑΜ 13721) είτε στο εσωτερικό των ταφικών θαλάμων (όλοι οι υπόλοιποι).

875. 876. 877. 878. 879. 880.

K  alogeropoulos 1998, σελ. 16 (αρ. 43). Ο  ι αμφορείς φυλάσσονται στις αποθήκες του ΕΑΜ με ΑΕ 5689 και 5690. Λ  ακκοειδής τάφος VI (Karo 1908, pl. CLXXV, 956). Wace 1932, pl. XLII, 5. Για τον Αγ. Στέφανο Λακωνίας πρβ. και Taylour - Janko 2008, σελ. 371. Müller 1909, σελ. 316, taf. 16 (21), Mountjoy 1999, σελ. 372. Ο Niemeier (Niemeier 1980, fig. 11) αγγείο με ανάλογο κόσμημα το ανάγει στο τέλος της ΥΜΙΒ (sub LMIΒ), Lolos 1987, σελ. 312 και 391. 881. K  alogeropoulos 1998, σελ. 178. 882. Ό  .π., σελ. 176-77. 883. Α  ντωνίου 2008, σελ. 122-123 και 329-334.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (Πρώιμοι μυκηναϊκοί χρόνοι)

153

Διακόσμηση: Το χείλος, ο λαιμός, η βάση και ο λαιμός αποδίδονται ολόβαφα, ενώ οι ζώνες διακόσμησης καλύπτουν το σύνολο του σώματος, διευθετημένες είτε σε οριζόντια είτε σε κατακόρυφη διάταξη. Στον Κακόβατο, βάσει της ομαδοποίησης του Καλογερόπουλου, παρατηρήθηκαν οι πιο κάτω βασικές ομάδες FS 14/15, αναλόγως με τη χωροθέτηση του μοτίβου επί της επιφάνειας του σώματος. Συγκεκριμένα: 1. Αγγεία με κατακόρυφη διάταξη θεμάτων (φύλλα «ρακέτας» - FM 63 σχηματίζοντας ένα είδος δένδρου). 2. Αμφορείς με οριζόντια διάταξη των μοτίβων στον ώμο και τη μεγίστη διάμετρο (αμφορέας από θολωτό τάφο Β), αποκλειστικά στη μεγίστη διάμετρο (θολωτός τάφο Β), σε ζώνες διακόσμησης/διαζώματα πάνω σε ολόκληρο το σώμα. 3. Αγγεία με ακτινωτή διάταξη των θεμάτων (ΕΑΜ 13732). 4. Πιθαμφορείς με διαγώνια διάταξη των κοσμημάτων (ΕΑΜ 13721). Αναλυτικότερα: 1. Ο αμφορέας884 (FS 14)885 διαθέτει τρεις οριζόντιες λαβές, κυκλικής διατομής και ανήκει στην ομάδα των υψηλών αγγείων (ύψ.: 0, 614 μ.) (Πίν. 70). Το χείλος, ο λαιμός, το κατώτερο τμήμα του σώματος και η βάση είναι ολόβαφα. Οι κατακόρυφες ζώνες διακόσμησης (ορθογώνιες «μετόπες») διαμορφώνονται με κατακόρυφες γραμμές, που ξεκινούν από το ολόβαφο κατώτερο τμήμα του αγγείου και καταλήγουν στο ύψος των λαβών. Εντός των οριοθετημένων «μετοπών» γράφονται δύο παράλληλες, κατακόρυφες γραμμές από τις οποίες (δίκην κορμού δένδρου) ξεκινούν «ρακέτες» - διαγραμμισμένα «φύλλα» (FM 63:10). Στιγμές ενώνουν τις άκρες των φύλλων, τα οποία απολήγουν σε έναν έλικα. Παραπλήσια διακόσμηση (ρακέτα886 σε μορφή δένδρου/φυτού) φέρει και πιθαμφορέας από την Αγ. Ειρήνη της Κέας, ο οποίος εντοπίστηκε στο στρώμα της πόλεως VII και εντάσσεται με απόλυτη βεβαιότητα στην ΥΕΙΙΑ. Το πρώτο (δηλ. στην ΥΕΙ) δείγμα του εξεταζόμενου κοσμήματος επισημαίνεται στο αμφορέα από τα Βορούλια Μεσσηνίας. Στην επόμενη περίοδο, το FM 63:10 παρατηρείται σε όστρακα μεγάλων αγγείων από τη Μεσσηνία και την Αργολίδα.887 Ο αμφορεύς ανάγεται στα τέλη της ΥΕΙ - αρχές της ΥΕΙΙΑ. 2. Πιθαμφορέας888 (FS 15), προερχόμενος από τον τάφο Α, έφερε διάκοσμο αποτελούμενο από: ένδεκα κατακόρυφες, διπλές, παράλληλες γραμμές (με παράσταση κύματος FM 32:4), οι οποίες δημιουργούσαν ισάριθμες ζώνες διακόσμησης (Πίν. 73). Σε κάθε ζώνη αποδίδονταν κισσόφυλλα (FM 12: 7) τα οποία ξεφύτρωναν από τη διπλή κυματοειδή γραμμή, που διέτρεχε καθ’ ύψος τη «μετόπη». Τα «κλαδιά» πλαισιώνονται από στιγμές, ενώ η παράσταση συμπληρώνεται με το σταυροειδές (FM 48:1). Κισσόφυλλα (FM 12:k) διακοσμούσαν και 884. Φ  υλάσσεται στο ΕΑΜ χωρίς αριθμό καταλόγου. 885. M  üller 1909, σελ. 313, taf. 23:1, Mountjoy 1994, σελ. 15-16, Kalogeropoulos 1998, σελ. 129 (περιγραφή), 131 (παράλληλα από Μυκήνες, Αγ. Ειρήνη Κέας, προέλευση και διάδοση του FM 63) και 161 (για την κατακόρυφη διευθέτηση της διακόσμησης), Mountjoy 1999, σελ. 374. 886. Π  ιο επιμελημένη/επιτηδευμένη η απόδοση του κοσμήματος της ρακέτας στο αγγείο από τη νήσο Κέα. Ο Λώλος (Lolos 1987, σελ. 454) ονομάζει το μοτίβο «racket - leaf trees». Το κόσμημα παρατηρείται και σε γεφυροστόμους αμφορείς από την Αργολίδα και την Αιτωλοακαρνανία (πρβ. και Mountjoy 1999, σελ. 88 και 90, σελ. 799). 887. Lolos 1987, σελ. 455. 888. Müller 1909, σελ. 314, taf. 23:2, Kalogeropoulos 1998, σελ. 129, 132-133, 161 και υποσ. 779, 780. O Καλογερόπουλος αναφέρει συγκρίσιμα δείγματα από την Αργολίδα (Μυκήνες, Καζάρμα) και τη Μεσσηνία (Τραγάνα), Lolos 1987, σελ. 444, Mountjoy 1999, σελ. 374.

154 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

όστρακο από πιθαμφορέα (με παραπληρωματικά θέματα την «θαλάσσια ανεμώνη» - FM 27:6 και το σταυρόσχημο - FM 54:4).889 Η κατακόρυφη διάταξη του FM 12 δεν συνηθίζεται (αντιθέτως προτιμάται η οριζόντια890) και, πιθανώς, πρόκειται για χαρακτηριστικό, που προσέθεσαν οι μυκηναίοι αγγειογράφοι. 3. Πιθαμφορέας891 (ΕΑΜ 13731): Ανήκει στην παραλλαγή FS 15, φέρει τρεις, οριζόντιες και κυκλικής διατομής λαβές στους ώμους και είχε αποτεθεί στον θολωτό τάφο Β (Πίν. 71). Στον ώμο του τρικάμπυλα τόξα (FM 62:2). Το σώμα - επιφάνεια διακόσμησης είναι ενιαίο και πληρούται με φοινικόδενδρα, διαφόρων παραλλαγών (14a, b, l) σε κατακόρυφη - φυσιοκρατική διάταξη. Τα μεταξύ των φυτικών μοτίβων κενά συμπληρώνονται με ανεμώνες (FM 27:5) αστερίες (FM 26:2-3) και σταυρόσχημα (FM 54:4). Η απόδοση των φοινίκων (ιδιαιτέρως του FM 14a) και του σταυροσχήμου υποδηλώνουν, ως περιοχή προέλευσης, την ηπειρωτική χώρα (την Αργολίδα υποδεικνύουν οι κορμοί των δένδρων).892 4. Δύο τρίωτοι (με οριζόντιες και κυκλικής διατομής λαβές) αμφορείς (FS 15), οι οποίοι ως βασικό διακοσμητικό μοτίβο έχουν τον πάπυρο (FM 11:26, 23). Ο ένας με αριθμός ευρετηρίου ΕΑΜ 13732 (Πίν. 72) διαθέτει χείλος, λαιμό, κατώτερο τμήμα σώματος και βάση ολόβαφα. Δημιουργούνται στο σώμα του αγγείου τρεις, κατακόρυφης διεύθυνσης, ζώνες διακόσμησης. Αναλυτικά: Από την κατώτερη περιοχή του σώματος «φύονται» άνθη παπύρου (FM 11:26),893 τα οποία συμπληρώνονται με ρόδακες (FM 17:4), θαλάσσια ανεμώνη (περ. FM 27:10) και φοίνικες (FM 14:d). Η διακοσμητική ζώνη οριοθετείται (προς τα κάτω) με ταινίες, επί των οποίων γράφονται τρικάμπυλα τόξα (FM 62:3). Με την ίδια φιλοσοφία διακόσμησης αλλά διαφορετικές παραλλαγές των μοτίβων αποδίδεται ο δεύτερος πιθαμφορέας από τον θολωτό τάφο Α του Κακοβάτου. Έτσι έχουν δημιουργηθεί τρία πλαίσια/ πεδία διακόσμησης, που πληρούνται με άνθη παπύρου (FM 11:23),894 ενώ επιπροσθέτως γράφονται καλάμια (FM 16), θαλάσσια ανεμώνη (FM 27:6), ρόδακες (FM 17:4) και κυματοειδείς γραμμές (FM 33:13). 5. Στον ΕΑΜ 13729 (τρίωτος αμφορεύς - FS 15) συνδυάζονται φοινικόδενδρα (FM 14:b) και κισσόφυλλα (FM 12:m). Η παράσταση συμπληρώνεται και σε αυτήν την περίπτωση με θαλάσσια ανεμώνη, ρόδακες και κυματοειδή γραμμή.895 Στον ώμο αποδίδεται βραχώδες τοπίο - κύμα (FM 33:10) και κισσόφυλλο (Πίν. 71). Αμφορείς με διάκοσμο σε οριζόντια διάταξη: 1. Αμφορεύς (FS 15) από τον τάφο Β.896 Το σώμα του διαμορφώνεται σφαιρικό. Το βασικό κόσμημα είναι το περίστικτο κισσόφυλλο (FM 12:5), συμπληρωματικά γράφονται βραχύτατες, επάλληλες κυματοειδείς γραμμές (Πίν. 72). Η απόδοση του μοτίβου στη συγκεκριμένη 889. 890. 891. 892. 893.

K  alogeropoulos 1998, σελ. 131, 135 (για παράλληλα). K  alogeropoulos ό.π., σελ. 132, υποσ. 779. M  üller 1909, σελ. 313, taf. 22-2, Lolos 1987, fig. 485, Mountjoy 1999, σελ. 374. Kalogeropoulos 1998, σελ. 136. Η σχηματοποίηση του άνθους παπύρου βρίσκει παράλληλα σε ΥΜΙΒ αγγείο από το Παλαίκαστρο της ανατολικής Κρήτης (Niemeier 1985, σελ. 51). Ο πάπυρος μετεξελίσσεται στο μυκηναϊκό άνθος (FM 18) της ΥΕΙΙΙΑ (ό.π., σελ. 53). 894. Στο συγκεκριμένο αγγείο το άνθος συμπληρώνεται με στιγμές και όχι με γραμμές (Niemeier ό.π., σελ. 51). Το ίδιο παρατηρείται και σε ανακτορικούς πιθαμφορείς από το Μπερμπάτι και τον θολωτό τάφο του Αιγίσθου στις Μυκήνες (Wace 1921/23, pl. 51b), το Θορικό (Gasche - Servais 1971, σελ. 90, fig. 90) και την Πρόσυμνα (Kalogeropoulos ό.π., σελ. 113). 895. Κυματοειδείς γραμμές (διπλές) επισημαίνονται και σε αγγεία από τις Μυκήνες, το Μπερμπάτι και την Ασίνη (Kalogeropoulos 1998, σελ. 104. Το μοτίβο (FM 33:12) δεν απαντάται στη μινωική αγγειογραφία. 896. Müller 1909, σελ. 307, taf. 19:2, Lolos ό.π., fig. 484, Kalogeropoulos, ό.π., σελ. 135, 136, 162. Αγγείο με παραπλήσια διακόσμηση προήλθε από τον θολωτό τάφο του Αιγίσθου (Wace 1921/23, σελ. 309-1, Kalogeropoulos, ό.π., σελ. 103).

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (Πρώιμοι μυκηναϊκοί χρόνοι)

2.

3.

4.

5.

897. 898. 899. 900. 901. 902. 903. 904. 905. 906. 907.

155

θέση τονίζει τον όγκο και τη σφαιρικότητα του αμφορέως.897 Ο διάκοσμος ορίζεται προς τα κάτω με τέσσερεις επάλληλες, ισοπαχείς ταινίες. Μεταξύ των λαβών σχηματίζεται στενή ζώνη, πληρούμενη με στιγμές και πλοχμό (FM 48:5). Το αγγείο θεωρείται σαφώς δημιούργημα της ΥΕ παράδοσης (αυστηρή πειθαρχία στην απόδοση του θέματος). Αμφορεύς (ΕΑΜ 13726898) (FS 15): Το αγγείο διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα της κατηγορίας του, καθώς φέρει τέσσερεις σειρές, τριών, κατακορύφων λαβών, δηλ. διαθέτει συνολικώς 12 λαβές, των οποίων το μέγεθος μειούται (από τον ώμο προς τη βάση). Ο αγγειογράφος, ακολουθώντας ΥΜΙΒ πρότυπα, τοποθετεί τον διάκοσμο (στο προκείμενο με FM 13:2 - δικάμπυλα τόξα899) σε επάλληλες, ισομεγέθεις ζώνες διακόσμησης (μέχρι τη βάση του αμφορέα). Η ράχη των λαβών, με κεντρική νεύρωση, καλύπτεται από ενάλληλες γωνίες/ ιχθυάκανθα (Πίν. 72). Ακριβές παράλληλο του ΕΑΜ 13726 εντοπίζεται στον επονομαζόμενο τάφο του Αιγίσθου.900 Εξαιρετικά δημοφιλές μοτίβο για το διάκοσμο πιθαμφορέων ανακτορικού ρυθμού υπήρξε η συνεχής σπείρα901 (FM 46:1). Στον FS 15 από τον τάφο Α του Κακοβάτου παρατηρείται η τοποθέτηση του FM 46 σε ζώνες διακόσμησης, διατεταγμένες οριζοντίως.902 Στο κέντρο της σπείρας γράφεται «θαλάσσια ανεμώνη» (FM 27:6), ενώ ανάμεσα στις δύο ζώνες σχηματίζονται ρόμβοι που πληρούνται από σπογγωτό (FM 31:1), κόσμημα ΜΜ δημιουργίας και προέλευσης (Πίν. 72). Πλησίον της βάσης αποδίδονται αψιδώματα, χαρακτηριστικό γνώρισμα της ΥΜΙΒ (πρβ. Κεραμική των Αψιδωμάτων).903 Όστρακο από αμφορέα FS 15 με διάκοσμο «περιδεραίου» (FM 38:1). Το κόσμημα υπήρξε ιδιαίτερα προσφιλές στους αγγειογράφους της ΥΜΙΒ904 αλλά και στους μυκηναίους κεραμείς της ΥΕΙΙ. Ο Müller,905 ήδη στις αρχές του 20ού αιώνα, εξέφρασε την άποψη ότι δύο τετράωτοι πιθαμφορείς906 (FS 14), που προήλθαν από την ανασκαφή του θολωτού τάφου Α, είχαν εισαχθεί από την ανατολική Κρήτη (Πίν. 72). Η διακόσμηση περίτεχνη και επιμελημένη, διαρθρώνεται σε επάλληλες οριζόντιες ζώνες, η πλατύτερη των οποίων τοποθετείται στον ώμο του αγγείου, στην περιοχή δηλαδή ανάμεσα στις λαβές.907 Η τελευταία κοσμείται με κισσόφυλλα (σε δύο παραλλαγές FM 12a και p και με κυματοειδές στέλεχος, μορφής φυλλοειδούς ταινίας), ενώ η παράσταση συμπληρώνεται με απόδοση του «κύματος» (FM 32:3) και πλοχμό (FM 48:2). Η ζώνη οριοθετείται με πλατιά ταινία. Στη συνέχεια εναλλάσσονται πλατιές/λεπτές

K  alogeropoulos 1998, υποσ. 922. K  alogeropoulos ό.π., σελ. 130 (περιγραφή), 133. Γ  ια το θέμα πρβ. και Dickinson 1972, σελ. 108. Mountjoy 1999, σελ. 374, Kalogeropoulos 1998, σελ. 101 (με αντίστοιχη βιβλιογραφία). Απαντάται σε πιθαμφορείς από τα Δενδρά (θαλαμωτός τάφος 10) και το Μπερμπάτι (θολωτός τάφος) (πρβ. Persson 1942, σελ. 64, fig. 77:3 και Frizell 1984, σελ. 28, fig. 17). Lolos 1987, fig. 466, Kalogeropoulos ό.π., σελ. 130, 133 (όπου σημειώνεται με έμφαση η σύνδεση με τα αψιδώματα των ΥΜΙΒ αγγείων). B  etancourt 1985, σελ. 147 και pl. 22a-c. N  iemeier 1985, σελ. 83. M  üller 1909, σελ. 315 και 317-318, Abb. 16. Για την προέλευση των αγγείων αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Für alle Eigentümlichkeiten dieser beiden Gefässe lassen sich Analogien anführen, die eigentlich ins östliche Kreta weisen». Μ  ε διακεκριμένο έξω νεύον χείλος, απιόσχημο σώμα, στενή βάση και οριζόντιες, κυκλικής διατομής λαβές (πρβ. και Niemeier 1985, σελ. 8). Βλ. και Αντωνίου 2008, σελ. 222. O δεύτερος των αμφορέων με αριθμό καταλόγου 22 στη δημοσίευση του Müller βρέθηκε σε χείριστη κατάσταση συντήρησης, σώζοντας ίχνη σπειρών και γραμμών, θα ασχοληθούμε αναλυτικώς με τον υπ’ αριθμ. 21.

156 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

ταινίες και ζώνες διακόσμησης. Συγκεκριμένα: στο ύψος της μεγίστης διαμέτρου γράφεται πλατιά ταινία επί της οποίας αποδίδεται με λευκή βαφή πλοχμός (FM 48:2), ακολουθεί άλλη ζώνη, πληρούμενη με εφαπτόμενη σπείρα (FM 46:11),908 η οποία επαναλαμβάνεται και στο κατώτερο τμήμα του σώματος. Στο λοιπό αγγείο γράφονται ταινίες (σε μία περίπτωση με την προσθήκη λευκών στιγμών), ενώ η βάση αποδίδεται ολόβαφη. Η παρουσία τεσσάρων οριζοντίων λαβών στον ώμο, το μέγεθος του αγγείου (ύψ: 0,590 μ.), η εναλλαγή ταινιών/ζωνών διακόσμησης με σπείρες και κισσόφυλλα, βρίσκουν συγκρίσιμα παράλληλα σε ΥΜΙΒ πιθαμφορείς,909 προερχομένους μάλιστα από εργαστήρι της ανατολικής Κρήτης (ο Niemeier910 το συγκεκριμενοποιεί, θεωρώντας τη Ζάκρο911 ως χώρο προέλευσης των υπό εξέταση αγγείων). Επιπλέον, ο Λώλος επισημαίνει πως η ύπαρξη πλοχμού στον ώμο τους αποτελεί χαρακτηριστικό της ΥΜΙΑ κεραμικής (και μάλιστα της αν. Κρήτης) επιβεβαιώνοντας περίτρανα την αρχική υπόθεση του Müller.912 Τα δύο αγγεία αποτέθηκαν στον τάφο Α στα τέλη της ΥΕΙ ή κατά την ΥΕΙΙΑ.913 6. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο αμφορέας ΕΑΜ 13721 (εννεάωτος με κατακόρυφες λαβές, τοποθετημένες σε τρεις σειρές)914 (Πίν. 73). Δημιουργούνται τρία διακοσμητικά πεδία (μέσω των λαβών), που πληρούνται με αργοναύτες (FM 22:2), τοποθετημένους σε διαγώνια διάταξη, και στο κέντρο το κόσμημα του «κοραλλιού» (FM 29:2). Η αυστηρή χωρική διευθέτηση του αργοναύτη915 και η απουσία κίνησης συνηγορούν υπέρ της τοπικής κεραμικής παραγωγής και όχι υπέρ της εισαγωγής από τη μινωική Κρήτη.916 Επιπλέον, το FM 29:2 βρίσκεται στο κέντρο της παράστασης, αποκτώντας περίοπτη θέση, ενώ συνδυάζεται αρμονικά με το κόσμημα των αργοναυτών.917 Δεν εντοπίζεται κάτι αντίστοιχο στην Κρήτη,918 μολονότι η τεχνοτροπική απόδοση του μοτίβου δεν διαφέρει από την αντίστοιχη 908. L  olos 1987, σελ. 401. Η ύπαρξη σειράς στιγμών (FM 41:1) πάνω από τη ζώνη των σπειρών μαρτυρείται και στον θολωτό τάφο 3 της Περιστεριάς (σελ. 400). 909. Θ  εωρείται τυπικό δείγμα της «Standard Tradition Ware» της αν. Κρήτης, που δημιουργείται κατά την ΥΜΙΒ (Kalogeropoulos 1998, σελ. 131). 910. N  iemeier 1985, σελ. 8. 911. Πρόκειται για δέκα πιθαμφορείς, που εντοπίστηκαν στο ανάκτορο της Ζάκρου, σε στρώμα της ΥΜΙΒ. Παραπλήσια αγγεία από Ψείρα, Παλαίκαστρο και Γουρνιά (Kalogeropoulos 1998, σελ. 132, υποσ. 771 και 772). 912. Το χαρακτηριστικό αυτό δεν παρατηρείται στην κεραμική των Κυθήρων, συνεπώς δεν είναι πιθανό οι αμφορείς να εισήχθησαν από τα Κύθηρα ή να μετεξελίχθηκαν στα εκεί κεραμικά εργαστήρια. Σε σχέση με τη στυλιστική απόδοση των κισσοφύλλων παράλληλα επισημαίνονται στην Ψείρα (πιθαμφορεύς), την Κνωσσό (ΥΜΙΑ όστρακο) και σε θραύσματα από δύο αγγεία της ΥΜΙΑ στο Καστρί Κυθήρων (αναλυτικά και ο Lolos 1987, σελ. 446). H Mountjoy θεωρεί απολύτως βεβαία την εισαγωγή των αγγείων από την Κρήτη (Mountjoy 1999, σελ. 372). 913. Παραμένει το ερώτημα εάν εισήχθησαν από την αν. Κρήτη απευθείας ή διαμέσου άλλων περιοχών της μυκηναϊκής επικράτειας (Αργολίδα, Λακωνία, Μεσσηνία) είτε κατασκευάστηκαν από κάποιον κρητικό καλλιτέχνη στην ηπειρωτική χώρα (Kalogeropoulos 1998, σελ. 132). 914. M  üller 1909, σελ. 304, taf. 16. Δύο όστρακα με τα ίδια διακοσμητικά θέματα ανευρέθησαν στον θολωτό τάφο C (ό.π., σελ. 305). Lolos 1987, fig. 465, Βασιλικού 1995, σελ. 308 και εικ. 247, Mountjoy 1999, σελ. 374. Για τον θαλάσσιο ρυθμό της μινωικής αγγειογραφίας πρβ. και Betancourt 1985, σελ. 144-145. Για σχετική βιβλιογραφία πρβ. και Kalogeropoulos 1998, σελ. 129. 915. Β  ασιλικού 1995, σελ. 308 «… δεν τυλίγονται πια (τα μοτίβα της μυκηναϊκής αγγειογραφίας) με φυσικότητα γύρω από το σώμα του αγγείου, όπως στη μινωϊκή τέχνη, αλλά τοποθετούνται συμμετρικά και με επισημότητα». 916. N  iemeier 1985, σελ. 27, Kalogeropoulos 1998, σελ. 133 (αναφέρεται ως χαρακτηριστικό «Unminoisch»). Παραπλήσιος διάκοσμος εντοπίζεται σε πιθαμφορέα από την Ασίνη (θαλαμωτός τάφος 2 - Λόφος Μπαρμπούνας), μόνο που τόσο οι αργοναύτες όσο και το «κοράλλι» αποδίδονται περισσότερο φυσιοκρατικά, αναγόμενα σαφώς σε μινωϊκά πρότυπα (Kalogeropoulos ό.π., σελ. 124 και 133). 917. N  iemeier ό.π., σελ. 33. 918. Πιθανώς παραπλήσιο θέμα σε αγγείο από την Κέα (Niemeier 1985, σελ. 32).

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (Πρώιμοι μυκηναϊκοί χρόνοι)

157

μινωική.919 Αντιθέτως, ο Καλογερόπουλος920 αναφέρει την ύπαρξη παραλλήλου σε αγγείο από την Κάτω Ζάκρο, καταδεικνύοντας για μία ακόμη φορά τη στενή σχέση με την κεραμική παράδοση της αν. Κρήτης. Σύνοψη: Η ηλειακή κεραμική των πρωίμων μυκηναϊκών χρόνων χαρακτηρίζεται από: 1. Περιορισμένο γεωγραφικό εντοπισμό, ουσιαστικώς συναντάται νοτίως του Αλφειού. 2. Ποικιλομορφία προέλευσης, αφού προέρχεται από ταφικά και οικιστικά σύνολα. 3. Ομοιομορφία με την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα, ως προς τη χρήση συγκεκριμένων σχημάτων και διακόσμου (βλ. και ανακτορικούς πιθαμφορείς).921 4. Έντονη διαφοροποίηση μεταξύ της κεραμικής, που απέδωσαν οι θολωτοί του Κακοβάτου, και αυτής, που εντοπίστηκε στους τύμβους του Σαμικού και των Μακρισίων. Στην πρώτη περίπτωση εντυπωσιάζουν με την πλούσια και περίτεχνη διακόσμησή τους οι πιθαμφορείς του λεγομένου «ανακτορικού ρυθμού», στη δεύτερη κυριαρχούν τα κύπελλα Βαφειού, οι κύαθοι, δηλ. αγγεία πόσεως κοσμημένα με απλά γραμμικά θέματα (χελώνιο, διαγώνιες, σπείρες). 5. Την επιβίωση ΜΕ σχημάτων (π.χ. αμφίπροχος κύλικα, αμφορεύς με οριζόντιες λαβές στο σώμα, κανθαροειδής κύλικα) αλλά και τεχνικών διακόσμησης («ανοικτό επί σκοτεινού», εγχάρακτα, γραμμικά κοσμήματα, όστρακα πίθων με δακτυλοεμπίεστο διάκοσμο).922 6. Τη σε μεγάλο αριθμό παρουσία κυπέλλων Βαφειού, τα οποία αποτελούν προσφιλή κατηγορία αγγείων πόσεως, ανήκουν κατά πλειοψηφία στον χοανοειδή τύπο, επιβιώνουν κατά την ΥΕΙ (τέλη) και σε όλη την ΥΕΙΙ και απαντώνται σε τάφους και οικισμούς με παρόμοια διακόσμηση. Το τελευταίο στοιχείο συνηγορεί υπέρ της χρηστικότητας των εν λόγω αγγείων. 7. Την ανεύρεση ανακτορικών πιθαμφορέων στον Κακόβατο, που διακοσμούνται με φυτικά (π.χ. φοίνικας), θαλάσσια (κοράλλι, χταπόδι) και αφηρημένα (δικάμπυλα τόξα, σπείρες). Τα θέματα αποδίδονται σε μυκηναίους και όχι μινωίτες αγγειογράφους, εκτός ίσως από δύο αγγεία, τα οποία είχαν εισαχθεί από την αν. Κρήτη. Παρά ταύτα ο Graziadio923 αναφέρεται σε «Δυτικό Άξονα Επικοινωνίας/Διακίνησης Αγαθών» που περιλαμβάνει την Κρήτη, τα Κύθηρα και τη δυτική Πελοπόννησο. 8. Παραμένει ασαφής ο σκοπός ύπαρξης των πιθαμφορέων «ανακτορικού ρυθμού». Η παρουσία τους στο εσωτερικό τάφων και η ταυτόχρονη απουσία από οικιστικά σύνολα, δηλώνει πιθανώς λατρευτικό - τελετουργικό χαρακτήρα.924 Δεν μπορεί να αποκλεισθεί και η σύνδεσή τους με τα ενδιαιτήματα της μυκηναϊκής ανώτερης κοινωνικώς τάξης, αλλά έχει μάλλον απoλεσθεί η χρηστικότητά τους. Θεωρούνται πλέον αβάσιμες οι απόψεις, που υποστήριζαν την τοποθέτηση εντός αυτών γάλακτος ή μελιού (με σαφείς αναφορές/υπομνήσεις των ομηρικών κειμένων).925 9. Τη γόνιμη συνύπαρξη στοιχείων από τη μινωική, μεσοελλαδική και κυθηραϊκή κεραμική.926 Έτσι οι Ηλείοι (όπως συμβαίνει και στο σύνολο της ΝΔ Πελοποννήσου) υιοθετούν 919. 920. 921. 922. 923. 924. 925. 926.

N  iemeier ό.π., σελ. 32. K  alogeropoulos, ό.π., σελ. 171. K  alogeropoulos 1998, σελ. 178. Graziadio 1998, σελ. 48. Graziadio 1998, σελ. 48. Kalogeropoulos 1998, σελ. 177. K  alogeropoulos 1998, σελ. 176. Ο  Graziadio αναφέρεται σε δημιουργία «Δυτικού Άξονα» μεταφοράς της κεραμικής, δηλ. Κρήτη - Κύθηρα - Μεσσηνία (Graziadio 1998, σελ. 48).

158 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

τη χρήση κυπέλλου Βαφειού, μετατρέπουν όμως σε χοάνη το άνω τμήμα του και προσθέτουν ισχυρή νεύρωση στο μέσον του αγγείου (ομοιάζοντας πλησιέστερα στην κεραμική των Κυθήρων927). Επιπλέον δημοφιλή μινωικά αγγεία, χρησιμοποιούνται σποραδικώς στην καθημερινότητα των Ηλείων (κύαθος). Η επιβίωση ΜΕ σχημάτων, όπως του αμφορέα με οριζόντιες λαβές στην κοιλιά, φαίνεται πως συνδέεται με την εμφάνιση του FS 58 στα τέλη της ΥΕΙΙΙΒ/Γ. 10. Στενές σχέσεις με την κεραμική παραγωγή της παρακείμενης Μεσσηνίας, οι οποίες καταφαίνονται: • Στην προσθήκη κεντρικής νεύρωσης στα κύπελλα Βαφειού. • Στην παρουσία αμφορέων με ελλειπτικό/πεπιεσμένο στόμιο. • Σε ραμφοειδή πρόχου από το Σαμικό, της οποίας ο διάκοσμος και η διάταξή του μοιάζουν απόλυτα με μεσσηνιακά δείγματα. • Στον εντοπισμό σπανίων σχημάτων και στις δύο περιοχές (η αμφίπροχος κύλικα, η κύλικα με περίγραμμα κανθάρου).

927. Γ  ια το ρόλο των Κυθήρων βλ. και Lolos 1987, σελ. 407-412, 515-516, Graziadio 1998, σελ. 48 και 50.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

159

Β. ΎΣΤΕΡΟΙ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ Α. ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΓΓΕΙΩΝ ΑΠΟ ΤΑΦΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ 1. ΜΑΚΡΙΣΙΑ (ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ XV, ΧΧΙV, ΓΡΑΦΗΜΑ 14.1-14.2) π 242. ΑΦΑ 3866 (Πίν. 106) ΜΑΚΡΙΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Α (δρόμος) Τεμάχιο κρατηρίσκου. Σώζεται τμήμα του χείλους και της κοιλιάς. Πηλός ωχροκάστανος. Επίχρισμα κίτρινο - υπόλευκο. Βαφή καστανή. Στην κοιλιά τρέχουσα σπείρα με ολόβαφο οφθαλμό (FM 46, 57). 0,114 μ. x 0,009 μ., Πάχ.: 0,009 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία ΠΑΕ 1954, σελ. 295, εικ. 12. Πρβ. π 241 α-β. Vermeule - Κarageorghis, σελ. 102, ΙΧ 87. Mountjoy 1999, σελ. 388.

π 410. ΑΦΑ 6198 ΜΑΚΡΙΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Α Ψευδόστομος αμφορέας (FS 171). Ελλιπής και συμπληρωμένος σε πολλά τμήματά του. Πηλός και επίχρισμα ωχροκίτρινα. Βαφή καστανή. Δίσκος λαβών επίπεδος. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Κοιλιά σφαιρική, πιεσμένη. Βάση επίπεδη. Στον ώμο θύσανος/ενάλληλοι αγκώνες (FM 19), ενώ στην κοιλία επάλληλες οριζόντιες, γραμμές. Βάση, λαβές, εξαιρουμένου τριγώνου πλησίον του δίσκου λαβών, ολόβαφες. Ύψ.: (υποθ): 0,10 μ., Μέγ. διάμ. (υποθ.): 0,109 μ., ΔΒ: 0,043 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία Πιθανώς ανάλογο με π 195 από Διάσελλα. Αγαλλοπούλου 1973, πίν. 108 (β-γ), στον ώμο φλασκιού (FS 190). Papadopoulos, 1979, εικ. 209 (ως προς το διακοσμητικό θέμα). Bικάτου 1999, σελ. 240. Κουντούρη 2002, εικ. 81 (ΜΧ 123), μεταξύ των λαβών απιόσχημου πιθαμφορίσκου. Ιακωβίδης 1970 σελ. 161, εικ. 28 (1009) σελ. 165, εικ. 37 (900, 808). Σγουρίτσα 1988, πίν. 15 (1). Η Σγουρίτσα ονομάζει το κόσμημα «άτεχνες ενάλληλες ταινίες» - FM 58:7, σελ. 87-88. Χρονολογεί με ερωτηματικά το αγγείο στην ΥΕΙΙΙΒ2. Mountjoy 1990, σελ. 266.

Mountjoy 1994, σελ. 211. Mountjoy 1999, σελ. 123 (αρ. 186), 383, 387 (η Mountjoy θεωρεί πως οι λαβές των ψευδοστόμων της ΥΕΙΙΙΒ είναι ολόβαφες, εξαιρουμένου τριγώνου στην κορυφή τους). Στη σελ. 396, fig 139, 95 παραλλαγή του κοσμήματος σε ώμο ψευδοστόμου από το Αγραπιδοχώρι (ΥΕΙΙΙΓ). Στη σελ. 481 παρόμοιο κόσμημα στον ώμο φλασκιού από τη Ζάκυνθο (ΥΕΙΙΙΑ2).

π 241 α-γ. ΑΦΑ 3885, 3879, 3886 (Πίν. 106, Σχέδ. 54) ΜΑΚΡΙΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Α (δρόμος) Τρία όστρακα από κοιλιά κρατηρίσκου από τον δρόμο του τάφου Α. Πηλός ωχροκάστανος. Επίχρισμα ωχροκίτρινο - υπόλευκο. Η διακόσμηση έχει εκτελεσθεί με καστανό χρώμα. Διακοσμούνται με τρέχουσα σπείρα (FM 46, 57) και με παραπληρωματικά μοτίβα υβριδικών πτηνών (αιγοπτηνών). α (0,108 μ. x 0,081 μ.), β (0,073 x 0,06 μ.), γ (0,114 μ. x 0,009 μ.) Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία ΠΑΕ 1954, σελ. 297, εικ. 12. Vermeule - Κarageorghis, σελ. 102, ΙΧ 87. Mountjoy 1999, σελ. 388.

π 240. ΑΦΑ 6197 (Πίν. 113) ΜΑΚΡΙΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Α (θάλαμος) Ψευδόστομος αμφορέας (FS 171). Ακέραιος. Πηλός και επίχρισμα υποκίτρινα. Βαφή μελανόφαιη, εξίτηλη. Δίσκος λαβών επίπεδος. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Κοιλιά σφαιρική. Βάση επίπεδη. Στον ώμο κόσμημα ομαδοποιημένων αγκίστρων (FM 19, 25), ενώ στο υπόλοιπο σώμα επάλληλες, οριζόντιες ταινίες. Δίσκος κοσμείται με δύο ομόκεντρους κύκλους, το κέντρο των οποίων δηλώνεται με παχειά στιγμή. Ταινία περιτρέχει τη βάση της προχοής και του ψευδούς στομίου. Λαβές ολόβαφες. Ύψ.: 0,081 μ., Διάμ. δ.: 0,017 μ., Διάμ. στ.: 0,018 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,081 μ., ΔΒ: 0,03 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙA2/Β. Βιβλιογραφία Papadopoulos, 1979, πίν. 114 (h), 209 (g), 214 (d), 223 (e, g, d).

160 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Souyoudzoglou 1999, εικ. A 1026, Α 1349 και Α 1040 (από Λακκίθρα Κεφαλλονιάς). Βικάτου 1999, σελ. 240. Deshayes 1966, πίν. LXXXVI 4. Ιακωβίδης 1970, σελ. 170, εικ. 52 (477) εικ. 53 (368). Σγουρίτσα 1988, σελ. 88.

π 238. ΑΦΑ 3868, 3876 (Πίν. 111) ΜΑΚΡΥΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Α Ψευδόστομος αμφορέας (FS 171). Ακέραιος, λείπει ελάχιστο τμήμα της προχοής, αποκρουσμένος σε σημεία της κοιλιάς και της βάσης. Πηλός ωχροκάστανος. Επίχρισμα υπόλευκο - ωχροκίτρινο. Βαφή καστανέρυθρη. Δίσκος λαβών επίπεδος. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Κοιλιά σφαιρική. Βάση δακτυλιόσχημη. Στον ώμο σχηματοποιημένο άνθος (FM 18, παρ. 110 ή 111). Στην υπόλοιπη επιφάνεια ομάδες, επάλληλων, ανισοπαχών ταινιών. Ο δίσκος φέρει ομοκέντρους κύκλους, το κέντρο των οποίων δηλώνεται με παχειά στιγμή. Εξωτερική επιφάνεια λαβών, βάση ψευδούς στομίου, το χείλος και η βάση του στομίου ολόβαφα. Ύψ.: 0,105 μ., Διάμ. δ.: 0,028 μ., Διάμ. στ.: 0,021 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,10 μ., ΔΒ: 0,033 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-Β. Βιβλιογραφία Μακρύσια π 238, 225, Στραβοκέφαλο π 313. Βικάτου 1999, σελ. 240. Ιακωβίδης 1970, εικ. 15 (7), εικ. 37 (900). Σγουρίτσα 1988, σελ. 88. Μountjoy 1999, σελ. 382, 386 (πολύ πιο σχηματοποιημένες αποδόσεις του θέματος).

π 235. ΑΦΑ 3865, 5962 (Πίν. 98, Σχέδ. 50) ΜΑΚΡΥΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Α παραδόθηκε από Χρ. Καρατζά Ασκός (FS 195). Ακέραιος. Πηλός κιτρινωπός. Επίχρισμα ωχροκάστανο - φαιό. Λαβή καλαθοειδής, ημικυκλικής διατομής. Στόμιο χοανοειδές, βάση δισκοειδής/επίπεδη. Η διακόσμηση περιορίζεται στη βάση της λαβής και αποτελείται από ακτινωτά διαταγμένες γραμμές. Το λοιπό αγγείο ολόβαφο με καστανομέλανο χρώμα, το οποίο έχει απολεπισθεί. Ύψ.: 0,057 μ., Διάμ. στ.: 0,021 μ., Διάμ. β.: 0,040 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία Papadopoulos, 1979, εικ. 162 d, εικ. 254 e. Βικάτου 1999, σελ. 246. Κουντούρη 2002, σελ. 205-206. Ιακωβίδης 1970, σελ. 250-251. Σγουρίτσα 1988, σελ. 12-13, πίν. 4, σελ. 47 πίν. 24.

π 234. ΑΦΑ 3877, 6197 ΜΑΚΡΙΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Α Κύαθος (FS 220/222). Λείπει η λαβή. Συμπληρωμένος. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανέρυθρη. Χείλος κατακόρυφο. Λαβή οριζόντια, κυκλικής διατομής. Σώμα ημισφαιρικό, αβαθές. Βάση επίπεδη. Εσωτερικώς και εξωτερικώς ολόβαφος. Ύψ.: 0,04 μ., ΔΧ: 0,075 μ., Διάμ. β.: 0,036 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία Papadopoulos, 1979, σελ. 160, 161, εικ. 184(g), εικ. 185 e. Βικάτου 1999, σελ. 242, 243. Ιακωβίδης 1970, σελ. 213-216. Σγουρίτσα 1988, σελ. 94-95 Mountjoy 1999, σελ. 370.

π 233, ΑΦΑ 6197 (Πίν. 102) ΜΑΚΡΙΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Α Προχοϊκός κύαθος (FS 252). Συγκολλάται από τρία τεμάχια. Λείπει σχεδόν το μισό αγγείο, συμπληρωμένο. Πηλός και επίχρισμα κιτρινοφαιά. Βαφή μελανοφαιή. Χείλος πλατύ, έξω νεύον. Λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή. Σώμα βαθύ, σφαιροκωνικό. Ολόβαφος. Ύψ.: 0,056 μ., Δστ. εξ.: 0,088 μ., ΔΒ: 0,037 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-Β. Βιβλιογραφία Papadopoulos, 1979, εικ. 185 (c), 273 (e). Βικάτου 1999, σελ. 242. Stubbings 1947, pl. 9 (4). Για το σχήμα. Σγουρίτσα 1988, σελ. 94-95.

π 223 (Πίν. 89) ΜΑΚΡΙΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Α παραδόθηκε από Χρ. Καρατζά Τρίωτο αλάβαστρο (FS 85). Συγκολλημένο. Συμπληρωμένο. Απολεπισμένο σε πολλά σημεία. Πηλός και επίχρισμα ωχροκίτρινα. Βαφή καστανομέλανη. Χείλος έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Σώμα απιόσχημο - πεπιεσμένο. Βάση επίπεδη. Μεταξύ των λαβών επάλληλες, κατακόρυφες γραμμές (FM 64:19), ενώ στο υπόλοιπο σώμα ταινίες. Η κατώτερη επιφάνεια της βάσης κοσμείται με ομόκεντρους κύκλους. Ύψ.: 0,13 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,082 μ., Διάμ. στ. εσ: 0,063 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,152 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-Β. Βιβλιογραφία Πρβ. π 203 και π 222.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

Papadopoulos, 1979, εικ. 128 (e), 135 (g), 142 (d)232, 236 (19). Mountjoy 1999, σελ. 21, 117, 217, 409.

π 217. ΑΦΑ 3882, 6194 (Πίν. 74, Σχέδ. 43) ΜΑΚΡΥΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Α παραδόθηκε από Χρ. Καρατζά Τρίωτος αμφορέας (FS 37), με πώμα βάση κύλικας. Πρακτικά ακέραιος. Λείπει μόνο τμήμα του χείλους και του λαιμού. Συμπληρωμένος. Πηλός ωχροκάστανος - κιτρινωπός. Επίχρισμα υπόλευκο - κιτρινωπό. Βαφή καστανόφαιη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον. Λαιμός ραδινός. Λαβές κατακόρυφες, κυκλικής διατομής, φέρουν κεντρική πλαστική νεύρωση. Κοιλιά απιόσχημη, πιεσμένη. Βάση επίπεδη, ενιαία με το υπόλοιπο σώμα. Μεταξύ των λαβών ζώνη διακόσμησης, οριζόμενη άνω και κάτω με τρεις πλατιές ταινίες. Στη μία όψη - πλευρά επάλληλα ημικύκλια (FM 43:32) διαιρεμένα με τρεις κατακόρυφες κυματοειδείς γραμμές (FM 53), στην άλλη ημικύκλια με παραπλήρωση ομάδων μικρών, επάλληλων τόξων σε κατακόρυφη διάταξη (περ. FM 43:32-34) και στην τρίτη τριπλά τόξα - ημικύκλια. Χείλος, λαιμός, ολόβαφα εσωτερικά και εξωτερικά. Ύψ.: 0,47 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,16 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,125 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,384 μ., Διάμ. β: 0,1654 μ. Πώμα βάση κύλικας με κεντρική κοιλότητα, διαμ. 0,105 μ. Άβαφη. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ2-Γ. Βιβλιογραφία Blegen 1966, vol. Ι, part 1, σελ. 352, 392, 393. Papadopoulos, 1979, 213 (b-c), 217 (a), 229 (b), 230 (15), 236 (24), 239 (d), 241 (26), 244(7), 252 (4). Αφορούν στο διακοσμητικό θέμα σε διάφορα σχήματα αγγείων (αλάβαστρα, ψευδοστόμους κ.λπ.). Souyoudzogloy 1999, A 1006. Το διακοσμητικό θέμα της μίας πλευράς είναι συγκρίσιμο με ζώνη διακόσμησης ληκύθου από τη Λακκίθρα Κεφαλονιάς. Wace 1932, σελ. 171, 172. Blegen 1937, σελ. 449 και 450. Ιακωβίδης 1970, σελ. 119 (εικ. 10, 25). Benzi 1992, tav. 45 (c), tav. 43 (a). Αν και ο δεύτερος αμφορεύς είναι FS 35 και χρονικώς τοποθετείται στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Mountjoy 1999, σελ. 380, 388, 417 (αλάβαστρο από την Αχαΐα).

π 215. ΑΦΑ 3884, 6193 (Πίν. 74, Σχέδ. 43) ΜΑΚΡΙΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Α Τρίωτος αμφορέας (FS 35). Συγκολλημένος. Αποκρουσμένος σε πολλά τμήματα της κοιλιάς. Πηλός

161

ωχροκάστανος. Επίχρισμα υπόλευκο - κιτρινωπό. Βαφή καστανομέλανη - καστανέρυθρη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον. Λαιμός υψηλός. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές με κεντρική πλαστική νεύρωση. Κοιλιά απιόσχημη. Βάση δακτυλιόσχημη. Μεταξύ των λαβών, στενή ζώνη διακόσμησης με ενάλληλα άγκιστρα (FM 19:50), ορίζεται άνω και κάτω με μία και τρεις ταινίες αντίστοιχα. Στο υπόλοιπο σώμα ομάδα τριών ταινιών. Χείλος, λαιμός και το κατώτερο τμήμα της κοιλιάς ολόβαφα. Ύψ.: 0,396 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,205 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,10 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,305 μ., Διάμ. β.: 0,121 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙA2/B. Βιβλιογραφία Blegen - Rawson 1966, vol. Ι, part 1, pl. 377-378 και σελ. 388-390. Στα μεσσηνιακά δείγματα η ζώνη διακόσμησης αγγίζει τη μεγίστη διάμετρο του αμφορέα. Τα διακοσμητικά θέματα αποτελούν συνέχεια των ανακτορικών πιθαμφορέων (αργοναύτες, χταπόδια, σπείρες, φολίδες), περισσότερο σχηματοποιημένα. Η χωρητικότητά τους κυμαίνεται μεταξύ 10,2 και 22 λίτρων. Wace 1932, σελ. 171, 172. Blegen 1937, σελ. 449 και 450. Deshayes 1966, pl. LXVII, LXXIX. Ιακωβίδης 1970, σελ. 109, εικ. 8, 16. Το θέμα κατά τον Ιακωβίδη απαντάται σε ολόκληρη την αν. Μεσόγειο (π.χ. Κρήτη, Κω, Ουγκαρίτ). Benzi 1992, tav. 43 (a), 44 (b), 45 (c). Mountjoy 1999, σελ. 123, 126, 151, 268.

π 226. ΑΦΑ 6196 (Πίν. 117, Σχέδ. 60) ΜΑΚΡΙΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Α Ψευδόστομος αμφορίσκος (FS 179). Σχεδόν ακέραιος, λείπει μικρό τμήμα της προχοής. Συμπληρωμένος. Πηλός και επίχρισμα ωχροκίτρινα. Βαφή καστανέρυθρη - ερυθρή. Δίσκος λαβών επίπεδος με κεντρικό, κωνικό έξαρμα. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Κοιλιά σφαιρική, έντονα πιεσμένη. Βάση δακτυλιόσχημη/υπερυψωμένη ταινιωτή. Στον ώμο ομάδες ενάλληλων γωνιών (FM 58:8) ενώ στο υπόλοιπο σώμα ανισομεγέθεις ταινίες. Στο δίσκο δύο ομόκεντροι κύκλοι και στο κέντρο τους στιγμή. Εξωτερική επιφάνεια λαβών ολόβαφη, εξαιρουμένου τριγώνου. Ύψ.: 0,075 μ., Διάμ. δ.: 0,026 μ., Διάμ. στ.: 0,022 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,115 μ., Διάμ. β.: 0,065 μ. Χρονολόγηση: YEIIIA2-B1. Βιβλιογραφία: π 185, 240, 317, 226, 227. Blegen 1937, fig. 720 (38), πρβ. και σελ. 451-453.

162 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Βικάτου 1999, σελ. 240. Κουντούρη 2002, εικ. 81 (ΜΧ 166) και πίν. 62. Επανάληψη σχεδόν του ιδίου κοσμήματος και σελ. 169. Wace 1932, pl. XIX (7), σελ. 30. Hankey 1952, pl. 25 (531). Deshayes 1966, πίν. LXXXVI (4). Morricone 1965/6, σελ. 232, fig. 252. Immerwahr 1971, pl. 76 (V-3). Rudolf 1973, taf. 17 (Gr. V2). Blegen - Rawson 1973, σελ. 213 και fig. 274(1a). Benzi 1975, tav. IX (189), tav. XXXI (522). Hiller 1975, taf. 23 (230). Ενάλληλες γωνίες στον ώμο απιόσχημου ψευδοστόμου αμφορέα (πρβ. και σελ. 89). Μυλωνάς 1975, πίν. 406 Ηπ3-503 (Χρονολογεί στην ΥΕΙΙΙΑ2). Morricone 1979/80, fig. 151 (σελ. 298-299). Ενάλληλες στον ώμο ψευδοστόμου. Σακελλαρίου 1985, σελ. 159 (πίν. 58), σελ. 160 (πίν. 158). Επιπλέον, σε ψευδόστομο από τον τάφο 58 (πίν. 78-2879), από τον τάφο 66 (πίν. 82-3066). Ενάλληλες και σε τρίωτο αμφορέα (πρβ. πίν. 61-2757). Σγουρίτσα 1988, σελ. 88, πίν. 9, εικ. 12 (στον ώμο θηλάστρου), πίν. 9, εικ. 13 (στον ώμο ψευδοστόμου), πίν. 13, εικ. 38 (στον ώμο ψευδοστόμου), πίν. 38, εικ. 16. Αλεξοπούλου 1991, σελ. 140 (εικ. 4). Benzi 1992, tav. 50 (d). Shelton 1996, fig 307 (728 - drawing 52) - FM 58 YEIIIA2 και fig. 551 (619) - FM 58 - YEIIIA2. Souyoudzoglou 1999, A 1050 (από Λακκίθρα). Shelton 2000, σελ. 42, fig. 8 (b). Ενάλληλες στον ώμο ψευδόστομου. Karantzali 2001, 16502 (fig. 32) - FM 58:15. Χρονικώς τοποθετείται στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β. 17969 (fig. 32) - FM 58 YEIIIA2 και 18644 (fig. 33) - FM 58, 19:24 - YEIIIA2. Σγουρίτσα 2001, σελ. 6, εικ. 4 (4). Thomas 2005, fig. 8:1, σελ. 472. Mountjoy 1999, (για το μοτίβο) σελ. 123 (στον ώμο αργολικού ψευδοστόμου), 218-218 (στον ώμο φλάσκης από Κορινθία), 409 (στον ώμο κυλινδρικού αλαβάστρου από την Αχαΐα), 529-530 (στον ώμο ψευδοστόμου από την Αττική), 117-118 και 121-122 (σε πρόχου της ΥΕΙΙΙΑ2 από Αργολίδα). Mee - Doole 1993, pl. 1 (6).

π 228. ΑΦΑ 6196 (Πίν. 113, Σχέδ. 59) ΜΑΚΡΙΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Α Ψευδόστομος αμφορίσκος (FS 179). Αποκρουσμένος σε διάφορα σημεία, συγκολλημένος και συμπληρωμένος. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα, βαφή καστανομέλανη. Δίσκος λαβών επίπεδος.

Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Κοιλιά αμφικωνική. Βάση δακτυλιόσχημη. Ο δίσκος φέρει πέντε ομόκεντρους κύκλους, με παχιά στιγμή στο κέντρο τους. Μεταξύ των λαβών ομάδες επαλλήλων τόξων (FM 19:23-24, 28-31).Στο υπόλοιπο σώμα ταινίες, πλαισιωμένες από ομάδες επάλληλων οριζοντίων γραμμών. Βάση και εξωτερική επιφάνεια λαβών ολόβαφες. Ύψ: 0,082 μ., Διάμ. δ.: 0,023 μ., Διάμ. στ.: 0,018 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,09 μ., Διάμ. β: 0,043 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Το θέμα (σε διάφορες παραλλαγές) είναι εξαιρετικά δημοφιλές και παρουσιάζεται σε αγγεία από διάφορες ηλειακές τοποθεσίες (π 185, 240, 317, 226, 227). Blegen 1937, fig. 722 (145). Στο ένα ήμισυ επάλληλα αψιδώματα. Papadopoulos, 1979, πίν. 208 (g), 209 (g). Βικάτου 1999, σελ. 240. Κουντούρη 2002, Σχεδόν όμοια απόδοση σε ψευδόστομο (πίν. 52/ΜΧ 207β), μόνο που παραπληρωματικώς χρησιμοποιούνται ρόδακες, επίσης και εικ. 80 (ΜΧ 65). Μυλωνάς 1975, πίν. 407 Ηπ-519. (Χρονικώς τοποθετείται στην ΥΕΙΙΙΒ). Hiller 1975, taf. 24 (238) (για το κόσμημα). Σγουρίτσα 1988, σελ. 88. Mountjoy 1999, (για το μοτίβο) σελ. 123 (στον ώμο αργολικού ψευδοστόμου), 218-218 (στον ώμο φλασκιού από Κορινθία), 409 (στον ώμο κυλινδρικού αλαβάστρου από την Αχαΐα), 529-530 (στον ώμο ψευδοστόμου από την Αττική), 117-118 και 121-122 (σε πρόχου της ΥΕΙΙΙΑ2 από Αργολίδα).

π 222. ΑΦΑ 3873 (Πίν. 89) ΜΑΚΡΙΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Β Τρίωτο αλάβαστρο (FS 85). Συγκολλημένο. Λείπουν μικρά τμήματα του χείλους, του λαιμού και της κοιλιάς. Πηλός και επίχρισμα ωχροκίτρινα. Βαφή ερυθρή - καστανέρυθρη. Χείλος έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Σώμα απιόσχημο. Βάση επίπεδη. Ανάμεσα στις λαβές επάλληλες γραμμές (FM 64:19), ενώ στο υπόλοιπο σώμα ταινίες. Η κατώτερη επιφάνεια της βάσης κοσμείται με ομόκεντρους κύκλους. Ύψ.: 0,137 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,095 μ., Διάμ. στ. εσ: 0,07 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,166 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-Β. Βιβλιογραφία: Papadopoulos, 1979, εικ. 128 (e), 135 (g), 236 (19). Ιακωβίδης 1970, σελ. 99 και 208.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

Σγουρίτσα 1988, πίν. 25 (2), πίν. 27 (10), σε κυλινδρικά αλάβαστρα, που χρονικώς τοποθετούνται στην ΥΕΙΙΙΑ2. Mountjoy 1999, σελ. 117 (κυλινδρικό αλάβαστρο από Αργολίδα), 217, 409 (σε απιόσχημο πιθαμφορίσκο από την Αχαΐα).

π 213. ΑΦΑ 3880 ΜΑΚΡΙΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Β, ΤΑΦΗ Α Τρίωτος κρατηρίσκος (FS 62). Συγκολλημένος. Πρακτικά ακέραιος. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανόφαιη - καστενέρυθρη. Χείλος πλατύ, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς, κυλινδρικός. Λαβές κατακόρυφες, κυκλικής διατομής. Κοιλιά κωνική. Βάση δισκοειδής. Στο μεταξύ των λαβών διάστημα έχουν γραφεί πολλαπλά ημικύκλια (FM 43:35). Λαιμός και βάση ολόβαφα, στο χείλος και στη βάση του λαιμού ενάλληλες γωνίες (FM 58: 3334), ενώ στη ράχη λαβών εγκάρσια γραμμίδια. Ύψ.: 0,17 μ., Δστ.: 0,075 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,152 μ., Διάμ. β.: 0,032 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη). Βιβλιογραφία: Πρβ. και π 229. Papadopoulos 1979, σελ. 206, fig. 230-15 (στον ώμο πιθαμφορίσκου). Souyoudzoglou 1999, σελ. 64 και 65. Η Souyoudzoglou αναφέρει, ότι εκτός Κεφαλονιάς οι αμφορίσκοι FS 62 με κατακόρυφες λαβές απαντώνται σποραδικά, και μόνο στα Δωδεκάνησα το σχήμα συναντάται συχνά. Mountjoy 1994, σελ. 210 (η συγγραφέας θεωρεί τον αμφορέα με κατακόρυφες λαβές σπάνια παραλλαγή). Mountjoy 1999, σελ. 353 (από τη Μεσσηνία), σελ. 454 (δείγματα από Κεφαλονιά, χρονολογούμενα στην ύστερη ΥΕΙΙΙΓ), σελ. 566 (από την Αττική - παραλλαγή σχήματος σε μεγάλο μέγεθος).

π 229. ΑΦΑ 6196 (Πίν. 115) ΜΑΚΡΙΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Α παραδόθηκε από Χρ. Καρατζά Ψευδόστομος αμφορίσκος (FS 171). Λείπει η μία λαβή. Συγκολλημένος. Συμπληρωμένος. Πηλός ωχροκάστανος, επίχρισμα κιτρινωπό - υπόλευκο. Βαφή καστανέρυθρη. Δίσκος με κεντρικό, κωνικό έξαρμα. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Κοιλιά σφαιρική. Βάση δακτυλιόσχημη. Ο δίσκος φέρει ομόκεντρους κύκλους. Στον ώμο ομάδες επάλληλων τόξων (FM 19:28-31, 23). Στο υπόλοιπο σώμα ταινίες. Εξωτερική επιφάνεια των λαβών και βάση ολόβαφα.

163

Ύψ.: 0,10 μ., Διάμ. δ.: 0,020 μ., Διάμ. στ.: 0,015 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,10 μ., ΔΒ: 0,04 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Blegen 1937, fig. 722 (145). Στο ένα ήμισυ επάλληλα αψιδώματα. Papadopoulos 1979, πίν. 116 (b, h), 208 (d, e, g), 209 (f, h). Πρόκειται για παραλλαγές του ίδιου θέματος. McDonald - Wilkie 1992, fig. 5-42 (P 3007) και fig. 5-44 (P 3008). Βικάτου 1999, σελ. 240. Κουντούρη 2002, εικ. 80 (ΜΧ 65, Ρ3007) και σελ. 169. Hankey 1952, pl. 25 (460 IA). Morricone 1965/66, σελ. 141, fig. 128 (72). Deshayes 1966, Pl. LXXVII (4). Immerwahr 1971, pl. 75 (II-1). Rudolf 1973, taf. 54 (Gr. VI, 2), taf. 55 (Gr. XVI 17), taf. 56 (Gr. XVI 5), taf. 56 (Gr. XVI 28). Benzi 1975, tav. IX (198). Παντελίδου 1975, πίν. 16α. Hiller 1975, taf. 24 (238). Holmberg 1983, σελ. 30 (fig. 17). Σγουρίτσα 1988, πίν. 39 (22) και πίν. 49 (59). Κόσμημα επάλληλων τόξων στον ώμο πιεσμένου ψευδοστόμου. Η Σγουρίτσα συγκρίσιμο παράλληλο θεωρεί το FM 19:29 και χρονικώς τοποθετεί το αγγείο στην ΥΕΙΙΙΒ. Karantzali 2001, 17970 (fig. 33) - FM 19:29 - YEIIIA2, 17968 (fig. 33) - FM 19:29 - YEIIIA2, 16517(fig. 33) FM 19:29 - YEIIIA2. Επάλληλα τόξα και στη ζώνη μεταξύ λαβών τρίωτου αμφορέα (16495 - fig. 35 - FS 35). Σγουρίτσα 2001, σελ. 6, εικ. 4 (2). Thomas 2005, fig. 8:4, σελ. 472. Mountjoy 1999, σελ. 337 (σε απιόσχημο ψευδόστομο αμφορέα από τη Μεσσηνία), 340 (στον ώμο ψευδοστόμου από τα Νιχώρια), 409, 414, 437 (στον ώμο ψευδοστόμων από Αχαΐα) και σελ. 754-756 (49, 50) από Φωκίδα.

π 239. ΑΦΑ 6203 (Πίν. 115, Σχέδ. 59) ΜΑΚΡΙΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Β κάτω από ταφή Α Ψευδόστομος αμφορίσκος (FS 171). Συγκολλημένος από πολλά τεμάχια, ελλιπής σε σημεία της κοιλιάς, συμπληρωμένος. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανέρυθρη - καστανομέλανη. Δίσκος επίπεδος. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Κοιλιά σφαιρική, έντονα πιεσμένη. Βάση δακτυλιόσχημη. Δίσκος λαβών με τρεις ομόκεντρους κύκλους, στο κέντρο των οποίων είχε γραφεί παχιά στιγμή. Λαβές ολόβαφες, εξαιρουμένου τριγώνου πλησίον του δίσκου. Στον ώμο πέντε ομάδες επάλληλων τόξων

164 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

(FM 19:31) σχηματίζουν σχηματοποιημένη φυλλοειδή ταινία. Στην υπόλοιπη κοιλιά επάλληλες, οριζόντιες ταινίες. Ύψ.: 0,092 μ., Διάμ. δ.: 0,021 μ., Διάμ. στ.: 0,018 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,11 μ., ΔΒ: 0,043 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Όπως π 229. Επιπροσθέτως και Σγουρίτσα 1988, πίν. 44 (43).

π 237. ΑΦΑ 6202 (Πίν. 105) ΜΑΚΡΙΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Β (εκ του απέναντι της εισόδου σκελετού) Δίωτη κύλικα (FS 264). Συγκολλημένη από πολλά τεμάχια. Αποκρουσμένη και ελλιπής σε πολλά σημεία του χείλους, της κοιλιάς και της βάσης. Πηλός ωχρός ωχροκάστανος. Επίχρισμα στο χρώμα του πηλού, βαφή ερυθρή - καστανέρυθρη. Χείλος επίπεδο. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Σώμα βαθύ, σφαιροκωνικό. Στέλεχος βραχύ, βάση επίπεδη με κεντρική κοιλότητα. Εσωτερικά και εξωτερικά ολόβαφη. Ύψ.: 0,116 μ., Δστ: 0,104 μ., Διάμ. β: 0,071 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Βιβλιογραφία: Stubbings 1947, pl. 4 (4). Benzi 1975, tav XX (293). Σγουρίτσα 1988, σελ. 26, πίν. 13(40). Karantzali 2001, pl. 17b, σελ. 27 (με σχετική βιβλιογραφία και για το σχήμα). Mountjoy 1994, σελ. 94. Mountjoy 1999, σελ. 224 (από Τσούγγιζα Κορινθίας), 272-273 (από Λακωνία και Κύθηρα), 339 (από Μεσσηνία), 385 (ηλειακά δείγματα), 449 (από Μεταξάτα Κεφαλονιάς) και 540-541 (από Αττική). Τα αγγεία είναι ολόβαφα.

π 236. ΑΦΑ 3871, 6202 (Πίν. 105) ΜΑΚΡΙΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Β (εκ του απέναντι της εισόδου σκελετού) Δίωτη κύλικα (FS 264). Συγκολλάται από επτά τεμάχια. Ελλιπής σε τμήματα της κοιλιάς. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή ερυθρή - καστανέρυρθη. Χείλος επίπεδο. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Κοιλιά βαθειά, σφαιροκωνική. Εξαιρετικά βραχύ στέλεχος. Επίπεδη, διευρυμένη βάση με εσωτερική, κεντρική κοιλότητα. Ολόβαφη. Ύψ.: 0,107 μ., Δστ: 0,099 μ., Διάμ. β: 0,069 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ1. Βιβλιογραφία: Stubbings 1947, pl. 6 (5). Σγουρίτσα 1988, σελ. 13, πίν. 4(12).

Karantzali 2001, σελ. 27. Mountjoy 1999, σελ. 113 (από Αργολίδα), σελ. 214 (από Κορινθία), σελ. 332 (από Μεσσηνία) και σελ. 378 από το Σαμικό (όλα τα δείγματα είναι ολόβαφα).

π 232. ΑΦΑ 3877, 3864 (Πίν. 102) ΜΑΚΡΙΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Β Προχοϊκός κύαθος (FS 249). Λείπει ελάχιστο τμήμα του χείλους, αποκρουσμένος σε πολλά σημεία. Πηλός και επίχρισμα φαιά. Βαφή μελανόφαιη. Χείλος έξω νεύον. Λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή. Σώμα βαθύ, σφαιροκωνικό. Ολόβαφος. Ύψ.: 0,07 μ., Δστ: 0,067 μ., Διάμ. β.: 0,033 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-Β. Βιβλιογραφία: Τριάντη 1978, πίν. 23. Το κύπελλο φέρει διακόσμηση διάστικτων αψιδωμάτων - εναλλήλων γωνιών. Papadopoulos, 1979, εικ. 273 (e). Souyoudzoglou 1999, σελ. 63. Βικάτου 1999, σελ. 242. Ιακωβίδης 1970, σελ. 218-219. Σγουρίτσα 1988, σελ. 94-95. Mountjoy 1999, σελ. 127 (από Άργος, το σχήμα είναι σπάνιο στην Αργολίδα), 385 (ανάλογο από Χελιδόνι), 412 (στην Αχαΐα, όπως και στη λοιπή ηπειρωτική χώρα, η πλειοψηφία των δειγμάτων είναι ακόσμητη), 537 (από Αττική).

π 231. ΑΦΑ 3878 (Πίν. 102) ΜΑΚΡΙΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Α (θάλαμος) Προχοϊκός κύαθος (FS 253). Συγκολλημμένος από πολλά τεμάχια. Λείπουν αρκετά τμήματα, συμπληρωμένος. Πηλός και επίχρισμα ερυθρά. Βαφή ερυθροκάστανη. Χείλος ευθύ. Λαβή κατακόρυφη, υπερυψωμένη, κυκλικής διατομής. Ολόβαφο εσωτερικά και εξωτερικά. Ύψ.: 0,059 μ., Δστ: 0,123 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Blegen 1937, fig. 150 (350), 156 (426), 184 (439), 396 (85), 431 (168), 454 (121). Τα δείγματα από Πρόσυμνα διαθέτουν πλούσια διακόσμηση (άνθος, κυματοειδής, πλοχμός). Blegen - Rawson 1966, σελ. 357 (fig. 642). Papadopoulos, 1979, εικ. 270 (i). Βικάτου 1999, σελ. 242, 243. Ιακωβίδης 1970, σελ. 213-216. Σγουρίτσα 1988, σελ. 94-95. Mountjoy 1999, σελ. 127 και 141 (τα αργολικά ανάλογα φέρουν διακόσμηση, συνήθως κύματος, και διαθέτουν διακεκριμένη βάση), 388, 412 (δείγμα

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

από Αχαΐα με εικονιστική διακόσμηση), 537 (Αττική, διάκοσμος κύματος).

π 214. ΑΦΑ 3874, 3864 (Πίν. 82) Μακρίσια - τάφος Β, ταφή Α Τρίωτος απιόσχημος πιθαμφορίσκος (FS 47). Ακέραιος. Αποκρουσμένος σε ελάχιστα τμήματα του χείλους και της κοιλιάς. Πηλός ωχροκάστανος. Επίχρισμα υπόλευκο. Βαφή καστανέρυθρη - ερυθρή. Χείλος πλατύ, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Σώμα απιόσχημο. Βάση επίπεδη με κεντρική κοιλότητα. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό κόσμημα (FM 57:1). Κάτω από τις λαβές ενάλληλες γωνίες. Στο υπόλοιπο σώμα επάλληλες ταινίες ενώ το κατώτερο τμήμα ολόβαφο. Χείλος, λαιμός, λαβές ολόβαφα. Ύψ.: 0,16 μ., Δστ: 0,094-0,095 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,136 μ., Διάμ. β.: 0,052 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Βιβλιογραφία: Γιαλούρης 1965α, πίν. 15 (γ). Δικτυωτό στην κύρια ζώνη διακόσμησης και ενάλληλες κάτω από τις λαβές. Blegen 1937, fig. 714 (154), 551 (556), 572 (763), 368 (897), 473-476 (925, 954, 963). Οι παραπάνω απιόσχημοι πιθαμφορείς φέρουν διάκοσμο δικτυωτού, μεταξύ των λαβών. Στις περισσότερες των περιπτώσεων το κόσμημα δεν συνεχίζεται κάτω από τις λαβές, ενώ στους απιόσχημους 954 και 925 είναι διαφορετικό του βασικού θέματος. Papadopoulos, 1979, σελ. 83, εικ. 120, 121 (d), fig. 228 (g), fig. 230 (I). Souyoudzoglou, 1999, σελ. 62. Για το διαφορετικό διακοσμητικό θέμα κάτω από τις λαβές πρβ. και Κουντούρη 2002, σελ. 45. Διαφορετικό κόσμημα κάτω από τις λαβές απαντά και σε κυλινδρικά αλάβαστρα από τη Μεσσηνία αλλά και από την Αχαΐα και Βοιωτία (Κουντούρη 2002, σελ. 79-80). Morricone 1965/66, σελ. 78 (fig. 53). Απιόσχημος πιθαμφορίσκος με διάκοσμο δικτυωτού και υπό τας λαβάς ζιγκ - ζαγκ. Deshayes 1966, pl. LXV (3) και σελ. 146. Υπό τις λαβές απιόσχημου άλλο θέμα (δικτυωτό στην κύρια ζώνη διακόσμησης, ημικύκλια κάτω από τις λαβές. Σχετικά με τη διακόσμηση δικτυωτού πρβ. και απιόσχημο πιθαμφορίσκο από Ελευσίνα (Μυλωνάς 1975, πίν. 413 (Ηπ3-498), σελ. 238). Ο Μυλωνάς υποστηρίζει ότι από τα κυλινδρικά σχήματα «βαίνομε προς απιόσχημα» και χρονικώς τοποθετεί στην ΥΕΙΙΙΑ2. Σγουρίτσα 1988, πίν. 14 (42), σελ. 84-85.

165

Mountjoy 1999, Η ύπαρξη διαφορετικού διακόσμου κάτω από τις λαβές είναι, κατά τη Mountjoy, χαρακτηριστικό της κεραμικής της ΒΔ Πελοποννήσου, κατά το τέλος της ΥΕΙΙΙΑ1 και αρχές της ΥΕΙΙΙΑ2 (πρβ. σελ. 104). Συγκεκριμένα παρατηρείται σε πιθαμφορίσκο από Ριζόμυλο Μεσσηνίας (σελ. 325) και σε αντίστοιχο από την Αχαΐα (σελ. 407 και Papadopoulos πίν. 121(a)). Το διαφορετικό κόσμημα κάτω από τις λαβές επισημαίνεται και σε αλάβαστρα (πρβ. Παρλαμά 1971, σελ. 54 και πίν. Λα-ΥΕΙΙΙΑ1 αλλά και σε αλάβαστρο της ΥΕΙΙΙΓ Παρλαμά 1971, σελ. 57, πίν. ΛΔε). Στην τελευταία περίπτωση μεταξύ των λαβών δικτυωτό και κάτω από αυτές ημικύκλια. Επίσης σελ. 104-105, 115 για αργολικά δείγματα με δικτυωτό. Επιπρόσθετα, η παρουσία πιθαμφορίσκων στην Ηλεία είναι τόσο συχνή όσο και στη Μεσσηνία (σελ. 332). Άλλα παράλληλα πρβ. και σελ. 378, 380 (ηλειακά δείγματα), 407, 408 (Αχαΐα), 525 (Αττική).

π 212. ΑΦΑ 3872, 3864 (Πίν. 85) ΜΑΚΡΙΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Β, λακκοειδής τάφος Α Τρίωτος πιθαμφορίσκος (FS 45). Ακέραιος. Αποκρουσμένος στη βάση. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανόφαιη. Χείλος πλατύ, έξω νεύον. Λαιμός βραχύτατος. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Σώμα αμφικωνικό. Βάση επίπεδη - κοίλη. Στον ώμο ομάδες ομόκεντρων επάλληλων αψιδωμάτων/γραμμωτά λέπια (FM περ. 44:10). Στο υπόλοιπο σώμα ταινίες ενώ το χείλος, ο λαιμός και η βάση είναι ολόβαφα. Ύψ.: 0,119 μ., Δ. στ. εξ: 0,077 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,065 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,116 μ., Διάμ. β: 0,040 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙB. Βιβλιογραφία: Παρλαμά 1974α, σελ. 38. Papadopoulos, 1979, Ανάλογο κόσμημα παρατηρείται και σε αλάβαστρα πρβ. εικ. 241 (23), fig. 146 d. Βικάτου 1999, σελ. 241. Ιακκωβίδης 1970, εικ. 8, 15 α και σελ. 108, 109 (αποκλειστικά για το διακοσμητικό θέμα). Σγουρίτσα 1988, σελ. 84-85. Βλαχόπουλος 2006, σελ. 249-250 (παρ. 1750). Mountjoy 1999, σελ. 161 (το ίδιο μοτίβο απαντάται μεταξύ των λαβών δίωτων αμφορίσκων της μέσης ΥΕΙΙΙΓ από τις Μυκήνες και την Ασίνη) 425 (μεταξύ των λαβών δίωτου αμφορίσκου από Χαλανδρίτσα Αχαΐας).

166 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

π 216. ΑΦΑ 3881 ΜΑΚΡΙΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Β (γωνία αριστερά της εισόδου) Τρίωτος αμφορεύς (FS 37) με πώμα. Ακέραιος. Πηλός κιτρινωπός, επίχρισμα καστανό - ωχροκάστανο. Βαφή καστανόφαιη - καστανέρυθρη. Χείλος πλατύ, έντονα έξω νεύον. Λαιμός ραδινός. Λαβές κατακόρυφες, κυκλικής διατομής, με πλαστική, κεντρική νεύρωση. Κοιλιά σφαιρική, πιεσμένη. Βάση δακτυλιόσχημη. Πάνω στο χείλος τρεις επάλληλες κυματοειδείς γραμμές (FM 53:18). Στη βάση του λαιμού στενή ζώνη διακόσμησης με ενάλληλες γωνίες (ιχθυάκανθα FM 58:33-34), ενώ η κύρια ζώνη βρίσκεται μεταξύ των λαβών, οριζόμενη άνω με μία ταινία και κάτω με τρεις και περιλαμβάνει πολλαπλά, ομόκεντρα τόξα (FM 43:34). Tρείς ταινίες στην υπόλοιπη κοιλιά. Το κατώτερο τμήμα της και η βάση ολόβαφα. Ολόβαφα αποδίδονται ο λαιμός και η εξωτερική επιφάνεια των λαβών, με εξαίρεση σημείων εκατέρωθεν του κεντρικού εξάρματος. Βάση κύλικας έχει ρόλο πώματος στο αγγείο. Ύψ.: 0,42 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,167 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,120 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,38 μ., Διάμ. β.: 0,18 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ2-Γ. Βιβλιογραφία: Πρβ. και Αραπογιάννη 1999, σελ. 232 (εικ. 7). Πρβ. ως προς το σχήμα Γιαλούρης 1961/2, πίν. 118α (διάκοσμος FM 70), Κοκκοτάκη 1985 (διακόσμηση με σπείρες). Βικάτου 1999, σελ. 240 και ιδία εικ. 5β. Wace 1932, σελ. 171-173. O Wace αναφέρεται γενικώς στην «μετάλλαξη» των αμφορέων ανακτορικού ρυθμού σε τρίωτους αμφορείς. Ιακωβίδης, 1970, σελ. 102 (εικ. 6α για κυματοειδή γραμμή) και σελ. 119 (εικ. 10, 25 για ομόκεντρα τόξα). Mountjoy 1997, σελ. 112. Mountjoy 1999, σελ. 344, 345 (για το σχήμα) 388, 389.

π 225. ΑΦΑ 3875, 6203 (Πίν. 111, Σχέδ. 58) ΜΑΚΡΙΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Β (εκ του απέναντι της εισόδου σκελετού) Ψευδόστομος αμφορίσκος (FS 171). Συγκολλημένος από πολλά τεμάχια, λείπουν ελάχιστα τμήματα της κοιλιάς, πρακτικά ακέραιος. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανόφαιη. Δίσκος λαβών επίπεδος. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Κοιλιά σφαιρική, πιεσμένη. Βάση επίπεδη/δισκοειδής. Στον ώμο μυκηναϊκό άνθος (FM 18:80-81, 109), με σχηματοποιημένη απόδοση πετάλων και στήμονος. Στο υπόλοιπο αγγείο ανισομεγέθεις ταινίες. Στο δίσκο ομόκεντροι κύκλοι, το κέντρο των οποίων

σημειώνεται με στιγμή. Το χείλος, η εξωτερική επιφάνεια των λαβών εξαιρουμένου τριγώνου και η βάση της προχοής ολόβαφα. Ύψ.: 0,10 μ., Διάμ. δ.: 0,024 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,10 μ., Διάμ. β.: 0,037 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-Β. Βιβλιογραφία: π 410, 238, 225, 195, 313. Papadopoulos, 1979, πίν. 209 (α-d). Πρόκειται για πολύ πιο σχηματοποιημένες αποδόσεις του θέματος. Souyoudzoglou 1999, Α 1352, (ψευδόστομος της ΥΕΙΙΙΑ2 από Λακκίθρα Κεφαλονιάς). Κουντούρη 2002, εικ. 100 (Κ-1 ΜΧ 1564). Το στέλεχος του στήμονος αποδίδεται με διακεκομένη γραμμή. Ιακωβίδης 1970, σελ. 129, εικ. 15 (7), σελ. 165, εικ. 36 (900). Mountjoy 1994, σελ. 211. Mountjoy 1999, σελ. 123 (άνθος σε ώμο ψευδόστομου από το Καλκάνι Αργολίδος), σελ. 124 (σε ψευδόστομο επίσης από το Καλκάνι), σελ. 140 (ψευδόστομος από Πρόσυμνα), σελ. 338 (ψευδόστομος από Μεσσηνία).

π 227. ΑΦΑ 3876, 3864, 3865 (Πίν. 118, Σχέδ. 59) ΜΑΚΡΙΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Β Ψευδόστομος αμφορίσκος (FS 171). Ακέραιος. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανόφαιη, ερυθρή. Δίσκος λαβών επίπεδος. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Κοιλιά σφαιρική, ελαφρά πιεσμένη. Βάση δακτυλιόσχημη. Στον ώμο άγκιστρα - ενάλληλες γωνίες (FM 58:8). Στον δίσκο τρεις ομόκεντροι κύκλοι, ενώ στο υπόλοιπο σώμα επάλληλες ταινίες και γραμμές ανισομεγέθεις. Λαβές, εξαιρουμένου τριγώνου πλησίον του δίσκου λαβών, και βάση ολόβαφα. Ύψ.: 0,087 μ., Διάμ. δ.: 0,022 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,091 μ., Διάμ. β: 0,034 μ. Χρονολόγηση: YEIIIA2-B1. Βιβλιογραφία: Όπως π 226.

π 220. ΑΦΑ 3874, 3864 (Πίν. 88, Σχέδ. 48) ΜΑΚΡΙΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Β (εκ του απέναντι της εισόδου σκελετού) Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 83/85). Θραυσμένο στο χείλος. Πηλός ωχροκάστανος, επίχρισμα ωχροκάστανο - υπόλευκο. Βαφή καστανέρυθρη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Βάση επίπεδη. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό και διάγραμμα τρίγωνα.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

Στο υπόλοιπο σώμα ταινίες και στην κατώτερη επιφάνεια της βάσης ομόκεντροι κύκλοι. Χείλος, λαιμός καθώς και η εξωτερική επιφάνεια των λαβών ολόβαφα. Ύψ.: 0,11 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,095 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,076 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,159 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Παρλαμά 1971, σελ. 54 (πίν. Λα). Παρλαμά 1974α, πίν. 28, 29, 31 και σελ. 36, 40, 50. Papadopoulos, 1979, εικ. 129 (i), 131(f), 133(h), 134(b, f) 232, εικ. 229 (α), εικ. 235, εικ. 240, 130 d. και σελ. 88, 89, εικ. 136, β. Το θέμα του δικτυωτού απαντά και σε κυλινδρικά αλάβαστρα εικ. 138 (d), 139 (d), 142(a), 143(b). Souyoudzoglou 1999, Α 1518, αλάβαστρο από Μεταξάτα Κεφαλονιάς (ΥΕΙΙΙΑ2/Β). Κουντούρη 2002, εικ. 62 (ΜΧ 783) αλλά και σε κυλινδρικό αλάβαστρο πίν. 75 (ΜΧ 107). Blegen 1937, σελ. 446, fig. 572 (1188) δικτυωτό στον ώμο κυλινδρικού αλαβάστρου. Ιακωβίδης 1970, σελ. 103 (για το δικτυωτό) και σελ. 208, εικ. 80, 674 (για το κόσμημα του δικτυωτού σε αλάβαστρα), (γενική παρουσίαση του σχήματος) καθώς και εικ. 80, 484. Μυλωνάς 1975, σελ. 237. Το δικτυωτό από τα πλέον δημοφιλή θέματα στα ελευσινιακά αλάβαστρα. Hiller 1975, taf. 30 (276, 277). Δικτυωτό σε δύο κυλινδρικά αλάβαστρα. Σγουρίτσα 1988, σελ. 90 πίν. 14, 42, πίν. 20, 1, πίν. 5, 13, πίν. 21 (2), και σελ. 84, υποσ. 37. Mountjoy 1999, τo δικτυωτό εμφανίζεται ήδη από τις αρχές της ΥΕΙΙΙΑ. Συναντάται σε αλάβαστρα, πιθαμφορίσκους, ψευδοστόμους, φλάσκη (σελ. 107, 109, 322, 337, 524). Σε αλάβαστρα, αρτόσχημα και κυλινδρικά είναι εξαιρετικά δημοφιλές (πρβ. σελ. 117 (155), 217 (102), 326 (36), 379 (32), 379 (39), 414 (40), 417 (60), 524 (132), 545 (215).

π 219. ΑΦΑ 3870 (Πίν. 77) ΜΑΚΡΥΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Β Βρέθηκε οριζόντια τοποθετημένος προ της εισόδου με το στόμιο προς την είσοδο του τάφου. Aμφορεύς (FS 58/59). Συγκολλημένος, πρακτικά ακέραιος. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Χείλος πλατύ, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Κοιλιά σφαιρική, πιεσμένη. Βάση επίπεδη. Ολόβαφος με ερυθρό - ερυθροκάστανο χρώμα. Ύψ.: 0,37 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,143 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,116 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,34 μ., Διάμ. β.: 0,126 μ.

167

Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη). Βιβλιογραφία: Παρλαμά 1974α, σελ. 38, πίν. 30ε. Ήδη η Παρλαμά κάνει λόγο για την ανυπαρξία του σχήματος στην τυπολογία του Furumark, για τη σπανιότητα του αγγείου και τον εντοπισμό του στην Ηλεία. Blegen 1937, fig. 16, δίωτος αμφορέας (περ. FS 58/37) με δύο οριζόντιες λαβές στην κοιλιά, προερχόμενος από ΥΕ οικία. Papadopoulos, 1979, 159 (c) με διακόσμηση φολιδωτού. Souyoudzoglou 1999, σελ. 64-65. Για την εξέλιξη του σχήματος στα Ιόνια. Στενότερη σχέση υπάρχει με αχαϊκά δείγματα (πάντως οι λαβές στο σώμα και όχι επί του ώμου και πλησίον του λαιμού, όπως παρατηρείται στην πλειοψηφία των εξεταζομένων περιπτώσεων). Blegen - Rawson 1966, σελ. 385 (fig. 373/4). Το σχήμα εμφανίζεται και στην Πύλο, ο ανασκαφέας σημειώνει ότι “the shape is something like Furumark’s later Type 58”. Στην περίπτωση της Πύλου τα αγγεία ολόβαφα και οι χρωματικές «αυξομειώσεις» οφείλονται στην όπτηση. Οι λαβές είναι πάντως τοποθετημένες στην κοιλιά και όχι στον ώμο του αγγείου. Morricone 1965/6, σελ. 64 (fig. 36) και σελ. 66. Πρόκειται για δίωτο αμφορέα με τις λαβές στον ώμο και όχι στην κοιλιά και ευρύτατη ζώνη διακόσμησης, πληρουμένη με τρεχούμενη σπείρα με αναδιπλούμενο στέλεχος (FM 46, παρ. 16/18). Το θέμα τοποθετεί χρονικώς το αγγείο στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Επίσης πρβ. και σελ. 75 (fig. 471332), σελ. 152, fig. 143 (Λαγκάδα τ. 25) με διακόσμηση ταινιωτή. Hiller 1975, taf. 27(250), σελ. 91. Morricone 1979/80, σελ. 238, fig. 22, 23 με τις λαβές στον ώμο (όπως και στα ηλειακά δείγματα). Επίσης και fig. 20 (σελ. 236), fig. 21 (σελ. 236) λαβές στην κοιλιά. Mountjoy 1997, fig. 1 6, σελ. 128. Thomatos 2006, σελ. 11. Υποστηρίζεται ότι το σχήμα αρχικώς παρουσιάστηκε στη διάρκεια της ΥΕΙ (ένα μόνο δείγμα από Μεσσηνία) και επανεμφανίστηκε στην ΥΕΙΙΙΒ2. Το σχήμα κατέστη σχετικά δημοφιλές στα Δωδεκάνησα και τις Κυκλάδες, σπανίως εμφανιζόμενο στην ηπειρωτική Ελλάδα (καμμία αναφορά στην Ηλεία). Βλαχόπουλος 2006, σελ. 112-113 και σχέδιο 10 (916, 1748). Σύνηθες διακοσμητικό θέμα στη ζώνη μεταξύ των λαβών η κυματοειδής γραμμή. Mountjoy 1999, σελ. 388, 389, 416-17 (από Αχαΐα), 553 (από Αττική, με λαβές στον ώμο και διακόσμηση συνεχούς σπείρας μεταξύ των λαβών). Η Mountjoy

168 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

σημειώνει ότι η θέση των λαβών στην κοιλιά ή στον ώμο αποτελεί χρονολογικώς διαγνωστικό στοιχείο, ενώ θεωρεί το σχήμα προδρομικό του FS 58 (δηλ. με τις λαβές στην κοιλιά).

π 218. ΑΦΑ 3869, 3883, 6195 (Πίν. 75, Σχέδ. 43) ΚΑΝΙΑ ΜΑΚΡΥΣΙΩΝ - ΤΑΦΟΣ Β (γωνία θαλάμου αριστερά της εισόδου) Τρίωτος αμφορεύς (FS 35) με πώμα. Σχεδόν ακέραιος, λείπει μία από τις λαβές. Συμπληρωμένος. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανομέλανη. Χείλος πλατύ, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές με κεντρική, πλαστική νεύρωση. Κοιλιά απιόσχημη. Βάση δακτυλιόσχημη. Μεταξύ των λαβών ομόκεντρα επάλληλα τόξα (FM 44:11-12). Στο υπόλοιπο σώμα ταινίες. Στο χείλος ομάδες κατακορύφων γραμμιδίων, που διακόπτονται από ολόβαφη, πλατιά ταινία. Χείλος, λαιμός, βάση ολόβαφα. Ύψ.: 0,452 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,168 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,126 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,385 μ., Διάμ. β.: 0,162 μ. Πώμα βάση κύλικος, διαμέτρου 0,106 μ. Εξωτερικά ολόβαφη με ερυθροκαστανή βαφή. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: π 215. Blegen 1966, vol. I, part 2, σελ. 352, 392, 393.

Benzi 1992, σελ. 18 και tav. 2(a), 45 (c), 48 (c) το πλησιέστερο παράλληλο, 77 (b, c). Mountjoy 1997, σελ. 112. Karantzali 2001, fig. 23 και fig. 36 (19796) -FS 35 FM 44:2 - YEIIIA2. H Καράντζαλη υποστηρίζει ότι οι τρίωτοι αμφορείς αποτελούν εισαγωγές από Αργολίδα (σελ. 45). Mountjoy 1999, σελ. 388, 389

π 221. ΑΦΑ 3864 (Πίν. 88) ΜΑΚΡΥΣΙΑ - ΤΑΦΟΣ Β Τρίωτο αλάβαστρο (FS 85) με πώμα. Ακέραιο. Πηλός κιτρινωπός, επίχρισμα ωχροκάστανο. Βαφή καστανέρυθρη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Σώμα σφαιρικό, έντονα πιεσμένο. Βάση επίπεδη. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό κόσμημα (FM 57:2). Στο υπόλοιπο σώμα ταινίες, στην κατώτερη επιφάνεια της βάσης τέσσερεις ομόκεντροι κύκλοι. Χείλος, λαιμός καθώς και η εξωτερική επιφάνεια των λαβών ολόβαφα. Ύψ.: 0,135 μ., Δ. Στ. εξ.: 0,105 μ., Δ. στ. εσ.: 0,088 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,175 μ. Πώμα βάση κύλικος, Διάμ. 0,078 μ. Άβαφη. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-Β. Βιβλιογραφία: Πρβ. π 220. Παρλαμά 1974α, σελ. 36 (π 904), σελ. 40, πίν. 28, 29, 31 Βικάτου 1999, σελ. 241.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

169

2. ΔΙΑΣΕΛΛΑ (ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ XVI, ΓΡΑΦΗΜΑ 15.1-15.2) π 183. ΑΦΑ 4235, 6210 (Πίν. 119, Σχέδ. 62) ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Α Ψευδόστομος αμφορέας (FS 171). Ακέραιος. Αποκρουσμένος σε σημεία της προχοής και της κοιλιάς. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή ερυθρή ερυθροκάστανη. Δίσκος επίπεδος. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Κοιλιά σφαιρική, ελαφρώς πιεσμένη. Βάση επίπεδη. Στον ώμο δύο στενές ζώνες διακόσμησης, συμπληρωμένες με λοξές, παράλληλες γραμμές και δικτυωτό (FM 57:2), στην αρχή της κοιλιάς στενή ζώνη διακόσμησης, πληρουμένη με ενάλληλες γωνίες (FM 58:33). Στο υπόλοιπο αγγείο ταινίες. Στη ράχη λαβών εγκάρσια γραμμίδια. Χείλος και λαιμός ολόβαφα, δίσκος με πλατιά, εγκάρσια ταινία. Ύψ.: 0,088 μ., Διάμ. δ.: 0,025 μ., Διάμ. στ.: 0,010 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,095 μ., Διάμ. β.: 0,033 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Βιβλιογραφία: Blegen 1937, εικ. 174 (297) στο σώμα ψευδοστόμου και 134 (410) μεταξύ των λαβών απιόσχημου πιθαμφορίσκου. Papadopoulos, 1979, Για ενάλληλες γωνίες στο σώμα ψευδοστόμων πρβ. και fig. 227 (21), 100 (f), 102 (a), 118 (g). Παραλλαγή δικτυωτού στον ώμο ψευδοστόμου πρβ. και fig 83 (b). Ενάλληλες γωνίες παρατηρούνται και στο σώμα πιθαμφορίσκων (εικ. 123f), κυλινδρικών αλαβάστρων (εικ. 141b, 143e), δίωτων αμφορίσκων (εικ. 159b). Souyoudzoglou 1999, Α 1519 και Α 1280 (αρτόσχημα αλάβαστρα από τα Μεταξάτα Κεφαλονιάς με ενάλληλες γωνίες μεταξύ των λαβών). Κουντούρη 2002, πίν. 84, ΜΧ 115, ευρύτατη ζώνη διακόσμησης, πληρουμένη με δικτυωτό, σε ώμο ψευδόστομου αμφορέως. Στενή ζώνη, πληρούμενη με δικτυωτό (όπως στον ψευδόστομο) σε στενόλαιμη πρόχου από Μεσσηνία (πίν. 161 - ΜΧ756). Στη σελ. 166, υποσ. 1471 σημειώνεται ότι το δικτυωτό δεν κοσμεί συχνά τον ώμο ψευδοστόμου. Stubbings 1947, σελ. 20 fig. 6 για ενάλληλες στο σώμα. Deshayes 1966, σελ. 143. Ψευδόστομος από τάφο ΧΧΧΙΙΙ (DV 191) και ψευδόστομος από τον τάφο ΧΧΧV (DV 184) συγκρίσιμοι ως προς το σχήμα με π 183. Επίσης και Pl LXXXIV (8), Pl. LXXXVI (5) ψευδόστομοι με ενάλληλες στο σώμα. Hiller 1975, taf. 23 (231). Δικτυωτό στον ώμο απιόσχημου πιθαμφορέα. Χρονολόγηση ΥΕΙΙΙΑ2.

Ιακωβίδης 1970, σελ. 177, εικ. 64, 9-10 (ενάλληλες στο σώμα ψευδοστόμων). Σγουρίτσα 1988, σελ. 13 και 88, πίν. 5 (13) ευρύτατη ζώνη με δικτυωτό στον ώμο ψευδόστομου. Benzi 1992, tav. 102 (b). Δικτυωτό στον ώμο ψευδοστόμου. Mountjoy 1994, σελ. 133, 113, 82. Mountjoy 1999, σελ. 109 (ψευδόστομος από Ασίνη με δικτυωτό στον ώμο), σελ. 409, 411 (ενάλληλες γωνίες στο άνω μέρος σώματος απιόσχημου ψευδόστομου αμφορέα από Αχαΐα), σελ. 409, 410 (ενάλληλες γωνίες στον ώμο άωτου αλαβαστροειδούς). Αναφορικά με το εξεταζόμενο αγγείο, η Mountjoy θεωρεί πως πρόκειται για μινωική εισαγωγή (βρίσκει αντίστοιχο το εικονιζόμενο στο Kanta 1980, fig. 27, 3:6) λόγω της χρήσης στενής ζώνης διακόσμησης με δικτυωτό - χαρακτηριστικό της ΥΜΙΙΙΑ2, της παρουσίας πλατιάς ζώνης διακόσμησης στην κοιλιά και της ύπαρξης λαβής με κάθετα γραμμίδια. Η Κάντα (Kanta 1980, σελ. 244) συνοψίζει πως τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της σχηματολογίας των ψευδοστόμων στην ΥΜΙΙΙΑ είναι: κωνικό απιόσχημο σώμα, το οποίο προς την ΥΕΙΙΙΑ2 γίνεται περισσότερο ή λιγότερο πεπιεσμένο, διακόσμηση που καταλαμβάνει όλο το άνω τμήμα του αγγείου και λαβές κοσμημένες με γραμμές. Στην περίπτωση του κρητικού αναλόγου παρατηρείται ότι δεν πρόκειται για διακόσμηση δικτυωτού αλλά δικτυωτών τριγώνων (cross hatched triangles πρβ. Kanta 1980, σελ. 250), ο ψευδόστομος είναι απιόσχημος (εντελώς άλλο σχήμα από το ηλειακό ανάλογο). Συνεπώς δεν φαίνεται πιθανή η εισαγωγή ή η σύγκριση των δύο συγκεκριμένων αγγείων. Επίσης ενάλληλες γωνίες κοσμούν και κυλινδρικά αλάβαστρα από Λακωνία (σελ. 265), Αχαΐα (σελ. 409), Μεσσηνία (πρβ. Κουντούρη 2002, εικ. 49, ΜΧ27).

π 193. ΑΦΑ 6211 ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Α Ψευδόστομος αμφορέας (FS 178). Συγκολλημένος από πολλά τεμάχια, ελλιπής σε τμήμα της προχοής και της κοιλίας, συμπληρωμένος. Πηλός λευκός υπόλευκος. Λαβές κατακόρυφες, κυκλικής διατομής, κοιλιά σφαιρική, έντονα πιεσμένη. Σώζονται ίχνη καστανέρυθρων ταινιών. Ύψ: 0,06 μ., Διάμ. δ.: 0,017 μ., Διάμ. στ.: 0,010 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,063 μ., Διάμ. β.: 0,019 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2.

170 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

π 182. ΑΦΑ 6213, 4011 (Πίν. 90) ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Α Τρίωτο αλάβαστρο (FS 94). Συγκολλημένο. Λείπει η μία λαβή. Συμπληρωμένο. Πηλός ωχροκάστανος, επίχρισμα κιτρινωπό. Βαφή καστανέρυθρη - καστανομέλανη. Χείλος πλατύ, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Σώμα κυλινδρικό, βάση κυρτή. Σχήμα γενικώς ασύμμετρο. Μεταξύ των λαβών και υπό αυτών ομάδες ελαφρώς λοξών, κατακόρυφων γραμμών (περ. FM 64:20). Στο υπόλοιπο σώμα εναλλαγή ανισομεγεθών ταινιών. Στην κατώτερη επιφάνεια της βάσης δύο παχείς, ομόκεντροι κύκλοι. Χείλος, λαιμός, λαβές ολόβαφα. Ύψ.: 0,132 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,08 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,075 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,15 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Πρβ. και π 222 με εξαιρετικά στενή ζώνη διακόσμησης. Για φυλλοφόρο σε απιόσχημους πρβ. και π 203. Immerwahr 1971, Pl. 57 (1), Pl. 65 (XXIV-20). Blegen - Rawson 1973, fig. 273 (6) - σελ. 214, fig. 292 (8). Παρλαμά 1974α, σελ. 50-52. Papadopoulos 1979, εικ. 137 (g), 138 (b, c), 139 (a, c), 140 (a, b, c, g), 141 (e), 240 (4). Το θέμα με παραλλαγές εντοπίζεται και σε αρτόσχημα αλάβαστρα εικ. 128 (e), 135 (g, f), πιθαμφορίσκους εικ. 122 (a, b), δίωτους αμφορίσκους 160 (c). Βικάτου 1999, σελ. 242. Κουντούρη 2002, σχεδόν όμοιος διάκοσμος στο ΜΧ7 (πίν. 138). Στο κυλινδρικό αλάβαστρο ΜΧ 111 (πίν. 75) τα γραμμίδια είναι περισσότερο πλατιά από το εξεταζόμενο και «κατεβαίνουν» προς το σώμα, πολύ πιο κάτω από τις λαβές, φθάνοντας σχεδόν στη μεγίστη διάμετρο. Morricone 1965/66, fig. 37 (371), σελ. 65. Κυλινδρικό αλάβαστρο με κατακόρυφα γραμμίδια. Ιακωβίδης 1970, σελ. 207-209 (γενική παρουσίαση του σχήματος) καθώς και εικ. 80, 484. Benzi 1975, tav. XIII (224). Παντελίδου 1975, σελ. 83 και πίν. 25β Σακελλαρίου 1985, τάφος 70, πίν. 90 (3062). Lewartowski 1987, Abb. 1 (1), σελ. 116. Το κόσμημα εμφανίζεται στους απιόσχημους πιθαμφορείς και στα αλάβαστρα στο τέλος της ΥΕΙΙΙΑ2 και επιβιώνει κατά την ΥΕΙΙΙΒ1. Shelton 1996, fig. 403 (drawing. 13). Στον ώμο κυλινδρικού αλαβάστρου φυλλοφόρος (σελ. 19). Karantzali 2001, 18653 (fig. 35) - FM 64:19 - YEIIIA2 (ανάμεσα στις λαβές κυλινδρικού αλαβάστρου). Καραμήτρου - Μεντεσίδου 2003, εικ. 20 (σελ. 190), σε αρτόσχημο αλάβαστρο.

Το θέμα των γραμμιδίων (φυλλοφόρου) εξελίχθηκε ως εξής: στην αρχή τα γραμμίδια εκτείνονταν σε όλη την έκταση της ζώνης διακόσμησης και ακουμπούσαν το πλαίσιο της, σταδιακά, συν τω χρόνω (στην ΥΕΙΙΙΒ) δεν ακουμπούν το πλαίσιο (Μountjoy 1999, σελ. 387). Mountjoy 1999, σελ. 114 (πιθαμφορίσκοι από Αργολίδα με ζώνη διακόσμησης, πληρούμενη με κατακόρυφα γραμμίδια), 117 (γραμμίδια μεταξύ των λαβών κυλινδρικού αλαβάστρου από την Πρόσυμνα), 409 (γραμμίδα μεταξύ των λαβών πιθαμφορίσκου), 524526 (γραμμίδια σε κυλινδρικό αλάβαστρο από Αττική) 381, 387 (μάλιστα σημειώνεται ότι τα γραμμίδια πλέον δεν αγγίζουν το διακοσμητικό πλαίσιο), 393 (κατά τη συγγραφέα το σχήμα εμφανίστηκε αρχικά στην ΥΕΙΙΙΑ2) και 380 για το συγκεκριμένο. Πρβ. και απιόσχημο πιθαμφορίσκο με ευρύτατη ζώνη διακόσμησης, πληρουμένη με γραμμίδια από την Αττική (Σγουρίτσα 1988, πίν. 4 (14)). Mountjoy 1994, σελ. 147. Hood 1986, σελ. 11 (fig. 18).

π 185. ΑΦΑ 4236, 4237 (Πίν. 100, Σχέδ. 51) ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Α Πρόχους (FS 144/145). Σχεδόν ακέραιη, λείπει ελάχιστο τμήμα του στομίου. Πηλός και επίχρισμα κιτρινωπά - ωχροκάστανα. Βαφή καστανομέλανη. Στόμιο τριφυλλόσχημο. Λαβή κατακόρυφη, σχεδόν ημικυκλικής διατομής. Κοιλιά σφαιρική, πιεσμένη. Βάση δακτυλιόσχημη. Στον ώμο πέντε ομάδες αγκίστρων (FM 19:21). Στο υπόλοιπο σώμα δύο ομάδες ανισομεγεθών ταινιών. Στο λαιμό ταινίες, η εξωτερική επιφάνεια λαβής ολόβαφη. Ύψ.: 0,161 μ., Διάμ. β: 0,050 μ., Μέγ. διάμ: 0,14 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Βιβλιογραφία: Πρβ. π 185, 240, 317, 226, 227. BCH, 1957, σελ. 574. Papadopoulos, 1979, πίν. 151 (e) για το σχήμα. Βικάτου 1999, σελ. 242. Souyoudzoglou 1999, A 1050 (παραλλαγή του θέματος σε ψευδόστομο από Λακκίθρα). Κουντούρη 2002, πίν. 175 (ΜΧ 782) και σελ. 137, υποσ. 1137. Παραπλήσιο σχήμα με ίδια διακόσμηση στον ώμο. Deshayes 1966, πίν. LXXXVI (4). Hiller 1975, taf. 29 (268). Πρόκειται για πρόχου (FS 149) με διακόσμο στον ώμο άγκιστρα (FM 19:17). Χρονολόγηση ΥΕΙΙΙΒ. Benzi 1992, tav. 154 (SP F/4). Ενάλληλες στον ώμο πρόχου, πρόκειται για άλλο σχήμα και διαφορετική μεθοδολογία χωροθέτησης διακόσμησης.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

Σγουρίτσα 1988, σελ. 86 (διεξοδική ανάλυση τυπολογικής - χρονολογικής κατάταξης πρόχων). Mountjoy 1999, σελ. 381 (για το συγκεκριμένο αγγείο), (για το μοτίβο) σελ. 123 (στον ώμο αργολικού ψευδόστομου), 218-218 (στον ώμο φλασκίου από Κορινθία), 409 (στον ώμο κυλινδρικού αλαβάστρου από την Αχαΐα), 529-530 (στον ώμο ψευδοστόμου από την Αττική), 117-118 και 121-122 (σε πρόχου της ΥΕΙΙΙΑ2 από Αργολίδα). Mountjoy 1994, σελ. 211 (για εξέλιξη σχήματος της ραμφόστομης πρόχου). Η προχοή συν τω χρόνω μειώνεται σε μήκος.

π 187. ΑΦΑ 6211 (Πίν. 99) ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Α Αλαβαστροειδής προχοΐσκη (FS 87). Ακέραιη, απολεπισμένη σε τμήματα του σώματος. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανομέλανη. Χείλος πλατύ, ελαφρώς έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβή κατακόρυφη, κυκλικής διατομής. Σώμα σφαιρικό, έντονα πιεσμένο. Βάση επίπεδη. Ολόβαφη εξωτερικώς. Ύψ.: 0,067 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,044 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,036 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,801 μ. Διάμ. β.: 0,032 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ1. Βιβλιογραφία: Γιαλούρης 1964, πίν. 186 (γ). Παρλαμά 1974α,σελ. 41 (πίν. 32γ). Papadopoulos, 1979, σελ. 93 και πίν. 152t και πίν. 155 (d-e). Lolos 1987, σελ. 275-279, 283 (παρακολουθεί το σχήμα διαχρονικά, από την εμφάνισή του, δηλ. τη ΜΕΙΙΙ). Βικάτου 1999, σελ. 242. Ιακωβίδης 1970, σελ. 234-236 (αναφέρονται πληροφορίες γενικώς για τα προχοΐδια). Kanta 1980, σελ. 278. Υποστηρίζεται ότι το FS 87 αποτελεί σαφώς μινωικής επινόησης σχήμα. Mountjoy 1994, σελ. 47, 48, 79, 107, 193. Mountjoy 1999, σελ. 318, 379-381, 410 (αχαϊκά δείγματα επίσης ολόβαφα), 455 (εντελώς διαφορετικό το σχήμα στη διάρκεια της ΥΕΙΙΙΓ).

π 206. ΑΦΑ 4242 (Πίν. 77) ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Α Αμφορέας (FS 58/59). Ελλιπής σε μικρό τμήμα της κοιλιάς, θραυσμένος σε πολλά σημεία. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή μελανή - καστανομέλανη. Χείλος πλατύ, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Σώμα ωοειδές. Βάση επίπεδη. Ολόβαφος.

171

Ύψ.: 0,252 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,108 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,085 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,22 μ. Διάμ. β.: 0,077 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη). Βιβλιογραφία: Όπως π 219. Η θέση των λαβών στον ώμο αποτελεί σαφή διαφοροποίηση από τη χωροθέτησή τους στην κοιλιά. Οι λαβές ομοιάζουν με αντίστοιχες στον ώμο τετράωτων αμφορέων της Αχαΐας.

π 199. ΑΦΑ 4229 (Πίν. 84) ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Α Τρίωτος, πιθαμφορίσκος (FS 47) με πώμα, βάση κύλικας. Ακέραιος, αποκρουσμένος σε διάφορα σημεία, βαφή απολεπισμένη. Πηλός και επίχρισμα ωχροκίτρινα - υπόλευκα. Βαφή καστανομέλανη. Χείλος πλατύ, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Σώμα απιόσχημο, κωνικό. Βάση επίπεδη - κοίλη. Μεταξύ των λαβών δύο επάλληλες σειρές από ελαφρώς λοξές, βραχείες, ανισομεγέθεις γραμμές (περ. 64:19-20). Ακολουθούν ταινίες. Στην εξωτερική επιφάνεια λαβών ταινίες. Χείλος και βάση ολόβαφα. Ύψ.: 0,126 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,096 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,877 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,128 μ. Διάμ. β.: 0,043 μ. Πώμα βάση κύλικος, διαμέτρου 0,079 μ. Άβαφη. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Papadopoulos, 1979, παραλλαγή του fig. 122 (a) Souyoudzoglou 1999, σελ. 62 (παραλλαγή θέματος). Mountjoy 1994, σελ. 77, 104. Mountjoy 1999, σελ. 132 (στενές οι ζώνες διακόσμησης κατά την ΥΕΙΙΙΒ), 385 (για ηλειακά δείγματα), σελ. 408-409 (παραλλαγή θέματος σε πιθαμφορίσκο από Αχαΐα).

π 200. ΑΦΑ 4229, 4230 (Πίν. 84) ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Α Τρίωτος πιθαμφορίσκος (FS 45). Λείπουν οι δύο λαβές και μικρό τμήμα του χείλους. Αποκρουσμένος στην περιοχή του χείλους. Συμπληρωμένος. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανομέλανη καστανέρυθρη. Χείλος έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Σώμα απιόσχημο - κωνικό. Βάση επίπεδη - κοίλη. Μεταξύ των λαβών γλωσσοειδή κοσμήματα. Στην κοιλιά δύο ζεύγη επάλληλων ταινιών. Χείλος, λαιμός, λαβές, βάση ολόβαφα. Ύψ.: 0,123 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,094 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,071 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,125 μ., Διάμ. β.: 0,046 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙA2/B.

172 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Βιβλιογραφία: Όπως π 199. Επιπλέον και Κουντούρη 2002, πίν. 85 (ΜΧ 121). Το μοτίβο είναι ταυτόσημο, η χωροθέτηση διαφοροποιείται (στο ηλειακό αγγείο «πλησιάζει» το λαιμό), ενώ το μεσσηνιακό αντίστοιχο έχει περισσότερο απιόσχημο και ταυτόχρονα ραδινό σώμα. Stubbings 1947, pl. 12 (3). Πρόκειται για σαφώς ορισμένη ζώνη διακόσμησης.

π 181. ΑΦΑ 6207, 4231, 7010 (Πίν. 97, Σχέδ. 50) ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Β Πολλαπλό αγγείο (Κέρνος) (FS 324). Αποτελείται από τέσσερις, άωτους πιθαμφορίσκους (FS 47). Οι δύο από αυτούς ακέραιοι, οι άλλοι δύο συμπληρωμένοι. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανέρυθρη. Χείλος πλατύ, έξω νεύον. Σώμα απιόσχημο. Βάση επίπεδη. Λαβή καλαθοειδής ταινιωτή, με έντονη κεντρική νεύρωση. Στη λαβή ενάλληλες γωνίες (FM 58:32, 33). Στο χείλος παχειές, λοξές γραμμές και στον ώμο δικτυωτό (FM 57:2). Oλόβαφα, ο λαιμός, οι λαβές και η βάση των πιθαμφορίσκων. Ύψ. μετά της λαβής: 0,16 μ. Ύψ.: 0,078 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,052 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,037 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,064 μ., Διάμ. β.: 0,028 μ. (διαστάσεις πιθαμφορίσκων). Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: BCH 1957, σελ. 574-575. ΠΑΕ 1958, πίν 92β. Παρλαμά 1974α, σελ. 37-38. Papadopoulos 1979, σελ. 105 και 106, εικ. 173 (και ειδικά το e), 263 (a), 172 (παρατηρούνται φυσικά διαφορές ως προς το σχήμα). Στην περίπτωση της Αχαΐας συναντώνται σύνθετα αγγεία αποτελούμενα από δύο ή τρία αγγεία (πιθαμφορίσκους, αλάβαστρα). Βικάτου 1999, σελ. 243-244. Souyoudzoglou 1999, σελ. 63, A1528, Α1316, Α1317, Α1315, Α1024 pl. 5 (από τα Μεταξάτα και τη Λακκίθρα Κεφαλονιάς). Στα Ιόνια η πλειοψηφία των συνθέτων αγγείων αποτελείται από πιθαμφορίσκους. Το αγγείο εμφανίζεται στην ΥΕΙΙΙΑ2 αλλά καθίσταται δημοφιλές στην ΥΕΙΙΙΒ. Ιακωβίδης 1970, σελ. 212-213. Το νεκροταφείο της Περατής απέδωσε σύνθετα αγγεία αποτελούμενα από δύο έως τέσσερα αγγεία (πιθαμφορίσκοι και αλάβαστρα). Κατά τον ανασκαφέα αποτελούν δημιούργημα της μυκηναϊκής αγγειοπλαστικής με

ευρύτατη γεωγραφική διάδοση στην ηπειρωτική Ελλάδα. Hiller 1975, taf. 31 (287, 289, 288). Πολλαπλά αγγεία, αποτελούμενα από δύο ή τέσσερα αρτόσχημα αλάβαστρα. Διακόσμηση είτε με κύμα είτε με ενάλληλες. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Mountjoy 1999, σελ. 415 (σύνθετα αγγεία της Αχαΐας), 387 (για το εξεταζόμενο αγγείο), 391 (το τελευταίο αποτελείται από τρία κυλινδρικά αλάβαστρα κοσμημένα με κυματοειδή γραμμή και προέρχεται από νεκροταφείο Τρυπών - Κλαδέου), 451 και 460 (σύνθετα αγγεία από την Κεφαλονιά), 548-556 (σύνθετα αγγεία από Αττική). Thomatos 2006, σελ. 78. Το σχήμα εμφανίζεται στην ΥΕΙΙΙΒ και περιλαμβάνει πιθαμφορίσκους και αλάβαστρα. Mountjoy 1994, σελ. 176, εικ. 217.

π 207. ΑΦΑ 6219 (Πίν. 90) ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Β Τρίωτο αλάβαστρο (FS 94) με πώμα βάση κύλικας. Συγκολλημένο. Λείπει τμήμα του χείλους, του λαιμού και του σώματος. Συμπληρωμένο. Πηλός ερυθρός, επίχρισμα ωχροκάστανο. Βαφή ερυθρή ερυθροκαστανή. Χείλος κυρτό, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Σώμα κυλινδρικό, βάση κυρτή. Μεταξύ των λαβών λοξές, εξαιρετικά λεπτές, επάλληλες γραμμές. Χείλος, λαιμός και λαβές ολόβαφα. Πώμα βάση κύλικος, με κεντρική κοιλότητα και μικρό τμήμα στελέχους διαμέτρου 0,098 μ. Ολόβαφη εξωτερικά με καστανέρυθρη βαφή. Ύψ.: 0,18 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,12 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,087 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,22 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-Β1. Βιβλιογραφία: Βικάτου 1999, σελ. 243. Ιακωβίδης 1970, σελ. 207-209 (γενική παρουσίαση του σχήματος) καθώς και εικ. 80, 484. Σγουρίτσα 1988, πίν. 25, 2. Mountjoy 1999, σελ. 114-115 (στον ώμο πιθαμφορίσκου), 217 (στον ώμο ραμφόστομης πρόχου), 334335 (στον ώμο κυλινδρικού αλαβάστρου από Μεσσηνία), 519-520 (κυλινδρικό αλάβαστρο από Αττική με λοξές γραμμές στον ώμο και το σώμα).

π 195. ΑΦΑ 4238, 4239 (Πίν. 110, Σχέδ. 57) ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Β Ψευδόστομος αμφορεύς (FS 171). Σχεδόν ακέραιος, λείπει το μέγιστο τμήμα της προχοής, συμπληρωμένος. Πηλός και επίχρισμα υπόλευκα. Βαφή καστανή -

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

καστανέρυθρη. Δίσκος επίπεδος. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Κοιλιά σφαιρική. Βάση επίπεδη. Μεταξύ των λαβών διπλά ή εξαπλά τόξα, καμπύλες γραμμές άγκιστρα (FM 19) και μυκηναϊκό άνθος (FM 18:136). Στο υπόλοιπο σώμα ανισομεγέθεις ταινίες. Δίσκος φέρει σπείρα με τονισμένο το κέντρο του, ενώ η ράχη λαβών ολόβαφη, εξαιρουμένου μικρού τριγώνου. Ύψ.: 0,14 μ., Διάμ. Δ.: 0,032 μ., Διάμ. στ.: 0,024 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,145 μ., Διάμ. β.: 0,058 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-ΥΕΙΙΙΒ1. Βιβλιογραφία: Πρβ. π 410, 317 (για άγκιστρα), π 410, 238, 225, 195, 313 (για το μυκηναϊκό άνθος). Για το κόσμημα του άνθους πρβ. και π 12286. Blegen 1937, fig. 722 (145). Σχεδόν το ίδιο διακοσμητικό θέμα, διαφοροποιείται σχετικώς ως προς την απόδοση του άνθους (πιο έντονη απόδοση στήμονος). Παρλαμά 1971, σελ. 55 πίν. Λγ. Παρλαμά 1974α, σελ. 52 και σελ. 53, εικ. 8. Papadopoulos, 1979, για το διάκοσμο του δίσκου λαβών πρβ. και πίν. 207 (12), πίν. 106 (j) και 209 (ι) για το κόσμημα των αγκίστρων. Βικάτου 1999, σελ. 240. Κουντούρη 2002. Σχεδόν πανομοιότυπη απόδοση του άνθους εικ. 94 (ΜΧ 67) και εικ. 94 (ΜΧ 282). Stubbings 1947, σελ. 17, fig. 4 (16). Το άνθος δεν είναι διάστικτο. Morricone 1965/66, fig. 240 (191), σελ. 191 (από τάφο 48). Ιακωβίδης 1970, σελ. 109 (για το κόσμημα των αγκίστρων). Σγουρίτσα 1988, πίν. 3 (8). Παρόμοιο άνθος (FM 18:113) στο σώμα κύλικας (FS 258). Η Σγουρίτσα τοποθετεί χρονικώς την κύλικα στην ΥΕΙΙΙΒ1. Mountjoy 1999, σελ. 139-140 (ψευδόστομος από την Πρόσυμνα για κόσμημα του άνθους), σελ. 346-348 (για τη διακόσμηση του δίσκου λαβών - πρόκειται για σπείρα με κεντρική στιγμή, της οποίας το κέντρο εξαιρείται της βαφής) (ψευδόστομος από τη Μεσσηνία), 387. Από την Αττική (Ακρόπολη) προέρχεται ένας ψευδόστομος συγκρίσιμος με το υπό εξέταση αγγείο. Στον ώμο έχει άνθος (FM 18, 136) και στο σώμα άγκιστρο (πρβ. σελ. 547 και 548), ενώ στη σελ. 549 εικονίζεται διάστικτο μυκηναϊκό άνθος.

π 210. ΑΦΑ 4243 (Πίν. 76, Σχέδ. 43) ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Β Τρίωτος αμφορέας (FS 37/38). Πρακτικά ακέραιος, μία λαβή συγκολλημένη, ρωγμή στην κοιλιά. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανομέλανη. Χείλος πλατύ, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς.

173

Λαβές κατακόρυφες, κυκλικής διατομής. Κοιλιά ωοειδής. Βάση δισκοειδής. Μεταξύ των λαβών μετωπικές, μεμονωμένες σπείρες (FM 52:1). Η ζώνη διακόσμησης οριοθετείται με ταινίες. Χείλος, λαιμός, εξωτερική επιφάνεια λαβών καθώς και η βάση ολόβαφα. Ύψ.: 0,37 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,123 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,104 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,318 μ., Διάμ. β.: 0,123 μ. Πώμα βάση κύλικος, με εσωτερική κεντρική κοιλότητα. Πηλός πορτοκαλέρυθρος. Επίχρισμα ωχροκάστανο. Βαφή ερυθροκάστανη. Εξωτερικά ταινίες. Διάμ.: 0,088 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ (η Mountjoy τοποθετεί χρονικά το αγγείο στην ΥΕΙΙΙΑ2). Βιβλιογραφία: Blegen 1937, σελ. 305 (7α), 449 και 450. Wace 1932, σελ. 171, 172. Benzi 1992, tav. 44 (b). Πρόκειται σαφώς για τρίωτο αμφορέα FS 35. Χρονικώς τοποθετείται στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Karantzali 2001, 16520 (fig. 37) - FS 37 - FM 46:52. Χρονικώς τοποθετείται στην ΥΕΙΙΙΒ/Γ πρώιμη. Mountjoy 1997, σελ. 112. Mountjoy 1999, σελ. 380.

π 201 ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Γ Τρίωτος πιθαμφορίσκος (FS 45/47). Συγκολλημένος από πολλά τεμάχια, λείπουν οι δύο λαβές και τμήματα της κοιλιάς. Αποκρουσμένος σε πολλά σημεία του χείλους και της βάσης. Πηλός και επίχρισμα υποκίτρινα - υπόλευκα. Χείλος πλατύ, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Σώμα απιόσχημο. Βάση επίπεδη - κοίλη προς το κέντρο. Σε όλη την επιφάνεια ίχνη εξίτηλης καστανέρυθρης βαφής. Ύψ.: 0,146 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,087 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,070 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,129 μ., Διάμ. β.: 0,047 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β.

π 202. ΑΦΑ 6208, 7009 (Πίν. 83, Σχέδ. 46) Διάσελλα - τάφος Γ Τρίωτος πιθαμφορίσκος (FS 47). Ακέραιος. Πηλός ωχροκάστανος. Επίχρισμα ωχροκάστανο - υπόλευκο. Βαφή καστανομέλανη. Χείλος πλατύ, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής, σχεδόν στο ύψος της μεγίστης διαμέτρου του αγγείου. Σώμα απιόσχημο. Βάση δισκοειδής. Διακόσμηση από παράλληλες διαγώνιες γραμμές και δικτυωτό (FM 57:1). Στο υπόλοιπο σώμα ισομεγέθεις, λεπτές ταινίες. Χείλος, λαιμός, λαβές, βάση ολόβαφα.

174 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Ύψ.: 0,16 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,095 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,080 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,138 μ., Διάμ. β.: 0,049 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/B. Βιβλιογραφία: Πρβ. και π 203.

π 203. ΑΦΑ 6208 (Πίν. 84) ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Γ Τρίωτος πιθαμφορίσκος (FS 44/45). Συγκολλημένος από πολλά τεμάχια, λείπει τμήμα της κοιλιάς, του χείλους και της βάσης, βαφή απολεπισμένη. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανομέλανη. Χείλος πλατύ, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Σώμα απιόσχημο. Βάση επίπεδη, με κεντρική κοιλότητα, η οποία έφερε μαστοειδή έξαρση στο κέντρο της. Μεταξύ των λαβών παράλληλες, διαγώνιες γραμμές (FM 64:19). Στο υπόλοιπο σώμα ισοπαχείς, επάλληλες ταινίες. Χείλος, λαιμός, λαβές και βάση ολόβαφα. Ύψ.: 0,17 μ., Δστ. εξ.: 0,11 μ., Δστ. εσ.: 0,096 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,147 μ., Διάμ. β.: 0,045 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙA2/Β. Βιβλιογραφία: Πρβ. και γραμμίδια αλαβάστρων στο π 222. Γιαλούρης 1961/2, πίν. 118 (δ). Απιόσχημος πιθαμφορίσκος από θαλαμωτό τάφο Στρεφίου. Blegen 1937, fig. 111 (206), 174 (296), 178 (305), 134 (369), 644(256), 572 (762), 473 (924), 714(18). O εικονιζόμενος στην fig. 173 (313) κοσμείται με ομάδες τριων κατακορύφων γραμμών, ενώ άλλος απιόσχημος (fig. 174-296) φέρει διάκοσμο λοξών επάλληλων γραμμών. Το σχήμα αποτελεί εξέλιξη ΥΕΙ αγγείου (σελ. 403, 416 κεξ). Το μικρότερο έχει ύψος 0,077 μ. και το υψηλότερο ξεπερνά το 0,54 μ. Papadopoulos, 1979, fig. 121 (f), 122 (a, b). Tα γραμμίδια δεν αποδίδονται με την καμπυλότητα του ηλειακού αναλόγου. Papadopoulos 1979a, fig. 1-2. Απιόσχημοι με κατακόρυφα γραμμίδια, παραλλαγές φυλλοφόρου. Wace 1932, pl. XLV (7), σελ. 91. Stubbings 1947, πίν. 12 (6). Hankey 1952, pl. 21 (Γ και Δ). Immerwahr 1971, pl. 57 (1). Rudolf 1973, τάφος IV, taf. 15 (Gr. IV, 3) και σχεδόν πανομοιότυπη διακόσμηση ο απιόσχημος στο taf. 40 (Gr. XVI 14). Hiller 1975, taf. 26 (248), σελ. 91. Benzi 1975, tav. XIII (230) (ομάδες κατακορύφων γραμμών σε απιόσχημο), tav. XXIV (421) και tav. XXXI (529), η ίδια διακόσμηση.

Σγουρίτσα 1988, πίν. 4 (14). Ευρύτατη ζώνη διακόσμησης με κατακόρυφα γραμμίδια σε απιόσχημο πιθαμφορίσκο (FS 45), χρονολογούμενος στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Benzi 1992, tav. 104 (a), ΙΙΙ (f), 130 (c), 140 (e). Shelton 1996, fig. 173 (313) - FM 64 - YEIIIA2. Ομάδες κατακόρυφων γραμμιδίων. Mountjoy 1996, σελ. 52, fig. 6 (27). Ο απιόσχημος χρονικώς τοποθετείται στην ΥΕΙΙΙΑ2. Ο απιόσχημος στην εξέλιξη της ΥΕΙΙΙΑ2 αποκτά στενή ζώνη διακόσμησης, ενώ το μοτίβο συνεχίζει κάτω από τις λαβές. Shelton 2000, σελ. 57, fig. 17. Σε απιόσχημο πιθαμφορέα της ΥΕΙΙΙΒ1. Σγουρίτσα 2001, σελ. 10-11, εικ. 10 (33). Mountjoy 1990, σελ. 266. Mountjoy 1999, σελ. 114-115 (από Αργολίδα - ευρύτερη ζώνη διακόσμησης), σελ. 524-525 (Αττική ευρύτερη ζώνη διακόσμησης). Mee - Doole 1993, pl. 1 (4). Στενή ζώνη διακόσμησης φυλλοφόρο σε FS 45.

π 204 ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Γ Προχοϊκός κυάθος (περ. FS 253). Προχοή και λαβή συγκολλημένα. Πηλός και επίχρισμα ερυθρά. Άβαφος. Χείλος πλατύ, έξω νεύον. Λαβή ταινιωτή, υπερυψωμένη, ξεκινά από το χείλος και απολήγει στο σώμα. Σώμα ημισφαιρικό, αβαθές. Βάση αδιαμόρφωτη, κυρτή. Ύψ.: 0,066 μ., Ύψ. Μετά λαβής: 0,087 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,148 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,103 μ., Διάμ. β.: 0,055 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙB. Βιβλιογραφία: Blegen 1937, fig. 150 (350), 156 (426), 184 (439), 396 (85), 431 (168), 454 (121). Άλλα έχουν βαθύ και άλλα ρηχό σώμα, όλα όμως διαθέτουν υπερυψωμένη λαβή. Papadopoulos, 1979, εικ. 270 (i). Βικάτου 1999, σελ. 242, 243. Ιακωβίδης 1970, σελ. 213-216. Σγουρίτσα 1988, σελ. 94-95. Mountjoy 1999, σελ. 127 και 141 (τα αργολικά ανάλογα φέρουν διακόσμηση, συνήθως κύματος, και διαθέτουν διακεκριμένη βάση), 388, 412 (δείγμα από Αχαΐα με εικονιστική διακόσμηση), 537 (Αττική, διάκοσμος κύματος).

π 184. ΑΦΑ 4228, 6209 ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Γ Κύαθος (FS 237/8). Συγκολλημένος από πολλά όστρακα. Λείπει τμήμα του χείλους και της κοιλιάς.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

Συμπληρωμένος. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανομέλανη. Χείλος πεπλατυσμένο. Λαβή κατακόρυφη, υπερυψωμένη, ταινιωτή. Σώμα ημισφαιρικό. Βάση δακτυλιόσχημη. Ολόβαφος. Ύψ.: 0,066 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,102 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,093 μ., Διάμ. β.: 0,033 μ. Χρονολόγηση: YEIIIΑ2. Βιβλιογραφία: Blegen 1937, fig. 173 (306), 373 (856, 849), 498 (45, 47), 404 (832, 840), 455 (155). Παρλαμά 1971, σελ. 55, πίν. ΛΑβ. Papadopoulos, 1979, σελ. 120 και 121, πίν. 182 (c), 270 (e) Βικάτου 2001α, σελ. 113, εικ. 64. Κουντούρη 2002, σελ. 242. Το σχήμα είναι δημοφιλές και εμφανίζεται στη Λακωνία, τη δυτική Πελοπόννησο (Αχαΐα, Ηλεία) και την Αττική, ενώ απουσιάζει από το ανατολικό Αιγαίο. Σγουρίτσα 1988, σελ. 95.

π 186. ΑΦΑ 6206 ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Γ Προχοϊκός κυάθος (περ. FS 249). Συγκολλημένος. Πηλός τεφρός. Λαβή κατακόρυφη, κυκλικής διατομής, η οποία ξεκινά από το χείλος και απολήγει στην κοιλιά του αγγείου. Σώμα βαθύ, σφαιρικό. Ολόβαφο εξωτερικά και εσωτερικά με καστανή - φαιά βαφή. Ύψ.: 0,073 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,071 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,069 μ., Διάμ. β.: 0,039 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: BCH, 1957, σελ. 577. Blegen 1937, fig. 176 (293), 192 (874). Papadopoulos, 1979, σελ. 122 και 123, πίν. 185 (d), 273 (f). Ο Παπαδόπουλος υποστηρίζει ότι ο συγκεκριμένος τύπος εμφανίζεται στην ΥΕΙΙΙΑ2, επιβιώνει στην ΥΕΙΙΙΒ και κυριαρχεί στην πρώιμη ΥΕΙΙΙΓ. Γνωρίζει ευρύτατη γεωγραφική διάδοση (Αργολίδα, Αττική, Βοιωτία, Δωδεκάνησα). Συνήθως ολόβαφα εσωτερικώς και εξωτερικώς. Stubbings 1947, fig. 9:4. Hiller 1975, taf. 32 (303). Σγουρίτσα 1988, σελ. 79 και 95 (η συγγραφέας χρησιμοποιεί τον όρο προχοϊκό κυάθιο). Mountjoy 1994, σελ. 93, 120, 154. Mountjoy 1999, σελ. 127 (αργολικό αγγείο της ΥΕΙΙΙΑ2), σελ. 412 (αχαϊκά δείγματα ολόβαφα. Η Mountjoy χρονικώς τα τοποθετεί στην ΥΕΙΙΙΑ2, υποστηρίζει ότι στη ΒΑ Πελοπόννησο φέρουν διακόσμηση, ενώ στην περιφέρεια της μυκηναϊκής επικράτειας (π.χ. Φωκίδα, Λακωνία) είναι ακόσμητα.

175

π 188. ΑΦΑ 6206 ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Γ Προχοϊκός κύαθος (FS 249). Ακέραιος. Χείλος πλατύ, έσω νεύον. Λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή. Βάση δακτυλιόσχημη. Ολόβαφο με καστανέρυθρη - καστανομέλανη βαφή. Ύψ.: 0,062 μ., Διάμ. στ.: 0,066 μ., Διάμ. β.: 0,030 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/B. Βιβλιογραφία: BCH, 1957, σελ. 577. Όπως π 204 και π 231.

π 190. ΑΦΑ 4230, 6210 (Πίν. 90) ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Γ Τρίωτο αλάβαστρο (FS 94). Συγκολλημένο. Λείπουν τμήματα του λαιμού και του χείλους. Συμπληρωμένο. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανέρυθρη. Χείλος έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Σώμα κυλινδρικό. Βάση κυρτή. Μεταξύ των λαβών κατακόρυφες γραμμές, στο υπόλοιπο σώμα ταινίες. Στην κατώτερη επιφάνεια της βάσης έξι ομόκεντροι κύκλοι, τρεις στην περιφέρεια και τρεις στο κέντρο. Λαιμός και λαβές ολόβαφα εσωτερικά και εξωτερικά. Ύψ.: 0,058 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,042 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,034 μ. Διάμ. β.: 0,073 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙB. Βιβλιογραφία: Πρβ. και π 222 και π 203. Παρλαμά 1974α, σελ. 50-52 Papadopoulos 1979, εικ. 137 (g), 138 (b, c), 139 (a, c), 140 (a, b, c, g), 141 (e), 240 (4). Το θέμα με παραλλαγές εντοπίζεται και σε αρτόσχημα αλάβαστρα εικ. 128 (e), 135 (g, f), πιθαμφορίσκους εικ. 122 (a, b), δίωτους αμφορίσκους 160 (c). Βικάτου 1999, σελ. 242. Morricone 1965/66, fig. 37 (371), σελ. 65. Ιακωβίδης 1970, σελ. 207-209 (γενική παρουσίαση του σχήματος) καθώς και εικ. 80, 484. Σγουρίτσα 1988, πίν. 25, 2 Thomas 2005, σελ. 465 (fig. 6:15). Mountjoy 1994, σελ. 147. Mountjoy 1999, σελ. 114 (πιθαμφορίσκοι από Αργολίδα με ζώνη διακόσμησης, πληρούμενη με κατακόρυφα γραμμίδια), 117 (γραμμίδια μεταξύ των λαβών κυλινδρικού αλαβάστρου από την Πρόσυμνα), 409 (γραμμίδα μεταξύ των λαβών πιθαμφορίσκου), 524526 (γραμμίδια σε κυλινδρικό αλάβαστρο από Αττική) 381, 387 (μάλιστα σημειώνεται ότι τα γραμμίδια πλέον δεν αγγίζουν το διακοσμητικό πλαίσιο), 393 (κατά τη συγγραφέα το σχήμα εμφανίστηκε αρχικά στην ΥΕΙΙΙΑ2) και 380 για το συγκεκριμένο.

176 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

π 196. ΑΦΑ 4228, 6209 (Πίν. 101) ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Γ Κύαθος (παραλλαγή του FS 238). Συγκολλημένος. Θραυσμένος σε πολλά σημεία, συμπληρωμένος. Χείλος πλατύ, έσω νεύον. Λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή, υπερυψωμένη, ξεκινά από το χείλος και απολήγει υπό αυτό. Σώμα ρηχό, ημισφαιρικό. Βάση δακτυλιόσχημη. Ολόβαφος με μελανο - καστανή βαφή. Ύψ.: 0,049 μ., Ύψ. μετά λαβής: 0,065 μ., Διάμ. στ.: 0,078 μ., Διάμ. β.: 0,026 μ. Χρονολόγηση: YEIIIA2/B. Βιβλιογραφία: Όπως π 184. Papadopoulos, 1979, σελ. 120, 121, πίν. 270 (περ. d). Βικάτου 2001α, σελ. 113, εικ. 64 (από τον τάφο 4 στη θέση «Πεύκες»). Mountjoy 1999, σελ. 412. Το αγγείο κατατάσσεται στο FS 238 (παραλλαγή του με υψηλή βάση) και χρονικώς στην ΥΕΙΙΙΑ2. Γενικώς είναι μονόχρωμο και πολύ δημοφιλές, κατά την ΥΕΙΙΙΑ2, στη ΒΔ Πελοπόννησο.

π 194. ΑΦΑ 6210 (Πίν. 86, Σχέδ. 48) ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Γ Τρίωτο αλάβαστρο (FS 85). Συγκολλημένο. Λείπει μεγάλο τμήμα του λαιμού, του χείλους, η μία λαβή, μεγάλο τμήμα του σώματος και της βάσης. Συμπληρωμένο. Πηλός ωχροκάστανος, επίχρισμα κιτρινωπό - υπόλευκο. Βαφή καστανή - καστανομέλανη. Χείλος έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Σώμα σφαιρικό, έντονα πιεσμένο. Βάση επίπεδη - κυρτή. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό (FM 57:2) και στην κοιλιά κύμα (FM 32, παρ.5). Η βάση ακόσμητη. Χείλος (εσωτερικά και εξωτερικά), λαβές και λαιμός ολόβαφα. Ύψ.: 0,081 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,592 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,054 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,112 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-Β. Βιβλιογραφία: Παρλαμά 1974α, σελ. 36 (π 906), 40 (π 2603). Βικάτου 1999, σελ. 242. Για δικτυωτό πρβ. π 220. Souyoudzoglou 1999, σελ. 62 (σε αλάβαστρο από Κοκολάτα Α334 και από παρόμοιο αγγείο από το Καμπί της Ζακύνθου Ζ41). Στην εργασία της Souyoudzoglou υποστηρίζεται χαρακτηριστικά “… the rock pattern is common on rounded LHIIIA2-B alabastra and is well represented in neighbouring Achaia, Elis and Zakynthos”. Το κύμα από τα πλέον δημοφιλή θέματα διακόσμησης του αλαβάστρου. Πρβ. Papadopoulos 1979, σελ.

86, Mountjoy 1999, σελ. 116 και 134 (για την ΥΕΙΙΙΑ2 και ΥΕΙΙΙΒ στην Αργολίδα), σελ. 381 (συχνά το κύμα είναι διάστικτο, άλλοτε με παραπλήρωση ροδάκων, κύκλων), σελ. 480-481 (Ζάκυνθο), σελ. 525 και 544 (ΥΕΙΙΙΑ2 και ΙΙΙΒ στην Αττική). Στην Πρόσυμνα (Blegen 1937, fig. 710(165), 709(151) και σελ. 445) το θέμα του κύματος συχνά συμπληρώνεται με ρόδακες/ανεμώνη. Ιακωβίδης 1970, σελ. 103 (για το δικτυωτό) και σελ. 208, εικ. 80, 674 (για το κόσμημα του δικτυωτού σε αλάβαστρα), (γενική παρουσίαση του σχήματος) καθώς και εικ. 80, 484. Για την παράσταση κύματος πρβ. και Μυλωνάς 1975, σελ. 237 αλλά και Stubbings 1947 (pl. 11, 2). Mountjoy 1985, σελ. 210 καθώς και σελ. 62 και 78. Mountjoy 1994, σελ. 210 Mountjoy 1999, σελ. 380, η ύπαρξη δύο ζωνών διακόσμησης, με διαφορετικό μοτίβο, θεωρείται στοιχείο μινωικό (πρβ. Kanta 1980, σελ. 250-251 και εικ. 8, 3, απιόσχημος πιθαμφορέας). Πρβ. και αλάβαστρο από Ρένια (Γιαλούρης 1964, πίν. 182) με διακόσμηση διαγραμμισμένων τριγώνων και κύματος. Επίσης και Papadopoulos, 1979, fig. 122 (g) σε κυλινδρικό αλάβαστρο. Η Κάντα υποστηρίζει (Kanta 1980, σελ. 89) ότι τα κυλινδρικά και αρτόσχημα αλάβαστρα είναι πολύ σπάνια στη μινωική Κρήτη, ενώ απουσιάζει και το μοτίβο του κύματος.

π 208. ΑΦΑ 4240 ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Γ Τρίωτο αλάβαστρο (FS 85).Συγκολλημένο από πολλά τεμάχια. Λείπει η μία από τις λαβές και μικρά τμήματα της κοιλιάς και της βάσης. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα - υπόλευκα. Βαφή καστανομέλανη, εξίτηλη στο σύνολο της επιφάνειας. Χείλος έντονα έξω νεύον. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Λαιμός βραχύς. Σώμα σφαιρικό, πιεσμένο. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό (FM 57:2). Στη βάση έξι ομόκεντροι κύκλοι. Χείλος, λαιμός, λαβές ολόβαφα. Πώμα βάση κύλικος, η οποία στην εξωτερική της επιφάνεια φέρει ίχνη καστανομέλανης βαφής. Ύψ.: 0, 181 μ., Διάμ. στ. εξ: 0,121 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,097 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,215 μ., Διάμ. β.: 0,070 μ. Πώμα βάση κύλικας, με εσωτερική κοιλότητα, Διάμ. 0,093 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-Β. Βιβλιογραφία: BCH 1957, σελ. 577, εικ. 12. Για δικτυωτό πρβ. και π 220.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

π 209. ΑΦΑ 6200 ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Γ Αμφορέας (FS 58/59) με πώμα βάση κύλικας. Συγκολλημένος και ελλιπής σε τμήματα της κοιλιάς. Πηλός και επίχρισμα υποκίτρινα - ωχροκάστανα. Βαφή καστανή - καστανομέλανη. Χείλος πλατύ, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Κοιλιά σφαιρική, πιεσμένη. Βάση επίπεδη. Χείλος, λαιμός, λαβές ολόβαφα. Η βάση λαβών κοσμείται με ταινία. Στο υπόλοιπο πλατειές ταινίες. Ύψ.: 0,34 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,139 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,108 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,31 μ., Διάμ. β.: 0,107 μ. Πώμα βάση κύλικος, με εσωτερική κοιλότητα, διαμέτρου 0,091 μ. Ολόβαφη με καστανέρυθρη βαφή. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη). Βιβλιογραφία: Γενικώς πρβ. και π 219.

π 191 ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Γ Προχοϊκός κυάθος (FS 249). Ελλιπής σε μικρό τμήμα του χείλους, συμπληρωμένος. Λαβή συγκολλημένη. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Χείλος έξω νεύον. Σώμα αβαθές, ημισφαιρικό. Βάση δισκοειδής. Ολόβαφο εξωτερικά και εσωτερικά με καστανέρυθρη βαφή. Ύψ.: 0,073 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,078 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,062 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,088 μ., Διάμ. β.: 0,027 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Όπως π 186.

π 192 (Πίν. 117) ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Γ Ψευδόστομος αμφορέας (FS 171). Λείπει η προχοή, αποκρουσμένος σε τμήματα του χείλους. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανή - καστανέρυθρη. Δίσκος επίπεδος. Λαβές κατακόρυφες, κυκλικής διατομής. Σώμα σφαιρικό, πιεσμένο. Βάση δακτυλιόσχημη. Στον ώμο επάλληλα γραμμίδια, διευθετημένα, ακτινωτά, σε κατακόρυφες στήλες (FM 19). Στο υπόλοιπο σώμα ανισοπαχείς ταινίες. Δίσκος ολόβαφος, εξαιρείται μόνο μία μικρή επιφάνεια στην περιφέρειά του. Λαβές, βάση ψευδούς στομίου και βάση ολόβαφα. Ύψ.: 0,075 μ., Διάμ. δ.: 0,014 μ., Διάμ. στ.: 0,013 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,077 μ., Διάμ. β.: 0,024 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Papadopoulos 1979, fig 208(c).

177

Κουντούρη 2002, Στον ΜΧ 17 (πίν. 141) απόλυτη ταύτιση κοσμήματος, ενώ στον ΜΧ 91 (πίν. 141) δεν παρατηρείται η αυστηρή χωροθέτηση των γραμμιδίων (όπως συμβαίνει και στον ηλειακό ψευδόστομο). Ιακωβίδης 1970, σελ. 165, εικ. 37 (950). Το κόσμημα αναφέρεται ως «ακτινωτάς στήλας βραχείων γραμμών». Αλεξοπούλου 1991, σελ. 141 (εικ. 5α).

π 211. ΑΦΑ 6215 (Πίν. 77, Σχέδ. 44) ΔΙΑΣΕΛΛΑ - ΤΑΦΟΣ Γ Αμφορεύς (FS 58/59). Συγκολλάται από πολλά τεμάχια, λείπουν τμήματα από το χείλος και την κοιλιά. Πηλός και επίχρισμα ερυθρωπά - ερυθροκαστανά. Χείλος πλατύ, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Κοιλιά ωοειδής. Βάση επίπεδη. Ολόβαφος με εξίτηλη, καστανομέλανη βαφή. Ύψ.: 0,348 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,145 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,113 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,332 μ., Διάμ. β.: 0,115 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη). Βιβλιογραφία: Όπως π 219.

π 3051. ΑΦΑ 4215 (Πίν. 142) ΔΙΑΣΕΛΛΑ ΟΙΚΙΣΜΟΣ Τμήμα πρόχου (FS 106). Συγκολλάται από πολλά τεμάχια. Σώζονται ο λαιμός με τμήμα του χείλους, η λαβή, μέρος του ώμου και του σώματος. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Χείλος έξω νεύον, λαιμός βραχύς. Λαβή κατακόρυφη, κυκλικής διατομής. Σώμα σφαιρικό. Διακόσμηση γραμμική με καστανέρυθρη βαφή στο άνω τμήμα της κοιλίας. Άλλη διπλή ταινία έχει γραφεί στη βάση του λαιμού. Σωζ. ύψος: 0,21 μ., Διάμ. στ.: περ. 0,126 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη). Βιβλιογραφία: Blegen 1937, 16-26 (16) καθώς και εικ. 167, 1140 (ίδιο σχήμα, διακόσμηση και χωροθέτηση κοσμήματος). Mountjoy 1994, σελ. 171, 148, 192. Mountjoy 1999, σελ. 395, 420, 427.

π 3048. ΑΦΑ 4210 (Πίν. 142) ΔΙΑΣΕΛΛΑ ΟΙΚΙΣΜΟΣ Δίωτος σκύφος (FS 284). Συγκολλημένος από πολλά τεμάχια, ελλιπής ως προς τη μία λαβή και τμήματα του σώματος και του χείλους. Συμπληρωμένος. Πηλός υπέρυθρος - πορτοκαλόχρωμος. Βαφή καστανομέλανη - καστανέρυθρη, εξίτηλη. Χείλος έξω νεύον. Βάση επίπεδη. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Μεταξύ των λαβών κυματοειδής γραμμή (FM 53:25). Το υπόλοιπο αγγείο εσωτερικά και εξωτερικά ολόβαφο.

178 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Σωζ. ύψος: 0,185 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,255 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,23 μ. Μέγ. Διάμ.: 0,265 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ2 - πρώιμη ΥΕΙΙΙΓ. Βιβλιογραφία: Γιαλούρης 1964 (Δύο σκύφοι από τη Ρένια). Morricone 1965/66, fig. 30 (362). Σκύφος με πλατιά κυματοειδή γραμμή μεταξύ των λαβών. Ιακωβίδης 1970, σελ. 219-222, όπου γίνεται γενική αναφορά στο σχήμα και τη διακόσμησή του. Σγουρίτσα 1988, σελ. 94. Mountjoy 1999, σελ. 158 (αργολικό ανάλογο με διακόσμηση ταινίας), σελ. 224 (από Κορινθία - διακόσμηση με απλή ταινία υπό του χείλους), 390 και 416 (σκύφοι από την Αχαΐα). Βλαχόπουλος 2002, σελ. 141. Σε δύο σκύφους από το Καμίνι εξαιρείται στενή ζώνη μεταξύ των λαβών, σε κάποιους πληρούται με κυματοειδή ταινία.

π 3049. ΑΦΑ 4211 (Πίν. 142) ΔΙΑΣΕΛΛΑ ΟΙΚΙΣΜΟΣ Τμήμα κυπέλλου (FS 226). Σώζεται σχεδόν το μισό. Συγκολλημένο. Αποκρουσμένο σε πολλά σημεία. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή ερυθρή/ καστανέρυθρη, εξίτηλη. Χείλος έξω νεύον, βάση επίπεδη. Στο σώμα φυτικό κόσμημα, που απολήγει, στο άνω τμήμα, σε ενάλληλες γωνίες αντί άνθους. Η ζώνη διακόσμησης άνω και κάτω ορίζεται με ταινίες. Ύψ.: 0,137 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Βικάτου 1999, σελ. 243. Κουντούρη 2002, σελ. 237. Το κύπελλο (αγγείο με μεταλλικά πρότυπα) αποτελεί διάδοχο σχήμα του κυπέλλου Βαφειού. Εμφανίζεται στην ΥΕΙΙΙΑ1 και στην ΥΕΙΙΙΒ1 αποκτά έντονα αμφίκοιλο περίγραμμα (κατά τη διάρκεια της ΥΕΙΙΙΑ/Β καθίσταται εξαιρετικά δημοφιλές). Εξαφανίζεται στην ΥΕΙΙΙΓ. Στην ΥΕΙΙΙΑ1 τα διακοσμητικά θέματα περιλαμβάνουν σπειροειδή, σπογγωτό, φολιδωτό, δικτυωτό, ενώ στην ΥΕΙΙΙΑ2 προστίθενται η κυματοειδής ταινία, το μυκηναϊκό άνθος, το φοινικόδενδρο. Στην ΥΕΙΙΙΒ δεν λείπουν και εικονιστικές παραστάσεις.

Stubbings 1947, pl. 8 (13) μόνο για το σχήμα. Ιακωβίδης 1970, σελ. 226-227. Το κύπελλο, εμπνευσμένο από μεταλλικά πρότυπα παράγεται σε ολόκληρη την ΥΕΙΙΙ. Στην ΥΕΙΙΙΒ συνήθως η διακόσμηση δεν είναι ενιαία αλλά χωρίζεται σε δύο ζώνες. Σγουρίτσα 1988, σελ. 94-95. Σγουρίτσα 2001, σελ. 31-32. Και στην Αττική το κύπελλο κοσμείται με φυτικό θέμα (άνθος). Mountjoy 1999, σελ. 550. Αναφέρεται χαρακτηριστικά “The bodies of the motifs run through both decorative zones to the base, a feature of this period”. Διακοσμητικό μοτίβο (πορφύρα), καλύπτει το σύνολο του σώματος και σε κύπελλο από την Αργολίδα (σελ. 148). Για το φυτικό κόσμημα πρβ. και σελ. 557 (276).

π 3046. AΦΑ 4212 (Πίν. 142) ΔΙΑΣΕΛΛΑ ΟΙΚΙΣΜΟΣ Ψευδόστομος αμφορίσκος (FS 171). Συγκολλημένος, συμπληρωμένος. Λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή, κοιλιά σφαιρική, πιεσμένη. Βάση δισκοειδής. Διακόσμηση εξίτηλη με καστανομέλανη βαφή. Ύψ.: 0,16 μ., Διάμ. δ.: 0,033 μ., Διάμ. στ.: 0,026 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,16 μ., Διάμ. β.: 0,061 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ. Βιβλιογραφία: Mountjoy 1994 σελ. 84, 86.

ΒΕ 1061. ΑΦΑ 4213 (Πίν. 142) ΔΙΑΣΕΛΛΑ ΟΙΚΙΣΜΟΣ Μόνωτη κύλικα (FS 267). Συγκολλημένη, ελλιπής σε τμήματα του χείλους, του σώματος και της βάσης. Συμπληρωμένη. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Χείλος ευθύ. Λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή. Γάστρα κωνική, με έντονη γωνίωση κάτω από το χείλος. Στέλεχος βραχύ. Βάση δισκοειδής, επίπεδη, αβαθή, κεντρική κοιλότητα. Άβαφη. Ύψ.: 0,122 μ., Διάμ. στ.: 0,123 μ., Διάμ. β.: 0,060 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ2 - πρώιμη ΥΕΙΙΙΓ. Βιβλιογραφία: Papadopoulos 1979, εικ. 179 d. Mountjoy 1994, σελ. 212.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

179

3. ΘΑΛΑΜΩΤΟΙ ΤΑΦΟΙ ΣΤΡΑΒΟΚΕΦΑΛΟΥ (ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ XVII, ΓΡΑΦΗΜΑ 16.1-16.2) π 307 (Πίν. 100, Σχέδ. 51) Στραβοκέφαλο Κλαδέος - τάφος ΙΙ Οπισθότμητη ραμφόστομη προχοΐσκη (FS 145). Ακέραιη. Πηλός ωχροκάστανος. Επίχρισμα στο χρώμα του πηλού, εξίτηλο και σε πολλά σημεία απολεπισμένο. Βαφή καστανέρυθρη - πορτοκαλόχρωμη. Λαβή κατακόρυφη, σχεδόν ημικυκλικής διατομής. Σώμα σφαιρικό, εξαιρετικά πιεσμένο. Βάση δισκοειδής. Στον ώμο είδος δικτυωτού/διάγραμμης ρακέτας. Στο υπόλοιπο σώμα ομάδα επάλληλων, ισοπαχών γραμμών, οριζόμενες άνω και κάτω με ταινίες. Ύψ.: 0,095 μ., Διάμ. στ.: 0,035 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,086 μ., Διάμ. β.: 0,035 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙA2/B. Βιβλιογραφία: Papadopoulos, 1979, σελ. 92-93, fig. 151 (e) και 242 (f) (για το σχήμα). Souyoudzoglou 1999, σελ. 63 (για FS 149). Στην Αργολίδα ανάλογο σχήμα (μικρών διαστάσεων παραλλαγή του FS 145) κοσμείται με πλοχμό, U-σχημα, φυλλοφόρο ταινία (Mountjoy 1999, σελ. 121-122). Στη Μεσσηνία πολυάριθμες πρόχοι με πλούσια μινωίζουσα διακόσμηση αρχικώς (ΥΕΙΙΑ-Β και εξής), σταδιακά το σχήμα εξελίσσεται σε FS 145 και 149 με γραμμικά μοτίβα αλλά δεν λείπουν και τα εικονιστικά (Mountjoy 1999, σελ. 327 και 336. Για Αχαΐα πρβ. ό.π., σελ. 415. Στην Αττική χρησιμοποιούνται θέματα όπως ο αργοναύτης, το κύμα, τα Ν-σχημα, η φυλλοφόρος ταινία, οι ενάλληλες γωνίες και οι αγκώνες (ό.π. σελ. 528). Mountjoy, 1994, σελ. 110-111.

π 306 Στραβοκέφαλο Κλαδέος - τάφος ΙΙ Ψευδόστομος αμφορίσκος (FS 171). Συγκολλημένος κατά το ψευδές στόμιο και τη μία από τις λαβές, συμπληρωμένος ως προς την άλλη, αποκρουσμένος σε πολλά σημεία. Βαφή καστανομέλανη πρόχειρη και αμελής. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Δίσκος κοίλος στο κέντρο του. Κοιλιά σφαιρική κωνική. Βάση δακτυλιόσχημη. Στον ώμο διαγραμμισμένα, διαποίκιλτα τρίγωνα, καθώς και διάστικτα σχηματοποιημένα μυκηναϊκά άνθη. Κάτω από αυτά επάλληλες, λεπτές ταινίες. Επάλληλες ταινίες κοσμούν και το κατώτερο τμήμα του σώματος μέχρι τη βάση. Χείλος, δίσκος (στο κέντρο του και μία στιγμή), βάση ολόβαφα.

Ύψ.: 0,079 μ., Διάμ. στ.: 0,017 μ., Διάμ δ.: 0,017 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,077 μ., Διάμ. β.: 0,018 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη). Βιβλιογραφία: Sougoudzoglou 1999, A 1343 ψευδόστομος από Λακκίθρα Κεφαλλονιάς (ώμος με διάστικτη διακόσμηση διευθετημένη σε σειρές - σχήματα). Ιακωβίδης 1970, σελ. 167 (1228).

π 305 (Πίν. 102) Στραβοκέφαλο Κλαδέος - τάφος ΙΙ Μόνωτο ρηχό κυάθιο (FS 237-8). Ακέραιο, απολεπισμένο στην εσωτερική του επιφάνεια και στην εξωτερική επιφάνεια της λαβής. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Χείλος έξω νεύον. Λαβή κατακόρυφη, κυκλικής διατομής, ελαφρώς υπερυψωμένη, που ξεκινά κάτω από το χείλος και απολήγει πάνω σε αυτό. Βάση δακτυλιόσχημη, με κεντρική κοιλότητα. Ολόβαφο με καστανέρυθρη/ερυθρά βαφή. Ύψ.: 0,027 μ., Ύψ. μετά λαβής: 0,053 μ., Διάμ. στ.: 0,053 μ., Διάμ. β.: 0,036 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Βιβλιογραφία: Όπως π 184. Παρλαμά 1974α, σελ. 40-41. Papadopoulos, 1979, σελ. 119-121, εικ. 270 (a-c). Βικάτου 1999, σελ. 243. Mountjoy 1999, Το σχήμα υφίσταται ήδη από την ΥΕΙΙΒ, χάνει όμως σταδιακά την εξεζητημένη διακόσμησή του (εσωτερικώς και εξωτερικώς) και από την ΥΕΙΙΙΑ1 και εξής αποκτά γραμμική διακόσμηση ή αποδίδεται ολόβαφο (σελ. 113, 127). Τα ολόβαφα κύπελλα αυτού του σχήματος καθίστανται εξαιρετικά δημοφιλή στην Ηλεία και στην Αχαΐα (σελ. 383).

π 304 (Πίν. 83) Στραβοκέφαλο Κλαδέος - τάφος ΙΙ Τρίωτος πιθαμφορίσκος (FS 47). Σώζεται μεγάλο τμήμα του σώματος με μία λαβή, η βάση και μικρό τμήμα του λαιμού και του χείλους, το υπόλοιπο συμπληρωμένο. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανέρυθρη/καστανομέλανη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Βάση επίπεδη. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό (FM 57, 2). Στο υπόλοιπο σώμα ομάδες επάλληλων

180 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

γραμμών εντός ταινιών. Ολόβαφα χείλος, λαιμός, λαβές, κάτω τμήμα σώματος και βάση. Ύψ.: 0,13 μ., Διάμ. στ.: 0,094 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,125 μ., Διάμ. β.: 0,049 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Για τη χρήση δικτυωτού σε αλάβαστρα πρβ. και π 220. Blegen 1937, fig. 714 (154), 551 (556), 572 (763), 368 (897), 473-476 (925, 954, 963), 515 (15), 572 (763). Οι απιόσχημοι πιθαμφορείς με δικτυωτό μεταξύ των λαβών. Blegen - Rawson 1973, σελ. 213 και fig. 273 (9). Δικτυωτό μεταξύ των λαβών απιόσχημου πιαθαμφρίσκου (FS 45). Papadopoulos, 1979, σελ. 83 και σελ. 84, εικ. 120 (b, h), 121 (a, d, e), 122 (g), 123 (b), fig. 228 (g), fig. 230 (I). Για Μεσσηνία πρβ. και Κουντούρη 2002, σελ. 44 και πίν. 8 (ΜΧ 328), πίν. 11 (ΜΧ 327), πίν. 125 (ΜΧ 105), πίν. 180 (ΜΧ 48). Stubbings 1947, pl. 12 (1). Morricone 1965/66, fig. 40 (σελ. 68). Ιακωβίδης 1970, σελ. 103 (γενική αναφορά στο κόσμημα του δικτυωτού) Rudolf 1973, taf. 30 (Gr. VIII, 9). Hiller 1975, taf. 26 (247), σελ. 91. Benzi 1975, tav. XXIV (419). Holmberg 1983, σελ. 25 (fig. 14) Μπάζιου - Ευσταθίου 1985, σελ. 30. Στον FS 44 ευρεία ζώνη δικτυωτού, η οποία σχεδόν αγγίζει τη μεγίστη διάμετρο, ο διάκοσμος συνεχίζει και κάτω από τις λαβές, ενώ το αγγείο χρονικώς τοποθετείται στην ΥΕΙΙΙΑ2. Σγουρίτσα 1988, σελ. 84-85 και πίν. 14 (42). Benzi 1992, tav. 4 (c) και σελ. 26 (για τη χρήση δικτυωτού στους απιόσχημους πιθαμφορείς). Mountjoy 1999, Το δικτυωτό είναι κυρίαρχο διακοσμητικό θέμα για τους αργολικούς πιθαμφορείς ήδη από την ΥΙΙΙΑ (σελ. 104, 115) και συνεχίζει και στην ΥΕΙΙΙΒ, περιορίζοντας το πλάτος της ζώνης διακόσμησης (σελ. 132). Για την Ηλεία πρβ. σελ. 378379 (ΥΕΙΙΙΑ1), 380 (ΥΕΙΙΙΑ2), και 385 (ΥΕΙΙΙΒ). Η Mountjoy για το δικτυωτό αναφέρει χαρακτηριστικώς “… the popularity of net in Elis…”. Στην ΥΕΙΙΙΑ1 Αχαΐα όλοι σχεδόν οι πιθαμφορείς κοσμούνται με δικτυωτό (σελ. 407). Στην ΥΕΙΙΙΑ2 η ζώνη διακόσμησης στενεύει και έτι περαιτέρω στην ΥΕΙΙΙΒ (σελ. 408 και 413). Για Κεφαλονιά πρβ. σελ. 449 αλλά και Souyoudzoglou 1999, σελ. 62. Αλλά και στην Αττική το δικτυωτό υπήρξε το κυρίαρχο διακοσμητικό θέμα στη ζώνη μεταξύ των λαβών των πιθαμφορίσκων (σελ. 525). Mountjoy 1994, σελ. 60, 61.

π 303 (Πίν. 89) Στραβοκέφαλο Κλαδέος - τάφος ΙΙ Τρίωτο αλάβαστρο (FS 85). Συγκολλημένο από πολλά τεμάχια, ελλιπές σε μικρό τμήμα του χείλους και μεγάλο τμήμα της κοιλιάς, συμπληρωμένο. Πηλός και επίχρισμα ωχρά/ωχροκάστανα. Βαφή ερυθρή, αμαυρή. Χείλος έντονα έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Σώμα σφαιρικό, πιεσμένο. Βάση επίπεδη. Μεταξύ των λαβών διαγραμμισμένα τρίγωνα (FM 61:18, 19). Στο υπόλοιπο σώμα ταινίες. Στην κάτω επιφάνεια της βάσεως τρεις ομόκεντροι κύκλοι. Χείλος, λαιμός και λαβές ολόβαφα. Ύψ.: 0,072 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,044 μ., Διάμ. στ. εσ: 0,048 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,098 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Γιαλούρης 1964, πίν. 182 (β). Αλάβαστρο με ζώνη διαγραμμισμένων τριγώνων μεταξύ των λαβών και κύμα στο σώμα. Παρλαμά 1971, σελ. 54-55, πίν. Λβ. Η Παρλαμά χρονικώς τοποθετεί το αγγείο στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Τριάντη 1978, πίν. 23. Papadopoulos, 1979, στο σώμα τριποδικού κυλινδρικού αλαβάστρου fig. 146 (b), 241 (26) και στο σώμα ψευδοστόμου αλαβάστρου fig. 98 (e). Βικάτου 1999, σελ. 241. Αραπογιάννη 1997, πίν. 103β - θαλαμωτός τάφος 2 στη Δάφνη. Souyoudzoglou 1999, σελ. 63 και πίν. 4-Α 1277 (στον ώμο πιθαμφορίσκου από τη Λακκίθρα Κεφαλονιάς). Ο πιθαμφορίσκος χρονολογείται στην πρώιμη ΥΕΙΙΙΓ, καθώς δεν είχε εντοπισθεί προγενεστέρως το εν λόγω μοτίβο. Benzi 1992, σελ. 26 (για διαγραμμισμένα τρίγωνα στη ζώνη μεταξύ των λαβών απιόσχημου πιθαμφορίσκου). Mountjoy 1999. Το FM 61:18, 19 θεωρείται κόσμημα μινωικής προέλευσης, ενώ πιθαμφορέας, διακοσμούμενος με το εν λόγω μοτίβο, χρονολογείται στην ΥΕΙΙΙΑ2 (σελ. 332). Ως παράλληλα αναφέρονται δύο αγγεία από την Ηλεία: ένας πιθαμφορίσκος από το Σαμικό με ενάλληλες και ένα αλάβαστρο από το Αγραπιδοχώρι. Επίσης πρβ. και σελ. 411 - διαγραμμισμένα τρίγωνα στον ώμο ψευδοστόμου από την Αχαΐα (περιοχή Αιγίου).

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

π 302 Στραβοκέφαλο Κλαδέος - τάφος ΙΙ Δίσκος βάσεως κύλικος. Άνω επιφάνεια δίσκου κυρτή και κάτω επιφάνεια με κεντρική κοιλότητα. Διακόσμηση άνω επιφάνειας βάσεως ταινιωτή. Διάμ: 0,087 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Βιβλιογραφία: Mountjoy 1990, 264.

π 308 (Πίν. 88) Στραβοκέφαλο Κλαδέος - τάφος ΙΙ Τρίωτο αλάβαστρο (FS 83). Λείπει η μία λαβή, αποκρουσμένο στο χείλος και την κοιλιά. Συμπληρωμένο. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανή/καστανομέλανη. Χείλος έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Σώμα έντονα πιεσμένο. Βάση επίπεδη, με αβαθή κοίλανση στο κέντρο της. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Σε όλο το σώμα δικτυωτό (FM 57:2). Τo κόσμημα ορίζεται άνω και κάτω από τρεις επάλληλες ταινίες. Χείλος, λαιμός, λαβές ολόβαφα. Στην κατώτερη επιφάνεια βάσης τρεις ομόκεντροι κύκλοι. Ύψ.: 0,54 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,041 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,032 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,081 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ1. Βιβλιογραφία: Όπως π 220. Επιπρόσθετα: Papadopoulos, 1979, fig. 131 (f). Το ακριβές αντίγραφο του ηλειακού αγγείου.

π 310 (Πίν. 93) Παρεδόθη από τον Παναγιωτακόπουλο, προερχόμενο από νεκροταφείο Στραβοκεφάλου Άωτο αλαβαστροειδές (FS 77). Σχεδόν ακέραιο. Συγκολλημένο. Λείπει τμήμα του λαιμού και του χείλους, συμπληρωμένο. Πηλός ωχροκάστανος. Επίχρισμα ωχροκάστανο/υπόλευκο. Βαφή καστανή/ καστανομέλανη. Χείλος έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Σώμα σφαιρικό. Βάση κοίλη. Χείλος, λαιμός ολόβαφα. Στη βάση του λαιμού πλατιά ταινία και εκατέρωθεν μία λεπτή γραμμή. Το αυτό επαναλαμβάνεται και κάτω από τη μέγιστη διάμετρο του αγγείου. Ύψ.: 0,154 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,073 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,062 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,16 μ., Διάμ. β.: 0,058 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ1. Βιβλιογραφία: Παρλαμά 1974α, σελ. 36 και πίν. 29ε. Papadopoulos 1979, fig. 124 (g-i) και σελ. 85 και fig 126 (f), 231 (f). Στην Αχαΐα συνολικά 33 αγγεία FS 77.

181

Βικάτου 2001α, σελ. 108, εικ. 52. Άωτο αλαβαστροειδές από τον τάφο 3 στη θέση Πεύκες. McDonald - Wilkie 1992, σελ. 491. Souyoudzoglou 1999, σελ. 62 (ολόβαφα άωτα αλαβαστροειδή από τους λακκοειδείς τάφους στα Κοκκολάτα Κεφαλονιάς). Κατά την Souyoudzoglou, όσα από τα άωτα αλαβαστροειδή κοσμούνται με γραμμικό διάκοσμο, μπορεί να τοποθετηθούν χρονικώς και στην ΥΕΙΙΙΑ2. Κουντούρη 2002, πίν. 117 (ΜΧ95) και σελ. 66-69 (ειδικά στις σελ. 68-69 για τη γεωγραφική διάδοση του σχήματος). Βικάτου 1999, σελ. 242. Blegen 1937, fig 109, 210. Μυλωνάς 1975, πίν. 418β (Ζπ6-348). Παντελίδου 1975, σελ. 198 (για διάκοσμο σπογγωτού). Μπάτζιου - Ευσταθίου 1985, σελ. 42-43 και 56-57. Και τα δύο αγγεία έχουν διάκοσμο σπογγωτό και χρονολογούνται από την ανασκαφέα στην ΥΕΙΙΙΑ1. Σγουρίτσα 1988, σελ. 43. Shelton 1996, fig. 109 (drawing 24), σελ. 42. Mountjoy 1994, σελ. 61. Mountjoy 1999. Στη σελ. 106 σημειώνεται η σπανιότητα του σχήματος στην Αργολίδα αλλά και στη Μεσσηνία, Λακωνία (σελ. 261), συγκριτικά με τη Φωκίδα, Ηλεία και Αχαΐα. Στην Αττική απαντάται αλλά δεν κατέστη δημοφιλές (σελ. 518). Για Αχαΐα πρβ. σελ. 407, στην περιοχή επιχωριάζουν οι ολόβαφες εκδοχές του αγγείου, ενώ σε μία περίπτωση κοσμείται με ταινίες το σύνολο του αγγείου, ενώ ένα ολόβαφο άωτο αλαβαστροειδές προέρχεται από ανασκαφή στο Καμπί Ζακύνθου (σελ. 480 και Αγαλλοπούλου 1973, 111δ).

π 330 ΣΤΡΑΒΟΚΕΦΑΛΟ ΚΛΑΔΕΟΣ - ΤΑΦΟΣ ΙΙΙ Τρίωτος πιθαμφορίσκος (FS 45). Συγκολλάται από πολλά τεμάχια, λείπουν το μέγιστο τμήμα του λαιμού, μέρος του χείλους, του σώματος και δύο από τις λαβές. Συμπληρωμένος. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Χείλος πλατύ, έξω νεύον. Λαιμός βραχύτατος και ευρύς. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Βάση δισκοειδής, ελαφρώς κοίλη στο κέντρο. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό (FM 57:2), στο υπόλοιπο σώμα ομάδες επάλληλων, οριζοντίων ταινιών, μεταξύ αυτών ισομεγέθεις, λεπτές γραμμές. Χείλος, λαιμός, λαβές και βάση ολόβαφα. Στην κάτω επιφάνεια της βάσης ομόκεντροι κύκλοι. Ύψ.: 0,95 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,10 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,09 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,14 μ., Διάμ. β.: 0,05 μ.

182 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Χρονολόγηση: ΥΕΙΙIΒ (στενή ζώνη διακόσμησης προσιδιάζει στην ΥΕΙΙΙΒ). Βιβλιογραφία: Όπως π 304.

π 329 (Πίν. 94) Στραβοκέφαλο Κλαδέος - τάφος ΙΙΙ ταφή 6 Υδρία (FS 128). Συγκολλημένη, ελλιπής ως προς τμήματα του ώμου, συμπληρωμένη. Πηλός ωχροκάστανος, επίχρισμα υπόλευκο. Βαφή καστανή, καστανέρυθρη. Χείλος έξω νεύον. Λαιμός χοανοειδής. Η μία λαβή κατακόρυφη, οι άλλες δύο οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Σώμα σφαιρικό, πιεσμένο, βάση επίπεδη. Στη ράχη κατακόρυφης λαβής παχιές εγκάρσιες γραμμές. Ράχη λοιπών λαβών ολόβαφη. Μεταξύ των λαβών τετράγωνα - ρόμβοι, πληρούμενα με δικτυωτό (FM 73:l, ae-f, 5-6), στην κορυφή τους κυματοειδής γραμμή. Στο υπόλοιπο σώμα ταινίες. Ύψ.: 0,129 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,05 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,010 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,116 μ., Διάμ. β.: 0,048 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη). Βιβλιογραφία: Πρβ. και το π 342 από τον τάφο IV Στραβοκεφάλου. Papadopoulos 1979, σελ. 105. Επτά δείγματα προερχόμενα από δύο θέσεις, έχουν μεγάλες διαστάσεις, κυμαινόμενες από 0,25-0,40 μ. και σώμα κωνικό/ ωοειδές. Διακοσμητικώς ολόβαφες ή άβαφες πρβ. και fig. 171. Για το διακοσμητικό θέμα, πρβ. και fig. 219 (d), 220 (a), 224 (f), ρόμβοι με δικτυωτό στον ώμο ψευδοστόμου. Souyoudzoglou 1999, Στον ώμο ψευδόστομων από Λακκίθρα Κεφαλονιάς (Α 1341, Α 1541). Ιακωβίδης 1970, σελ. 162, εικ. 29 (560) και εικ. 32 (49) - ρόμβοι στον ώμο ψευδοστόμων. Επιπλέον πρβ. και σελ. 238 για γεωγραφική διάδοση σχήματος. Ο Ιακωβίδης χρονικώς το τοποθετεί στην ΥΕΙΙΙΒ-Γ1. Μυλωνάς 1975, σελ. 244-245. Ο Μυλωνάς υποστηρίζει ότι το σχήμα εμφανίστηκε στην ΥΕΙΙΙΑ και σπανίζει στους τάφους. Μοuntjoy 1994, σελ. 211 (για την εξέλιξη σχήματος). Στην ύστερη φάση (ΥΕΙΙΙΓ μέση και εξής) η λαβή ξεκινά από τον ώμο και απολήγει στο λαιμό. Συνεπώς στην προκειμένη περίπτωση ΥΕΙΙΙΒ έως και πρώιμη ΥΕΙΙΙΓ. Σγουρίτσα 1988, σελ. 87 Μοuntjoy 1999, σελ. 136 - για αργολικά ανάλογα (ως προς το σχήμα). Η Μοuntjoy υποστηρίζει ότι τα συγκεκριμένα αγγεία ήταν λατρευτικού/τελετουργικού (ritual) χαρακτήρα, καθώς διέθεταν διάτρητο

πυθμένα. Έφεραν διακοσμητικό θέμα το οποίο κατελάμβανε ολόκληρο το σώμα της υδρίας (σελ. 163 αργολικές υδρίες - FS 128, μεγάλων διαστάσεων, της ΥΕΙΙΙΓ μέσης περιόδου). Η υδρία απουσιάζει από το μεσσηνιακό σχηματολόγιο, ενώ στην Κόρινθο και στη Λακωνία, κατά την ΥΕΙΙΙΒ, απαντώνται δείγματα του FS 130, πλούσια κοσμημένα (σελ. 220, 276). Στην ΥΕΙΙΙΓ το σχήμα αποκτά μεγαλύτερες διαστάσεις, απιόσχημο - ωοειδές περίγραμμα και σχηματοποιημένη διακόσμηση. Τα μέχρι στιγμής ανεσκαμμένα ταφικά σύνολα στη Ζάκυνθο και Κεφαλονιά δεν έχουν αποδώσει υδρίες. Για κόσμημα πρβ. σελ. 167 (σε ώμο ψευδόστομου), σελ. 229 (στον ώμο ΥΕΙΙΙΓ πρώιμου ψευδοστόμου).

π 328 Στραβοκέφαλο Κλαδέος - τάφος ΙΙΙ ταφή 3 Τρίωτο αλάβαστρο (FS 94). Έχει συγκολληθεί από πολλά τεμάχια, ελλιπές σε σημεία του λαιμού και του σώματος. Επίχρισμα και πηλός ωχροκάστανα. Βαφή καστανόφαιη, σχεδόν πλήρως απολεπισμένη. Χείλος πλατύ, έξω νεύον. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Σώμα κυλινδρικό. Βάση επίπεδη. Στο σώμα ταινίες. Ύψ.: 0,098 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,085 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,072 μ., Διάμ. β.: 0,11 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ/Γ (πρώιμη).

π 343 (Πίν. 75, Σχέδ. 43) ΣΤΡΑΒΟΚΕΦΑΛΟ ΚΛΑΔΕΟΣ - ΤΑΦΟΣ ΙΙΙ ταφή 4 Τρίωτος αμφορεύς (FS 37/38). Συγκολλημένος από πολλά τεμάχια, ελλιπής σε τμήματα της κοιλιάς. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανέρυθρη. Χείλος πλατύ, έξω νεύον. Λαιμός υψηλός, χοανοειδής. Λαβές κατακόρυφες, ημικυκλικής διατομής σχεδόν ταινιωτές με κεντρική νεύρωση, ξεκινούν από τον ώμο και καταλήγουν στο ύψος της μεγίστης διαμέτρου. Σώμα ωοειδές - κωνικό. Βάση επίπεδη. Μεταξύ των λαβών πολλαπλά ομόκεντρα τόξα (FM 44:11, 12), με στιγμή στο κέντρο τους. Επάλληλες ταινίες ορίζουν άνω και κάτω τη ζώνη διακόσμησης. Στο κάτω τμήμα κοιλιάς επάλληλες ταινίες. Χείλος, λαιμός, βάση ολόβαφα. Ύψ.: 0,382 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,182 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,11 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,31 μ., Διάμ. β.: 0,123 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ2-Γ. Βιβλιογραφία: Papadopoulos 1979, fig. 67 (a), πολλαπλά ομόκεντρα τόξα στο σώμα ψευδοστόμου.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

McDonald - Wilkie 1992, σελ. 320 (fig. 5-39). Πρόκειται για το αυτό διακοσμητικό θέμα με εντελώς διαφορετική χωροθέτηση (συγκριτικά με το εξεταζόμενο ηλειακό). Κουντούρη 2002, εικ. 84 (Ρ 3004), πολλαπλά ομόκεντρα τόξα με στιγμή στο κέντρο τους. Blegen 1937, 305 (701). Ιακωβίδης 1970, εικ. 10β και σελ. 119 (εικ. 10, 25). Mountjoy 1997, σελ. 112, σελ. 128. Mountjoy 1999, σελ. 388 (η Μοuntjoy θεωρεί τον υψηλό λαιμό ως διαγνωστικό στοιχείο της ΥΕΙΙΙΓ πρώιμης και του FS 37 συγκριτικά με το FS 35).

π 313 (Πίν. 112, Σχέδ. 58) ΣΤΡΑΒΟΚΕΦΑΛΟ ΚΛΑΔΕΟΣ - ΤΑΦΟΣ ΙΙΙ Ψευδόστομος αμφορέας (FS 178). Ελλιπής σε τμήμα της προχοής, συμπληρωμένος. Αποκρουσμένος και απολεπισμένος σε διάφορα σημεία. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανέρυθρη. Δίσκος επίπεδος. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Κοιλιά σφαιρική, έντονα πιεσμένη. Βάση δακτυλιόσχημη. Στον ώμο σχηματοποιημένο μυκηναϊκό άνθος (FM 18). Στο άνω τμήμα κοιλιάς Ν-σχημα (FM 60:2), ενώ στην υπόλοιπη ταινίες. Ράχη λαβών ολόβαφη, εξαιρουμένου τριγώνου. Δίσκος (πλην της περιφερείας του), βάσεις ψευδούς στομίου και προχοής καθώς και η βάση του αγγείου ολόβαφα. Ύψ: 0,11 μ., Διάμ. δ.: 0,035 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,154 μ., Διάμ. β: 0,074 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙA2-B. Βιβλιογραφία: Παρλαμά 1971, σελ. 55, πίν. Λδ, στον ώμο ψευδοστόμου Ν-σχημο. Papadopoulos, 1979, εικ. 222 (g), 117, 116, 101 (f, e) Βικάτου 1999, σελ. 240. Κουντούρη 2002, εικ. 76 (ΜΧ 5212) - παράλληλο για το Ν-σχημο κόσμημα και εικ. 100 Κ-1 ΜΧ 1564 για τα άνθη. Επίσης και σελ. 171, υποσ. 1509. Η Κουντούρη αναφέρει μία περίπτωση ψευδοστόμου (από τα Νιχώρια) που κοσμούνταν με συνδυασμό άνθους - Ν-σχημου. Επιπρόσθετα Ν-σχημο στη ζώνη της κοιλιάς απαντάται και σε ψευδόστομο της ΥΕΙΙΙΒ1 από το Μπερμπάτι. Wace 1932, σελ. 37 (pl. XIX, 3). Stubbings 1947, fig. 6 (για διάκοσμο Ν-σχημων στη μεγίστη διάμετρο). Για Ν-σχημα πρβ. και ώμο ψευδοστόμου από Άργος (Deshayes 1966, Pl. LXX, 6). Ιακωβίδης 1970, σελ. 101-102. Hiller 1975, taf. 24 (237). N-σχημα στον ώμο σφαιρικού ψευδοστόμου αμφορέα (πρβ. και σελ. 90).

183

Morricone 1979/80, σ. 297 fig. 142 (103). Το Ν-σχημο (μεγάλων διαστάσεων) σε μία σειρά, στον ώμο ψευδοστόμου. Sheratt 1980, σελ. 183/4. Απιόσχημοι πιθαμφορίσκοι και κυλινδρικά αλάβαστρα (από την Αττική) κοσμούνται με (μεταξύ άλλων) και με Ν-σχημο. Lewartowski 1987, Abb. 1 (4), Abb. 2 (4), σελ. 118, N-σχημα στον ώμο ψευδοστόμου από Καλαμάκι Αττικής. O FS 178 σε χρήση κατά την ΥΕΙΙΙΑ2/Β, ο 171 κατά την ΥΕΙΙΙΑ2. Το Ν-σχημο απαντάται κατά την ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Σγουρίτσα 1988, σελ. 21 (πίν. 10, 20 Ν-σχημο σε κύαθο), σε κυλινδρικό αλάβαστρο (πίν. 23, 11), σε μόνωτο σκύφο (πίν. 26, 3). Shelton 2000, σελ. 42, fig. 8 (c). N-σχημα στον ώμο ψευδοστόμου. Σγουρίτσα 2001, σελ. 8. Ν-σχημο σε μία σειρά στον ώμο ψευδοστόμου και σελ. 10, εικ. 10 (32). Ν-σχημο μεταξύ των λαβών απιόσχημου πιθαμφορίσκου. Mountjoy 1994, σελ. 84 (για Ν-σχημο). Mountjoy 1999, σελ. 336, 337, 338 (για ψευδόστομο από Μεσσηνία με διάκοσμο μυκηναϊκού άνθους στον ώμο). Στον ώμο ψευδοστόμου από το Αίγιο Αχαΐας Ν-σχημο (σελ. 411). Ν-σχημα σε προχοϊκό λεκανίδιο από τη Λακωνία (275) αλλά και σε προχοϊκούς κύαθους, κύλικες (πρβ. Αττική, σελ. 537-540).

π 321 Στραβοκέφαλο Κλαδέος - Τάφος ΙΙΙ Κύαθος (FS 219). Συγκολλημένος από πολλά τεμάχια. Ελλιπής σε μικρά τμήματα. Εσωτερική επιφάνεια φθαρμένη. Πηλός καστανόφαιος, εξαιρετικά εύθριπτος, επίχρισμα στο χρώμα του πηλού. Βαφή καστανέρυθρη. Χείλος πλατύ, έξω νεύον. Λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή, υπερυψωμένη. Βάση δακτυλιόσχημη. Ολόβαφο εσωτερικά και εξωτερικά. Ύψ.: 0,0203 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,0104 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,095 μ., Διάμ. β.: 0,04 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙA1-A2. Βιβλιογραφία: Παρλαμά 1974α, σελ. 40-41. Papadopoulos, 1979, εικ. 270 (A). Βικάτου 1999, σελ. 243. Mountjoy 1999, σελ. 383.

184 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

π 327 Στραβοκέφαλο Κλαδέος - τάφος ΙΙΙ

π 325 (Πίν. 101) Στραβοκέφαλο Κλαδέος - Τάφος ΙΙΙ

Αμφορίσκος (FS 59) με πώμα, βάση κύλικας. Ακέραιος. Αποκρουσμένος και απολεπισμένος κατά τόπους. Πηλός πρασινοκίτρινος. Επίχρισμα ωχροκάστανο. Βαφή καστανομέλανη/καστανή. Χείλος έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Κοιλιά σφαιρική, πιεσμένη. Βάση δισκοειδής. Ολόβαφος. Ύψ.: 0,164 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,094 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,076 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,172 μ., Διάμ. β.: 0,067 μ. Πώμα βάση κύλικος, με εσωτερική κεντρική κοιλότητα. Εξωτερικά ολόβαφη με καστανομέλανη βαφή. Διάμ. β.: 0,075 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΓ πρώϊμη. Βιβλιογραφία: Πρβ. π 219, 206, 209, 211. Blegen - Rawson 1966, pl. 373 (1141, 818) Παρλαμά 1971, σελ. 56, πίν Λβ β-γ. Παρλαμά 1974α, σελ. 48-49 (περίπου ως προς το σχήμα). Papadopoulos, 1979, σελ. 95-97, fig. 156 (f), 157 (e), 248 (a). Πρόκειται για ένα από τα πλέον δημοφιλή αχαϊκά αγγεία της ΥΕΙΙΙ περιόδου. O Papadopoulos τονίζει την ομοιότητά τους με αντίστοιχα δείγματα από την Κεφαλονιά. Βικάτου 1999, σελ. 244-246 και εικ. 14γ Souyoudzoglou 1999, σελ. 65 (σχεδόν το 25% των αμφορίσκων από τα Ιόνια είναι ολόβαφα). Morricone 1965/66, fig. 175 (σελ. 171). Ανάμεσα στις λαβές τεθλασμένη. Mountjoy 1988, σελ. 12, fig. 7. Τα αγγεία είναι ολόβαφα ή με ταινιωτή διακόσμηση, ενώ στις περισσότερες των περιπτώσεων η διακόσμηση περιορίζεται ανάμεσα στις λαβές (κυματοειδείς και τεθλασμένες). Benzi 1992, σελ. 27-35. Επίσης πρβ. και tav. 26 με διάκοσμο φυλλοφόρου, ενάλληλων γωνιών, δικτυωτού, σχηματοποιημένης αχιβάδας, σπείρας. Το μοτίβο εντάσσεται σε στενή ζώνη διακόσμησης μεταξύ των λαβών. Επιπρόσθετα πρβ. και tav 61 (d), 71 (d), 74 (d), 100 (b, m), 107 (i). Mountjoy 1990, σελ. 264, 266, 267. Mountjoy 1997, fig. 1 6, p. 128. Mountjoy 1999, σελ. 155 (αργολικά παράλληλα), 388-389 (ηλειακοί αμφορείς) 416-418 (αμφορείς από Αχαΐα). Στην Κεφαλονιά, αμφορέας από τα Μεταξάτα, το αγγείο επιβιώνει και στα υπομυκηναϊκά χρόνια (σελ. 452), γραμμικά θέματα και ολόβαφα).

Μόνωτο κύπελλο (FS 230/231). Έχει συγκολληθεί από πολλά τεμάχια. Ελλιπές στη λαβή και τμήματα του χείλους και του σώματος. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Σχήμα χοανοειδές με γωνιώδες περίγραμμα, ολόβαφο με καστανομέλανη βαφή. Βάση δακτυλιόσχημη, λαβή κατακόρυφη ταινιωτή (ξεκινά από χείλος και απολήγει στο σώμα). Ύψ.: 0,047 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,084 μ., Διάμ. β.: 0,026 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Γιαλούρης 1964, πίν. 187α (από 4ο θαλαμωτό Κλαδέου, θέση «Τρύπες»). Παρλαμά 1971, πίν. ΛΑγ. Παρλαμά 1974α, σελ. 36 (πίν. 29β). Blegen - Rawson 1966, fig. 355 (438) και σελ. 360-361. Βlegen 1937, fig. 521 (443), 530 (1032). Papadopoulos, 1979, εικ. 184 (c), 273(a), 274 (d), 184. Βικάτου 1999, σελ. 242. Souyoudzoglou 1999, σελ. 63. Κουντούρη 2002, σελ. 240. Το σχήμα (μεταλλικό πρότυπο) εμφανίζεται στην ΥΕΙΙΙΑ1 και επιβιώνει μέχρι και τους ΥΕΙΙΙΒ χρόνους. Wace 1932, pl. XXII, 8. Stubbings 1947, fig. 14a (σελ. 34-35). Benzi 1992, tav. 170 (i) και σελ. 127, το σχήμα θεωρείται FS 230/231 εξέλιξη του κυπέλλου Βαφειού. Mountjoy 1999, σελ. 127, 218, 272 κύπελλα από Αργολίδα, Κορινθία και Λακωνία (αντίστοιχα) με γραπτό διάκοσμο. Σελ. 383 για ηλειακά κύπελλα, στην Αχαΐα έντονα έξω νεύον χείλος, δηλωτικό της ΥΕΙΙΙΒ1 (σελ. 415).

π 317 Στραβοκέφαλο Κλαδέος - Τάφος ΙΙΙ Ψευδόστομος αμφορέας (FS 171). Ακέραιος, ελαφρώς αποκρουσμένος κατά τόπους. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανομέλανη, εξίτηλη. Δίσκος επίπεδος. Λαβές κατακόρυφες, κυκλικής διατομής. Κοιλιά σφαιρική. Βάση δακτυλιόσχημη. Στον δίσκο ομόκεντροι κύκλοι, των οποίων το κέντρο δηλώνεται με στιγμή, ενώ στον ώμο ομάδες ενάλληλων γωνιών (FM 58:8). Με ταινία διακοσμούνται οι βάσεις του ψευδούς στομίου και της προχοής καθώς και η εξωτερική επιφάνεια των λαβών, εξαιρουμένων δύο μικρών τριγώνων πλησίον του δίσκου. Ύψ: 0,089 μ., Διάμ. δ.: 0,023 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,083 μ., Διάμ. β.: 0,025 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

Βιβλιογραφία: Πρβ. και π 226. Κουντούρη 2002, εικ. 81 (ΜΧ 166) και πίν. 62. Επανάληψη σχεδόν του ιδίου κοσμήματος. Ενάλληλες και στον ώμο κυλινδρικών αλαβάστρων (ΜΧ 319, ΜΧ 318). Βικάτου 1999, σελ. 240. Stubbings 1947, fig. 4 (7). Deshayes 1966, πίν. LXXXVI (4). Αλεξοπούλου 1991, σελ. 140 (εικ. 4). Mountjoy 1999, (για το μοτίβο) σελ. 123 (στον ώμο αργολικού ψευδοστόμου), 218-218 (στον ώμο φλασκιού από Κορινθία), 409 (στον ώμο κυλινδρικού αλαβάστρου από την Αχαΐα), 529-530 (στον ώμο ψευδοστόμου από την Αττική), 117-118 και 121-122 (σε πρόχου της ΥΕΙΙΙΑ2 από Αργολίδα).

π 316 Στραβοκέφαλο Κλαδέος - Τάφος ΙΙΙ Μόνωτο κύπελλο (FS 226/228). Αποκρουσμένο στο χείλος και στη λαβή. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανή/καστανομέλανη. Λαβή κυκλικής διατομής, σώμα χοανοειδές, ολόβαφο εσωτερικά και εξωτερικά. Ύψ.: 0,055 μ., Διάμ. στ.: 0,085 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,086 μ., Διάμ. β.: 0,07 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Papadopoulos, 1979, σελ. 122-23, εικ. 186 (a). Το κύπελλο ανάγεται στην ΥΕΙΙΙΒ. Βικάτου 1999, σελ. 243 Κουντούρη 2002, ΜΧ 258 και πίν. 167 ΜΧ 769. Ιακωβίδης 1970, σελ. 226-227.

π 326 Στραβοκέφαλο Κλαδέος - Τάφος ΙΙΙ Κύαθος (FS 238). Λείπουν μικρά τμήματά του. Συγκολλημένος από πολλά τεμάχια. Συμπληρωμένος. Πηλός φαιού χρώματος, εύθριπτος, επίχρισμα ωχροκάστανο - φαιό. Βαφή καστανομέλανη. Λαβή ταινιωτή, υπερυψωμένη, ξεκινά από το χείλος, σώμα χοανοειδές. Βάση κοίλη, στο κέντρο της λεπτό κωνικό έξαρμα. Ολόβαφος εσωτερικά και εξωτερικά. Ύψ.: 0,035 μ., Ύψ. μετά λαβής: 0,061 μ., Διάμ. β.: 0,035 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Πρβ. και π 196.

π 315 (Πίν. 117, Σχέδ. 60) Στραβοκέφαλο Κλαδέος - τάφος ΙΙΙ Ψευδόστομος αμφορέας (FS 171). Λείπει η μία από τις λαβές, συμπληρωμένος. Πηλός ερυθρωπός/

185

ερυθροκάστανος. Επίχρισμα ωχροκάστανο. Βαφή καστανέρυθρη. Δίσκος επίπεδος. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές, κοιλιά σφαιρική, βάση δισκοειδής. Δίσκος ολόβαφος, εξαιρουμένης λεπτής γραμμής στην περιφέρεια. Ράχη λαβών ολόβαφη, εξαιρείται ισοσκελές τρίγωνο στην κορυφή της. Στον ώμο U-σχημα (FM 45:7), χωριζόμενα με στιγμές. Στο υπόλοιπο σώμα ανισομεγέθεις ταινίες. Χείλος και βάση ολόβαφα. Ύψ.: 0,081 μ., Διάμ. δ.: 0,020 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,072 μ., Διάμ. β.: 0,026 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β1. Βιβλιογραφία: Papadopoulos, 1979, εικ. 201b, 212. Κουντούρη 2002, εικ. 85 Ε-4 ΜΧ 1522 και σελ. 176, υποσ. 1550. Το μοτίβο χρησιμοποιείται στα τέλη της ΥΕΙΙΙΑ2. Stubbings 1947, fig. 5 (13), pl. I (3). Deshayes 1966, σελ. 177, pl. XLIII (4). Hiller 1975, taf. 24 (240), Στον ώμο σφαιρικού πιεσμένου ψευδοστόμου αμφορέα (ΥΕΙΙΙΑ2). Holmberg 1983, σελ. 27, fig. (16) ψευδόστομος με FM 45:1 (ΥΕΙΙΙΑ2). Benzi 1992, tav. 40 (c). Lewartowski 1987, Abb. 1 (4). σελ. 118, U-σχημα στο σώμα ψευδοστόμου αμφορέα από Καλαμάκι Αττικής. Το μοτίβο απαντάται σε ψευδοστόμους της ΥΕΙΙΙΑ2 αλλά και σε απιόσχημους της ΥΕΙΙΙΒ1. Ιακωβίδης 1970, σελ. 104 και εικ. 8, 9α (αναφορά στο θέμα των ημικυκλίων). Thomas 2005, fig. 8:8, σελ. 472 (ΥΕΙΙΙΒ1 αλλά το θέμα και η χρήση του σε ψευδοστόμους έχουν υιοθετηθεί ήδη από την ΥΕΙΙΙΑ2). Mountjoy 1999, σελ. 529-530 στον ώμο ψευδοστόμου από την Αίγινα, μόνο που τα ημικύκλια δεν χωρίζονται με σειρά στιγμών. Στη σελ. 121 ημικύκλια στον ώμο πρόχου και στο σώμα σκύφου (σελ. 129) από Αργολίδα.

π 334 Στραβοκέφαλο Κλαδέος - τάφος ΙΙΙ Τρίωτο αλάβαστρο (FS 85). Συγκολλημένο στο λαιμό, λείπει μέγιστο τμήμα της μίας λαβής, αποκρουσμένο σε διάφορα σημεία και απολεπισμένο σχεδόν στο σύνολό του. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα/ωχρόφαια. Βαφή καστανόφαιη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον. Λαιμός υψηλός. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Σώμα σφαιρικό, έντονα πιεσμένο. Βάση κυρτή, κοίλη στο κέντρο. Ανάμεσα στις λαβές δικτυωτό (FM 57:1). Στο υπόλοιπο σώμα ανισομεγέθεις ταινίες. Στην κατώτερη επιφάνεια της βάσης

186 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

τέσσερεις ομόκεντροι κύκλοι. Χείλος, λαιμός και ράχη λαβών ολόβαφα. Ύψ.:0,072 μ., Διάμ. στ.: 0,048 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,08 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Όπως π 220.

π 331 Στραβοκέφαλο Κλαδέος - τάφος ΙΙΙ Τρίωτο αλάβαστρο (FS 85). Πρακτικώς ακέραιο, έχει συγκολληθεί μία από τις λαβές. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα - υπόλευκα (απολεπισμένο το επίχρισμα). Βαφή καστανόφαιη. Χείλος έξω νεύον, λαιμός βραχύς, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Βάση επίπεδη, κοίλη στο κέντρο της. Μεταξύ των λαβών, δικτυωτό (FM 57:1). Στην υπόλοιπη γάστρα ταινίες. Κέντρο βάσης κοσμείται με κύκλο. Χείλος, λαιμός και λαβές εσωτερικά και εξωτερικά ολόβαφα. Ύψ.: 0,077 μ., Δστ. εξ.: 0,053 μ., Δστ. εσ.: 0,043 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,10 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Όπως π 220, στενή ζώνη διακόσμησης.

π 332 Στραβοκέφαλο Κλαδέος - Τάφος ΙΙΙ Τρίωτος πιθαμφορίσκος (FS 44). Συγκολλημένος από πολλά τεμάχια. Λείπει μία λαβή, μέρη του χείλους και του λαιμού. Αποκρουσμένος και απολεπισμένος σε πολλά σημεία της επιφανείας του. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανομέλανη. Χείλος έξω νεύον, λαιμός βραχύς. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό (FM 57:2). Στο υπόλοιπο σώμα ταινίες. Χείλος, λαιμός, λαβές, το κατώτερο τμήμα του σώματος και η βάση ολόβαφα. Ύψ.: 0,099 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,072 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,058 μ. Μέγ. Διάμ.: 0,085 μ., Διάμ. β.:0,037 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Όπως π 304, 214.

π 333 (Πίν. 84) Στραβοκέφαλο Κλαδέος - Τάφος ΙΙΙ Τρίωτος πιθαμφορίσκος (FS 47). Aκέραιος, αποκρουσμένος στη βάση. Πηλός ωχροκάστανοςφαιός. Επίχρισμα στο χρώμα του πηλού (ωχροκάστανο). Βαφή καστανόφαιη/καστανομέλανη, εξίτηλη στο σύνολο του αγγείου. Χείλος κυρτό, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Σώμα απιόσχημο. Βάση

δακτυλιόσχημη. Ανάμεσα στις λαβές επάλληλες, παρατακτικές, κατακόρυφες γραμμές (FM 64:21). Στο υπόλοιπο σώμα ταινίες. Χείλος, λαιμός, ράχη λαβών και βάση ολόβαφα. Ύψ.: 0,099 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,052 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,042 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,083 μ., Διάμ. β.:0,038 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Πρβ. π 222 και π 203. Papadopoulos, 1979, fig. 121 (f), 122 (a, b). Tα γραμμίδια δεν αποδίδονται με την καμπυλότητα του ηλειακού αναλόγου. Κουντούρη 2002, πίν 74 (ΜΧ 119) γραμμίδια, καμπυλόγραμμα/λοξά, μεταξύ λαβών πιθαμφορίσκου, πίν. 85 (ΜΧ 121) στενή ζώνη διακόσμησης με βραχύτατα γραμμίδια πλησίον λαιμού πιθαμφορίσκου, πίν. 162 (ΜΧ 763) ευρύτατη ζώνη διακόσμησης πληρούμενη με γραμμές, πίν. 138 (ΜΧ 7) λοξά γραμμίδια σε κυλινδρικό αλάβαστρο, πίν. 71 (ΜΧ 157) στενή ζώνη διακόσμησης σε κυλινδρικό αλάβαστρο. Blegen 1937, fig. 174 (296). Σγουρίτσα 1988, πίν. 53 γ-β. Mountjoy 1990, σελ. 266. Mountjoy 1999, σελ. 114-115 (από Αργολίδα - ευρύτερη ζώνη διακόσμησης), σελ. 524-525 (Αττική ευρύτερη ζώνη διακόσμησης).

π 335 (Πίν. 94) Στραβοκέφαλο Κλαδέος - τάφος ΙΙΙ Φλασκί (FS 188). Έχει συγκολληθεί από πολλά τεμάχια. Ελλιπές σε τμήματα της κοιλιάς, συμπληρωμένο. Αποκρουσμένο και απολεπισμένο σε διάφορα σημεία. Πηλός και επίχρισμα καστανέρυθρα. Βαφή καστανέρυθρη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές, ανισομεγέθεις μεταξύ τους. Κοιλιά φακοειδής. Βάση δακτυλιόσχημη. Διακόσμηση ομόκεντρων κύκλων αμφίπλευρη, το κέντρο των οποίων δηλώνεται με ολόβαφο κύκλο. Στα πλευρικά τοιχώματα και από τη ράχη κάθε λαβής ξεκινούν κυματοειδείς γραμμές (περ. FM 53:13-25), οι οποίες καταλήγουν στη βάση του αγγείου. Χείλος, βάση, λαβές ολόβαφα. Ύψ.: 0,145 μ., Διάμ. στ.: 0,028 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,102 μ., Διάμ. β.: 0,032 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Papadopoulos, 1979, σελ. 98-99, εικ. 254 (d). Ο Παπαδόπουλος αναφέρεται στη γεωγραφική διάδοση του φλασκιού (Αργολίδα, Αττική, Αίγινα, Θήβα, Μεσσηνία, Ιθάκη, Ζάκυνθος, Κως, Ρόδος, Κρήτη),

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

τονίζοντας ότι το σχήμα δεν είναι σύνηθες στο Αιγαίο, ενώ απαντάται συχνά στην Αίγυπτο και τη Συροπαλαιστινιακή ακτή. Κουντούρη 2002, σελ. 203-204, εικ. 20 (ΜΧ 240) για αμφίπλευρη διακόσμηση ομοκέντρων κύκλων. Blegen 1937, fig. 110 (226), 192 (458). Stubbings 1947, pl. 16 (5-6). Διάκοσμος με ομόκεντρους κύκλους. Σακελλαρίου 1985, τάφος 91, πίν. 129 (3198). Φλασκί με αμφίπλευρο διάκοσμο ομοκέντρων κύκλων, εξαιρετικής ακρίβειας και λεπτομέρειας. Deshayes 1966, pl. LXXXII (9). Ιακωβίδης 1970, σελ. 248-249. Ο Ιακωβίδης επισημαίνει, πως η φλάσκη/το φλασκί αποτελεί το πλέον τυποποιημένο μυκηναϊκό αγγείο, διαμορφωμένο κατ’ απομίμηση ανατολικών προτύπων, το οποίο διαδόθηκε αρχικώς στην Κρήτη και κατόπιν στην ηπειρωτική Ελλάδα (με την προσθήκη βάσης). Μυλωνάς 1975, πίν. 408α (Θπ-627). Αμφίπλευρος διάκοσμος ομοκέντρων κύκλων και στις πλάγιες όψεις πλοχμοειδής διάκοσμος (σελ. 233). Ο Μυλωνάς χρονολογεί το σχήμα στο τέλος της ΥΕΙΙΙΑ και στην ΥΕΙΙΙΒ. Σγουρίτσα 1988, σελ. 89 και πίν. 4 (10). Αμφίπλευρος διάκοσμος με ομόκεντρους κύκλους, στις πλάγιες όψεις επάλληλα αψιδώματα. Το αγγείο χρονολογείται στην ΥΕΙΙΙΑ. Mountjoy 1999, σελ. 124 και 140 (ΥΕΙΙΙΑ2 και ΥΕΙΙΙΒ δείγματα από Αργολίδα), 218 (από Κόρινθο), 338 (από Μεσσηνία), 383 (από Ηλεία), 411 (Αχαΐα), 482 (Ζάκυνθος πρβ. και Αγαλλοπούλου 1973, σελ. 206), 530 (Αττική).

π 342 (Πίν. 94, Σχέδ. 49) ΣΤΡΑΒΟΚΕΦΑΛΟ ΚΛΑΔΕΟΣ - ΤΑΦΟΣ IV

π 336 Στραβοκέφαλο Κλαδέος - τάφος ΙΙΙ

π 341 ΣΤΡΑΒΟΚΕΦΑΛΟ ΚΛΑΔΕΟΣ - ΤΑΦΟΣ IV

Τρίωτο αλάβαστρο (FS 85) μεγάλων διαστάσεων. Συγκολλημένο από πολλά τεμάχια, συμπληρωμένο. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανή/καστανέρυθρη. Χείλος έντονα έξω νεύον. Λαιμός υψηλός. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Σώμα σφαιρικό, πιεσμένο. Βάση επίπεδη. Μεταξύ των λαβών διαγραμμισμένα τρίγωνα (FM 61:18, 19). Στο υπόλοιπο σώμα ταινίες. Στην κάτω επιφάνεια της βάσεως ομόκεντροι κύκλοι. Χείλος, λαιμός και ράχη των λαβών ολόβαφα. Ύψ.: 0,108 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,12 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,080 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,224 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Όπως π 303.

187

Υδρία (FS 128). Σχεδόν ακέραιη, λείπει η μία λαβή. Πηλός καστανέρυθρος, επίχρισμα υπόλευκο ωχροκάστανο. Βαφή καστανέρυθρη. Χείλος παχύ, έξω νεύον. Λαιμός υψηλός, κυλινδρικός. Οι δύο λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής, η τρίτη κατακόρυφη, ταινιωτή. Σώμα πιεσμένο, με γωνιώδες περίγραμμα. Βάση δακτυλιόσχημη, κοίλη. Μεταξύ των λαβών πλατιές κυματοειδείς γραμμές (FM 53), στο λοιπό σώμα δύο ισομεγέθεις ταινίες. Ύψ.: 0,20 μ., Διάμ. στ.: 0,09 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,168 μ., Διάμ. β.: 0,078 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΓ (μέση). Βιβλιογραφία: Πρβ. και το π 342 από τον τάφο IV Στραβοκεφάλου. Diehl 1964, σελ. 49-50. Η Diehl έχει καταγράψει τις διαφορές των ΥΕΙΙΙ υδρίων με τα ΜΕ αντίστοιχα. Στη σελίδα 119 και 120 αντιμετωπίζεται το θέμα της τελετουργικής ή πρακτικής χρήσης (δηλ. πλήρωση με νερό) των υδριών. Η Diehl θεωρεί πως τα μικρών διαστάσεων αγγεία δεν ήσαν χρηστικά. Buchholz - Karageorghis 1971, σελ. 75 (εικ. 990). Papadopoulos 1979, σελ. 105. Επτά δείγματα προερχόμενα από δύο θέσεις, έχουν μεγάλες διαστάσεις, κυμαινόμενες από 0,25-0,40 μ. και σώμα κωνικό/ ωοειδές. Διακοσμητικώς ολόβαφες ή άβαφες πρβ. και fig. 171. Ιακωβίδης 1970, πρβ. και σελ. 238 για γεωγραφική διάδοση σχήματος. Ο Ιακωβίδης χρονικώς το τοποθετεί στην ΥΕΙΙΙΒ-Γ1. Σγουρίτσα 1988, σελ. 87.

Μόνωτο κυάθιο (FS 236-237). Ακέραιο. Αποκρουσμένο σε τμήμα του χείλους. Πηλός και επίχρισμα ερυθρωπά. Βαφή καστανέρυθρη/ερυθρωπή. Λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή, ελαφρώς υπερυψωμένη, ξεκινά κάτω από το χείλος και καταλήγει πάνω σε αυτό. Βάση δακτυλιόσχημη. Σχήμα γενικώς ασύμμετρο και ακανόνιστο (αμελούς κατασκευής). Εσωτερικά και εξωτερικά ολόβαφο. Ύψ.: 0,03 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,101 μ., Διάμ. β.: 0,047 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-Β1. Βιβλιογραφία: Όπως π 305.

188 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

π 340 ΣΤΡΑΒΟΚΕΦΑΛΟ ΚΛΑΔΕΟΣ - ΤΑΦΟΣ IV Τρίωτο αλάβαστρο (FS 85). Λείπει η τρίτη λαβή, συμπληρωμένη. Αποκρουσμένο σε μικρό τμήμα της κοιλιάς και απολεπισμένο στο λαιμό και το χείλος. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανέρυθρη - ερυθρή. Χείλος πλατύ, έξω νεύον. Λαιμός ψηλός, κυλινδρικός. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Σώμα πιεσμένο. Βάση επίπεδη - κοίλη. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό (FM 57:2). Στην κατώτερη επιφάνεια της βάσης τρεις ομόκεντροι κύκλοι. Χείλος, λαιμός, λαβές ολόβαφα. Ύψ.: 0,077 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,04 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,097 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ/Β1. Βιβλιογραφία: Όπως π 220.

π 339 (Σχέδ. 45) ΣΤΡΑΒΟΚΕΦΑΛΟ - ΤΑΦΟΣ ΙV Αμφορίσκος (FS 59). Ακέραιος. Αποκρουσμένος σε τμήμα του χείλους και του λαιμού. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανέρυθρη - καστανόφαιη. Χείλος έξω νεύον. Λαιμός βραχύς και ευρύς. Λαβές οριζόντιες, ταινιωτές. Σώμα ελαφρώς πιεσμένο. Βάση κοίλη. Μεταξύ των λαβών Ν-σχημα (FM 60:2). Εκατέρωθεν αυτών ομάδες επάλληλων ταινιών. Χείλος, λαιμός, λαβές και το κατώτατο τμήμα του σώματος ολόβαφα. Ύψ.: 0,087 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,072 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,061 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,092 μ., Διάμ. β.: 0,046 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Για Ν-σχημα πρβ. και π 313. Ιακωβίδης 1970, σελ. 201, εικ. 78 (1084, 1099). Επιπλέον σε σχέση με το σχήμα: Πρβ. π 327 Papadopoulos 1979, fig. 159 (e, f, g, h), 160 (a, b). Μountjoy 1999, σελ. 155 (Αργολίδα), 388 (ΥΕΙΙΙΓ πρώιμα ηλειακά αγγεία, διακοσμημένα με ταινίες), το σχήμα συνεχίζει την πορεία του σε όλη την ΥΕΙΙΙΓ (πρβ. και σελ. 393), 416 (Αχαΐα), σελ. 452 (Κεφαλονιά), σελ. 565 (Αττική). Το αγγείο ξεκινά με στενή ζώνη διακόσμησης μεταξύ των λαβών και ταινίες στο λοιπό σώμα, βαθμιαία στην ΥΕΙΙΙΓ καθίσταται ολόβαφο, εξαιρουμένης λεπτής ζώνης διακόσμησης μεταξύ των λαβών.

π 337 (Πίν. 105) ΣΤΡΑΒΟΚΕΦΑΛΟ ΚΛΑΔΕΟΣ - ΤΑΦΟΣ V Προχοϊκό λεκανίδιο (FS 300/01). Συγκολλημένο σε τμήμα του χείλους. Αποκρουσμένο κατά τόπους

και απολεπισμένο. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανή/καστανέρυθρη. Χείλος έξω νεύον. Λαβές οριζόντιες, ξεκινούν λίγο κάτω από το χείλος, κυκλικής διατομής. Σώμα κολουροκωνικό. Βάση επίπεδη. Ολόβαφο εσωτερικά και εξωτερικά. Ύψ.: 0,065 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,102 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,011 μ., Διάμ. β.: 0,0575 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Papadopoulos, 1979, εικ. 175, εικ. 266 c. Επίσης πρβ. και σελ. 110-111. Το σχήμα ανάγεται σε μεταλλικά πρότυπα και είναι κρητικής προέλευσης. Σημειώνεται ότι πολύ λίγα δείγματα έχουν αποδώσει οι ανασκαφές στην Αχαΐα, κάποια εξ’ αυτών είναι ολόβαφα και άλλα κοσμούνται με ταινίες. Χρονολογικώς τα πλείστα κατατάσσονται στην ΥΕΙΙΙΒ. Ιακωβίδης 1970, σελ. 225-226. Ο Ιακωβίδης επισημαίνει τη μεγάλη παραγωγή λεκανιδίων στον Εγκλιανό, στην Πρόσυμνα, στα Δενδρά, στην Ασίνη, στο Άργος, στην Αττική, στις Μυκήνες, στη Νάξο, στη Θήβα, στα Δωδεκάνησα. Τα παλαιότερα εξ’ αυτών ανήκουν στην ΥΕΙΙΙΑ1, η πλειονοψηφία χρονικώς τοποθετείται στην ΥΕΙΙΙΒ, εξακολουθούν όμως να παράγονται και στη διάρκεια της πρωίμου ΥΕΙΙΙΓ. Σγουρίτσα 1988, σελ. 52-53, πίν. 26. Mountjoy, 1994, σελ. 97, 125. Mountjoy 1999, σελ. 224 (λίγα δείγματα από Τσούγγιζα Κορινθίας), σελ. 416 (Αχαΐα, με ταινιωτή διακόμηση), σελ. 553 (Αττική).

π 338 (Πίν. 99) ΣΤΡΑΒΟΚΕΦΑΛΟ ΚΛΑΔΕΟΣ - ΤΑΦΟΣ IV Προχοΐσκη (FS 112). Συγκολλημένη από πολλά τεμάχια. Λείπει μεγάλο τμήμα του λαιμού και του χείλους. Συμπληρωμένη. Πηλός ωχροκάστανος τεφρός, επίχρισμα φαιό, βαφή καστανόφαια/φαιή. Χείλος έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή, αρχίζει από το χείλος και καταλήγει στο σώμα. Σώμα έντονα πιεσμένο. Βάση δακτυλιόσχημη. Ολόβαφη. Ύψ.: 0,087 μ., Διάμ. χ.: 0,053 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,09 μ., Διάμ. β.: 0,043 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Βιβλιογραφία: Πρβ. και π 187. Παρλαμά 1974α, σελ. 42-43 (πίν. 32δ). Πρόκειται για δείγμα με περισσότερο γωνιώδες περίγραμμα και πιεσμένο σώμα. Papadopoulos 1979, σελ. 93 εικ. 246 (a, b). Η πλειονότητα των αχαϊκών αγγείων είναι ολόβαφα (ή και μερικώς ολόβαφα). Το σχήμα στην Αχαΐα

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

εμφανίζεται στην ΥΕΙΙΙΑ και επιβιώνει έως και τους ύστατους μυκηναϊκούς χρόνους. Βικάτου 1999, σελ. 242. Ιακωβίδης 1970, σελ. 234-236 (αναφέρονται πληροφορίες γενικώς για τα προχοΐδια). Η εξεταζόμενη προχοΐσκη ανήκει στον τύπο Α (κατά Ιακωβίδη), ο οποίος παρουσιάζει ευρύτατη γεωγραφική διάδοση (Πελοπόννησο, Αττική, Αιτωλία, Εύβοια, Κεφαλονιά αλλά και στην Κύπρο και τη Συροπαλαιστινιακή ακτή). Το σχήμα εκλείπει στους υπομυκηναϊκούς χρόνους. Μυλωνάς 1975, πίν. 408β (Λπ16-853). Benzi 1975, tav. XVII (253 και 254). Σγουρίτσα 1988, σελ. 85 -87. Για το σχήμα πρβ. και Σγουρίτσα 2001, σελ. 19, εικ. 20 (95). Mountjoy, 1994, σελ. 210. Υπάρχουν τρεις κατηγοριοποιήσεις αναλόγως του μεγέθους: μικρό, μεσαίο και μεγάλο μέγεθος. Το μικρό εμφανίζεται αρχικώς στην ΥΕΙΙΙΑ/Α2, ενώ οι λοιποί τύποι στην ΥΕΙΙΙΒ. Mountjoy 1999, σελ. 134 (τα ΥΕΙΙΙΒ αγγεία συνήθως με ταινιωτό διάκοσμο), 381 (από Ηλεία), 410 (από Αχαΐα).

π 314 (Πίν. 102) ΣΤΡΑΒΟΚΕΦΑΛΟ ΚΛΑΔΕΟΣ - ΤΑΦΟΣ IV Προχοϊκός κύαθος (FS 253). Συγκολλημένος από πολλά τεμάχια, αποκρουσμένος σε διάφορα σημεία. Πηλός και επίχρισμα υπόλευκα/ωχροκάστανα. Βαφή καστανέρυθρη. Χείλος κυρτό, ελαφρά έξω νεύον. Λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή, υπερυψωμένη, αρχίζει από την επιφάνεια του χείλους και καταλήγει λίγο πιο κάτω από αυτήν. Βάση δακτυλιόσχημη, με ανάγλυφο κεντρικό έξαρμα. Στο σώμα μία απλή κυματοειδής γραμμή (FM 53:18) οριζόμενη άνω και κάτω με ταινίες. Το έξαρμα στην κατώτερη επιφάνεια της βάσης περιβάλλεται από τέσσερεις ομόκεντρους κύκλους. Χείλος, ράχη λαβής και βάση ολόβαφα. Ύψ.: 0,072 μ., Ύψ. μετά λαβής: 0,115 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,154 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,141 μ., Διάμ. β.: 0,068 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Πρβ. και π 231. Papadopoulos 1979, fig. 180 (i), 182(c, f), 270 (f-i) και σελ. 119-120. Στην Αχαΐα η πλειοψηφία των αγγείων ολόβαφη, ελάχιστα κοσμούνται γραμμικώς. Wace 1932, pl. LII (12). Ιακωβίδης 1970, σελ. 213-216.

189

Crouwel 1973, fig. 3, 5 και σελ. 93, 95. Οι κύαθοι διακοσμούνται με πλοχμό (FM 48) και σπειροειδές (FM 49), χρονικώς τοποθετούνται στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β Μυλωνάς 1975, πίν. 416β διάκοσμος πλοχμού. Σγουρίτσα 1988, σελ. 94-95. Σημειώνεται ότι συχνά ο FS 253 κοσμείται με κύμα στο μέσο του σώματος. Mee - Doole 1993, pl. 1 (9). Mountjoy 1999, σελ. 127 (το σχήμα στην Αργολίδα κοσμείται με κύμα αλλά και γραμμικά μοτίβα), 389 (η Mountjoy υποστηρίζει ότι η κυματοειδής γραμμή αποτελεί «ανάμνηση» του κύματος, με το οποίο συνήθως κοσμείται το εν λόγω αγγείο στη διάρκεια της ΥΕΙΙΙΑ, για το συγκεκριμένο αγγείο προτείνει τη χρονολόγησή του στην ΥΕΙΙΙΒ), 412 (Αχαΐα), 537 (Αττική).

π 309 (Πίν. 100) Ευρέθη στη διαπλάτυνση του δρόμου. Παρεδόθη από Θεόδωρο Καρατζά. Λήκυθος/οινοχόη (FS 123). Ακέραιη. Αποκρουσμένη σε διάφορα σημεία. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανή/καστανομέλανη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον. Λαιμός στενός και βραχύς. Λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή. Σώμα σφαιρικό/αμφικωνικό. Βάση δισκοειδής. Στη βάση λαιμού ταινία. Στο λοιπό σώμα δύο ζεύγη ισομεγεθών ταινιών (στο άνω και κάτω μέρος σώματος). Στη βάση της λαβής θύσαννος. Ύψ.: 0,141 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,042 μ., Διάμ. στ. εσ: 0,039 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,136 μ., Διάμ. β.: 0,062 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Παρλαμά 1974α, σελ. 44. Papadopoulos, 1979, εικ. 147, 148, 149, 150, 151 και ειδικότερα 148 (α). Ο Παπαδόπουλος τις κατηγοριοποιεί αναλόγως με τη χωροθέτηση της λαβής. Στον ώμο των περισσοτέρων υπάρχει κόσμημα (ημικύκλια, ομόκεντρα αψιδώματα, ενάλληλες, σπείρες, φυλλοφόρος), ενίοτε κοσμούνται με ισομεγέθεις ταινίες σε ολόκληρο το σώμα τους. Δεν υπάρχει ακριβές ανάλογο με την ταινιωτή διακόσμηση του εξεταζομένου αγγείου. Βικάτου 1999, σελ. 243. Ιακωβίδης 1970, σελ. 245-248. Στην Περατή όμως η λαβή απολήγει κάτω από το χείλος. Ο Ιακωβίδης διακρίνει δύο σχηματικές παραλλαγές: η Α (με βραχυστρόγγυλο - σφαιρικό σώμα) και η Β (με κωνικό σώμα). Τα ληκύθια χρονικώς καλύπτουν σχεδόν ολόκληρη την ΥΕΙΙΙ και απαντώνται σποραδικώς σε διάφορες μυκηναϊκές εγκαταστάσεις (Αττική, Σαλαμίνα, Αίγινα, Ασίνη, Μυκήνες, Άργος, Δελφούς, Ρόδο).

190 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Benzi 1975, tav. XVI (248). Mountjoy 1994, σελ. 211. Το σχήμα εισάγεται στην ΥΕΙΙΙΑ2 και διαθέτει μεγάλο σφαιρικό σώμα και επίπεδη βάση. Στην ΥΕΙΙΙΓ το σχήμα μικραίνει, η βάση γίνεται δακτυλιόσχημη και η λαβή ξεκινά από το χείλος ή το λαιμό και απολήγει στον ώμο. Mountjoy 1999, σελ. 134 (από Αργολίδα), 220 (από Κόρινθο), σελ. 339 (από Μεσσηνία), σελ. 387 (Ηλεία από Κλαδέο - Τρύπες), σελ. 544 (Αττική).

π 319 (Πίν. 95) ΣΤΡΑΒΟΚΕΦΑΛΟ ΚΛΑΔΕΟΣ - τάφος VI Θήλαστρο (FS 160). Σχεδόν ακέραιο. Συγκολλημένο στην προχοή. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανή/καστανομέλανη. Χείλος πλατύ, έξω νεύον. Λαβή ταινιωτή, καλαθόσχημη. Σώμα σφαιρικό, πιεσμένο. Βάση ελαφρώς κοίλη. Στη βάση του λαιμού, στη μεγίστη διάμετρο και στο κατώτερο σημείο σώματος τρεις ισομεγέθεις ταινίες. Λαιμός, ράχη λαβής, προχοή και βάση ολόβαφα. Ύψ.: 0,085 μ., Διάμ. στ.: 0,010 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,081 μ., Διάμ. β.: 0,041 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Παρλαμά 1974α, σελ. 48. Papadopoulos, 1979, fig. 254 (g) και σελ. 99. Σημειώνεται η ευρύτατη γεωγραφική διάδοση του αγγείου σε ταφικά αλλά και οικιστικά σύνολα (Πρόσυμνα, Μυκήνες, Άργος, Τίρυνθα, Ασίνη, Αίγινα, Μονεμβασιά, Νάξος, Κως, Ρόδος, Ν. Ιταλία - Κοράκου, Ζυγουριές, Θεσσαλία, Αττική, Κέα, Πύλος). Βικάτου 1999, σελ. 246. Κουντούρη 2002, εικ. 63 (776), με ταινιωτό διάκοσμο, όπως και το π 319, εικ. 31 (ΜΧ 186). Επιπροσθέτως: εικ. 45 (ΜΧ 98) με λοξές λεπτές γραμμές στον ώμο και ταινίες στο σώμα, εικ. 60 (778) με σπογγωτό. Stubbings 1947, pl. 17 (3) μόνο που το ηλειακό θήλαστρο έχει πιο πιεσμένη και πλέον ογκηρή την κοιλιά. Μυλωνάς 1975, πίν. 414 (Θπ15-665) με ταινιωτή διακόσμηση. Κατά τον Μυλωνά (σελ. 239) η ύπαρξη ταινιών στο σώμα (προέρχεται από τη διακόσμηση των ψευδοστόμων) και ανάγεται χρονολογικώς στην ΥΕΙΙΙΒ (και μάλιστα προχωρημένη). Ο Μυλωνάς υποστηρίζει ότι το σχήμα επιβιώνει έως και τους γεωμετρικούς χρόνους. Ιακωβίδης 1970, σελ. 241-244. Η πλειοψηφία των θηλάστρων της Περατής έχει ύψος κυμαινόμενο μεταξύ 0,10-0,13 μ., κάποια είναι ακόμη μικρότερα (όπως και το π 319) και επτά είναι λίγο μεγαλύτερα των 0,13 μ. Τα θήλαστρα της Περατής φέρουν ταινίες στο σώμα (η πλειοψηφία εξ’ αυτών) και έχουν

ολόβαφο το λαιμό. Περίπου 19 θήλαστρα έχουν διακοσμημένο ώμο. Ως σχήμα αγγείου εμφανίζεται στην ΥΕΙΙΙΑ, επιβιώνει στην ΥΕΙΙΙΒ και ελάχιστα δείγματα προέρχονται από ΥΕΙΙΙΓ σύνολα. Σγουρίτσα 1988, σελ. 90. Δυσχερής η τεκμηρίωση τυπολογικής - χρονολογικής εξέλιξης. Mountjoy 1994, σελ. 182. Mountjoy 1999, σελ. 122 (από Αργολίδα, όπου υπάρχουν θήλαστρα με διάκοσμο αλλά και ολόβαφα), 216 (ολόβαφο αγγείο από την Κορινθία), 383 (ολόβαφο από Σαμικό Ηλείας), 390 (πρόκειται για θήλαστρο της πρωίμου ΥΕΙΙΙΓ από το Χειμαδιό, κοσμημένος ο ώμος), σελ. 528 (Αττική, όπου εκτός των διακοσμημένων δειγμάτων, απαντώνται ολόβαφα αλλά και με ταινιωτό διάκοσμο θήλαστρα).

π 320 (Πίν. 94, Σχέδ. 49) Στραβοκέφαλο Κλαδέος - τάφος VI Φλάσκη (FS 187/188). Έχει συγκολληθεί από πολλά τεμάχια. Λείπουν μικρά τμήματα της κοιλιάς. Πηλός υπόλευκος - υποκίτρινος. Επίχρισμα καστανοπράσινο - ωχροκάστανο. Βαφή καστανόφαιη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον. Λαιμός ραδινός. Λαβές κατακόρυφες, ημικυκλικής διατομής, σχεδόν ταινιωτές. Κοιλιά φακοειδής. Βάση δακτυλιόσχημη. Διακόσμηση ομόκεντρων κύκλων αμφίπλευρη. Στις πλάγιες όψεις ομάδες στιγμωτών κύκλων. Χείλος, βάση και λαβές ολόβαφα. Ύψ.: 0,11 μ., Διάμ. στ.: 0,026 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,0640,066 μ., Διάμ. β.: 0,028 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Για σχήμα όπως π 335. Κουντούρη 2002, εικ. 20 (ΜΧ 240), πίν. 29 (ΜΧ 241) και πίν. 137 (ΜΧ 283) για αμφίπλευρη διακόσμηση ομόκεντρων κύκλων. Στην πλάγια όψη του ΜΧ 240 σχηματοποιημένο μυκηναϊκό άνθος.

π 324 Στραβοκέφαλο Κλαδέος - τάφος VI Τρίωτο αλάβαστρο (FS 96). Σώζεται μικρό τμήμα χείλους, λαιμού, σώματος και ελάχιστο τμήμα της βάσεως. Συμπληρωμένο. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανέρυθρη, αμαυρή. Χείλος έξω νεύον. Λαιμός χοανοειδής. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Σώμα κυλινδρικό, με γωνιώδες περίγραμμα. Βάση επίπεδη - κοίλη. Στο σώμα αντωπά, ενούμενα ημικύκλια (FM 42:7-8). Χείλος, λαιμός και λαβές ολόβαφα. Ύψ.: 0,073 μ., Διάμ. στ. εξ.: 0,063 μ., Διάμ. στ. εσ.: 0,058 μ., Διάμ. β.: 0,086 μ.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Papadopoulos, 1979, εικ. 254 (d). Ιακωβίδης 1970, σελ. 207-209, εικ. 80 (696) σελ. 108, εικ. 8 9β και σελ. 104 (σχετικά με το θέμα). Mountjoy 1999, σελ. 419 (παραλλαγή του θέματος σε κυλινδρικό αλάβαστρο από την Αχαΐα). Επίσης και μεταξύ των λαβών απιόσχημου πιθαμφορίσκου από την Κορινθία (σελ. 221), στον ώμο ληκυθίου από την Αττική (σελ. 588).

π 318 Στραβοκέφαλο Κλαδέος - τάφος VI Τρίωτο αλάβαστρο (FS 85). Έχει συγκολληθεί από πολλά τεμάχια, ενώ λείπουν τμήματα του σώματος. Αποκρουσμένο σε διάφορα σημεία. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή ερυθρωπή/

191

καστανέρυθρη. Χείλος έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Σώμα σφαιρικό, έντονα πιεσμένο. Βάση επίπεδη - κοίλη. Διακόσμηση πρόχειρη και αμελής. Κάτω από τις λαβές κύμα (FM 32:5). Στο υπόλοιπο σώμα ταινίες. Στην κατώτερη επιφάνεια της βάσης τέσσερεις ομόκεντροι κύκλοι. Χείλος, λαιμός και η εξωτερική επιφάνεια των λαβών ολόβαφα. Ύψ.: 0,063 μ., Διάμ. στ.: 0,018 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,091 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Βιβλιογραφία: Πρβ. π 194. Παρλαμά 1974α, σελ. 40, αρ. 12 και σελ. 36, αρ. 3. Papadopoulos, 1979, εικ. 235 (1-9). Βικάτου 1999, σελ. 241. Σγουρίτσα 1988, σελ. 89. Mountjoy 1999, σελ. 381, 410.

192 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

4. ΘΑΛΑΜΩΤΟΙ ΤΑΦΟΙ ΝΕΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ (ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ XVIII, ΓΡΑΦΗΜΑ 17.1-17.2) π 640. ΑΦΑ 6868 (Πίν. 90) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Α Τρίωτο κυλινδρικό αλάβαστρο (FS 94). Λείπουν μέγα τμήμα του χείλους και του λαιμού, η μία λαβή και η βάση της άλλης. Συμπληρωμένο. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανή/καστανέρυθρη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον, λαιμός βραχύς και στενός, σώμα υψηλό, με έντονη γωνίωση, βάση κυρτή - καμπυλόγραμμη, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό (FM 57, 2) οριζόμενο άνω και κάτω υπό γραμμών και ταινιών. Στο σώμα ομάδες γραμμών. Στη βάση ομόκεντροι κύκλοι. Ράχη λαβών, λαιμός και χείλος ολόβαφα. Ύψ.: 0,08 μ., Διάμ. χ.: 0,046 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,092 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Όπως π 220. Επίσης πρβ. και Παρλαμά 1974α, σελ. 36 και πίν. 29α. Το δικτυωτό είναι σύνηθες κόσμημα για αλάβαστρα και πιθαμφορίσκους καθόλη τη διάρκεια της ΥΕΙΙΙ. Σχεδόν το ίδιο (με ευρύτερη ζώνη διακόσμησης) από Αττική πρβ. Σγουρίτσα 2001, σελ. 13, εικ. 14 (56). Κουντούρη 2002, εικ. 62 (ΜΧ 783). Hood 1986, σελ. 7-8 (για τη διακόσμηση κυλινδρικού αλαβάστρου με δικτυωτό). Mountjoy 1994, σελ. 210. Το κυλινδρικό αλάβαστρο εμφανίζεται στην ΥΕΙ, διαδίδεται, ως σχήμα, στην ΥΕΙΙ και επιβιώνει μέχρι τις αρχές της ΥΕΙΙΙΓ. Στην αρχή το χείλος ευθύ, στην ΥΕΙΙΙΑ2 μεταβάλλεται σε έξω νεύον και κυρτό. Σταδιακά δημιουργήθηκαν παραλλαγές του σχήματος (FS 98-99), με τις λαβές στον ώμο, κατόπιν στο σώμα και με την προσθήκη ποδιών. Mountjoy 1999, σελ. 108. Ήδη από την ΥΕΙΙΙΑ1 ο τύπος FS 94 έχει διαμορφωθεί, ο πυθμένας της βάσεως κοσμείται με ομόκεντρους κύκλους, ενώ στον ώμο γράφονται φολίδες, δικτυωτό, άγκιστρα, σπείρες. Η στενή διακοσμητική ζώνη χαρακτηρίζει την ΥΕΙΙΙΑ2 (σελ. 265). Μυλωνάς 1975, πίν. 411 (Ηπ3-501) δικτυωτό σε κυλινδρικό αλάβαστρο πρωίμων χρόνων.

π 642. ΑΦΑ 6870 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Α Ψευδόστομος αμφορίσκος (FS 171). Ακέραιος. Αποκρούσεις στο χείλος και την κοιλιά. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή ερυθρή/

ερυθροκαστανή. Δίσκος λαβών επίπεδος, στόμιο χοανοειδές, σώμα σφαιρικό, βάση επίπεδη, κοίλη εσωτερικώς, λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Δίσκος και ράχη λαβών ολόβαφα, στη βάση ψευδούς και στομίου ταινία, στον ώμο αμείβοντες/ενάλληλες γωνίες (FM 58:21) πλαισιωμένοι με σειρές κατακόρυφων γραμμιδίων. Στο σώμα ομάδες ισοπαχών γραμμών, οριζόμενες άνω και κάτω με ταινίες. Ύψ.: 0,15 μ., Διάμ. χ.: 0,021 μ., Διάμ. β.: 0,024 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,105 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Papadopoulos 1979, fig. 104 (e), πρόκειται για παραλλαγή του εξεταζομένου διακοσμητικού μοτίβου, χωρίς την παρουσία γραμμιδίων. Κουντούρη 2002, πίν. 104 (ΜΧ 424), Κουντούρη 2006, σελ. 169. Στον ώμο ψευδόστομου αντί αμειβόντων επάλληλα καμπυλόγραμμα γραμμίδια, πλαισιωμένα με στιγμές. Η χωροθέτηση και η απόδοση των δύο διακοσμητικών μοτίβων είναι κοινή. Stubbings 1947, fig. 5 (11). Mountjoy 1999, σελ. 120 (στον ώμο υδρίας από Αργολίδα).

π 643. ΑΦΑ 6871, 7073 (Πίν. 76, Σχέδ. 44) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Α (σωρός οστών στην αν. πλευρά θαλάμου) Τρίωτος αμφορέας (FS 35). Συγκολλημένος από πολλά τεμάχια, πρακτικώς ακέραιος. Πηλός καστανός - υπέρυρθρος, επίχρισμα ωχροκάστανο καστανωπό. Βαφή μελανή. Χείλος πεπλατυσμένο, έξω νεύον, λαιμός βραχύς, σώμα απιόσχημο, λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Βάση δισκοειδής. Μεταξύ των λαβών ομάδες τριών συνεχομένων σπειρών (FM 46:40-42-43) με παραπλήρωση στιγμωτού ρόδακα (FM 27) και γλωσσοειδών (FM 19, παρ. 6 και 37). Η ζώνη διακόσμησης ορίζεται με ταινίες. Λαιμός, χείλη και βάση εξωτερικά και εσωτερικά ολόβαφα. Ράχη λαβών ολόβαφη, εξαιρουμένης κεντρικής γραμμής. Ο αμφορέας φέρει, σαν πώμα, βάση κύλικος (πηλός ερυθρωπός, επίχρισμα ωχροκάστανο), η οποία κοσμείται με ταινίες. Εσωτερικά η βάση κοίλη. Ύψ.: 0, 40 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,345 μ., Διάμ. β.: 0,163 μ., Διάμ. χ.: 0,151 μ. Διάμ. β. κύλικος: 0,083 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

Βιβλιογραφία: Κουντούρη 2002, σελ. 333, συχνά ρόδακες (αποδιδόμενοι με στιγμές) συμπληρώνουν ήδη από την ΥΕΙΙΙΑ διακοσμητικά θέματα. Συγκεκριμένα ΜΧ 207β (απιόσχημος πιθαμφορέας με επάλληλα τόξα), ΜΧ 700 (αλάβαστρο με κύμα). Ιακωβίδης 1970, σελ. 165 (50) (για στίγματα). Benzi 1992, tav. 44 (b). Τρίωτος αμφορέας (FS 35) με διάκοσμο συνεχούς σπείρας. Mountjoy 1999, σελ. 121 (στον ώμο αργολικής πρόχου, συνεχόμενη σπείρα με παραπλήρωση ενάλληλων γωνιών, σελ. 266 παραπλήρωση κύματος με διάστικτους ρόδακες (σε αλάβαστρα από Λακωνία).

π 644. ΑΦΑ 6872 (Πίν. 101) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Β Μόνωτο κυάθιο (FS 238). Ακέραιο. Βαφή απολεπισμένη σε πολλά σημεία. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Χείλος κυρτό, ελαφρά έξω νεύον. Λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή, ξεκινά από χείλος και απολήγει στη μέγιστη διάμετρο. Σώμα ημισφαιρικό, βάση δακτυλιόσχημη. Στο κέντρο του αγγείου ομφαλός. Ολόβαφο εξωτερικά και εσωτερικά με ερυθρά βαφή. Ύψ.: 0,043 μ., (με λαβή 0,064 μ.), Διάμ. β.: 0,033 μ., Διάμ. χ.: 0,10 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Βιβλιογραφία: Όπως π 305.

π 645. ΑΦΑ 6873 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Β Μόνωτο κυάθιο (FS 238). Ακέραιο με απολεπίσεις σε ολόκληρο το σώμα. Πηλός καστανωπός, επίχρισμα ωχροκάστανο - υπόλευκο. Βαφή καστανέρυθρη/καστανομέλανη. Χείλος επίπεδο. Λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή, ξεκινά και απολήγει στο χείλος. Σώμα ημισφαιρικό (φέρον μικρή οπή), βάση δακτυλιόσχημη. Στο κέντρο του αγγείου ομφαλός (εσωτ). Ολόβαφο εξωτερικά και εσωτερικά (εξαιρείται το εσωτερικό λαβής και ο πυθμένας της βάσης). Ύψ.: 0,04 μ. (με λαβή 0,074 μ.), Διάμ. β.: 0,038 μ., Διάμ. χ.: 0,096 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Βιβλιογραφία: Όπως π 305, π 196 και π 184. Παρλαμά 1971, πίν. ΛΑβ. Κουντούρη 2002, πίν. 87 (ΜΧ 149). Mountjoy 1999, σελ. 383. Η ολόβαφη απόδοση του σχήματος είναι εξαιρετικά δημοφιλής, όπως και στην παρακείμενη Αχαΐα. Δείγματα αγγείου από

193

Τρύπες, Στραβοκέφαλο, Αγραπιδοχώρι και Αγ. Τριάδα.

π 646. ΑΦΑ 6874 (Πίν. 102) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Β Μόνωτο κυάθιο (παρ. FS 238). Συγκολλημένο, πρακτικώς ακέραιο, με αποκρούσεις στη βάση. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανομέλανη, καστανή. Χείλος επίπεδο. Λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή, ελάχιστα υπερυψωμένη, ξεκινά από το χείλος και απολήγει στο σώμα. Σώμα γωνιώδες, βάση δακτυλιόσχημη με κεντρικό ομφαλό. Ολόβαφο εξωτερικά και εσωτερικά (εξαιρείται το εσωτερικό λαβής και ο πυθμένας της βάσης). Ύψ.: 0, 045 μ., (με λαβή 0,058 μ.), Διάμ. β.: 0,036 μ., Διάμ. χ.: 0,098 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Βιβλιογραφία: Όπως π 645.

π 647. ΑΦΑ 6875 (Πίν. 86) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Β Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Ακέραιο. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανή/καστανομέλανη, εξίτηλη. Χείλος έξω νεύον, λαιμός βραχύς, σώμα πιεσμένο, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής, βάση επίπεδη. Στη βάση λαιμού ταινία και γραμμές. Στην κοιλιά κύμα (FM 32). Στο κάτω τμήμα σώματος δύο πλατιές ταινίες. Κατώτερα γραμμές. Λαβές, λαιμός, χείλος εσωτερικά και εξωτερικά ολόβαφα. Ύψ.: 0,075 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,098 μ., Διάμ. χ.: 0,045 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ/Β. Βιβλιογραφία: Πρβ. και π 194. Πρβ. και Γιαλούρης 1964, πίν. 186 (β). Παρλαμά 1974α, σελ. 40 (για το 2603). Papadopoulos 1979, σελ. 108 (fig. 132b-f) και σελ. 87 για δημοφιλία κύματος μεταξύ των αρτοσχήμων αλαβάστρων. Souyoudzoglou 1999, σελ. 62. Κουντούρη 2002, σελ. 74. Το κύμα υπήρξε και το δημοφιλέστερο ΥΕΙΙΙΑ μοτίβο των αλαβάστρων στη Μεσσηνία. Επίσης και Blegen 1937, fig. 156 (428), 166 (341), 251 (652, 623), 254 (659, 731), 255 (642), 255 (648, 654), 297 (704), 330 (1129), 343 (809), 375 (801, 802), 495 (39), 516 (12). Σακελλαρίου 1985, τάφος 66 (3064). Σγουρίτσα 1988, πίν. 28 (13). Η Σγουρίτσα χρονολογεί στην ΥΕΙΙΙΑ/Β.

194 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Σγουρίτσα 2001, σελ. 13, εικ. 14 (51). Mountjoy 1999, σελ. 525 (το πιο σύνηθες διακοσμητικό θέμα της ΥΕΙΙΙΑ2 είναι το κύμα), ενώ κατά τη διάρκεια της ΥΕΙΙΙΒ το κύμα αποτελεί σχεδόν το μοναδικό θέμα (σελ. 544). Στην Αργολίδα το κύμα είναι από τα πλέον δημοφιλή θέματα της ΥΕΙΙΙΑ2 (σελ. 116), άλλοτε πυκνώνει και άλλοτε αραιώνει. Από τη Λακωνία (Επίδαυρο Λιμηρά) προέρχεται αλάβαστρο με κύμα, παραπληρούμενο με στιγμωτό ρόδακα, όπως ανάλογο δείγμα από Ηλεία (σελ. 265). Η αυτή κατάσταση παρατηρείται τόσο στη Μεσσηνία (σελ. 334) όσο και στην Αχαΐα (σελ. 410). Συνεπώς η Ηλεία ακολουθεί τη γενικότερη παραγωγή - εξέλιξη του αλαβάστρου.

π 648. ΑΦΑ 6876 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Β Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Ακέραιο. Αποκρουσμένο στον πυθμένα. Πηλός ερυθρωπός. Επίχρισμα ωχροκάστανο. Βαφή ερυθρά/καστανωπή. Χείλος έξω νεύον, λαιμός βραχύς, σώμα πιεσμένο, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής, βάση επίπεδη. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό (FM 57, 2) οριζόμενο από ταινίες. Στο κάτω τμήμα σώματος δύο πλατιές ταινίες. Στο κέντρο βάσης δύο ομόκεντροι κύκλοι. Λαβές, λαιμός, χείλος εσωτερικά και εξωτερικά ολόβαφα. Ύψ.: 0, 13 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,19 μ., Διάμ. χ.: 0, 081 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Όπως π 220.

π 649. ΑΦΑ 6877 (Πίν. 86) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Β Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Ακέραιο. Αποκρουσμένο στον πυθμένα. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανή, εξίτηλη στο μέγιστο τμήμα του αγγείου. Χείλος κυρτό, έξω νεύον, λαιμός βραχύτατος, σώμα πιεσμένο, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής, βάση επίπεδη. Στη βάση του λαιμού διπλή γραμμή. Στην κοιλιά κύμα (FM 32). Στο κάτω τμήμα σώματος τριπλή γραμμή. Στον πυθμένα τρεις επάλληλοι ομόκεντροι κύκλοι. Λαβές, λαιμός, χείλος εσωτερικά και εξωτερικά ολόβαφα. Ύψ.: 0, 075 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,10 μ., Διάμ. χ.: 0,05 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Όπως π 647. Stubbings 1947, pl. 11 (2). Shelton 2000, fig. 22 (c).

π 650. ΑΦΑ 6878 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Β Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Ακέραιο. Αποκρουσμένο και απολεπισμένο κατά τόπους. Πηλός ερυθρωπός. Βαφή ερυρθρά - καστανομέλανη. Χείλος έξω νεύον, λαιμός εξαιρετικά βραχύς, σώμα πιεσμένο, βάση κυρτή, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Ολόβαφο, εξαιρουμένης της εσωτερικής επιφάνειας των λαβών. Ύψ.: 0, 065 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,067 μ., Διάμ. χ.: 0, 043 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Papadopoulos 1979, σελ. 86 και fig. 133 (a, c). Ιακωβίδης 1970, σελ. 208 (για ολόβαφα αλάβαστρα από Περατή).

π 651. ΑΦΑ 6879 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Β Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Λείπουν η μία λαβή και τμήματα του χείλους. Συμπληρωμένο. Πηλός ωχρός - υπόλευκος, επίχρισμα στο χρώμα του πηλού. Βαφή καστανομέλανη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον, λαιμός βραχύς, σώμα πιεσμένο, βάση επίπεδη, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Στη βάση λαιμού τέσσερεις επάλληλες λεπτές γραμμές. Στο σώμα οξυκόρυφο κύμα (FM 32, I, 5), οριζόμενο κάτω με ταινία. Στη βάση ομόκεντροι κύκλοι. Λαβές, λαιμός, χείλος ολόβαφα. Ύψ.: 0,09 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,111 μ., Διάμ. χ.: 0,06 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ Βιβλιογραφία: Όπως π 647. Deshayes 1966, Pl. LXXVIII (3). Οξυκόρυφη απόληξη του κύματος.

π 652. ΑΦΑ 6880 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Β Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Λείπει ελάχιστο τμήμα μίας λαβής και τμήματα του χείλους, συμπληρωμένο. Πηλός ωχρός - ωχροκάστανος. Επίχρισμα στο χρώμα του πηλού. Βαφή καστανομέλανη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον, λαιμός βραχύς, σώμα πιεσμένο, βάση επίπεδη, ελαφρώς κοίλη στο κέντρο της, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Στη βάση λαιμού δύο επάλληλες λεπτές γραμμές. Στο σώμα οξυκόρυφο κύμα (FM 32, I, 5), οριζόμενο κάτω με διπλή γραμμή και ταινία. Στη βάση ομόκεντροι κύκλοι. Λαβές, λαιμός, χείλος ολόβαφα. Ύψ.: 0,138 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,184 μ., Διάμ. χ.: 0,101 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙ Α2.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

195

Βιβλιογραφία: Όπως π 647. Immerwahr 1971, pl. 65 (XI-3). Hiller 1975, taf. 31 (283), σελ. 94. Σακελλαρίου 1985, τάφος 89 (πίν. 123-3167 και 3164). Αλεξοπούλου 1991, σελ. 142 (εικ. 7). Shelton 2000, σελ. 42, fig. 8 (a).

Hiller 1975, taf. 31 (280).Κατακόρυφες γραμμές σε διακόσμηση μετόπης. Χρονολόγηση ΥΕΙΙΙΒ. Hood 1986, fig. 15, 18, σελ. 9, 11. Σγουρίτσα 1988, πίν. 40 (20) κυλινδρικό αλάβαστρο με ευρεία ζώνη γραμμιδίων ανάμεσα στις λαβές. Ο διάκοσμος συναντάται και σε απιόσχημους πιθαμφορείς πρβ. Blegen 1937, fig. 173 (313).

π 653. ΑΦΑ 6881 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Β

π 655. ΑΦΑ 6883 (Πίν. 93) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Β

Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Λείπει η μία λαβή, αποκρουσμένο σε πολλά σημεία (χείλος, βάση). Πηλός ερυθρωπός. Επίχρισμα ωχροκάστανο - υπόλευκο. Βαφή καστανέρυθρη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον, λαιμός βραχύς, σώμα πιεσμένο, βάση επίπεδη, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Στη βάση λαιμού τρεις επάλληλες λεπτές γραμμές. Στο σώμα οξυκόρυφο κύμα (FM 32, I, 5), οριζόμενο κάτω με διπλή ταινία. Στη βάση ομόκεντροι κύκλοι. Λαβές, λαιμός και χείλος ολόβαφα. Ύψ.: 0,075 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,099 μ., Διάμ. χ.: 0,045 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙA2/B. Βιβλιογραφία: Όπως π 647. Σακελλαρίου 1985, τάφος 89, πίν. 89 (3166).

Άωτο αλαβαστροειδές (FS 77/78). Ακέραιο, αποκρουσμένο κατά τμήματα. Πηλός ερυθρωπός. Βαφή καστανομέλανη. Χείλος πεπλατυσμένο, έξω νεύον, λαιμός βραχύς, σώμα έντονα πιεσμένο, βάση επίπεδη. Ολόβαφο εξωτερικώς. Ύψ.: 0,093 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,096 μ., Διάμ. χ.: 0,054 μ., Διάμ. β.: 0,036 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ1/2. Βιβλιογραφία: Όπως π 310. Hood 1986, σελ. 12-13 fig. 25. Πιθανή χρονολόγηση θεωρείται η ΥΕΙΙΙΑ1 (αναφέρεται πάντως πως ολόβαφα άωτα αλαβαστροειδή με πιεσμένο σφαιρικό σώμα, προερχόμενα από την Τίρυνθα, μπορούν να χρονολογηθούν στα τέλη της ΥΕΙΙΙΒ και στις αρχές της ΙΙΙΓ).

π 654. ΑΦΑ 6882 (Πίν. 90) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Β (ταφή δαπέδου αρ. 10) Τρίωτο κυλινδρικό αλάβαστρο (FS 94). Λείπει τμήμα της βάσεως και του χείλους, συμπληρωμένο. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανέρυθρη. Χείλος κυρτό έξω νεύον, λαιμός βραχύς, σώμα με έντονη γωνίωση, βάση επίπεδη, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Σώμα κοσμείται με ταινίες και γραμμές. Μεταξύ των λαβών ομάδες παράλληλων κατακόρυφων γραμμών (FM 64:22) οριζόμενες κάτω με δύο γραμμές και άνω με τρεις. Στη βάση ομόκεντροι, ακανόνιστοι κύκλοι. Λαβές, λαιμός και χείλος ολόβαφα. Ύψ.: 0,084 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,111 μ., Διάμ. χ.: 0,058 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Όπως π 182, πρβ. και π 222. Επιπροσθέτως: Stubbings 1947, pl. 11 (7). Hankey 1952, pl. 18 (469b). Ιακωβίδης 1970, σελ. 208 εικ. 80 (154). Immerwahr 1971, Pl. 65 (XXXVII-1). Ομάδες κατακορύφων γραμμών σε απιόσχημο πιθαμφορίσκο.

π 656. ΑΦΑ 6884 (Πίν. 93) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Β Άωτο αλαβαστροειδές (FS 77). Συγκολλημένο, πρακτικώς ακέραιο. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανομέλανη. Χείλος πεπλατυσμένο, έξω νεύον, λαιμός βραχύτατος, σώμα έντονα πιεσμένο, βάση επίπεδη. Χείλος και λαιμός ολόβαφα. Στη βάση λαιμού εναλλαγή γραμμών και ταινιών, στο σώμα σπογγωτό - στιγμωτό (FM 77:2). Άνωθεν της βάσης ταινίες και γραμμές. Ύψ.: 0,12 μ., Διάμ. β.: 0,043 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,127 μ., Διάμ. χ.: 0,068 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ1. Βιβλιογραφία: Όπως π 655. Μυλωνάς 1975, πίν. 418β (Ζπ6-348).

π 657. ΑΦΑ 6883 (Πίν. 93) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Β Άωτο αλαβαστροειδές (FS 77). Ακέραιο, αποκρουσμένο κατά τμήματα. Πηλός ωχροκάστανος επίχρισμα καστανόφαιο. Βαφή καστανομέλανη, εξίτηλη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον, λαιμός βραχύς,

196 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

σώμα έντονα πιεσμένο, βάση επίπεδη. Ολόβαφο εξωτερικώς. Ύψ.: 0,094 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,096 μ., Διάμ. χ.: 0,048 μ., Διάμ. β.: 0,033 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ1/2. Βιβλιογραφία: Όπως π 655.

π 658. ΑΦΑ 6886 (Πίν. 84) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Β (στη είσοδο θαλάμου) Τρίωτος πιθαμφορίσκος (FS 45). Ακέραιος, με ελαφρές αποκρούσεις στο χείλος και τη βάση, απολεπισμένος σε διάφορα σημεία. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανομέλανη. Χείλος πεπλατυσμένο, έξω νεύον, λαιμός ευρύς και εξαιρετικά βραχύς, σώμα απιόσχημο, πόδι βραχύ, βάση επίπεδη, κοίλη εσωτερικά με κεντρικό ομφαλό. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Στο σώμα ταινίες, μεταξύ των λαβών, βραχείς κάθετες γραμμές (FM 64:21), οριζόμενες άνω και κάτω με ταινίες. Η ράχη των λαβών, ο λαιμός, το χείλος, το κατώτερο τμήμα σώματος και η βάση ολόβαφα. Ύψ.: 0,155 μ., Διάμ. χ.: 0,098 μ., Διάμ. β.: 0,062 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,146 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Όπως π 203.

π 659. ΑΦΑ 6887, 6898 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Β Ψευδόστομος αμφορίσκος (FS 171). Ακέραιος. Πηλός υπόλευκος - ωχρός. Επίχρισμα ωχροκάστανο. Βαφή καστανέρυθρη. Δίσκος λαβών επίπεδος, η βάση του ψευδούς στομίου περιτρέχεται από πλαστικό δακτύλιο, στόμιο χοανοειδές, σώμα σφαιρικό, βάση δακτυλοειδής, λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Κέντρο δίσκου λαβών ολόβαφο, περιβαλλόμενο από κύκλο, στον ώμο ενάλληλες γωνίες (FM 58:8), στη βάση μίας λαβής U-σχημα (FM 45), στο σώμα ταινίες - γραμμές ανά ομάδες. Εξωτερική επιφάνεια λαβών, εξαιρουμένου μικρού ορθογωνίου, και κατώτερο τμήμα στομίων ολόβαφα. Ύψ.: 0,11 μ., Διάμ. β.: 0,035 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,11 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Βιβλιογραφία: Πρβ. π 226 και π 315. Για U-σχημα πρβ. λαβή σφαιρικού ψευδόστομου από Αττική (Σγουρίτσα 1988, σελ. 26) και ζώνη διακόσμησης (μεταξύ των λαβών) κυλινδρικού αλαβάστρου από την Κορινθία (σελ. 217).

π 660. ΑΦΑ 6888 (Πίν. 99, Σχέδ. 51) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Β Αλαβαστροειδής προχοΐσκη (FS 87). Ακέραιη. Πηλός υπέρυθρος. Επίχρισμα ωχροκάστανο. Βαφή μελανή, καστανομέλανη, στιλπνή. Χείλος κυρτό, έξω νεύον λαιμός βραχύς, σώμα σφαιρικό, έντονα πιεσμένο, βάση επίπεδη, λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή (ξεκινά από τον ώμο και απολήγει στο ύψος της μεγίστης διαμέτρου). Ολόβαφη. Ύψ.: 0,068 μ., Διάμ. β.: 0,038 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,075 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ. Βιβλιογραφία: π 187.

π 661. ΑΦΑ 7081, 6898 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Δ Ψευδόστομος αμφορίσκος (FS 171). Συγκολλημένος από πολλά τεμάχια, λείπει τμήμα της κοιλίας, συμπληρωμένος. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανέρυθρη. Δίσκος λαβών επίπεδος με ελαφρά κεντρική έξαρση, στόμιο χοανοειδές, σώμα σφαιρικό, βάση δακτυλιόσχημη με κεντρικό ομφαλό, λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Δίσκος λαβών κοσμείται με δύο ομόκεντρους κύκλους, το κέντρο τους δηλώνεται με παχειά στιγμή, στον ώμο ενάλληλες γωνίες - αγκώνες (FM 58:8), στο σώμα ταινίες - γραμμές ανά ομάδες. Ράχη λαβών ολόβαφη, εξαιρουμένου μικρού ακανονίστου, τριγώνου. Στο χείλος και τη βάση του ψευδούς και του στομίου ταινία. Ύψ.: 0,11 μ., Διάμ. β.: 0,037 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,108 μ., Διάμ. χ.: 0,037 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Βιβλιογραφία: Όπως π 226.

π 662. ΑΦΑ 6897, 6899 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Δ Μόνωτο κυάθιο (FS 219). Ακέραιο. Αποκρουσμένο μόνο στη λαβή. Πηλός ερυθρός. Επίχρισμα ερυθροκάστανο, βαφή καστανέρυθρη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον, σώμα ρηχό, βάση επίπεδη, κοίλη εσωτερικώς με κεντρική κοιλότητα. Στο εσωτερικό του αγγείου ομφαλός. Λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή, ξεκινά από το χείλος και απολήγει στο κάτω τμήμα του σώματος. Χείλος ολόβαφο εσωτερικώς και εξωτερικώς, στο κατώτερο τμήμα του σώματος και στη βάση λεπτές ταινίες - ομόκεντροι κύκλοι, στη ράχη λαβών παχιές, εγκάρσιες γραμμές, ακανονίστου μεγέθους. Ύψ.: 0,053 μ., Διάμ. β.: 0,037 μ., Διάμ. χ.: 0,135 μ.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Βιβλιογραφία: Κουντούρη 2002, πίν. 7 (ΜΧ 330 και ΜΧ 331) και πίν. 25 (ΜΧ 243 και 244) με σπογγωτό. Mountjoy 1999, σελ. 111 και 125 (από Αργολίδα με διάκοσμο σπογγωτού, κυματοειδούς γραμμής, πλοχμού, σπείρας), στην ΥΕΙΙΙΒ το σχήμα γίνεται βαθύτερο (σελ. 140), σελ. 218 κυάθιο από τις Ζυγουριές με ρηχό σώμα και ταινιωτό διάκοσμο, σελ. 536 (κύαθοι από την Αττική).

π 663. ΑΦΑ 6900 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Δ Μόνωτο κυάθιο (FS 237). Ακέραιο. Πηλός ωχροκάστανος. Βαφή ερυθρά, εξίτηλη. Λαβή κατακόρυφη, υπερυψωμένη, ταινιωτή, ξεκινά και απολήγει στο χείλος. Χείλος κυρτό, έξω νεύον, σώμα ημισφαιρικό με γωνιώδες περίγραμμα, βάση δακτυλιόσχημη. Ολόβαφο. Ύψ.: 0,042 μ., Διάμ. β.: 0,026 μ., Διάμ. χ.: 0,15 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ/Β. Βιβλιογραφία: Όπως π 305 και π 184.

π 664. ΑΦΑ 6901 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Δ Αλαβαστροειδής προχοΐσκη (FS 87). Ακέραιη, με μικρές αποκρούσεις σε όλο το αγγείο. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή μελανή, εξίτηλη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον λαιμός βραχύς, σώμα σφαιρικό, έντονα πιεσμένο, βάση επίπεδη - δισκοειδής, λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή (ξεκινά από τον ώμο και απολήγει στο ύψος της μεγίστης διαμέτρου). Ολόβαφο. Ύψ.: 0,085 μ., Διάμ. β.: 0,034 μ., Διάμ. χ.: 0,043 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ. Βιβλιογραφία: Όπως π 187. Mountjoy 1999, σελ. 107-108 (από Αργολίδα) και 381. Αλαβαστροειδείς προχοΐσκες προέρχονται και από άλλα νεκροταφεία της Ηλείας (Άσπρα Σπίτια, Χελιδόνι, Διάσελα, Μιράκα, Αγ. Τριάδα).

π 665. ΑΦΑ 6902 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Δ Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Αποκρουσμένο σε πολλά σημεία, λείπουν και οι τρεις λαβές, συμπληρωμένο. Πηλός ωχροκάστανος, επίχρισμα στο χρώμα του πηλού, βαφή καστανομέλανη. Χείλος κυρτό, εξω νεύον, λαιμός βραχύς, σώμα πιεσμένο, βάση επίπεδη, λαβές οριζόντιες, κυκλικής

197

διατομής. Μεταξύ των λαβών παραλλαγή καμπυλόγραμμων (περ. FM 67:3, 5, 6). Στη βάση του λαιμού ταινίες. Κάτω από τη ζώνη διακόσμησης τρεις ισομεγέθεις ταινίες. Ράχη λαβών, λαιμός και χείλος εσωτερικά και εξωτερικά, ολόβαφα. Στη βάση επάλληλοι ομόκεντροι κύκλοι. Ύψ.: 0,055 μ., Διάμ. χ.: 0,027 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,084 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Papadopoulos 1979, fig 137 (g), το θέμα στο αγγείο είναι καμπύλες γραμμές. Πλησιέστερο παράλληλο (ως προς τον διάκοσμο) είναι το κόσμημα στον ώμο ψευδόστομου, fig. 103b). Κουντούρη 2002, εικ 84 (ΜΧ 365). Πρόκειται για αρτόσχημο αλάβαστρο με παρεμφερή με το π 665 διακόσμηση στον ώμο του αγγείου.

π 702. ΑΦΑ 7083 (Πίν. 88) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Ε (ΒΔ Γωνία - Α2) Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Συγκολλημένο, συμπληρωμένο, απολεπισμένο και αποκρουσμένο στην κοιλιά και τη βάση. Πηλός ερυθρωπός, βαφή καστανομέλανη, εξίτηλη. Χείλος επίπεδο, έξω νεύον, λαιμός βραχύς, σώμα, πιεσμένο, βάση κυρτή. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό (FM 57:2), οριζόμενο άνω και κάτω με ταινίες. Ράχη λαβών, λαιμός και χείλος εσωτερικά και εξωτερικά, ολόβαφα. Βάση κοσμημένη με ομόκεντρους κύκλους. Φέρει βάση κύλικος ως πώμα. Ύψ.: 0,145 μ., Διάμ. χ.: 0,085 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,17 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Όπως π 220.

π 703. ΑΦΑ 7084 (Πίν. 86) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Ε (ΒΔ Γωνία - Α1) Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Σχεδόν ακέραιο, αποκρουσμένο σε σημεία του χείλους και απολεπισμένο ως προς το λαιμό. Πηλός ερυθρωπός, βαφή καστανομέλανη. Χείλος πεπλατυσμένο, έξω νεύον, λαιμός βραχύς, σώμα πιεσμένο, βάση επίπεδη, λαβές οριζόντιες κυκλικής διατομής. Στην κοιλιά κύμα (FM 32, Ι, 5), οριζόμενο στο κάτω μέρος με λεπτές ταινίες. Στη βάση του λαιμού ταινίες. Ράχη λαβών, λαιμός και χείλος εσωτερικά και εξωτερικά, ολόβαφα. Βάση κοσμημένη με τέσσερεις ομόκεντρες ταινίες. Ύψ.: 0,076 μ., Διάμ. χ.: 0,047 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,099 μ.

198 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Βιβλιογραφία: Όπως π 647.

π 704. ΑΦΑ 7085 (Πίν. 93) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Ε (ΝΑ Γωνία - Α3) Άωτο αλαβαστροειδές (FS 77). Συγκολλημένο, συμπληρωμένο, πρακτικώς ακέραιο. Πηλός καστανοφαιός, χρώμα επιχρίσματος υποκίτρινο. Βαφή καστανομέλανη - τεφρή. Βάση δακτυλιόσχημη, κοιλιά σφαιρική, πιεσμένη, λαιμός βραχύς, χείλος έξω νεύον. Ολόβαφο. Ύψ.: 0,132 μ., Διάμ. β.: 0,059 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,14 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ1/ΥΕΙΙΙΑ2. Βιβλιογραφία: Όπως π 655.

π 705. ΑΦΑ 7086 (Πίν. 93) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος ΣΤ (πλευρική ταφή δρόμου - Α13) Άωτο αλαβαστροειδές (FS 77). Ακέραιο, αποκρουσμένο σε σημεία του χείλους και της κοιλιάς. Πηλός ωχρός - υπόλευκος. Επίχρισμα ωχροκάστανο. Βαφή καστανή. Χείλος κυρτό, έξω νεύον, λαιμός βραχύς, σώμα σφαιρικό, έντονα πιεσμένο, βάση επίπεδη. Ολόβαφο. Ύψ.: 0, 085 μ., Διάμ. β.: 0,047 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,09 μ., Διάμ. χ.: 0,051 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ1/2. Βιβλιογραφία: Όπως π 655.

π 706. ΑΦΑ 7087 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Στ (ΒΑ Γωνία - Α5) Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Συγκολλημένο, συμπληρωμένο, λείπουν οι δύο λαβές, αποκρουσμένο και απολεπισμένο σε διάφορα σημεία του σώματος. Πηλός ερυθρωπός, επίχρισμα κιτρινοφαιό, χρώμα βαφής καστανομέλανο. Χείλος έξω νεύον, λαιμός βραχύς, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό (FM 57:2), οριζομένο άνω και κάτω με ταινία και τριπλή γραμμή. Ράχη λαβών, λαιμός και χείλος εσωτερικά και εξωτερικά, ολόβαφα. Στη βάση των λαβών τρία ομόκεντρα ημικύκλια. Ύψ.: 0,113 μ., Διάμ. χ.: 0,088 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,142 μ. Πρβ. π 702, π 648, π 640, π 734. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙA/Β.

Βιβλιογραφία: Όπως π 220.

π 707. ΑΦΑ 7088 (Πίν. 89) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Στ (ΝΑ Γωνία - Α9 συστάδα τεσσάρων αγγείων) Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Σχεδόν ακέραιο, ελλιπές ως προς τμήμα του χείλους, συμπληρωμένο. Αποκρουσμένο σε σημείο του χείλους και της βάσης. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα, βαφή καστανομέλανη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον, λαιμός βραχύς, σώμα πιεσμένο, βάση επίπεδη λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Χείλος άβαφο, λαιμός ολόβαφος εσωτερικώς και εξωτερικώς. Ράχη λαβών ολόβαφη. Κάτω από τον λαιμό λεπτή ταινία. Μεταξύ των λαβών βραχείς, ακανονίστου πλάτους, κατακόρυφες/λοξές γραμμές (περ. FM 64:19-20), οριζόμενες κάτω με ταινίες. Βάση κοσμημένη με ομόκεντρους κύκλους, στο κέντρο τους πλατιά στιγμή. Ύψ.: 0, 068 μ., Διάμ. χ.: 0,047 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,084 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Όπως π 222 και π 182.

π 708. ΑΦΑ 7089 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Στ (πλευρική ταφή δρόμου - Α12) Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Ελλιπές ως προς τη μία λαβή, λείπει τμήμα της άλλης. Αποκρουσμένο και απολεπισμένο σε διάφορα σημεία του σώματος. Πηλός ωχρός, επίχρισμα κιτρινοφαιό, χρώμα βαφής καστανομέλανο. Χείλος κυρτό, έξω νεύον, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Βάση επίπεδη. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό (FM 57:2), οριζόμενο άνω με ταινίες και διπλή γραμμή. Στην κάτω επιφάνεια σώματος ταινίες μεταξύ των οποίων τρεις γραμμές. Στη βάση διάκοσμος ομοκέντρων κύκλων. Ράχη λαβών, λαιμός και χείλος εσωτερικά και εξωτερικά, ολόβαφα. Ύψ.: 0,07 μ., Διάμ. χ.: 0,05 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,093 μ. Πρβ. π 702, π 648, π 640, π 734. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Όπως π 220.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

π 709. ΑΦΑ 7090 (Πίν. 89) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Στ, ταφή ΙΧ (Α10) Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Συγκολλημένο από πολλά τεμάχια. Ελλιπές ως προς τμήματα της κοιλιάς και της βάσης. Συμπληρωμένο. Ελλιπές ως προς τη μία λαβή, λείπει τμήμα της άλλης. Αποκρουσμένο και απολεπισμένο σε διάφορα σημεία του σώματος. Πηλός υπέρυθρος, επίχρισμα ωχροκάστανο, βαφή καστανομέλανη. Χείλος έξω νεύον, λαιμός βραχύς, σώμα πιεσμένο, βάση ελαφρώς κυρτή, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Στο ύψος των λαβών βραχείς, κατακόρυφες γραμμές (περ. FM 64, περ. 14), πλαισιωμένες από δύο ταινίες περιβάλλουσες γραμμές. Στην κάτω επιφάνεια σώματος ταινίες μεταξύ των οποίων τρεις γραμμές. Στη βάση ομόκεντροι κύκλοι (τρεις στην περιφέρεια και τρεις στο κέντρο του πυθμένος). Ράχη λαβών, λαιμός και χείλος εσωτερικά και εξωτερικά, ολόβαφα. Ύψ.: 0,07 μ., Διάμ. χ.: 0,051 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,094 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: π 182 και π 220.

π 710. ΑΦΑ 7091 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Στ, ταφή Χ (Α11) Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Συγκολλημένο από πολλά τεμάχια, συμπληρωμένο. Ελλείπουν η μία λαβή, τμήμα της βάσης και της κοιλιάς. Αποκρουσμένο και απολεπισμένο σε διάφορα σημεία του σώματος. Πηλός ερυθρωπός, επίχρισμα κιτρινοφαιό, βαφή καστανέρυθρη. Χείλος λοξό, έξω νεύον, λαιμός βραχύς. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Βάση επίπεδη με κωνικού σχήματος κεντρικό βύθισμα. Στην κοιλιά διάκοσμος κύματος (FM 32, I, 5). Άνωθεν των λαβών ταινία και επάλληλες γραμμές. Ράχη λαβών, λαιμός και χείλος εσωτερικά και εξωτερικά, ολόβαφα. Το αλάβαστρο έφερε άβαφη βάση κύλικος ως πώμα. Ύψ.: 0,106 μ., Διάμ. χ.: 0,073 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,14 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Όπως π 647.

π 711. ΑΦΑ 7092 (Πίν. 106) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Στ (πλευρική ταφή δρόμου) Μόνωτος σκύφος (FS 283). Συγκολλημένος από πολλά τεμάχια. Συμπληρωμένος. Ελλιπής σε

199

μεγάλο τμήμα του σώματος. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανέρυθρη. Χείλος κατακόρυφο, βάση επίπεδη. Λαβή οριζόντια, κυκλικής διατομής. Ολόβαφο εσωτερικά και εξωτερικά. Εξαιρείται μαστοειδής απόφυση στο κέντρο του εσωτερικού του σκύφου, καθώς και η βάση αγγείου. Ύψ.: 0,055 μ., Διάμ. στ.: 0,102 μ., Διάμ. β.: 0,035 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙA2-B1. Βιβλιογραφία: Stubbings 1947, pl. 9 (2). Σγουρίτσα 1988, σελ. 24, πίν. 11 (29). Mountjoy 1999, σελ. 141 (το αγγείο προέρχεται από την Αργολίδα και κοσμείται με κατακόρυφες κυματοειδείς γραμμές).

π 712. ΑΦΑ 7093 (Πίν. 77) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Στ (Α7) Δίωτος αμφορίσκος (περ. FS 58/59). Ακέραιος, ελαφρώς αποκρουσμένος και απολεπισμένος. Πηλός και επίχρισμα ωχροπράσινα. Βαφή καστανομέλανη/τεφρή. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Χείλος κυρτό, έξω νεύον, λαιμός βραχύς. Κοιλία πιεσμένη, σφαιρική. Βάση επίπεδη. Ολόβαφο εξωτερικά (εξαιρείται τμήμα σώματος στην περιοχή των λαβών) και εσωτερικά (χείλος και λαιμός). Ύψ.: 0,172 μ., Διάμ. χ.: 0,099 μ., Διάμ. β.: 0,062 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,16 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ2/YEIIIΓ πρώιμη. Βιβλιογραφία: Όπως π 219.

π 713. ΑΦΑ 7094 (Πίν. 119) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Στ (ΒΔ γωνία - Α4) Ψευδόστομος αμφορίσκος (FS 171). Ακέραιος, ελαφρά αποκρουσμένη η προχοή. Πηλός φαιοκίτρινος, επίχρισμα στο χρώμα του πηλού. Διακόσμηση με καστανομέλανο χρώμα, βαφή εξίτηλη στο σύνολο του αγγείου. Δίσκος λαβών επίπεδος. Σώμα σφαιρικό, πιεσμένο. Βάση δακτυλιόσχημη. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Δίσκος λαβών ολόβαφος εξαιρουμένης της περιφερείας του. Η βάση και το χείλος της προχοής (εσωτερικώς και εξωτερικώς) καλύπτονται με ταινία. Στον ώμο πυκνά εγκάρσια γραμμίδια σε δύο ζώνες (παραλλαγή του FM 64), το υπόλοιπο σώμα κοσμείται με ομάδες επάλληλων, λεπτών και ισοπαχών γραμμών ανάμεσα σε πλατύτερες ταινίες. Ύψ.: 0,11 μ., Διάμ. χ.: 0,099 μ., Διάμ. β.: 0,04 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,108 μ. Χρονολόγηση: YEIIIΑ2.

200 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Βιβλιογραφία: Papadopoulos 1979, fig 101 (i), 103 (g). Πρόκειται για μία σειρά γραμμιδίων. Κουντούρη 2002, πίν. 104 (ΜΧ 424) το αυτό διακοσμητικό θέμα. Hankey 1952, pl. 25 (531). Διευθετείται σε δύο σειρές. Morricone 1965/6, T. 56 (Λαγκάδα), σελ. 246, fig. 272 (232). Benzi 1992, tav. 96 (f). Φυλλοφόρος, διευθετημένη σε δύο σειρές, στον ώμο ψευδόστομου. Σγουρίτσα 1988, πίν. 39 (21), φυλλοφόρος ταινία στον ώμο ψευδόστομου αμφορέα. Η Σγουρίτσα κατατάσσει το κόσμημα στο FM 72:12 και χρονικώς το αγγείο στην ΥΕΙΙΙΒ/Γ. Σγουρίτσα 2001, σελ. 7, εικ. 6 (9). Αυστηρή χωροθέτηση του κοσμήματος. Mountjoy 1999, σελ. 337 (φυλλοφόρος και μυκηναϊκό άνθος) στον ώμο ψευδόστομου αμφορέα από τη Μεσσηνία).

π 714. ΑΦΑ 7045, 6902 (Πίν. 118, Σχέδ. 61) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Στ (ΝΑ γωνία) Ψευδόστομος αμφορίσκος (FS 176). Συγκολλημένος από τέσσερα τεμάχια, ελλιπής στην κοιλιά, συμπληρωμένος στη βάση. Πηλός ερυθρωπός, επίχρισμα υπόλευκο - ωχροκάστανο, βαφή καστανέρυθρη. Δίσκος λαβών επίπεδος. Σώμα σφαιρικό, πιεσμένο. Βάση δακτυλιόσχημη (συμπληρωμένη). Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Δίσκος λαβών φέρει τρεις ομόκεντρους κύκλους (άτεχνους), στη ράχη των λαβών επάλληλα γραμμίδια. Στη βάση μίας λαβής αγκύλη. Στον ώμο πέντε ομάδες ενάλληλων γωνιών (FM 58:17) και παραπλήρωση αψιδωμάτων (πρόκειται για παραπλήσιο του FM 43:17 μοτίβο). Στο σώμα ισομεγέθεις ταινίες άτεχνα εκτελεσμένες. Ύψ.: 0,17 μ., Διάμ. χ.: 0,025 μ., Διάμ. δίσκου λαβών: 0,029 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,17 μ. Χρονολόγηση: YEIΙΙΒ/Γ. Βιβλιογραφία: Papadopoulos 1979, fig. 98 (d), 108 (e). Παραπλήσια θέματα, που, σε συνδυασμό με τις ισοπαχείς ταινίες, δηλώνουν αχαϊκή επίδραση ή προέλευση.

π 715. ΑΦΑ 7099 (Πίν. 82) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Ζ (σωρός οστών δεξιά της εισόδου - Α56, 20.8.1964) Τρίωτος πιθαμφορίσκος (FS 47/48). Ακέραιος με ελαφρές αποκρούσεις στα χείλη. Πηλός ωχροκάστανος, επίχρισμα ωχροκάστανο - υπόλευκο, εξαιρετικής ποιότητος, βαφή με ερυθρό/καστανωπό χρώμα. Χείλος κυρτό, έξω νεύον, λαιμός βραχύς,

χοανοειδής, σώμα απιόσχημο, βάση επίπεδη, κοίλη εσωτερικώς. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Στο ύψος των λαβών δικτυωτό (FM 57:2), οριζόμενο άνω και κάτω με ταινίες. Κάτω από τις λαβές ενάλληλες γωνίες. Στο κατώτερο τμήμα του σώματος ταινίες. Η βάση, το κατώτερο τμήμα σώματος, η ράχη των λαβών, ο λαιμός και το χείλος ολόβαφα. Ύψ.: 0,10 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,084 μ., Διάμ. χ.: 0,0624 μ., Διάμ. β.: 0,033 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Βιβλιογραφία: Πρβ. π 214. Μάλλον από το ίδιο κεραμικό εργαστήριο.

π 716. ΑΦΑ 7100 (Πίν. 84) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Ζ (σωρός οστών δεξιά της εισόδου - Α55, 20.8.1964) Τρίωτος πιθαμφορίσκος (FS 45). Ακέραιος με ελαφρές αποκρούσεις στα χείλη. Πηλός υπέρυθρος, επίχρισμα ωχροκάστανο, βαφή με ερυθρά/ερυθροκαστανή. Χείλος κυρτό, έξω νεύον, λαιμός βραχύς, χοανοειδής, σώμα απιόσχημο, βάση επίπεδη. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Το σώμα κοσμείται με ταινίες, μεταξύ των λαβών δικτυωτό (FM 57:2), οριζόμενο άνω και κάτω με ταινίες. Κάτω από τη μία λαβή διπλό τόξο. Η βάση, το κατώτερο τμήμα σώματος, η εξωτερική επιφάνεια λαβών, ο λαιμός και το χείλος ολόβαφα. Ύψ.: 0,135 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,122 μ., Διάμ. χ.: 0,092 μ., Διάμ. β.: 0,048 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Όπως π 214/304.

π 717. ΑΦΑ 7102 (Πίν. 84) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Ζ (σωρός οστών δεξιά της εισόδου - Α55, 20.8.1964) Τρίωτος πιθαμφορίσκος (FS 45/47). Ακέραιος με ελαφρές αποκρούσεις στο σώμα και τη βάση. Πηλός ερυθρωπός, επίχρισμα ωχροκάστανο/υπόλευκο, βαφή ερυθρά/καστανέρυθρη. Χείλος έξω νεύον, λαιμός βραχύς, χοανοειδής, σώμα απιόσχημο, βάση επίπεδη. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Στο ύψος των λαβών δικτυωτό (FM 57:2), οριζόμενο άνω και κάτω με ταινίες. Στο κατώτερο τμήμα του σώματος γραμμές και ταινίες. Η βάση, το κατώτερο τμήμα σώματος, η εξωτερική επιφάνεια λαβών ο λαιμός και το χείλος ολόβαφα. Ύψ.: 0,151 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,13 μ., Διάμ. χ.: 0,094 μ., Διάμ. β.: 0,052 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

Βιβλιογραφία: Όπως π 214/304.

π 718. ΑΦΑ 7103 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Ζ (σωρός οστών δεξιά της εισόδου - Α53, 20.8.1964) Τρίωτος πιθαμφορίσκος (FS 45). Ακέραιος, αποκρουσμένος πλησίον μίας λαβής. Πηλός ωχρός υπόλευκος. Επίχρισμα στο χρώμα του πηλού, βαφή καστανέρυθρη. Χείλος έξω νεύον, λαιμός βραχύς, χοανοειδής, σώμα απιόσχημο, βάση δισκοειδής. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Διακόσμηση άτεχνη και αμελής. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό (FM 57:2). Στο σώμα ομάδα ταινιών (στο μέσο και στο κατώτερο τμήμα σώματος). Το χείλος, ο λαιμός, η ράχη των λαβών και το κατώτερο τμήμα σώματος ολόβαφα. Ύψ.: 0,108 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,10 μ., Διάμ. χ.: 0,075 μ., Διάμ. β.: 0,039 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Όπως π 304.

π 719. ΑΦΑ 7105 (Πίν. 105) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Ζ (σωρός οστών δεξιά της εισόδου - Α53, 20.8.1964) Μόνωτη κύλικα (FS 267). Λείπει τμήμα της βάσης, συμπληρωμένη. Πηλός υπέρυθρος. Επίχρισμα ωχροκάστανο. Χείλος κυρτό, σώμα χοανοειδές με έντονο γωνιώδες περίγραμμα, στέλεχος βραχύ, βάση με κεντρική κοιλότητα στον πυθμένα, λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή, ξεκινά από το χείλος και απολήγει στο ύψος της μεγίστης διαμέτρου. Άβαφη. Ύψ.: 0, 095 μ., Διάμ. στ.: 0,018 μ., Διάμ. β.: 0,062 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Βιβλιογραφία: Blegen 1937, fig. 104 (405, 881), 125 (238), 178 (311), 235 (1073). Papadopoulos 1979, σελ. 118, fig. 179 (c). Το σχήμα αποτελεί σαφώς δημιουργία της ηπειρωτικής χώρας και οι προδρομικοί της τύποι ανιχνεύονται στις μινυακές κύλικες. Souyoudzoglou 1999, σελ. 69, Μία μόνωτη κύλικα (FS 267) έχει προέλθει από τα νεκροταφεία της Κεφαλονιάς (Α 1555 από Μεταξάτα). Το σχήμα συνήθως δεν ανευρίσκεται μετά την ΥΕΙΙΙΒ. Σγουρίτσα 1988, σελ. 61, πίν. 36 (6). Mountjoy 1999, σελ. 552. Η μόνωτη κύλικα, που είναι συγκρίσιμη με την ηλειακή, κατατάσσεται από την Mountjoy στο FS 264 (παραλλαγή).

201

π 720. ΑΦΑ 6906 (Πίν. 86, Σχέδ. 48) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Ζ, ταφή ΙΙΙ (Α64, 23.8.1964) Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Συγκολλημένο από πολλά τεμάχια, συμπληρωμένο, αποκρουσμένο σε πολλά σημεία, βαφή εξίτηλη. Πηλός ωχρός, επίχρισμα στο χρώμα του πηλού, βαφή καστανομέλανη. Χείλος έξω νεύον, λαιμός βραχύς, σώμα σφαιρικό, πιεσμένο, βάση ελαφρώς κοίλη, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Κύμα (FM 32, I, 5) διακοσμεί το σώμα του αγγείου, διευθετημένο σε δύο ζώνες (στον ώμο και στο σώμα) και παραλλαγές (με οξυκόρυφη και καμπυλόγραμμη απόληξη). Το κύμα συμπληρώνεται με ανεμώνη (FM 27:24). Στο κέντρο της βάσεως τρεις ομόκεντροι κύκλοι, Λαιμός, χείλος και εξωτερική επιφάνεια λαβών ολόβαφα. Ύψ.: 0,21 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,292 μ., Διάμ. στ.: 0,012 μ., Διάμ. β.: 0,062 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Papadopoulos 1979, fig. 129 d, e, f, g, 130 a, b, c, e, 131 g (με παραπλήρωση ροδάκων), 132 a, b, c, d, f, h. Για την παραπλήρωση πρβ. και π 194. Κουντούρη 2002, πίν. 181 (ΜΧ 50), πίν. 173 (ΜΧ 784), πίν. 93 (ΜΧ 698), πίν. 92 (ΜΧ 2583), πίν. 72 (104), πίν. 37 (ΜΧ 196), πίν. 36 (ΜΧ 198). Benzi 1992, σελ. 38-39, για συμπλήρωση του κύματος με ρόδακα (FM 27). Shelton 2000, σελ. 42, fig. 8 (d). Παραπλήρωση ρόδακος σε διακόσμηση κύματος. Σγουρίτσα 2001, σελ. 12, εικ. 13 (49). Κόσμημα κύματος, παραπληρούμενο με ρόδακα. Mountjoy 1999, σελ. 116 (και στην Αργολίδα παραπλήρωση με ρόδακα), πρβ. και Λακωνία (σελ. 266), σελ. 380-81 (αλάβαστρα Ηλείας).

π 721. ΑΦΑ 7106 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Ζ (σωρός λίθων δεξιά της εισόδου - Α59, 20.8.1964) Μόνωτο κυάθιο (FS 230/1). Ακέραιο. Πηλός τεφρομέλανος. Επίχρισμα μελανό. Σώμα κωνικό, έντονη τροπίδωση, μιμούμενο μετάλλινα πρότυπα, βάση δακτυλιόσχημη, λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή (ξεκινά από το σώμα και απολήγει στο χείλος). Άβαφο. Ύψ.: 0,05 μ., Διάμ. στ.: 0,09 μ., Διάμ. β.: 0,033 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ Βιβλιογραφία: Όπως π 325. Stubbings 1947, pl. 8 (6).

202 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

π 722. ΑΦΑ 7104 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Ζ (επί του δαπέδου, μπροστά στην είσοδο και πλησίον ταφής ΙΙΙ-Α58, 23.8.1964) Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Λείπει τμήμα κοιλιάς, συγκολλημένο από πολλά τεμάχια. Πηλός ερυθρωπός. Επίχρισμα ωχροκάστανο, βαφή καστανομέλανη. Χείλος κυρτό, έντονα έξω νεύον, λαιμός βραχύς, σώμα σφαιρικό, πεπιεσμένο, βάση επίπεδη, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό (FM 57:2). Στο κέντρο βάσης πέντε ομόκεντροι κύκλοι, στο σώμα ομάδες ταινιών και γραμμών. Λαιμός, χείλος και εξωτερική επιφάνεια των λαβών ολόβαφα. Ύψ.: 0,065 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,084 μ., Διάμ. χ.: 0,046 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Όπως π 220.

π 725. ΑΦΑ 6905, 7101 (Σχέδ. 45) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Ζ (σωρός οστών δεξιά της εισόδου - Α61 και 62, 23.8.1964) Τρίωτος αμφορέας (FS 37/38). Συγκολλημένος από πολλά τεμάχια, λείπει τμήμα της κοιλιάς, των ώμων, της βάσης, συμπληρωμένος. Πηλός ωχρός - ωχροκάστανος. Επίχρισμα στο χρώμα του πηλού, βαφή καστανοφαιή. Χείλος έξω νεύον, λαιμός ραδινός, σώμα σφαιρικό πιεσμένο - απιόσχημο, βάση δακτυλιόσχημη, λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Στο χείλος ενάλληλες γωνίες. Στη βάση λαιμού διπλή κυματοειδής ταινία (FM 53:18). Μεταξύ των λαβών ομάδες επάλληλων ομόκεντρων τόξων (FM 43:34h). Στο κάτω τμήμα κοιλιάς ταινιωτή διακόσμηση. Λαιμός ολόβαφος, όπως και η εξωτερική επιφάνεια λαβών, εξαιρουμένου μικρού τριγώνου στη ράχη. Ύψ.: 0,35 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,30 μ., Διάμ. χ.: 0,129 μ., Διάμ. β.: 0,11 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΓ πρώιμη. Βιβλιογραφία: Όπως π 216 και π 218. Mountjoy 1999, σελ. 388 (για Ηλεία).

π 724. ΑΦΑ 6907 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Ζ, ταφή ΙΙ (Α63) Τρίωτο κυλινδρικό αλάβαστρο (FS 94/95). Συγκολλημένο από πολλά τεμάχια, συμπληρωμένο. Λείπουν οι λαβές, τμήμα του χείλους και του ώμου. Αποκρουσμένο και απολεπισμένο. Πηλός υπέρυθρος. Επίχρισμα ωχροκάστανο, βαφή ερυθρά, απολεπισμένη. Χείλος λοξό, ελαφρώς έξω νεύον,

λαιμός υψηλός - χοανοειδής, βάση επίπεδη, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής (συμπληρωμένες). Διακόσμηση ταινιωτή. Ύψ.: 0,11 μ., Διάμ. χ.: 0,099 μ., Διάμ. β.: 0,04 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,108 μ. Χρονολόγηση: YEIIIA2-B.

π 727. ΑΦΑ 7114 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Η (από δρόμο του τάφου Η) Δίωτος σκύφος (FS 284). Συγκολλημένος από πολλά τεμάχια, συμπληρωμένος. Λείπει μέρος του σώματος και τμήμα της λαβής. Πηλός ωχρός. Βαφή καστανομέλανη. Χείλος κάθετο, σώμα ημισφαιρικό, βάση δακτυλιόσχημη, λαβές οριζόντιες κυκλικής διατομής. Εσωτερικώς και εξωτερικώς ολόβαφο. Ύψ.: 0,116 μ., Διάμ. στ.: 0,153 μ., Διάμ. β.: 0,064 μ. Χρονολόγηση: YEIIΙΑ2.

π 728. ΑΦΑ 7109 (Πίν. 89) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος, Η ταφή Ι Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85), μεγάλων διαστάσεων. Ακέραιο, απολεπισμένο σε μεγάλο τμήμα της επιφάνειας της βάσεως και σε μικρό του κορμού. Πηλός ερυθρωπός, επίχρισμα ωχροκάστανο, βαφή καστανέρυθρη. Χείλος πεπλατυσμένο, έξω νεύον, λαιμός βραχύς, σώμα έντονα πιεσμένο, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής, βάση επίπεδη. Μεταξύ των λαβών σειρά διάγραμμων τριγώνων (FM 61:19). H ζώνη άνω και κάτω ορίζεται με ομάδα ταινιών - γραμμών. Διάκοσμος ταινιών και γραμμών στο κατώτερο τμήμα σώματος. Στον πυθμένα της βάσεως ομόκεντροι ανισομεγέθεις κύκλοι. Λαιμός, χείλος και ράχη των λαβών ολόβαφα. Το αλάβαστρο, δίκην πώματος, φέρει βάση κύλικος. Συγκολλημένη από δύο τεμάχια, αποκρουσμένη σε σημεία της περιφέρειας. Πηλός υπέρυθρος, επίχρισμα ωχρό - ωχροκάστανο. Βαφή ερυθροκάστανη. Βάση επίπεδη με κεντρική, βαθιά κοιλότητα. Στην άνω επιφάνεια της βάσης ταινίες, ο πυθμένας άβαφος. Ύψ.: 0,21 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,27 μ., Διάμ. χ.: 0,13 μ., Διάμ. βάσεως κύλικος: 0,096 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Όπως π 303.

π 729. ΑΦΑ 7108 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος, Η ταφή Ι Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Σχεδόν ακέραιο, ελλιπές σε τμήμα του χείλους και του λαιμού.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

Συμπληρωμένο. Πηλός ερυθρωπός, επίχρισμα ωχροκάστανο, βαφή καστανέρυθρη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον, λαιμός βραχύς, σώμα σφαιρικό - απιόσχημο, βάση επίπεδη με αβαθή κεντρική κοίλανση, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Στη βάση του λαιμού λεπτές ταινίες. Μεταξύ των λαβών στενώτατη ζώνη δικτυωτού (FM 57:2). Στο σώμα ζεύγη διπλών ταινιών, ανάμεσα τους γράφονται ισοπαχείς γραμμές. Στο ύψος της μεγίστου διαμέτρου δύο επάλληλες λεπτές ταινίες. Στον πυθμένα ομόκεντροι κύκλοι. Ύψ.: 0,14 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,16 μ., Διάμ. χ.: 0,09 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Όπως π 220.

π 730. ΑΦΑ 7112 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Η, ταφή ΙΙ Μόνωτη οινoχοΐσκη (FS 112). Αποκρουσμένη και απολεπισμένη κατά τμήματα. Πηλός φαιός, εξαιρετικά εύθριπτος. Επίχρισμα στο χρώμα του πηλού. Βαφή μελανή/τεφρή. Χείλος έξω νεύον, λαιμός βραχύς, σώμα σφαιρικό, πεπιεσμένο, βάση επίπεδη, λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή. Ολόβαφο. Ύψ.: 0,08 μ. Χρονολόγηση: YEIIIA2.

π 731. ΑΦΑ 6914 (Πίν. 102) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Η, ταφή ΙΙ Μόνωτος προχοϊκός κύαθος (FS 236/249). Συγκολλημένο από τρία τεμάχια, αποκρουσμένο σε διάφορα σημεία του χείλους και του σώματος. Πηλός ωχρέρυθρος, επίχρισμα ωχροκάστανο, βαφή καστανομέλανη. Χείλος κάθετο, ελαφρώς έξω νεύον, σώμα με γωνιώδες περίγραμμα, βάση δακτυλιόσχημη, λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή, ξεκινά από το χείλος και απολήγει στο σώμα. Ολόβαφο εσωτερικά και εξωτερικά. Ύψ.: 0,054 μ., Διάμ. χ.: 0,09 μ., Διάμ. β.: 0,04 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ/Β. Βιβλιογραφία: Πρβ. π 232, 272 και π 12289.

π 732. ΑΦΑ 6916, 7111 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Η, ταφή ΙΙ Ψευδόστομος αμφορίσκος (FS 182). Συγκολλημένος στις λαβές και την προχοή, αποκρουσμένος σε διάφορα σημεία στο σώμα, το ψευδές στόμιο. Ελλείπει τμήμα της μίας λαβής. Συμπληρωμένος. Πηλός ερυθροφαιός, επίχρισμα ωχροκάστανο - φαιό, βαφή καστανομέλανη, αμαυρή και εξίτηλη. Δίσκος

203

λαβών επίπεδος, λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές, ώμος σχεδόν επίπεδος, σώμα απιόσχημο, βάση δακτυλιόσχημη. Στο δίσκο λαβών ομόκεντροι κύκλοι, στο κέντρο παχιά στιγμή. Στο χείλος ταινία, όπως και στη βάση των στομίων. Ράχη λαβών ολόβαφη, εξαιρουμένου μικρού τριγώνου. Στον ώμο επάλληλα αψιδώματα - τρίγωνα (παρ. του FM 61α 6). Στο σώμα ταινιωτός διάκοσμος. Ύψ.: 0,115 μ. Διάμ. χ.: 0,023 μ., Διάμ. δίσκου λαβών: 0,028 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,061 μ. Χρονολόγηση: YEIΙΙ Β. Βιβλιογραφία: Για κόσμημα πρβ. και π 222 και 229. Κουντούρη 2002, πίν. 110 (ΜΧ 65) πρόκειται για σχεδόν πανομοιότυπη απόδοση του διακοσμητικού θέματος, πίν. 112 (ΜΧ 68). Πρβ. και Mountjoy 1999, σελ. 765-766, όπου το ίδιο κόσμημα σε ψευδόστομο FS 182. Mountjoy 1994, σελ. 211.

π 733. ΑΦΑ 7113 (Πίν. 105) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Η, ταφή V Δίωτη κύλικα (FS 264). Ακεραία. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή ερυθρή. Χείλος κυρτό, έσω νεύον. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Πόδι χαμηλό. Βάση επίπεδη, με κεντρική κοιλότητα στον πυθμένα της. Ολόβαφη εσωτερικώς και εξωτερικώς (εξαιρείται ο πυθμένας της βάσης και η περιφέρεια αυτής). Ύψ.: 0,134 μ., Διάμ. χ.: 0,12 μ., Διάμ. β.: 0,07 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Βιβλιογραφία: Όπως π 237. Stubbings 1947, pl. 4 (4). Σγουρίτσα 1988, σελ. 26, πίν. 13 (40).

π 734. ΑΦΑ 6926 (Πίν. 89) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Η, ταφή V Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Ακέραιο. Αποκρουσμένο σε διάφορα σημεία (χείλος, κοιλιά, πλησίον της μίας λαβής). Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή ερυθρά. Χείλος κυρτό, έξω νεύον, λαιμός βραχύς, σώμα πιεσμένο, βάση επίπεδη, με αβαθή κεντρική κοιλότητα, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Στο χείλος τριπλή γραμμή. Λαιμός και λαβές ολόβαφα. Στη βάση του λαιμού τέσσερεις λεπτές ισομεγέθεις γραμμές. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό (FM 57:2). Σε σημεία η βαφή έχει κυλίσει, καταστρέφοντας τη ζώνη διακόσμησης. Στο κατώτερο μέρος του σώματος ζεύγος ταινιών, που πλαισιώνει τέσσερεις, επάλληλες, ισομεγέθεις

204 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

γραμμές. Στον πυθμένα έξι ομόκεντροι κύκλοι. Λείπει η μία λαβή, αποκρουσμένο στα χείλη. Ύψ.: 0,13 μ., Διάμ. χ.: 0,105 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,16 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Όπως π 220.

π 735. ΑΦΑ 7110 (Πίν. 87) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Η, ταφή V Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85), μικρών διαστάσεων. Ακέραιο. Αποκρουσμένο σε διάφορα σημεία (χείλος, κοιλιά, πλησίον της μίας λαβής). Πηλός ερυθρωπός - ωχροκάστανος. Επίχρισμα ωχροκάστανο - υπόλευκο. Βαφή ερυθρά. Χείλος κυρτό, έξω νεύον, λαιμός βραχύς, σώμα πιεσμένο, βάση επίπεδη, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Χείλος (εξαιρείται η κορυφή του), λαιμός και ράχη λαβών ολόβαφα. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό (FM 57:2), οριζόμενο άνω και κάτω υπό λεπτών γραμμών. Στο σώμα ταινίες. Στον πυθμένα δύο ομόκεντροι κύκλοι. Ύψ.: 0,063 μ., Διάμ. χ.: 0, 043 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,084 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Όπως π 220.

π 736. ΑΦΑ 6915 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Η, ταφή V Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Σχεδόν ακέραιο. Λείπει η μία λαβή, αποκρουσμένο στα χείλη. Πηλός φαιός. Επίχρισμα ωχροκάστανο. Βαφή καστανομέλανη, μελανή. Χείλος έξω νεύον, λαιμός βραχύς, σώμα άτεχνο, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Ολόβαφο εξωτερικά. Ύψ.: 0,06 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ/Β.

π 738 (Πίν. 102) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Η, ταφή V Μόνωτο κυάθιο (FS 230/1). Ακέραιο. Πηλός ερυθρωπός, επίχρισμα ωχροκάστανο. Βαφή ερυθρή καστανέρυθρη. Σώμα βαθύ, με γωνιώδες περίγραμμα. Βάση δακτυλιόσχημη με κεντρικό ομφαλό. Λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή, ξεκινά από τα χείλη και απολήγει στο σώμα. Ολόβαφο εσωτερικώς και εξωτερικώς, εξαιρείται ο πυθμένας της βάσης και η εσωτερική πλευρά της λαβής. Ύψ.: 0,04 μ. (μετά λαβής 0,052 μ.) Διάμ. στ: 0,098 μ., Διάμ. β.: 0,035 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ. Βιβλιογραφία: Όπως π 325.

π 739. ΑΦΑ 6923 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Η, ταφή V Μόνωτο κυάθιο (FS 238). Συγκολλημένο, πρακτικώς ακέραιο, φέρον ελάχιστες αποκρούσεις. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανομελανή/μελανή. Χείλος κυρτό, έξω νεύον. Σώμα βαθύ, με μαστοειδή απόφυση στο κέντρο του. Βάση κοίλη εσωτερικώς. Λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή, υπερυψωμένη, ξεκινά και απολήγει στα χείλη. Ολόβαφο εσωτερικά και εξωτερικά, εξαιρείται ο πυθμένας της βάσης και η εσωτερική πλευρά της λαβής. Ύψ.: 0,04 μ. (με λαβή 0,075 μ.) Διάμ. στ: 0,106 μ., Διάμ. β.: 0,036 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Όπως π 326.

π 740. ΑΦΑ 6923 (Πίν. 108) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Η, ταφή V Ψευδόστομος αμφορίσκος (FS 171). Ακέραιος με μικρές αποκρούσεις στην κοιλιά και πλησίον της μίας λαβής. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανομέλανη. Δίσκος λαβών επίπεδος, λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές/ελλειψοειδείς. Σώμα σφαιρικό, βάση δακτυλιόσχημη. Ολόβαφος εξωτερικώς. Ύψ.: 0,085 μ., Διάμ. β.: 0,026 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,049 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ/Β. Βιβλιογραφία: Papadopoulos 1979, σελ. 73 (καταγράφει μόνο τέσσερα δείγματα) και fig. 204a. Ιακωβίδης 1970, σελ. 156. Αναφέρει την ανεύρεση (στην Περατή) ενός μόνο ολόβαφου ψευδοστόμου (πιθανολογεί ότι αυτό συνέβη λόγω των μικρών του διαστάσεων). Στην υποσ. 2 καταγράφει όλες τις περιπτώσεις ολοβάφων ψευδοστόμων (Ιαλυσσό Ρόδου, Λαγκάδα Κω, Άργος, Βραυρώνα).

π 741. ΑΦΑ 6918, 6916 (Πίν. 108, Σχέδ. 55) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Η, ταφή V Ψευδόστομος αμφορίσκος (FS 166). Ακέραιος με μικρές αποκρούσεις στους ώμους, την κοιλιά και το ψευδές στόμιο. Πηλός ωχροκάστανος, επίχρισμα ωχροκάστανο - υπόλευκο. Βαφή καστανομέλανη. Δίσκος λαβών επίπεδος, λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Σώμα απιόσχημο, βάση δακτυλιόσχημη. Δίσκος λαβών ολόβαφος, εξαιρουμένης της περιφερείας του. Ταινίες περιβάλλουν βάση ψευδούς στομίου, λαβών και το χείλος του στομίου. Ράχη λαβών ολόβαφη, εξαιρουμένου μικρού τριγώνου. Ο ώμος διά των λαβών διαιρείται σε δύο ζώνες

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

διακόσμησης, στη μία αμείβοντες (FM 58:17-18), στην άλλη μυκηναϊκά σχηματοποιημένα άνθη (FM 18:70, 76, 77). Στο σώμα γραμμές και ταινίες. Ύψ.: 0,13 μ., Διάμ. β.: 0,041 μ., Διάμ. χ.: 0,018 μ., Διάμ. δίσκου: 0,025 μ., Μέγ. διάμ.: 0,098 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ. Βιβλιογραφία: Γιαλούρης 1964, πίν. 183 (β), απιόσχημος ψευδόστομος από τη θέση «Ρένια» Πλατάνου. Kanta 1980, pl. 8-3. Για σχήμα πρβ. σελ. 244. Στην ΥΜΙΙΙΑ 1 ο ψευδόστομος είχε σχήμα απιόσχημο και διακόσμηση σε ολόκληρο το άνω τμήμα του σώματος. Για την παραλλαγή του απιόσχημου ψευδόστομου (FS 165-167) πρβ. και Σγουρίτσα 1988, πίν. 5 (13), πίν. 8 (9), πίν. 38 (12) και σελ. 88. Επιπροσθέτως Κουντούρη 2006, σελ. 167. Mountjoy 1999, σελ. 110 (ΥΕΙΙΙΑ1 ψευδόστομος από την Ασίνη με άνθος), σελ. 267 (ψευδόστομος απιόσχημος από Επίδαυρο Λιμηρά συνδυάζει άνθος με ενάλληλες επί του ώμου), σελ. 383 (απιόσχημος από Ρένια) και 528 (από Αττική με διακόσμηση άνθους).

π 742. ΑΦΑ 6919 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Η, ταφή V Άωτο αλαβαστροειδές (FS 77). Ακέραιο. Πηλός ερυθοκάστανος. Χείλος κυρτό, έξω νεύον, λαιμός βραχύς, κοιλιά σφαιρική, πιεσμένη, βάση επίπεδη. Ολόβαφο εξωτερικά και στο εσωτερικό του στομίου μελανή, στιλπνή βαφή. Ύψ.: 0,115 μ., Διάμ. χ.: 0,062 μ., Διάμ. β.: 0,043 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,12 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ1/2. Βιβλιογραφία: Όπως π 655. Πρβ. και Παρλαμά 1974α, σελ. 40-41, πίν. 31 (στ).

π 743. ΑΦΑ 6920 (Πίν. 99) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Η, ταφή V Προχοΐσκη (FS 112/114). Ακέραιη, με ελαφρές αποκρούσεις στο χείλος και στο σώμα. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανομέλανη. Χείλος έξω νεύον, λαιμός βραχύς, κοιλιά σφαιρική, πιεσμένη, βάση επίπεδη. Λαβή κατακόρυφη ταινιωτή (ξεκινά από το χείλος και απολήγει στη μέγιστη διάμετρο του αγγείου). Ολόβαφο εξωτερικά. Κάτω επιφάνεια βάσης άβαφη. Ύψ.: 0,08 μ., Διάμ. χ: 0,034 μ., Διάμ. β: 0,029 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,082 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2.

205

Βιβλιογραφία: Blegen - Rawson 1966, fig. 367-368, σελ. 375-376. Σγουρίτσα 1988, σελ. 24, πίν. 11 (28) με ταινιωτό διάκοσμο και σελ. 42, πίν. 21β.

π 744. ΑΦΑ 6921 (Πίν. 99) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Η, ταφή V Μόνωτη προχοίσκη (FS 114). Ακέραιη, με ελαφρές αποκρούσεις στο χείλος και στο σώμα. Πηλός ερυθρωπός, επίχρισμα ωχροκάστανο. Βαφή μελανή/ καστανομέλανη. Χείλος έξω νεύον, λαιμός ραδινός, κοιλιά σφαιρική, πιεσμένη, βάση επίπεδη. Λαβή κατακόρυφη ταινιωτή, ξεκινά από το χείλος και απολήγει στην κοιλία. Ολόβαφο εξωτερικά. Ύψ.: 0,085 μ., Διάμ. χ.: 0,043 μ., Διάμ. β.: 0,031 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,082 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Βιβλιογραφία: Όπως π 743.

π 745. ΑΦΑ 6922 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Η, ταφή V Αλαβαστροειδής προχοίσκη (FS 87). Ακέραιη. Πηλός ωχροκάστανος - φαιός. Επίχρισμα ωχροκάστανο. Βαφή καστανομέλανη, απολεπισμένη στο μέγιστο του αγγείου. Χείλος ελαφρώς έξω νεύον, σώμα σφαιρικό, έντονα πιεσμένο, λαιμός βραχύτατος, βάση επίπεδη. Λαβή κατακόρυφη, κυκλικής διατομής, ξεκινά από το λαιμό και απολήγει στο ύψος της μεγίστης διαμέτρου. Ολόβαφο εξωτερικά. Ύψ.: 0,067 μ., Διάμ. χ.: 0,039 μ., Διάμ. β.: 0,028 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,074 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ1. Βιβλιογραφία: Όπως π 187.

π 748. ΑΦΑ 6931 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Θ (σωρός οστών στην αν. πλευρά θαλάμου) Άωτο αλαβαστροειδές (FS 77). Ακέραιο, φέρον ελαφρές αποκρούσεις στο χείλος και το σώμα. Πηλός και επίχρισμα φαιά. Χείλος έξω νεύον, λαιμός βραχύς, κοιλιά σφαιρική, πιεσμένη, βάση επίπεδη. Ολόβαφο εξωτερικά. Ύψ.: 0,10 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ1. Βιβλιογραφία: Όπως π 655.

206 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

π 749. ΑΦΑ 6932 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Θ (σωρός οστών στην αν. πλευρά θαλάμου) Άωτο αλαβαστροειδές (FS 77). Ακέραιο, φέρον ελαφρές αποκρούσεις στο χείλος και το σώμα. Πηλός καστανέρυθρος, επίχρισμα ωχροκάστανο, βαφή ερυθρή. Χείλος κυρτό, έξω νεύον, λαιμός βραχύς, κοιλιά σφαιρική, πιεσμένη, βάση επίπεδη. Ολόβαφο εξωτερικά και στο εσωτερικό του στομίου. Ύψ.: 0,125 μ., Διάμ. χ.: 0,06 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,132 μ., Διάμ. β.: 0,045 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ. Βιβλιογραφία: Όπως π 655.

π 750. ΑΦΑ 6933 (Πίν. 99) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Θ (ταφή δρόμου) Αλαβαστροειδής προχοΐσκη (FS 87). Ακέραιη. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα, βαφή ερυθρά. Χείλος έξω νεύον, λαιμός βραχύς, σώμα σφαιρικό έντονα πιεσμένο. Βάση επίπεδη. Λαβή κατακόρυφη ταινιωτή, ξεκινά από το χείλος και απολήγει στο ύψος της μεγίστης διαμέτρου. Ολόβαφο εξωτερικά και στο εσωτερικό του στομίου. Ύψ.: 0,07 μ., Διάμ. χ.: 0,039 μ., Διάμ. β.: 0,017 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ1. Βιβλιογραφία: Όπως π 187.

π 751. ΑΦΑ 6934, 7130 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Θ (σωρός οστών στην αν. πλευρά θαλάμου) Μόνωτο λεβητοκυάθιο (FS 87). Ελλιπές ως προς τη λαβή, και τμήματα του χείλους, συμπληρωμένο. Πηλός υπέρυθρος. Χείλος πεπλατυσμένο έξω νεύον, λαιμός βραχύς, κοιλιά σφαιρική, πιεσμένη, βάση δισκοειδής - επίπεδη. Ολόβαφο εξωτερικά και στο εσωτερικό του στομίου με καστανομέλανη βαφή. Ύψ.: 0, 09 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΒ (;).

π 752. ΑΦΑ 6935 (Πίν. 99) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Θ (σωρός οστών στην αν. πλευρά θαλάμου) Αλαβαστροειδής προχοΐσκη (FS 87). Ελλιπής ως προς τη λαβή, και τμήματα του χείλους, συμπληρωμένη. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή ερυθρή - καστανέρυθρη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον, σώμα σφαιρικό - πιεσμένο, βάση επίπεδη. Λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή. Ολόβαφη εσωτερικώς και εξωτερικώς.

Ύψ.: 0,09 μ., Διάμ. χ.: 0,048 μ., Διάμ. β.: 0,031 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,09 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ1/2. Βιβλιογραφία: Όπως π 187.

π 754. ΑΦΑ 7132 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Θ (σωρός οστών στην αν. πλευρά θαλάμου) Μόνωτο κυάθιο (FS 237/8). Ακέραιο. Αποκρουσμένο στο χείλος, τη βάση και κάποια σημεία του σώματος. Πηλός ερυθρός, επίχρισμα ωχροκάστανο. Βαφή καστανέρυθρη. Χείλος κατακόρυφο, σώμα ρηχό, βάση επίπεδη, κοίλη στο κέντρο της. Λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή που εκκινεί και απολήγει στο χείλος του αγγείου. Ολόβαφο εσωτερικώς και εξωτερικώς (εξαιρείται η κάτω επιφάνεια της βάσεως). Ύψ.: 0, 035 μ. (μετά της λαβής 0,069 μ.), Διάμ. χ.: 0,074 μ., Διάμ. β.: 0,030 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Όπως π 305.

π 757. ΑΦΑ 6938 Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Θ (σωρός οστών στην αν. πλευρά θαλάμου) Μόνωτο κυάθιο (FS 238). Ακέραιο. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανέρυθρη. Χείλος επίπεδο, σώμα ρηχό με γωνιώδες περίγραμμα, βάση επίπεδη - δισκοειδής με αβαθή κεντρική κοιλότητα. Λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή, που ξεκινά και καταλήγει στο χείλος. Ολόβαφο εσωτερικώς και εξωτερικώς (εξαιρείται η κάτω επιφάνεια της βάσεως). Ύψ.: 0, 035 μ. (μετά της λαβής 0,069 μ.), Διάμ. χ.: 0,074 μ., Διάμ. β.: 0,030 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2.

π 759. ΑΦΑ 7128 (Πίν. 85, Σχέδ. 46) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Θ Τρίωτος απιόσχημος πιθαμφορίσκος (FS 35). Ακέραιος, αποκρουσμένος ελαφρώς στη βάση. Πηλός υπέρυθρος. Επίχρισμα στο χώμα του πηλού, βαφή καστανέρυθρη/καστανομέλανη. Χείλος πεπλατυσμένο, έξω νεύον, λαιμός βραχύτατος, σώμα απιόσχημο, βάση κοίλη εσωτερικά. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Χείλος, λαιμός και η ράχη των λαβών ολόβαφα. Μεταξύ των λαβών ζώνη διακόσμησης περιλαμβάνουσα ομάδες τεσσάρων, ισομεγεθών, σχεδόν παράλληλων, κατακόρυφων γραμμών, οριζομένη άνω και κάτω υπό ταινιών και γραμμών.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

Κατώτερο τμήμα σώματος και η βάση (εξαιρέσει του πυθμένος) ολόβαφα. Ύψ.: 0,15 μ., Διάμ. χ.: 0,09 μ., Διάμ. β.: 0,049 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,132 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙA. Βιβλιογραφία: Papadopoulos 1979, fig. 122 (e). Το ίδιο μοτίβο, περιορισμένο σε έκταση και σε απιόσχημο FS 47. Κουντούρη 2002, πίν. 73 (ΜΧ 116) θήλαστρο με ομάδες κατακορύφων γραμμών. Mountjoy 1999, σελ. 517-518 (απιόσχημος από την Ελευσίνα). Συγκεκριμένα πρόκειται για τον Μπ2872 (πίν. 412β) απιόσχημο πιθαμφορίσκο με παρόμοιο διάκοσμο, αλλά με λαβές οριζόντιες και όχι κατακορύφους (όπως ο ηλειακός). Ο Μυλωνάς χρονολογεί στην πρώιμη ΥΕΙΙΙΑ (Μυλωνάς 1975, σελ. 238). Για γραμμίδια στο λαιμό απιόσχημου πιθαμφορίσκου πρβ. και π 203.

π 760. ΑΦΑ 7131 (Πίν. 85, Σχέδ. 47) Ν. Μουσείο - Θαλ. Τάφος Θ, ταφή V Τρίωτος πιθαμφορίσκος (FS 42). Ακέραιος, αποκρουσμένος ελαφρώς στο χείλος και στη μία λαβή. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα - υπόλευκα, βαφή καστανομέλανη. Χείλος κυρτό έξω νεύον, λαιμός υψηλός, ευρύς με σχεδόν κάθετα τοιχώματα, σώμα σφαιρικό - πιεσμένο, πόδι χαμηλό, βάση επίπεδη - δισκοειδής. Λαβές στο σώμα (ξεκινούν από την αρχή του σώματος και απολήγουν στη μεγίστη διάμετρο), κατακόρυφες, ταινιωτές. Χείλος, λαιμός, ράχη λαβών, κατώτερο τμήμα σώματος και βάση ολόβαφα. Μεταξύ των λαβών σειρά διπλών, ακανόνιστων τόξων με παραπλήρωση άστρων ή διπλών ημικυκλίσκων - τόξων (FM 62:5, 15, 18), οριζομένη άνω και κάτω με ταινίες (μία και δύο ταινίες αντιστοίχως). Ο αμφορεύς, δίκην πώματος, φέρει βάση κύλικος. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα, βαφή καστανομέλανη. Πυθμήν βάσης με κεντρική κοιλότητα. Στην άνω επιφάνειά της κοσμείται με λεπτές ισοπαχείς ταινίες. Ύψ.: 0,165 μ., Διάμ. χ.: 0,087 μ., Διάμ. β.: 0,057 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,135 μ. Διαστάσεις κύλικος: Μέγ. σωζ. ύψος: 0,053 μ., Διάμ. β.: 0,082 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Κουντούρη 2002, εικ. 52 (ΜΧ 32). Παραπλήσιο μοτίβο σε παρόμοιο αγγείο.

207

Holmberg 1983, σελ. 19 (fig. 9). Στον ώμο ληκύθου παρόμοιο διακοσμητικό θέμα και σελ. 29 (fig. 17) στον ώμο πρόχου. Benzi 1992, tav. 82 (m). Καραμήτρου - Μεντεσίδου 2003, σελ. 187, εικ. 14. Παρεμφερές διακοσμητικό θέμα σε οινοχόη από τη θέση Σπάρτο δυτικής Μακεδονίας. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Mountjoy 1999, σελ. 133 (παρεμφερές διακοσμητικό θέμα σε ΥΕΙΙΙΒ1 αλάβαστρο από την Αργολίδα).

π 761. ΑΦΑ 7133 (Πίν. 86) Ν. Μουσείο - Λακκοειδής τάφος Ι, ταφή 1 Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Ακέραιο. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα - καστανωπά. Βαφή καστανή/καστανέρυθρη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον, λαιμός βραχύς, σώμα πιεσμένο, βάση επίπεδη, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Στην κοιλιά κύμα (FM 32, Ι, 5), οριζόμενο στο κάτω μέρος με λεπτές ταινίες. Στη βάση του λαιμού επάλληλες, λεπτές ταινίες. Ράχη λαβών, λαιμός και χείλος εσωτερικά και εξωτερικά (πλην λεπτής άβαφης γραμμής στο περιχείλωμα), ολόβαφα. Βάση κοσμημένη με τέσσερεις ομόκεντρους κύκλους (οι δύο εξωτερικοί πλατύτεροι). Ύψ.: 0,07 μ., Διάμ. χ.: 0,045 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,09 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Όπως π 647.

π 762. ΑΦΑ 7134 (Πίν. 102) Ν. Μουσείο - Λακκοειδής τάφος Ι, ταφή 1 Μόνωτο κυάθιο (FS 238). Ακέραιο. Πηλός καστανοφαιός, επίχρισμα ωχροκάστανο. Βαφή καστανέρυθρη. Χείλος κυρτό, έσω νεύον, σώμα ρηχό, χοανοειδές, βάση επίπεδη, με αβαθή κεντρική κοιλότητα. Λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή, που ξεκινά από το χείλος και καταλήγει στο κατώτερο τμήμα του σώματος. Ολόβαφα το χείλος, η βάση και η ράχη της λαβής (εξαιρείται η κάτω επιφάνεια της βάσεως και κεντρική γραμμή στη ράχη της λαβής). Ύψ.: 0,04 μ., Διάμ. χ.: 0,095 μ., Διάμ. β.: 0,027 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ/Β. Βιβλιογραφία: Όπως π 305.

208 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

5. ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΣΤΡΕΦΙΟΥ (ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΧΙΧ, ΓΡΑΦΗΜΑ 18.1-18.2) Λακκοειδείς ΤΑΦΟΣ VII π 12284 (Πίν. 95, Σχέδ. 49) Στρέφι - Θαλ. Τάφος VΙΙ - Αν. κόγχη, Ταφή Α (5/7/2007) Θήλαστρο (FS 159). Συγκολλημένο, πρακτικώς ακέραιο. Πηλός ωχροκάστανος, επίχρισμα υπόλευκο ωχροκάστανο, βαφή ερυθροκάστανη. Λαβή καλαθόσχημη ημικυκλικής διατομής. Χείλος κυρτό, έξω νεύον. Προχοή βραχεία, λοξή. Σώμα πιεσμένο, σχεδόν αμφικωνικό. Βάση επίπεδη. Στη ράχη λαβής εγκάρσια γραμμίδια - στιγμές. Στην προχοή ταινία, όπως και στη βάση της. Στον ώμο πλοχμός (FM 48:5). Στο υπόλοιπο σώμα ταινίες - γραμμές ανισομεγέθεις. Ύψ. μετά λαβής: 0,189 μ., Ύψ. χωρίς λαβή: 0,144 μ. Διάμ. χ. εξ.: 0,067 μ., Διάμ. χ.: 0,057 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,134 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Για θήλαστρο πρβ. και π 319. Κουντούρη 2002, Το θήλαστρο ΜΧ 777 παρουσιάζει ομοιότητες ως προς την απόδοση του σχήματος με το εξεταζόμενο, ενώ στον ώμο του έχει κυματοειδή ταινία. Πρβ. και πίν. 22 (ΜΧ 368), 41 (ΜΧ 210, ΜΧ 236) οι καλαθόσχημες λαβές κοσμούνται με εγκάρσια γραμμίδια. Σγουρίτσα 1988, πίν. 45 (46), πλοχμός στον ώμο δίωτου πιθαμφρίσκου. Η απόδοση του κοσμήματος είναι πανομοιότυπη, η Σγουρίτσα χρονολογεί το αγγείο στην ΥΕΙΙΙΒ/πρ. Γ. Για το σχήμα πρβ. και αγγείο από Σαλαμίνα (Αλεξοπούλου 1991, σελ. 144 - εικ. 10, αρ. 16). Πλοχμός και στον ώμο κυλινδρικού αλαβάστρου από τη Σαλαμίνα (πρβ. Αλεξοπούλου 1991, σελ. 142, εικ. 8). Crouwel 1973, σελ. 93 (3). Ταυτόσημο κόσμημα πλοχμού σε προχοϊκό κύαθο (FS 249). Το θέμα εμφανίζεται στην ΥΕΙ και επιβιώνει έως την πρώιμη ΥΕΙΙΙΓ. Στην Κω πλοχμός κοσμεί και δίωτο αμφορίσκο (FS 59) πρβ. και Benzi 1992, tav. 74 (d). Mountjoy 1999, σελ. 123 θήλαστρο από Άργος με κόσμημα πλοχμού επί του ώμου.

π 12287 (Πίν. 102, Σχέδ. 52) Στρέφι - Τάφος VΙΙ - Αν. κόγχη, ΟΜ2 (5.7.07) Γεφυρόστομο κυάθιο (FS 249). Συμπληρωμένο (σε τμήμα του σώματος και του χείλους). Πρακτικώς ακέραιο. Πηλός ωχρέρυθρος/ερυθρωπός. Επίχρισμα στο χρώμα του πηλού, βαφή καστανή - καστανέρυθρη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον. Λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή, εκκινεί από το χείλος και απολήγει στην κοιλιά. Σώμα γωνιώδες, βάση κοίλη, εξηρμένη στο κέντρο της. Χείλος ολόβαφο εσωτερικά και εξωτερικά, όπως και η ράχη της λαβής. Στο εσωτερικό του σώματος ταινιωτή διακόσμηση και στο κέντρο του πυθμένα ομόκεντροι κύκλοι - εξηρμένο το κέντρο του. Στη μεγίστη διάμετρο πλοχμός - κυματοειδής γραμμή (FM 53:6-7). Στη βάση ομόκεντροι κύκλοι. Ύψ: 0,051 μ. Διάμ. χ. εξ.: 0,156 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,107 μ., Διάμ. β.: 0,051 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,126 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Όπως π 231 και π 314.

π 12290 Στρέφι - Τάφος VII, ταφή Β, ΟΜ6 (6.7.2007) Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Συγκολλημένο στο σώμα, πρακτικώς ακέραιο. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα, βαφή καστανέρυθρη. Χείλος πεπλατυσμένο, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς, σώμα σφαιρικό, βάση επίπεδη. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής, βάση επίπεδη. Χείλος και λαιμός εσωτερικώς και εξωτερικώς ολόβαφα. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό (FM 57:2). Στο υπόλοιπο σώμα ομάδες ταινιών και γραμμών. Στη βάση ομόκεντροι κύκλοι. Ύψ: 0,176 μ., Διάμ. χ. εξ.: 0,099 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,089 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,193 μ. Ως πώμα χρησιμοποιείται βάση κύλικος. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή καστανέρυθρη. Στο κέντρο πυθμένα κοιλότητα. Πυθμήν άβαφος, στην επιφάνεια ταινιωτός διάκοσμος. Διάμ.: 0,095 μ. Χρονολόγηση: YEΙΙΙA-Β. Βιβλιογραφία: Πρβ. π 220.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

π 12291 Στρέφι - Τάφος VII, OM 8 (6.7.07) Βάση κύλικος. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα, βαφή καστανομέλανη, έντονα απολεπισμένη. Βάση κοίλη στο κέντρο. Στην επιφάνεια ταινιωτή διακόσμηση. Διάμ: 0,085 μ.

ΤΑΦΟΣ VIII π 12292 (Πίν. 112, Σχέδ. 59) Στρέφι - Τάφος VIII, ταφή Β, ΟΜ3 (9.7.2007) Ψευδόστομος αμφορίσκος (FS 178). Ακέραιος. Θραυσμένος και απολεπισμένος σε διάφορα σημεία. Πηλός υπόλευκος/ωχρέρυθρος. Επίχρισμα ωχροκάστανο. Βαφή καστανομέλανη. Δίσκος λαβών επίπεδος, χείλος έξω νεύον. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές, σώμα πιεσμένο. Βάση δισκοειδής. Στο κέντρο του δίσκου λαβών παχειά στιγμή και στην περιφέρειά του ταινία. Ταινίες στη βάση ψευδούς στομίου και στομίου. Στον ώμο σχηματοποιημένο μυκηναϊκό άνθος (FM 18:82, 81 59). Στο σώμα ομάδες ταινιών. Ύψ.: 0,075 μ., Διάμ. χ.: 0,02 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,014 μ., Διάμ. δίσκου λαβών: 0,023 μ., Διάμ. β: 0,049 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,112 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Κουντούρη 2002, εικ. 100 ΜΧ 114, ΜΧ 768, Κ-1 ΜΧ 1564 άνθη στον ώμο ψευδόστομων αμφορέων. Παρόμοια η απόδοση του κελύφους του άνθους, διαφοροποίηση στην απόδοση των πετάλων και του στήμονος. Απόδοση άνθους περισσότερο φυσιοκρατική. Προχωρώντας στην ΥΕΙΙΙΒ-Γ πλέον σχηματοποιημένη. Για το Κ-1 ΜΧ 1564 (πρόκειται για ψευδόστομο FS 178) πρβ. και Mountjoy 1999, σελ. 338. Stubbings 1947, fig. 4 (1). Στον αττικό ψευδόστομο το άνθος αποδίδεται μικρότερο, ενώ και ο ύπερος εξαιρετικά βραχύς.

π 12294 Στρέφι - ΤάφοςVIII, ταφή Α, ΟΜ2 (9.7.2007) Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Ακέραιο, απολεπισμένο σε μεγάλο τμήμα του. Πηλός ωχρέρυθρος, επίχρισμα ωχροκάστανο, βαφή

209

καστανομέλανη. Χείλος πεπλατυσμένο, έξω νεύον. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής, βάση επίπεδη. Χείλος, λαιμός ολόβαφα εσωτερικά και εξωτερικά. Το υπόλοιπο σώμα ολόβαφο εξωτερικά. Στη βάση ίσως ομόκεντροι κύκλοι (πλήρως απολεπισμένη η βαφή πυθμένος). Ύψ.: 0,056 μ., Διάμ. χ. εξ.: 0,047 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,032 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,08 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ/Β.

π 12295 (Πίν. 87) Στρέφι - Τάφος VIII, ταφή Β, ΟΜ2 (9.7.2007) Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 83-85). Συγκολλημένο στο χείλος, απολεπισμένο σε μεγάλο τμήμα. Πηλός ωχροκάστανος - τεφρός, επίχρισμα ωχροκάστανο, βαφή καστανομέλανη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον. Λαβές οριζόντιες, κυλινδρικής διατομής, λαιμός σχετικά υψηλός, βάση επίπεδη. Χείλος και λαιμός εσωτερικώς και εξωτερικώς ολόβαφα. Ράχη λαβών ολόβαφη. Μεταξύ των λαβών διάγραμμα τρίγωνα (FM 61:19) και σε σημεία δικτυωτό (FM 57:2). Στο υπόλοιπο σώμα ομάδες ταινιών και γραμμών. Στη βάση ομόκεντροι κύκλοι. Ύψ.: 0,166 μ., Διάμ. χ. εξ.: 0,102 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,084 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,179 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Πρβ. π 303 και π 220 (για τον διάκοσμο διαγραμμισμένων τριγώνων και δικτυωτού).

π 12297 (Πίν. 83) Στρέφι - Τάφος VIII, ταφή Γ, ΟΜ2 (9.7.2007) Τρίωτος πιθαμφορίσκος (FS 47). Λείπουν χείλος, λαιμός άνω μέρος σώματος, καθώς και οι λαβές. Συγκολλημένος, συμπληρωμένος. Πηλός ερυθρωπός, επίχρισμα ωχροκάστανο, βαφή καστανέρυθρη ερυθρή. Χείλος κυρτό, έξω νεύον, λαιμός ευρύς και βραχύς, σώμα απιόσχημο, πόδι ραδινό, βάση δακτυλιόσχημη. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό (FM 57:2), στο υπόλοιπο σώμα ταινίες. Το χείλος, ο λαιμός, το κατώτερο τμήμα του σώματος και η βάση ολόβαφα. Ύψ.: 0,121 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,102 μ., Διάμ. β.: 0,043 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-Β. Βιβλιογραφία: Πρβ. π 304/214. Stubbings 1947, pl. 12 (18). Σχεδόν απόλυτη η ταύτιση θέματος και χωροθέτησής του επί του αγγείου.

210 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

π 12305 (Πίν. 120, Σχέδ. 61) Στρέφι 29.6.2007, Λακκοειδής Α, ΟΜ1 Ψευδόστομος αμφορίσκος (FS 178). Θραυσμένος, συγκολλημένος, πρακτικώς ακέραιος. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα, βαφή καστανομέλανη. Δίσκος λαβών επίπεδος. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Σώμα σφαιρικό, πιεσμένο. Βάση ταινιωτή υψωμένη με εξηρμένο το κέντρο της. Στο δίσκο λαβών ομόκεντροι (στο κέντρο τους στιγμή), η ράχη λαβών ολόβαφη, εξαιρουμένου μικρού τριγώνου πλησίον του δίσκου, στη βάση του στομίου και του ψευδούς στομίου ταινίες. Στον ώμο διάστικτα αψιδώματα (FM 43) και διάστικτο κύμα (FM 33:6). Στο σώμα ομάδες ταινιών, στη βάση ομόκεντροι. Ύψ: 0,082 μ., Διάμ. χ. εξ.: 0,017 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,014 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,096 μ., Διάμ. β.: 0,038 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Βιβλιογραφία: Blegen 1973, fig. 720 (67). Πανομοιότυπη απόδοση διάστικτων αψιδωμάτων. Κουντούρη 2002, εικ. 92 (Ρ 3663). Πρβ. και Mountjoy 1999, σελ. 1018 (92).

π 12306 (Πίν. 110, Σχέδ. 57) Στρέφι 2.7.2007, ταφή Γ, λακκοειδής τάφος Α (ΟΜ2) Ψευδόστομος αμφορίσκος (FS 171). Λείπει η μία λαβή, συμπληρωμένη, απολεπισμένη η βαφή κατά τόπους. Πηλός ωχροκάστανος, επίχρισμα ωχροκάστανο/φαιό, βαφή καστανομέλανη. Δίσκος λαβών με εξηρμένο κέντρο. Λαβές κατακόρυφες, σχεδόν ταινιωτές. Σώμα σφαιρικό, πιεσμένο. Βάση ταινιωτή υψωμένη. Στο δίσκο λαβών ομόκεντροι με παχιά στιγμή στο κέντρο, στη βάση των δύο στομίων ταινία, η ράχη λαβών ολόβαφη, εξαιρουμένου τριγώνου. Στον ώμο σχηματοποιημένο, διάστικτο, μυκηναϊκό άνθος (FM 18). Στο σώμα ομάδες ταινιών, στη βάση ομόκεντροι. Ύψ: 0,010 μ., Διάμ. χ. εξ.: 0,021 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,016 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,105 μ., Διάμ. β.: 0,045 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ/Β.

ΘΑΛΑΜΩΤΟΙ ΤΑΦΟΙ Τάφος Ι (ανασκαφείς υπό Ν. Γιαλούρη 1962) π 267 Στρέφι - οικόπεδο Ιωάννου Βαμβακά Τρίωτος απιόσχημος πιθαμφορίσκος (FS 48). Σχεδόν ακέραιος, αποκρουσμένος στο χείλος.

Πηλός ερυθρωπός, επίχρισμα ωχροκάστανο. Βαφή καστανέρυθρη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον, λαιμός βραχύς. Βάση επίπεδη με ελαφρά κοίλανση. Λαβές οριζόντιες, σχεδόν κυκλικής διατομής. Χείλος εσωτερικώς και εξωτερικώς ολόβαφο, λαιμός εξωτερικώς ολόβαφος, όπως και η ράχη των λαβών. Μεταξύ των λαβών στενώτατη ζώνη διακόσμησης, πληρούμενη με δικτυωτό (πυκνό - FM 57). Ύψ: 0,118 μ., Διάμ. χ.: 0,074 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,063 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,105 μ., Διάμ. β.: 0,043 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Πρβ. και π 304/π 214. Γιαλούρης 1961/62, σελ. 107, π. 118ε. Mountjoy 1999, σελ. 385 (53).

π 268 (Σχέδ. 46) Στρέφι - οικόπεδο Ιωάννου Βαμβακά Τρίωτος απιόσχημος πιθαμφορίσκος (FS 48). Σχεδόν ακέραιος, λείπει η μία εκ των λαβών, συμπληρωμένη. Αποκρουσμένος σε διάφορα σημεία. Πηλός ωχροκάστανος/φαιός, επίχρισμα στο χρώμα του πηλού. Βαφή καστανομέλανη. Χείλος έξω νεύον, λαιμός βραχύς. Σώμα με γωνιώδες περίγραμμα. Βάση βραχεία, επίπεδη, κοίλη εσωτερικώς. Στο κέντρο της μαστοειδής απόφυση. Λαβές οριζόντιες, σχεδόν κυκλικές. Χείλος εσωτερικώς και εξωτερικώς ολόβαφο, λαιμός εξωτερικώς ολόβαφος, όπως και η ράχη των λαβών. Μεταξύ των λαβών κόσμημα μετόπης (FM 75). Ύψ: 0,094 μ., Διάμ. χ.: 0,059 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,095 μ., Διάμ. β.: 0,048 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Γιαλούρης 1961/62, σελ. 107, π. 118στ. Ιακωβίδης 1970, σελ. 145 και εικ. 18(5). Mountjoy 1999, σελ. 385 (53).

π 269 (Σχέδ. 58) Στρέφι - οικόπεδο Ιωάννου Βαμβακά Ψευδόστομος αμφορίσκος (FS 181/2). Πρακτικώς ακέραιος - με ελαφρές αποκρούσεις στην επιφάνεια του σώματος, η μία λαβή και το στόμιο συγκολλημένα. Πηλός ωχροκάστανος, επίχρισμα στο χρώμα του πηλού, βαφή καστανομέλανη. Δίσκος λαβών με κωνικό κεντρικό έξαρμα. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Σώμα κωνικό με έντονη γωνίωση στο ύψος της μεγίστης διαμέτρου. Βάση επίπεδη, ελαφρώς κοίλη. Στο δίσκο λαβών ομόκεντροι - το κέντρο τους δηλώνεται με παχιά στιγμή. Ράχη λαβών

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

ολόβαφη, εξαιρουμένου τριγώνου. Ταινία περιθέει τη βάση των στομίων. Στον ώμο σχηματοποιημένο μυκηναϊκό άνθος (FM 18), στο σώμα ομάδες ταινιών, που πλαισιώνουν γραμμές. Ύψ: 0,12 μ., Διάμ. δίσκου λαβών: 0,03 μ., Διάμ. χ.: 0,024 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,132 μ., Διάμ. β.: 0,075 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Γιαλούρης 1961/62, σελ. 107, π. 118γ. Mountjoy 1999, σελ. 387.

π 270 (Σχέδ. 59) Στρέφι - οικόπεδο Ιωάννου Βαμβακά Ψευδόστομος αμφορίσκος (FS 181/2). Αποκρουσμένος και συμπληρωμένος, βαφή εξίτηλη. Πηλός ωχρο/φαιοκάστανος, επίχρισμα στο χρώμα του πηλού, βαφή καστανομέλανη. Δίσκος λαβών επίπεδος. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Σώμα κωνικό με έντονη γωνίωση στο ύψος της μεγίστης διαμέτρου. Βάση επίπεδη, ελαφρώς κοίλη. Στο δίσκο λαβών σπείρα. Ράχη λαβών ολόβαφη, εξαιρουμένης κεντρικής ταινίας. «Θηλειά» ενώνει το ψευδές και το αληθές στόμιο. Στον ώμο ενάλληλες γωνίες (FM 58:8), στη μεγίστη διάμετρο σχηματοποιημένη απόδοση φυλλοφόρου. Στο λοιπό σώμα δύο ταινίες. Βάση ολόβαφη. Ύψ: 0,108 μ., Διάμ. δίσκου λαβών: 0,029 μ, Διάμ. χ.: 0,025 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,112 μ., Διάμ. β.: 0,06 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Πρβ. π 226 και π 227. Γιαλούρης 1961/62, σελ. 107, π. 118γ. Mountjoy 1999, σελ. 387.

π 271 Στρέφι - οικόπεδο Ιωάννου Βαμβακά Τρίωτος πιθαμφορίσκος (FS 45/48). Αποκρουσμένος και συμπληρωμένος, άβαφος. Πηλός φαιοκάστανος, επίχρισμα στο χρώμα του πηλού, βαφή καστανομέλανη. Χείλος πεπλατυσμένο, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβές κατακόρυφες ταινιωτές. Βάση επίπεδη, κοίλη εσωτερικώς. Ύψ: 0,188 μ., Διάμ. χ.: 0,101 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,08 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,158 μ., Διάμ. β.: 0,056 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Γιαλούρης 1961/62, σελ. 107, π. 118γ. Mountjoy 1999, σελ. 387.

211

π 272 Στρέφι - οικόπεδο Ιωάννου Βαμβακά Προχοϊκός κύαθος (FS 249/253). Συγκολλημένος και συμπληρωμένος. Πηλός τεφρός, βαφή μελανή. Χείλος ευθύ. Λαβή κατακόρυφη, ελλειψοειδούς διατομής, η οποία ξεκινά από το χείλος και απολήγει στη μεγίστη διάμετρο. Βάση δακτυλιόσχημη. Ύψ: 0,062 μ., Διάμ. χ.: 0,101 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,10 μ., Διάμ. β.: 0,035 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Πρβ. και π 232. Γιαλούρης 1961/62, σελ. 107, π. 118γ. Mountjoy 1999, σελ. 385 και υποσ. 143 (για παράλληλα από Ηλεία).

Τάφος ΙΙΙ π 11257 (Πίν. 117, Σχέδ. 59) Στρέφι 16.11.2006, θαλαμωτός ΙΙΙ, βόρειο άκρο κόγχης αν. παρειάς δρόμου Ψευδόστομος αμφορίσκος (FS 181/2). Συγκολλημένος από πολλά όστρακα, λείπουν τμήματα του χείλους και του σώματος. Συμπληρωμένος. Πηλός ωχροκάστανος, επίχρισμα στο χρώμα του πηλού, βαφή ερυθροκάστανη. Δίσκος λαβών επίπεδος. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Χείλος έξω νεύον, λαιμός βραχύς. Σώμα κωνικό με έντονη γωνίωση στο ύψος της μεγίστης διαμέτρου. Βάση επίπεδη. Στο δίσκο λαβών σπείρα, στο χείλος και στη βάση των δύο στομίων ταινία, η ράχη λαβών ολόβαφη, εξαιρουμένου τριγώνου πλησίον δίσκου. Στον ώμο πέντε ομάδες επάλληλων, οριζοντίων, ανισομεγεθών γραμμιδίων. Στη μεγίστη διάμετρο δύο ταινίες πλαισιώνουν λεπτές γραμμές. Στο σώμα ομάδες ταινιών, στη βάση ταινία. Ύψ: 0,105 μ., Διάμ. χ. εξ.: 0,021 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,016 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,11 μ., Διάμ. β.: 0,05 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Βιβλιογραφία: Όπως π 192. Αλεξοπούλου 1991, σελ. 141 (εικ. 5α).

212 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

π 11258 (Πίν. 114, Σχέδ. 59) Στρέφι 16.11.2006, θαλαμωτός ΙΙΙ, βόρειο άκρο κόγχης αν. παρειάς δρόμου

Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Όπως π 220.

Ψευδόστομος αμφορίσκος (FS 182). Σχεδόν ακέραιος, ελαφρώς αποκρουσμένος. Πηλός ωχροκάστανος, επίχρισμα στο χρώμα του πηλού, βαφή ερυθροκάστανη. Δίσκος λαβών επίπεδος. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Χείλος έξω νεύον, λαιμός βραχύς. Σώμα κωνικό με έντονη γωνίωση στο ύψος της μεγίστης διαμέτρου. Βάση επίπεδη. Δίσκος λαβών ολόβαφος (εξαιρείται περιφέρεια), στο χείλος και στη βάση των δύο στομίων ταινία, η ράχη λαβών ολόβαφη, εξαιρουμένου τριγώνου πλησίον δίσκου. Στον ώμο αμείβοντες επάλληλα τόξα (FM 19) σε τέσσερεις ομάδες. Στο σώμα ταινίες πλαισιώνουν γραμμές. Κατώτερο τμήμα σώματος και βάση ολόβαφα. Ύψ: 0,055 μ., Διάμ. χ. εξ.: 0,021 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,016 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,11 μ., Διάμ. β.: 0,062 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β1. Βιβλιογραφία: Όπως π 229 και 239. Stubbings 1947, fig. 4 (8). Mee - Doole 1993, σελ. 2, pl. 2 (16). Χρονολογείται στην ΥΕΙΙΙΒ1. Το κόσμημα στον ώμο είναι ταυτόσημο με αυτό του Στρεφίου, ο ψευδόστομος από το Λίβερπουλ φέρει ομάδες κατακορύφων γραμμιδίων σαν διάκοσμο του σώματος.

ΤΑΦΟΣ ΙV

π 11256 Στρέφι 16.11.2006, θαλαμωτός ΙΙΙ, νότιο άκρο κόγχης αν. παρειάς δρόμου Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Συγκολλημένο στο σώμα, λείπει η μία λαβή, αποκρουσμένο στο χείλος. Πηλός υπέρυθρος, επίχρισμα ωχροκάστανο/υπόλευκο, βαφή ερυθροκαστανή. Χείλος κυρτό, έξω νεύον. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής, λαιμός βραχύς, σώμα πιεσμένο, βάση επίπεδη. Χείλος ολόβαφο, στο λαιμό δύο ταινίες (αμελούς εκτέλεσης). Ράχη λαβών ολόβαφη. Μεταξύ των λαβών στενώτατη ζώνη δικτυωτό (FM 57:2). Στο υπόλοιπο σώμα ομάδες ταινιών και γραμμών. Στη βάση ομόκεντροι κύκλοι. Ύψ: 0,11 μ., Διάμ. χ. εξ.: 0,087 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,069 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,16 μ. Βάση κύλικος ως πώμα. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανο, βαφή καστανέρυθρη. Στον πυθμένα κεντρική κοιλότητα. Στην άνω επιφάνεια ταινίες. Πυθμήν άβαφος. Διάμ. β.: 0,065 μ.

π 12309 (Πίν. 101) Στρέφι 28.6.2007, τάφος IV, ταφή Α Μόνωτο κυάθιο (FS 238). Ακέραιο, απολεπισμένο. Πηλός τεφρός - ακάθαρτος, εύθριπτος, επίχρισμα και βαφή καστανομέλανα. Χείλος ευθύ, ελαφρώς έξω νεύον. Λαβή κατακόρυφη, υπερυψωμένη, ταινιωτή. Σώμα με γωνιώδες περίγραμμα. Βάση επίπεδη. Ολόβαφο εξωτερικά και εσωτερικά. Ύψ: 0, 032 μ. (με λαβή 0,063 μ.), Διάμ. χ. εξ.: 0,091 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,082 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,090 μ., Διάμ. β.: 0,031 μ. Χρονολόγηση: YEΙΙΙΑ/Β.

π 12310 Στρέφι - Ταφοσ. IV, ταφή Α, ΟΜ1 (28.7.2007) Τρίωτος πιθαμφορίσκος (FS 45). Ακέραιος, αποκρουσμένος σε διάφορα σημεία και στη βάση, απολεπισμένη η βαφή. Πηλός ωχροκάστανος (ανοικτός), επίχρισμα ωχροκάστανο/υπόλευκο, βαφή καστανέρυθρη. Χείλος πεπλατυσμένο, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Βάση επίπεδη. Χείλος και λαιμός ολόβαφα εσωτερικά και εξωτερικά. Ράχη λαβών ολόβαφη. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό (FM 57:2), στο υπόλοιπο σώμα ταινίες, το κατώτερο τμήμα του και εξωτερικά η βάση ολόβαφα. Ύψ: 0,123 μ., Διάμ. χ. εξ.: 0,09 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,079 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,115 μ., Διάμ. β.: 0,041 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙB. Βιβλιογραφία: Όπως π 220 και π 214/304.

Τάφος Χ π 12298 Στρέφι - ταφοσ Χ, να πλευρά, ΟΜ6 (12.7.2007) Βάση κύλικος. Συγκολλημένη. Πηλός ερυθρωπός, επίχρισμα ωχροκάστανο, βαφή καστανή. Βάση επίπεδη, με κεντρική κοιλότητα. Ολόβαφη εξωτερικά. Διάμ. β.: 0,12 μ., Διάμ. κοιλ. βάσης: 0,042 μ., Διάμ. στελέχους κύλικας: 0,062 μ. Χρονολόγηση: YEIIIA2/B.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

π 12299 Στρέφι - ταφοσ Χ, ταφή Α, ΟΜ13 Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 83). Ακέραιο, απολεπισμένο στα χείλη. Πηλός ωχροκάστανος, επίχρισμα ωχροκάστανο/καστανωπό, βαφή καστανομέλανη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής, λαιμός υψηλός, βάση επίπεδη. Χείλος και λαιμός εσωτερικώς και εξωτερικώς ολόβαφα. Ράχη λαβών ολόβαφη. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό (FM 57:2). Στο υπόλοιπο σώμα ομάδες ταινιών και γραμμών. Στη βάση ομόκεντροι κύκλοι. Ύψ: 0, 087 μ., Διάμ. χ. εξ.: 0,05 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,041 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,10 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Όπως π 214, 220 και π 304.

π 12300 Στρέφι - ταφοσ Χ, νδ γωνία, ΟΜ4 (12.7.07) Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Θραυσμένο, συμπληρωμένο. Πηλός ωχροκάστανος - ωχρέρυθρος, επίχρισμα στο χρώμα του πηλού, βαφή καστανέρυθρη/ερυθρή. Χείλος κυρτό, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής, βάση επίπεδη. Χείλος και λαιμός εσωτερικώς και εξωτερικώς ολόβαφα. Ράχη λαβών ολόβαφη. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό (FM 57:2). Στο υπόλοιπο σώμα ομάδες ταινιών και γραμμών. Στη βάση ομόκεντροι κύκλοι. Ύψ: 0,205 μ., Διάμ. χ. εξ.: 0,118 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,09 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,218 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Όπως π 220. Ως πώμα χρησιμοποιείται βάση κύλικος. Στον πυθμένα κεντρική κοιλότητα. Άβαφη. Διάμ.: 0,092 μ., Διάμ. Κοιλότητας 0,022 μ.

π 12301 (Πίν. 83) Στρέφι - ταφοσ Χ, ταφική κόγχη β (δυτ.), ΟΜ5 (12.7.2007) Τρίωτος πιθαμφορίσκος (FS 47). Συγκολλημένος. Συμπληρωμένα η λαβή, τμήμα του σώματος, του λαιμού και του χείλους. Πηλός ωχρέρυθροςυπόλευκος, επίχρισμα ωχροκάστανο, βαφή καστανομέλανη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Βάση επίπεδη, κοίλη εσωτερικά. Χείλος και λαιμός ολόβαφα εσωτερικά και εξωτερικά. Ράχη λαβών

213

ολόβαφη. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό (FM 57:2), στο υπόλοιπο σώμα ταινίες, το κατώτερο τμήμα του και εξωτερικά η βάση ολόβαφα. Ύψ: 0,119 μ., Διάμ. χ. εξ.: 0,077 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,065 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,107 μ., Διάμ. β.: 0,045 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Όπως π 304/214

π 12302 (Πίν. 85, Σχέδ. 47) Στρέφι- Ταφοσ Χ, ταφικός λάκκος β, ταφή β, ΟΜ12 (12.7.2007) Τρίωτος πιθαμφορίσκος (FS 45). Ακέραιος, αποκρουσμένος στο χείλος, το σώμα και τις λαβές, απολεπισμένη η βαφή. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα, βαφή καστανομέλανη. Χείλος πεπλατυσμένο, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Βάση δισκοειδής, κοίλη εσωτερικά. Χείλος και λαιμός ολόβαφα εσωτερικά και εξωτερικά. Ράχη λαβών ολόβαφη. Μεταξύ των λαβών σχηματοποιημένο άνθος (FM 43:q-d, FM 62 fill ornament), στο υπόλοιπο σώμα ταινίες, το κατώτερο τμήμα του και εξωτερικά η βάση ολόβαφα. Ύψ: 0,121 μ., Διάμ. χ. εξ.: 0,087 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,074 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,113 μ., Διάμ. β.: 0,038 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Βιβλιογραφία: Papadopoulos 1979, σελ. 205, fig. 229 (b). Ημικύκλια σε απιόσχημο πιθαμφορέα, σε ψευδόστομο (fig. 226, 6), σε αρτόσχημο αλάβαστρο (fig. 235, 13), και σε δίωτους αμφορίσκους (fig. 252, 4). Mountjoy 1999, σελ. 336. Παραπλήσιο μοτίβο και σε ζώνη διακόσμησης σώματος απιόσχημου ψευδόστομου από τη Μεσσηνία.

π 12303 (Πίν. 105, Σχέδ. 53) Στρέφι - ταφοσ Χ, ΟΜ1 (13.7.2007) Υψίποδη δίωτη κύλικα (FS 259). Θραυσμένη στη βάση, συμπληρωμένη. Πηλός ωχροκάστανος, επίχρισμα ωχροκάστανο/υπόλευκο, βαφή καστανέρυθρη. Χείλος ευθύ. Λαβές κατακόρυφες, κυκλικής διατομής. Βάση επίπεδη, με κεντρική κοιλότητα στον πυθμένα. Στην κοιλιά τεθλασμένη (FM 61:2). Στο στέλεχος και στη βάση ταινίες. Ύψ: 0,171 μ., Διάμ. χ. εξ.: 0,134 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,126 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,104 μ., Διάμ. β.: 0,08 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β1. Βιβλιογραφία: Σγουρίτσα 1988, σελ. 12, πίν. 3 (8), σελ. 74, πίν. 48 (60). Ακολουθείται η ίδια χωροθέτηση του διακοσμητικού θέματος και των ταινιών.

214 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

π 12304 (Πίν. 105, Σχέδ. 54) Στρέφι - ταφοσ Χ, ταφή Α, ΟΜ10 (12.7.2007) Οπισθότμητη πρόχους (FS 144/5). Ακέραιη, απολεπισμένη σε σημεία η βαφή. Πηλός ωχροκάστανος, επίχρισμα υπόλευκο, βαφή καστανομέλανη/καστανέρυθρη. Λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή που ξεκινά από το χείλος στον ώμο. Λαιμός πρόσθετος με δακτύλιο στη βάση του. Σώμα σφαιρικό, πιεσμένο. Βάση επίπεδη. Χείλος κοσμείται με ταινία. Στη ράχη κυματοειδής ταινία απολήγουσα στο κατώτερο τμήμα σώματος. Από τη βάση του λαιμού μέχρι το κατώτερο τμήμα του σώματος είδος θυσάνου - κυματοειδούς γραμμής (περ. FM 72:2). Στο κατώτερο τμήμα του αγγείου ισομεγέθεις ταινίες. Ύψ: 0,171 μ., Διάμ. χ. εξ.: 0,134 μ, Διάμ. χ. εσ.: 0,126 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,104 μ., Διάμ. β.:0,08 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙB. Βιβλιογραφία: Mountjoy 1999, σελ. 121-122 (για το σχήμα αγγείου).

π 12314 (Πίν. 81, Σχέδ. 45) Στρέφι - Τάφοσ Χ (12.7.2007) Αμφορέας (FS περ. 38). Σχεδόν ακέραιος, λείπει η μία λαβή, συμπληρωμένος, θραυσμένη η βάση του. Πηλός και επίχρισμα ωχροκαστανά, βαφή καστανομέλανη. Χείλος πεπλατυσμένο, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Δύο λαβές οριζόντιες στο ύψος μεγίστης διαμέτρου, κυκλικής διατομής και με μικρές οπές (για την όπτηση του αγγείου). Στον ώμο τρεις λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές με κεντρική νεύρωση. Σώμα απιόσχημο - πιεσμένο. Βάση επίπεδη. Χείλος και λαιμός ολόβαφα εξωτερικά και εσωτερικά. Μεταξύ των λαβών διάγραμμα τρίγωνα (FM 61:19), στη ράχη των κατακορύφων λαβών διάστικτη κυματοειδής γραμμή (περ. FM 33:22). Στο κατώτερο τμήμα σώματος ταινίες. Βάση ολόβαφη. Ύψ: 0,032 μ. (με λαβή 0,063 μ.), Διάμ. χ. εξ.: 0,091 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,082 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,090 μ., Διάμ. β.: 0,031 μ. Χρονολόγηση: YEIIΙΒ2. Βιβλιογραφία: Papadopoulos 1979, fig. 56 (c), 62 (a), 65 (d). Στον ώμο τετράωτων και δίωτων αμφορέων. Η διακόσμηση είναι περιορισμένη σε εξαιρετικά στενή ζώνη πλησίον του λαιμού. Το λοιπό αγγείο αποδίδεται σχεδόν ολόβαφο, είτε με ισομεγέθεις ταινίες. Το σχήμα είναι ιδιόμορφο, καθώς συνδυάζει τις δύο οριζόντιες λαβές του FS 58 στην κοιλιά και τις τρεις κατακόρυφες στον ώμο, δημιουργώντας

ένα «υβριδικό» (για την κατά Furumark τυπολογία) σχήμα (πρβ. και αμφορέα από Άργος με δύο οριζόντιες λαβές στον οποίο έχουν προστεθεί δύο κάθετες και νοείται σαν τετράωτος πρβ. Mountjoy σελ. 159). Στην Αχαΐα το σύνολο των τετράωτων αμφορέων διέθεταν οριζόντιες και όχι κατακόρυφες λαβές (δύο στην κοιλιά και δύο στον ώμο). Η Μountjoy αναφέρει το σχήμα ως κοινό στην Αχαΐα και στην Ηλεία. Στην Ηλεία φαίνεται πως επιχωριάζει στη ΒΑ Ηλεία (πλησίον της Αχαΐας) και εμφανίζεται σποραδικά και μεμονωμένα σε τάφους της κεντρικής Ηλείας (περιοχή Ολυμπίας). Souyoudyzoglou 1999, σελ. 65, όπου υπογραμμίζεται η ύπαρξη παρεμφερών αγγείων στην Κεφαλονιά, η αδυναμία ένταξης τους στην τυπολογία Furumark και η κόσμησή τους με διάγραμμα τρίγωνα (Α1266 και Α1008). Το Α 1266 έχει και ζεύγος κατακορύφων λαβών στον ώμο. Για το FS 58 πρβ. και το π 219. Για διαγραμμισμένα τρίγωνα πρβ. και π 303.

ΤΑΦΟΣ XII π 12285 (Πίν. 118, Σχέδ. 62) Στρέφι - ταφοσ ΧΙΙ, ταφη Α (δυτ. Πλευρά) 18.7.2007, ΟΜ8 Ψευδόστομος αμφορίσκος (FS 178). Συγκολλημένος στο στόμιο, θραυσμένος ο δίσκος λαβών, σχεδόν ακέραιος. Διακόσμηση απολεπισμένη κατά τόπους. Πηλός ωχρέρυθρος - καστανός. Επίχρισμα στο χρώμα του πηλού. Βαφή καστανέρυθρη/μελανή. Δίσκος λαβών κοίλος στο κέντρο του. Χείλος επικλινές. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές, σώμα πιεσμένο. Βάση υψωμένη ταινιωτή. Δίσκος λαβών κοσμείται με ομόκεντρους κύκλους και πλατιά κεντρική στιγμή. Λαβές ολόβαφες, εξαιρείται μικρό τρίγωνο. Στη βάση στομίου ταινία. Στον ώμο ρόδακας/ανεμώνη (FM 27:19) και σχηματοποιημένη πορφύρα (FM 23:5). Στο σώμα ταινίες. Ύψ.: 0,081 μ., Διάμ. χ.: 0,019 μ., Διάμ. δίσκου λαβών: 0,022 μ., Διάμ. β.: 0,051 μ. Μέγ. Διάμ.: 0,109 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2-Β1 Βιβλιογραφία: Blegen - Rawson 1973, fig. 274 (3a), σελ. 213. Από την περιγραφή του ψευδοστόμου (δεν υπάρχει φωτογραφική ή σχεδιαστική αποτύπωση του ώμου) φαίνεται πως πρόκειται για το ίδιο διακοσμητικό θέμα (το αγγείο προέρχεται από θαλαμωτό τάφο Κ-1).

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

Κουντούρη 2002, εικ. 96 (ΜΧ 364), Κουντούρη 2006, σελ. 169. Το μεσσηνιακό αγγείο ακολουθεί την ίδια φιλοσοφία χωροθέτησης της διακόσμησης. Στο μισό του ώμου ανεμώνη και στο άλλο μισό πορφύρα. Η πορφύρα αποδίδεται πανομοιότυπα με την αντίστοιχη του ηλειακού αγγείου μόνο που το κατώτερο στέλεχος (του ηλειακού ψευδοστόμου) δεν είναι διάστικτο. Πιθανώς πρόκειται για παραγωγή του ιδίου κεραμικού εργαστηρίου, η απουσία άλλων πορφύρων σε έτερα ηλειακά αγγεία, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το π 12285 προήλθε από τη Μεσσηνία. Επιπρόσθετα πορφύρες σημειώνονται και σε άλλους ψευδόστομους από τη Μεσσηνία (πρβ. πίν. 14 - ΜΧ 332, πίν. 49 - ΜΧ 205, πίν. 43 - ΜΧ 206) αλλά και στον ώμο θηλάστρων (πίν. 32 - ΜΧ 212, πίν. 41 - ΜΧ 210), πιθανώς πρόκειται για τον «Καλλιτέχνη της Πορφύρας». (πρβ. σελ. 176, υποσ. 176 και σελ. 179, υποσ. 1588). Πρβ. και πίν. 53 (ΜΧ 204) για ανεμώνη, η οποία έχει στιγμή στο κέντρο. French 1965, σελ. 178, fig. 7(a). Για την απόδοση της πορφύρας σε αγγεία της ΙΙΙΑ2 (κυρίως σε κύπελλα και κύλικες). Επιπλέον πρβ. και σελ. 179, όπου αναφέρεται η παραπλήρωση της πορφύρας με ανεμώνη/ρόδακα. Deshayes 1966, σελ. 89-90 και pl. XXII (2), LXXXV (8). Θραυσμένος ψευδόστομος με παράσταση στον ώμο πορφύρα και ρόδακα. Ιακωβίδης 1970, σελ. 158, εικ. 27, 1 (για διακόσμηση λαβών), σελ. 161, 28 (760) (για ανεμώνη), σελ. 133, 47 (11) (για πορφύρα). Η σχηματοποιημένη απόδοση της πορφύρας είναι κόσμημα «κοινότατον κατά τους ΥΕΙΙΙΑ2 και ΙΙΙΒ χρόνους και εις την Αττικήν και παντού αλλού, ιδίως δε εις κύλικας, σκύφους και κρατήρας». Σακελλαρίου 1985, σελ. 158-160 (πίν. 57). Στον ώμο ψευδοστόμων ρόδακες. Επιπλέον σε ψευδόστομο από τον τάφο 72 (πίν. 93-2067) παρατηρείται η ίδια διευθέτηση της ζώνης διακόσμησης του ώμου, δηλ. στο ένα μισό υπάρχουν ρόδακες και στο άλλο άνθη. Για την ανεμώνη πρβ. και Αλεξοπούλου 1991, σελ. 141 (εικ. 5). Ανεμώνη στον ώμο ψευδόστομου. Benzi 1992, tav. 69 (i). Ψευδόστομος με στιγμωτούς ρόδακες στον ώμο. Shelton 1996, fig. 327 (847 - drawing 68) - FM 23 YEIIIA2. Διάκοσμος πορφύρας με παραπλήρωση ρόδακος στον ώμο ληκύθου. Mountjoy 1999, Το διακοσμητικό θέμα πορφύρας απαντάται και σελ. 129 (σε αργολικούς σκύφους της ΥΕΙΙΙΑ2), σελ. 135 (σε ΥΕΙΙΙΒ1 υδρία από Αργολίδα), σελ. 223 (σε κορινθιακή ΥΕΙΙΙΒ κύλικα), σελ. 337 (σε μεσσηνιακή κύλικα), σελ. 536 (σε μόνωτο

215

κυάθιο από Αττική) και σελ. 539 (σε αττικές κύλικες της ΥΕΙΙΙΑ2).

π 12286 (Πίν. 110, Σχέδ. 56) Στρέφι - ταφοσ ΧΙΙ, ταφη Α, ΟΜ10 (18.7.07) Ψευδόστομος αμφορέας (FS 179). Ακέραιος. Πηλός ωχροκάστανος. Επίχρισμα στο χρώμα του πηλού. Βαφή καστανή. Δίσκος λαβών επίπεδος, ελαφρά εξηρμένος στο κέντρο του. Χείλος κυρτό, έξω νεύον. Σώμα έντονα πιεσμένο. Βάση κοίλη εσωτερικώς με εξηρμένο κέντρο. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές. Δίσκος λαβών ολόβαφος, εξαιρουμένου του κέντρου και της περιφέρειάς του. Στη βάση ψευδούς στομίου επίθετη ταινία. Ράχη λαβών ολόβαφη, εξαιρουμένου μικρού, ακανόνιστου, τριγώνου. Στον ώμο σχηματοποιημένο άνθος (περ. FM 18:71 και παραλλαγή του 140) με παραπλήρωση ενάλληλων τριγώνων. Στη μέγιστη διάμετρο αχιβαδόσχημο κόσμημα (FM 25:25). Στο λοιπό σώμα ταινίες και λεπτές γραμμές. Ύψ: 0,118 μ. Διάμ. χ. εξ.: 0,028 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,022 μ., Διάμ. β.: 0,087 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,181 μ., Διάμ. δίσκου λαβών: 0,037 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Κουντούρη 2002, πίν. 42 ΜΧ 240, άνθος στις πλάγιες όψεις φλάσκης. French 1965, σελ. 182, fig. 8 (9). Σχηματοποιημένο άνθος σε κύπελλο. Deshayes 1966, σελ. 170, pl. XXIII (3, 4). Στην περίπτωση του αγγείου 3 (DV 169) σχηματοποιημένο άνθος και μεταξύ τους ενάλληλες γωνίες. Χρονικώς τοποθετείται στην ΥΕΙΙΙΒ. French 1967, σελ. 160 (fig. 7/10). Άνθος στον ώμο ψευδοστόμου. Χρονολόγηση στην ΥΕΙΙΙΒ. Ιακωβίδης 1970, σελ. 177, εικ. 64, 44, 35 (για διακόσμηση μεγίστης διαμέτρου). Benzi 1975, tav. V (103). Άνθος σε κύλικα. (Χρονολόγηση ΥΕΙΙΙΒ). Morricone 1979/80, fig. 20, σελ. 236. Μυκηναϊκό σχηματοποιημένο άνθος στον ώμο FS 58. Για το άνθος πρβ. και υψίποδη κύλικα από Αττική (Σγουρίτσα 1988, πίν. 8). Benzi 1992, tav. 7 (e), tav. 83 (T 53/9). Shelton 2000, σελ. 56 και 57, fig. 16(e). Σχεδόν πανομοιότυπη απόδοση μυκηναϊκού άνθους. Σγουρίτσα 2001, σελ. 5. Mountjoy 1999, σελ. 524 (στον ώμο κυλινδρικού αλαβάστρου από Αττική το FM 25, 25).

216 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

π 12288 (Πίν. 106) Στρέφι - ταφοσ XII, νδ γωνία θαλάμου, ΟΜ5 (18.7.07) Δίωτος σκύφος (FS 284/5). Σχεδόν ακέραιος, συμπληρωμένος στο χείλος. Πηλός ωχροκάστανος, επίχρισμα καστανωπό, βαφή καστανομέλανη. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής, βάση υψωμένη ταινιωτή (δακτυλιόσχημη), κοίλη εσωτερικά, εξηρμένη στο κέντρο. Εσωτερικό του σώματος ολόβαφο, εξωτερικά κατά το κάτω ήμισυ άβαφο (βαφή πρόχειρη). Ύψ: 0,112 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,132 μ., Διάμ. β.: 0,054 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,15 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Papadopoulos 1979, σελ. 112, fig. 178 (b). Η πλειοψηφία των αγγείων του FS 285 αποδίδονται ολόβαφα και ακόσμητα. Ο Παπαδόπουλος πραγματοποιεί εκτενή αναφορά στη γεωγραφική διάδοση του σχήματος.

π 12289 (Πίν. 103, Σχέδ. 52) Στρέφι, τ. ΧΙΙ, ταφή Α, δυτ. πλευρά OM7 Γεφυρόστομο προχοϊκό κυάθιο (FS 248/9). Λείπει η βάση, τμήμα της λαβής, του χείλους και του σώματος. Συγκολλημένο από πολλά τεμάχια, συμπληρωμένο. Πηλός ωχροκάστανος - υπόλευκος. Επίχρισμα στο χρώμα του πηλού. Βαφή καστανή/καστανομέλανη. Χείλος ευθύ. Λαβή κατακόρυφη, σχεδόν κυκλικής διατομής. Σώμα ημισφαιρικό. Στην κοιλιά αψιδώματα (FM 62:31, 22, 33) και παραπλήρωση επάλληλων γραμμιδίων. Στη βάση προχοής ταινία. Ύψ: 0,05 μ., Διάμ. χ. εξ.: 0,112 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,08 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,089 μ. Χρονολόγηση: πρώιμη ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Ιακωβίδης 1970, σελ. 124, εικ. 12, 31 (για τα αψιδώματα), σχηματοποίηση του φοίνικος.

«Υβριδικοί ή Ημιτελείς» τάφοι ΤΑΦΟΣ V π 12307 Στρέφι - τάφος V, κόγχη αν. πλευράς, ΟΜ2 (3.7.2007) Δίωτος αμφορίσκος (FS 58/59). Σχεδόν ακέραιος, η μία λαβή θραυσμένη και συγκολλημένη, το χείλος

αποκρουσμένο και συμπληρωμένο, απολεπισμένη η βαφή κατά τόπους. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα, βαφή καστανομέλανη. Χείλος πεπλατυσμένο, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Βάση επίπεδη. Ολόβαφο εξωτερικά. Ύψ: 0,010 μ., Διάμ. χ. εξ.: 0,021 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,016 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,105 μ., Διάμ. β.: 0,045 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ2-Γ. Βιβλιογραφία: Πρβ. π 219.

π 12308 Στρέφι - τάφος V, κόγχη δυτ. πλευράς ΟΜ2 (3.7.2007) Μόνωτο κυάθιο (FS 237/8). Ακέραιο, απολεπισμένο. Πηλός τεφρός - ακάθαρτος, επίχρισμα και βαφή στο χρώμα του πηλού. Χείλος ευθύ, ελαφρώς έξω νεύον. Λαβή κατακόρυφη, υπερυψωμένη, κυκλικής διατομής. Σώμα με γωνιώδες περίγραμμα. Βάση επίπεδη δισκοειδής. Ολόβαφο εξωτερικά και εσωτερικά. Ύψ: 0,03 μ. (με λαβή 0,058 μ.), Διάμ. χ. εξ.: 0,095 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,086 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,094 μ., Διάμ. β.: 0,032 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ/Β.

ΤΑΦΟΣ VI π 12311 Στρέφι - ταφοσ VI, κόγχη δυτ. παρειάς, ΟΜ2 (4.7.2007) Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 83-85). Ακέραιο, απολεπισμένη η βαφή. Πηλός ωχροκάστανος/υπόλευκος, επίχρισμα ωχροκάστανο, βαφή καστανή. Χείλος κυρτό, έξω νεύον. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής, λαιμός βραχύς, βάση κυρτή. Χείλος και λαιμός εσωτερικώς και εξωτερικώς ολόβαφα. Ράχη λαβών ολόβαφη. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό (FM 57:2). Στο υπόλοιπο σώμα ομάδες ταινιών και γραμμών. Στη βάση ομόκεντροι κύκλοι. Ύψ: 0,077 μ., Διάμ. χ. εξ.: 0,05 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,039 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,095 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ. Βιβλιογραφία: Όπως π 220.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

π 12312 (Πίν. 89, Σχέδ. 49) Στρέφι, ταφική κόγχη αν. πλευράς, ταφή Β, ΟΜ 2 (5.7.2007) Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Θραυσμένο, συγκολλημένο, λείπουν οι λαβές - συμπληρωμένες. Πηλός ωχρέρυθρος - ωχροκάστανος, επίχρισμα ωχροκάστανο, βαφή καστανέρυθρη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής, λαιμός βραχύς, βάση επίπεδη. Χείλος και λαιμός εσωτερικώς και εξωτερικώς ολόβαφα. Ράχη λαβών ολόβαφη. Μεταξύ των λαβών κυματοειδής (FM 53:13). Στο υπόλοιπο σώμα ομάδες ταινιών και γραμμών. Στη βάση ομόκεντροι κύκλοι. Ύψ: 0,17 μ., Διάμ. χ. εξ.: 0,108 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,088 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,196 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Ως πώμα χρησιμοποιείται βάση κύλικος. Κοίλη στο κέντρο. Άβαφη, ανεπίχριστη. Διάμ.: 0,081 μ Βιβλιογραφία: Souyoudzoglou 1999, σελ. 62 (για χρήση κυματοειδούς γραμμής). Mountjoy 1999, σελ. 380-381 (για μεγάλων διαστάσεων αλάβαστρα). Πρβ. και π 728 και π 720.

ΤΑΦΟΣ IX π 12293 (Πίν. 119, Σχέδ. 61) Στρέφι - ταφοσ ΙΧ, ΟΜ3 (10.7.2007) Ψευδόστομος αμφορίσκος (FS 178). Ακέραιος. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα, βαφή καστανομέλανη, εξίτηλη. Δίσκος λαβών επίπεδος, χείλος έξω νεύον. Λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές, σώμα πιεσμένο. Βάση ταινιωτή υψωμένη. Δίσκος λαβών ολόβαφος, εξαιρουμένου του κέντρου του. Στη ράχη των λαβών εγκάρσια γραμμίδια. Στον ώμο παραλλαγή φυλλοειδούς ταινίας (FM 64:20), αυστηρώς διευθετημένη σε τρεις σειρές. Στο σώμα ομάδες ταινιών (μεγίστη διάμετρο). Ύψ: 0,075 μ., Διάμ. χ.: 0,02 μ., Διάμ. χ. εσ: 0,012 μ., Διάμ. δίσκου λαβών: 0,025 μ., Διάμ. β.: 0,053 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,104 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Όπως π 713 (μόνο που στην περίπτωση του π 12293 είναι περισσότερο αυστηρά τακτοποιημένα). Papadopoulos 1979, fig. 208 (b). Στην Κεφαλονιά οι λαβές με εγκάρσια γραμμίδια μάλλον ανήκουν στην ΥΕΙΙΙΓ (Souyoudzoglou

217

1999, σελ. 68), Ιακωβίδης 1970, 158, εικ. 27,3 (για διακόσμηση λαβών). Stubbings 1947, pl. I(7). Σε σφαιρικό ψευδόστομο καλύπτει μόνο ένα τμήμα του ώμου. Morricone 1965/66, fig. 272 (232 - Λαγκάδα τ. 56), σελ. 246. Καλύπτεται το σύνολο του ώμου από γραμμίδια σε πυκνή διάταξη. Rudolf 1973, taf. 30 (Gr. VIII 2), taf. 44 (Gr. XVI 16). Hiller 1975, taf. 26 (245). Φυλλοφόρος ταινία στον ώμο ψευδόστομου, αποδίδεται περισσότερο φυσιοκρατικά. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Morricone 1979/80, fig. 127 (97), σελ. 291. Benzi 1992, tav. 96 (f). Φυλλοφόρος, διευθετημένη σε δύο σειρές, στον ώμο ψευδόστομου. Σακελλαρίου 1985, σελ. 159 (πίν. 58). Σγουρίτσα 1988, πίν. 39 (21), φυλλοφόρος ταινία στον ώμο ψευδόστομου αμφορέα. Η Σγουρίτσα κατατάσσει το κόσμημα στο FM 72:12 και χρονικώς το αγγείο στην ΥΕΙΙΙΒ/Γ. Σγουρίτσα 2001, σελ. 7, εικ. 6 (9) Mee - Doole 1993, σελ. 1, pl. 1, (7). Ψευδόστομος αμφορεύς (FS 171) με παραλλαγή της φυλλοφόρου στον ώμο. Χρονικώς τοποθετείται στην ΥΕΙΙΙΑ2.

π 12296 Στρέφι - ταφοσ IX, ταφικός λάκκος, ΟΜ3 (10.7.2007) Τρίωτος πιθαμφορίσκος (FS 45). Συγκολλημένος, συμπληρωμένος, βαφή απολεπισμένη. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα, βαφή καστανομέλανη. Χείλος πεπλατυσμένο, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς, λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Σώμα απιόσχημο. Βάση επίπεδη. Χείλος και λαιμός ολόβαφα εσωτερικά και εξωτερικά. Ράχη λαβών ολόβαφη. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό (FM 57:2), στο υπόλοιπο σώμα ταινίες, το κατώτερο τμήμα του και εξωτερικά η βάση ολόβαφα. Ύψ: 0,158 μ., Διάμ. χ. εξ.: 0,095 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,08 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,15 μ., Διάμ. β.: 0,046 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β1. Όπως π 304/214.

218 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

6. ΣΥΣΤΑΔΑ ΘΑΛΑΜΩΤΩΝ ΣΤΗ ΘΕΣΗ «ΛΑΚΚΟΦΩΛΙΑ» Δ. ΑΡΧΑΙΑΣ ΟΛΥΜΠΙΑΣ (κατάλογοσ χχ) ΤΑΦΟΣ I π 1401 (Σχέδ. 48) Θαλ. Τάφος Ι, Ταφή Β (22/4/1969) Τρίωτος απιόσχημος πιθαμφορίσκος (FS 45/48), ελλιπής σε τμήμα του χείλους. Πηλός ωχροκάστανος, επίχρισμα στο χρώμα του πηλού. Βαφή καστανή, καστανέρυθρη. Χείλος έξω νεύον, λαιμός βραχύς, βάση επίπεδη (κοίλη εσωτερικώς). Λαβές οριζόντιες, ελλειψοειδούς διατομής. Επί του χείλους εγκάρσια γραμμίδια. Λαιμός ολόβαφος εσωτερικώς και εξωτερικώς. Μεταξύ των λαβών αραιό δικτυωτό κόσμημα (FM 57). Στο υπόλοιπο σώμα ομάδες επάλληλων ταινιών. Ράχη λαβών ολόβαφη. Ύψ.: 0,115 μ., Διάμ. χ. εξ.: 0,057 μ., Διάμ. χ.: 0,042 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,098 μ., Διάμ. β.: 0,042 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Βιβλιογραφία: Πρβ. π 304 και π 220.

π 1402 Τάφος I (22/4/1969) Τρίωτος απιόσχημος πιθαμφορίσκος (FS 45/48), χείλος συγκολλημένο, σώμα με αποκρούσεις. Πηλός ωχροκάστανος, επίχρισμα στο χρώμα του πηλού. Βαφή καστανή, καστανομέλανη, κατά μεγάλο ποσοστό απολεπισμένη. Χείλος έξω νεύον, λαιμός βραχύς, βάση επίπεδη και ελαφρώς κοίλη. Λαβές οριζόντιες, ελλειψοειδούς διατομής. Χείλος και λαιμός ολόβαφα εσωτερικώς και εξωτερικώς. Μεταξύ των λαβών αραιό δικτυωτό κόσμημα (FM 57). Στο υπόλοιπο σώμα ομάδες επάλληλων ανισομεγέθων ταινιών. Ράχη λαβών ολόβαφη. Ύψ.: 0,105 μ., Διάμ. χ. εξ.: 0,048 μ., Διάμ. χ.: 0,038 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,095 μ., Διάμ. β.: 0,042 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Βιβλιογραφία: Πρβ. π 304 και π 220.

ΤΑΦΟΣ ΙΙ π 1396 (Σχέδ. 48) Τάφος II (25/4/1969) Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Ακέραιο. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα, βαφή ερυθρωπή. Χείλος πεπλατυσμένο, έξω νεύον. Λαιμός

βραχύς, σώμα σφαιρικό, βάση επίπεδη. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Χείλος, λαιμός εσωτερικώς και εξωτερικώς ολόβαφα, όπως και η ράχη των λαβών. Κάτω από τη βάση του λαιμού μία λεπτή ταινία. Υπό τις λαβές οξυκόρυφο κύμα (FM 32). Στο υπόλοιπο σώμα τρεις επάλληλες λεπτές ταινίες. Στη βάση ομόκεντροι κύκλοι. Ύψ: 0,06 μ., Διάμ. χ. εξ.: 0,048 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,026 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,10 μ. Βιβλιογραφία: Πρβ. π 318 και π 194.

ΤΑΦΟΣ ΙΙ π 1397 (Σχέδ. 48) Τάφος II (25/4/1969) Τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85). Ακέραιο. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα, βαφή καστανή καστανέρυθρη. Χείλος κυρτό, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς, σώμα σφαιρικό, βάση επίπεδη. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Χείλος, λαιμός εσωτερικώς και εξωτερικώς ολόβαφα, όπως και η ράχη των λαβών. Κάτω από τη βάση του λαιμού δύο λεπτές, επάλληλες ταινίες. Στο ύψος των λαβών δύο επάλληλες σειρές στιγμών. Υπό τις λαβές οξυκόρυφο κύμα (FM 32). Στο υπόλοιπο σώμα δύο επάλληλες λεπτές ταινίες. Στη βάση τρεις ομόκεντροι κύκλοι. Ύψ: 0,069 μ., Διάμ. χ. εξ.: 0,093 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,029 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,09 μ. Βιβλιογραφία: Πρβ. και π 318 και π 194. Παπαθανασόπουλος 1970, 193, πίν. 173ε.

π 1398 Τάφος ΙΙ (25/4/1969) Τρίωτο κυλινδρικό αλάβαστρο (FS 94). Συγκολλημένο από πολλά τεμάχια, ελλιπές στο σώμα. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα, βαφή καστανέρυθρη. Χείλος πεπλατυσμένο, έξω νεύον. Λαιμός βραχύς, σώμα σφαιρικό, βάση επίπεδη. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής, βάση επίπεδη. Χείλος και λαιμός εσωτερικώς και εξωτερικώς ολόβαφα. Μεταξύ των λαβών δικτυωτό (FM 57, 2). Στο υπόλοιπο σώμα ομάδες ταινιών και γραμμών. Στη βάση ομόκεντροι κύκλοι.

Κεραμική από ταφικά σ ύνολα (ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι)

Ύψ: 0,075 μ., Διάμ. χ. εξ.: 0,058 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,037 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,105 μ. Χρονολόγηση: YEΙΙΙΒ. Βιβλιογραφία: Πρβ. π 640 (νεκροταφείο Νέου Μουσείου). Παπαθανασόπουλος 1970, 193, πίν. 173δ.

π 1403 Τάφος ΙΙ, ταφή Α (24/4/1969) Άωτο αλαβαστροειδές (FS 77). Ακέραιο, φέρον ελάχιστες αποκρούσεις. Πηλός ωχρέρυθρος. Χείλος κυρτό, έξω νεύον, σώμα σφαιρικό - πιεσμένο, βάση επίπεδη. Ολόβαφο. Ύψ: 0,11 μ., Διάμ. χ.: 0,053 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,043 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,115 μ. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ. Βιβλιογραφία: Πρβ. π 310 και π 655.

π 1404 Τάφος ΙΙ, ταφή Α Μόνωτος προχοϊκός κύαθος (FS 249). Συγκολλημένος από πολλά τεμάχια και συμπληρωμένος από πολλά τεμάχια και γύψο. Ολόβαφος.

219

ΤΑΦΟΣ ΙΙΙ π 1399 (Πίν. 99, Σχέδ. 51) Τάφος ΙΙΙ, ταφή Α (22/4/1969)

Αλαβαστροειδής προχοΐσκη (FS 88). Πηλός καστανός, επίχρισμα στο χρώμα του πηλού. Βαφή καστανομέλανη. Χείλος έξω νεύον, λαβή κατακόρυφη ταινιωτή. Λαιμός εξωτερικώς ολόβαφος. Στη ράχη λαβών εγκάρσια γραμμίδια. Στον ώμο κατακόρυφες κυματοειδείς γραμμές - πλοχμοί, διευθετημένες σε ομάδες των τριών. Στο μέσο του σώματος πλατιά ταινία. Στο κάτω τμήμα του σώματος τρεις επάλληλες ταινίες. Ύψ: 0,027 μ., Διάμ. χ.: 0,039 μ., Διάμ. χ. εσ.: 0,031 μ., Διάμ. β.: 0,027 μ. Βιβλιογραφία: Παπαθανασόπουλος 1970, σελ. 193, πίν. 173ζ. Mountjoy 1999, σελ. 381. Για το σχήμα εν γένει πρβ. και σελ. 410.

π 1400 Τάφος ΙΙ, ταφή Α (22/4/1969) Δίωτος κανθαροειδής αμφορίσκος. Ελλιπής κατά τη μία λαβή και σε μεγάλο τμήμα του χείλους. Χείλος ευθύ, λαιμός υψηλός - χοανοειδής. Λαβές κατακόρυφες, ελλειψοειδούς διατομής, ξεκινούν από τον ώμο και απολήγουν στο κατώτερο τμήμα του σώματος. Σώμα πιεσμένο. Βάση επίπεδη. Ύψ: 0,054 μ., Διάμ. χ.: 0,051 μ., Διάμ. β.: 0,022 μ., Μέγ. Διάμ.: 0,066 μ.

220 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΎΣΤΕΡΩΝ ΜΥΚΗΝΑΪΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ 1. ΑΜΦΟΡΕΙΣ (ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΧΧΙ, ΓΡΑΦΗΜΑ 19) Α. Τρίωτοι (FS 35, 37): Πρόκειται για αγγεία, αποθηκευτικού χαρακτήρα, μεγάλων διαστάσεων,928 με τρεις κατακόρυφες λαβές στο ύψος του ώμου.929 Οι αμφορείς αυτής της παραλλαγής συνιστούν την ομαλή συνέχεια των ανακτορικών πιθαμφορέων της ΥΕΙ-ΙΙ.930 Το χείλος τους διαμορφώνεται επίπεδο και πλατύ, ο λαιμός αρχικώς βραχύς (FS 35), κατόπιν μετατρέπεται σε υψηλό - αμφίκοιλο (FS 37).931 Το σώμα στην ΥΕΙΙΙA2/B είναι απιόσχημο (FS 35), με σαφή απόδοση των ώμων, ενώ το κατώτερο τμήμα του μετατρέπεται συχνά σε στέλεχος - πόδι, το οποίο απολήγει σε επίπεδη/δισκοειδή ή πιο σπάνια δακτυλιόσχημη βάση. Προς το τέλος της ΥΕΙΙΙΒ, το σώμα δεν διαθέτει πλέον απιόσχημο περίγραμμά και συν τω χρόνω αποκτά σφαιρικό, ωοειδές - ογκηρό σώμα και μετασχηματίζεται στο εξαιρετικά σπάνιο FS 37. Οι λαβές (και στις δύο παραλλαγές του σχήματος) είναι κατακόρυφες, ταινιωτές ή κυκλικής διατομής, που ξεκινούν και καταλήγουν στον ώμο.932 Ενίοτε οι λαβές μπορεί να καταλήγουν και κάτω από τη μεγίστη διάμετρο του αγγείου.933 Διάδοση: Το σχήμα (FS 35) δεν κατέστη δημοφιλές στην ηπειρωτική Ελλάδα, παρουσιάζεται με συχνότητα στη Μεσσηνία934 και στην Ηλεία αλλά απουσιάζει από την παρακείμενη Αχαΐα και Αρκαδία,935 ενώ εμφανίζεται σποραδικά στη ΒΑ Πελοπόννησο936 και τη Στερεά Ελλάδα.937 Επιπλέον, ο FS 35 συναντάται και στη Δωδεκάνησο,938 με αποτέλεσμα να διατυπωθεί η σκέψη ότι το συγκεκριμένο σχήμα εισήχθη στην ηπειρωτική Ελλάδα από το ανατολικό Αιγαίο.939 Στην Ηλεία επιχωριάζει στα νεκροταφεία της περιοχής Ολυμπίας αλλά και σε θέσεις νοτίως του Αλφειού,940 δεν επισημαίνεται όμως στην Αγ. Τριάδα, στη Δάφνη και στο Αγραπιδοχώρι, δηλαδή σε εκτεταμένα

928. Η  χωρητικότητα τους κυμαίνεται μεταξύ 10,2 και 22 λίτρων. 929. B  legen - Rawson 1966, pl. 377-378 και σελ. 388-390. 930. W  ace 1932, σελ. 171-173. O Wace αναφέρεται γενικώς στην «μετάλλαξη» των αμφορέων ανακτορικού ρυθμού σε τρίωτους αμφορείς. Επιπρόσθετα πρβ. Blegen 1937, fig. 716 (15) και σελ. 449 όπου σημειώνεται πως πρόκειται για “direct survival of the palace style tradition”. Οι Blegen - Rawson 1966 (388) θεωρούν ότι και τα διακοσμητικά θέματα αποτελούν μετεξέλιξη ανάλογων θεμάτων των ανακτορικών πιθαμφορέων. 931. Mountjoy 1999, σελ. 388. 932. Ουσιαστικώς το FS 35 και 37 συνιστούν παραλλαγές του ιδίου σχήματος. 933. Πρβ. π 343 από Στραβοκέφαλο. 934. Κ  ουντούρη 2006, σελ. 45-46. 935. Ο  Παπαδόπουλος (Papadopoulos 1988, σελ. 73) αναφέρει την ύπαρξη μόνο πέντε τριώτων αμφορέων της ΥΕΙΙΙΑ2/Β) από την περιοχή της δυτ. Πελοποννήσου (Καλλιθέα Αχαΐας, Αίγιο, Ολυμπία και Τραγάνα) και πιθανολογεί την εισαγωγή τους από τα Δωδεκάνησα, μολονότι, οι αναλύσεις του πηλού σε αμφορέα από το Αίγιο, απέδειξαν ότι πρόκειται για ντόπια παραγωγή. 936. Ε  κτός από Πρόσυμνα πρβ. και Fröddin - Person 1938, fig. 249, σελ. 382. Πρόκειται για αμφορείς FS 35 με έντονα απιόσχημο σχήμα. Για τη διάδοση του σχήματος πρβ. και Mountjoy 1999, σελ. 408 (FS 35 από Αχαΐα), σελ. 752 (πιθανώς ένα όστρακο από Δελφούς ανήκει σε ένα τρίωτο αμφορέα FS 35) και σελ. 994 (από Ρόδο). 937. M  ountjoy 1999, σελ. 773 παράδειγμα FS 37 από Δελφούς. 938. Πρβ. Morricone 1979/80, fig. 13, Benzi 1992, tav. 43 (a), tav.44(b), tav. 45 (c), tav. 48 (b-c). 939. Η Καράντζαλη υποστηρίζει ότι οι τρίωτοι αμφορείς αποτελούν εισαγωγές από Αργολίδα (Karantzali 2001, σελ. 45). 940. FS 35/37 αμφορείς προέρχονται από: το νεκροταφείο του Ν. Μουσείου, το Στραβοκέφαλο, το Στρέφι, την Κανιά Μακρυσίων, το Αλποχώρι. Από αυτούς τέσσερα αγγεία ανήκουν στην παραλλαγή του FS 35 και εννέα στην FS 37.

222 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

νεκροταφεία, με μακροχρόνια περίοδο χρήσης, τα οποία κείνται στη ΒΑ Ηλεία, δηλ., πλησίον της Αχαΐας και Αρκαδίας. Χωροθέτηση διακόσμησης: Ο διάκοσμος τοποθετείται γενικώς ανάμεσα στις λαβές του αγγείου και δεν εκτείνεται πέραν αυτής της ζώνης. Στα πρωιμότερα αγγεία η ζώνη διακόσμησης περιορίζεται αυστηρώς στον ώμο, αργότερα, όμως, επεκτείνεται. Το θέμα μπορεί να διαφοροποιείται σε κάθε πλευρά του αμφορέα, όπως στον π 217 (από την Κανιά Μακρυσίων) (Πίν. 74, Σχέδ. 43). Στη βάση του λαιμού του 215 (Πίν. 74), υπάρχει ταινία ενάλληλων γωνιών (FM 58:32-34), ενώ στο π 343 (Πίν. 75, Σχέδ. 43) γράφονται πλατιές ισοπαχείς ταινίες, που καλύπτουν τόσο τη βάση του λαιμού, όσο και τον ώμο του αμφορέα. Το υπόλοιπο αγγείο κοσμείται με πλατιές ταινίες, διευθετημένες συνήθως σε ομάδες των τριών. Το χείλος αποδίδεται ολόβαφο ή κοσμείται με ενάλληλες γωνίες. Ο λαιμός και η βάση είναι ολόβαφα, όπως και οι λαβές. Συχνά οι αμφορείς αυτής της κατηγορίας έφεραν, δίκην πώματος, τη βάση κύλικας.941 Τα διακοσμητικά θέματα περιλαμβάνουν (Κατάλογος ΧΧI, Γράφημα 19): Α) Πολλαπλά ομόκεντρα τόξα (FM 44:11/12942). Το μοτίβο943 (Σχέδ. 43) εμφανίζεται ήδη από την ΥΕΙΙΙΑ2 και επιβιώνει μέχρι και την ΥΕΙΙΙΓ (μέση), διακοσμώντας πιθαμφορείς,944 ψευδοστόμους,945 σκύφους. Στην Ηλεία απαντάται σε έναν FS 35 αμφορέα από τη θέση «Κανιά» στα Μακρίσια (Πίν. 75, Σχέδ. 43) και έναν FS 37 από το Στραβοκέφαλο. Στην πρωιμότερη απόδοσή του, το μοτίβο περιορίζεται σε στενή ζώνη διακόσμησης στον ώμο του αγγείου, ενώ στο π 343 (Πίν. 75, Σχέδ. 74) καλύπτει το αγγείο σχεδόν μέχρι τη μεγίστη διάμετρο, οριζόμενο και στις δύο περιπτώσεις (άνω και κάτω) με ταινίες. Ανάλογα παρατηρούνται και σε δωδεκανησιακούς αμφορείς.946 Β) Άγκιστρα (FM 19:50947). Αποτελεί μετεξέλιξη φυτικού μοτίβου της ΥΕΙ/ΙΙ (κισσόφυλλου). Αρχικώς, εντοπίζεται στην ΥΕΙΙΙΑ2 κεραμική, επιβιώνει στην ΥΕΙΙΙΒ και χρησιμοποιείται μέχρι τις αρχές της ΥΕΙΙΙΓ. Στην Ηλεία κοσμεί έναν τρίωτο πιθαμφορέα (FS 35) (π 215 από τη θέση «Κανιά» Μακρυσίων - βλ. Πίν. 74, Σχέδ. 43, αλλά επισημαίνεται συχνά και σε ψευδοστόμους948 (π 659, 661, 2033, 2018). Γ) Σπείρες: Απαντώνται σε διάφορες παραλλαγές. Στον π 210 (FS 37-38) γράφονται μεμονωμένες (FM 52:1)949 (Πίν. 76, Σχέδ. 43), στον π 4129950 (FS 37) συνεχείς,951 διευθετημένες σε δύο επάλληλες σειρές και με συμπλήρωση διπλής σπείρας (FM 47). Ο π 643 (FS 35) κοσμείται με συνεχή

941. 942. 943. 944. 945. 946. 947. 948. 949. 950. 951.

Ό  πως στην περίπτωση των π 210, π 217, π 218, π 643. Π  343 από το νεκροταφείο Στραβοκεφάλου και π 218 από την Κανιά Μακρυσίων. M  ountjoy 1986, 69, 96, 137, 159, 183. Επίσης Κουντούρη 2002, σελ. 314 και Βλαχόπουλος 2006, σελ. 250. McDonald - Wilkie 1992, σελ. 320 (fig. 5-39). Πρόκειται για το ίδιο διακοσμητικό θέμα με εντελώς διαφορετική χωροθέτηση (συγκριτικά με το εξεταζόμενο ηλειακό) (για το αγγείο από τα Νιχώρια πρβ. και Κουντούρη 2002, εικ. 84(Ρ3004), με πολλαπλά ομόκεντρα τόξα με στιγμή στο κέντρο τους). Papadopoulos 1979, fig. 67(a), πολλαπλά ομόκεντρα τόξα στο σώμα ψευδοστόμου Benzi 1992 (Ρόδος), σελ. 18 και tav. 2(a), 45 (c), 48 (c) το πλησιέστερο παράλληλο, 77 (b, c). Karantzali 2001 (Πυλώνα Ρόδου), fig. 23 και fig. 36 (19796) - FS 35 - FM 44:2 - YEIIIA2. Π  215 από Κανιά Μακρυσίων. Ιακωβίδης 1970 (Περατή), σελ. 109, εικ. 8, 16. Τα άγκιστρα ή οι ενάλληλοι αγκώνες (κατά τον Ιακωβίδη) δεν περιορίζονται στον αιγαιακό χώρο αλλά είχαν διαδοθεί σε ολόκληρη την αν. Μεσόγειο (π.χ. Κρήτη, Κω, Ουγκαρίτ). Ό  πως συμβαίνει και στην παρακείμενη Μεσσηνία (Κουντούρη 2002, σελ. 314). B  enzi 1992, tav. 44 (b). Πρόκειται για τρίωτο αμφορέα FS 35, ο οποίος τοποθετείται στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β. M  ountjoy 1999, σελ. 388. Κοκοτάκη 1985, πίν. 33α.

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

223

σπείρα (FM 46:40-42-43), με την προσθήκη στιγμωτού ρόδακα952 (FM 27) και γλωσσοειδούς (FM 19, παρ. 6 και 37) (Πίν. 76, Σχέδ. 44), ενώ στον π 4128 (FS 35) αποδίδεται αντιθετική σπείρα (FM 50:11). Δ) Ομόκεντρα πολλαπλά ημικύκλια (FM 43:32/34953) (FM 43:34954), (FM 43:35955). Το μοτίβο κατέστη δημοφιλές για τη μυκηναϊκή αγγειογραφία. Εμφανίζεται στην ΥΕΙΙΙΑ2 και η παρουσία του διατρέχει όλη τη διάρκεια της ΥΕΙΙΙΒ.956 Συνήθως κοσμεί τον ώμο πιθαμφορέων, αλλά δεν λείπουν και τα αλάβαστρα, οι ψευδόστομοι κ.ά.957 Κατά την ΥΕΙΙΙΓ προστίθενται συχνά στιγμές, γραμμίδια (κρόσσια) δημιουργώντας διάστικτα ή κροσσωτά πολλαπλά αψιδώματα/ημικύκλια. Στην Ηλεία χρησιμοποιείται για τη διακόσμηση μεγάλων αποθηκευτικών αγγείων (FS 37/38). Στον π 217 (Πίν. 74, Σχέδ. 43) συναντάται σε τρεις παραλλαγές, μία σε κάθε πλευρά αγγείου, δηλ. στην πρώτη τα ημικύκλια διαιρούνται με κυματοειδή γραμμή, στην άλλη συμπληρώνονται με επάλληλα τόξα και στην τρίτη γράφονται ομάδες τριπλών ημικυκλίων.958 Ο π 725 (Σχέδ. 45) στη βάση του λαιμού του φέρει διπλή κυματοειδή γραμμή (FM 53:18) και μεταξύ των λαβών γράφονται ομάδες επάλληλων ομόκεντρων τόξων (FM 43, 34-h), ενώ στο κάτω τμήμα της κοιλιάς, ταινίες. Ο λαιμός είναι ολόβαφος, όπως και η ράχη των λαβών, εξαιρουμένου μικρού τριγώνου.959 Ε) Φολίδες (FM 70960). Πρόκειται για θέμα κρητικής προέλευσης, πρωτοεμφανιζόμενο στην καμαραϊκή κεραμική. Στην ηπειρωτική Ελλάδα εισάγεται στη ΥΕΙ και παραμένει έως την ΥΕΙΙΙΒ, κοσμώντας πιθαμφορείς, κύαθους, κύλικες και κρατήρες.961 Στην Ηλεία εντοπίζεται, κατά την ΥΕΙΙΙΒ2/πρώιμη ΥΕΙΙΙΓ, σε πιθαμφορέα (FS 37) από το Στρέφι,962 αλλά και σε ανάλογα αγγεία από το νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας.963 Παράλληλα βρίσκονται στη Μεσσηνία964 και τη Ρόδο.965 Σύνοψη: Οι FS 35/37 αποτελούν την απόληξη της διαχρονικής εξέλιξης ενός δημοφιλούς, κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους, αγγείου, του ανακτορικού πιθαμφορέα, που έχει τις ρίζες του τόσο στην Κρήτη όσο και στη ΜΕ παράδοση της ηπειρωτικής χώρας. Αρχικώς (ΥΕΙΙΙΑ2/Β), στην Ηλεία χρησιμοποιείται ο FS 35, ο οποίος αποκτώντας, στα τέλη της ΥΕΙΙΙΒ, υψηλότερο λαιμό, ογκηρό, ωοειδές/σφαιρικό σώμα και λαβές, διευθετημένες από τον ώμο μέχρι τη μεγίστη διάμετρο, μετασχηματίζεται σε FS 37.

952. Η  παραπλήρωση ρόδακα εντοπίζεται σε ψευδοστόμους (πρβ. και π 12285) αλλά και σε αλάβαστρα (πρβ. π 720). Το χρονικό εύρος της παρουσίας της κυμαίνεται μεταξύ ΥΕΙΙΙΑ1 και πρώιμη ΥΕΙΙΙΓ (πρβ. και Κουντούρη 2002, σελ. 333). Επίσης και Ιακωβίδης 1970, σελ. 165 (50) (για στίγματα) 953. Π  217 από την Κανιά Μακρυσίων και π 725 από το Νέο Μουσείο (τάφος Ζ). 954. Π  216 από Κανιά Μακρυσίων. 955. Από θαλαμωτό τάφο ανεσκαμμένο στη θέση «Γλινάτσες» ΔΔ Καυκανιάς. 956. Πρβ. και Benzi 1992, tav. 45 (c), tav. 43 (a). Ο δεύτερος αμφορεύς είναι FS 35 χρονολογούμενος στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β. 957. Κουντούρη 2002, σελ. 312-313 και Papadopoulos, 1979, 213 (b-c), 217 (a), 229 (b), 230 (15), 236 (24), 239 (d), 241 (26), 244(7), 252 (4). Αφορούν στο διακοσμητικό θέμα σε διάφορα σχήματα αγγείων (αλάβαστρα, ψευδοστόμους κ.λπ.). 958. S ouyoudzogloy 1999, A1006. Το διακοσμητικό θέμα της μίας πλευρά είναι συγκρίσιμο με ζώνη διακόσμησης ληκύθου από τη Λακκίθρα Κεφαλονιάς, η οποία χρονικώς τοποθετείται πολύ μεταγενέστερα του εξεταζομένου αγγείου. 959. Ό  πως συμβαίνει και στις λαβές των ψευδοστόμων, κατά την ΥΕΙΙΙΑ/Β (βλ. οικείο κεφάλαιο). 960. Α  πό το νεκροταφείο Στρεφίου. Πρβ. και Morricone 1979/80, fig. 13, σελ. 229, 231. 961. Κ  ουντούρη 2002, σελ. 325. 962. Γιαλούρης 1961/2, πίν. 118α, Mountjoy 1999, σελ. 388-389 963. Βικάτου 1999, σελ. 243, παραλλαγή φολιδωτού στον ώμο ληκύθου αλλά και σε πιθαμφορείς πρβ. π 4482, π 5440. 964. Blegen - Rawson 1966, σελ. 389, (fig. 377). 965. B  enzi 1992, tav. 9 (c), σελ. 20. Επιπρόσθετα πρβ. και Morricone 1979/80, fig. 13 σελ. 229, 231 (σε τρίωτο FS 35).

224 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

O FS 35 δεν παρήχθη στο ανατολικό Αιγαίο αλλά αποτελεί δημιούργημα πελοποννησιακό,966 τούτο μάλιστα επιβεβαιώνεται και με την παραγωγή των FS 58/59, 59, 58 που στην πραγματικότητα συνιστούν παραλλαγές του ιδίου σχήματος. Η διατυπωθείσα άποψη, πως οι αμφορείς κατασκευάζονται στην Αργολίδα, από όπου εξάγονται προς το Ιόνιο και το Αιγαίο, δεν φαίνεται να είναι ορθή, αφού τα δείγματα στη ΒΑ Πελοπόννησο είναι λίγα, σε αντίθεση με τη δημοφιλία του σχήματος στη δυτ. Πελοπόννησο. Τα διακοσμητικά θέματα είναι γραμμικά, αποδίδουν γεωμετρικά θέματα και δεν έχουν εντοπισθεί εικονιστικά μοτίβα. Β. Δίωτοι: Το σχήμα απαντά σε νεκροταφεία από το σύνολο της Ηλείας και μάλιστα σε τρεις παραλλαγές,967 FS 58-59, FS 58, και FS 59, οι οποίες δεν συμπίπτουν απόλυτα με την ομαδοποίηση του Furumark. Δίωτος αμφορίσκος με οριζόντιες λαβές κυκλικής διατομής στον ώμο (FS 58-59): Το αγγείο στην ηλειακή εκδοχή του απαντά σε μικρές/μεσαίες αλλά και μεγάλες διαστάσεις, προσεγγίζοντας τον FS 58, και με ύψος, κυμαινόμενο από 0,10968 έως 0,37969 μ. (Πίν. 77). Ο λαιμός των αγγείων είναι σχετικά βραχύς (σε σύγκριση με το σώμα) και στενός, το σώμα ογκηρό και σφαιρικό, η βάση επίπεδη. Στην περίπτωση του αμφορέως από το Στρέφι, δίκην πώματος, χρησιμοποιήθηκε η βάση κύλικος.970 Η παραλλαγή χαρακτηρίζεται από την τοποθέτηση δύο ισχυρών, οριζοντίων λαβών, κυκλικής διατομής, στον ώμο του αγγείου, γεγονός που διαφοροποιεί το σχήμα από το FS 58 - που συνήθως διαθέτει λαβές στην κοιλιά και είναι μεγαλυτέρων διαστάσεων.971 Ο συγκεκριμένος τύπος επιχωριάζει στην κεντρική και νότια Ηλεία,972 ενώ δεν επισημαίνεται στα μυκηναϊκά νεκροταφεία της ΒΑ Ηλείας.973 Σημειωτέον ότι από τον τύμβο του Σαμικού προέρχεται αγγείο (π 13) με δύο οριζόντιες

966. Ό  πως κατέδειξαν και οι σχετικές αναλύσεις πηλού, βλ. Papadopoulos 1988, σελ. 73. 967. Π  αρλαμά 1974α, σελ. 38, πίν. 30ε. Ήδη η Παρλαμά κάνει λόγο για την ανυπαρξία του σχήματος στην τυπολογία του Furumark, για τη σπανιότητα του αγγείου και τον εντοπισμό του στην Ηλεία 968. Ο  π 12307 από το Στρέφι. 969. Ο π 219 από την Κανιά Μακρυσίων. 970. Γιαλούρης 1961/2, πίν. 118β 971. Και συνεπώς προσεγγίζει τον FS 59 (πρβ. Mountjoy 1994, fig. 272), που διαθέτει όμως μικρές διαστάσεις. Mountjoy 1999, σελ. 388, 389, 416-17 (από Αχαΐα), 553 (από Αττική, με λαβές στον ώμο και διακόσμηση συνεχούς σπείρας μεταξύ των λαβών). Η Mountjoy σημειώνει ότι η θέση των λαβών στην κοιλιά ή στον ώμο αποτελεί χρονολογικώς διαγνωστικό στοιχείο, θεωρώντας το FS 58 προδρομικό σχήμα. 972. Σ  υγκεκριμένα προέρχονται από: την Κανιά Μακρισίων (τάφος Α - π 219), τους θαλαμωτούς τάφους Α (π 206), Γ (π 209, 211 - Σχέδ. 47) των Διασέλλων, Ν. Μουσείο - τάφος Στ (π 712), Καλόσακας (τάφος ανασκαφείς το 1974 - π 2598), από το Χειμαδιό (παράδοση χωρίς ανασκαφικά δεδομένα - π 2803). Μόνο ένα δείγμα ανευρέθη στον θαλ. τ. 13 του νεκροταφείου της Δάφνης. Να σημειωθεί ότι και στη γειτονική Αχαΐα δίωτοι αμφορείς (FS 58) εντοπίζονται στη δυτ. Αχαΐα, ενώ απουσιάζουν από την Αιγιάλεια (Papadopoulos 1979, σελ. 70). 973. Ε  ντοπίζεται εξαιρετικά σπάνια και στην υπόλοιπη χώρα. Συγκεκριμένα: Mountjoy 1999, σελ. 388, 389, 416-17 (από Αχαΐα), 553 (από Αττική, με λαβές στον ώμο και διακόσμηση συνεχούς σπείρας μεταξύ των λαβών πρβ. και Hiller 1975, taf. 27/250, σελ. 91. Ο Hiller μνημονεύει την ύπαρξη ενός ακόμη αμφορέα από την Αίγινα). Blegen - Rawson 1966, fig. 369 (544). Περιγράφεται ως πρόχους - υδρία. Έχει δύο οριζόντιες λαβές στον ώμο (όπως οι FS 58/59 της Ηλείας) και μία κατακόρυφη (επίσης στον ώμο) πρβ. και σελ. 381 (όπου αναφέρεται ότι ανάλογο σχήμα δεν ανευρέθη στο ανάκτορο και δεν απαντάται και στην τυπολογία Furumark. Χρονόλογηση: ΥΕΙΙΙΒ/Γ). Morricone 1965/6, σελ. 64 (fig. 36) και σελ. 66. Πρόκειται για δίωτο αμφορέα με τις λαβές στον ώμο και όχι στην κοιλιά και ευρύτατη ζώνη διακόσμησης, πληρουμένη με συνεχή σπείρα με αναδιπλούμενο στέλεχος (FM 46, παρ. 16/18). Το θέμα τοποθετεί χρονικώς το αγγείο στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Επίσης πρβ. και σελ. 75 (fig. 47-1332), σελ. 152, fig. 143 (Λαγκάδα τ. 25) με διακόσμηση ταινιωτή. Morricone 1979/80, σελ. 238, fig. 22, 23 με τις λαβές στον ώμο (όπως και στα ηλειακά δείγματα).

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

225

λαβές στον ώμο και σχήμα παραπλήσιο του FS 58. Ο ανασκαφέας το χρονολογεί (με επιφύλαξη) στην ΥΕΙΙΙΑ.974 Διακόσμηση: Η συγκεκριμένη παραλλαγή, στην πλειονότητα των δειγμάτων, παρουσιάζεται ολόβαφη (από τα επτά συνολικώς αγγεία, τα έξι είναι ολόβαφα975) και σε μία μόνον περίπτωση (π 209) ο αμφορεύς κοσμείται με τρεις πλατιές ταινίες, κάτω από τις λαβές και σχεδόν στο ύψος της μεγίστης διαμέτρου, ενώ το χείλος, ο λαιμός και οι λαβές αποδίδονται ολόβαφα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο δίωτος αμφορέας από τη Δάφνη. Το χείλος είναι κυρτό, έντονα έξω νεύον, ο λαιμός βραχύς και στενός, η βάση επίπεδη. Στο χείλος λεπτές γραμμές, ο λαιμός και οι λαβές αποδίδονται ολόβαφα, ενώ μεταξύ των λαβών σχηματίζεται εξαιρετικά στενή ζώνη διακόσμησης, οριοθετούμενη με ταινίες και πληρουμένη από παραλλαγή του Ν-σχημου (με αποστρογγυλεμμένες γωνίες FM 60:2). Ο διάκοσμος και η χωροθέτησή του προσομοιάζουν σε αγγεία της ΥΕΙΙΙΒ και προδίδουν την πρωιμότητα της κατασκευής του εν λόγω αμφορέα.976 Δίωτος αμφορέας (FS 59): Πρόκειται για σχήμα ευρύτατα διαδεδομένο στον αιγαιακό χώρο, το οποίο πιθανώς αντικαθιστά τον απιόσχημο πιθαμφορίσκο της ΥΕΙΙΙΑ/Β περιόδου.977 Στην Ηλεία επισημαίνεται σε νεκροταφεία τόσο της νότιας978 όσο και της βόρειας περιοχής. Το αγγείο είναι μικρών διαστάσεων, με ύψος, που κυμαίνεται από 0,087 μ.979 έως τα 0,164 μ.980 Ο λαιμός διαμορφώνεται εξαιρετικά βραχύς και ευρύς, χοανοειδής σε κάποιες περιπτώσεις,981 ενώ το σώμα σφαιρικό ή και σφαιρικό πιεσμένο. Η βάση του αποδίδεται επίπεδη και οι λαβές τοποθετούνται είτε στον ώμο του αγγείου είτε στο άνω τμήμα της κοιλιάς του. Χωροθέτηση διακόσμησης και σχετικά μοτίβα: Ο δίωτος αμφορίσκος (FS 59) αρχικώς (στη διάρκεια της πρώιμης ΥΕΙΙΙΓ) διαθέτει πλατιά ζώνη διακόσμησης, εκτεινόμενη από τη βάση του λαιμού μέχρι και κάτω από τις λαβές.982 Ως δημοφιλές διακοσμητικό θέμα αναδεικνύονται τα πολλαπλά, ομόκεντρα ημικύκλια (ολόβαφα, περίστικτα ή μη). Η ζώνη διακόσμησης οριοθετείται με επάλληλες λεπτές ταινίες, ενώ στη βάση του λαιμού μπορεί να αποδοθεί τεθλασμένη. Συν τω χρόνω, ο

974. 975. 976. 977.

978. 979. 980. 981. 982.

Γ  ιαλούρης 1965α, πίν. 22 (δ), σελ. 33. Πιθανώς από τις πρωιμότερες εμφανίσεις του εν λόγω σχήματος. Ο  ι π 206, 211, 219, 712, 12307. Α  ραπογιάννη 1999, σελ. 234, εικ. 10. Mountjoy 1994, σελ. 210. Το σχήμα, εξαιρετικά μικρών διαστάσεων, εμφανίζεται στην ΥΕΙΙΙΒ2 και αντικαθιστά τον απιόσχημο πιθαμφορέα στην ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη). Επιβιώνει μέχρι την ΥΕΙΙΙΓ αλλά και την υπομυκηναϊκή περίοδο. Τhomatos 2006, σελ. 46, το σχήμα εμφανίζεται στην ΥΕΙΙΙΒ και καθίσταται δημοφιλές κατά την ΥΕΙΙΙΓ. Για τη διάδοσή του πρβ. και Papadopoulos, 1979, σελ. 95-97, fig. 156 (f), 157(e), 248 (a). Πρόκειται για ένα από τα πλέον δημοφιλή αχαϊκά αγγεία της ΥΕΙΙΙ περιόδου. O Papadopoulos τονίζει την ομοιότητά τους με αντίστοιχα δείγματα από την Κεφαλονιά. Benzi 1992, σελ. 27-35. Επίσης, πρβ. και tav. 26 με διάκοσμο φυλλοφόρου, ενάλληλων γωνιών, δικτυωτού, σχηματοποιημένης αχιβάδας, σπείρας. Το μοτίβο εντάσσεται σε στενή ζώνη διακόσμησης μεταξύ των λαβών. Επιπρόσθετα πρβ. και tav 61 (d), 71 (d), 74 (d), 100 (b, m), 107 (i). Μountjoy 1999, σελ. 155 (Αργολίδα), 388 (ΥΕΙΙΙΓ πρώιμα ηλειακά αγγεία, διακοσμημένα με ταινίες), το σχήμα συνεχίζει την πορεία του σε όλη την ΥΕΙΙΙΓ (πρβ. και σελ. 393), 416 (Αχαΐα), σελ. 452 (Κεφαλονιά), σελ. 565 (Αττική). Souyoudzoglou 1999, pl. 3, σελ. 64-65. Στραβοκέφαλος, Αγραπιδοχώρι αντίστοιχα. Ιδιαίτερα επιχωριάζει στο νεκροταφείο στη θέση «Τρύπες» Στραβοκεφάλου, όπου οι παλαιότερες και οι πρόσφατες ανασκαφές έφεραν στο φως έξι FS 59 αμφορίσκους. Αντιθέτως ελάχιστα δείγματα (μόλις έξι) προήλθαν από το νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας (Βικάτου 1999, σελ. 246). Ο π 339 από το νεκροταφείο Στραβοκεφάλου Ο  π 327 από το νεκροταφείο Στραβοκεφάλου. Π  αρλαμά 1971, σελ. 57 και 58. Πρόκειται για τα π 2020 και π 2021. Π  ρβ. και το π 2021 από το Αγραπιδοχώρι (Παρλαμά 1971, πίν. ΛΕδ)

226 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

αμφορέας καθίσταται ολόβαφος,983 εξαιρέσει στενής ζώνης μεταξύ των λαβών,984 η οποία πληρούται συνήθως με απλά γραμμικά θέματα (τεθλασμένη, κυματοειδή γραμμή). Οι λαβές είναι είτε ολόβαφες είτε φέρουν πλατιά εγκάρσια γραμμίδια (πρβ. π 7608). Τα εν λόγω αγγεία συχνά χρησιμοποιούν, δίκην πώματος, τις βάσεις κύλικας.985 Προσφιλή διακοσμητικά θέματα είναι τα εξής: 1. Διακεκομμένη τεθλασμένη γραμμή.986 Με το συγκεκριμένο μοτίβο διακοσμείται αμφορεύς από το νεκροταφείο του Κλαδέου.987 Το αγγείο διαθέτει ολόβαφο χείλος και λαιμό και στον ώμο του δύο πλατιές επάλληλες ταινίες. Η μοναδική ζώνη διακόσμησης σχηματίζεται μεταξύ των λαβών και πληρούται με τεθλασμένη (FM 61:3). Το υπόλοιπο αποδίδεται ολόβαφο. 2. Ν-σχημο (FM 60:2). Εντοπίζεται σε αμφορίσκο από το Στραβοκέφαλο (π 339) (Σχέδ. 45). Το μοτίβο δεν υπήρξε άγνωστο στην Ηλεία, καθώς χρησιμοποιείται στον ώμο ή το σώμα ψευδοστόμων (πρβ. π 313 από τον Στραβοκέφαλο, ψευδόστομος από Αγραπιδοχώρι). 3. Συνεχής τεθλασμένη γραμμή988 (FM 61:3). Πρόκειται για ολόβαφο αγγείο από το νεκροταφείο των Τρυπών (π. 613, Πίν. 78), εξαιρουμένης στενής ζώνης μεταξύ των λαβών, όπου γράφεται το κόσμημα. Το θέμα απαντάται και σε αμφορίσκους, προερχομένους από το νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας.989 4. Πλοχμός (FM 48). Το κόσμημα σε στενή διακοσμητική ζώνη μεταξύ των λαβών, οριοθετούμενη άνω και κάτω με ταινία990 (Πίν. 78). 5. U-σχημα (FM 45:4). Κοσμεί αμφορέα από το νεκροταφείο Κλαδέου.991 Το αγγείο είναι ολόβαφο, εξαιρουμένης στενής ζώνης μεταξύ των λαβών, όπου και αποδόθηκαν U-σχημα. 6. Πολλαπλά ομόκεντρα ημικύκλια (με ή χωρίς διάστικτο εξωτερικό ημικύκλιο). Ο π 2021992 από το Αγραπιδοχώρι κοσμείται με πολλαπλά, αντωπά ομόκεντρα ημικύκλια993 (FM 43:38) τα οποία γράφονται στο άνω μέρος του σώματος (Πίν. 79). Η ζώνη διακόσμησης του αγγείου οριοθετείται με τρεις επάλληλες λεπτές ταινίες. Ο π 7608 είναι ολόβαφος, εξαιρείται όμως πλατιά ζώνη διακόσμησης, από το ύψος της μεγίστης διαμέτρου έως τη βάση του λαιμού, η οποία γεμίζει με ομόκεντρα ημικύκλια, το εξωτερικό των οποίων κοσμείται με

983. Π  ρβ. Βικάτου 1999, σελ. 246, αλλά και Souyoudzoglou 1999, σελ. 65 (σχεδόν το 25% των αμφορίσκων από τα Ιόνια είναι ολόβαφα). 984. Π  ρβ. και π 2020 από το Αγραπιδοχώρι (ό.π.). Το π 2020 είναι παραπλήσιο και με FS 59 από Αχαΐα (Papadopoulos 1979, fig. 158 f). Mountjoy 1988, σελ. 12, fig. 7. Τα αγγεία είναι ολόβαφα ή με ταινιωτή διακόσμηση, ενώ στις περισσότερες των περιπτώσεων η διακόσμηση περιορίζεται ανάμεσα στις λαβές (κυματοειδείς και τεθλασμένες). 985. Π  ρβ. το π 327 και Mountjoy 1999, σελ. 390. Η βάση κύλικας σαν πώμα χρησιμοποείται σε αλάβαστρα και αμφορείς ήδη από την ΥΕΙΙΙΑ2. 986. Π 7627 από νεκροταφείο Κλαδέου. 987. Προήλθε από τις πρόσφατες ανασκαφές (Βικάτου 1998, πίν. 96α) 988. π 613, Γιαλούρης 1964, πίν. 186(ε), Morricone 1965/66, fig. 175 (σελ. 171), Τhomatos 2006, fig. 1. 129. Ανάμεσα στις λαβές τεθλασμένη. 989. Β  ικάτου 1999, σελ. 246. 990. Ό  .π., σελ. 246, εικ. 16. 991. Β  ικάτου 1998, πίν. 96β. 992. Π  αρλαμά 1971, πίν. ΛΕδ και σελ. 57-58. 993. Benzi 1992, tav. 20 (a), αντωπά ημικύκλια σε αμφορίσκο FS 59, tav. 71 (d)με σειρά ομόκεντρων πολλαπλών ημικυκλίων, ο υπόλοιπος αμφορεύς ολόβαφος, tav. 100 (b), 107 (i), Mountjoy 1996, fig. 12(5), σελ. 61. Αντωπά ημικύκλια κοσμούν ώμο ψευδόστομου αμφορέως από την Ασίνη, Mountjoy 1999, σελ. 850

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

227

στιγμές/κρόσσια (FM 43:l)994 (Πίν. 78). Περισσότερο πλούσιος υπήρξε ο διάκοσμος αμφορέα, προερχομένου από τις παλαιές ανασκαφές στη θέση «Τρύπες» Κλαδέου (Πίν. 79). Στη βάση του λαιμού γράφεται τεθλασμένη ενώ το άνω μέρος του σώματος καλύπτεται από σειρά αντωπών, ομόκεντρων, πολλαπλών ημικυκλίων (FM 43).995 7. Κυματοειδής γραμμή (FM 53). Μεταξύ των λαβών αμφορέα, από τη θέση «Τρύπες», γράφεται απλή κυματοειδής ταινία,996 στο λοιπό αγγείο ταινιωτός διάκοσμος (Πίν. 79), ο οποίος καθίσταται εξαιρετικά ασυνήθιστος για το σχήμα αλλά και την πρώιμη ΥΕΙΙΙΓ. Πρόκειται πιθανώς για επιβίωση προγενεστέρων κεραμικών τεχνικών (ΥΕΙΙΙΑ2/Β).997 Δίωτοι αμφορείς με δύο οριζόντιες, κυκλικής διατομής λαβές στην κοιλιά (FS 58): Το σχήμα δεν ταυτίζεται απόλυτα με το FS 58 αλλά παρουσιάζει στενές ομοιότητες με αυτό. Η δημιουργία του πρέπει να αναζητηθεί στη ΜΕ κεραμική,998 ενώ επανεμφανίζεται στην πρώιμη ΥΕΙΙΙΓ και επιβιώνει έως και την υπομυκηναϊκή περίοδο, όταν χρησιμοποιείται ως τεφροδόχο. Το σχήμα δεν κατέστη δημοφιλές, επιχωριάζει όμως στη ΒΔ Πελοπόννησο (δυτ. Αχαΐα,999 ΒΑ Ηλεία,1000 ΒΔ Αρκαδία1001) και την Κεφαλονιά,1002 ενώ απαντάται σποραδικά στη Μεσσηνία,1003 την Αργολιδοκορινθία,1004 την Αττική,1005 τη Βοιωτία, τη Θεσσαλία,1006 τη Σκύρο,1007 τις Κυκλάδες1008 και τα Δωδεκάνησα.1009 O FS 58 μοιάζει σχηματικά με τον τετράωτο αμφορέα και πιθανώς πρέπει να ενταχθεί στις διάφορες παραλλαγές αποθηκευτικών αγγείων (πιθαμφορέων), που ανευρίσκονται καθ’ όλη την ΥΕΧ.1010 Στην Ηλεία το αγγείο αποκτά μεγάλες διαστάσεις, με ύψος1011 που κυμαίνεται από 0,22 μ. έως 0,435 μ.1012 Διαθέτει χείλος επίπεδο, υψηλό, κυλινδρικό ή αμφίκοιλο λαιμό, σώμα σφαιρικό/σφαιρικό 994. Τ  α περίστικτα (ή διάστικτα) ημικύκλια είναι εξαιρετικά δημοφιλή κατά την ΥΕΙΙΙΓ, ιδιαίτερα στη ΒΔ Πελοπόννησο (πρβ. και Lewartowski 1987, σελ. 119, Mountjoy 1996, fig. 11 (13), 12(8), σελ. 60-61, Giannopoulos 2008, σελ. 149150 και υποσ. 172). 995. Γ  ιαλούρης 1964, πίν. 185γ, Mountjoy 1999, σελ. 850. FS 59 αμφορίσκος από τη Θεσσαλία, ό οποίος διαθέτει σχεδόν την ίδια διακόσμηση, δηλ. τεθλασμένη και πολλαπλά ομόκεντρα ημικύκλια. Επίσης σελ. 1033 σε FS 59 από τη Ρόδο. 996. Γ  ιαλούρης 1964, πίν. 185δ, Fröddin-Person 1938, σελ. 367, fig. 238 (29), Mountjoy 1996, fig. 11(29), σελ. 60. Τhomatos 2006, fig. 1.137. Podzuweit 1983, Abb. 13 (7), σελ. 393. Souyoudzoglou 1999, Pl. 3 (A 1016). 997. Mountjoy 1999, σελ. 389-390. 998. Blegen - Rawson 1973, σελ. 133, fig. 196:1 και Thomatos 2006, σελ. 11-14. Η τελευταία υποστηρίζει ότι ο FS 58 εντοπίζεται με ένα δείγμα στην ΥΕΙ Μεσσηνία και επανεμφανίζεται στην ΥΕΙΙΙΒ2 (επιχωριάζοντας στις Κυκλάδες και τη Δωδεκάνησο). Πρβ. και Γιαλούρης 1965α, πίν. 21 (α), πίν. 22 (στ). 999. Papadopoulos 1979, σελ. 70 και αναφέρουμε δυτ. Αχαΐα, διότι στην Αιγιάλεια δεν ανευρέθησαν δίωτοι (όπως και τετράωτοι) αμφορείς. 1000. Σ  την Ηλεία FS 58 αμφορείς προέρχονται από την Αγ. Τριάδα, τη Δάφνη, τις Τρύπες (ένα δείγμα) 1001. Σ  αλαβούρα 2006, σελ. 378. 1002. S ouyoudzoglou 1999, σελ. 65. 1003. M  ountjoy 1999, σελ. 353. 1004. Frödin - Person 1938, fig. 233(σελ. 360), fig. 260(σελ. 397). Deshayes 1966, pl. XCI, l, σελ. 150. Τhomatos 2006, σελ. 11. 1005. Ένα δείγμα από Περατή (πρβ. Ιακωβίδης 1970, σελ. 262). 1006. Παπαδόπουλος - Κοντορλή 2003, σελ. 455, δίωτος αμφορέας από τον Πτελεό 1007. Ό  .π. 1008. Γ  ια τη Νάξο πρβ. Βλαχόπουλος 2006, σελ. 112-113. Τhomatos 2006, σελ. 11. 1009. Thomatos ό.π., σελ. 11 & 14, Papadopoulos 1988, σελ. 73, όπου σημειώνονται οι ομοιότητες των διώτων αμφορέων από τις δύο περιοχές (δυτ. Πελοπόννησο και Δωδεκάνησα). Για Δωδεκάνησα πρβ. και Morricone 1979/80, fig. 20, σελ. 236 με μυκηναϊκό σχηματοποιημένο άνθος σε FS 58. 1010. Π  ρβ. και Σαλαβούρα 2006, σελ. 378. 1011. Βικάτου 1999, σελ. 244. 1012. Π 4487 από Αγ. Τριάδα.

228 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

πιεσμένο έως αμφικωνικό και βάση επίπεδη. Οι λαβές, οριζόντιες, κυκλικής διατομής (μόνο σε μία περίπτωση από την Αγ. Τριάδα είναι σχοινοειδείς1013) έχουν τοποθετηθεί στο μέσο του αγγείου (στο ύψος της μεγίστης διαμέτρου). Τα προερχόμενα από την Αγ. Τριάδα1014 και το Αγραπιδοχώρι1015 αγγεία φέρουν δύο μαστοειδείς αποφύσεις στον ώμο, πιθανώς για χρηστικούς λόγους. Συχνά, βάσεις κύλικος, χρησιμοποιούνται σαν πώματα (πρβ. π 2014, π 2015, δίωτοι αμφορείς από νεκροταφείο Αγ. Τριάδας). Χωροθέτηση Διακόσμησης: Οι FS 58 αμφορείς μπορεί: Α) να είναι ολόβαφοι1016 (όπως ο π 2015 από τον τάφο του Αγραπιδοχωρίου) (Πίν. 79). Β) η ζώνη διακόσμησης να περιορίζεται στον ώμο και το υπόλοιπο αγγείο να είναι είτε ολόβαφο (π 4391 από την Αγ. Τριάδα) είτε να φέρει ταινίες (π.χ. π 2022). Γ) να δημιουργούνται δύο ζώνες διακόσμησης, μία στον ώμο και μία μεταξύ των λαβών, οριοθετημένη με επάλληλες, λεπτές, ισοπαχείς ταινίες.1017 Στις περιπτώσεις β και γ το χείλος, ο λαιμός και συχνά οι λαβές αποδίδονται ολόβαφα. Στο νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας,1018 όπου έχει ανευρεθεί ο μεγαλύτερος αριθμός δίωτων (FS 58) αμφορέων, παρατηρήθηκαν και διαφορετικοί συνδυασμοί χωροθέτησης των μοτίβων, όπως: Α) ολόβαφο το κάτω ήμισυ του σώματος και γραπτός διάκοσμος στο υπόλοιπο Β) ολόβαφο το κάτω τμήμα του αγγείου και ταινιωτός διάκοσμος στο άνω Γ) ταινιωτή διακόσμηση στο σύνολο του σώματος του αμφορέα.1019 Διακοσμητικά θέματα στον ώμο: 1. Σχηματοποιημένη αχιβάδα (FM 25:9-12)1020 με συμπλήρωση πολλαπλών ομόκεντρων ημικυκλίων (FM 43:j-d, 43-29).1021 Το κόσμημα είναι δημοφιλές και χρησιμοποιείται σε αλάβαστρα, ψευδοστόμους1022 κ.λπ. Ο εντοπισμός του σε αμφορείς από την Αγ. Τριάδα και το Αγραπιδοχώρι συνηγορεί στην άποψη, ότι υπήρχε κοινό κεραμικό εργαστήρι παραγωγής τους. 2. Ομόκεντρα πολλαπλά ημικύκλια (FM 43:d).1023 Εξαιρετικά προσφιλές διακοσμητικό μοτίβο στη διάρκεια της πρωίμου ΥΕΙΙΙΓ (σε αλάβαστρα, αμφορείς, ψευδοστόμους). 3. Κομμένος πλοχμός (FM 48).1024 Αντίστοιχος διάκοσμος και σε τετράωτο αμφορέα από τη θέση «Τρύπες» στον Κλαδέο.

1013. Π  ρόκειται για τον αμφορέα π 4350 από το νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας (προσωπική παρατήρηση). 1014. Β  ικάτου ό.π., σελ. 245 (μόνον τρεις αμφορείς από την Αγ. Τριάδα δεν διαθέτουν αποφύσεις - «θηλές»). 1015. Π  2014 αλλά και ο π 2808 (από παράδοση). 1016. Papadopoulos 1979, fig. 199a. 1017. Πρβ. Βικάτου, 1999, εικ. 14γ. 1018. Βικάτου ό.π. 1019. M  orricone 1979/80, fig. 21 σελ. 236, ταινίες στην κοιλιά αγγείου. 1020. Π  2014 από Αγραπιδοχώρι και σε αγγεία από Αγ. Τριάδα 1021. Π  αρλαμά 1971, πίν. ΛΒ β και γ, σελ. 56 και Βικάτου 1999, πίν. 14β. Η Βικάτου ονομάζει το θέμα «ενάλληλα στιγμωτά τρίγωνα - FM 61A». 1022. P  apadopoulos ό.π., σε δίωτο αμφορέα (fig. 65b), στον ώμο ψευδοστόμων (fig. 225, a-b, fig. 210, a-b) αλλά και σε κυλινδρικό αλάβαστρο από το Αγραπιδοχώρι (π 2024 - Παρλαμά 1971, σελ. 57), στον ώμο τριποδικής πυξίδας από το νεκροταφείο Κλαδέου, θέση «Τρύπες» (Γιαλούρης 1964, πίν. 187). 1023. Παρλαμά 1971, πίν. ΛΒ δ-π 2022. Επιπλέον σε σχέση με το μοτίβο πρβ. και Papadopoulos 1979, fig. 195 (12-13) σε τετράωτους, 195 (2-3), 213 (c) σε ψευδόστομο, 200 (2). Το ίδιο θέμα και σε λήκυθο από Καυκανιά (Παρλαμά 1974α, πίν. 34β, σελ. 45). 1024. Βικάτου 1999, σελ. 245, εικ. 14β και π 7615 (Βικάτου 1998, πίν. 95δ).

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

229

4. Τρίγωνα, σχηματιζόμενα από λοξές, επάλληλες, καθ’ ύψος αυξανόμενες γραμμές (περ. FM 61A:6).1025 5. Οξυκόρυφα ολόβαφα τρίγωνα πλαισιωμένα με γραμμές (περ. FM 61A).1026 Διακοσμητικά θέματα στο σώμα (μεταξύ των λαβών): 1. Ομόκεντρα τόξα, περίστικτα ή απλά (FM 43). 2. Κυματοειδής γραμμή (FM 53:19-20)1027 3. Ενάλληλες γωνίες (FM 58). Σύνοψη: Οι κάτοικοι της Ηλείας, στο τέλος της ΥΕΙΙΙΒ, χρησιμοποιούν με αξιοσημείωτη συχνότητα μικρά ή μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία, όπως οι τρεις παραλλαγές των FS 58-59. Οι αμφορείς, συνδέονται με τη μακρά ΜΕ και ΥΕ παράδοση, ανευρίσκονται σε θαλαμωτούς και λακκοειδείς τάφους και φαίνεται πως αποτελούσαν ντόπια παραγωγή, καθώς το αγγείο με τις λαβές στον ώμο δεν γνώρισε ευρεία γεωγραφική διάδοση, αλλά ουσιαστικά επιχωριάζει στην Ηλεία. Επιπρόσθετα υιοθετείται η χρήση βάσεων κύλικας, ως πωμάτων των αμφορέων, χαρακτηριστικό γνώρισμα της κεραμικής της ΒΔ Πελοποννήσου. Ο διάκοσμος αφορά συνήθως σε στενή ζώνη διακόσμησης, ενώ το υπόλοιπο αγγείο αποδίδεται είτε ολόβαφο είτε με ταινίες. Η διακόσμηση μάλιστα σταδιακώς συρρικνώνεται και σε κάποιες περιπτώσεις περιορίζεται μεταξύ των λαβών. Τα θέματα είναι γραμμικά - γεωμετρικά (κυματοειδής, τεθλασμένη, πλοχμός, ομόκεντρα ημικύκλια), ενώ συχνά προστίθενται στιγμές ή κρόσσια στο FM 43. Στο σύνολο των αμφορέων (δίωτων, τρίωτων και τετράωτων) πλέον δημοφιλές μοτίβο «αναδεικνύονται» τα πολλαπλά ημικύκλια, τα οποία κοσμούν, στις διάφορες παραλλαγές τους (με κρόσσια, διαποίκιλτα, αντωπά),1028 το 56% των αγγείων, έπεται η σπείρα (αντιθετική, συνεχής, μετωπική) με 25% και ακολουθούν τα αψιδώματα, φολίδες, διάγραμμα τρίγωνα με 19%. Τα συγκεκριμένα αγγεία φαίνεται να αποτελούν προϊόντα του ιδίου εργαστηρίου, το οποίο δραστηριοποιείται κατά τη διάρκεια της ΥΕΙΙΙΓ στη ΒΔ Πελοπόννησο. Γ. Τετράωτος Αμφορέας (παραλλαγή του δίωτου αμφορίσκου FS 58): Πρόκειται για σχήμα της ηπειρωτικής κεραμικής παράδοσης, του οποίοι οι πρόδρομοι πρέπει να αναζητηθούν στο ΜΕ σχηματολόγιο.1029 Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο εμφανίζεται στην ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη), ενώ επιβιώνει και στην ΥΕΙΙΙΓ (μέση).1030 Αποτελεί μετεξέλιξη των τρίωτων απιόσχημων πιθαμφορέων1031 (FS 35) και παραλλαγή του δίωτου αμφορίσκου1032 (FS 58). Εντοπίζεται στη δυτική Αχαΐα (απουσιάζει 1025. Β  ικάτου 1999, σελ. 245, εικ. 14β. 1026. Π  αρλαμά 1974α, πίν. 35 α-β και σελ. 46. Πρόκειται για τον π 2808 από παράδοση. Επιπλέον Demakopoulou Crouwel 1998, pl. 56 (a), Papadopoulos 1979, fig. 65 (b). Ολόβαφα τρίγωνα και σε κυλινδρικό αλάβαστρο από Καυκανιά (Παρλαμά 1974α, πίν. 33 α-β, σελ. 43-44). Η Mountjoy (Mountjoy 1999, σελ. 395) υποστηρίζει ότι τα ολόβαφα τρίγωνα είναι χαρακτηριστικό θέμα της Υπομυκηναϊκής περιόδου στην Αττική και ΒΑ Πελοπόννησο, η πρόωρη εμφάνιση του στην Ηλεία ήδη από την ΥΕΙΙΙΓ πρέπει να αποδοθεί σε μινωική επίδραση. 1027. Γ  ια θέμα πρβ. και Frödin - Person 1938, fig. 238 (29), σελ. 367 και fig. 260 (b) σελ. 397, Podzuweit 1983, Abb 13 (7), σελ. 393. Morricone 1965/66, fig. 245, σελ. 227. Τhomatos 2006, fig. 1. 17. 1028. Moschos 2001, σελ. 21. Τόσο οι δίωτοι όσο και οι επόμενοι τετράωτοι θεωρούνται χαρακτηριστικά της ΥΕΙΙΙΓ «Μυκηναϊκής Κοινής» στη ΒΔ Πελοπόννησο και την Κεφαλλονιά. Η ίδια άποψη διατυπώνεται και στο Papadopoulos 1990, σελ. 32 «Large storage jars, either two- or four- handled and duck - askoi are the most distinctive shapes…», Papadopoulos 1995, σελ. 205. 1029. Papadopoulos 1979 (Αχαΐα), σελ. 68. Για τη ΜΕ παράδοση πρβ. και Blegen 1937 (Πρόσυμνα), σελ. 97(fig. 210:380),98, (210: 381), 383 (fig. 185) πρβ. και Thomatos 2006, σελ. 11. 1030. Jalkotzy 1999 (Ελάτεια), σελ. 197, fig. 7b. Τhomatos 2006, σελ. 20 υποστηρίζεται, ότι το σχήμα παρουσιάζεται στην ΥΕΙΙΙΓ (μέση). 1031. Σ  αλαβούρα 2006 (Αρκαδία), σελ. 378. 1032. Σ  υχνά το σχήμα στην ελληνική βιβλιογραφία καταγράφεται ως στάμνος/σταμνίσκος.

230 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

στην ευρύτερη περιοχή της Αιγιάλειας), την Ηλεία, την Κεφαλονιά, τη Φωκίδα, τη Θεσσαλία και τη Νάξο.1033 Στη ΒΑ Πελοπόννησο το σχήμα επισημαίνεται σπάνια.1034 Στην Ηλεία τετράωτοι αμφορείς έχουν εντοπισθεί στην Καυκανιά1035 (θέση «Καραβάς»), στον Κλαδέο (θέση «Τρύπες1036»), στο Αγραπιδοχώρι1037 και στην Αγ. Τριάδα.1038 Πρόκειται για αγγεία μεγάλων διαστάσεων, ύψους 0,35 μ. - 0,5 μ. Το σώμα τους είναι κωνικό ή ωοειδές/σφαιρικό,1039 ενώ διαθέτουν επίπεδο, πλατύ έξω νεύον χείλος, αμφίκοιλου περιγράμματος λαιμό και βάση δισκοειδή ή επίπεδη. Το σχήμα απαντάται, συνήθως, με δύο κατακόρυφες (ταινιωτές) λαβές στον ώμο και δύο οριζόντιες (κυκλικής διατομής) λαβές στην περιοχή της κοιλιάς - μεγίστης διαμέτρου.1040 Ο αμφορεύς, δίκην πώματος, φέρει συχνά βάση κύλικος.1041 Χωροθέτηση διακόσμησης: Ο λαιμός και το χείλος αποδίδονται ολόβαφα. Η ράχη των λαβών (που ενίοτε είναι σχοινωτές),1042 είναι ολόβαφη ή κοσμείται με επάλληλα εγκάρσια γραμμίδια ή με μία πλατιά ταινία. Ο διάκοσμος περιορίζεται στην περιοχή του ώμου,1043 ενίοτε οργανώνεται μία επιπλέον ζώνη διακόσμησης στην περιοχή της κοιλιάς, μεταξύ των δύο οριζοντίων λαβών,1044 υπερβαίνοντας συχνά τη νοητή γραμμή της μεγίστης διαμέτρου. Στην πρώτη κατηγορία ο διάκοσμος συμπληρώνεται με πλατιές, ισοπαχείς ταινίες. Από το Αγραπιδοχώρι προέρχεται ολόβαφος τετράωτος αμφορεύς.1045

1033. Γ  ια τη διάδοση σχήματος πρβ. Papadopoulos 1979, σελ. 68-69, Βικάτου 1999, σελ. 246 και υποσ. 42, Σαλαβούρα 2006, σελ. 378 (Αρκαδία) και 382 (με υποσ. 1914-1926), Jalkotzy 1999, σελ. 197 και fig. 7b (Ελάτεια), Mountjoy 1999, σελ. 844 (344) από Θεσσαλία, Eder 2003, σελ. 42, Βλαχόπουλος 2006, σελ. 112-113 (τετράωτος από Νάξο), Giannopoulos 2008, σελ. 155. Τετράωτος αμφορέας συναντάται και στη Μακεδονία (πρβ. Μεντεσίδου 2003, σελ. 173, εικ. 9) είναι πρωιμότερος χρονικά, ενώ και σχηματικά δεν είναι συγκρίσιμος με τα ηλειακά αγγεία και δεν μπορούν να αναζητηθούν σχέσεις μεταξύ των δύο περιοχών. 1034. M  ountjoy 1999, σελ. 159 1035. Π  ροσωπική παρατήρηση. 1036. Γιαλούρης 1964 (Τρύπες), πίν. 187, Mountjoy 1999, σελ. 388 και Βικάτου 1998, πίν. 94(γ), 95(δ), 96(γ), 97(γ). 1037. Παρλαμά 1971 (Αγραπιδοχώρι), πίν. Λβ (α). 1038. Σχοινάς 1990, πίν. 52α, Αραπογιάννη 1992, πίν. 37(στ), Βικάτου 1999, σελ. 244. Η τελευταία θεωρεί τον τετράωτο αμφορέα «… το πλέον χαρακτηριστικό σχήμα αγγείου του νεκροταφείου της Αγ. Τριάδας…». Πρέπει να επισημανθεί ότι η άποψη αυτή δεν επιβεβαιώνεται ποσοτικώς, καθώς ανευρέθησαν εννέα τετράωτοι αμφορείς επί συνόλου 400 ακεραίων αγγείων (Βικάτου ό.π., 242 και προσωπική παρατήρηση). 1039. Β  ικάτου 1999, σελ. 245. Στην περίπτωση του νεκροταφείου της Βούντενης, στη γειτονική Αχαΐα, το σύνολο των τετράωτων αμφορέων διαθέτουν σώμα ωοειδές (Κολώνας 1998, σελ. 507). Για το σχήμα πρβ. και Σαλαβούρα 2006 (Αρκαδία), σελ. 379. 1040. Δ  εν λείπουν οι περιπτώσεις οριζοντίων λαβών (μικρών διαστάσεων) στον ώμο του αγγείου. Στην Αχαΐα η πλειονότητα των τετράωτων αμφορέων διαθέτει οριζόντιες λαβές επί του ώμου (πρβ. Papadopoulos ό.π., σελ. 68-70, πίν. 52-62). Αντίθετα στην περίπτωση της Βούντενης απαντούν κατακόρυφες λαβές (Σαλαβούρα 2006, σελ. 381, υποσ. 1912). 1041. Α  ραπογιάννη 1992, πίν. 37στ. 1042. Α  φορά αποκλειστικώς τις οριζόντιες λαβές της κοιλιάς (πρβ. και Βικάτου ό.π., σελ. 245). 1043. Πρβ. αγγεία από Κλαδέο (π 7173, 7615, 8048), την Αγ. Τριάδα και το Αγραπιδοχώρι (Παρλαμά 1971, πίν. ΛΒβ). Η Σαλαβούρα (Σαλαβούρα 2006, σελ. 384 και υποσ. 1932) εντοπίζει τη στενή ζώνη διακόσμησης και σε αρκαδικούς αμφορείς, που είναι συγκρίσιμοι με ηλειακά αγγεία. 1044. Πρβ. αγγεία από Αγ. Τριάδα (Αραπογιάννη 1992, πίν. 37στ, Βικάτου 1999, σελ. 245, εικ. 14γ) και από τον Κλαδέο (π 8070, 7617-Βικάτου 1998). 1045. Π 2016 (πρβ. Παρλαμά 1971, σελ. 56, πίν. ΛΒα). Σε γενικές γραμμές η τοποθέτηση των ζωνών διακόσμησης ακολουθεί τα πρότυπα της Αχαΐας.

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

231

Διακοσμητικά θέματα: Α) επί του ώμου: 2. Διαποίκιλτοι ρόμβοι (FM 731046). 4. Σχηματοποιημένη αχιβάδα (FM 25:9-12) ή κροσσωτά τρίγωνα. Ο τετράωτος αμφορέας (π 2016) (Πίν. 80) από το Αγραπιδοχώρι διαθέτει ζώνη διακόσμησης, περιοριζόμενη στον ώμο και συμπληρωμένη με κροσσωτά εσωτερικώς τρίγωνα1047. Ακριβές ανάλογο προέρχεται από την Αρκαδία (τάφοι Παλαιοκάστρου1048). Αμφορέας από την Αγ. Τριάδα1049 κοσμείται με FM 25:9-12, αλλά το μοτίβο αποδίδεται περίστικτο (Πίν. 80). Παραλλαγή του μοτίβου με προσθήκη ενάλληλων γωνιών εντοπίζεται και σε τετράωτο από τον τάφο 26 της Αγ. Τριάδας1050.Το FM 25 ουσιαστικώς αποτελεί μία περαιτέρω αφαιρετική απόδοση του μυκηναϊκού άνθους και κοσμεί πολλά είδη αγγείων της ΥΕΙΙΙΓ περιόδου τόσο από την Ηλεία, Αχαΐα1051 όσο και από τον υπόλοιπο αιγαιακό χώρο. 6. Πλοχμός πλαισιωμένος με ημικύκλια (FM 48 + FM 42). Το θέμα αναπτύσσεται σε στενή ζώνη διακόσμησης κάτω από τον λαιμό και μεταξύ των κατακορύφων ταινιωτών λαβών του αμφορέως.1052 7. Κόσμημα μετόπης και πλοχμός (FM 75 + FM 48). Στον π 80481053 (Κλαδέος - θέση «Τρύπες»), έχει αποδοθεί στον ώμο μετόπη (FM 75:10), πλρουμένη με πλοχμό (FM 48:22/23). Από τις κατακόρυφες λαβές ξεκινά θύσανος, που απολήγει στην κοιλιά. 8. Κόσμημα μετόπης, που συμπληρώνεται από μυκηναϊκό σχηματοποιημένο άνθος και τεθλασμένη γραμμή (FM 74, 18, 72). Το θέμα συναντάται σε τετράωτο αμφορέα (π 8070) από το νεκροταφείο Κλαδέου (θέση «Τρύπες»)1054. Στον ώμο παριστάνεται μετόπη εντός της οποίας περικλείεται σχηματοποιημένο μυκηναϊκό άνθος - FM 18:21, 22 (αποδίδεται το άνθος με διάστικτα ομόκεντρα ημικύκλια και ο κάλυκας). Το πλαίσιο της μετόπης πληρούται με τεθλασμένη1055 (FM 75: 10, 38). Από την κατακόρυφη λαβή ξεκινά θύσανος1056 (FM 72:7), ο οποίος ολοκληρώνεται στην κοιλιά του αγγείου. 1046. Α  ντίστοιχο θέμα και στη Βούντενη (πρβ. Κολώνας 1998, σελ. 508). 1047. Χ  αρακτηριστικό μοτίβο της πρώιμης και μέσης ΥΕΙΙΙΓ. Πρόσφατες ανασκαφές στο Αγραπιδοχώρι (θέση «Κοτρώνα») απέδωσαν μεταξύ των άλλων και δίωτο αμφορέα (8572), ο οποίος είναι ολόβαφος, εξαιρουμένης στενής ζώνης διακόσμησης στον ώμο του αγγείου, η οποία πληρούται με κροσσωτά τρίγωνα, όπως και ο π 2016 (πρβ. και ΑΔ 55 (2000), σελ. 272, εικ. 5). 1048. D  emakopoulou - Crouwel, σελ. 279, fig. 56a. Πρόκειται για υδρία από το Παλαιόκαστρο Αρκαδίας, κοσμημένη στον ώμο με κροσσωτά τρίγωνα και με ολόβαφη την επιφάνεια του υπολοίπου αγγείου. Το αγγείο από την Αρκαδία έχει ουσιαστικώς το ίδιο σχήμα με το ηλειακό ανάλογο (έχει όμως προστεθεί μία τρίτη κατακόρυφη λαβή) αλλά και την αυτή χωροθέτηση των κοσμημάτων. Πιθανώς παραγωγή του ιδίου κεραμικού εργαστηρίου. Για τον διάκοσμο ο οποίος είναι δημοφιλής στη μέση ΥΕΙΙΙΓ πρβ. και Papadopoulos 1979 fig. 195-6. 1049. Βικάτου 1999, σελ. 245, εικ. 14γ, για το θέμα πρβ. και Κολώνας 1998, σελ. 508. 1050. Αραπογιάννη 1992, πίν. 37 (στ). 1051. Papadopoulos 1979, σε δίωτο αμφορέα (fig. 65b), στον ώμο ψευδοστόμων (fig. 225, a-b, fig. 210, a-b) αλλά και σε κυλινδρικό αλάβαστρο από το Αγραπιδοχώρι (π 2024 - Παρλαμά 1971, σελ. 57), στον ώμο τριποδικής πυξίδας από το νεκροταφείο Κλαδέου, θέση «Τρύπες» (Γιαλούρης 1964, πίν. 187). 1052. Π  ρόκειται για τον π 7615 (Βικάτου 1998, πίν. 95δ). 1053. Β  ικάτου ό.π., πίν. 96 (γ) 1054. Β  ικάτου 1998, πίν. 97 (γ). 1055. S antillo - Frizell 1986 (Ασίνη), σελ. 77 (fig. 58) για τεθλασμένη σε κόσμημα μετόπης. 1056. Για το θέμα του θυσάνου πρβ. και Santillo - Frizell 1986, σελ. 75, όπου αναφέρεται ότι το μοτίβο είναι προσφιλές σε πρόχους και αμφορείς, ενώ σημειώνεται ότι ξεκινά στην πρώιμη ΥΕΙΙΙΓ και αυξάνεται συν τω χρόνω η παρουσία του. Με θύσανο που ξεκινά από την κατακόρυφη λαβή και απολήγει στην κοιλιά κοσμείται και ο π 8083 (Βικάτου 1998, πίν. 97γ), πιθανώς ο ώμος διέθετε και άλλη παράσταση της οποίας τα ίχνη είναι δυσδιάκριτα από τη δημοσιευμένη στο ΑΔ φωτογραφία. Επίσης και Σαλαβούρα 2006, σελ. 379.

232 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

5. Κόσμημα μετόπης (FM 75), με προσθήκη ημικυκλίων: Στο π 76171057 επαναλαμβάνεται το θέμα της μετόπης (όπως στο π 8070), μόνο που προστίθεται μία κατακόρυφη στήλη με ενάλληλες (FM 75:8-9) και το μυκηναϊκό άνθος αντικαθίσταται από πολλαπλά ομόκεντρα ημικύκλια (FM 43:h). 9. Σπείρες. Το θέμα συναντάται στον ώμο δύο τετράωτων αμφορέων από τη θέση Τρύπες Κλαδέου. Στη μία περίπτωση1058 πρόκειται για συνεχή σπείρα (FM 46:54-58-59) στην άλλη1059 για αντιθετική σπείρα (παραλλαγή του FM 51: 161060 και εξής). B. Στην περιοχή της κοιλιάς: 1. Εικονιστικά θέματα: i) πτηνά (FM 7)1061. Συναντάται σε δύο τετράωτους (π 7617, π 8070) από τη θέση «Τρύπες». Τα πτηνά παριστάνονται πλήρως σχηματοποιημένα, σε πλάγια όψη και με ενιαία φορά (κατά περίπτωση) προς τα δεξιά ή τα αριστερά. Το πτέρωμα τους αποδίδεται είτε με ενάλληλες γωνίες (π 7617 και 8070) είτε με ομόκεντρα πολλαπλά ημικύκλια1062 (π 7617). ii) σκηνή θήρας1063. Κάτω από τη λαβή τετράωτου αμφορέα από τον θαλαμωτό τάφο 26 της Αγ. Τριάδας1064 υπάρχει μικρογραφική παράσταση (Πίν. 80) τριών μορφών (ολόβαφων). Οι δύο (στην αριστερή πλευρά) παριστάνουν ζώα (;) με πτηνόσχημα, πλήρως σχηματοποιημένα χαρακτηριστικά, η ανθρώπινη μορφή γέρνει προς τα πίσω και έχει προτεταμένο το αριστερό χέρι, προετοιμαζόμενη είτε να ρίξει το όπλο προς την πλευρά των θηραμάτων, είτε να εφορμήσει επί αυτών. 2. Γραμμικά θέματα: i) Ενάλληλες γωνίες.1065 ii) πλατιά κυματοειδής (FM 53)1066 (Πίν. 80). iii) Μετόπη1067 (FM 75) πληρούμενη με Χ. Στο πλαίσιο γράφεται τεθλασμένη (Πίν. 80). Από τον θαλαμωτό Χ του νεκροταφείου του Στρεφίου προήλθε πεντάωτος αμφορεύς (FS περ. 38). Το αγγείο (Πίν. 81, Σχέδ. 45) διαθέτει δύο λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής, στο ύψος μεγίστης διαμέτρου, και στον ώμο τρεις λαβές κατακόρυφες, ταινιωτές με κεντρική νεύρωση (στη βάση των λαβών1068 παρατηρήθηκαν και οπές εξαερισμού, παρουσία σπάνια για την ηλειακή μυκηναϊκή κεραμική). Μεταξύ των κατακορύφων λαβών γράφονται διάγραμμα τρίγωνα (FM 61:19) ενώ η ράχη των τελευταίων κοσμείται με διάστικτη κυματοειδή γραμμή (περ. FM 33:22). Το σχήμα, λόγω 1057. Π  ροερχόμενο, επίσης, από το νεκροταφείο του Κλαδέου πρβ. (ό.π., πίν. 95δ). 1058. Γ  ιαλούρης 1964, πίν. 187γ, Mountjoy 1999, 388, πρβ. και Podzuweit 1978, σελ. 487, Abb. 35-8 1059. Β  ικάτου ό.π., πίν. 94β (Τρύπες Ηλείας). 1060. Παρεμφερής διάκοσμος και σε τετράωτο από την Αρκαδία (Σαλαβούρα ό.π., σελ. 379). 1061. Βικάτου 1998, πίν. 95δ και 97γ. Βλαχόπουλος 2006 (Νάξος), πίν. 41. Το θέμα, όπως παρατηρείται στους ηλειακούς αμφορείς, ανήκει στον λεγόμενο «Πυκνό Ρυθμό», ο οποίος αναπτύσσεται στην Αργολίδα και συνήθως κοσμεί αγγεία μικρών διαστάσεων (Crouwel 2007, σελ. 73-74). Πτηνά διακοσμούν τετράωτο αμφορέα και από τις Μυκήνες, μόνο που η απόδοση είναι πιο φυσιοκρατική, συγκρινόμενη με την ανάλογη ηλειακή (ό.π., σελ. 74). 1062. Papadopoulos 1979, fig. 59(b). 1063. Το μοτίβο της θήρας δεν είναι άγνωστο ήδη από τους ΥΕΙΙΙΒ χρόνους, τόσο στην αγγειογραφία όσο και στην τοιχογραφία (Crouwel 2007, σελ. 80). Στην ΥΕΙΙΙΓ πολλές φορές αποδίδεται με ζωντανό και έντονα δραματικό ύφος. 1064. Α  ραπογιάννη 1992, πίν. 37 (στ). 1065. Α  πό Αγ. Τριάδα. 1066. Β  ικάτου 1999, εικ. 14γ. Τhomatos 2006, fig. 1.49. 1067. Α  ραπογιάννη ό.π., πίν. 37 (στ). 1068. Σε συνάρτηση με τις λαβές εντοπίζονται και οι οπές εξαερισμού σε ψευδόστομο αμφορέα από την Αχαΐα, πρβ. και Papadopoulos 1979, σελ. 73 και υποσ. 73 (όπου και καταγράφονται περιπτώσεις ανεύρεσης οπών εξαερισμού σε αγγεία, προερχόμενα από την Περατή, την Κεφαλονιά, τη Δειράδα).

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

233

της προσθήκης δύο λαβών, είναι ιδιόμορφο, καθώς συνδυάζει τις δύο οριζόντιες λαβές του FS 58 στην κοιλιά και τις τρεις κατακόρυφες στον ώμο (του FS 37/35), δημιουργώντας ένα «υβριδικό» (για την κατά Furumark τυπολογία) σχήμα (πρβ. και αμφορέα από Άργος με δύο οριζόντιες λαβές στον οποίο έχουν προστεθεί δύο κατακόρυφες και νοείται τετράωτος1069). Πιθανώς, ο ηλείος αγγειοπλάστης στα τέλη της μυκηναϊκής εποχής έχει αποκτήσει πολύτιμη και ουσιαστική εμπειρία στην κατασκευή μεγάλων αποθηκευτικών αγγείων, μη διστάζοντας να πειραματιστεί και να δημιουργήσει ένα νέο σχήμα - παραλλαγή ήδη γνωστών. Η διακόσμηση των διαγράμμων τριγώνων κατέστη δημοφιλής, με εκτεταμένη χρήση σε αλάβαστρα1070, αμφορείς1071, ψευδοστόμους αμφορείς1072, ενώ θεωρείται θέμα επείσακτο από το μινωικό ρεπερτόριο1073. Σύνοψη: Το σύνολο της παραγωγής εντάσσεται χρονικά στην ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη - μέση). Το σχήμα ούτε εξελίσσεται ούτε επισημαίνονται ιδιομορφίες, με εξαίρεση τον πεντάωτο αμφορέα από το Στρέφι, στον οποίο εκτός της προσθήκης μίας ακόμη λαβής, κατασκευάστηκαν και οπές εξαερισμού. Ο διάκοσμος περιορίζεται, κατά βάση, στον ώμο, ενώ το υπόλοιπο σώμα αποδίδεται είτε ολόβαφο είτε κοσμείται με ισοπαχείς ταινίες. Τα μοτίβα είναι συνήθη για τα ηλειακά δεδομένα, όπως τα διάγραμμα τρίγωνα (τα οποία επισημαίνονται και σε αλάβαστρα), τα ομόκεντρα ημικύκλια, ο πλοχμός, η σχηματοποιημένη αχιβάδα. Στην κοιλιά ο αγγειογράφος αναδεικνύεται σε τολμηρό καλλιτέχνη, καθώς επιχειρεί να αποδώσει ζωικές1074 και ανθρώπινες μορφές. Το σχήμα επιχωριάζει στη δυτ. Αχαΐα και τη δυτ. Αρκαδία. Άλλωστε ο τετράωτος από το Αγραπιδοχώρι φαίνεται να παρήχθη από το ίδιο κεραμικό εργαστήρι, που «έπλασε» και αντίστοιχο αγγείο, από τη θέση Παλαιόκαστρο Αρκαδίας.

1069. M  ountjoy 1999, σελ. 159. 1070. Π  ρβ. αγγεία από νεκροταφείο Στρεφίου (π 12295), Στραβοκεφάλου (π 303), Αγραπιδοχωρίου (π 2026), Χελιδονίου (Τριάντη 1978, πίν. 23), Νέου Μουσείου (π 728), Ρένιας (Mountjoy ό.π., σελ. 380), Δάφνης (Αραπογιάννη 1997, πίν. 103β - θαλαμωτός τάφος 2). 1071. P  apadopoulos 1979, fig. 56 (c), 62 (a), 65 (d) (στον ώμο τετράωτων και δίωτων αμφορέων) και 118(g) (σε ΥΕΙΙΙΑ2 ψευδόστομο από την Αχαΐα). Διάγραμμα τρίγωνα κοσμούν και αρκαδικούς αμφορείς (Σαλαβούρα ό.π., σελ. 379). Επίσης και Benzi 1992 (Ρόδος), tav. 48 (b) (σε τρίωτο αμφορέα από Ρόδο). Πρβ. και Souyoudzoglou 1999 (Ιόνια), σελ. 65, όπου υπογραμμίζεται η ύπαρξη παρόμοιων αγγείων στην Κεφαλονιά, η αδυναμία ένταξης τους στην τυπολογία Furumark και η κόσμηση τους με διαγραμμισμένα τρίγωνα (Α1266 και Α1008). Το Α 1266 φέρει και ζεύγος κατακορύφων λαβών στον ώμο. 1072. Π  ρβ. και Mountjoy 1999, ό.π., σελ. 411. 1073. Mountjoy ό.π., σελ. 334 και Κουντούρη 2002 (Μεσσηνία), σελ. 304. Για τις πρώιμες εμφανίσεις του θέματος πρβ. και Kanta 1980 (Κρήτη), fig. 8:3. 1074. Για το συμβολισμό των πτηνών στην ΥΕ κεραμική βλ. και Gallou 2005, σελ. 38-39.

234 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

2. Απιόσχημοι πιθαμφορίσκοι (ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΧΧΙΙ, ΓΡΑΦΗΜΑ 20.1-20.3) Οι απιόσχημοι πιθαμφορείς της ΥΕΙΙΙΑ/Β κατατάσσονται στις παραλλαγές FS 44, 45, 47 και 48. Το σχήμα γνώρισε ευρύτατη διάδοση σε ολόκληρο τον αιγαιακό χώρο, όπου εντοπίζεται ήδη από την ΥΕΙ (ως FS 14, 15) έως και την ΥΕΙΙΙΒ1075 (FS 48), και θεωρείται μετεξέλιξη του FS 27, που αν και δεν κατέστη δημοφιλές στην ΥΕΙ κεραμική της ΝΔ Πελοποννήσου, εκπροσωπείται στο Σαμικό. Σχήμα:1076 Ο FS 44 διαθέτει έξω νεύον χείλος, λαιμό βραχύ και στενό, σώμα ογκηρό/σχεδόν σφαιρικό - πιεσμένο και βάση, η οποία είναι ενιαία με το σώμα. Οι τρεις λαβές, οριζόντιες και σχεδόν κυκλικής διατομής χωροθετούνται στον ώμο. Ο FS 45 χαρακτηρίζεται από μικρές διαστάσεις, ευρύστομο και βραχύτατο στόμιο και λαιμό, σώμα απιόσχημο και βάση διακεκριμένη και δακτυλιόσχημη.1077 Οι λαβές1078 τοποθετούνται στον ώμο και πλησίον του χείλους. Στα εξεταζόμενα δείγματα1079 η βάση διαμορφώνεται συνήθως δισκοειδής/επίπεδη με κοιλότητα στο κέντρο (άλλοτε ρηχή και άλλοτε βαθύτερη). Ο FS 45 (με την απλή και την υψίποδη εκδοχή του) αποτελεί την πλέον δημοφιλή παραλλαγή απιόσχημου πιθαμφορίσκου στην Ηλεία.1080 Ο FS 47 διακρίνεται για το έξω νεύον χείλος, τον σχετικά υψηλό και στενό λαιμό, το ραδινό σώμα και τη μικρή/στελεχωτή, σαφώς διακεκριμένη βάση. Τέλος, ο FS 48 χαρακτηρίζεται από το αμφικωνικό σχήμα με έντονο γωνιώδες περίγραμμα σώματος. Οι διαστάσεις των προαναφερθέντων είναι εξαιρετικά μικρές, αφού στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν ξεπερνούν τα 0,16 μ. ύψος, ξεκινώντας από τα 0,09 μ. (Γράφημα 20.1). Χωροθέτηση διακόσμησης: Η ζώνη διακόσμησης χωροθετείται στην περιοχή του ώμου του αγγείου και μάλιστα μεταξύ των λαβών, αυξομειούμενη ως προς το πλάτος της. Κατά την ΥΕΙΙΙΑ, ο διάκοσμος υπερβαίνει την περιοχή των ώμων, διαμορφώνοντας μία εκτεταμένη ζώνη διακόσμησης, στην ΥΕΙΙΙΒ1, όμως, περιορίζεται σημαντικά. Το χείλος, ο λαιμός, το κάτω μέρος του σώματος (ουσιαστικά το στέλεχος), η βάση και οι λαβές (οπωσδήποτε η ράχη τους) αποδίδονται ολόβαφα. Στο υπόλοιπο σώμα γράφονται γραμμές πλαισιωμένες από πλατύτερες ταινίες. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις το μοτίβο κάτω από τις λαβές διαφοροποιείται από αυτό της ζώνης διακόσμησης, έτσι στον π 214, π 11 και π 715 (Πίν. 82) κάτω από τις λαβές γράφονται ενάλληλες γωνίες, ενώ το

1075. Κ  αθίσταται ένα από τα προσφιλή αγγεία της ΥΕΙΙΙΒ (Tournavitou 1992, σελ. 186). 1076. Γ  ια την εξέλιξη του σχήματος πρβ. Mountjoy 1994, σελ. 210 1077. Β  ικάτου 1999, σελ. 241 (για τους αμφορείς από την Αγ. Τριάδα). 1078. Συνήθως οριζόντιες. Σπανίως παρατηρούνται και αγγεία με κατακόρυφες λαβές (π.χ. π 759), φαινόμενο που επισημαίνεται και στην Αττική (πρβ. Σγουρίτσα 2001, σελ. 49) 1079. Προερχόμενα από ταφικά σύνολα της κεντρικής Ηλείας (και ιδίως της περιοχής Ολυμπίας). 1080. Papadopoulos 1979, σελ. 82-83, Souyoudzoglou 1999, σελ. 62, Βικάτου 1999, σελ. 240-241, Κουντούρη 2002, σελ. 55-56.

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

235

βασικό θέμα υπήρξε το δικτυωτό. Η ιδιομορφία αυτή απαντά συχνά στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου και αποτελεί διαγνωστικό στοιχείο χρονολόγησης στα τέλη της ΥΕΙΙΙΑ.1081

Διακοσμητικά θέματα (Γράφημα 20.2 & 20.3) Α) Τ  ο δικτυωτό (FM 57) αναδεικνύεται σε ένα από τα πλέον δημοφιλή1082 (Πίν. 82, 83, 84) μοτίβα. Στην ΥΕΙΙΙΑ καταλαμβάνει σχεδόν το σύνολο του ώμου του αγγείου, εκτείνεται πέραν της ζώνης των λαβών1083 (Πίν. 83, Σχέδ. 46, π 202) και αποδίδεται αραιό και με έντονο περίγραμμα. Κατά την ΥΕΙΙΙΑ2/ΥΕΙΙΙΒ1 το κόσμημα περιορίζεται σε μία εξαιρετικά στενή ζώνη, η οποία χωροθετείται αυστηρώς μεταξύ των λαβών1084 (Πίν. 84, π 717, 716), και αποδίδεται πλέον πυκνά και πολλές φορές άτεχνα ή πρόχειρα (Πίν. 48, π 1401 από Λακκοφωλιά).

1081. Η  διαφοροποίηση του διακόσμου κάτω από τις λαβές υπήρξε, κατά την Mountjoy, γνώρισμα της κεραμικής της δυτ. Πελοποννήσου, στα τέλη της ΥΕΙΙΙΑ1 και στις αρχές της ΥΕΙΙΙΑ2 (Mountjoy 1999. σελ. 104, 325, 407), αφού εντοπίζεται τόσο στη Μεσσηνία όσο και στην Αχαΐα (και Papadopoulos 1979, πίν. 121a). Ενίοτε παρατηρείται και σε αλάβαστρα (πρβ. Παρλαμά 1971, σελ. 54 και πίν. Λα) της ΥΕΙΙΙΑ1 αλλά και της ΥΕΙΙΙΓ - ό.π., σελ. 57, πίν. ΛΔε). Στην τελευταία περίπτωση μεταξύ των λαβών αποδίδεται δικτυωτό και κάτω από αυτές ημικύκλια. Η διαφοροποίηση αυτή αποκτά πάντως ευρεία γεωγραφική διάδοση (σε αρτόσχημο αλάβαστρο και απιόσχημο πιθαμφορίσκο από την Ελάτεια - βλ. και Bächle 2007, σελ. 18). Πρβ. και: Blegen 1937, οι πιθαμφορείς 924 και 925 fig. 473-476. Papadopoulos, 1979, σελ. 83, εικ. 120, 121 (d), fig. 228 (g), fig.230 (I). Souyoudzoglou, 1999, σελ. 62. Κουντούρη 2002, σελ. 45, 79-80. Απαντάται και σε κυλινδρικά αλάβαστρα από τη Μεσσηνία, την Αχαΐα και τη Βοιωτία. Morricone 1965/66 (Κως), σελ. 78 (fig. 53). Απιόσχημος πιθαμφορίσκος με διάκοσμο δικτυωτού και κάτω από τις λαβές ζιγκ - ζαγκ. Deshayes 1966, pl. LXV (3) και σελ. 146 (δικτυωτό στη κύρια ζώνη διακόσμησης, ημικύκλια κάτω από τις λαβές). 1082. Κ  οσμεί δεκαέξι αγγεία από τα νεκροταφεία της κεντρικής και νότιας Ηλείας, αλλά είναι εξίσου προσφιλές και σε πιθαμφορείς από την Αγ. Τριάδα (18 αγγεία με δικτυωτό στον ώμο). Πρβ. και Βικάτου 1999, σελ. 241. Αχαΐα: Papadopoulos, 1979, σελ. 83 (το δικτυωτό είναι το πλέον δημοφιλές θέμα στους αχαϊκούς πιθαμφορίσκους) και σελ. 84, εικ. 120 (b, h), 121 (a, d, e), 122 (g), 123 (b), fig. 228 (g), fig.230 (I). Κεφαλονιά: Mountjoy 1999, σελ. 449, Souyoudzoglou 1999, σελ. 62. Μεσσηνία: Blegen - Rawson 1973 (Πύλος), σελ. 213 και fig. 273 (9), δικτυωτό μεταξύ των λαβών απιόσχημου πιθαμφoρίσκου (FS 45), Κουντούρη 2002, σελ. 44 και πίν. 8 (ΜΧ 328), πίν. 11 (ΜΧ 327), πίν. 125 (ΜΧ 105), πίν. 180 (ΜΧ 48). Αττική: Stubbings 194, pl. 12 (1), Ιακωβίδης 1970 (Περατή), σελ. 103 (γενική αναφορά στο κόσμημα του δικτυωτού), Benzi 1975, tav. XXIV (419)Σγουρίτσα 1988 (Βάρκιζα), σελ. 84-85 και πίν. 14 (42), Benzi 1992, tav. 4 (c) και σελ. 26 (για τη χρήση δικτυωτού στους απιόσχημους πιθαμφορείς), Hiller 1975 (Αίγινα), taf. 26 (247), σελ. 91. Δωδεκάνησα: Morricone 1965/66(Κώς), fig. 40 (σελ. 68). Αργολίδα: Blegen 1937 (Πρόσυμνα), fig. 714 (154), 551 (556), 572 (763), 368 (897), 473-476 (925, 954, 963), 515 (15), 572 (763). Rudolf 1973 (Τίρυνθα), taf. 30 (Gr. VIII, 9), Holmberg 1983 (Μπερμπάτι), σελ. 25 (fig. 14). Μπάζιου - Ευσταθίου 1985 (Βόλος), σελ. 30. Πρβ. και Mountjoy 1999, σελ. 104, 115. Το δικτυωτό υπήρξε το κυρίαρχο διακοσμητικό θέμα για τους αργολικούς πιθαμφορείς ήδη από την ΥΙΙΙΑ. Κατά την ΥΕΙΙΙΒ περιορίζεται το πλάτος της ζώνης διακόσμησης (ό.π., σελ. 132). Για την Ηλεία πρβ. ό.π., σελ. 378-379 (ΥΕΙΙΙΑ1), 380 (ΥΕΙΙΙΑ2), και 385 (ΥΕΙΙΙΒ). Η Mountjoy για το δικτυωτό αναφέρει χαρακτηριστικώς “… the popularity of net in Elis…”. Στην ΥΕΙΙΙΑ1 Αχαΐα όλοι σχεδόν οι πιθαμφορείς κοσμούνται με δικτυωτό (ό.π., σελ. 407). Αλλά και στην Αττική το δικτυωτό υπήρξε το κυρίαρχο διακοσμητικό θέμα στη ζώνη μεταξύ των λαβών των πιθαμφορίσκων (ό.π. σελ. 525). 1083. Πρβ. και π 214 (Μακρύσια), π 715 (Ν. Μουσείο), π 11 (Σαμικό - Γιαλούρης 1965α, σελ. 24, εικ. 15γ), π 332 (από Στραβοκέφαλο) π 1401 (από Λακκοφώλια - Παπαθανασόπουλος 1970, πίν. 173). 1084. Π  ρβ. και π 12296, 12297, 12301, 12310 (από Στρέφι), π 304, 330 (Στραβοκέφαλο), π 716, 717, 718 (Ν. Μουσείο), Μιράκα (θέση «Γιδόστανη» - Παπακωνσταντίνου 1980, πίν. 75), από το θαλαμωτό τάφο 6 στη Δάφνη(Αραπογιάννη 1997, 103β), π 4175 (Πεύκες - Βικάτου 2001α, σελ. 105 - εικ. 46).

236 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Β) Η  φυλλοφόρος (FM 64):1085 Πρόκειται για τη σχηματοποιημένη εκδοχή της, που καλύπτει τη ζώνη μεταξύ των λαβών, αποτελούμενη από: • Κατακόρυφα, λεπτά γραμμίδια (FM 64:19, 20, 21), που στην ΥΕΙΙΙΑ2 αγγίζουν το περίγραμμα της ζώνης διακόσμησης (ή και το ξεπερνούν)1086 (Πίν. 84, π 333, 658, 199, 200, 203). Στην ΥΕΙΙΙΒ μειώνεται το ύψος τους και συχνά μετασχηματίζονται σε μικρές κατακόρυφες, πλατιές γραμμές,1087 αποκτώντας και ελαφρά καμπυλότητα (μηνοειδής παραλλαγή) (Πίν. 84). • Στον ώμο του π 2021088 συγκροτούνται ευρύτατες ζώνες διακόσμησης, που συμπληρώνονται είτε από διαγώνιες, παράλληλες γραμμές (παραλλαγή του εξεταζόμενου κοσμήματος) είτε από δικτυωτό (Σχέδ. 46). • Σειρά ολόβαφων σταγόνων (FM 64:14). Το μοτίβο τοποθετείται ακριβώς κάτω από τον λαιμό/χείλος1089 και εντοπίζεται είτε σε μία (π 2001090) είτε σε δύο σειρές (οι σταγόνες σε αντωπή διάταξη - π 1991091) (Πίν. 84). • Απιόσχημος πιθαμφορίσκος από τη Δάφνη αποδίδεται ολόβαφος με καστανομέλανη βαφή, εξαιρουμένης στενής ζώνης υπό του λαιμού, η οποία πληρούται με απλές στιγμές/σταγόνες (FM 64:14).1092 Γ) Μετόπη/Τρίγλυφο (FM 75: 5, 18).1093 Το θέμα (τέσσερεις κατακόρυφες γραμμές - τρίγλυφα, οι οποίες πλαισιώνουν επάλληλες, κυματοειδείς γραμμές) εντοπίζεται σε έναν FS 48 πιθαμφορίσκο (Σχέδ. 46, π 268) από το Στρέφι και οργανώνεται σε μία ευρύτατη ζώνη διακόσμησης, 1085. Γ  ια το θέμα της φυλλοφόρου σε απιόσχημους πιθαμφορείς πρβ. και: Γιαλούρης 1961/2, πίν. 118 (δ), Βικάτου 1999, σελ. 241. Αχαΐα: Papadopoulos, 1979, fig.121 (f), 122 (a,b). Tα γραμμίδια δεν αποδίδονται με την καμπυλότητα του ηλειακού αναλόγου. Papadopoulos 1979a, fig. 1-2. Απιόσχημοι με κατακόρυφα γραμμίδια, παραλλαγές φυλλοφόρου. Αργολίδα: Wace 1932 (Μυκήνες), pl. XLV (7), σελ. 91, Blegen 1937, fig. 111 (206), 174 (296), 178 (305), 134 (369), 644(256), 572 (762), 473 (924), 714(18). O εικονιζόμενος στην fig. 173 (313) κοσμείται με ομάδες τριων κατακορύφων γραμμών, ενώ άλλος (fig. 174-296) φέρει διάκοσμο λοξών επάλληλων γραμμών. Το σχήμα αποτελεί εξέλιξη ΥΕΙ αγγείου (ό.π., σελ. 403, 416 κ.εξ.), με ύψος από 0,077-0,54 μ. Rudolf 1973, τάφος IV, tafel 15 (Gr. IV, 3) και σχεδόν πανομοιότυπη διακόσμηση ο απιόσχημος στο tafel 40 (Gr. XVI 14). Shelton 1996 (Πρόσυμνα), fig. 173 (313) - FM 64 - YEIIIA2. Mountjoy 1996 (Ασίνη), σελ. 52, fig. 6 (27), Shelton 2000 (Μυκήνες), σελ. 57, fig. 17. Αττική: Stubbings 1947, πίν. 12 (6). Immerwahr 1971, pl. 57 (1). Hiller 1975, taf. 26(248), σελ. 91, Benzi 1975, tav. XIII (230) (ομάδες κατακορύφων γραμμών σε απιόσχημο), tav. XXIV (421) και tav. XXXI (529), η ίδια διακόσμηση, Σγουρίτσα 1988, πίν. 4 (14). Ευρύτατη ζώνη διακόσμησης με κατακόρυφα γραμμίδια σε απιόσχημο πιθαμφορίσκο (FS 45). Η Σγουρίτσα το χρονολογεί στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β πρβ. και Σγουρίτσα 2001 (Βουρβάτσι), σελ. 10-11, εικ. 10 (33).Επιπροσθέτως: Mountjoy 1990, σελ. 266. Mountjoy 1999, σελ. 114-115 (από Αργολίδα - ευρύτερη ζώνη διακόσμησης), σελ. 524-525 (Αττική - ευρύτερη ζώνη διακόσμησης). Hankey 1952 (Εύβοια), pl. 21 (Γ και Δ). Benzi 1992 (Ρόδος), tav. 104 (a), ΙΙΙ (f), 130 (c), 140 (e). Σε απιόσχημο πιθαμφορέα της ΥΕΙΙΙΒ1. Mee - Doole 1993(Liverpool), pl. 1 (4). Στενή ζώνη διακόσμησης φυλλοφόρο σε FS 45. 1086. π  203 (Διάσελλα), π 658 (Ν. Μουσείο), π 267 (από Στρέφι - Γιαλούρης 1961/2, πίν. 118δ). 1087. Π 2035 (Αγραπιδοχώρι), π 333 (από Στραβοκέφαλο). 1088. Προέρχεται από τα Διάσελλα. 1089. Π 199, 200 (από Διάσελλα). 1090. Ε  πιπλέον και Κουντούρη 2002, πίν. 85 (ΜΧ 121). Το μοτίβο είναι ταυτόσημο, η χωροθέτηση διαφοροποιείται. Stubbings 1947, pl. 12 (3). 1091. P  apadopoulos, 1979, παραλλαγή του fig. 122(a), Souyoudzoglou 1999, σελ. 62 (παραλλαγή θέματος), Mountjoy 1994, σελ. 77, 104, Mountjoy 1999, σελ. 132 (στενές οι ζώνες διακόσμησης κατά την ΥΕΙΙΙΒ), 385 (για ηλειακά δείγματα), σελ. 408-409 (παραλλαγή θέματος σε πιθαμφορίσκο από την Αχαΐα). 1092. Α  ραπογιάννη 1997, πίν. 102γ (από τον θαλαμωτό τάφο 2). Χρονολογείται στα τέλη της ΥΕΙΙΙΒ. 1093. Γ  ια το μοτίβο πρβ. και Santillo 1986, fig. 58, fig. 60, 61, σελ. 77-79 (σε σκύφους από Ασίνη), σε κυλινδρικό αλάβαστρο από τη Ρόδο (Mountjoy 1999, σελ. 1037), σε σκύφο από τη Φωκίδα (ό.π. σελ. 772), σε σκύφο από Τίρυνθα (Podzuweit 1979, Abb. 40 (6), σελ. 420.

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

237

μεταξύ των λαβών και έως τη μεγίστη διάμετρο. Το κατώτερο τμήμα του σώματος αποδίδεται ολόβαφο.1094 Μία παραλλαγή του FM 74: 2,3 εντοπίζεται σε πιθαμφορίσκο (Πίν. 85, Σχέδ. 46) από το νεκροταφείο του Νέου Μουσείου.1095 Ομάδες κατακόρυφων λεπτών γραμμών, που σχηματίζουν τρίγλυφα (FM 74 και FM 64: 22) παρατηρούνται στο π 7591096 (απιόσχημος με κατακόρυφες λαβές, οι οποίες ορίζουν τη ζώνη διακόσμησης - βλ. Πίν. 85, Σχέδ. 46) και στο π 4545 από την Αγ. Τριάδα. Δ) Μ  υκηναϊκό Σχηματοποιημένο άνθος (FM 18): Με το FM 18: 69 κοσμείται ο ώμος του π 4592,1097 ενώ παραπληρωματικά γράφεται περίστικτο FM 29: 16 και το αγγείο εντάσσεται στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β1. Στον π 123021098 η στενή ζώνη διακόσμησης (μεταξύ των λαβών) πληρούται με επάλληλα ημικύκλια/αψιδώματα (FM 43:q-d, FM 62:fill ornament), που ουσιαστικώς αποτελούν μία παραλλαγή μυκηναϊκού άνθους (Πίν. 85, Σχέδ. 47).

Πρόσθετα διακοσμητικά θέματα α) Σε πιθαμφορέα από την Αγ. Τριάδα συναντάται Ν-σχημο (FM 60:1).1099 β) Η μεταξύ των λαβών ζώνη διακόσμησης απιόσχημου πιθαμφορέα (π 212 από τα Μακρίσια) (Πίν. 85) πληρούται με το FM 44:10 - γραμμωτά λέπια.1100 Ο χώρος κάτω από τις λαβές παρέμεινε κενός, δηλωτικό της ύστερης χρονολόγησης του αγγείου (ΥΕΙΙΙΒ). Ευκαιριακά σε πιθαμφορείς, προερχομένους από το εκτεταμένο νεκροταφείο της Αγίας Τριάδας, εντοπίζονται θέματα, όπως: τα διάγραμμα τρίγωνα (FM 61:18), ο πλοχμός (FM 48:5), το V-σχημο (FM 59), οι φολίδες (FM 70), ενάλληλες γωνίες (FM 61), σχηματοποιημένη αχιβάδα (FM 25)1101 (Πίν. 85).Το σώμα, στην πλειοψηφία των αγγείων, κοσμείται από ομάδες λεπτών γραμμών, πλαισιωμένων από ταινίες, που χωροθετούνται πάνω από τη βάση, στη μέση του σώματος και κάτω από τη ζώνη διακόσμησης. Στην Αγ. Τριάδα παρατηρούνται και αγγεία με ομαδοποιημένες, ισοπαχείς ταινίες, που χαρακτηρίζουν τη μυκηναϊκή κεραμική παραγωγή της Αχαΐας. Μοναδικό (για την ηλειακή αγγειοπλαστική) υπήρξε το σχήμα FS 42, το οποίο προήλθε από τον τάφο Θ (ταφή V) του Νέου Μουσείου1102 (Πίν. 85, Σχέδ. 47). Πρόκειται για ακέραιο, τρίωτο πιθαμφορίσκο, με χείλος κυρτό έξω νεύον, λαιμό υψηλό ευρύ με σχεδόν κάθετα τοιχώματα, σώμα 1094. Χ  ρονικώς εντάσσεται στην ΥΕΙΙΙΒ. 1095. Π  αρλαμά 1974α, πίν. 30δ, σελ. 38, π 2596. 1096. P  apadopoulos 1979, fig. 122 (e). Το ίδιο μοτίβο, περιορισμένο σε έκταση και σε απιόσχημο FS 47. Κουντούρη 2002, πίν. 73 (ΜΧ 116) θήλαστρο με ομάδες κατακορύφων γραμμών. Mountjoy 1999, σελ. 517-518 (απιόσχημος από την Ελευσίνα). Συγκεκριμένα πρόκειται για τον πιθαμφορίσκο Μπ2-872 με παρόμοιο διάκοσμο, αλλά λαβές οριζόντιες και όχι κατακορύφους. Χρονολογείται στην πρώιμη ΥΕΙΙΙΑ (Μυλωνάς 1975, σελ. 238, πίν. 412β). 1097. Βικάτου 1999, σελ. 241, εικ. 6γ (από τον θαλαμωτό τάφο 33 της Αγ. Τριάδας). 1098. Πρβ. και: Papadopoulos 1979, σελ. 205, fig. 229(b). Ημικύκλια σε απιόσχημο πιθαμφορέα. Παραπλήσια θέματα και σε ψευδόστομο (fig. 226, 6), αρτόσχημο αλάβαστρο (fig. 235, 13) και δίωτο αμφορίσκο (fig. 252, 4). Mountjoy 1999, σελ. 336. Παραπλήσιο μοτίβο στο σώμα απιόσχημου ψευδόστομου από τη Μεσσηνία. 1099. Βικάτου 1999, εικ. 6β. Αλλά και Mountjoy 1999, σελ. 543, 545, Σγουρίτσα 2001, σελ. 10. Το θέμα απαντά και σε άλλα αγγεία, όπως στον ψευδόστομο π 313. Για την Αργολίδα πρβ. και Sheratt 1980, σελ. 178. 1100. P  apadopoulos, 1979, ανάλογο κόσμημα παρατηρείται και σε αλάβαστρα πρβ. εικ. 241 (23), fig. 146 d, Βικάτου 1999, σελ. 241. Ιακωβίδης 1970, εικ. 8, 15 α και σελ. 108,109 (αποκλειστικά για το διακοσμητικό θέμα). Σγουρίτσα 1988, σελ. 84-85. Βλαχόπουλος 2006, σελ. 249-250 (παρ. 1750). Mountjoy 1999, σελ. 161 (το ίδιο μοτίβο απαντάται μεταξύ των λαβών δίωτων αμφορίσκων της μέσης ΥΕΙΙΙΓ από τις Μυκήνες και την Ασίνη), σελ. 425 (μεταξύ των λαβών δίωτου αμφορίσκου από Χαλανδρίτσα Αχαΐας). 1101. Β  ικάτου 1999, σελ. 241. 1102. Π  760.

238 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

σφαιρικό - πιεσμένο, πόδι χαμηλό και βάση επίπεδη - δισκοειδή. Οι λαβές στο σώμα (ξεκινούν από την αρχή του σώματος και απολήγουν στη μεγίστη διάμετρο), κατακόρυφες, ταινιωτές. Χείλος, λαιμός, ράχη λαβών, κατώτερο τμήμα σώματος και βάση ολόβαφα. Μεταξύ των λαβών σειρά διπλών, ακανόνιστων τόξων με παραπλήρωση άστρων ή διπλών ημικυκλίσκων - τόξων (FM 62:5,15, 18),1103 οριζομένη άνω και κάτω με ταινίες (μία και δύο ταινίες αντιστοίχως). Ο αμφορέας, δίκην πώματος, φέρει βάση κύλικος. Σύνοψη: Σχεδόν το 12%-13% των αγγείων της Ηλείας ανήκουν στο σχήμα των απιόσχημων πιθαμφορίσκων. Από αυτούς περίπου το 55% ανήκει στον FS 45, 33% στο FS 47 και το υπόλοιπο 12% στο FS 44/48. Παρουσιάζονται με αυξημένη συχνότητα κατά την ΥΕΙΙΙΑ2, ενώ, προς το τέλος της ΙΙΙΒ, εκλείπουν, υποκαθιστώμενοι από τους δίωτους, τρίωτους και τετράωτους αμφορείς. Σχεδόν στο σύνολό τους δεν παρουσιάζουν ιδιομορφίες/ιδιαιτερότητες. Όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, το πλέον προσφιλές διακοσμητικό θέμα υπήρξε το δικτυωτό, έπεται η σχηματοποιημένη φυλλοειδής ταινίας και το μυκηναϊκό άνθος.1104 Ιδιαιτερότητα της ηλειακής κεραμικής (στα τέλη της ΥΕΙΙΙΑ) υπήρξε η διαφοροποίηση του θέματος κάτω από τις λαβές. Στην ΥΕΙΙΙΒ προστίθενται μοτίβα, όπως τα διάγραμμα τρίγωνα (FM 61:18), ο πλοχμός (FM 48:5), το V-σχημο (FM 59), οι φολίδες (FM 70), οι ενάλληλες γωνίες (FM 61), η σχηματοποιημένη αχιβάδα (FM 25). Στην ίδια περίοδο και με πιθανή προέλευση τη Μεσσηνία (όπου και σημειώνεται το πλησιέστερο παράλληλο) πρέπει να ενταχθεί και το π 760. Ο εντοπισμός πέντε απιόσχημων πιθαμφορίσκων στο Δωμάτιο 32, του ανακτόρου του Εγκλιανού, το οποίο λειτουργούσε ως αποθηκευτικός χώρος ελαιολάδου, συνηγορεί στην εύλογη άποψη, ότι τα σκεύη αυτά σχετίζονται με την αποθήκευση και τη διακίνηση του ελαιολάδου (καθώς ήταν μικρών διαστάσεων και ευκόλως φορητά).1105 Πάντως, η διαμόρφωση του χείλους δεν κρίνεται ιδανική για την αποθήκευση υγρών, αλλά περισσότερο για τη φύλαξη στερεών.1106

Ε. Αλάβαστρα (Γράφημα 21.1 & 21.2) Τα αλάβαστρα, στις διάφορες παραλλαγές τους (αρτόσχημο, κυλινδρικό, τριποδικό), αποτελούν τα πλέον δημοφιλή αγγεία της ΥΕΙΙΙ στην Ηλεία. Σε σύνολο 447 ακεραίων αγγείων, προερχομένων από τα νεκροταφεία της κεντρικής και νότιας Ηλείας, τα αλάβαστρα φθάνουν τον αριθμό των 114.1107 Από το νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας προέρχονται 701108 (επί συνόλου 352 αγγείων), ενώ η ανασκαφική έρευνα στη Δάφνη 33 αλάβαστρα, επί συνόλου 63 αγγείων. Η πλειονότητα τους χρονικώς τοποθετείται στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β, ανήκουν στον FS 85,1109 ενώ το σχήμα επιβιώνει και στην 1103. Κ  ουντούρη 2002 (Μεσσηνία), εικ. 52 (ΜΧ 32). Αγγείο με παραπλήσιο διακοσμητικό θέμα. Podzuweit 1981 (Τίρυνθα), σελ. 196, Abb. 48(g), Holmberg 1983 (Μπερμπάτι), σελ. 19 (fig. 9). Στον ώμο ληκύθου αντίστοιχο μοτίβο σελ. 29 (fig. 17). Benzi 1992 (Ρόδος), tav. 82 (m). Καραμήτρου - Μεντεσίδου 2003, σελ. 187, εικ. 14. Ανάλογος διάκοσμος σε οινοχόη από τη θέση Σπάρτο δυτ. Μακεδονίας (χρονολόγηση ΥΕΙΙΙΒ), Mountjoy 1999, σελ. 133 (παρεμφερές διακοσμητικό θέμα σε ΥΕΙΙΙΒ1 αλάβαστρο από την Αργολίδα). 1104. Τ  ο δικτυωτό κοσμεί το 46% των απιόσχημων πιθαμφορίσκων, η φυλλοειδής το 35% και 19% με άλλα μοτίβα, όπως σχηματοποιημένο άνθος, τρίγλυφα - μετόπες κ.λπ. 1105. T  ournavitou 1992, σελ. 188. 1106. Ό.π., σελ. 189. 1107. Δηλαδή ποσοστό 29%. Αντιθέτως στην Αχαία πλέον προσφιλές σχήμα είναι ο ψευδόστομος και έπεται το αλάβαστρο (Giannopoulos 2008, σελ. 152). 1108. Ήτοι 22%. (πρβ. και Βικάτου 1999, σελ. 241). 1109. Κ  ουντούρη 2002 (Μεσσηνία), σελ. 88. Πρβ. και Thomatos 2006, σελ. 72. Σχεδόν το 70% των αλαβάστρων κατατάσσονται στο FS 85, το υπόλοιπο 28% στην κυλινδρική παραλλαγή.

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

239

ΥΕΙΙΙΓ,1110 μόνο που τότε καθίστανται προσφιλείς η κυλινδρική και τριποδική παραλλαγή (Γράφημα 21.1). Αρτόσχημο αλάβαστρο (FS 85): Από τα 101 αλάβαστρα των νεκροταφείων στο κέντρο και το Νότο του Ν. Ηλείας, το 70% ανήκει στον τύπο FS 85. Γενικώς, πρόκειται για σχήμα μικρών διαστάσεων,1111 μολονότι στην Ηλεία εντοπίζονται και αλάβαστρα μεγάλου ύψους.1112 Ο λαιμός, ο οποίος συνήθως είναι βραχύς και ευρύς, μετασχηματίζεται σε υψηλό και κυλινδρικό στις αρχές της ΥΕΙΙΙΓ.1113 Το σώμα αρχικά έντονα πιεσμένο, εξελίσσεται συν τω χρόνω σε ογκηρό και σφαιρικό1114 (κατά την ΥΕΙΙΙΒ), ενώ διαθέτει τρεις λαβές (σπανίως δύο). Η βάση διαμορφώνεται είτε επίπεδη είτε κυρτή, καθιστώντας αναγκαία την πρόσδεση ή την τοποθέτηση του αλαβάστρου σε κάποιο είδος βάσης. Οι πρόδρομοι του αγγείου πρέπει να αναζητηθούν στην ΥΜ Κρήτη, όπου επιχωριάζει ιδιαίτερα το υψηλό - ωοειδές αλάβαστρο και όχι o αρτόσχημος τύπος.1115 Σε αρκετές περιπτώσεις σαν πώματα χρησιμοποιούνται αποκρουσμένες βάσεις κυλίκων.1116 Χωροθέτηση διακόσμου: Το χείλος αποδίδεται ολόβαφο και σπανίως κοσμημένο με λεπτές, επάλληλες γραμμές. Ο λαιμός και οι λαβές (σχεδόν πάντα) είναι επίσης ολόβαφα. Στη βάση του λαιμού μπορεί να γράφονται λεπτές γραμμές (π.χ. π 303). Σε δύο μόνο περιπτώσεις εντοπίστηκαν ολόβαφα αλάβαστρα.1117 Ο διάκοσμος, κατά την ΥΕΙΙΙΑ2, εντοπίζεται στην περιοχή μεταξύ των λαβών και ενίοτε καλύπτει το άνω τμήμα του σώματος. Συν τω χρονω (στην ΥΕΙΙΙΒ) η ζώνη διακόσμησης περιορίζεται σε εύρος και στο υπόλοιπο σώμα γράφονται ταινίες, οι οποίες πλαισιώνουν λεπτές ισοπαχείς γραμμές. Το μοτίβο αποδίδεται και στις τρεις πλευρές του αγγείου, ενώ σπανίως οργανώνεται και δεύτερη ζώνη διακόσμησης, που καλύπτεται από το ίδιο ή διαφορετικό θέμα (στο π 720 δημιουργούνται δύο «διαζώματα», πληρούμενα από κύμα FM 32, ενώ στο π 194 εναλλάσσονται δικτυωτό και κύμα)1118 (Σχέδ. 48, Πίν. 86). Κατά περίπτωση δύναται το βασικό μοτίβο να συμπληρώνεται από ενάλληλες γωνίες1119 ή ανεμώνες1120 (Σχέδ. 48, Πίν. 86). Σπανίως, κάτω από τις λαβές διαφοροποιείται το 1110. Κ  ουντούρη 2002, σελ. 89. 1111. M  ountjoy 1999, σελ. 381. Το ύψος συνήθως φθάνει τα 0,08μ. 1112. M  ountjoy 1990, σελ. 257. Πρόκειται για χαρακτηριστικό γνώρισμα της κεραμικής της ΒΔ Πελοποννήσου. Το ύψος τους ξεπερνά τα 0,20μ. Πρβ. και Mountjoy 1999, σελ. 380 (131:34), Papadopoulos 1979 (Αχαΐα) fig. 130b, Κουντούρη 2002, σελ. 92 και ειδικώς υποσ. 623. Αναφέρουμε το π 720 (υψ. 0,21μ), το π 728 (ύψ. 0, 21μ), το αδημοσίευτο αλάβαστρο από κατεστραμμένο θαλαμωτό τάφο στη θέση «Ρένια» ΔΔ Πλατάνου (πρβ. Γιαλούρης 1964 (πίν. 182β), το αλάβαστρο από το Χελιδόνι (Τριάντη 1978, πίν. 23), τη Μιράκα, θέση «Κρυάβρυση» (Χατζή 1981, πίν. 87). Πάντως πολλά ηλειακά δείγματα ξεπερνούν σε ύψος το μέσο όρο των αγγείων που κατασκεύαζαν οι μυκηναίοι αγγειοπλάστες, δηλ. τα 8-9 εκ. (σημειώνουμε το π 12312 με ύψος 0,17μ και το π 2596, ύψους 0,158μ). 1113. Βικάτου 2001α, σελ. 117. 1114. Βικάτου 2001α, σελ. 117. 1115. Ό.π., σελ. 87. Τhomatos 2006, σελ. 72. Το FS 85 εμφανίζεται κατά την ΥΕΙ, ενώ το κυλινδρικό στην ΥΕΙΙΙΑ. 1116. Η  συγκεκριμένη πρακτική επιχωριάζει στη ΒΔ. Πελοπόννησο (Papadopoulos 1995, σελ. 205 και Mountjoy 1990, σελ. 264). 1117. Π  ρόκειται για το π 650 (νεκροταφείο Νέου Μουσείου) και π 12294 (Στρέφι). Πρβ. Papadopoulos 1979, σελ. 86 και fig. 133 (a, c), Hankey 1952 (Χαλκίδα), pl. 17Ιακωβίδης 1970, σελ. 208 (Περατή). Ολόβαφα αγγεία (αλάβαστρα, αλαβαστροειδείς προχοίσκες, πρόχοι, κύπελλα) απαντούν με αυξημένη συχνότητα τόσο στη ΒΔ όσο και σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, με την εξαίρεση της Αργολιδοκορινθίας (Mountjoy 1999, σελ. 30, Giannopoulos 2008, σελ. 153). 1118. Σ  την περίπτωση αρτόσχημου αλαβάστρου από τη θέση «Ρένια» Πλατάνου ανάμεσα στις λαβές διάγραμμα τρίγωνα (FM 61: 18) και στο σώμα κύμα (FM 32) πρβ. Γιαλούρης 1964, Πίν. 182. 1119. Π  906 (Παρλαμά 1974α, πίν. 29γ-δ). 1120. Π 4163 (Πεύκες - Βικάτου 2001α, σελ. 90, εικ. 13) και π 720 από το νεκροταφείο του Ν. Μουσείου. Στο π 1397 από τα Λακκοφώλια το κύμα συμπληρώνεται από δύο επάλληλες σειρές στιγμών (Σχέδ. 48).

240 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

θέμα1121 από τον διάκοσμο του λοιπού αγγείου1122 (Πίν. 86, π 2028). Ο πυθμένας της βάσης φέρει ομόκεντρους κύκλους, που είτε καλύπτουν το σύνολο του πυθμένα είτε διευθετούνται σε ομάδες (στο κέντρο και στην περιφέρεια). Οι βάσεις κύλικας (όπως προαναφέρθηκε) χρησιμοποιούνται σαν πώματα των αλαβάστρων.1123 Διακοσμητικά θέματα (Γράφημα 21.2): Το πλέον κοινότυπο μοτίβο, το οποίο παρουσιάζεται με συχνότητα στα αρτόσχημα αλάβαστρα, υπήρξε το δικτυωτό (FM 57). Έπονται το κύμα (FM 32), η φυλλοφόρος ταινία (FM 64), τα διάγραμμα τρίγωνα (FM 61), τα επάλληλα αψιδώματα ή ημικύκλια (FM 43 ή 44). Αναλυτικότερα: 1. Τ  ο κύμα (FM 32). Κοσμεί τουλάχιστον 14 αγγεία1124 και κατέστη ένα από τα προσφιλή κοσμήματα και των αλαβάστρων, που προέρχονται από το νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας.1125 Εμφανίζεται ήδη από την ΥΕΙΙΑ και επιβιώνει έως και το τέλος της ΥΕΙΙΙΒ1/αρχές της ΥΕΙΙΙΒ2.1126 Στη διάρκεια της ΥΕΙΙΙΑ καλύπτει το μέγιστο τμήμα του σώματος, οι καμπύλες του αποδίδονται πυκνά,1127 ενώ οι απολήξεις του αποστρογγυλεμένες (Πίν. 86, Σχέδ. 48, π 1396). Κατά την ΥΕΙΙΙΑ2/Β το κύμα αποκτά οξυκόρυφες απολήξεις (FM 32, I, 5), που περιορίζονται σε ύψος, και σε κάποιες περιπτώσεις διευθετείται σε δύο ζώνες διακόσμησης (πρβ. π 720 από το νεκροταφείο του Ν. Μουσείου) ή συμπληρώνεται με ενάλληλες γωνίες (FM 58) ή ανεμώνες (FM 27)1128 (Πίν. 86). Σε αλάβαστρο από τη Ρένια (πρβ. υποσ. 1121) και στο π 194 (Σχέδ. 48, Πίν. 86) ο διάκοσμος διευθετείται σε δύο ζώνες και το κύμα συνυπάρχει με διαφορετικό μοτίβο (διάγραμμα τρίγωνα - FM 61:18, δικτυωτό - FM 57 αντιστοίχως).1129 Ημικύκλια/Αψιδώματα (FM 43/44): Εντοπίζονται σε λίγα αλάβαστρα,1130 προερχόμενα από το νότιο και κεντρικό τμήμα του νομού (Πίν. 87, Σχέδ. 48). Αψιδώματα καλύπτουν ολόκληρο το άνω μέρος του αγγείου (FM 441131 στο π 2 από το Σαμικό). Στο π 80521132 πολλαπλά αψιδώματα (FM 43:j) ξεκινούν από τη βάση και απολήγουν στο ύψος των λαβών (συμπληρώνονται μάλιστα με 1121. Π  αρλαμά 1971, πίν. Λα, σελ. 54, π 2028. 1122. Π  ρβ. υποσ. 1081 για τη γεωγραφική και χρονική διάδοση της συγκεκριμένης πρακτικής. 1123. Ε  νδεικτικά αναφέρουμε το π 221, π 208, π 728, π 4178, π 11256, π 12290 και π 12300 (πρβ. και υποσ. 1119). 1124. Πρόκειται για τα εξής αγγεία: Νέο Μουσείο - π 647, 649, 651, 652, 653, 703, 710, 720, 761, 906, 2603, Λακκοφώλια π 1396, 1397, Πεύκες - π 4163. Souyoudzoglou 1999, σελ. 62 (σε αλάβαστρο από Κοκολάτα Α334 και σε παρόμοιο αγγείο από το Καμπί της Ζακύνθου Ζ41). Υποστηρίζεται μάλιστα χαρακτηριστικά “… the rock pattern is common on rounded LHIIIA2-B alabastra and is well represented in neighbouring Achaia, Elis and Zakynthos”. Το κύμα «γνωρίζει»», κατά την ΥΕΙΙΙ, ευρύτατη γεωγραφική διάδοση Πρβ. Papadopoulos 1979, σελ. 86, Giannopoulos 2008, σελ. 153, υποσ. 204, Mountjoy 1999, σελ. 116 και 134 (για Αργολίδα), σελ. 381 (Ηλεία - συχνά το κύμα είναι διάστικτο, άλλοτε με παραπλήρωση ροδάκων, κύκλων), σελ. 480-481 (Ζάκυνθος), σελ. 525 και 544 (Αττική). Στην Πρόσυμνα (Blegen 1937, fig. 710(165), 709(151) και σελ. 445) το κύμα συχνά συμπληρώνεται με ρόδακες/ανεμώνη. Πρβ. και Μυλωνάς 1975 (Ελευσίνα), σελ. 237, Stubbings 1947 (Αττική) (pl. 11, 2). 1125. Βικάτου 1999, σελ. 241. 1126. Κουντούρη 2002, σελ. 310. 1127. Π  ρβ. και παρατήρηση της Παρλαμά (Παρλαμά 1974α, σελ. 40) «οι καμπύλες των βράχων είναι περισσότερο σφιχτές στο αγγείο από τον τάφο Ζούνη (της ΥΕΙΙΙΑ2)…». 1128. Π  ρβ. και το π 4163 (Βικάτου 2001, σελ. 90, εικ. 13) αλλά και τα π 4344 και π 4541 από το νεκροταφείο της Αγίας Τριάδας (Βικάτου 1999, σελ. 241 και σελ. 243, εικ. 8β). 1129. M  ountjoy 1999, σελ. 380, η ύπαρξη δύο ζωνών διακόσμησης, με διαφορετικό μοτίβο, θεωρείται στοιχείο μινωικό (πρβ. και Kanta 1980, σελ. 250-251 και εικ. 8,3). Επίσης και Papadopoulos, 1979, fig. 122 (g) σε κυλινδρικό αλάβαστρο. Η Κάντα υποστηρίζει (ό.π., σελ. 89) ότι τα κυλινδρικά και αρτόσχημα αλάβαστρα είναι πολύ σπάνια στη μινωική Κρήτη, ενώ απουσιάζει και το μοτίβο του κύματος. 1130. π  2599 (Ν. Μουσείο), π 2 (Σαμικό), π 4181 (Πεύκες), π 8052 (Κλαδέος θέση «Τρύπες»). 1131. Κουντούρη 2002, σελ. 314. 1132. Βικάτου 1998 (Τρύπες), πίν. 97α

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

241

στιγμωτούς ρόδακες - FM 27), ενώ στο π 41811133 το θέμα (παραλλαγή του FM 701134) περιορίζεται, μεταξύ των λαβών. Στην περίπτωση του π 25991135 τα αψιδώματα (FM 43:a) σχηματίζουν μία στενή (Σχέδ. 48, Πίν. 87) ζώνη διακόσμησης μεταξύ των λαβών. Τα συγκεκριμένα ηλειακά αλάβαστρα, δηλ. τα π 8052, 4181, 2, τοποθετούνται στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β1. Δικτυωτό (FM 57): Εμφανίζεται κατά την ΥΕΙΙΙΑ1 και επιβιώνει μέχρι και την ΥΕΙΙΙΓ.1136 Στην ΥΕΙΙΙΑ1 απαντά αραιό και με έντονη απόδοση του περιγράμματος, συν τω χρόνω αποδίδεται πυκνά και με λιγότερο έντονη διαγράμμιση.1137 Αποτελεί το πλέον δημοφιλές θέμα διακόσμησης των αρτόσχημων αλαβάστρων1138 στην Ηλεία (και όχι μόνο),1139 ενώ σε μία περίπτωση (π 194) συνδυάζεται με το κύμα.1140 Το FM 57, κατά την ΥΕΙΙΙΑ1/Α2 καλύπτει σχεδόν το σύνολο του αγγείου (πρβ. Πίν. 88 το π 308 από το νεκροταφείο του Στραβοκεφάλου1141), ενώ βαθμιαία, προϊόντος του χρόνου, περιορίζεται στο άνω τμήμα του ή συρρικνώνεται σε μία εξαιρετικά στενή ζώνη κάτω από το λαιμό (πρβ. το π 340 από το νεκροταφείο του Στραβοκεφάλου, το π 221 από τα Μακρύσια, το π 722 και το π 734, πίν. 89 από το Νέο Μουσείο) (Πίν. 112, Σχέδ. 51). Στο αλάβαστρο π 12295 (Πίν. 88) το δικτυωτό συνδυάζεται και με διάγραμμα τρίγωνα (FM 61:4-5). Διάγραμμα τρίγωνα (FM 61): Συναντάται σε πιθαμφορείς,1142 αλάβαστρα, ψευδόστομους1143 και, κατά την Κάντα, είναι μινωϊκής προέλευσης.1144 Παρουσιάζεται την ΥΕΙΙΙΑ2 και επιβιώνει μέχρι

1133. Β  ικάτου 2001, σελ. 107, εικ. 51. 1134. Α  νάλογο μοτίβο και σε τρίωτο αμφορέα από το Στρέφι αλλά και αλάβαστρο από Αχαΐα (Papadopoulos 1979, fig. 134a), ενώ απαντάται και σε αλάβαστρο από τη Ρόδο (Benzi 1992, σελ. 20). Πρβ. και υποσ. 963-968. 1135. Π  αρλαμά 1974α, πίν. 31β και σελ. 39. Σειρά τέτοιων αψιδωμάτων (περισσότερο καμπυλόγραμμων) συναντάται στον ώμο απιόσχημων πιθαμφορίσκων (πρβ. Papadopoulos 1979, fig. 230c), σε ληκύθους (ό.π., fig. 244-1, 4 και Souyoudzoglou 1999, Pl. 9-A-1006), σε ψευδοστόμους (ό.π. 84e, 87d). Επίσης σε δίωτο αμφορέα από το Αγραπιδοχώρι (π 2014) και στον ώμο ψευδοστόμου (π 2023). 1136. Mountjoy 1986, σελ. 52-53, 68, 70, 94. Mountjoy 1999, σελ. 107, 109, 322, 337, 524. To δικτυωτό εμφανίζεται ήδη από τις αρχές της ΥΕΙΙΙΑ. Συναντάται σε πιθαμφορίσκους, ψευδοστόμους, φλάσκη. Σε αλάβαστρα, αρτόσχημα και κυλινδρικά, είναι εξαιρετικά δημοφιλές (πρβ. σελ. 117 (155), 217(102), 326(36), 379(32), 379(39), 414(40), 417(60), 524(132), 545(215). 1137. Κουντούρη 2002, σελ. 300. 1138. Δικτυωτό συναντάται στα εξής αρτόσχημα αλάβαστρα: π 221, π 194, π 208, π 648, π 702, π 706, 708, π 722, π 734, π 735, π 12295, π 12290, π 12299, π 12300, π 12311, π 11256, π 2600, π 52, π 4164, π 4177, π 4178, π 2028 (Βλ. και πίν. 88). Εξαιρετικά δημοφιλές και σε αγγεία από την Αγ. Τριάδα (Βικάτου 1999, σελ. 241). 1139. Α  χαΐα: Papadopoulos, 1979, εικ. 129 (i), 131(f), 133(h), 134(b, f) 232, εικ. 229 (α), εικ. 235, εικ. 240, 130 d. και σελ. 88, 89, εικ. 136, β. Το θέμα απαντά και σε κυλινδρικά αλάβαστρα εικ. 138 (d), 139 (d), 142(a), 143(b). Ιόνια: Souyoudzoglou 1999, Α 1518, αλάβαστρο από Μεταξάτα Κεφαλονιάς (ΥΕΙΙΙΑ2/Β). Μεσσηνία: Κουντούρη 2002, εικ. 62 (ΜΧ 783) αλλά και σε κυλινδρικό αλάβαστρο πίν. 75 (ΜΧ 107). Αργολίδα: Blegen 1937 (Πρόσυμνα), σελ. 446, fig. 572 (1188) δικτυωτό στον ώμο κυλινδρικού αλαβάστρου. Αττική: Ιακωβίδης 1970, σελ. 103 (για το δικτυωτό εν γένει) και σελ. 208, εικ. 80, 674, Μυλωνάς 1975, σελ. 237, Hiller 1975 (Αίγινα), taf. 30 (276, 277). Δικτυωτό σε δύο κυλινδρικά αλάβαστρα. Σγουρίτσα 1988 (Αττική), σελ. 90, πίν. 14, 42, πίν. 20, 1, πίν. 5, 13, πίν. 21 (2), και σελ. 84, υποσ. 37. Πρβ. και υποσ. 1085 για τη χρήση δικτυωτού σε απιόσχημους πιθαμφορίσκους. 1140. Π  ρβ. υποσ. 1129. 1141. Σ  υγκρίσιμο με Papadopoulos 1979, fig. 131(f). 1142. S ouyoudzoglou 1999, σελ. 63 και πίν. 4-Α1277 (στον ώμο πιθαμφορίσκου από τη Λακκίθρα Κεφαλονιάς, ο οποίος χρονολογείται στην πρώιμη ΥΕΙΙΙΓ. Επίσης και Benzi 1992, σελ. 26 (για διαγραμμισμένα τρίγωνα στη ζώνη μεταξύ των λαβών απιόσχημου πιθαμφορίσκου). 1143. P  apadopoulos, 1979, στο σώμα τριποδικού κυλινδρικού αλαβάστρου fig. 146(b), 241(26) και στο σώμα ψευδοστόμου fig. 98 (e). Mountjoy 1999, σελ. 411 - διαγραμμισμένα τρίγωνα στον ώμο ψευδοστόμου από την Αχαΐα (περιοχή Αιγίου). 1144. Mountjoy 1999, σελ. 380. Η Mountjoy θεωρεί το FM 61: 18, 19 κόσμημα μινωικής προέλευσης. Πιθαμφορέας από τη Μεσσηνία, κοσμημένος με το σχετικό μοτίβο χρονολογείται στην ΥΕΙΙΙΑ2 (σελ. 332).

242 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

και την ΥΕΙΙΙΓ (η Mountjoy1145 υποστηρίζει ότι τα ηλειακά αγγεία χρονικώς τοποθετούνται στην ΥΕΙΙΙΑ2). Στην Ηλεία κοσμεί δέκα αρτόσχημα αλάβαστρα1146 (FM 61:18-19) και εντοπίζεται, ως κόσμημα ζώνης, στην περιοχή μεταξύ των λαβών (Πίν. 89). Στην περίπτωση του αλαβάστρου από τη Ρένια συνδυάζεται με κύμα.1147 Φυλλοφόρος ταινία (FM 64): Εντοπίζεται μεταξύ των λαβών τόσο σε αλάβαστρα (αρτόσχημα και κυλινδρικά1148) όσο και σε πιθαμφορείς. Το μοτίβο1149 εισάγεται στην ΥΕΙ (φυσιοκρατική απόδοση) και σταδιακά σχηματοποιείται, καθώς εξελίσσεται σε σειρά απλών κατακόρυφων γραμμιδίων1150 ή στιγμών.1151 Κατά την ΥΕΙΙΙΑ ο διάκοσμος ξεπερνά το πλαίσιο των λαβών, το πλάτος του όμως αποβαίνει μειούμενο και στα τέλη της ΥΕΙΙΙΒ1 τοποθετείται σχεδόν στη βάση του λαιμού. Στην Ηλεία φυλλοφόρος επισημαίνεται σε δέκα αρτόσχημα αλάβαστρα1152 (Πίν. 89, Σχέδ. 48), εξαιρετικά περιορισμένη στο ανώτερο σημείο του σώματος και με τη λοιπή επιφάνεια του αγγείου, διακοσμημένη με ταινίες και γραμμές. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόδοση του μοτίβου με διπλή σειρά στιγμών σε αγγείο από τον θαλαμωτό τάφο 2 της Δάφνης. Κυματοειδής ταινία (FM 53):1153 Το FM 53:13 κοσμεί αλάβαστρο από το Στρέφι (π 12312). Τρεις επάλληλες κυματοειδείς1154 γραμμές καλύπτουν το χώρο μεταξύ των λαβών, ενώ η ζώνη διακόσμησης οριοθετείται από λεπτές ταινίες. Το αγγείο χρονολογείται στην ΥΕΙΙΙΑ2 (Πίν. 89, Σχέδ. 49). Άλλα διακοσμητικά μοτίβα: Από το Ν. Μουσείο προήλθε το π 25961155 με διάκοσμο λοξού όρμου (FM 48:15) στην περιοχή ανάμεσα στις λαβές. Το αγγείο τοποθετείται στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β1. Αλάβαστρο από το Σαμικό (π 71156) είχε διακοσμηθεί με σχηματοποιημένη αχιβάδα1157 (FM 25:18), και εντάσσεται στην ΥΕΙΙΙΑ/Β (Πίν. 90).

1145. M  ountjoy 1999, σελ. 380. 1146. Π  ρόκειται για τα π 303 (από Στραβοκέφαλο), π 728, π 2855 (από Ν. Μουσείο), π 2029 (από το Αγραπιδοχώρι πρβ. Παρλαμά 1971, πίν. Λβ, σελ. 54-55), δύο αλάβαστρα μεγάλων διαστάσεων από τη Ρένια και το Χελιδόνι (Τριάντη 1978, πίν. 23), ένα αλάβαστρο από τη Δάφνη - τάφος 2 (Αραπογιάννη 1997, πίν. 103β) και τρία αλάβαστρα από την Αγία Τριάδα. 1147. Π  ρβ. υποσ. 1129, 1140. 1148. Σγουρίτσα 1988, πίν. 25 (2), πίν. 27 (10), σε κυλινδρικά αλάβαστρα, που χρονικώς τοποθετούνται στην ΥΕΙΙΙΑ2. Mountjoy 1999, σελ. 117 (κυλινδρικό αλάβαστρο από Αργολίδα), 217, 409 (σε απιόσχημο πιθαμφορίσκο από την Αχαΐα). Πρβ. και Papadopoulos, 1979, εικ. 128 (e), 135 (g), 236 (19). Ιακωβίδης 1970, σελ. 99 και 208. Για τη φυλλοφόρο σε απιόσχημους πιθαμφορίσκους πρβ. και υποσ. 1088. 1149. Κουντούρη 2002, σελ. 305-306. 1150. Αραπογιάννη 1997, πίν. 104γ. 1151. Π  ρβ. αρτόσχημο αλάβαστρο από τον θαλαμωτό τάφο 2 στη Δάφνη. 1152. Π  222, π 223, π 707, π 709 και σε δύο αγγεία προερχόμενα από το νεκροταφείο της Δάφνης (Αραπογιάννη 1997, πίν. 103γ και 104γ). Το κόσμημα είναι προσφιλές και στα αρτόσχημα αλάβαστρα της Αγ. Τριάδας (Βικάτου 1999, σελ. 241). 1153. Κ  ουντούρη 2002, σελ. 320-322. Συνήθως κοσμούνται απιόσχημοι πιθαμφορείς και κυλινδρικά αλάβαστρα. Πάντως οι κυματοειδείς γραμμές αποτελούν ένα από τα συνήθη θέματα της μυκηναϊκής αγγειογραφίας. 1154. Η  απλή ή διπλή κυματοειδής γραμμή καθίσταται δημοφιλές θέμα και για τα κυλινδρικά αλάβαστρα του νεκροταφείου της Αγ. Τριάδας (Βικάτου 1999, σελ. 242). Επίσης και Souyoudzoglou 1999, σελ. 62 (για χρήση κυματοειδούς γραμμής). 1155. Παρλαμά 1974α, σελ. 37-38, πίν. 30γ και Κουντούρη 2002, σελ. 317 (μόνο για το κόσμημα, που συνήθως εντοπίζεται στην κοιλιά ψευδοστόμων ή σε κατακόρυφη διάταξη). 1156. Γιαλούρης 1965α, σελ. 19-20, πίν. 13β. 1157. Κουντούρη 2002, σελ. 332.

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

243

Από τον θαλαμωτό τάφο 1 στις Πεύκες προήλθε αλάβαστρο1158 με διάκοσμο επάλληλων αγκώνων/αγκίστρων (FM 19: 26-29). Το θέμα καλύπτει το άνω τμήμα του σώματος και η ζώνη διακόσμησης οριοθετείται με τρεις ταινίες. Από το θαλαμωτό τάφο Δ του Νέου Μουσείου προήλθε μικρών διαστάσεων αλάβαστρο (π 665), μεταξύ των λαβών του οποίου γράφονται επάλληλες καμπυλόγραμμες γραμμές (παραλλαγή του FM 67:3,5,6).1159 H ζώνη διακόσμησης οριοθετείται με ταινίες (Πίν. 90). Το αγγείο χρονολογείται στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β1. Σε αλάβαστρα από την Αγ. Τριάδα (τάφος ΙΙΙ - συστάδα «Σπηλιές») μεταξύ των λαβών έχουν αποδοθεί: ανεστραμμένο U-σχημο (FM 45)1160 και σχηματοποιημένο μυκηναϊκό άνθος (FM 18 παρ. του 58 και 69), του οποίου μάλιστα το στέλεχος δηλώνεται περίστικτο.1161 Κυλινδρικά αλάβαστρα (FS 94, 95, 96): Το σχήμα (FS 94/95) γνώρισε ευρύτατη διάδοση σε ολόκληρη την Ηλεία1162 (Ν. Μουσείο, Αγ. Τριάδα, Αγραπιδοχώρι, Διάσελλα, Μακρύσια, Στραβοκέφαλο, Δάφνη, Τρύπες, Λακκοφώλια), όπου εμφανίστηκε στα τέλη της ΥΕΙΙΙΑ και επιβίωσε μέχρι την ΥΕΙΙΙΓ,1163 στη διάρκεια της οποίας1164 παράγεται το δίωτο, υψηλό, κυλινδρικό αλάβαστρο (ή πυξίδα) FS 96,1165 καθώς και η τριποδική παραλλαγή του (FS 99). Σχήμα: Το FS 94/95 διαθέτει έξω νεύον χείλος, λαιμό βραχύ, αμφίκοιλο και βάση επίπεδη ή ελαφρώς κυρτή. Οι τρεις λαβές είναι οριζόντιες, κυκλικής διατομής,1166 τοποθετημένες στον ώμο. Στην ΥΕΙΙΙΒ ο λαιμός αποκτά ύψος και στενεύει ελαφρώς.1167 Στην περίπτωση του FS 96 διακρίνονται δύο τύποι: αυτός με το χαμηλό σώμα, που ουσιαστικώς είναι συγκρίσιμος με το FS 94 αλλά διαθέτει δύο λαβές συνήθως στην ακμή του ώμου με το σώμα (συμμετρικά τοποθετημένες), και ο άλλος με το υψηλό σώμα, τον βραχύτατο λαιμό (αναλογικά προς το σώμα), ο οποίος μπορεί να διαθέτει δύο1168 ή και τρεις λαβές1169 στον ώμο ή και πλησίον του λαιμού. Και στις παραλλαγές χρησιμοποιούνται ευρύτατα βάσεις κυλίκων, δίκην πωμάτων.1170 Χωροθέτηση διακόσμησης:1171 Το χείλος, ο λαιμός και οι λαβές υπήρξαν ολόβαφα (σε δίωτα αλάβαστρα της ΥΕΙΙΙΓ απαντούν και λαβές με εγκάρσια γραμμίδια/παύλες1172). Τα αγγεία της ΥΕΙΙΙΑ2 1158. Π  ρβ. και Papadopoulos 1979, fig. 135 (i). 1159. Κ  ουντούρη 2002, εικ 84 (ΜΧ 365). Πρόκειται για αρτόσχημο αλάβαστρο με παραπλήσια με το π 665 διακόσμηση. Επίσης και Papadopoulos 1979, fig 137 (g), πλησιέστερο όμως παράλληλο είναι το κόσμημα στον ώμο ψευδόστομου (fig. 103b). 1160. Β  ικάτου 1995β, πίν. 67γ. Το μοτίβο απαντάται και σε αλάβαστρο από Αχαΐα (Papadopoulos, fig. 133g) αλλά και από τη Βοιωτία (Mountjoy 1999, σελ. 663-664). Χρονικώς κατατάσσεται στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Πρβ. και κυλινδρικό αλάβαστρο Δωδεκάνησα - Morricone 1979/80 (Κώς), fig. 242, fig. 29, Karantzali 2001 (Ρόδος), fig. 35/16497). 1161. Πρβ. και Papadopoulos 1979, fig. 134g. Χρονικώς το αγγείο τοποθετείται στην ΥΕΙΙΙΑ2. 1162. Αλλά και σε ολόκληρο τον αιγαιακό χώρο, αφού το σχήμα εντοπίζεται στη Λακωνία, την Αχαΐα, την Κεφαλονιά, τη Ζάκυνθο, την Αργολίδα, την Αττική, τη Βοιωτία, τη Θεσσαλία και τα Δωδεκάνησα (Ρόδος, Κως) (πρβ. Κουντούρη 2002, σελ. 94). 1163. Πρβ. και Mountjoy 1994, σελ. 210, Κουντούρη 2002, σελ. 91. Το κυλινδρικό αλάβαστρο εισάγεται στη μυκηναϊκή αγγειογραφία πιθανώς κατά την ΥΕΙΙΑ (Stubbings 1947, σελ. 43, Lolos 1987, σελ. 297). 1164. Β  ικάτου 1999, σελ. 242. 1165. Τ  homatos 2006, σελ. 72. 1166. Κ  αι ελλειψοειδούς. 1167. Π  αρλαμά 1974α, σελ. 36 και Mountjoy 1994, σελ. 210. 1168. Πρβ. το π 7178, 7616, 2813. 1169. Πρβ. αγγείο από Δάφνη (Αραπογιάννη 1998, πίν. 91β) 1170. Π 207, π 2811, π 7616. 1171. Β  ικάτου ό.π., σελ. 242. Αναλύει τη χωροθέτηση του διακόσμου στα κυλινδρικά αλάβαστρα της Αγ. Τριάδας, που γενικότερα ισχύει και για την υπόλοιπη Ηλεία. 1172. Α  λάβαστρο από Τρύπες (Γιαλούρης 1964, πίν. 185ε)

244 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

διαθέτουν ευρεία ζώνη διακόσμησης, εκτεινόμενη και κάτω από τις λαβές. Συν τω χρόνω (ΥΕΙΙΙΒ) η ζώνη περιορίζεται μεταξύ των λαβών και το υπόλοιπο αγγείο κοσμείται με ομάδες ταινιών/ γραμμών.1173 Ο πυθμένας της βάσης φέρει αποκλειστικά ομόκεντρους κύκλους,1174 οι οποίοι συχνά διευθετούνται σε ομάδες. Στην ΥΕΙΙΙΓ παρουσιάζονται αγγεία στα οποία ο διάκοσμος καλύπτει το σύνολο του σώματος (μετόπη στο π 7178) και του ώμου (το μοτίβο ώμου και σώματος είναι διαφορετικό1175). Στην ΥΕΙΙΙΓ μέση και ύστερη κάποια κυλινδρικά αλάβαστρα αποδίδονται ολόβαφα, εξαιρουμένης στενώτατης ζώνης μεταξύ των λαβών (πρβ. π 7629 και αγγείο από Τρύπες1176).

i) Διακόσμηση ώμου (FS 94): Α) δικτυωτό (FM 57).1177 Αποτελεί ένα από τα πλέον δημοφιλή μοτίβα των αρτόσχημων αλαβάστρων, σποραδικά χρησιμοποιείται και στα FS 94.1178 Στα π 2602, 6401179 (Πίν. 90) το FM 57 καλύπτει τον ώμο και εκτείνεται και ελαφρώς λίγο πιο κάτω από το ύψος των λαβών, αντιθέτως στην περίπτωση του π 904 η ζώνη διακόσμησης μειώνεται σε πλάτος και δεν υπερβαίνει τη νοητή γραμμή, που συνδέει τις λαβές, στη δε περίπτωση του αγγείου από τη Δάφνη το μοτίβο περιορίζεται σε μία ελάχιστου πλάτους ζώνη στον ώμο, οριοθετημένη προς τα άνω με πολλαπλές επάλληλες, λεπτές ταινίες και κάτω (ακμή ώμου - σώματος) με πλατιά ταινία. Το αγγείο από τη Δάφνη έχει μάλιστα αποκτήσει υψηλό λαιμό (αναλογικά προς το σώμα) και χρονικώς ανήκει πιθανώς στην ΥΕΙΙΙΒ2. Αντίθετα τα υπόλοιπα χρονολογούνται στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β1. Φυλλοφόρος (FM 64): Το FM 64 κοσμεί αρκετά κυλινδρικά αλάβαστρα (FS 94) της ΥΕΙΙΙΑ2/ Β1.1180 Τοποθετείται στην περιοχή μεταξύ των λαβών, σχηματίζοντας άλλοτε ευρεία (στην ΥΕΙΙΙΑ2) και άλλοτε στενή ζώνη διακόσμησης. Επιπρόσθετα και η απόδοση της φυλλοφόρου διαφοροποιείται συν τω χρόνω. Στην πρώιμη ΥΕΙΙΙΑ2 πρόκειται για κατακόρυφα γραμμίδια, τα οποία «ακουμπούν» στο διακοσμητικό πλαίσιο, ενώ στην ΥΕΙΙΙΒ το θέμα μετεξελίσσεται σε εγκάρσιες παύλες/στιγμές. Στο π 654 (Πίν. 90), που κατατάσσεται στις αρχές της ΥΕΙΙΙΒ, οι κατακόρυφες γραμμές διαιρούνται σε ομάδες (FM 64:22), παραλλαγή που απαντά και στην Αττική, Εύβοια αλλά

1173. Ό  πως συμβαίνει στους απιόσχημους πιθαμφορίσκους και τα αρτόσχημα αλάβαστρα. 1174. M  ountjoy 1999, σελ. 108, Ήδη από την ΥΕΙΙΙΑ1 ο τύπος FS 94 έχει διαμορφωθεί και ο πυθμένας της βάσεως κοσμείται με ομόκεντρους κύκλους. 1175. Π  ρβ. π 7178 και π 2024. Υπάρχουν και ελάχιστα δείγματα ολόβαφων αγγείων (από το νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας). Για τα αγγεία από Κλαδέο πρβ. Βικάτου 1998. 1176. Γιαλούρης 1964, πίν. 185ε, Παρλαμά 1971, πίν. ΛΕα, Βικάτου 1998, πίν. 96α. Για σχέση με αρκαδικά δείγματα πρβ. και Σαλαβούρα 2006 (Αρκαδία), σελ. 388, Βλαχόπουλος 2006 (Νάξος), σελ. 257. Πρβ. και υποσ. 1087. 1177. Για τη χρήση δικτυωτού σε κυλινδρικά αλάβαστρα βλ. και υποσ. 1098, όπου και γίνονται εκτενείς αναφορές για την κόσμηση κυλινδρικών αλαβάστρων με το FM 57. Επιπρόσθετα και Μυλωνάς 1975, πίν. 411 (Ηπ3-501) Κουντούρη 2002, εικ. 62 (ΜΧ 783), Βικάτου 1999, σελ. 242. Για τη χρήση δικτυωτού πρβ. υποσ. 1109. 1178. Συγκεκριμένα στο π 640, 2602 και 904 (από Ν. Μουσείο), στο π 1398 (από τα Λακκοφώλια) σε αγγείο από τον τάφο 10 της Δάφνης. Επίσης και σε αγγείο του θαλαμωτού τάφου 4 της Δαφνης (Αραπογιάννη 1997, 103ε). 1179. Π  αρόμοιο (με ευρύτερη ζώνη διακόσμησης) από Αττική (Σγουρίτσα 2001, σελ. 13, εικ. 14-56). 1180. Σ  υγκεκριμένα: το π 85 (από το Σαμικό), το π 654, π 190, π 207, π 182, αγγείο από θαλαμωτό τάφο 4 της Δάφνης (Αραπογιάννη 1997, πίν. 103ε).

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

245

συναντάται και σε απιόσχημους πιθαμφορείς.1181 Στο π 182 (Πίν. 90) τα γραμμίδια (FM 64:20)1182 αγγίζουν το διακοσμητικό πλαίσιο, ενώ αντίθετα στο π 190 (Πίν. 90) έχουν αποδοθεί με εγκάρσιες τελείες-παύλες (παραλλαγή του FM 64:20). Στο π 207 (Πίν. 90) ο διάκοσμος αποτελείται από επάλληλες, πολλαπλές, λεπτές λοξές γραμμές.1183

ii) Διάκοσμος ώμου του FS 96: Το π 20261184 (Πίν. 91) κοσμείται με διάγραμμα τρίγωνα1185 (FM 61:18). Το αγγείο είναι ολόβαφο και εξαιρείται μόνον η περιοχή του ώμου, όπου αποδίδονται άτεχνα και άκομψα διάγραμμα τρίγωνα. Το αλάβαστρο χρονολογείται στη πρώιμη/μέση ΥΕΙΙΙΓ (μολονότι τα διάγραμμα τρίγωνα στην Ηλεία εμφανίζονται ήδη από την ΥΕΙΙΙΑ2/Β, εν προκειμένω η χωροθέτηση του διακόσμου, αλλά και η πρόχειρή απόδοσή του συνηγορούν στην ύστερη χρονολόγησή του). Στην ίδια περίοδο εντάσσονται και τα π 7629 και π 573 από τη θέση «Τρύπες1186», που υπήρξαν ολόβαφα, εξαιρουμένης διακοσμητικής ζώνης στην περιοχή του ώμου1187 (Πίν. 91). Στο πρώτο, η ζώνη περιορίζεται στην ακμή του ώμου/σώματος και πληρούται με απλή σειρά ημικυκλίων1188 (FM 42), στο δεύτερο καταλαμβάνει τον του ώμου και πληρούται με απλή τεθλασμένη γραμμή (FM 61:3, 4). Στην

1181. S tubbings 1947, pl. 11 (7), Hankey 1952, pl. 18 (469b), Immerwahr 1971 (Αρχ. Αγορά), Pl. 65 (XXXVII-1), Hiller 1975 (Αίγινα), taf. 31(280). Κατακόρυφες γραμμές σε διακόσμηση μετόπης. Χρονολόγηση ΥΕΙΙΙΒ. Hood 1986, fig. 15, 18, σελ. 9, 11.Σγουρίτσα 1988, πίν. 40 (20) κυλινδρικό αλάβαστρο με ευρεία ζώνη γραμμιδίων ανάμεσα στις λαβές. Ο διάκοσμος συναντάται και σε απιόσχημους πιθαμφορείς πρβ. υποσ. 1151-1155. 1182. B  legen - Rawson 1973 (Πύλος), fig. 273 (6) - σελ. 214, fig. 292 (8). Παρλαμά 1974α, σελ. 50-52. Papadopoulos 1979, εικ. 137 (g), 138 (b, c), 139 (a, c), 140 (a, b, c, g), 141 (e), 240 (4). Το θέμα με παραλλαγές εντοπίζεται και σε αρτόσχημα αλάβαστρα εικ. 128 (e), 135 (g, f), πιθαμφορίσκους εικ. 122(a,b), δίωτους αμφορίσκους 160(c).Βικάτου 1999, σελ. 242.Κουντούρη 2002, σχεδόν όμοιος διάκοσμος στο ΜΧ7 (πίν. 138). Στο κυλινδρικό αλάβαστρο ΜΧ 111 (πίν. 75) τα γραμμίδια είναι περισσότερο πλατιά από το εξεταζόμενο και «κατεβαίνουν» προς το σώμα, πολύ πιο κάτω από τις λαβές, φθάνοντας σχεδόν στη μεγίστη διάμετρο. Morricone 1965/66, fig. 37 (371), σελ. 65, fig. 191, σελ. 181. Κυλινδρικό αλάβαστρο με κατακόρυφα γραμμίδια. Benzi 1975 (Ρόδος), tav. XIII (224). Παντελίδου 1975 (Αθήνα), σελ. 83 και πίν. 25β. Lewartowski 1987 (Αττική), Abb. 1 (1), σελ. 116. Το κόσμημα εμφανίζεται στους απιόσχημους πιθαμφορείς και στα αλάβαστρα στο τέλος της ΥΕΙΙΙΑ2 και επιβιώνει κατά την ΥΕΙΙΙΒ1. Σακελλαρίου 1985 (Μυκήνες), τάφος 70, πίν. 90 (3062). Shelton 1996 (Πρόσυμνα), fig. 403 (drawing. 13). Στον ώμο κυλινδρικού αλαβάστρου φυλλοφόρος (σελ. 19). Karantzali 2001 (Ρόδος), 18653 (fig. 35) - FM 64:19 - YEIIIA2 (ανάμεσα στις λαβές κυλινδρικού αλαβάστρου. Καραμήτρου - Μεντεσίδου 2003 (δυτική Μακεδονία), εικ. 20 (σελ. 190), σε αρτόσχημο αλάβαστρο. Mountjoy 1999, σελ. 114 (πιθαμφορίσκοι από Αργολίδα με ζώνη διακόσμησης, συμπληρωμένη με κατακόρυφα γραμμίδια), 117 (γραμμίδια μεταξύ των λαβών κυλινδρικού αλαβάστρου από την Πρόσυμνα), 409 (γραμμίδα μεταξύ των λαβών πιθαμφορίσκου), 524-526 (γραμμίδια σε κυλινδρικό αλάβαστρο από Αττική) 381, 387 (μάλιστα σημειώνεται ότι τα γραμμίδια πλέον δεν αγγίζουν το διακοσμητικό πλαίσιο), 393 (κατά τη συγγραφέα το σχήμα εμφανίστηκε αρχικά στην ΥΕΙΙΙΑ2) και 380 για το συγκεκριμένο. Πρβ. και απιόσχημο πιθαμφορίσκο με ευρύτατη ζώνη διακόσμησης, πληρούμενη με γραμμίδια από την Αττική (Σγουρίτσα 1988, πίν. 4 (14)). Mountjoy 1994, σελ. 147. Hood 1986, σελ. 11 (fig. 18). 1183. M  ountjoy 1999, σελ. 114-115 (στον ώμο πιθαμφορίσκου), 217 (στον ώμο ραμφόστομης πρόχου), 334-335 (στον ώμο κυλινδρικού αλαβάστρου από Μεσηννία), 519-520 (κυλινδρικό αλάβαστρο από Αττική με λοξές γραμμές στον ώμο και το σώμα). Επίσης και Σγουρίτσα 1988, πίν. 25, 2. 1184. Υ  πενθυμίζεται ότι πρόκειται για το FS 96 (δηλ. δίωτο αλαβαστροειδές). 1185. Για το θέμα πρβ. και υποσ. 1142-1146. 1186. Γιαλούρης 1964, πίν. 185ε και Βικάτου 1998, πίν. 96α. Πιθανώς πρόκειται για προϊόντα του ιδίου εργαστηρίου. 1187. Αντιστοιχία παρουσιάζεται και με αλάβαστρο από Παλαιόκαστρο (πρβ. Σαλαβούρα 2006, σελ. 388). 1188. Κ  αι στο σώμα ψευδοστόμων (Benzi 1992, tav.99h).

246 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

πρώιμη ΥΕΙΙΙΓ εντάσσεται και το π 8062,1189 που στον ώμο φέρει επάλληλες, λεπτές κυματοειδείς γραμμές.1190 Στην ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη) κατατάσσεται το αλάβαστρο από το θαλαμωτό τάφο 8 του νεκροταφείου της Δάφνης,1191 στον ώμο του οποίου έχει αποδοθεί κόσμημα μετόπης (περ. FM 75:32) με συνδυασμό τριών κατακόρυφων γραμμών και εκατέρωθεν διάγραμμα τρίγωνα (Πίν. 91). Το ίδιο θέμα κοσμεί και το π 7616, είναι δυσδιάκριτη όμως η ακριβής σύνθεσή του. Το π 28111192 διαθέτει ολόβαφο χείλος και λαιμό (Πίν. 91). Στη βάση του λαιμού γράφεται τεθλασμένη (FM 61:3),1193 ενώ στον ώμο ζώνη αντωπών ημικυκλίων1194 με στιγμή στο κέντρο τους (περ. FM 42:8). Το εν λόγω αγγείο συνιστά χαρακτηριστικό δείγμα του πυκνού ρυθμού στο ν. Ηλείας, με κοσμήματα, χωροθετημένα σε κατακόρυφες στήλες και καταλαμβάνοντα το σύνολο του σώματος του (ενάλληλες γωνίες, επάλληλα - ομόκεντρα ημικύκλια, ρόμβοι, τεθλασμένη).1195 Ο ώμος του π 28131196 διακοσμείται με ολόβαφα τρίγωνα (FM 61A3), ενώ του 71781197 με περίστικτα, ομόκεντρα επάλληλα ημικύκλια (FM 43l)1198 (Πίν. 91). Στον ώμο του π 20241199 έχει αποδοθεί σχηματοποιημένη αχιβάδα (FM 25), που συναντάται και σε αμφορέα της ιδίας περιόδου και του αυτού νεκροταφείου1200 (Πίν. 91). Διάκοσμος σώματος: Το σώμα των κυλινδρικών αλαβάστρων, όπως και των αρτόσχημων, διακοσμείται συνήθως με ταινίες και γραμμές1201 (Πίν. 91). Στην περίπτωση αγγείων από την Αγ. Τριάδα (αναφέρω ενδεικτικά π 4358, π 4528) οι ταινίες ήταν ισοπαχείς και διευθετημένες με απόλυτη τάξη και κανονικότητα.1202 Συνήθως μία ομάδα ταινιών χωροθετείται κάτω από την ακμή του ώμου και μία δεύτερη λίγο πάνω από τη βάση. Στο π 2026 ή στο αγγείο από τις Τρύπες το σώμα αποδίδεται ολόβαφο. Ενίοτε σε αγγεία FS 96 το σώμα αποκτά διακοσμητικό θέμα, διαφορετικό από αυτό του ώμου. Έτσι στο π 2024 υπάρχει δικτυωτό (FM 57),1203 ενώ στο π 2811 και 7178 το κόσμημα μετόπης (FM 75:33-34).1204 1189. Β  ικάτου 1998, πίν. 97α 1190. Π  ρβ. αρτόσχημο αλάβαστρο από Στρέφι (π 12312) και υποσ. 1156, 1157. 1191. Α  ραπογιάννη 1998, πίν. 91. 1192. Παρλαμά 1974α, σελ. 42, πίν. 32στ (λακκοειδής τάφος Ι Καυκανιάς). 1193. Βλαχόπουλος 2006, σελ. 235, Giannopoulos 2008, σελ. 155, υποσ. 220 για τεθλασμένη σε αλάβαστρα, αμφορείς και ψευδοστόμους. 1194. Mountjoy 1999, σελ. 585. Το θέμα και σε αμφορέα FS 59 (Morricone 1979-80, fig. 25, σελ. 240), Τhomatos 2006, fig. 1.219 σε κυλινδρικό αλάβαστρο από το νεκροταφείο της Περατής. 1195. Ο  ίδιος διάκοσμος, χωροθετημένος σε κατακόρυφες στήλες, παρατηρείται και στο σώμα του π 7178 (πρβ. Βικάτου 1998, πίν 94γ), προερχόμενο από τον Κλαδέο, λίγα χιλιόμετρα νοτίως των λακκοειδών τάφων της Καυκανιάς. Πιθανώς πρόκειται για παραγωγή του ιδίου κεραμικού εργαστηρίου, που μάλλον είχε έδρα την περιοχή Στραβοκεφάλου/Καυκανιάς. Mountjoy 1999, σελ. 393. Ανάλογη διακόσμηση και σε κυλινδρικό αλάβαστρο από τον τάφο 12 του Παλαιοκάστρου Αρκαδίας (πρβ. και Σαλαβούρα 2006, σελ. 387). 1196. Π  αρλαμά, ό.π., σελ. 43/44, πίν. 33α-β. Πρβ. και υποσ. 1026 για ολόβαφα τρίγωνα. Επίσης και Βλαχόπουλος 2006, σελ. 241 και 243. 1197. Β  ικάτου 1998, πίν. 94γ. 1198. Π  ρβ. υποσ. 993-995. 1199. Παρλαμά 1971, σελ. 57, πίν. ΛΔε. Το ίδιο μοτίβο και σε αμφορέα (π 2014 και π 2016). Πρβ. και υποσ. 1050, 1051. 1200. Και συνεπώς να κατασκευάστηκαν στο ίδιο εργαστήριο. 1201. Βικάτου 1999, σελ. 242. 1202. M  ountjoy 1990, σελ. 267. Η Mountjoy θεωρούσε το χαρακτηριστικό αυτό γνώρισμα των ψευδοστόμων της Αχαΐας, φαίνεται όμως πως παρατηρείται στα κλειστά σχήματα εν γένει (Giannopoulos 2008, σελ. 151). 1203. M  ountjoy 1999, σελ. 393. Το δικτυωτό εντοπίζεται στην Πελοπόννησο και τη Φωκίδα σε ολόκληρη τη διάρκεια της ΥΕΙΙΙΓ, σπανίζει όμως στη ΒΑ Πελοπόννησο. 1204. Πρβ. και αλάβαστρο από Αρκαδία (Σαλαβούρα 2006, σελ. 387).

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

247

Τριποδικά κυλινδρικά αλάβαστρα (FS 99): Σχηματικά μοιάζουν με τα δίωτα κυλινδρικά αλάβαστρα (FS 96), με την προσθήκη τριών, τετράπλευρης διατομής, ποδιών (που άλλοτε διαθέτουν και άλλοτε όχι παράπλευρες αυλακώσεις). Τα πόδια βραχύτατα ξεκινούν από τη βάση (π 4555 - Βικάτου 1999, εικ. 8γ - Πίν. 92) και στην περίπτωση των Τρυπών, υψηλά, από την ακμή του ώμου και απολήγουν κάτω από τη βάση.1205 Το σχήμα παράγεται κατά την ΥΕΙΙΙΓ1206 (πρώιμη) και απαντάται στη ΒΔ Πελοπόννησο (Αχαΐα,1207 Ηλεία, Αρκαδία1208), στην Αττική,1209 και τα νησιά του νοτίου Αιγαίου (Κυκλάδες1210 και Δωδεκάνησα1211). Πάντως το τριποδικό αλάβαστρο δεν θα καταστεί ποτέ δημοφιλές, στη δε Ηλεία εντοπίζεται στα νεκροταφεία της Αγ. Τριάδας1212 (δύο δείγματα) και των Τρυπών.1213 Τα δύο τελευταία φέρουν πώμα1214 (ένα κοσμημένο με δύο απλές ταινίες και το άλλο ολόβαφο, εξαιρουμένης μίας ζώνης στην ακμή του). Διάκοσμος: Το χείλος και ο λαιμός αποδίδονται ολόβαφα. Οι λαβές κοσμούνται με εγκάρσια γραμμίδια. Τα πόδια των δύο αγγείων (Πίν. 92) από τις Τρύπες φέρουν σε όλο το μήκος τους κατακόρυφη τεθλασμένη γραμμή (FM 61:3),1215 ενώ οι πόδες των άλλων δύο κοσμούνται με λεπτές εγκάρσιες γραμμές. Τον ώμο του ενός, εκ των δύο, αγγείου, από την Αγ. Τριάδα, καλύπτουν κροσσωτά1216 επάλληλα ομόκεντρα ημικύκλια (FM 43, παραλλαγή της περίστικτης απόδοσης l). Στην περίπτωση των Τρυπών, το ένα κοσμείται με ημικυκλίσκους (FM 42), διευθετημένους σε ομάδες, με στιγμή στο κέντρο τους, σχηματίζοντας ένα είδος μηνοειδούς κοσμήματος,1217 το δεύτερο φέρει γραμμές και στενή ζώνη διακόσμησης, πληρούμενη με σχηματοποιημένη αχιβάδα (FM 25, παρ. 3 και 21). Στο σώμα, το τριποδικό αλάβαστρο από την Αγ. Τριάδα φέρει γραμμωτά λέπια1218 (FM, 44:10) και το π 8034 τεθλασμένη σε τρίγλυφα (περ. FM 75:22) καθώς και ρόμβο με κεντρική στιγμή (FM 73:o), εγγεγραμμένο σε περίστικτο κύκλο. Μέγιστο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο διάκοσμος1219 του δευτέρου αγγείου από τις Τρύπες. Σε κάθε πλευρά του σώματος αποδίδεται μία στενή ζώνη ημικυκλίων, ενώ στο κέντρο της σύνθεσης αποδίδεται σχηματοποιημένο μυκηναϊκό άνθος/πάπυρος/αχιβάδα1220 (κάτι δηλ. μεταξύ FM 11/18/25),

1205. Υ  ποδηλώνοντας κατασκευή είτε σε διαφορετική χρονική φάση είτε από διαφορετικό εργαστήριο. Σημειωτέον ότι τα εικονιζόμενα Αχαϊκά δείγματα (Papadopoulos 1979, fig. 146) έχουν την ίδια, με τα τριποδικά αλάβαστρα της Αγ. Τριάδας, απόδοση των ποδιών, καταδεικνύοντας και σε αυτήν την περίπτωση τη σύνδεση της ΒΑ Ηλείας με την Αχαΐα. 1206. M  ountjoy 1994, σελ. 147-148, 170-171 και 210. Ιακωβίδης 1970, σελ. 209-212. Βικάτου 1999, σελ. 242. 1207. P  apadopoulos 1979, fig. 146 a, b, d, σελ. 88, 89. 1208. Σαλαβούρα 2006, σελ. 389. 1209. Mountjoy 1999, σελ. 585. 1210. Βλαχόπουλος 2006, σελ. 121-2, Mountjoy ό.π., σελ. 946. 1211. M  ountjoy ό.π., σελ. 1038. 1212. Β  ικάτου ό.π. 1213. Γ  ιαλούρης 1964, πίν. 186δ, Βικάτου 1998, πίν. 96β (το π 8034), Mountjoy ό.π., σελ. 393. 1214. Β  λαχόπουλος ό.π., σελ. 147 και Mountjoy ό.π., σελ. 393. 1215. Επιπρόσθετο στοιχείο ότι αποτελούν προϊόντα του ιδίου εργαστηρίου. Να σημειωθεί ότι σε αντίθεση με τα αρκαδικά και αχαϊκά παράλληλα, τα ηλειακά κυλινδρικά και τριποδικά αλάβαστρα «προτιμούν» την κατακόρυφη διευθέτηση των διακοσμητικών θεμάτων. 1216. Τα κροσσωτά ημικύκλια αποτελούν δημοφιλές αχαϊκό κεραμικό θέμα και εντοπίζονται σε τετράωτους (Papadopoulos 1979, fig. 195:1-5) και δίωτους αμφορείς (ό.π., fig. 200:2, 4). Πρβ. και υποσ. 994. 1217. Πρβ. και τις σχηματοποιημένες ΥΕΙΙΙΒ εκδοχές του άνθους παπύρου (FM 11:14-16). 1218. Σ  ε τριποδικό αλάβαστρο από την Αχαΐα (Papadopoulos 1979, fig. 146d). Το ίδιο μοτίβο εντοπίζεται και σε απιόσχημο πιθαμφορίσκο (π 212) από τα Μακρίσια, όπου και η σχετική βιβλιογραφία για το κόσμημα. 1219. M  ountjoy 1999, σελ. 393, 395. 1220. Mountjoy 1999, σελ. 393 (για παράλληλα απόδοσης του φυτικού μοτίβου).

248 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

το οποίο συμπληρώνεται με αστέρι1221(FM 26/27) (Πίν. 92). Τα δύο θέματα προέρχονται από το πρώιμο μυκηναϊκό θεματικό ρεπερτόριο και πιθανώς έχουν αντιγραφεί1222 από τον μυκηναίο αγγειογράφο, ο οποίος τα είδε να διακοσμούν κάποιο πρωιμότερο χρονικά αγγείο. Σύνοψη: Το αλάβαστρο μαζί με τον ψευδόστομο κυριαρχούν στην κτέριση των ηλειακών τάφων (θαλαμωτών και λακκοειδών). Στην ΥΕΙΙΙΑ/Β έχει καταστεί δημοφιλής η αρτόσχημη παραλλαγή του, ενώ στην ΙΙΙΓ η κυλινδρική. Στις αρχές της ΥΕΙΙΙΓ εμφανίζεται (μεμονωμένα) και το τριποδικό, κυλινδρικό αλάβαστρο, σπανίως διακοσμείται (όπως στην περίπτωση των Τρυπών και της Καυκανιάς), βάσει του Πυκνού Ρυθμό,1223 με πιθανό κέντρο παραγωγής την Αργολίδα. Στην Ηλεία επιχωριάζει μία ιδιόμορφη κατηγορία αλαβάστρων, εξαιρετικά μεγάλων διαστάσεων, ενώ αξιοσημείωτη υπήρξε η εμμονή των κεραμέων στη χρήση διάγραμμων τριγώνων. Ενδιαφέρουσα θεωρείται η συνύπαρξη δύο διαφορετικών μοτίβων σε ένα αγγείο (σε δύο επάλληλες ζώνες διακόσμησης), που πιθανώς αποτελεί μινωική έμπνευση. Το δικτυωτό καθίσταται, στη διάρκεια της ΥΕΙΙΙΑ2/Β, το δημοφιλέστερο κόσμημα, ενώ έπεται το κύμα και η φυλλοειδής. Στο FS 96 παρατηρούνται θέματα περισσότερο γεωμετρικά/γραμμικά (π.χ. τεθλασμένη γραμμή), που «συνωστίζονται» σε στενές ζώνες διακόσμησης, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις το υπόλοιπο αγγείο αποδόθηκε ολόβαφο. Στ. Άωτο Αλαβαστροειδές (FS 77): Το σχήμα συναντάται1224 στην Ηλεία, προέρχεται αποκλειστικώς από ταφικά σύνολα και έχει την εξής ποσοτική και ποσοστική κατανομή: 1. Από τη Δάφνη και την Αγ. Τριάδα προήλθαν 6 και 18 άωτα αλαβαστροειδή αντιστοίχως, αποτελώντας (στην περίπτωση του δευτέρου νεκροταφείου) το 4% του συνόλου των αγγείων. 2. Στο νεκροταφείο του Νέου Μουσείου εντοπίστηκαν οκτώ αγγεία FS 77 (σχεδόν το 11% του συνόλου των ανευρεθέντων αγγείων), ενώ από ένα προήλθε από τα νεκροταφείο του Στραβοκεφάλου1225 και των Λακκοφωλίων.1226 3. Το σχήμα αποτελεί το 4% στο σύνολο της κεραμικής, που απέδωσαν τα νεκροταφεία της κεντρικής και νότιας Ηλείας. Το FS 77 δημιουργείται στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά τους ΥΕΙΙΙΑ1 χρόνους, ενίοτε απαντάται και σε ΥΕΙΙΙΑ2 σύνολα και προέρχεται σχεδόν αποκλειστικά από ταφικά μνημεία. Πρόκειται για κλειστό αγγείο, μικρών διαστάσεων (ύψους από 0,085 μ.1227 έως 0,15 μ.1228), με υψηλό ή βραχύ λαιμό, χείλος έξω νεύον ή πεπλατυσμένο (το έντονα προς τα κάτω καμπτόμενο χείλος δηλώνει υστερώτερη χρονολόγηση - δηλ. ΥΕΙΙΙΑ2) σώμα σφαιρικό ή ωοειδές/πεπιεσμένο, βάση επίπεδη ή ελαφρώς κυρτή. 1221. Και στις δύο πλευρές του φυτικού θέματος. Το αστέρι αποδίδεται με ολόβαφες ακτίνες και παχιά στιγμή στο κέντρο του. 1222. Όχι πιστά, καθώς προσετέθησαν π.χ. κρόσσια στο άνθος παπύρου, χαρακτηριστικό της ύστερης κεραμικής της ΒΔ Πελοποννήσου. 1223. Π  ρόκειται για μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις, όπου σημειώνεται η εμφάνιση του «Πυκνού Ρυθμού». 1224. Α  πό ταφικά σύνολα της Αχαΐας (Papadopoulos 1979, σελ. 84, fig. 124 (g-i) και σελ. 85 και fig. 126 (f), 231 (f). προήλθαν τουλάχιστον 33 δείγματα, αντιθέτως το σχήμα σπανίζει στη Μεσσηνία (τέσσερα μόνο δείγματα, ένα εκ των οποίων είναι από τον οικισμό των Νιχωρίων - Κουντούρη 2002, σελ. 67). Στα Ιόνια πιθανώς εμφανίζεται με αυξημένη συχνότητα κατά την ΥΕΙΙΙΑ2, ενώ ένα δείγμα τοποθετείται στην ΥΕΙΙΙΒ (Souyoudzoglou 1999, σελ. 62). Και από την Αχαΐα ένα άωτο αλαβαστροειδές πιθανώς κατατάσσεται στην ΥΕΙΙΙΓ (Papadopoulos ό.π., σελ. 85). 1225. π 310 1226. π  1403 - τάφος ΙΙ, ταφή Α. 1227. Τ  ο π 705 από το νεκροταφείο του Ν. Μουσείου. 1228. Από το νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας - Βικάτου 1999, σελ. 242.

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

249

Διακόσμηση: Στην περίπτωση της Ηλείας το 54% των άωτων αλαβαστροειδών αποδίδεται ολόβαφο (Πίν. 93), το 38% με σπογγωτό διάκοσμο (FM 77 - Πίν. 93) και το 8% με FM 77 σε συνδυασμό με ταινίες.1229 Στην τρίτη κατηγορία το χείλος και ο λαιμός είναι ολόβαφα, ακολουθεί το σπογγωτό1230 στο σώμα, που στη βάση του λαιμού, στη μεγίστη διάμετρο ή και λίγο πιο πάνω από τη βάση διακόπτεται από ταινίες. Άωτο αλαβαστροειδές από τη Δάφνη1231 είναι ολόβαφο, εξαιρουμένης πλατιάς ζώνης στη βάση του λαιμού, η οποία πληρούται με απλή ζώνη καμπύλων γραμμιδίων (μηνοειδή) (Πίν. 93). Η συγκεκριμένη χωροθέτηση της ζώνης διακόσμησης, το πρόχειρα εκτελεσμένο μοτίβο, φέρνουν στο νου αγγεία της ύστατης ΥΕΙΙΙΒ - αρχές της ΥΕΙΙΙΓ.1232 Χρονολόγηση: Το αγγείο αποτελεί χαρακτηριστικό σχήμα της ΥΕΙΙΙΑ1, παρά ταύτα στην Ηλεία1233 είναι πιθανό να συνοδεύει και ταφές της ΥΕΙΙΙΑ2 (π.χ. στην περίπτωση του Νέου Μουσείου) ή και πλέον υστερώτερες (στη Δάφνη). Η παρουσία τόσο μεγάλου αριθμού αώτων αλαβαστροειδών στο Νέο Μουσείο και γενικότερα στην ευρύτερη περιοχή της Αρχ. Ολυμπίας, τα οποία στην πλειονότητά τους διακοσμούνται πανομοιότυπα (δηλ. είναι ολόβαφα), υποδηλώνει τη λειτουργία τοπικού εργαστηρίου παραγωγής τους. Ζ. Υδρία (FS 128): Τρία μόνο δείγματα του σχήματος αυτού, προερχόμενα αποκλειστικώς από ταφικά σύνολα (τάφοι ΙΙΙ και IV Στραβοκεφάλου, τύμβος Σαμικού1234), έχουν καταγραφεί στην Ηλεία.1235 Η υδρία, η οποία διαθέτει δύο μικρές οριζόντιες, κυκλικής διατομής, λαβές στο σώμα και μία κατακόρυφη ταινιωτή (που ξεκινά από το λαιμό/χείλος και απολήγει στο σώμα), εισάγεται στο μυκηναϊκό σχηματολόγιο κατά τους ΥΕΙΙΙΑ2/Β χρόνους και επιβιώνει μέχρι και την υπομυκηναϊκή περίοδο.1236 Το σώμα της υπήρξε σφαιρικό/πιεσμένο, ενίοτε αποκτά έντονα γωνιώδες περίγραμμα (FS 129), ενώ η βάση διαμορφώνεται επίπεδη (Πίν. 94). Χρονολόγηση: Η χωροθέτηση της κατακορύφου λαβής συνδέεται με τη χρονολογική εξέλιξη του σχήματος, έτσι αγγεία με την κατακόρυφη λαβή στο λαιμό και όχι στο χείλος, κατατάσσονται στη μέση ΥΕΙΙΙΓ και εξής. Στην περίπτωση του Στραβοκεφάλου, η π 329 διαθέτει λαβή, που ξεκινά από το χείλος (πρωιμότερο) και απολήγει στο σώμα και συνεπώς διαφοροποιείται χρονολογικώς από την π 342 (με λαβή στο λαιμό), η οποία πρέπει να αναχθεί στη μέση ΥΕΙΙΙΓ1237 (Πίν. 94, Σχέδ. 49).

1229. Π  ροέρχονται αποκλειστικώς από το νεκροταφείο της Αγ. Τριάδος. Η Κουντούρη (Κουντούρη 2002, σελ. 67) υποστηρίζει ότι λόγω της μικρής χρονικής διάρκειας χρήσης του σχήματος και της διακοσμητικής ομοιογένειας είναι πιθανό «η εξειδικευμένη παραγωγή του να πραγματοποιήθηκε σε ένα κεραμικό εργαστήριο ή περιοχή». Την ίδια άποψη είχε διατυπώσει και ο Benzi (Benzi 1992, σελ. 37), θεωρώντας την Αργολίδα ως κέντρο παραγωγής. 1230. Π  ρβ. και Παντελίδου 1975, σελ. 198, Μπάτζιου - Ευσταθίου 1985, σελ. 42-43 και 56-57. Τα αγγείο κοσμούνται με σπογγωτό και χρονολογούνται στην ΥΕΙΙΙΑ1. 1231. Α  ραπογιάννη 1998, πίν. 92ε (αγγείο από τον θαλαμωτό τάφο 12). 1232. Από την Αχαΐα προέρχεται αλαβαστροειδές, φυλασσόμενο στο Βερολίνο και διακοσμημένο με ενάλληλες γωνίες (FM 58:33 στο άνω τμήμα σώματος) (Papadopoulos 1979, σελ. 85). 1233. Για τη γεωγραφική του διάδοση πρβ. και Mountjoy 1999, σελ. 106 (Αργολίδα), 261 (Λακωνία), 518 (Αττική), 407 (Αχαΐα), 480 (Ζάκυνθος πρβ. Αγαλλοπούλου 1973, 111δ). Σημειώνεται η σπανιότητα του σχήματος στην Αργολίδα αλλά και στη Μεσσηνία, Λακωνία (σελ. 261), συγκριτικά με τη Φωκίδα, Ηλεία και Αχαΐα. Για την τάση της ολόβαφης απόδοσης των σχημάτων πρβ. και Giannopoulos 2008, σελ. 153. 1234. Γιαλούρης 1965α, σελ. 32, πίν. 22β. 1235. Τ  homatos 2006, σελ. 14. Αντίθετα είχε καταστεί δημοφιλής στην Αττική και τη Νάξο. 1236. Π  ρβ. Mountjoy 1994, σελ. 211. Ο Μυλωνάς (Μυλωνάς 1975, σελ. 244-245) υποστηρίζει ότι το σχήμα εμφανίστηκε στην ΥΕΙΙΙΑ και σπανίζει στους τάφους. Ο Βλαχόπουλος πιστεύει ότι η υδρία χρησιμοποιείται αδιαλείπτως ήδη από την ΥΕΙΙΑ (Βλαχόπουλος 2006, σελ. 124). Με την άποψη του Βλαχόπουλου συμφωνεί και η Τhomatos (Τhomatos 2006, σελ. 14) θεωρώντας την Κέα ως περιοχή γένεσης του σχήματος. 1237. Γ  ια τη σχηματική εξέλιξη της υδρία πρβ. και Τhomatos 2006, σελ. 14.

250 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Διακόσμηση: Ο διάκοσμος περιορίζεται στην περιοχή του ώμου (δηλαδή ανάμεσα στις οριζόντιες λαβές) και οριοθετείται προς τα κάτω με τρεις ισοπαχείς και τοποθετημένες σε κανονικά διαστήματα ταινίες.1238 Στην περίπτωση του π 3291239 πρόκειται για διαποίκιλτους ρόμβους1240 (FM 73, l, ae-f, 5-6), ενώ στην π 342 για πλατιά, κυματοειδή γραμμή1241 (FM 53) (Σχέδ. 49). Στην π 76 από Σαμικό) ο διάκοσμος υπήρξε ταινιωτός. Το σχήμα, στην περίπτωση της Ηλείας, είναι μικρών διαστάσεων (με ύψος που δεν υπερβαίνει τα 20 εκ), προέρχεται αποκλειστικά από τάφους και είναι διακοσμημένο, προδίδοντας μη χρηστικότητα. Αντιθέτως, η πλειονότητα των υδρίων (οι οποίες «κατάγονται» από ΜΕ πρότυπα1242) επισημαίνεται σε οικιστικά σύνολα, είναι μεγαλυτέρων διαστάσεων (με ύψος συνήθως μεγαλύτερο των 25 εκ.) και ακόσμητες,1243 επιβεβαιώνοντας το γεγονός της χρηστικότητας τους, για αποθήκευση - φύλαξη υγρών. Η. Φλάσκη ή Φλασκί (FS 188-190): Το FS 188/9 επισημαίνεται με δύο δείγματα. Πρόκειται για τα π 335 και 320, προερχόμενα από τους τάφους ΙΙΙ και VI του νεκροταφείου του Στραβοκεφάλου (Πίν. 94, Σχέδ. 49). Μόνο ένα αγγείο από τον θαλ. τ. 25 της Αγ. Τριάδας ανήκει στον τύπο FS 190.1244 Το FS 188/9 διαθέτει σχετικά ραδινό λαιμό, δύο κατακόρυφες, ταινιωτές λαβές (στην περίπτωση του π 335 είναι ανισομεγέθεις), σώμα φακοειδές/πιεσμένο και βάση διακεκριμένη και δακτυλιόσχημη. Ο Ιακωβίδης1245 σημειώνει, πως το φλασκί διαμορφώθηκε κατ’ απομίμηση ανατολικών προτύπων, διαδόθηκε αρχικώς στην Κρήτη και κατόπιν στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου προσετέθη και η βάση. Το αγγείο στην ηπειρωτική χώρα εισάγεται στη διάρκεια της ΥΕΙΙΙΑ11246 και επιβιώνει μέχρι και τους υπομυκηναϊκούς χρόνους, χωρίς ποτέ να καταστεί ιδιαίτερα δημοφιλές. Ανάλογα

1238. Σ  υνήθης διάκοσμος του FS 128 (Βλαχόπουλος 2006, σελ. 124). 1239. B  uchholz - Karageorghis 1971, σελ. 75 (εικ. 990). 1240. Γ  ια το διακοσμητικό θέμα πρβ. και τους ρόμβους στον ώμο των ψευδοστόμων. Επιπροσθέτως και Ιακωβίδης 1970, σελ. 162, εικ. 29 (560) και εικ. 32 (49), Papadopoulos 1979, fig. 219 (d), 220 (a), 224(f), Souyoudzoglou 1999, Α 1341, Α 1541, Βλαχόπουλος 2006, σελ. 237, Mountjoy 1999, σελ. 167 (σε ώμο ψευδοστόμου), σελ. 229 (στον ώμο ψευδοστόμου της πρώιμης ΥΕΙΙΙΓ). 1241. Το ίδιο μοτίβο και σε υδρία από το Καμίνι Νάξου (Βλαχόπουλος 2006, σελ. 237). 1242. Diehl 1964, σελ. 49-50. Έχει καταγράψει τις διαφορές των ΥΕΙΙΙ υδριών με τα ΜΕ αντίστοιχα, ενώ πραγματεύεται το θέμα της τελετουργικής ή πρακτικής χρήσης (δηλ. πλήρωση με νερό) των υδριών, θεωρώντας πως τα μικρών διαστάσεων αγγεία δεν ήσαν χρηστικά (ό.π. σελ. 119-120). 1243. Πρβ. παρακείμενη Αχαΐα. Τα επτά δείγματα προέρχονται από οικισμούς (τείχος Δυμαίων και Καταρράκτης), είναι μεγάλων διαστάσεων και ακόσμητα. Το αγγείο απουσιάζει από τη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά, ενώ δύο δείγματα προέρχονται από την Αρκαδία (Demakopoulou - Crouwel 1998, σελ. 279-80, pl. 56a, c, Σαλαβούρα 2006, σελ. 384). Το σχήμα δεν εντοπίζεται στην όμορη Μεσσηνία. Για τη γεωγραφική διάδοση πρβ. και Ιακωβίδης 1970, σελ. 238, Μοuntjoy 1999, σελ. 136. Η Μοuntjoy υποστηρίζει ότι τα συγκεκριμένα αγγεία ήταν λατρευτικού (ritual) χαρακτήρα, λόγω διάτρητου πυθμένα. Διακοσμούνταν με ένα θέμα το οποίο κατελάμβανε όλο το σώμα της υδρίας, σελ. 163. Στην Κορινθία και στη Λακωνία, κατά την ΥΕΙΙΙΒ, απαντώνται δείγματα του FS 130, πλούσια κοσμημένα (ό.π., σελ. 220, 276). 1244. Τ  ο υλικό του τάφου θα δημοσιευθεί από την ανασκαφέα του, κα. Ξ. Αραπογιάννη. 1245. Ι ακωβίδης 1970, σελ. 248-249. 1246. Ο  Παπαδόπουλος χρονολογεί τη φλάσκη στην ΥΕΙΙΙΑ2, όπως και η Κουντούρη 2002, σελ. 204. Η Σγουρίτσα (Σγουρίτσα 1988, σελ. 89 και πίν. 4:10) ανάγει χρονικώς το αγγείο στην ΥΕΙΙΙΑ.

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

251

απαντούν στην Αχαΐα, στην Αττική, στην Αργολίδα, στη Ρόδο, στην Κύπρο και στη Συροπαλαιστινιακή ακτή.1247 Το φλασκί διαθέτει τυποποιημένο διακοσμητικό θεματολόγιο, καθώς σχεδόν όλα τα δείγματα (συμπεριλαμβάνονται και τα δύο ηλειακά) κοσμούνται αμφίπλευρα με πολλαπλούς ομόκεντρους κύκλους1248 (το κέντρο των οποίων δηλώνεται με παχιά ή πιο λεπτή στιγμή). Στις πλάγιες όψεις και κάτω από την απόληξη των λαβών ο αγγειογράφος αποδίδει διάφορα θέματα,1249 όπως, στιγμωτούς κυκλίσκους (FM 41) - στο π 320, και κυματοειδή γραμμή1250 (FM 53:13-25) - στο π 335. Στην όμορη Μεσσηνία1251 απαντώνται η σχηματοποιημένη αχιβάδα (FM 25:25) και το δικτυωτό. Το σχήμα, λόγω των μικρών διαστάσεων (στην Ηλεία δεν ξεπερνά τα 0,15 μ. ύψος) και της επιμελημένης διακόσμησης του, πιθανώς είχε απωλέσει τον χρηστικό χαρακτήρα του1252 και χρησιμοποιούταν για τη μεταφορά αρωματικών ελαιών αλλά και ουσιών ζωικής προέλευσης.1253 Θ. Θήλαστρο (FS 159/160): Έξι δείγματα του σχήματος αυτού προέρχονται αποκλειστικώς από ηλειακά ταφικά σύνολα και συγκεκριμένα από τον θαλ. τ. VI του Στραβοκεφάλου (π 319) (Πίν. 95), τον τύμβο του Σαμικού1254 (π 39), από τον λακκοειδή τ. VII του Στρεφίου (π 12284) (Πίν. 95, Σχέδ. 42), από το νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας,1255 από το Χειμαδιό1256 και τον Φλόκα. Τα αγγεία από το Σαμικό και την Αγ. Τριάδα είναι ακόσμητα. Η λαβή συνήθως αποδίδεται καλαθόσχημη, τοξωτή και ταινιωτή, το χείλος έξω νεύον, ο λαιμός σχετικά βραχύς, το σώμα σφαιρικό/κωνικό και η βάση επίπεδη. Η προχοή τοποθετείται λοξά προς το σώμα και το στόμιο, σχηματίζοντας οξεία γωνία (ενώ στη διάρκεια της ΥΕΙΙΙΓ εξελίσσεται σε κάθετη1257). Η δημιουργία του σχήματος πρέπει να αναζητηθεί στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (χωρίς να αποκλεισθεί και η σύνδεσή του με τους ΜΕ ασκούς). Στη ΝΔ Πελοπόννησο το αγγείο ανευρίσκεται ήδη από τα τέλη της ΜΕΧ. Το θήλαστρο, στη διάρκεια της ΥΕΧ,1258 δεν καθίσταται δημοφιλές.

1247. Π  ρβ. Κουντούρη 2002, σελ. 203-204 και Papadopoulos, 1979, σελ. 98-99, εικ. 254 (d), όπου απαριθμούνται οι θέσεις ανεύρεσης (Αργολίδα, Αττική, Αίγινα, Θήβα, Μεσσηνία, Ιθάκη, Ζάκυνθος, Κώς, Ρόδος, Κρήτη). Επιπροσθέτως Mountjoy 1999, σελ. 124 και 140(ΥΕΙΙΙΑ2 και ΥΕΙΙΙΒ δείγματα από Αργολίδα), 218 (από Κόρινθο), 338 (από Μεσσηνία), 383 (από Ηλεία), 411 (Αχαΐα), 482 (Ζάκυνθος πρβ. και Αγαλλοπούλου 1973, σελ. 206), 530 (Αττική). 1248. B  legen 1937, fig. 110 (226), 192 (458). Stubbings 1947, pl. 16 (5-6). Σακελλαρίου 1985, τάφος 91, πίν. 129 (3198) Φλασκί με αμφίπλευρη διακόσμηση ομοκέντρων κύκλων, εξαιρετικής ακρίβειας και λεπτομέρειας. Deshayes 1966, pl. LXXXII (9). Μυλωνάς 1975, πίν. 408α (Θπ-627) (σελ. 233). Σγουρίτσα 1988, σελ. 89 και πίν. 4 (10). 1249. Έ  τσι το εξεταζόμενο από τη Σγουρίτσα (ό.π.) αγγείο διαθέτει επάλληλα αψιδώματα και αυτό από την Ελευσίνα (Μυλωνάς ό.π.) κομμένο πλοχμό. 1250. Κυματοειδής γραμμή και στις πλάγιες όψεις φλασκιού πό τον τάφο Γ στο Καμίνι της Νάξου (Βλαχόπουλος 2006, σελ. 130). 1251. Κουντούρη 2002, εικ. 20 (ΜΧ 240), πίν. 29 (ΜΧ 241) και πίν. 137 (ΜΧ 283) για αμφίπλευρη διακόσμηση ομόκεντρων κύκλων. Στην πλάγια όψη του ΜΧ 240 σχηματοποιημένο μυκηναϊκό άνθος. 1252. Μολονότι έχει εντοπισθεί και σε οικιστικά σύνολα. 1253. Κ  ουντούρη 2002, σελ. 204. Χημικές αναλύσεις σε αγγεία από διάφορες θέσεις της δυτικής Κρήτης απέδειξαν ότι είχαν χρησιμοποιηθεί για την αποθήκευση ζωικού λίπους (βλ. Τζεδάκις - Matlew 1999, σελ. 58-59). 1254. Γ  ιαλούρης 1965α, σελ. 33, πίν. 23δ. 1255. Β  ικάτου 1999, σελ. 246. 1256. Π  αρλαμά 1974α, σελ. 48. 1257. Mountjoy 1994, σελ. 211. 1258. Τhomatos 2006, σελ. 80.

252 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Επιχωριάζει στη Μεσσηνία,1259 στην Αργολίδα και στην Αττική,1260 αλλά σπάνια εντοπίζεται στην Αχαΐα, στην Αρκαδία,1261 στην Εύβοια και στα Δωδεκάνησα.1262 Χρησιμοποιείται, πιθανώς, για την αποθήκευση1263 μη πτητικών υγρών, τα οποία πρέπει να τοποθετηθούν με ακρίβεια και σε μικρή ποσότητα σε ένα σημείο (κάτι σαν τα σημερινά σκεύη για το ελαιόλαδο). Η σύνδεση των θηλάστρων με τις παιδικές ταφές1264 δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί στην περίπτωση της Ηλείας, καθώς δεν υπάρχουν αρκετά ανθρωπολογικά/στρωματογραφικά δεδομένα, μόνο στην περίπτωση του Στρεφίου (λάκκος VII) δύναται να πιθανολογηθεί η συνύπαρξη θηλάστρου και παιδικής ταφής. Διακόσμηση: Το αγγείο συχνά αποδίδεται ολόβαφο (ΥΕΙΙΙΑ1), κατόπιν κοσμείται με ταινίες, ενώ στη διάρκεια της ΥΕΙΙΙΒ γράφονται στον ώμο γραμμικά κοσμήματα, όπως πλοχμός, κυματοειδής, φυλλοφόρος.1265 Η ράχη της λαβής καλύπτεται με εγκάρσια, παχιά γραμμίδια (π 12284), ενώ η προχοή με ταινίες, εξαιρουμένης κεντρικής λωρίδας (Πίν. 95, Σχέδ. 49). Στην Ηλεία το π 12284 φέρει στον ώμο πλοχμό (FM 48:5),1266 που οριοθετείται προς τα κάτω με δύο αμελώς αποδοσμένες ταινίες. Στα τέλη της ΥΕΙΙΙΒ ή και στις αρχές της ΥΕΙΙΙΓ πιθανώς εντάσσεται το π 2802 (από το Χειμαδιό), που κοσμείται (στον ώμο) με περίστικτα πολλαπλά, ομόκεντρα ημικύκλια1267 (FM 43:31). Το θήλαστρο από το Φλόκα1268 διαθέτει εξόγκωμα πάνω στο χείλος, πλησίον του σημείου επαφής χείλους - λαβής. Αυτό το χαρακτηριστικό αποτελεί γνώρισμα μινωικό και πιθανώς το εν λόγω αγγείο έχει εισαχθεί από την Κρήτη.1269

1259. Κ  ουντούρη 2002, σελ. 147-165. 1260. S tubbings 1947, pl. 17 (3), Ιακωβίδης 1970, σελ. 241-244. Η πλειοψηφία των θηλάστρων της Περατής διαθέτουν ύψος, κυμαινόμενο μεταξύ 0,10-0,13 μ., κάποια είναι ακόμη μικρότερα (όπως και το ηλειακό π 319) και επτά είναι λίγο μεγαλύτερα των 0,13μ. Τα θήλαστρα της Περατής φέρουν ταινίες στο σώμα (η πλειοψηφία εξ’ αυτών) και έχουν ολόβαφο το λαιμό. Περίπου 19 θήλαστρα έχουν διακοσμημένο ώμο. Ως σχήμα αγγείου εμφανίζεται στην ΥΕΙΙΙΑ, επιβιώνει κατά την ΥΕΙΙΙΒ και ελάχιστα δείγματα προέρχονται από ΥΕΙΙΙΓ σύνολα. Μυλωνάς 1975, σελ. 239, πίν. 414 (Θπ15-665) Ο Μυλωνάς υποστηρίζει ότι πρόκειται για αγγείο με μακρά επιβίωση έως και τους γεωμετρικούς χρόνους. Σγουρίτσα 1988, σελ. 90. 1261. Σ  αλαβούρα 2006, σελ. 392. 1262. Papadopoulos, 1979, fig. 254 (g) και σελ. 99, όπου υπογραμμίζεται η ευρύτατη γεωγραφική διάδοση του αγγείου σε ταφικά αλλά και οικιστικά σύνολα (Πύλος, Μονεμβασιά, Πρόσυμνα, Μυκήνες, Άργος, Τίρυνθα, Ασίνη, Κοράκου, Ζυγουριές, Αττική, Θεσσαλία, Αίγινα, Κέα, Νάξος, Κως, Ρόδος, Ν. Ιταλία). Επίσης πρβ. Κουντούρη 2002, σελ. 158. Mountjoy 1999, σελ. 122 (από Αργολίδα), 216 (Κορινθία), 383 (από Σαμικό Ηλείας), 390 (Χειμαδιό), σελ. 528 (Αττική). 1263. Πρβ. και Blegen - Rawson 1966, σελ. 379. 1264. Σγουρίτσα 1987, σελ. 23 και Κουντούρη 2002, σελ. 164. 1265. Κ  ουντούρη 2002, σελ. 158. 1266. Κ  ουντούρη 2002, Το θήλαστρο ΜΧ 777 παρουσιάζει ομοιότητες ως προς την απόδοση του σχήματος με το εξεταζόμενο, ενώ στον ώμο φέρει κυματοειδή ταινία. Πρβ. και πίν. 22 (ΜΧ 368), 41 (ΜΧ 210, ΜΧ 236) οι καλαθόσχημες λαβές κοσμούνται με εγκάρσια γραμμίδια. Πλησιέστερο παράλληλο από Σαλαμίνα (Αλεξοπούλου 1991, σελ. 144 εικ. 10, αρ. 16). Mountjoy 1999, σελ. 123 θήλαστρο από Άργος με κόσμημα πλοχμού επί του ώμου. Σγουρίτσα 1988, πίν. 45 (46), πλοχμός στον ώμο δίωτου πιθαμφορίσκου. Η απόδοση του κοσμήματος είναι πανομοιότυπη και η Σγουρίτσα χρονολογεί το αγγείο στην ΥΕΙΙΙΒ/πρ. Γ. Πλοχμός και στον ώμο κυλινδρικού αλαβάστρου από τη Σαλαμίνα (πρβ. Αλεξοπούλου 1991, σελ. 142 (εικ. 8). Crouwel 1973, σελ. 93 (3). Ταυτόσημο κόσμημα πλοχμού σε προχοϊκό κύαθο (FS 249). Το θέμα εμφανίζεται στην ΥΕΙ και επιβιώνει έως την πρώιμη ΥΕΙΙΙΓ. Στην Κώ πλοχμός κοσμεί και δίωτο αμφορίσκο (FS 59) πρβ. και Benzi 1992, tav. 74 (d). 1267. Π  αρλαμά 1974α, σελ. 48. 1268. Γ  ιαλούρης 1963, πίν. 135α. 1269. Kanta 1980, σελ. 300 και Mountjoy 1999, σελ. 390.

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

253

Ι. Σύνθετο ή Πολλαπλό Αγγείο (FS 324/325/330):1270 Απαρτίζεται από δύο ή και περισσότερα (συνήθως τρία, σπανιότερα τέσσερα) αγγεία, βασικώς από απιόσχημους πιθαμφορείς,1271 κυλινδρικά, αρτόσχημα αλάβαστρα και ψευδοστόμους. Το σχήμα υπήρξε προϊόν της ηπειρωτικής Ελλάδας και υιοθετείται στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β.1272 Τα νεκροταφεία της Ηλείας απέδωσαν έξι σύνθετα/πολλαπλά αγγεία: Το π 181 (Διάσελλα, τάφος Β), αποτελούμενο από τέσσερεις απιόσχημους πιθαμφορείς (FS 47/48), οι οποίοι διακοσμούνται στον ώμο με δικτυωτό (FM 57:2) (Πίν. 97, Σχέδ. 50). Τρία σύνθετα αγγεία προήλθαν από το νεκροταφείο του Κλαδέου - θέση «Τρύπες».1273 Πρόκειται: A) για το π 6311274 (FS 330), που απαρτίζεται από δύο κυλινδρικά αλάβαστρα1275 (FS 94), κοσμημένα, στον ώμο, με ζώνες αντωπών ημικυκλίων (περίπου, FM 43:e, 25/26), και στο σώμα με, πρόχειρα αποδοσμένη, κυματοειδή γραμμή (FM 53:29, 30). Το αγγείο ανάγεται στην ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη/μέση) (Πίν. 96). Β) για το π 7628 (FS 330). Αποτελείται από τρία κυλινδρικά αλάβαστρα (FS 96), στο σώμα των οποίων αποδίδεται κυματοειδής γραμμή1276 (FM 53:29-30) και Γ) για το π 8042 (FS 324). Συντίθεται από τρεις απιόσχημους πιθαμφορείς, διακοσμημένους με δικτυωτό στον ώμο.1277 Στην Αγ. Τριάδα το σχήμα αντιπροσωπεύεται από μόλις δύο δείγματα, που αποτελούνται από τρία κυλινδρικά αλάβαστρα και τρεις ψευδόστομους1278 αντιστοίχως (Πίν. 96). Τα εξεταζόμενα αγγεία συνδέονται μεταξύ τους τόσο με τεμάχια πηλού,1279 τοποθετημένα κατόπιν της κατασκευής τους, όσο και με την καλαθόσχημη, τοξωτή, ταινιωτή λαβή (εκτός του π 631, που τα δύο αλάβαστρα ενώνονται με τεμάχιο πηλού στο σώμα τους). Η ράχη της λαβής κοσμείται με ενάλληλες1280 (π.χ. π 181 - FM 58:32-33), εγκάρσιες γραμμές (π 4443) και με διπλή σειρά ενάλληλων γωνιών (π 4572).1281 Στο π 4572 ένα μόνο από τα αγγεία είναι πλήρης ψευδόστομος, ενώ τα υπόλοιπα δεν διαθέτουν προχοή και λαβές. Ο ώμος κοσμείται με ένθεση υαλόμαζας (όπως συμβαίνει και με άλλους δύο

1270. Β  λαχόπουλος 2006, σελ. 146. Θεωρείται ότι το αγγείο προοριζόταν αποκλειστικώς για συμβολική/τελετουργική χρήση. 1271. P  apadopoulos 1979, σελ. 106, Souyoudzoglou 1999, σελ. 63. 1272. Γ  ια το θέμα του χρονικού προσδιορισμού της δημιουργίας του πρβ. και Ιακωβίδης 1970, σελ. 212-213, Hiller 1975, taf. 31 (287, 289, 288). Πολλαπλά αγγεία, αποτελούμενα από δύο ή τέσσερα αρτόσχημα αλάβαστρα. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Souyoudzoglou 1999, σελ. 63, Στην περίπτωση των Ιονίων η πλειοψηφία των συνθέτων αγγείων αποτελείται από πιθαμφορίσκους. Το αγγείο εμφανίζεται στην ΥΕΙΙΙΑ2, αλλά καθίσταται δημοφιλές στην ΥΕΙΙΙΒ. Thomatos 2006, σελ. 78. Υποστηρίζεται ότι πρωτοκατασκευάστηκε κατά την ΥΕΙΙΙΒ. 1273. Ένα από τις παλαιές ανασκαφές των Γιαλούρη - Θέμελη και δύο από τις πλέον πρόσφατες. 1274. Γιαλούρης 1964, πίν. 187β και Mountjoy 1999, σελ. 391. 1275. Αντίστοιχο και από Αρκαδία με διάκοσμο σχηματοποιημένης αχιβάδας και χρονολογούμενο στην ΥΕΙΙΙΓ (Σαλαβούρα 2006, σελ. 404). 1276. Π  ιθανώς το π 631 και π 7628 παρήχθησαν από το αυτό κεραμικό εργαστήριο. 1277. Γ  ια τα π 7628 και 8042 πρβ. αντιστοίχως Βικάτου 1998, πίν. 96α και 97α. 1278. Π  4572, πρβ. και Βικάτου 1999, σελ. 243/44, εικ. 12. 1279. Γ  ια την κατασκευή του FS 324/5 πρβ. και Papadopoulos 1979, σελ. 106. 1280. Πρβ. και δείγματα από τη Ρόδο (Benzi 1992, σελ. 45), την Περατή (Ιακωβίδης 1970, σελ. 212). Επίσης και Βλαχόπουλος 2006, σελ. 146, Giannopoulos 2008, σελ. 150 (ευρεία διάδοση του διακόσμου στην Αργολίδα, Κεφαλονιά, Λοκρίδα). 1281. Στην Αχαΐα εντοπίζεται και η κυματοειδής (Papadopoulos 1979, 106). Επιπροσθέτως, θεωρείται χαρακτηριστικό γνώρισμα της «Μυκηναϊκής Κοινής» στη ΒΔ Πελοπόννησο (Papadopoulos 1995, σελ. 205).

254 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

ψευδοστόμους, προερχομένους από το ίδιο νεκροταφείο)1282 και με κροσσωτά ημικύκλια.1283 Στο σώμα γράφονται επάλληλες, ισοπαχείς ταινίες,1284 δημιουργώντας στενές ζώνες διακόσμησης, μία εκ των οποίων πληρούται με τεθλασμένη (FM 61). Χρονολόγηση: Τα ηλειακά δείγματα κατατάσσονται χρονικώς στην ΥΕΙΙΙΒ/ΥΕΙΙΙΓ (μέση). ΙΑ. Ασκοί (FS 195)/Πτηνόσχημοι ασκοί: Δύο δείγματα του FS 1951285 (ασκός με βάση) προέρχονται από τα ηλειακά νεκροταφεία. Ο π 235, από τον τάφο Α στην Κανιά Μακρισίων και ένας δεύτερος από την Αγ. Τριάδα.1286 Το σχήμα1287 (που αποτελεί πιθανώς μίμηση δερμάτινου προτύπου) απαντά από τους ΥΕΙΙΑ έως και τους ΥΕΙΙΙΓ χρόνους και έχει ανευρεθεί τόσο σε ταφικά όσο και οικιστικά1288 σύνολα. Ο ασκός συναντάται σποραδικώς,1289γνωρίζει όμως, ευρεία γεωγραφική διάδοση (Αργολίδα, Μεσσηνία, Αχαΐα, Αρκαδία, Αττική, Βοιωτία, Κώ).1290 Η διακόσμησή του είναι πρόχειρη και στην πλειονότητα των περιπτώσεων ταινιωτή. Ο π 2351291 (Πίν. 97, Σχέδ. 50) στη βάση της λαβής φέρει ακτινωτά διατεταγμένες γραμμές, ενώ το υπόλοιπο σώμα παραμένει ακόσμητο. Ο ασκός από την Αγ. Τριάδα αποδίδεται ολόβαφος.1292 Πτηνόσχημοι ασκοί: Τρία δείγματα απέδωσαν τα μέχρι ώρας ερευνηθέντα ηλειακά νεκροταφεία (Πίν. 98). Δύο εξ’ αυτών προέρχονται από το νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας1293 (με ύψος περί τα 0,14 μ.) και το τρίτο από τον Κλαδέο1294 (π 7263). Το σώμα τους1295 είναι ασκοειδές, αποδίδεται το κεφάλι και ο λαιμός, ενώ στηρίζονται σε τρία πόδια. Στη ράχη και πλησίον του λαιμού του αγγείου αποδίδεται κατακορύφως η προχοή. Το π 7623 τεχνοτροπικά βρίσκεται μεταξύ των απλών ασκών και των πτηνόσχημων, αφού δεν διαθέτει πόδια αλλά βάση, ούτε προχοή προσαρτημένη στη ράχη του αγγείου,1296 υποδηλώνοντας μάλλον χρονολογική πρωιμότητα. Κατά τα λοιπά (η απόδοση της προχοής) βρίσκει παράλληλα με τα πτηνόσχημα από την Αγ. Τριάδα. Το σώμα διακοσμείται με γραμμικά μοτίβα, εμπνευσμένα από τον ΥΕΙΙΙΓ «Πυκνό Ρυθμό».1297 Πρόκειται για τα εξής θέματα:1298 πολλαπλά ομόκεντρα ημικύκλια (FM 43), κατακόρυφες

1282. Βικάτου 1999, σελ. 244 και Χατζή 2002, σελ. 80. 1283. Giannopoulos 2008, σελ. 149-150. 1284. Ό  .π. σελ. 151. 1285. P  apadopoulos, 1979, εικ. 162 d, εικ. 254 e. Σγουρίτσα 1988, σελ. 12-13, πίν. 4, σελ. 47, πίν. 24. Σαλαβούρα 2006, σελ. 401. 1286. Βικάτου 1999,σελ. 246 1287. Γ  ια την τυπολογία των ασκών, κατά την ΥΕΧ, βλ. και Misch 1992, σελ. 120. 1288. Κ  ουντούρη 2002, σελ. 206-207. 1289. Guggisberg 1998, σελ. 73. Τα πρώτα δείγματα του αγγείου από τον θαλαμωτό τάφο 524 των Μυκηνών. 1290. Papadopoulos 1979, σελ. 101 και υποσ. 50, Σαλαβούρα 2006, σελ. 402. 1291. Τ  υπολογικά ανήκει στον FS 195 C: 2 (Misch 1992, σελ. 137). 1292. Σ  την Αχαΐα μόνο δύο δείγματα είναι ολόβαφα, ενώ στα λοιπά σημειώνονται απλά γραμμικά θέματα (όπως κυματοειδής, ρόμβοι, ενάλληλες κα), πρβ. Ιακωβίδης 1970, σελ. 250-251, Immerwahr 1971, σελ. 139, Papadopoulos 1979, σελ. 100. 1293. Βικάτου 1999, σελ. 246, εικ. 15. 1294. Β  ικάτου 1998, πίν. 95γ. 1295. Π  ρόκειται για τα δείγματα από την Αγ. Τριάδα. 1296. Συγκρίσιμο το παρόν αγγείο με αντίστοιχα από το Παλαιόκαστρο Αρκαδίας (Σαλαβούρα 2006, σελ. 401), ενώ διαφοροποιούνται από τα αχαϊκά δείγματα (δεν διαθέτουν πόδια και προχοή στη ράχη). 1297. Το ίδιο παρατηρείται και στην Αχαΐα (βλ. Papadopoulos 1979, σελ. 102, Misch 1992, σελ. 179), στην οποία εντοπίστηκαν συνολικώς δώδεκα πτηνόσχημοι ασκοί, προερχόμενοι από τέσσερα νεκροταφεία (Καγκάδι, Σπολιαρέϊκα, Καλλιθέα, Κλάους) (πρβ. Giannopoulos 2008, σελ. 159). 1298. Papadopoulos 1979, σελ. 102, Misch 1992, σελ. 179.

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

255

γραμμές διευθετημένες σε μετόπες,1299 το δικτυωτό (αμελούς κατασκευής) με τεθλασμένη (π 7263),1300 ενάλληλες στη ράχη των ποδιών. Ακριβή παράλληλα εντοπίζονται στην Αχαΐα, υποδηλώνοντας την ύπαρξη τοπικού εργαστηρίου (ΒΔ. Πελοποννήσου) το οποίο κατασκεύαζε και διακινούσε το συγκεκριμένο σχήμα.1301 Ο πτηνόσχημος ασκός απαντάται συνήθως σε ταφικά σύνολα,1302 επιχωριάζει στην Αχαΐα (ενώ σπανίζει στην υπόλοιπη χώρα1303), ενώ επισημαίνεται και στην Κύπρο.1304 Η σύσταση του πηλού αλλά και οι κατασκευαστικές ιδιομορφίες1305 των αχαϊκών δειγμάτων υποδηλώνουν την παραγωγή τους στη ΒΔ. Πελοπόννησο και όχι την απευθείας εισαγωγή τους από την Κύπρο. Πιθανώς, τα Δωδεκάνησα1306 και οι Κυκλάδες ανέλαβαν ρόλο «εισαγωγέα» του σχήματος στην ηπειρωτική Ελλάδα.1307 ΙΒ. Δακτυλιόσχημα (FS 196): Πρόκειται για ιδιαιτέρου σχήματος αγγείο, με σωληνωτό σώμα, επίπεδη βάση και ταινιωτή, καλαθωτή ή κατακόρυφη (λαιμός - χείλος) λαβή. Τέτοια αγγεία απέδωσαν τα νεκροταφεία της Αγ. Τριάδας1308 και του Κλαδέου1309 (θαλ. Τάφος 7). Στην περίπτωση της Αγ. Τριάδας διακοσμούνται με ζιγκ - ζαγκ (FM 61) και κροσσωτά ομόκεντρα ημικύκλια (FM 43) και χρονολογούνται στην ΥΕΙΙΙΓ (όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των FS 196).1310 Τα ηλειακά δείγματα είναι συγκρίσιμα με αχαϊκά και κεφαλληνιακά δακτυλιόσχημα αγγεία.1311 Μολονότι ο συγκεκριμένος τύπος δεν κατέστη δημοφιλής για τον μυκηναίο αγγειοπλάστη, παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική διασπορά1312 (Κύπρος, Ρόδος, Δελφοί, Κως, Αττική, Εύβοια, Κεφαλονιά). Σχετικά με την «αξιοποίησή τους» έχει προταθεί η χρήση ως λυχνάρια ή η μεταφορά ευαίσθητων και έντονα πτητικών υγρών.1313

1299. Β  ικάτου 1999, εικ. 15. 1300. Β  ικάτου 1998, πίν. 95γ. 1301. M  isch 1992, σελ. 180, Papadopoulos 1995, σελ. 205. 1302. Κατά τον Misch (Misch 1992, σελ. 137) συνοδεύει γυναικείες ταφές, έχοντας ρόλο «μυροδοχείου». Βλ. και Βλαχόπουλος 2006, σελ. 131. 1303. Για τη γεωγραφική διάδοση πρβ. και Βλαχόπουλος 2006, σελ. 133. 1304. Papadopoulos 1979, σελ. 103. Ο Βλαχόπουλος (ό.π.) υποστηρίζει ότι ένας εκ των ναξιακών πτηνοσχήμων έχει εισαχθεί από την Κύπρο. 1305. Σ  την Κύπρο τα πόδια των αγγείων αποδίδονται κυκλικά και είναι βραχύτατα, σε σχέση με το σώμα. Επιπλέον, απουσιάζουν τα πλαστικώς αποδοσμένα φτερά, τα οποία συχνά εντοπίζονται σε κυπριακά δείγματα (Misch 1992, σελ. 180). Ο πηλός, τα διακοσμητικά θέματα - η βαφή αλλά και η τεχνοτροπία είναι σαφώς αχαϊκά, χωρίς να αγνοείται η σχέση Κύπρου - ΒΔ Πελοποννήσου, στα τέλη της ΥΕΙΙΙΓ (πρβ. και Giannopoulos 2008, σελ. 161-162). 1306. Β  λαχόπουλος 2006, σελ. 133. 1307. M  isch 1992, σελ. 143 και Βλαχόπουλος 2006, σελ. 133 (όπου περιληπτικώς μνημονεύονται όλες οι διατυπωθείσες θεωρίες για τη δημιουργία του συγκεκριμένου σχήματος). 1308. Β  ικάτου 1999, σελ. 244. 1309. Βικάτου 1998, πίν. 94δ. 1310. Papadopoulos 1979, σελ. 105, Βικάτου 1999, ό.π. Ο Misch (Misch 1992, σελ. 143) υποστηρίζει ότι το σχήμα εμφανίζεται κατά την ΥΕΙΙΙΑ1 και επιβιώνει μέχρι και την ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη). 1311. Πολλά από το κεφαλληνιακά είναι ολόβαφα αλλά και εδώ συναντάται η τεθλασμένη και διαποίκιλτοι ρόμβοι (Mountjoy 1999, σελ. 460). Για Αχαΐα πρβ. και Papadopoulos ό.π., σελ. 104, Manioudaki - Papazoglou 1994, σελ. 188, 190, 192. Για Αρκαδία πρβ. Σαλαβούρα 2006, σελ. 403-404. 1312. P  apadopoulos 1979, σελ. 104 και Papadopoulos 1995, σελ. 205, Giannopoulos 2008, σελ. 158-159, υποσ. 256. 1313. G  iannopoulos 2008, σελ. 159.

256 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

ΙΓ. ΠΡΟΧΟΙ Οι πρόχοι στις διάφορες σχηματικές παραλλαγές τους συνιστούν προσφιλές σχήμα της μυκηναϊκής, ηλειακής αγγειοπλαστικής, αποτελώντας το 8-9% επί του συνόλου των αγγείων, τα οποία προέρχονται από τα νεκροταφεία της Ηλείας (πλην της Αγ. Τριάδας και Δάφνης).1314 Το νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας απέδωσε αρκετά δείγματα και περίπου το 6% επί του συνόλου των ανευρεθέντων αγγείων. Αλαβαστροειδής προχοΐσκη (FS 87): Πρόκειται για δημοφιλές σχήμα στη ΒΔ. Πελοπόννησο, του οποίου η δημιουργία ανάγεται σε ΜΕ και ΥΕΙ1315 πρότυπα. Στην Ηλεία επισημαίνεται σε πολλές θέσεις: Στα Διάσελλα (π 187 - τάφος Α), στο Νέο Μουσείο (π 660 - τάφος Β, π 664 - τάφος Δ, π 745 - τάφος Η, π 750 - τάφος Θ, π 751 - τάφος Θ, π 752 - τάφος Θ), στην Αγία Τριάδα (π 4542),1316 στα Άσπρα Σπίτια1317 (π 2838), στον Κλαδέο - Τρύπες,1318 στα Λακκοφώλια1319 (π 1399), στις Πεύκες1320 (π 4160 - τάφος 1).Οι προχοίσκες αυτής της κατηγορίας διαθέτουν έξω νεύον χείλος, βραχύ λαιμό, σφαιρικό, έντονα πιεσμένο σώμα και βάση επίπεδη (Πίν. 99, Σχέδ. 51). Η κατακόρυφη λαβή είναι ταινιωτή ή ημικυκλικής διατομής, ξεκινά από τον ώμο και καταλήγει στο ύψος της μεγίστης διαμέτρου.1321 Τα αγγεία (στη συντριπτική πλειονότητά τους) είναι ολόβαφα1322 με καστανή/καστανομέλανη καστανέρυθρη βαφή. Στο π 13991323 διαμορφώθηκε στενή ζώνη διακόσμησης στον ώμο του αγγείου (Πίν. 51), η οποία πληρούται με ομάδες κατακόρυφων κυματοειδών γραμμών (FM 53:32, 37-39) οριοθετούμενη προς τα κάτω με πλατιά ταινία, ενώ στο υπόλοιπο σώμα γράφονται ισοπαχείς ταινίες. Η ράχη των λαβών κοσμείται με εγκάρσιες γραμμές. Πιθανώς πρόκειται για ένα από τα υστερώτερα1324 δείγματα του σχήματος (ΥΕΙΙΙΑ2/Β), καθώς το σύνολο των υπολοίπων ανάγονται στην ΥΕΙΙΙΑ.

1314. Σ  ημειωτέον το σχετικά υψηλό ποσοστό (5%) αλαβαστροειδών προχοΐσκων (FS 87), οι οποίες ανευρέθησαν στα νεκροταφεία του Νέου Μουσείου και των Διασέλλων. 1315. Ω  ς προέλευση του σχήματος η Κάντα (Kanta 1980, σελ. 278) θεωρεί την Κρήτη. Αντιθέτως, ο Λώλος πιστεύει ότι το FS 87 έχει μακρά παρουσία στην αγγειοπλαστική παράδοση της ηπειρωτικής Ελλάδας (Lolos 1987, σελ. 274276). Την ίδια άποψη υιοθετεί και ο Παπαδόπουλος, ο οποίος αναφέρεται σε ΥΕΙ δείγματα από την Κορινθία, την Εύβοια, την Αίγινα και την Αθήνα (Papadopoulos 1979, σελ. 94, υποσ. 37). Η Παρλαμά ήδη από το 1974 συσχέτισε τα εξεταζόμενα αγγεία με τα λεγόμενα λεβητοκυάθια, που είχαν εντοπισθεί στον πρώιμο ΥΕ τύμβο του Σαμικού, αναφέροντας: «Από τον τύμβο του Σαμικού έχομε μία σειρά από ΥΕΙ «λεβητοκυάθια», όπως ονομάζεται το σχήμα στη δημοσίευση, που δείχνουν την παράδοση που είχε το σχήμα αυτό στη δυτική Πελοπόννησο». Με την προαναφερθείσα άποψη ταυτίζεται και η Βικάτου (Βικάτου 2001α, σελ. 119). 1316. Β  ικάτου 1999, σελ. 242, εικ. 7γ. 1317. Παρλαμά 1974α, σελ. 41-42, πίν. 32γ. 1318. Γιαλούρης 1964, πίν. 186 (γ). 1319. Παπαθανασόπουλος 1970, πίν. 173ζ. 1320. Β  ικάτου 2001, σελ. 89 (με σχετική βιβλιογραφία) και 119. 1321. Μ  ε την εξαίρεση της π 750, όπου η λαβή ξεκινά από το χείλος και καταλήγει στον ώμο. 1322. Ό  πως και στη ΝΔ Αχαΐα (Papadopoulos 1979, σελ. 94) και τα Ιόνια (Souyoudzoglou 1999, σελ. 61), αλλά και σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, πλην της Αργολιδοκορινθίας (Mountjoy 1999, σελ. 30, Giannopoulos 2008, σελ. 153). 1323. Π  απαθανασόπουλος 1970, σελ. 193, πίν. 173ζ. 1324. Mountjoy 1999, σελ. 381, όπου η προχοίσκη κατατάσσεται στην ΥΕΙΙΙΑ2.

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

257

Σφαιρική πιεσμένη πρόχου (FS 112/114):1325 Μικρών διαστάσεων αγγείο (Πίν. 92), το οποίο στην Ηλεία εντοπίζεται σε ταφικά σύνολα και προέρχεται από τις θέσεις: Αγ. Τριάδα,1326 Πεύκες,1327 Στραβοκέφαλο,1328 Ν. Μουσείο.1329 Διαθέτει έξω νεύον χείλος, αμφίκοιλο, χαμηλό λαιμό, κοιλιά σφαιρική πιεσμένη και βάση δακτυλιόσχημη (π 4173) ή επίπεδη (π 743, π 4180). Η λαβή είναι κατακόρυφη, ταινιωτή (π 743) ή κυκλικής διατομής (π 4173), ξεκινά από το χείλος και καταλήγει στον ώμο του αγγείου. Σε αγγεία από την Αγ. Τριάδα η λαβή ξεπερνά σε ύψος το χείλος.1330 Όλα τα δείγματα του αγγείου υπήρξαν ολόβαφα.1331 Η παραλλαγή γνώρισε ευρεία γεωγραφική διάδοση (Πελοπόννησος, Εύβοια, Βοιωτία, Αττική, Κεφαλονιάς αλλά και Κύπρος, Συροπαλαιστίνη) και επιβίωσε μέχρι και τους υπομυκηναϊκούς χρόνους.1332 Ραμφόστομες πρόχοι (FS 144/5): Εντοπίζονται στους θαλ. τάφους Α των Διασέλλων, ΙΙ του Στραβοκεφάλου, Χ του Στρεφίου και στον τύμβο του Σαμικού (ανασκαφή Γιαλούρη). Πρόκειται για παραλλαγή της πρόχου, με ωοειδές ή σφαιρικό σώμα και ελλειπτικό στόμιο, μετασχηματίζεται σε υψηλή, ραμφόστομη προχοή.1333 Στη ΝΔ Πελοπόννησο το σχήμα εμφανίζεται ήδη στα τέλη της ΜΕΧ,1334 ενώ στην ΥΕΙΙΙΑ1 ο διάκοσμος συνδέεται άμεσα με τα μοτίβα του εφυραϊκού ρυθμού1335 (αργοναύτες, σπείρες, κρίνοι), καταλαμβάνοντας σχεδόν το σύνολο του σώματος του αγγείου. Στην π 185 (Πίν. 100, Σχέδ. 51) (Διάσελλα - τ. Α) η διακόσμηση περιορίζεται στον ώμο αποτελούμενη από ενάλληλους αγκώνες1336 (FM 19:21). Το μοτίβο και η τοποθέτησή του χρονολογούν

1325. Γ  ια το σχήμα πρβ. και Blegen - Rawson 1966 (Πυλία), fig. 367-368, σελ. 375-376, Benzi 1992(Ρόδος), tav. 109g, 154m, σελ. 51, Karantzali 2001(Ρόδος), fig. 29:16481, 18656, Deshayes 1966 (Άργος), LXXII:3, Παντελίδου 1975(Αθήνα), σελ. 117, 178, Σγουρίτσα 1988 (Βάρκιζα), σελ. 24, πίν. 11 (28) με ταινιωτό διάκοσμο και σελ. 42, πίν. 21β, Demakopoulou - Crouwel 1998 (Παλαιόκαστρο Αρκαδίας), pl. 54e. 1326. Β  ικάτου 1999, σελ. 242, εικ. 7γ. 1327. Η  π 4173 και 4180 (Βικάτου 2001α, σελ. 104, 107 και 119 με σχετική βιβλιογραφία). 1328. π 338, τάφος IV. 1329. Από τον τάφο Η οι π 743 και 744. 1330. Βικάτου 1999, σελ. 242. 1331. Π  ρβ. υποσ. 1117. Τα ολόβαφα αγγεία είναι δημοφιλή στην Αχαΐα και Ηλεία, ενώ είναι ασυνήθιστα για τη Μεσσηνία (πρβ. και Κουντούρη 2002, σελ. 104). Για την Αχαΐα πρβ. και Papadopoulos 1979, fig. 152-154. 1332. Ι ακωβίδης 1970 (Περατή), σελ. 234-236 (αναφέρονται πληροφορίες γενικώς για τα προχοΐδια). Τα εξεταζόμενα αγγεία ανήκουν στον τύπο Α (κατά Ιακωβίδη), που δεν υφίσταται μεταβολές ή μετατροπές ως προς το σχήμα του, μπορεί δε να είναι άβαφος, ολόβαφος ή και κοσμημένος (εικ. 96). Πρβ. και Μυλωνάς 1975 (Ελευσίνα), πίν. 408β (Λπ16-853), Σγουρίτσα 1988, σελ. 85-87, Για το σχήμα πρβ. και Σγουρίτσα 2001 (Βουρβάτσι), σελ. 19, εικ. 20 (95), Benzi 1975 (Αττική), tav. XVII (253 και 254). 1333. M  ountjoy 1994, σελ. 211 (για εξέλιξη σχήματος της ραμφόστομης πρόχου). Σγουρίτσα 1988, σελ. 86 (διεξοδική ανάλυση τυπολογικής - χρονολογικής κατάταξης πρόχων). 1334. L  olos 1987, σελ. 358, Κουντούρη 2002 (Μεσσηνία), σελ. 134-135. 1335. Immerwahr 1971 (Αγορά), σελ. 133. Η «γένεση» του σχήματος πρέπει να αναζητηθεί στην ΥΕΙΙΒ Αργολίδα και να συνδεθεί με τον εφυραϊκό ρυθμό, λόγω των χρησιμοποιούμενων μοτίβων. 1336. Κουντούρη 2002, πίν. 175 (ΜΧ 782) και σελ. 137, υποσ. 1137 (Παραπλήσιο σχήμα με ίδια διακόσμηση στον ώμο), Επίσης και Papadopoulos 1979 (Αχαΐα), fig. 151 a-f, Deshayes 1966 (Άργος), πίν. LXXXVI (4), Hiller 1975 (Αίγινα), taf. 29 (268). Πρόκειται για πρόχου (FS 149) με διάκοσμο στον ώμο FM 19:17 η οποία χρονολογείται στην ΥΕΙΙΙΒ. Benzi 1992, tav. 154 (SP F/4).Εικονίζεται πρόχους με ενάλληλες στον ώμο, αλλά διαφοροποιείται αισθητά τόσο στο σχήμα όσο και στη χωροθέτηση της ζώνης διακόσμησης. Mountjoy 1999, σελ. 381 (για το συγκεκριμένο αγγείο), (για το μοτίβο) σελ. 123 (στον ώμο αργολικού ψευδοστόμου), 218 (στον ώμο φλασκιού από Κορινθία), 409 (στον ώμο κυλινδρικού αλαβάστρου από την Αχαΐα), 529-530 (στον ώμο ψευδοστόμου από την Αττική), 117-118 και 121-122 (σε πρόχου της ΥΕΙΙΙΑ2 από Αργολίδα. Για τη χρήση του FM 19 πρβ. και το κεφάλαιο των ψευδοστόμων αμφορέων.

258 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

το αγγείο στην ΥΕΙΙΙΑ2. Η π 3071337 (Πίν. 100, Σχέδ. 51) διακοσμείται στον ώμο με παραλλαγή δικτυωτού, ενώ το λοιπό σώμα με ταινίες και γραμμές. Ο τάφος Χ του Στρεφίου απέδωσε την π 12304 με οπισθότμητη προχοή, ταινιωτό διάκοσμο στο κατώτερο τμήμα του σώματος και κόσμημα θυσάνου/κυματοειδούς (περ. FM 72:2), διευθετημένο κατακορύφως, από το λαιμό μέχρι τη μεγίστη διάμετρο του αγγείου (Πίν. 105, Σχέδ. 54). Η πρόχους από το Σαμικό (π 48 - τάφος Θ) καλύπτεται με ταινίες,1338 ενώ άλλη μία (π 141339 - Πίν. 100) μεγαλυτέρων διαστάσεων (ύψος: 0,305 μ.) κοσμείται με: λεπτές ταινίες στη βάση του λαιμού, ανεστραμμένα επάλληλα αψιδώματα (FM 44:4, 6) στον ώμο, συνεχή σπείρα με πλατύ περίγραμμα, διευθετημένη σε δύο σειρές στην κοιλιά. Πέραν του διακόσμου, κατά την Mountjoy,1340 χαρακτηριστικό της γνώρισμα υπήρξε ο βραχύτατος λαιμός (σε αναλογία με το σώμα) και η ορθογώνιας διατομής βάση της. Το σχήμα δεν καθίσταται δημοφιλές στην Ηλεία, ενώ αντίθετα εντοπίζεται με αυξημένη συχνότητα στην όμορη Μεσσηνία, την Αττική, την Αργολίδα και τη Βοιωτία.1341 ΙΔ. Λήκυθοι (FS 121-123):1342 Πρόκειται για αγγεία μικρού σχετικά μεγέθους (μέσο όρο ύψους περί τα 0,08μ), ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που φθάνουν τα 0,15 μ. (π 309, π 2818) ή και ξεπερνούν τα 0,20 μ.1343 Στην Ηλεία προέρχονται αποκλειστικώς από τάφους, δηλ. η π 309 (Πίν. 100) από το νεκροταφείο του Στραβοκεφάλου, δέκα αγγεία από τους θαλαμωτούς τάφους της Αγ. Τριάδας,1344 η π 2818 από τον λακκοειδή τάφο VIII της Καυκανιάς1345 και η π 2807 (αγνώστου προέλευσης). Η λήκυθος δεν θα καταστεί ποτέ ιδιαίτερα προσφιλής, θα γνωρίσει όμως ευρεία γεωγραφική διάδοση (Κεφαλονιά, Αττική, Σαλαμίνα, Αίγινα, Ασίνη, Μυκήνες, Άργος, Δελφούς, Ρόδο).1346 Ανάλογα με το σχήμα του σώματος διακρίνονται δύο παραλλαγές: η FS 121 - κωνικός και β) η FS 123 - σφαιρικός (π 2818, π 309). Ο λαιμός αποδίδεται στενός, ψηλός ή και βραχύς (π.χ. π 309) και η βάση επίπεδη/δισκοειδής ή δακτυλιόσχημη.1347 Διακόσμηση: Η γραπτή ζώνη (όταν υπάρχει) του αγγείου βρίσκεται στον ώμο και ουσιαστικώς καταλαμβάνεται από θέματα συγκρίσιμα με αυτά που εντοπίζονται και στον ώμο ψευδοστόμων, δηλ. επάλληλα ομόκεντρα τόξα1348 (π.χ. οι π 2818 και 2807 κοσμούνται με μικρά ημικύκλια FM 43d), ομαδοποιημένα ημικύκλια (FM 42), περίστικτα οξυκόρυφα ημικύκλια, κατακόρυφες 1337. Α  πό το Στραβοκέφαλο. 1338. Γ  ιαλούρης 1965α, σελ. 12, πίν. 8α. 1339. Ό  .π., σελ. 13, πίν. 8γ. 1340. Mountjoy 1999, σελ. 381, θεωρεί ότι παράλληλα εντοπίζονται στον Αγ. Στέφανο Λακωνίας. Ως μινωίζοντα στοιχεία καταγράφει το πλατύ περίγραμμα της σπείρας και την ύπαρξη δύο ζωνών διακόσμησης, πληρουμένων με διαφορετικό θέμα. Επίσης και Κουντούρη 2002, σελ. 137, υποσ. 1136. 1341. Κουντούρη 2002, σελ. 137. Ο εντοπισμός τους στο Σαμικό καταδεικνύει και τις στενές σχέσεις με Μεσσηνία. 1342. Ο Παπαδόπουλος τις ονομάζει “Narrow - necked jugs (oinochoae)”. Πρβ. και Κολώνας 1998, σελ. 524-525. 1343. Τ  ο μέγεθος τους μειώνεται συν τω χρόνω. Mountjoy 1994, σελ. 211. Το σχήμα εισάγεται στην ΥΕΙΙΙΑ2 και διαθέτει μεγάλο σφαιρικό σώμα και επίπεδη βάση. Στην ΥΕΙΙΙΓ το ύψος μειώνεται, η βάση εξελίσσεται σε δακτυλιόσχημη και η λαβή ξεκινά από το χείλος ή το λαιμό και απολήγει στον ώμο. 1344. Β  ικάτου 1999, σελ. 243 και εικ. 11α, β. 1345. Π  αρλαμά 1974α, σελ. 45, πίν. 34β και εικ. 7γ. 1346. Ι ακωβίδης 1970, σελ. 245-248. Benzi 1975, tav. XVI (248), Mountjoy 1999, σελ. 134 (από Αργολίδα), 220 (από Κόρινθο), σελ. 339 (από Μεσσηνία), σελ. 387 (Ηλεία από Κλαδέος - Τρύπες), σελ. 544 (Αττική). Όλα τα παραπάνω φέρουν διακοσμητικά θέματα στον ώμο (γραμμικά ή και εικονιστικά). Για την Κεφαλονιά πρβ. και Souyoudzoglou 1999, σελ. 66 και pl. 8. 1347. Κατηγοριοποίηση κατά τη Βικάτου (ό.π.). Ο Παπαδόπουλος ομαδοποιεί τα αγγεία ανάλογα με τη θέση της λαβής Papadopoulos, 1979, εικ. 147, 148, 149, 150, 151 και ειδικότερα 148 (α), ενώ ο Ιακωβίδης (Ιακωβίδης ό.π.) βάσει του σώματος διακρίνει δύο τύπους: τον Α (με βραχυστρόγγυλο - σφαιρικό σώμα) και τον Β (με κωνικό σώμα). 1348. Papadopoulos 1979, σελ. 92. Αναφέρεται χαρακτηριστικά: «… the most popular pattern in the shape, as in stirrup jars.”

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

259

κυματοειδείς γραμμές (FM 53). Σε μία περίπτωση (π 4535 από Αγ. Τριάδα) το FM 42 συμπληρούται με αντιθετικές σπείρες (FM 50).1349 Στο σώμα των π 28181350 και 2807 γράφεται κόσμημα μετόπης FM 75,1351 το οποίο καλύπτει το κεντρικό τμήμα του σώματος. Αντίθετα στην περίπτωση των ληκύθων από την Αγ. Τριάδα το σώμα κοσμείται από ισοπαχείς ταινίες, διευθετημένες σε κανονικά διαστήματα (γνώρισμα της αχαϊκής κεραμικής). Το π 309 διακοσμείται αποκλειστικώς με ζεύγη ταινιών, οι οποίες έχουν χωροθετηθεί στον ώμο και λίγο πιο κάτω από τη μέγιστη διάμετρο, διαφοροποιούμενο από όλα τα υπόλοιπα δείγματα.

ΑΝΟΙΚΤΑ/ΕΥΡΥΣΤΟΜΑ ΣΧΗΜΑΤΑ Α. Κύαθοι: Το σχήμα απαντά σε διάφορες παραλλαγές ανάλογα με τη διαμόρφωση του σώματος, την προσθήκη ή μη προχοής. Τα κυάθια - κύπελλα αποτελούν το 14% επί του συνόλου των αγγείων (στα νεκροταφεία της κεντρικής και νότιας Ηλείας) και το 18% από τα ταφικά σύνολα των Διασέλλων, Μακρυσίων, Νέου Μουσείου και Στραβοκεφάλου. Αντιθέτως, στην Αγ. Τριάδα παρατηρείται εξαιρετικά μικρή συγκέντρωση κυαθίων (μόλις το 3% του συνόλου των ανευρεθέντων αγγείων). Συγκεκριμένα: Α) κύαθος με γωνίωση (FS 230/1): Οκτώ δείγματα της συγκεκριμένης παραλλαγής προήλθαν από τον Στραβοκέφαλο - τ. ΙΙΙ - π 325, το Νέο Μουσείο - τάφοι Ζ και Η - π 721, π 738, π 905,1352 τις Τρύπες,1353 το Αγραπιδοχώρι1354). Πρόκειται για αγγεία μικρών διαστάσεων (ύψους 0,041-0,063 μ.) με σώμα κωνικό, έντονα γωνιώδες περίγραμμα πάνω από τη βάση και λαβή κατακόρυφη (ξεκινά από το χείλος και καταλήγει στο σώμα). Τα ηλειακά δείγματα (Πίν. 101) αποδίδονται ολόβαφα1355 (με καστανή, καστανομέλανη, καστανέρυθρη βαφή). Το FS 230/1 γνώρισε ευρεία γεωγραφική διάδοση1356 εμφανίζεται ήδη από την ΥΕΙΙΙΑ (μιμούμενο μεταλλικά πρότυπα1357) και επιβιώνει και κατά την ΥΕΙΙΙΒ1. Β) Κύαθος FS 237/8: Από τις πλέον προσφιλείς παραλλαγές των κυαθίων στην Ηλεία. Έχει ανευρεθεί στον Στραβοκέφαλο, τα Διάσελλα, το Ν. Μουσείο, το Στρέφι, τις Πεύκες, τις Τρύπες, την Αγ. Τριάδα και το Αγραπιδοχώρι1358 (Πίν. 101, 102). Πρόκειται για αγγείο μικρών 1349. Α  κριβές παράλληλο εντοπίζεται στην Αχαΐα (Papadopoulos 1979, fig. 147, 244). Για το διάκοσμο των αχαϊκών ληκύθων, που είναι παραπλήσιος με αυτόν των αγγείων της Αγ. Τριάδας, πρβ. και Papadopoulos ό.π., σελ. 92 και Κολώνας 1998, σελ. 525. 1350. Η  Παρλαμά (Παρλαμά 1974α, σελ. 45) παραθέτει αναλυτική βιβλιογραφία για τα παράλληλα. Να σημειωθεί η απόλυτη ταύτιση της διακόσμησης των δύο αγγείων, που πιθανώς υποδηλώνει την ύπαρξη συγκεκριμένου εργαστηρίου παραγωγής των (Mountjoy 1999, σελ. 395). 1351. Γ  ια τα μοτίβα πρβ. και ανάλογα από ψευδοστόμους. 1352. Για το συγκεκριμένο πρβ. και Παρλαμά 1974α, σελ. 36, πίν. 29β. 1353. Γιαλούρης 1964, πίν. 187α. 1354. Παρλαμά 1971, σελ. 55, πίν. ΛΑγ 1355. G  iannopoulos 2008, σελ. 166, 167. 1356. Π  ρβ. Papadopoulos 1979, σελ. 122-23, Κουντούρη 2002, σελ. 241. Blegen - Rawson 1966, fig. 355 (438) και σελ. 360-361, Βlegen 1937, fig. 521 (443), 530 (1032), Stubbings 1947, pl. 8 (6), Papadopoulos, 1979, εικ. 184 (c), 273(a), 274 (d), 184, Βικάτου 1999, σελ. 242, Souyoudzoglou 1999, σελ. 63. 1357. Κ  ουντούρη 2002, σελ. 241. 1358. Σ  τραβοκέφαλος: τάφος ΙΙΙ - π 326, ΙΙ - π 305, Νέο Μουσείο: π 644, π 645, π 646 - τ. Β, π 663 - τ. Δ, π 739 - τ. Η, π 754, π 757 - τ. Θ, π 762 - τ. Ι (λακκοειδής), π 2604, Διάσελλα: π 196 - τ. Γ, Στρέφι: τ. V - π 12308, π 12309 - τ. IV, Πεύκες: π 4161 - τ. 1, π 4169 - τ. 2, π 4172 - τ. 3, π 6957 - τ. 4, Αγραπιδοχώρι: π 2030. Για το π 2604 πρβ. Παρλαμά 1974α, σελ. 40, πίν. 31ε, Για το π 2030 Παρλαμά 1971, σελ. 55, πίν. ΛΑβ. Για την Αγ. Τριάδα Βικάτου 1999, σελ. 243 και εικ. 9β, Για τις Πεύκες Βικάτου 2001α, σελ. 118-119, 89, 97, 103.

260 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

διαστάσεων, με ρηχό ημισφαιρικό σώμα, βάση επίπεδη (π 12309), δισκοειδή (π 757) ή και δακτυλιόσχημη (π 305, π 644, π 646, π 663, π 196), η οποία ενίοτε μετασχηματίζεται σε βραχύτατο στέλεχος1359 (π 196, π 2604, π 754, π 762). Στο κέντρο του πυθμένα της βάσης μπορεί να διαμορφωθεί κωνικό εξόγκωμα ή κοιλότητα. Η λαβή κατακόρυφη, κυκλικής διατομής ή ταινιωτή, είναι υπερυψωμένη και σε κάποιες περιπτώσεις δακτυλοειδής (ξεκινώντας και απολήγοντας στο χείλος1360), ενώ σε άλλες αποκτά τη μορφή θηλειάς (ξεκινώντας από το χείλος και καταλήγοντας λίγο κάτω από αυτό1361). Τα εν λόγω αγγεία αποδίδονται ολόβαφα με καστανή, καστανέρυθρη ή καστανομέλανη βαφή. Ο FS 237/8 κύαθος επιχωριάζει στην Ηλεία και Αχαΐα (με πανομοιότυπα δείγματα1362), ενώ σπανίζει στην παρακείμενη Μεσσηνία.1363 Η υπερυψωμένη λαβή του προδίδει τη χρήση του, αφού μάλλον πρόκειται για σκεύος μεταφοράς/μετακένωσης υγρών (η λαβή διευκολύνει τον χρήστη να φθάσει στον πυθμένα του αποθηκευτικού αγγείου).1364 Γ) Α  βαθείς προχοϊκοί κύαθοι (FS 253): Αντιπροσωπεύεται από λίγα αγγεία, προερχόμενα από το νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας,1365 τον τάφο IV στο Στραβοκέφαλο (π 314) (Πίν. 102), τον τάφο 7 στη Δάφνη1366 και τον τάφο Α στα Μακρύσια (π 233, 231) (Πίν. 102). Διαθέτει ημισφαιρικό σώμα, βάση δακτυλιόσχημη, λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή και υπερυψωμένη (η λαβή σχηματίζει σχεδόν ορθή γωνία προς την προχοή του αγγείου). Οι FS 253 διακοσμούνται ως εξής: Α) αποδίδονται ολόβαφοι (π.χ. αγγείο από Δάφνη, π 231), όπως άλλωστε συμβαίνει και με την πλειονότητα των αχαϊκών προχοϊκών κυάθων.1367 Β) με ταινίες τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό των σωμάτων τους (π.χ. π 4560 από Αγ. Τριάδα). Γ) με κυματοειδή γραμμή - FM 53:18 (π 314).1368 Σημειώνονται περιπτώσεις με ανάλογη διακόσμηση1369 (δηλ. κύμα, πλοχμός). 1359. Π  ρόκειται για γνώρισμα της κεραμικής της ΒΔ Πελοποννήσου (πρβ. Κουντούρη 2002, σελ. 242 και υποσ. 2292). 1360. Ό  πως τα π 12309, π 757, π 754, π 739, π 663, π 645, π 2030. 1361. Ό  πως στο π 305, π 644, π 646, π 762, π 196, π 2604, π 12308 (ελάχιστα υπό το χείλος). 1362. Βικάτου 2001α, σελ. 118, Papadopoulos 1979, σελ. 119-121 (fig. 181, 270), Giannopoulos 2008, σελ. 153 και 166167, Mountjoy 1999, σελ. 412. Για την εξέλιξη του σχήματος σημειώνονται και τα εξής: Το σχήμα εισάγεται στη μυκηναϊκή αγγειοπλαστική ήδη από την ΥΕΙΙΒ, χάνει όμως σταδιακά την εξεζητημένη διακόσμησή του (εσωτερικώς και εξωτερικώς) και από την ΥΕΙΙΙΑ1 και εξής έχει γραμμική διακόσμηση ή είναι ολόβαφο (Mountjoy 1999, σελ. 113, 127). Τα ολόβαφα κύπελλα αυτού του τύπου αποτελούν εξαιρετικά δημοφιλές αγγείο στην Ηλεία, όπως και στην Αχαΐα (σελ. 383). Για τη γεωγραφική διάδοση πρβ. και Blegen 1937, fig. 173 (306), 373 (856, 849), 498 (45, 47), 404 (832, 840), 455 (155), Κουντούρη 2002, σελ. 242, Σγουρίτσα 1988, σελ. 95, Mountjoy 1994, σελ. 154, Mountjoy 1999, σελ. 127, 383, 412. 1363. Κουντούρη 2002, σελ. 241. 1364. Tournavitou 1992, σελ. 197. 1365. Β  ικάτου 1999, σελ. 242, εικ. 9α. 1366. Α  ραπογιάννη 1998, πίν. 91α. 1367. P  apadopoulos 1979, fig. 180 (i), 182(c, f), 270 (f-i) και σελ. 119-120. Στην Αχαΐα η πλειοψηφία των αγγείων αποδίδεται ολόβαφη και ελάχιστα κοσμούνται γραμμικώς. 1368. Τ  ο αγγείο ανάγεται στην ΥΕΙΙΙΒ (Mountjoy 1999, σελ. 388). 1369. Crouwel 1973, fig. 3, 5 και σελ. 93, 95. Οι κύαθοι διακοσμούνται με πλοχμό (FM 48) και σπειροειδές (FM 49), χρονικώς τοποθετούνται στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β, Μυλωνάς 1975, πίν. 416β διάκοσμος πλοχμού, Σγουρίτσα 1988, σελ. 94-95. ο FS 253 κοσμείται με κύμα στο μέσο του σώματος, Mountjoy 1999, σελ. 127 (το σχήμα στην Αργολίδα κοσμείται με κύμα αλλά και γραμμικά μοτίβα), 389 (η Mountjoy υποστηρίζει ότι η κυματοειδής γραμμή αποτελεί «ανάμνηση» του κύματος, με το οποίο συνήθως κοσμείται το εν λόγω αγγείο στη διάρκεια της ΥΕΙΙΙΑ, για το συγκεκριμένο αγγείο προτείνει τη χρονολόγησή του στην ΥΕΙΙΙΒ), 412 (Αχαΐα), 537 (Αττική).

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

261

Δ) Ημισφαιρικοί προχοϊκοί κύαθοι (FS 249):1370 Συναντάται συχνά σε ταφικά σύνολα της Ηλείας.1371 Το χείλος του είναι έξω νεύον, το σώμα βαθύ ημισφαιρικό/κωνικό, η προχοή σχηματίζει ορθή γωνία με τη λαβή. Η βάση αποδίδεται δακτυλιόσχημη (π 731) ή και επίπεδη, ενώ η λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή (π 731, π 232) (Πίν. 102) ή κυκλικής διατομής. Τα αγγεία αυτής της παραλλαγής είτε είναι ολόβαφα (π 272,1372 π 232, π 191) είτε κοσμούνται στο σώμα: A) με αψιδώματα1373 (FM 62:31, 22, 33), τα οποία συμπληρώνονται με επάλληλα γραμμίδια (διευθετημένα κατά μέγεθος) (π 12289 από τον τάφο ΧΙΙ του Στρεφίου). (Πίν. 103, Σχέδ. 52). Β) με πλοχμό - κυματοειδή γραμμή σε σχήμα S (FM 53:6-7)1374 για το π 12287(Πίν. 102, Σχέδ. 52). Γ) μ  ε περίστικτα πολλαπλά οξυκόρυφα ημικύκλια/αψιδώματα (FM 43).1375 H Mountjoy1376 εντάσσει χρονικώς το αγγείο στην ΥΕΙΙΙΑ2, μολονότι το μοτίβο «χαρακτηρίζει» την ΥΕΙΙΙΒ/Γ (Πίν. 103). Β. Κυλινδρικό κύπελλο (FS 225-2261377): Ελάχιστοι υπήρξαν οι «αντιπρόσωποι» αυτού του σχήματος. Ένα (Πίν. 104) προέρχεται από τον τάφο ΙΙΙ του Στραβοκεφάλου (π 316), άλλο από τη θέση «Τρύπες» Κλαδέου (π 8040)1378 και δύο (σε άσχημη κατάσταση διατήρησης) από το νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας1379 (Πίν. 104). Τα κύπελλα διαθέτουν κυλινδρικό σώμα, που στενεύει ιδιαίτερα στη μέση και ανοίγει προς το χείλος και τη βάση. Η λαβή, κατακόρυφη, συνήθως είναι κυκλικής διατομής. Το κύπελλο (αναγόμενο σε μεταλλικά πρότυπα1380) αποτελεί διάδοχο σχήμα του κυπέλλου Βαφειού. Εμφανίζεται στην ΥΕΙΙΙΑ1, στην ΥΕΙΙΙΒ1 αποκτά έντονα αμφίκοιλο περίγραμμα και εξαφανίζεται στην ΥΕΙΙΙΓ. Στην ΥΕΙΙΙΑ1 τα διακοσμητικά θέματα περιλαμβάνουν σπειροειδή, σπογγωτό, φολιδωτό, δικτυωτό, στους ΥΕΙΙΙΑ2 χρόνους προστίθενται η κυματοειδής ταινία, το μυκηναϊκό άνθος, ο φοίνικας, ενώ στην ΥΕΙΙΙΒ δεν λείπουν και οι εικονιστικές παραστάσεις.1381 1370. Τριάντη 1978 (Χελιδόνι), πίν. 23. Papadopoulos, 1979, σελ. 122 και 123, πίν. 185 (d), 273 (f). Ο Παπαδόπουλος υποστηρίζει ότι ο συγκεκριμένος τύπος εμφανίζεται στην ΥΕΙΙΙΑ2, επιβιώνει στην ΥΕΙΙΙΒ και κυριαρχεί στην πρώιμη ΥΕΙΙΙΓ. Γνωρίζει ευρύτατη γεωγραφική διάδοση (Αργολίδα, Αττική, Βοιωτία, Δωδεκάνησα). Συνήθως (στην Αχαΐα) είναι ολόβαφα εσωτερικώς και εξωτερικώς, Souyoudzoglou 1999, σελ. 63, Βικάτου 1999, σελ. 242, εικ. 9α, Stubbings 1947, fig. 9:4, Ιακωβίδης 1970, σελ. 218-219, Σγουρίτσα 1988, σελ. 94-95, Mountjoy 1999, σελ. 127 (από Άργος, το σχήμα είναι σπάνιο στην Αργολίδα), 385 (ανάλογο από Χελιδόνι), 412 (στην Αχαΐα, όπως και στη λοιπή ηπειρωτική χώρα, η πλειοψηφία των δειγμάτων είναι ακόσμητη), 537 (από Αττική) Blegen 1937, fig. 176 (293), 192 (874). 1371. Ν  έο Μουσείο (π 731 - τ. Η), Μακρίσια (π 232 - τ. Α), Διάσελλα (π 186, 188, 191 - τ. Γ), Στρέφι (π 272, π 12289, π 12287), Χελιδόνι. 1372. Γ  ιαλούρης 1961/2, πίν. 118ε. 1373. Ι ακωβίδης 1970, σελ. 124, εικ. 12, 31 (για τα αψιδώματα), σχηματοποίηση του φοίνικος. Πρβ. και διακόσμηση ψευδοστόμων. 1374. Π 12287 από λακκοειδή τάφο VII στο Στρέφι. 1375. Τριάντη 1978, πίν. 23 από θαλ. τάφο στο Χελιδόνι. 1376. Mountjoy 1999, σελ. 385 και υποσ. 143. 1377. P  apadopoulos, 1979, σελ. 122-23, εικ. 186 (a). O Papadopoulos τοποθετεί χρονικώς αυτόν τον τύπο αγγείου στην ΥΕΙΙΙΒ. Βικάτου 1999, σελ. 243.Κουντούρη 2002, ΜΧ 258 και πίν. 167 ΜΧ 769. Για τη διάδοση του σχήματος στην Πελοπόννησο πρβ. και Σαλαβούρα 2006, σελ. 405. 1378. Β  ικάτου 1998, πίν. 96γ. 1379. Β  ικάτου 1999, σελ. 243. 1380. Ι ακωβίδης 1970, σελ. 226-227. Το κύπελλο, εμπνευσμένο από μεταλλικά πρότυπα παράγεται σε ολόκληρη την ΥΕΙΙΙ. 1381. Πρβ. αγγείο από οικισμό Διασέλλων (με φυτικό θέμα). Για εξέλιξη, διάδοση και χρήση πρβ. και Papadopoulos 1979, σελ. 124, Κουντούρη 2002, σελ. 237.

262 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Το π 316 υπήρξε ολόβαφο, ενώ τα δύο δείγματα από την Αγ. Τριάδα φέρουν γραπτό διάκοσμο.1382 Στο σώμα του ενός διαμορφώνονται δύο ζώνες διακόσμησης (ίδιον της ΥΕΙΙΙΒ1383), η μία πληρούται με σχηματοποιημένη αχιβάδα (FM 25) και η άλλη με ζεύγη ημικυκλίων (Πίν. 104). Το δεύτερο κύπελλο διακοσμείται με πορφύρες (FM 23). Πρόκειται σαφώς για αγγείο πόσεως. Κατόπιν ανάλυσης των τοιχωμάτων ενός αγγείου από τις Μυκήνες, απεδείχθη ότι στο εσωτερικό του είχαν υπάρξει οίνος και μέλι (πιθανώς είχαν αναμιχθεί τα δύο υγρά).1384 Γ. Ρυτό: Συναντάται στην κωνική παραλλαγή του (FS 199) και προέρχεται από τον τάφο ΙΒ’ του τύμβου του Σαμικού1385 (Πίν. 104) στη βόρεια Τριφυλία (με διαστάσεις 0,248μ ύψος και 0,105μ διάμετρο χείλους). Το χείλος αποδίδεται ολόβαφο (εσωτερικώς και εξωτερικώς), στο υπόλοιπο σώμα γράφονται έξι πλατειές ταινίες και τα ενδιάμεσα κενά πληρούνται με επάλληλες γραμμές. Η λαβή κατακόρυφη και δακτυλιόσχημη ξεκινά και απολήγει στο χείλος. Τόσο η διακόσμηση όσο και η θέση της λαβής στο χείλος δηλώνουν την ύστερη χρονολόγηση του ευρήματος (ΥΕΙΙΙΑ2/Β).1386 Κωνικά ρυτά, με ταινιωτό διάκοσμο απαντούν στην Αχαΐα και τη Μεσσηνία1387 και είναι σχεδόν όμοια μεταξύ τους και πιθανώς προϊόντα ενός κοινού τοπικού εργαστηρίου.1388 Τα ρυτά εξυπηρετούσαν λατρευτικούς/τελετουργικούς σκοπούς.1389 Σε αγγείο όμως από τη Μιδέα εντοπίστηκαν ίχνη ζύθου (από κριθάρι) και οίνου, δηλ. παρατηρείται η ανάμειξη υγρών, είτε στο πλαίσιο κάποιας τελετουργίας ή παρασκευής κάποιου ποτού.1390 Δ. Κύλικες:1391 Ελάχιστες ακέραιες κύλικες εντοπίστηκαν σε νεκροταφεία της Ηλείας.1392 Δύο προήλθαν από τα Μακρύσια (π 237 - FS 264, π 237 FS 269), μία από το Στρέφι (π 12303 - FS 264/5) δύο από το Νέο Μουσείο (π 719 - FS 267, π 733 - FS 264), μία από τη Μιράκα - θέση «Κρυάβρυση»1393 και τρεις από το Αλποχώρι (FS 267, FS 273, FS 266)1394 (Πίν. 105, Σχέδ. 53). Στην Αγ. Τριάδα συνελέγησαν μόλις δύο ακέραιες, ενώ περισσότερες είχαν θραυσθεί στην είσοδο των τάφων. Σε πολλές περιπτώσεις είχε αποκοπεί η βάση, η οποία, δευτερογενώς, χρησίμευσε σαν πώμα κλειστών αγγείων.1395

1382. Κ  ουντούρη 2002, σελ. 237. Ολόβαφο κυλινδρικό κύπελλο από στρωματογραφημένο σύνολο της ΥΕΙΙΙΑ2 προήλθε από τον Αγ. Στέφανο Λακωνίας (Taylour - Janko 2008, σελ. 374). 1383. Ι ακωβίδης 1970, σελ. 226-227. Στην ΥΕΙΙΙΒ συνήθως η διακόσμηση δεν είναι ενιαία αλλά χωρίζεται σε δύο ζώνες. 1384. Τ  ζεδάκις - Martlew 1999, σελ. 168 (για το κύπελλο από τις Μυκήνες) και σελ. 166 (για τη μείξη υγρών - ποτών). 1385. Πρόκειται για το π 70 (Γιαλούρης 1965α, σελ. 31-32, πίν. 22α). 1386. Για την εξέλιξη της διακόσμησης (αρχικώς ήταν ενιαία, χωρίς να διαιρείται σε διαζώματα με ταινίες) πρβ. και Mountjoy 1986, σελ. 31, 82, 109 και Mountjoy 1999, σελ. 383 (για το συγκεκριμένο αγγείο), επίσης και Κουντούρη 2002, σελ, 209. 1387. Κουντούρη 2002, σελ. 208 και Papadopoulos 1979, σελ. 124-125, fig. 186, 275. Ο τελευταίος υποστηρίζει ότι το FS 199 ήταν διεσπαρμένο σε ολόκληρο τον μυκηναϊκό κόσμο. 1388. M  ountjoy 1999, σελ. 383. 1389. Τ  ζεδάκις - Martlew 1999, σελ. 166. 1390. Ό  .π., σελ. 171. 1391. Π  ρβ. και Κουντούρη 2002, σελ. 245-262. 1392. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στην όμορη Αρκαδία (Σαλαβούρα 2006, σελ. 406). Πάντως η κύλικα, μαζί με τα κυάθια - κύπελλα, υπήρξαν από τα πλέον δημοφιλή αγγεία πόσεως (για την υπόλοιπη μυκηναϊκή Ελλάδα), βλ. Τζεδάκις - Martlew 1999, σελ. 154. 1393. Χατζή 1981, πίν. 87β. 1394. Κοκοτάκη 1991, σελ. 39-40. 1395. Π  ρβ. υποσ. 1116.

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

263

Σχήμα: Τρία από τα αγγεία (π 236, 237, 733) ανήκουν στο FS 264,1396 έχοντας σφαιροκωνικό σώμα, βραχύτατο στέλεχος και δύο κατακόρυφες, ταινιωτές λαβές. Μόνωτη υπήρξε η κύλικα π 719 (FS 2671397) και στις υψίποδες παραλλαγές του σχήματος κατατάσσεται η π 12303. Διακόσμηση: Σχεδόν το σύνολο των κυλίκων απδίδεται ολόβαφο ή άβαφο, ενώ στην π 12303 (Πίν. 105, Σχέδ. 53) η γάστρα διακοσμείται με τεθλασμένη1398 (FM 61:2) και το υπόλοιπο σώμα με πλατιές ταινίες.1399 Πρόκειται για ένα από τα επιμελώς σχεδιασμένα αγγεία πόσεως, καθώς οι λαβές αλλά και η διαμόρφωση του χείλους επιτρέπουν την απρόσκοπτη κατανάλωση υγρών,1400 ενώ χημικές αναλύσεις έδειξαν, ότι εκτός από αγγεία πόσεως, οι κύλικες λειτουργούσαν και σαν λύχνοι ή αρύταινες.1401 Ε. Κρατήρας: Δεν έχει (με τα έως τώρα δεδομένα) εντοπισθεί ακέραιος κρατήρας. Έχουν συλλεγεί αναρίθμητα όστρακα προερχόμενα κυρίως από το δρόμο θαλαμωτών τάφων, τα οποία ανήκαν σε μεγάλους κρατήρες, που είχαν ρόλο ταφικού σήματος (τάφος 7 Αγ. Τριάδος).1402 Η κύρια ζώνη διακόσμησης τους οργανώνεται στη μεταξύ των λαβών περιοχή και ορίζεται με πλατιές ή λεπτές ταινίες/γραμμές. Από τα Μακρίσια προέρχονται όστρακα, πιθανώς από κρατήρα (FS 9), με παράσταση συνεχούς σπείρας με ολόβαφο οφθαλμό (FM 46:57), ανάμεσα στην οποία αποδίδονται σχηματοποιημένα πτηνά (υβριδικά πτηνά ή αιγοπτηνά)1403 (Πίν. 106, Σχέδ. 54). Τα όστρακα ανάγονται στην ΥΕΙΙΙΒ. Όστρακα με εικονιστική παράσταση (πρόθεσης και εκφοράς) έχει αποδώσει η έρευνα στην Αγ. Τριάδα και στον Κλαδέο αντίστοιχα.1404 Ζ. Σκύφοι (FS 283, 284/5): Μόλις πέντε ακέραια δείγματα αυτού του σχήματος προήλθαν από τα νεκροταφεία της Ηλείας. Το αγγείο απουσιάζει από την Αγ. Τριάδα (τουλάχιστον σε ακέραιη μορφή), ενώ εντοπίζεται στο Νέο Μουσείο (στους τάφους Στ’ και Η’), στο Στρέφι (τ. ΧΙΙ) και στη θέση «Ρένια» Πλατάνου1405 (Πίν. 106). Το σχήμα συναντάται σποραδικώς στα μυκηναϊκά νεκροταφεία αλλά εντοπίζεται στα οικιστικά σύνολα.1406 Το FS 284/5 θα παρουσιαστεί στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β 1396. S tubbings 1947, pl., pl. 4 (4), 6 (5), Σγουρίτσα 1988, σελ. 13, πίν. 4(12), Karantzali 2001, σελ. 27, Mountjoy 1999, σελ. 224 (από Τσούγγιζα Κορινθίας), 272-273 (από Λακωνία και Κύθηρα), 339 (από Μεσσηνία), 385 (ηλειακά δείγματα), 449 (από Μεταξάτα Κεφαλονιάς) και 540-541 (από Αττική). Τα δείγματα είναι μονόχρωμα. Benzi 1975, tav XX (293), Σγουρίτσα 1988, σελ. 26, πίν. 13(40), Μountjoy 1994, σελ. 94. 1397. B  legen 1937, fig. 104 (405, 881), 125 (238), 178 (311), 235 (1073). Papadopoulos 1979, σελ. 118, fig. 179 (c). Το σχήμα αποτελεί σαφώς δημιουργία της ηπειρωτικής χώρας και οι προδρομικοί τύποι ανιχνεύονται στις μινυακές κύλικες. Souyoudzoglou 1999, σελ. 69, Μία μόνωτη κύλικα (FS 267) έχει προέλθει από τα νεκροταφεία της Κεφαλονιάς (Α 1555 από Μεταξάτα). Το σχήμα συνήθως δεν ανευρίσκεται μετά την ΥΕΙΙΙΒ. Σγουρίτσα 1988, σελ. 61, πίν. 36 (6). 1398. Τ  ο ίδιο μοτίβο και σε σκύφο (πρβ. Thomas 2005, fig. 16:1, σελ. 490). 1399. Σγουρίτσα 1988, σελ. 12, πίν. 3 (8), σελ. 74, πίν. 48 (60). Ακολουθείται η ίδια χωροθέτηση του διακοσμητικού θέματος και των ταινιών. 1400. Tournavitou 1992, σελ. 198. 1401. Τζεδάκις - Martlew 1999, σελ. 154-155. 1402. Α  ντίστοιχη κατάσταση εύρεσης παρατηρείται και σε άλλα νεκροταφεία, γεγονός αποδιδόμενο στο έθιμο θραύσης των αγγείων, προς τιμή των ενταφιασθέντων (Lewartowski 2000, σελ. 59, Βλαχόπουλος 2006, σελ. 139). 1403. ΠΑΕ 1954, σελ. 297, εικ. 12, Vermeule - Κarageorghis, σελ. 102, ΙΧ 87, Papadopoulos 1979, σελ. 109, Σχοινάς 1994, σελ. 257-262, Mountjoy 1999, σελ. 388. Για την παρουσία πτηνών και τη συμβολική τους σημασία σε αγγεία της ΥΕΧ πρβ. Gallou 2005, σελ. 38 και 39 (το φτερωτό ζώο - «ψυχοπομπός»). Ο εντοπισμός πτηνών υπερφυσικού μεγέθους σε σαρκοφάγο από την Τανάγρα πιθανώς συνδέεται με έναν «μεταφυσικό άλλο κόσμο» (Gallou 2005, σελ. 39). 1404. Πρβ. και το κεφάλαιο των εθίμων ταφής για αναλυτική παρουσίαση των οστράκων και των διακοσμητικών θεμάτων. 1405. Γ  ιαλούρης 1964, πίν. 182. 1406. Έ  τσι ο μερικώς και προχείρως ανασκαφείς οικισμός των Διασέλλων απέδωσε έναν σκύφο μεγάλων διαστάσεων κοσμημένο μεταξύ των λαβών με κυματοειδή ταινία. Πιθανώς ο σκύφος αντικατέστησε στα οικιστικά σύνολα τις κύλικες (βλ. Tournavitou 1992, σελ. 198).

264 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

και θα επιβιώσει έως και τους Γεωμετρικούς χρόνους.1407 Στην Ηλεία παρατηρούνται δύο τύποι (οι οποίοι έχουν ουσιαστικώς το ίδιο σχήμα αλλά διαφοροποιούνται στον αριθμό των λαβών), ο μόνωτος (π 711 - FS 2831408) και ο δίωτος (π 727, π 12288 - FS 284/5). Και οι δύο διαθέτουν κατακόρυφο χείλος, σφαιροκωνικό σώμα και βάση επίπεδη (π 711) ή δακτυλιόσχημη (π 12288, 727). Τα αγγεία από το Νέο Μουσείο είναι ολόβαφα (εσωτερικώς και εξωτερικώς), ενώ από το Στρέφι (π 12288) το κάτω τμήμα του σώματος αποδίδεται άβαφο εξωτερικά.1409 Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι δύο σκύφοι1410 από τη θέση «Ρένια» Πλατάνου, οι οποίοι είναι κοσμημένοι. Ο ένας (π 398) φέρει στο άνω τμήμα του σώματος συνεχή σπείρα (περ FM 46:59) και βρίσκει το ακριβές παράλληλό του στην Αχαΐα.1411 O έτερος διακοσμείται με μετόπη, συνδυάζοντας μία κεντρική στήλη πληρούμενη με ενάλληλες και εκατέρωθεν αυτής δύο αντιθετικές σπείρες με αναδιπλούμενο στέλεχος (FM 50:6, 14).1412 Πρόκειται για «πολυμορφικό» σκεύος, αφού υπήρξε αγγείο πόσεως, αλλά μπορούσε να ικανοποιήσει και πρόσθετες ανάγκες του μυκηναϊκού νοικοκυριού, όπως μαγείρεμα, εστίαση, αποθήκευση τροφών.1413 Η. Προχοϊκό λεκανίδιο: Δύο μόνον δείγματα από το αγγείο αυτό απαντώνται στην Ηλεία. Το ένα (π 337) προέρχεται από τον τάφο V του Στραβοκεφάλου και το άλλο (π 4395) από τον θαλαμωτό τάφο 20 της Αγ. Τριάδας. Το π 337 (FS 300/1) έχει δύο οριζόντιες, προσαρμοσμένες σχεδόν επί του χείλους, λαβές, ενώ το δεύτερο διαθέτει λαβές στο μέσον σχεδόν του σώματος. Και τα δύο είναι ολόβαφα (Πίν. 105). Πολύ λίγα δείγματα έχουν αποδώσει οι ανασκαφές και στην παρακείμενη Αχαΐα,1414 όπου τα αγγεία είναι ολόβαφα, ολικώς ή μερικώς, ενώ κάποια κοσμούνται με ταινίες.1415 Αντίθετα ο Ιακωβίδης1416 επισημαίνει την παραγωγή λεκανιδίων στον Εγκλιανό, την Πρόσυμνα, τα Δενδρά, στην Ασίνη, Άργος, Αττική, Μυκήνες, Νάξο, Θήβα, Δωδεκάνησα.1417 Τα παλαιότερα εξ’ αυτών ανήκουν στην ΥΕΙΙΙΑ1, η πλειονοψηφία χρονικώς τοποθετείται στην ΥΕΙΙΙΒ, εξακολουθούν όμως να παράγονται και στη διάρκεια της πρώιμου ΥΕΙΙΙΓ. Στη ΒΔ Πελοπόννησο σχεδόν όλα κατατάσσονται στην ΥΕΙΙΙΒ - πρώιμη ΥΕΙΙΙΓ.

1407. Papadopoulos 1979, σελ. 112-114, fig. 178 (b). 1408. Για το σχήμα πρβ. και Stubbings 1947, pl. 9 (2), Σγουρίτσα 1988, σελ. 24, πίν. 11 (29), Mountjoy 1999, σελ. 141 (σκύφος από την Αργολίδα). 1409. Ό  πως συμβαίνει και στα περισσότερα αχαϊκά δείγματα (Papadopoulos 1979, σελ. 112). Το ίδιο παρατηρείται και σε σκύφους από τις Μυκήνες, την Περατή, τη Νάξο, την Εύβοια. Σε αγγεία από το Καμίνι της Νάξου εξαιρείται τμήμα του σώματος και παραμένει άβαφο, φαινόμενο που παρουσιάζεται και στην ΥΕΙΙΙΓ πρώιμη της Περατής και στις Μυκήνες (Βλαχόπουλος 2002, σελ. 141). 1410. M  ountjoy 1999, σελ. 390 (71, 72). Χρονολογούνται στην ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη). 1411. Papadopoulos 1979, fig. 267 (a), Döhl 1973, taf 63 (B6-B6a), Mountjoy 1999, σελ. 150 (296), παρόμοιο θέμα και σε σκύφο από Λακκίθρα Κεφαλονιάς (Souyoudzoglou 1999, A1253, pl. 14). 1412. B  legen 1937, fig. 425, Mountjoy ό.π., σελ. 150 (294). 1413. T  ournavitou 1992, σελ. 199. Την ποικιλόμορφη χρήση του αγγείου δηλώνουν και οι εργαστηριακές αναλύσεις σε σκύφο από τη Θήβα (από οικιστικό σύνολο). Στα τοιχώματα επισημάνθηκαν ίχνη μπύρας και κρασιού αλλά και φαγητών, όπως σύκα, κρέας, όσπρια, ελαιόλαδο, συνεπώς ο σκύφος χρησιμοποιήθηκε άλλοτε ως σκεύος πόσεως και άλλοτε εστιάσεως (Τζεδάκις - Matlew 1999, σελ. 184-185). 1414. Μόλις ένα προέρχεται από την Αρκαδία (Σαλαβούρα 2006, σελ. 407). 1415. Papadopoulos, 1979, εικ. 175, εικ. 266 c. Επίσης πρβ. και σελ. 110-111. 1416. Ι ακωβίδης 1970, σελ. 225-226. 1417. Σ  γουρίτσα 1988, σελ. 52-53, πίν. 26, Mountjoy 1999, σελ. 224 (λίγα δείγματα από Τσούγγιζα Κορινθίας), σελ. 416 (Αχαΐα, με ταινιωτή διακόμηση), σελ. 553 (Αττική).

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

265

Κερατόσχημο αγγείο: Από τον τάφο 10 του Κλαδέου (θέση «Τρύπες») προέρχεται κερατόσχημο αγγείο1418 (π 8032), που συνόδευε την ταφή ΙΙ (Πίν. 107), στο κέντρο του ταφικού θαλάμου. Από τα λοιπά κτερίσματα τεκμαίρεται ότι εν λόγω ταφή πραγματοποιήθηκε στην ύστερη ΥΕΙΙΙΓ.1419 Το αγγείο (Πίν. 131) διαθέτει επίπεδη βάση, κυρτές πλευρές, στενό λαιμό, χωνοειδές στόμιο και δύο προεξοχές με κατακόρυφες οπές ανάρτησης.1420 Το σώμα διαιρείται με οριζόντιες γραμμές σε «μετόπες», πληρούμενες με παράλληλες γραμμές, ενάλληλες γωνίες, πλοχμό, τεθλασμένη, στιγμές και ημικύκλια, ακολουθώντας τον λεγόμενο «Πυκνό Ρυθμό».1421 Στη βάση γράφονται ομόκεντροι κύκλοι.1422 Ο Καραγιώργης θεωρεί πως αρχικώς το σχήμα επισημαίνεται στην κεραμική της ΠΕΧ στην Κύπρο (ερυθροστιλβωτή), επανεμφανίζεται στην ΥΚΙ και επιβιώνει μέχρι τον 11ο και 10ο αιώνα (τόσο στην Κύπρο όσο και στη Συροπαλαιστινιακή ακτή).1423 Η μακροσκοπική εξέταση του πηλού αλλά και ο διάκοσμος υποδεικνύουν την κατασκευή του από τοπικό εργαστήριο και όχι την εισαγωγή του από την Κύπρο.1424 Η παρουσία των πτηνόσχημων ασκών, των δακτυλιόσχημων, καθώς και του συγκεκριμένου κερατόσχημου αγγείου, δηλώνουν τη λειτουργία κεραμικού εργαστηρίου στη ΒΔ. Πελοπόννησο, του οποίου οι αγγειοπλάστες κατάγονταν από την Κύπρο1425 ή τις Κυκλάδες (απ’ όπου εισήχθησαν1426 αρχικώς τέτοια αγγεία).

1418. Β  ικάτου 1998, πίν. 96γ. 1419. Β  ικάτου - Καραγιώργης 2006β, σελ. 160. 1420. Ό  .π., σελ. 162. 1421. Ό.π., σελ. 162. Πλησιέστερο παράλληλο (για τα μοτίβα) η ανασκαφέας θεωρεί κυλινδρικό αλάβαστρο από την Καυκανιά (π 2811 - πρβ. κεφάλαιο για αλάβαστρα και Παρλαμά 1974α, σελ. 42, πίν. 32 ε-στ). 1422. Βικάτου - Καραγιώργης 2006β, σελ. 164. Όπως και σε κερατόσχημο αγγείο από τη Λάπηθο της Κύπρου. 1423. Βικάτου - Καραγιώργης 2006β, σελ. 163 και εικόνες της σελίδος 165. 1424. Ό  .π., σελ. 162. Ο Καραγιώργης (ό.π., σελ. 166) θέτει το ερώτημα εάν το συγκεκριμένο αγγείο υπήρξε δημιούργημα ελλαδίτη μετανάστη της Κύπρου, ο οποίος επέστρεψε στην πατρίδα του και αντέγραψε το σχήμα. 1425. Γ  ια την ύπαρξη σχέσεων μεταξύ ΒΔ Πελοποννήσου και Κρήτης πρβ. και Giannopoulos 2008, σελ. 160-162. 1426. Α  πό την Κύπρο (βλ. και Misch 1992, σελ. 143).

266 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Ψευδόστομοι Αμφορείς (ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΧΧΙΙΙ, Γραφήματα 22.1-24) Το αγγείο στις διάφορες σχηματικές παραλλαγές του (FS 166-182) αποτελεί ένα από τα πλέον δημοφιλή αγγεία της Ύστερης Εποχής του Χαλκού,1427 που συναντάται τόσο σε ταφικά όσο και σε οικιστικά σύνολα.1428 Στα νεκροταφεία της κεντρικής και νότιας Ηλείας,1429 οι ψευδόστομοι συνιστούν το 25% επί του συνόλου των αγγείων, ενώ στην Αγ. Τριάδα, όπου έχουν καταγραφεί περίπου 150,1430 το 39%. Τα ιδιαίτερα μορφολογικά στοιχεία του αγγείου, όπως η διαμόρφωση στενού, μη λειτουργικού λαιμού στον ώμο και η κατασκευή χρηστικού στομίου, τοποθετημένου έκκεντρα στο σώμα του, υποδηλώνουν σαφώς τη χρήση του, δηλ. τη μεταφορά, διατήρηση υγρών προϊόντων (όπως λάδι και κρασί), καθώς και τη διευκόλυνση της εκροής τους χωρίς την ταυτόχρονη εξάτμισή τους.1431 Οι θεωρίες «γένεσης» του σχήματος συμφωνούν απόλυτα στον τόπο (η Κρήτη), διαφωνούν όμως ως προς τη χρονική στιγμή επινόησής του. Ο Furumark1432 υποστήριξε ότι το σχήμα εμφανίστηκε κατά τη ΜΜΙΙΙ, ενώ ο Popham1433 προτείνει μεταγενέστερη χρονολόγηση (ΥΜΙΒ). O Haskell1434 θεωρεί, ότι τα πρώτα δείγματα εμφανίστηκαν, κατά τη ΜΜΙΙΙ/ΥΜΙΑ, προερχόμενα από τον Κομμό (νότια Κρήτη) και την Αγ. Ειρήνη στην Κέα (φάση V). Στη ΜΜΙΙΙ1435 τοποθετεί την πρώτη εμφάνιση του αγγείου ο Betancourt1436 (με δείγματα από τον Κομμό), ενώ την ίδια άποψη υιοθετεί και ο Leonard.1437 Προδρομικά σχήματα θεωρούνται είτε ο πτηνόσχημος κυκλαδικός ασκός είτε ο αμφορέας με ελλειψοειδές στόμιο (ο οποίος έχει την ίδια χωροθέτηση λαβών με το εξεταζόμενο αγγείο). Το σχήμα στην ηπειρωτική χώρα εμφανίζεται σποραδικά κατά την ΥΕΙ-ΙΙΙΑ1,1438 για να καταστεί δημοφιλές στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β και να «επιβιώσει» και κατά την ΥΕΙΙΙΓ. Στην Ηλεία, ο ψευδόστομος, παρουσιάζεται στα τέλη της ΥΕΙΙΙΑ1/αρχές της ΙΙΙA2 (FS 166 από το Νέο Μουσείο και τη

1427. Tournavitou 1992, σελ. 190, Kanta 1980, σελ. 244. 1428. Tournavitou 1992, σελ. 190, Κουντούρη 2002 (Μεσσηνία), σελ. 186. Στην Ηλεία προέρχεται από ταφικά σύνολα, ένα ανευρέθη στον οικισμό των Διασέλλων, ενώ τμήματα ψευδοστόμων έχουν επισημανθεί στο Επιτάλιο και το Σαμικό. 1429. Σ  τα νεκροταφεία Στρεφίου, Μακρυσίων, Διασέλλων, Νέου Μουσείου και Στραβοκεφάλου οι ψευδόστομοι αποτελούν το 17% των αγγείων. Συγκριτικά στα νεκροταφεία της Νάξου οι ψευδόστομοι αποτελούν το 26,2% του συνόλου ΥΕΙΙΙΓ αγγείων, στην Περατή το 29,5%, στην Κώ το 24,9% και στην Ιαλυσό το 25% (Βλαχόπουλος 2006, σελ. 111). Εξαιρετικά δημοφιλές και στο Παλαιόκαστρο Αρκαδίας (Σαλαβούρα 2006, 392). 1430. Β  ικάτου 1999 (Αγ. Τριάδα), σελ. 240. Ανάλογη κατάσταση και στην Αχαΐα, όπου το εξεταζόμενο σχήμα αποτελεί το 1/3 ή και περισσότερο της κεραμικής (Giannopoulos 2008, σελ. 144-145). 1431. Tournavitou ό.π., Τζεδάκις - Martlew 1999, σελ. 152. Οι πρώτοι κρητικοί ψευδόστομοι ήταν από χονδρό πηλό και η διακόσμηση τους πρόχειρη, προδίδοντας τον χρηστικό χαρακτήρα τους. 1432. F  urumark 1972, σελ. 19. Κουντούρη 2002, σελ. 188. 1433. P  opham 1967, σελ. 341 αλλά και Stubbings 1947 (Αττική), σελ. 13. Ήδη ο Blegen (Blegen 1937, σελ. 452) σημειώνει: «So far as I know the earliest examples of the stirrup vases on the mainland do not antedate LHIII, but in Crete the shape is well known in LMIb». 1434. Haskell 1985, σελ. 221. 1435. Η ΜΜΙΙΙ στην πεδιάδα της Μεσσαράς αντιστοιχεί στη ΜΜΙΙΙΒ της Κνωσού (Betancourt 1990, σελ. 37). 1436. B  etancourt 1990, σελ. 37-38 και 40. 1437. L  eonard 1993, σελ. 105. Πέραν των προαναφερθέντων πρβ. και Hatzaki 2007, σελ. 58 και 179. 1438. Η Κουντούρη υποστηρίζει ότι εμφανίζεται, αποκλειστικώς σε ταφικά σύνολα, κατά την ΥΕΙΙΑ (Κουντούρη 2006, σελ. 171).

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

267

θέση «Ρένια» Πλατάνου), η παραγωγή του ακμάζει κατά την ΥΕΙΙΙΑ2/Β και συνεχίζεται μέχρι και την ΥΕΙΙΙΓ (ύστερη).1439 ΣΧΗΜΑ: Ο ψευδόστομος αμφορεύς εμφανίζεται σε πολλές παραλλαγές (σχετιζόμενες με τη διαμόρφωση του σώματος), αλλά διαθέτει και κοινά χαρακτηριστικά, που συνοψίζονται στα εξής: 1. Πρόκειται για κλειστό σχήμα με δύο στενά στόμια, ένα εκ των οποίων σφραγίζεται με πηλό. 2. Διαθέτει δύο κατακόρυφες λαβές,1440 συνήθως ταινιωτές, πιο σπάνια κυκλικής διατομής, οι οποίες «ενώνονται» στο ψευδές στόμιο. Στόμιο και λαβές είναι επίθετα στο αγγείο. 3. Η βάση διαμορφώνεται δακτυλιόσχημη ή δισκοειδής, προκειμένου να εξασφαλισθεί η σταθερότητα για τη μεταφορά των υλικών. 4. Οι διαστάσεις του ποικίλλουν, το ύψος κυμαίνεται από 0,06 έως 0,389 μ., η πλειοψηφία πάντως των αγγείων είναι μικρών διαστάσεων.1441 Στην ΥΕΙΙΙΑ1442 Ηλεία (Γράφημα 22.1) παρουσιάζεται η απιόσχημη παραλλαγή1443 (FS 166/67). Δύο αγγεία προήλθαν από τη θέση «Ρένια» Πλατάνου,1444 ένας από τον θαλαμωτό τάφο Η (ταφή V) στο Νέο Μουσείο1445 (Πίν. 108, Σχέδ. 55). Η έρευνα στην Αγ. Τριάδα απέδωσε επίσης δείγματα της συγκεκριμένης παραλλαγής.1446 O FS 166/167 διακρίνεται για το απιόσχημο σώμα και τη δακτυλιόσχημη βάση (π 741). Ο ώμος του τελευταίου, δια των λαβών, διαιρείται σε δύο ζώνες διακόσμησης, η μία με ενάλληλες γωνίες (FM 58:17-18) και η άλλη με μυκηναϊκά σχηματοποιημένα άνθη (FM 18:70, 76, 77). Υποστηρίζεται1447 ότι ο ψευδόστομος από τη Ρένια, κοσμημένος με δύο ζώνες γραπτού διακόσμου (Πίν. 108), πληρούμενες με διαφορετικά θέματα,1448 έχει εισαχθεί από την Κρήτη.1449 Ανάλογο (ως προς το σχήμα και τη χωροθέτηση της διακόσμησης) εντοπίζεται στο Αίγιο της Αχαΐας,1450 αλλά και στη Μεσσηνία1451 (το οποίο διαθέτει τρεις λαβές και πρέπει να θεωρηθεί πρωιμότερο των άλλων1452).

1439. Π  ρβ. ψευδόστομους από το Αγραπιδοχώρι, την Αγ. Τριάδα, την Πέρσαινα - Γούμερο, τις Τρύπες Κλαδέου. 1440. Σ  ε αγγεία των πρωίμων μυκηναϊκών χρόνων συναντώνται τρεις λαβές (κατακόρυφη ή οριζόντια) αλλά και στην παραλλαγή FS 184 (Stubbings 1947, σελ. 14, Mountjoy 1994, σελ. 211). 1441. Κ  ουντούρη 2006, σελ. 168 (ειδικά οι χρονολογούμενοι στην ΥΕΙΙΙΑ και Β). 1442. Η Mountjoy (Mountjoy 1994, σελ. 211) κατατάσσει τους ψευδοστόμους αυτής της κατηγορίας στην ΥΕΙΙΙΑ2. Το σχήμα γενικώς δεν συναντάται συχνά στην ηπειρωτική Ελλάδα (Stubbings 1947, σελ. 62). 1443. Για την εξέλιξη του σχήματος και την πιθανή μινωική προέλευσή του πρβ. και Kanta 1980, pl. 8-3, σελ. 244. Κατά την ΥΜΙΙΙΑ1 ο ψευδόστομος αποδίδεται απιόσχημος και διακοσμείται σε ολόκληρο το άνω τμήμα του σώματος. Πρβ. Κουντούρη 2006, σελ. 167 και Σγουρίτσα 1988 (Βάρκιζα), πίν. 5 (13), πίν. 8 (9), πίν. 38 (12) και σελ. 88. Η παραλλαγή εξαιρετικά προσφιλής στην κεραμική της Δωδεκανήσου (Karantzali 2001, σελ. 39). Ο εντοπισμός FS 167 στις Μυκήνες (Οικία Λαδεμπόρου) συσχετίζει το σχήμα με το έλαιο (Tournavitou 1992, σελ. 192). 1444. Γιαλούρης 1964, πίν. 183β και Mountjoy 1999, σελ. 383. 1445. Τ  ο π 741. 1446. Η  Βικάτου (Βικάτου 1999, σελ. 240) κατατάσσει στην κατηγορία αυτή όχι μόνο όσα αγγεία διαθέτουν απιόσχημο σώμα αλλά και όσα διαθέτουν ιδιαίτερα υψηλή βάση (όπως το π 4388, ό.π., εικ. 5β). 1447. M  ountjoy 1999, σελ. 383. 1448. Π  ρόκειται για διάγραμμα, πολλαπλά ομόκεντρα ημικύκλια (FM 43:30) στον ώμο, ενώ ψηλά στο σώμα γράφεται σχηματοποιημένο μυκηναϊκό άνθος (FM 18) με παραπλήρωση ολόβαφων ημικυκλίων (FM 43a). 1449. Πρβ. και Kanta 1980, σελ. 277, επίσης και fig. 97, 4-6. 1450. Papadopoulos 1979, fig. 118 g-h (στον ώμο διάγραμμα τρίγωνα και ψηλά στο σώμα ενάλληλες γωνίες). Επίσης πρβ. και σελ. 72, ειδικά υποσ. 64, όπου γίνεται λόγος για την περιορισμένη διάδοση του σχήματος στην ηπειρωτική Ελλάδα. Τη σπανιότητα του σχήματος επισημαίνει ήδη ο Stubbings 1947, σελ. 62. 1451. Κουντούρη 2006, σελ. 171. 1452. Π  ρβ. και Stubbings ό.π., σελ. 14.

268 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Κατά την ΥΕΙΙΙΑ2 (Γράφημα 22.1) εισάγεται ο FS 171.1453 Το σώμα διαμορφώνεται σφαιρικό, σε κάποιες περιπτώσεις ελαφρώς πιεσμένο, τα μοτίβα περιορίζονται στον ώμο και το σώμα καλύπτεται με ταινίες, οι οποίες πλαισιώνουν λεπτές γραμμές, μόνον ο π 740 αποδίδεται ολόβαφος με καστανομέλανη βαφή (Πίν. 108). Η παραλλαγή επιβιώνει και στην επόμενη περίοδο (ΥΕΙΙΙΒ), ενώ κάποια αγγεία εντάσσονται στην ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη).1454 Το ύψος τους δεν ξεπερνά τα 0,15 μ. και στις περισσότερες περιπτώσεις η μεγίστη διάμετρος ισούται, υπολείπεται ή υπερβαίνει κατ’ ελάχιστο το ύψος.1455 Ο δίσκος των λαβών αποδίδεται στην πλειονότητα των αμφορέων επίπεδος1456 και σπάνια με χαμηλό κεντρικό έξαρμα,1457 ενώ στον π 306 παρατηρείται αβαθής κοίλανση. Οι λαβές είναι κατακόρυφες, κατά το πλείστον ταινιωτές, ενώ δεν απουσιάζουν και αυτές με κυκλική ή ελλειψοειδή διατομή.1458 Η βάση διακρίνεται σε επίπεδη,1459 δακτυλιόσχημη1460 (ή υπερυψωμένη - τανιωτή1461) ή δισκοειδή.1462 Κατά την ΥΕΙΙΙΑ2 εμφανίζεται και η σφαιρική/πιεσμένη παραλλαγή του αγγείου (FS 178 και 179).1463 Το σώμα αποδίδεται σφαιρικό, αλλά και έντονα πιεσμένο, ενώ στον FS 179 παρατηρείται και διαμόρφωση γωνιώδους περιγράμματος μεταξύ ώμου και σώματος. Το αγγείο εξακολουθεί να μην χαρακτηρίζεται από μεγάλο μέγεθος, η μέγιστη διάμετρος του υπερβαίνει κατά πολύ το ύψος του. Η παραλλαγή απαντά στην Αγ. Τριάδα, στα Μακρίσια (π 226, 228), στο Στραβοκέφαλο (π 313), στο Στρέφι (π 12292, 12285, 12286, 12293, 12305). Ο δίσκος των λαβών συνήθως είναι επίπεδος αλλά απαντάται και με κεντρικό χαμηλό έξαρμα (π 226), γνώρισμα της ΥΕΙΙΙΒ περιόδου,1464 ή σπανίως με ελαφρά κεντρική κοίλανση (π 12285). Η βάση του αγγείου, εκτός από επίπεδη (π 12286) και δισκοειδής (π 12292), συνήθως αποδίδεται υψωμένη ταινιωτή1465/δακτυλιόσχημη (π 12285), φέροντας σπανίως (στον π 12305) και χαμηλό, κωνικό έξαρμα στο κέντρο της. Στην επόμενη περίοδο (ΥΕΙΙΙΒ) εισάγονται οι κωνικοί (FS 182)1466 (Γράφημα 22.1). Το σώμα μετεξελίσσεται σε αμφικωνικό, ενώ ο ώμος είναι επίπεδος ή έντονα κυρτός.1467 Οι λαβές παραμένουν κατακόρυφες και ταινιωτές, ο δίσκος επίπεδος. Επίπεδη διαμορφώνεται και η βάση (π 11257, 112581468), ενώ δεν λείπουν και τα δακτυλιόσχημα δείγματα (π 732). 1453. Π  ρβ. και Stubbings 1947, σελ. 70 και Κουντούρη 2006, σελ. 167. 1454. Π  ιθανώς το π 306. 1455. Π  ρβ. και τα π 661, 713, π 240, π 229, π 225, π 195, π 192, π 306 1456. Π 642, π 659, π 713 (Νέο Μουσείο), π 240, 238, 239, π 225, π 227 (Μακρίσια), π 183, π 195, π 192 (Διάσελλα), π 317, π 315 (Στραβοκέφαλο), π 2034 (Αγραπιδοχώρι). 1457. Π 229 (από Διάσελλα), π 661 (Νέο Μουσείο). 1458. Βικάτου 1999, σελ. 240. 1459. Π  642 (από το Ν. Μουσείο), π 240 (Μακρίσια), π 183, 195 (από Διάσελλα) 1460. Π  αρατηρείται στη συντριπτική πλειοψηφία των ψευδοστόμων FS 171, ενδεικτικώς αναφέρονται οι εξής: π 659, 661, 713 (Ν. Μουσείο), π 238, 229, 239, 225, 227 (Μακρίσια), π 192 (Διάσελλα), π 306, 317 (Στραβοκέφαλο), π 2034 (Αγραπιδοχώρι). 1461. M  ountjoy 1994, σελ. 209, εικ. 270. 1462. π  315 (από Στραβοκέφαλο). 1463. Κουντούρη 2006, σελ. 167. 1464. Mountjoy 1994, σελ. 211. «Ο δίσκος των λαβών είναι επίπεδος αλλά μπορεί να έχει και ένα κώνο, γνώρισμα που διαδίδεται όλο και περισσότερο στη μέση και νεώτερη ΥΕΙΙΙΓ». Το υψηλό κωνικό έξαρμα συνδέεται με ψευδόστομους της ΥΕΙΙΙΓ (Thomas 2005, σελ. 472). Η Σγουρίτσα (Σγουρίτσα 2001, σελ. 47) υποστηρίζει ότι το κωνικό έξαρμα εμφανίζεται σε αγγεία της ΥΕΙΙΙΒ2. Ο Ιακωβίδης (Ιακωβίδης 1970, σελ. 255) συνδέει την παρουσία ή μη υψηλού/χαμηλού κώνου με το σχήμα του ψευδοστόμου (πλέον εντόνου στους κωνικούς). 1465. Ορολογία της Mountjoy (πρβ. Mountjoy 1994). 1466. Κ  ουντούρη 2006, σελ. 168. 1467. Β  ικάτου 1999, σελ. 240 και εικ. 5αβ, π 732 (Ν. Μουσείο), π 269, 270, 11257 και 11258 (Στρέφι). 1468. Στους π 269 και 270 παρατηρείται αβαθής κοίλανση.

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

269

Στην ΥΕΙΙΙΓ (Γράφημα 22.1) επιβιώνουν οι FS 171 και 182 αλλά εμφανίζονται και ψευδόστομοι, αμφικωνικού/ωοειδούς σώματος (FS 175-7), σαφώς μεγαλυτέρων διαστάσεων.1469 Στην Αγ. Τριάδα1470 το ύψος τους φθάνει έως και τα 0,38 μ., ενώ αναλόγων διαστάσεων αγγεία παρατηρούνται και στις «Τρύπες» Κλαδέου (π 8031, π 8050 με σφαιρικό σώμα - μάλλον FS 175, π 8074, π 80791471), στη θέση «Καραβά» Καυκανιάς,1472 στο Αγραπιδοχώρι1473 (π 2017 - ύψους 0,235 μ., και π 2023 ύψους 0,215 μ.). Στο δίσκο λαβών συχνά σχηματίζεται κεντρικό κωνικό έξαρμα. Στην ύστατη μυκηναϊκή περίοδο κατατάσσεται και ο τριποδικός ψευδόστομος αμφορέας από το νεκροταφείο του Κλαδέου1474 (θέση Τρύπες - π 8066).1475 Το σχήμα εμφανίζεται στην Κρήτη κατά την ΥΜΙΙΙΑ, επιβιώνει στην ΥΜΙΙΙΒ και καθίσταται περισσότερο δημοφιλές στην ΥΜΙΙΙΓ. Το πλησιέστερο παράλληλο προέρχεται από τα Μάλια της Κρήτης.1476 Από το νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας προέρχονται και δύο δείγματα του FS 184 - του κυλινδρικού ψευδόστομου αμφορέως.1477 Το αγγείο διαθέτει έντονα κυρτό ώμο και κυλινδρικό - ογκηρό σώμα, ένας από αυτούς έφερε ένθεση με υαλόμαζα (στον ώμο) και διέθετε τρεις λαβές.1478

Διακόσμηση Λαβές: Η πλειονότητα των ψευδοστόμων διαθέτουν ταινιωτές λαβές,1479 οι οποίες διακοσμούνται ως εξής (Γράφημα 22.2): Α) είναι ολόβαφες. Οι λαβές αυτής της κατηγορίας απαντούν σε ψευδοστόμους τόσο της ΥΕΙΙΙΑ2/Β1480 (π 240, 238, 228, 229, 225, 192, 642, 908, 4174) όσο και της ΥΕΙΙΙΓ1481 (π 2027, 4049, 7620, 8074, 8088). Β) ολόβαφες με την εξαίρεση ενός μικρού τριγώνου ή ορθογωνίου πλησίον του ψευδούς στομίου. Το σύνολο των ψευδοστόμων1482 αυτής της ομάδος κατατάσσονται στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Γ) μ  ε εγκάρσια γραμμίδια (είτε πλατιά είτε λεπτά). Δημοφιλής διάκοσμος της ΥΕΙΙΙΓ (π.χ. π 2017, π 2018, π 8031),1483 χωρίς να αποκλείεται η παρουσία της και σε πρωιμότερα αγγεία (π 183). 1469. Π  ρβ. και Βλαχόπουλος, 2006, σελ. 111. Σαλαβούρα 2006, σελ. 392. 1470. Β  ικάτου 1999, ό.π. 1471. Β  ικάτου 1998, πίν. 97β, 96β-γ, 94γ. 1472. Προσωπική παρατήρηση. Πρόσφατα ανασκαφείς θαλαμωτός από την κα. Ολ. Βικάτου. 1473. Παρλαμά 1971, Λγ-Λδ. 1474. Βικάτου ό.π., πίν. 97β. 1475. Π  ερισσότερα στοιχεία θα προκύψουν μετά την τελική δημοσίευση του ευρήματος. 1476. K  anta 1980, fig. 23:3, 4, σελ. 51. Για το σχήμα και την εξέλιξη πρβ. σελ. 248-249. 1477. Β  ικάτου 1999, σελ. 240, για ανάλογα πρβ. και Papadopoulos 1979, σελ. 72 και σελ. 80 (από Αιγιάλεια). 1478. Α  ντίστοιχος από την Αστυπάλαια (Mountjoy 1999, σελ. 1144). 1479. Κουντούρη 2006, σελ. 168. 1480. Πρβ. και Αχαΐα (Papadopoulos 1979, σελ. 75). 1481. Όπως έχει σημειωθεί τόσο στην Αττική (Stubbings 1947, σελ. 15, Σγουρίτσα 2001, σελ. 48) όσο και στα Ιόνια (Souyoudzoglou 1999, σελ. 68, fig. 10), ενώ ο Furumark (Furumark 1972, σελ. 377, εικ. 66) πίστευε ότι οι ολόβαφες λαβές αποτελούσαν γνώρισμα της ΥΕΙΙΙΑ/Β. 1482. π 410, 226, 239, 227 (Μακρίσια), 195 (Διάσελλα), 313, 317, 315 (Στραβοκέφαλος), 659, 661, 713, 732, 741 (Νέο Μουσείο), 2033, 2034 (Αγραπιδοχώρι), 12292, 12285, 12286, 12305, 12306, 11257, 11258 (Στρέφι). (πρβ. και Furumark 1972, ό.π., Souyoudzoglou ό.π., Papadopoulos 1979, σελ. 74, Κουντούρη 2006, σελ. 168). Ο εν λόγω διάκοσμος των λαβών χαρακτηρίζει την ΥΕΙΙΙΒ1, μολονότι έχει υιοθετηθεί ήδη από την ΥΕΙΙΙΑ2 (Thomas 2005, σελ. 472). 1483. Κ  αι στην παρακείμενη Αχαΐα η πλειοψηφία των λαβών των ψευδοστόμων διακοσμείται με τον ίδιο τρόπο (Papadpoulos 1979, σελ. 75) και χρονικώς κατατάσσονται στην ΥΕΙΙΙΓ.

270 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Δ) με ταινίες στις πλευρές τους.1484 Προσιδιάζει σε ψευδοστόμους της ΥΕΙΙΙΒ/Γ. Ε) με ενάλληλες γωνίες. Παρατηρήθηκε σε δύο ψευδοστόμους, έναν από το Αγραπιδοχώρι1485 (π 2023) και άλλον από την Αγ. Τριάδα (π 4433). Και τα δύο αγγεία εντάσσονται στην ΥΕΙΙΙΓ. Κάτω από τις λαβές του π 659 γράφονται U-σχημα1486 (σχεδόν FM 45), διαφοροποιούμενα από το μοτίβο του ώμου. Δίσκος λαβών: Είναι πάντα κυκλικού σχήματος. Στο κέντρο του διαμορφώνεται είτε μία αβαθής κοιλότητα είτε ένα λιγότερο ή περισσότερο υψηλό έξαρμα (στη διάρκεια της ΥΕΙΙΙΑ2/Β και στην ΥΕΙΙΙΓ). Επιπλέον, ο δίσκος διακοσμείται1487(Γράφημα 23. 1): Α) με ομόκεντρους κύκλους,1488 των οποίων το κέντρο δηλώνεται με στιγμή (πλατιά ή λεπτή).1489 Συνολικά έχουν καταγραφεί 29 δίσκοι με αυτό το διάκοσμο από αγγεία, των οποίων η πλειοψηφία ανήκει στον FS 171 και χρονολογείται στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Ο συγκεκριμένος διάκοσμος επιβιώνει και στην ΥΕΙΙΙΒ/Γ, όπως φαίνεται σε αγγεία από τη θέση «Τρύπες» Κλαδέου (π 8050, 8069, 8074, 8113, 8088). Β) με μία παχιά στιγμή (που καταλαμβάνει το σύνολο σχεδόν του δίσκου). Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται οκτώ1490 ψευδόστομοι (FS 171), οι οποίοι ανάγονται στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Γ) μ  ε σπείρα. Οι δίσκοι επτά αγγείων κοσμούνται με σπείρα. Οι περισσότεροι1491 εξ’ αυτών ανήκουν στην κατηγορία του FS 175/6 χρονολογούνται στην ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη). Συνήθως η σπείρα στα ύστερα δείγματα αποδίδεται αραιά και με αδρό περίγραμμα (π.χ. π 2019). Τρεις (οι π 195, 11257, 908) εντάσσονται στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Δ) αποδίδεται ολόβαφος. Απαντάται σε τρεις ψευδοστόμους (π 741, π 642, π 306). Ο π 741 (FS 166) είναι πιθανώς ο προγενέστερος όλων. Από την Αγ. Τριάδα προέρχονται ψευδόστομοι, των οποίων οι δίσκοι διαθέτουν εξεζητημένη διακόσμηση (με σταυρό και εγγεγραμμένα πολλαπλά ημικύκλια). Χείλος - στόμιο: Το χείλος αποδίδεται πάντα ολόβαφο, ενώ στη συντριπτική πλειονότητα των υπό εξέταση αγγείων πλατιά ταινία περιθέει τις βάσεις των δύο στομίων. Στην Αγ. Τριάδα1492 και το Αγραπιδοχώρι,1493 τα αγγεία φέρουν στον ώμο θηλειά, η οποία περικλείει τα δύο στόμια (το ψευδές και το χρηστικό). Η ύπαρξη «θηλειάς» χαρακτηρίζει ψευδόστομους της ΥΕΙΙΙΒ και της πρώιμης

1484. Π  269, 270. Η Souyoudzoglou (Souyoudzoglou 1999, σελ. 68, fig. 10) χρονολογεί τα αγγεία με τις λαβές αυτές στην ΥΕΙΙΙΑ/Β. 1485. Π  αρλαμά 1974α, σελ. 56. Στην Αχαΐα ενάλληλες απαντούν σε πέντε περιπτώσεις (Papadopoulos 1979, σελ. 74-75). Για τη γεωγραφική διάδοση του διακόσμου των λαβών πρβ. και Giannopoulos 2008, σελ. 150 (Αργολίδα, Κεφαλονιά - Ιθάκη, ανατολική Λοκρίδα). 1486. Η  διαφοροποίηση του θέματος (σε σχέση με αυτό του ώμου) συγκρίνεται με αντίστοιχο που παρατηρείται σε απιόσχημους πιθαμφορίσκους και αλάβαστρα (πρβ. και υποσ. 1081). 1487. Για τη διακόσμηση των ψευδοστόμων από τα Ιόνια νησιά πρβ. και Souyoudzoglou 1999, σελ. 68, fig. 10. Αντίστοιχα για Αχαΐα πρβ. και Papadopoulos 1979, σελ. 74 και fig. 207a. Σημειώνεται ότι οι πλέον περίτεχνα κοσμημένοι δίσκοι ανήκουν σαφώς στην ΥΕΙΙΙΓ. 1488. Κουντούρη 2006, σελ. 168. 1489. Η ίδια κατάσταση περιγράφεται και για τα αγγεία, τα οποία προέρχονται από το νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας. Οι δίσκοι τους είναι είτε ολόβαφοι είτε κοσμούνται με σπείρα ή ομόκεντρους κύκλους (Βικάτου 1999, σελ. 240). 1490. Σ  υγκεκριμένα οι π 183, 192 (Διάσελλα), π 313, 315 (Στραβοκέφαλος), π 713 (Νέο Μουσείο), π 12286, 12283, 11258 (Στρέφι). 1491. Π  2017, 2018, 2019, 2023 (από το Αγραπιδοχώρι). 1492. Β  ικάτου 1999, σελ. 240. 1493. Π  ρόκειται για τους π 2017, π 2023, π 2018, π 2019, που χρονολογούνται στην ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη). Το ίδιο χαρακτηριστικό παρατηρείται και σε ΥΕΙΙΙΓ ψευδοστόμους από την Αρκαδία (Σαλαβούρα 2006, σελ. 397).

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

271

ΥΕΙΙΙΓ.1494 Οπές εξαερισμού κατά την όπτηση δεν παρατηρούνται στους ψευδοστόμους της Ηλείας (αλλά και γενικότερα στα αγγεία της περιοχής1495). ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗΣ: Κατά την ΥΕΙΙΙΑ η διακόσμηση περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον ώμο του αγγείου. Το σώμα έφερε ταινιωτό διάκοσμο (γραμμές πλαισιωμένες από ταινίες). Στα τέλη της ΥΕΙΙΙΑ2 και κατά την ΥΕΙΙΙΒ προστίθεται1496 μία στενή ζώνη διακόσμησης στο σώμα (συνήθως στο ύψος της μεγίστης διαμέτρου), ενώ το σώμα εξακολουθεί να κοσμείται με ταινίες - γραμμές (καταγράφεται και ένας ολόβαφος ψευδόστομος από το Νέο Μουσείο1497). Στην ΥΕΙΙΙΓ η χωροθέτηση του διακόσμου διαφοροποιείται. Ψευδόστομοι από την Αγ. Τριάδα, ακολουθώντας την τεχνοτροπία των αχαϊκών εργαστηρίων, κοσμούνται (στο μεγαλύτερο τμήμα του σώματος και σχεδόν μέχρι τον ώμο) με ισοπαχείς, προσεκτικά σχεδιασμένες ταινίες.1498 Προς το τέλος της ΥΕΙΙΙΓ εντοπίζονται αγγεία (π.χ. π 8079 από Τρύπες Κλαδέου) με ολόβαφο το μεγαλύτερο τμήμα του σώματος (μέχρι τη μεγίστη διάμετρο του αγγείου).1499 Στον π 8088 πλοχμός κοσμεί το άνω τμήμα της κοιλιάς και το λοιπό αγγείο παραμένει ολόβαφο. Ενίοτε ο διάκοσμος καλύπτει τον ώμο αλλά και μεγάλο τμήμα της κοιλιάς του αγγείου (π.χ. π 7620), το δε υπόλοιπο σώμα φέρει ταινίες, οι οποίες διευθετούνται κατά αραιά διαστήματα (π.χ. π 8074) (Πίν. 116). Σε ορισμένους ψευδοστόμους (π.χ. π 2017, π 2018 από το Αγραπιδοχώρι) παρατηρείται το ανώτερο τμήμα του σώματος να καλύπτεται με ισομεγέθεις ταινίες και το κατώτερο να παραμένει άβαφο.

Διακοσμητικά θέματα στον ώμο/σώμα ψευδοστόμων (Γράφημα 23.2 & 24): Μυκηναϊκό σχηματοποιημένο άνθος (FM 18): Το μοτίβο διακοσμεί συχνά τον ώμο των ψευδοστόμων αμφορέων της ΥΕΙΙΙΑ, Β και πρώιμης ΙΙΙΓ. Συνήθως συναντάται σε σφαιρικούς (FS 171/173), σποραδικά σε πιεσμένους σφαιρικούς (FS 178/9) και σε αγγεία με κυλινδρικό σώμα (FS 182).1500 Παριστάνεται σε διάφορες παραλλαγές, οι πρωιμότερες είναι πιο φυσιοκρατικές, καθώς επιχειρείται να αποδοθούν ο κάλυκας, ο ύπερος και οι στήμονες. Οι ύστερες 1494. Γ  ια τη χρονολόγηση της «ύπαρξης» θηλειάς στον ώμο ψευδοστόμων πρβ. και Ιακωβίδης 1970, σελ. 159-160. Επίσης και Papadopoulos 1979, σελ. 75. Στην Αχαΐα η πλειοψηφία των ψευδοστόμων δεν διαθέτει θηλειά. Η Κουντούρη αναφέρει δέκα αγγεία με θηλειά (Κουντούρη 2006, σελ. 168-169). 1495. Ο  πές εξαερισμού εντοπίστηκαν στη βάση των λαβών πεντάωτου αμφορέα από το Στρέφι (πρβ. οικείο κεφάλαιο). Στην Αχαΐα ένας μόνο αμφορέας διαθέτει αυτό το χαρακτηριστικό (Papadopoulos 1979, σελ. 73). Η Souyoudzoglou (Souyoudzoglou 1999, σελ. 68) δεν αναφέρει την ύπαρξη οπών στην κεραμική των Ιονίων. 1496. S heratt 1980, σελ. 178. 1497. Είναι ο π 740 - FS 171. 1498. Για την Αγ. Τριάδα πρβ. Βικάτου 1999, σελ. 240 (πρβ. ενδεικτικώς και π 4394, 4397, 4399, 4400). Στην Αχαΐα έχουν καταγραφεί τουλάχιστον 26 ψευδόστομοι αυτής της τεχνοτροπίας (πρβ. και Papadopoulos 1979, σελ. 73). Πρόκειται για χαρακτηριστικό γνώρισμα της «Μυκηναϊκής Κοινής», όπως εκδηλώνεται στη ΒΔ Πελοπόννησο (Papadopoulos 1995, σελ. 205). Αμφορείς με τη συγκεκριμένη ταινιωτή διακόσμηση εντοπίζονται και στην Ελάτεια (Φθιώτιδας). H Jalkotzy (Jalkotzy 2007, σελ. 138) θεωρεί ότι πρωτοεμφανίστηκε σε αγγεία της ΥΕΙΙΙΒ στην Ηλεία και Αχαΐα. Στη Βοιωτία σημειώνονται αγγεία με διάκοσμο ισομεγέθων ταινιών στα τέλη της ΥΕΙΙΙΒ. Στην ΥΕΙΙΙΓ πρώιμη χρησιμοποιείται ευρέως στο σύνολο της μυκηναϊκής επικράτειας και επισημαίνεται στα αλάβαστρα και τους ψευδοστόμους. Ο Γιαννόπουλος (Giannopoulos 2008, σελ. 151 και υποσ. 189) υποστηρίζει ότι πρόκειται για γνώρισμα της αχαϊκής ΥΕΙΙΙΓ κεραμικής και αγγεία με ανάλογη διακόσμηση από άλλες περιοχές (Αργολίδα, Φωκίδα, Ιταλία, Αλβανία) πρέπει να θεωρηθούν αχαϊκές εισαγωγές. 1499. Για π 8079, 8088 πρβ. Βικάτου 1998, πίν. 97β, για π 7620 πίν. 95γ και για π 8074 πίν. 97β. Η τάση προς μονοχρωμία επισημαίνεται και στην Αχαΐα (Giannopoulos 2008, σελ. 148) αλλά και την Κεφαλονιά (Souyoudzoglou 1999, σελ. 67). Πρόσφατη ανασκαφή στο Γούμερο/Πέρσαινα απέδωσε ψευδόστομους με ολόβαφο το μέγιστο τμήμα του σώματός των, χρονολογούμενοι στην ύστατη ΥΕΙΙΙΓ. 1500. Ά  νθος κοσμεί και τον απιόσχημο ψευδόστομο πιθαμφορίσκο από το Νέο Μουσείο (π 741).

272 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

αποδόσεις σχηματοποιούνται έντονα και απαρτίζονται από ενάλληλες γωνίες ή αψιδώματα (πέταλα - κάλυκας) και καμπύλη γραμμή (στήμονες). Σε δύο περιπτώσεις το άνθος χρησιμοποιήθηκε για την πλήρωση στενής διακοσμητικής ζώνης στην κοιλιά ψευδοστόμου. Η πρώτη αφορά σε απιόσχημο αμφορέα από τη θέση «Ρένια» Πλατάνου (Πίν. 108) και η δεύτερη σε ψευδόστομο από το Στρέφι (π 12286 Πίν. 110, Σχέδ. 56). Ουσιαστικώς το άνθος ως μοτίβο μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις κατηγορίες: Α) το τριγωνικό, ο κάλυκας σχηματίζεται από ενάλληλες γωνίες με ομόκεντρα τόξα στο εσωτερικό τους. Β) το διχαλωτό, ο κάλυκας αποτελείται συνήθως από διπλή ενάλληλη γωνία στο κέντρο της φύεται μία καμπύλη ή μία απλή γραμμή, η οποία επιστέφεται από καμπύλη - αψίδα (ύπερος στήμονες).1501 Τα άνθη/πέταλα αποδίδονται με στιγμές ή κρόσσια που σχηματίζουν ημικύκλιο ή γωνία και επιστέφουν τον κάλυκα. Γ) Ο κάλυκας αποδίδεται με δύο ημικύκλια - τόξα, στο κέντρο των οποίων γράφεται καμπύλο θέμα (ύπερος). Τα άκρα του τόξου συνδέονται με στιγμές/κρόσσια.1502 Δεν λείπουν και οι πλήρως σχηματοποιημένες αποδόσεις του θέματος, όπου το άνθος αποδίδεται με μία απλή καμπύλη, περιβαλλόμενη από στιγμές/κρόσσια (π 12306 - Πίν. 110, Σχέδ. 57).

Απόδοση του FM 18 στον ώμο: Από τις πρωιμότερες χρονικώς (ΥΕΙΙΙΑ2/Β1) παραστάσεις άνθους στον ώμο ψευδοστόμου είναι αυτή στον π 195 (από Διάσελλα - Πίν. 110, Σχέδ. 57). Το φυτικό θέμα (FM 18:136) περιορίζεται στο ένα ήμισυ του ώμου και στο άλλο γράφονται πολλαπλά άγκιστρα (FM 19). Μεταξύ των ανθών γράφονται μειούμενες παύλες. Πανομοιότυπη απόδοση του άνθους συναντάται σε ψευδόστομο από τη Μεσσηνία,1503 αλλά και σε αγγείο από το Στρέφι (π 12286 - Πίν. 110, Σχέδ. 56). Η παράσταση απαντάται παρηλλαγμένη στην Αττική,1504 την Αργολιδοκορινθία,1505 την Αχαΐα1506 και τα Δωδεκάνησα.1507 Στην ΥΕΙΙΙΑ εντάσσεται και ο διάκοσμος του π 741 (Νέο Μουσείο - Πίν. 108, Σχέδ. 55). Ο ώμος διαιρείται σε δύο μέρη: στο ένα γράφονται ενάλληλες γωνίες (FM 58:17, 18) και στο άλλο άνθος (FM 18:70-76/77),1508 το οποίο συντίθεται από τον κάλυκα (δύο ενάλληλες γωνίες), τον ύπερο με στέλεχος, που απολήγει σε πλατύ ημικύκλιο, που επιστέφεται με κρόσσια σε αψιδωτή διάταξη. Στην ΥΕΙΙΙΒ εντάσσεται ο π 12286 (καθώς σε αυτόν έχει οργανωθεί και ζώνη διακόσμησης στο σώμα). Η απόδοση του άνθους στον ώμο συγκρίνεται με αυτή του π 195, μόνο που προστίθεται1509 1501. Π 741 (απιόσχημος ψευδόστομος από το Νέο Μουσείο), π 313 (Στραβοκέφαλος), π 12292 (Στρέφι). 1502. Π 195 (από Διάσελλα), π 12286 (από Στρέφι). 1503. Κ  ουντούρη 2002 (Μεσσηνία). Σχεδόν πανομοιότυπη απόδοση του άνθους σε ψευδόστομο εικ. 94 (ΜΧ 67) και παρεμφερή εικ. 94(ΜΧ 282). 1504. S tubbings 1947, σελ. 17, fig. 4 (16). Το άνθος δεν είναι διάστικτο. Από την Αττική (Ακρόπολη) προέρχεται ψευδόστομος συγκρίσιμος με το υπό εξέταση αγγείο. Στον ώμο έχει άνθος (FM 18, 136) και στο σώμα άγκιστρο (πρβ. Mountjoy 1999, σελ. 547 και 548), ενώ στη σελ. 549 εικονίζεται διάστικτο μυκηναϊκό άνθος. 1505. Blegen 1937, fig. 722 (145). Σχεδόν το ίδιο διακοσμητικό θέμα, διαφοροποιείται σχετικώς ως προς την απόδοση του άνθους (πιο έντονη απόδοση στήμονος). Mountjoy 1999, σελ. 139-140 (ψευδόστομος από την Πρόσυμνα για κόσμημα του άνθους). 1506. P  apadopoulos, 1979, πίν. 207 (12), πίν. 106 (j) και 209 (ι) για το κόσμημα των αγκίστρων. 1507. M  orricone 1965/66, fig. 240 (191), σελ. 191 (από τάφο 48). 1508. Για τη συνύπαρξη ενάλληλων και άνθους πρβ. και Mountjoy 1999, σελ. 267 (ψευδόστομος απιόσχημος από Επίδαυρο Λιμηρά). Για την απόδοση του άνθους πρβ. και δείγμα από την Ασίνη (Mountjoy 1999, σελ. 110 - ΥΕΙΙΙΑ1 ψευδόστομος)και σελ. 528 (αγγείο από Αττική). 1509. Ανάμεσα στα άνθη.

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

273

και μία κατακόρυφη σειρά ενάλληλων γωνιών (περ. FM 18:71 και παραλλαγή του 140), ενώ έχουν αφαιρεθεί τα πολλαπλά άγκιστρα. Η συγκεκριμένη απεικόνιση του άνθους εντοπίζεται και σε ψευδοστόμους από την Αργολίδα,1510 οι οποίοι τοποθετούνται στην ΥΕΙΙΙΒ.1511 Παραπλήσια απόδοση του μοτίβου συναντάται και στον π 20331512 (από το Αγραπιδοχώρι), ο οποίος ανάγεται στην α’ φάση χρήσης του ταφικού μνημείου, δηλ. στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Από την Κανιά Μακρισίων προέρχονται δύο ψευδόστομοι με άνθος στον ώμο τους. Στον π 225 (Πίν. 111, Σχέδ. 58) ο κάλυκας αποδίδεται ολόβαφος (FM 18:80-81, 109) περικλείοντας τον ύπερο, του οποίου η απόληξη σχηματίζεται καμπυλόγραμμη και περιβάλλεται από λεπτά και βραχέα κρόσσια. Ανάλογα εντοπίζονται και στη Μεσσηνία,1513 όπου το στέλεχος σημειώνεται με διακεκομμένη γραμμή. Συγκρίσιμα εντοπίζονται στην Αργολίδα και την Αττική.1514 Στον π 238 (Πίν. 111) ο κάλυκας σχηματίζεται (FM 18, παρ. 110 ή 111) από διπλές ενάλληλες γωνίες και ο ύπερος χωρίς στέλεχος. Η παραλλαγή απαντά σε όστρακο ψευδοστόμου από τη Λακκίθρα Κεφαλλονιάς.1515 Ο π 313 (FS 179 από Στραβοκέφαλο) φέρει άνθος, του οποίου ο κάλυκας αποδίδεται συμπαγής και ολόβαφος (σε τριγωνικό σχήμα), ενώ ο ύπερος εντελώς σχηματικά, χωρίς στέλεχος. Το θέμα γράφεται περίστικτο με προσεκτικά και επιμελώς ζωγραφισμένες στιγμές/κρόσσια, των οποίων το μέγεθος αυξάνει, όσο απομακρύνονται από τον κάλυκα (Πίν. 112, Σχέδ. 58). Η ύπαρξη ζώνης διακόσμησης στο σώμα και η αφαιρετική αντίληψη στην παράσταση του υπέρου κατατάσσουν το αγγείο στην ΥΕΙΙΙΒ. Το πλησιέστερο παράλληλο προέρχεται από τη Μεσσηνία.1516 Στη ΥΕΙΙΙΒ τοποθετούνται και οι ψευδόστομοι από τη Μιράκα Ηλείας, από το Ν. Μουσείο Ολυμπίας (π 908) και από τις Πεύκες (π 4174), με παραστάσεις άνθους. Στη Μιράκα η διαμόρφωση του μοτίβου είναι πρωτότυπη, καθώς ο ύπερος «ξεπηδά» από ομάδες αγκώνων και επιστέφεται από στιγμές. Απόλυτη αφαίρεση και σχηματοποίηση χαρακτηρίζουν το άνθος στον ώμο του π 908, αφού ο κάλυκας συντίθεται από δύο λεπτές γραμμές και ο ύπερος αποδίδεται με ένα άγκιστρο. Το θέμα δεν είναι πρωτότυπο και απαντάται στη γειτονική Αχαΐα, την Αργολίδα, την Αττική και τα Δωδεκάνησα.1517 Στις Πεύκες ο ύπερος παριστάνεται με S-σχημο μοτίβο, το οποίο επιστέφεται με διπλή σειρά στιγμών.1518

1510. D  eshayes 1966 (Άργος), σελ. 170, pl. XXIII (3, 4). Στην περίπτωση του αγγείου 3 (DV 169) σχηματοποιημένο άνθος και μεταξύ τους ενάλληλες γωνίες. Επίσης και French 1967 (Μυκήνες), σελ. 160 (fig. 7/10). 1511. S helton 2000 (Μυκήνες), σελ. 56 και 57, fig. 16 (e). 1512. Π  αρλαμά 1971, σελ. 55, πίν. Λγ. 1513. Κουντούρη 2002, εικ. 100 (Κ-1 ΜΧ 1564). 1514. Mountjoy 1999, σελ. 123 (άνθος σε ώμο ψευδοστόμου από το Καλκάνι Αργολίδος), σελ. 124 (σε ψευδόστομο επίσης από το Καλκάνι), σελ. 140 (ψευδόστομος από Πρόσυμνα). Ιακωβίδης 1970, σελ. 129, εικ. 15 (7) και σελ. 165, εικ. 36 (900). Αντιθέτως,στην παρακείμενη Αχαΐα καταγράφονται περισσότερο αφαιρετικές παραστάσεις άνθους πρβ. και Papadopoulos, 1979, πίν. 209 (α-d). 1515. Souyoudzoglou 1999 (Κεφαλονιά), Α 1352, πίν. 15. 1516. Κ  ουντούρη 2002, εικ. 100 Κ-1 ΜΧ1564 για το άνθος αλλά και Mountjoy 1999, σελ. 336,337, 338 (για ψευδόστομο από Μεσσηνία με διάκοσμο μυκηναϊκού άνθους στον ώμο). 1517. Π  αρλαμά 1974α, σελ. 37, πίν. 30 α-β. Επίσης και Papadopoulos 1979, fig. 209b, Deshayes 1966, DV 153, Pl. LXXXVI 5,6, Ιακωβίδης 1970, σελ. 163, εικ. 34, 178, Benzi 1975, tav IX (190), tav. VII (164), Morricone 1965/66 (Κως), σελ. 110 (fig. 89-91), παραπλήσια απόδοση και στη σελ. 159 (fig. 158). Το πλέον κοντινό παράλληλο εντοπίζεται σε ψευδόστομο από τα Σπάτα (Mountjoy 1999, σελ. 547 (228). 1518. Β  ικάτου 2001α (Πεύκες), σελ. 105, όπου παρατίθεται και εκτενής βιβλιογραφία, με παράλληλα από την Αττική και την Αργολιδοκορινθία.

274 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Το άνθος στο π 12292 (FM 18:81, 82, 591519) αποδίδεται παραπλήσια με το π 225 και π 313, δηλ. ο κάλυκας είναι ολόβαφος και συμπαγής (Πίν. 112, Σχέδ. 59), αντίθετα εξαιρετικά σχηματοποιημένο υπήρξε το μοτίβο στον ώμο του π 12306. Το άνθος ουσιαστικώς απαρτίζεται από τον ύπερο, ο οποίος απολήγει σε άγκιστρο και «επιστέφεται» με κρόσσια/στιγμές. To FM 18 εντοπίζεται και ψηλά στο σώμα του απιόσχημου ψευδόστομου αμφορέα1520 από τη θέση «Ρένια» (Πίν. 108). Ο κάλυκας του θέματος συγκροτείται από δύο ενάλληλες γωνίες (η μία συμπαγής και ολόβαφη, η άλλη όχι), στη γωνία γράφεται ένας κύκλος (δίκην υπέρου) και το κόσμημα επιστέφεται με ισομεγέθη κρόσσια. Συμπληρωματικώς αποδίδονται ολόβαφα ημικύκλια (FM 43a). FM 19 (Αγκώνες, πολλαπλοί μίσχοι): Προσφιλές κόσμημα της μυκηναϊκής κεραμικής, μετεξέλιξη του μοτίβου του κισσού,1521 το οποίο εισάγεται στην ΥΕΙΙΙΑ2 και επιβιώνει μέχρι και τη μέση ΥΕΙΙΙΓ. Στην Ηλεία συναντάται στον ώμο οκτώ ψευδοστόμων είτε ως μοναδικό κόσμημα είτε συνυπάρχοντας με άλλο (όπως στον π 195 όπου συνδυάζεται με μυκηναϊκό άνθος). Η πλειοψηφία των ψευδοστόμων ανήκει στη σφαιρική παραλλαγή, FS 171, και εντάσσεται στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Συναντάται όμως και σε FS 178/9 (π 2281522), FS 182 (π 11258 από το Στρέφι), FS 1761523 (π 2018), που τοποθετούνται στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β και ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη). Αγκώνες κοσμούν και ψευδοστόμους αμφορείς, που προέρχονται από το νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας.1524 Το μοτίβο συνίσταται από μία ομάδα ομόρροπων καμπύλων γραμμών/ενάλληλων γωνιών (με καμπυλόγραμμη γωνία), που σχηματίζουν ένα αψιδωτό σύνολο, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις απολήγει σε θύσανο (π 240). Στους π 240 (Πίν. 113) και π 195 (Πίν. 110, Σχέδ. 57) (από τα Μακρύσια και Διάσελλα αντιστοίχως) παρατηρούνται εξαπλοί καμπυλόγραμμοι αγκώνες, συγκλίνοντες σε ένα κοινό σημείο (δίκην αιχμής βέλους) και τελικώς διαμορφώνουν ένα σχηματοποιημένο φυτικό θέμα.1525 Η Σγουρίτσα1526 ονομάζει το μοτίβο «άτεχνες ενάλληλες ταινίες» (FM 58:7), καθώς οι αγκώνες έχουν απολέσει την καμπυλότητά τους και έχουν αποκτήσει έντονη γωνίωση. Τα αγγεία ανάγονται στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β. Στον π 228 (Πίν. 114, Σχέδ. 59) σχηματίζονται μικρές ομάδες επάλληλων τόξων (FM 19:23-24 και 28-31), που στη μία απόληξή τους προστίθεται στιγμή. Ανάλογο (απουσιάζει η στιγμή) αποδίδεται και στον π 11258 (Πίν. 114, Σχέδ. 59). Το μοτίβο παρουσιάζει ευρύτατη γεωγραφική διάδοση στο σύνολο του μυκηναϊκού κόσμου. Εντοπίζεται στην Αχαΐα,1527 τη Μεσσηνία (πρόκειται για ταυτόσημη απόδοση των αγκώνων, με την προσθήκη ροδάκων, δίκην παραπληρωματικού μοτίβου),1528

1519. Κ  ουντούρη 2002, εικ. 100 ΜΧ 114, ΜΧ 768, Κ-1 ΜΧ 1564 άνθη στον ώμο ψευδοστόμων αμφορέων. Παρόμοια η απόδοση του κάλυκος, διαφοροποίηση στην απόδοση των πετάλων και του ύπερου. Παρόμοια αλλά διαφοροποιημένη (ως προς το μέγεθος του υπέρου) και αγγείο από Αττική (Stubbings 1947, fig. 4 (1)). 1520. M  ountjoy 1999, 383. 1521. M  ountjoy 1986, σελ. 69, 96. 1522. Από την Κανιά Μακρυσίων. 1523. Από το Αγραπιδοχώρι. 1524. Βικάτου 1999, σελ. 240, εικ. 5β. 1525. Τ  ο κόσμημα παρατηρείται και μεταξύ των λαβών απιόσχημου πιθαμφορέως στη Μεσσηνία (πρβ. Κουντούρη 2002, εικ. 81 (ΜΧ 123), ανευρίσκεται και στην Αχαΐα (Papadopoulos, 1979, εικ. 209), ενώ εντοπίζεται και στον ώμο φλασκιού από τη Ζάκυνθο (Αγαλλοπούλου 1973, πίν. 108 (β-γ). 1526. Σ  γουρίτσα 1988, πίν. 15 (1). 1527. P  apadopoulos, 1979, πίν. 208 (g), 209 (g). 1528. Κ  ουντούρη 2002, (πίν. 52/ΜΧ 207β), εικ. 80 (ΜΧ 65).

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

275

την Αργολιδοκορινθία1529 και την Αττική.1530 Η εξεταζόμενη τεχνοτροπική παραλλαγή του FM 19 παρατηρείται και στη διακόσμηση άλλων αγγείων (φλάσκη, πρόχους).1531 Οι π 229 (Πίν. 115) και 239 (Πίν. 115, Σχέδ. 59) φέρουν μία ελάχιστα διαφοροποιημένη παραλλαγή του FM 19 (FM 19:2831, 23), καθώς τα επάλληλα τόξα τοποθετούνται σε οριζόντια διάταξη στον ώμο του αγγείου και από το μικρότερο στο μεγαλύτερο, καταλαμβάνοντας τελικώς το σύνολο του ώμου. Η συγκεκριμένη εκδοχή κατέστη εξαιρετικά δημοφιλής και συναντάται σε ολόκληρο τον μυκηναϊκό κόσμο.1532 Ο π 2018 (ψευδόστομος από το Αγραπιδοχώρι1533), διακοσμείται στο ήμισυ του ώμου με ομόρροπους αγκώνες, διευθετημένους από τον μικρότερο στο μεγαλύτερο, ενώ στην υπόλοιπη ζώνη διακόσμησης γράφεται σειρά απλών επάλληλων γραμμιδίων (Πίν. 109). Ο αμφορεύς υπήρξε χαρακτηριστικός της ΥΕΙΙΙΓ (πρώιμη/μέση) αφού η ράχη των λαβών κοσμείται με παχιά εγκάρσια γραμμίδια, το άνω μέρος του σώματος καλύπτεται με ισοπαχείς ταινίες και τα κατώτερο παραμένει άβαφο. Παραπλήσιο θέμα εντοπίζεται και στον ψευδόστομο π 2017 (Πίν. 116), μόνο που στο ένα ημισφαίριο γράφονται διαποίκιλτοι ρόμβοι. Τα δύο αγγεία πιθανώς παρήχθησαν από τον ίδιο κεραμέα. Μία απολύτως σχηματοποιημένη παραλλαγή του εξεταζόμενου μοτίβου εντοπίζεται στο π 192 (νεκροταφείο Διασέλλων - Πίν. 117) και στο π 11257 (Πίν. 117, Σχέδ. 59). Επάλληλα γραμμίδια, διευθετημένα σε κατακόρυφες στήλες και με σειρά μεγέθους, κοσμούν ακτινωτά τον ώμο των συγκεκριμένων αγγείων.1534 Ο π 192 είναι σφαιρικός, ενώ ο έτερος κωνικός και πιθανώς υστερότερος (ΥΕΙΙΙΒ). Το ίδιο θέμα (και με πανομοιότυπη χωροθέτηση) απαντάται και σε ψευδόστομο από τη Μεσσηνία.1535 Ημικύκλια/ομόκεντρα τόξα (FM 43): Το θέμα απαντάται σε αγγεία της ΥΕΙΙΙΒ/Γ (πρώιμης και μέσης), τα οποία προέρχονται από τα ταφικά σύνολα του Κλαδέου («Τρύπες»), Αγραπιδοχωρίου και Αγίας Τριάδας. Χρονικώς πρώιμη (YEIIIA2) θεωρείται η παράσταση αψιδωμάτων στον ώμο του απιόσχημου ψευδόστομου από τη «Ρένια» Πλατάνου (Πίν. 108). Πρόκειται για την παραλλαγή

1529. M  ountjoy 1999, (για το μοτίβο) σελ. 123 (στον ώμο αργολικού ψευδόστομου). 1530. Α  πό Ελευσίνα και Αίγινα αντιστοίχως Μυλωνάς 1975, πίν. 407 Ηπ-519. Hiller 1975, taf. 24 (238) (για το κόσμημα). 1531. Π  ρβ. ενδεικτικώς και Mountjoy 1999, σελ. 218-218 (στον ώμο φλασκιού από Κορινθία), 409 (στον ώμο κυλινδρικού αλαβάστρου από την Αχαΐα), 117-118 και 121-122 (σε πρόχου της ΥΕΙΙΙΑ2 από Αργολίδα). 1532. Ενδεικτικώς αναφέρουμε περιοχές ανεύρεσης ψευδοστόμων με το εξεταζόμενο κόσμημα: Μεσσηνία πρβ. Κουντούρη 2002, εικ. 80 (ΜΧ 65, Ρ3007) και σελ. 169. Αχαΐα (πρβ. Papadopoulos 1979, πίν. 116 (b, h), 208 (d, e, g), 209 (f, h)). Αργολίδα Blegen 1937, fig. 722 (145), (Deshayes 1966, Pl. LXXVII (4), Rudolf 1973 (Τίρυνθα), taf. 54 (Gr. VI, 2), taf. 55 (Gr. XVI 17), taf. 56 (Gr. XVI 5), taf. 56 (Gr. XVI 28), Holmberg 1983, σελ. 30 (fig. 17). Αττική/ Εύβοια Benzi 1975 (Αττική), tav. IX (198), Παντελίδου 1975 (Αθήνα), πίν. 16α, Hiller 1975 (Αίγινα), taf. 24 (238), Immerwahr 1971 (Αγορά), pl. 75 (II-1), Σγουρίτσα 1988 (Βάρκιζα), πίν. 39 (22) και πίν. 49 (59). Κόσμημα επάλληλων τόξων στον ώμο πιεσμένου ψευδόστομου. Η Σγουρίτσα συγκρίσιμο παράλληλο θεωρεί το FM 19:29 και χρονικώς τοποθετεί το αγγείο στην ΥΕΙΙΙΒ, Σγουρίτσα 2001, σελ. 6, εικ. 4 (2). Από τα Δωδεκάνησα Morricone 1965/66 (Κως), σελ. 141, fig. 128 (72) και Karantzali 2001 (Ρόδος), 17970 (fig. 33) - FM 19:29 - YEIIIA2, 17968 (fig. 33) - FM 19:29 - YEIIIA2, 16517(fig. 33) - FM 19:29 - YEIIIA2. Επάλληλα τόξα και στη ζώνη μεταξύ λαβών τρίωτου αμφορέα (16495 - fig. 35 - FS 35). 1533. Π  αρλαμά 1971, σελ. 56, πίν. ΛΓε-ζ. 1534. Ι ακωβίδης 1970, σελ. 165, εικ. 37 (950). Το κόσμημα αναφέρεται ως «ακτινωτάς στήλας βραχείων γραμμών». 1535. Κ  ουντούρη 2002, Στον ΜΧ 17 (πίν. 141) απόλυτη ταύτιση κοσμήματος, ενώ στον ΜΧ 91 (πίν. 141) δεν παρατηρείται η αυστηρή χωροθέτηση των γραμμιδίων (όπως συμβαίνει και στον ηλειακό ψευδόστομο). Επίσης Papadopoulos 1979, fig 208(c) και Αλεξοπούλου 1991, σελ. 141 (εικ. 5α).

276 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

FM 43:k, 30 ή FM 71c.1536 Το μοτίβο, η χωροθέτηση του αλλά και το σχήμα του αγγείου συνηγορούν στη μινωϊκή του προέλευση.1537 To FM 43 καθίσταται εξαιρετικά δημοφιλές στην παρακείμενη Αχαΐα1538 όσο και στην Αρκαδία και αποδίδεται σε διάφορες παραλλαγές, που δεν υποδηλώνουν αναγκαστικά κάποιο είδος χρονολογικής εξέλιξης. Έτσι τα ημικύκλια μπορεί να είναι περίστικτα, με κρόσσια, να διαθέτουν οξυκόρυφες απολήξεις, ολόβαφο πυρήνα. Τα προαναφερθέντα μοτίβα χωροθετούνται είτε στον ώμο είτε και στο σώμα των αγγείων (πιο συχνή είναι η διακόσμηση του ώμου των αγγείων).1539 Αναλυτικώς: Α) περίστικτα ημικύκλια/αψιδώματα και κροσσωτά ημικύκλια/αψιδώματα (FM 43i, 31): Η παραλλαγή αυτή παρουσιάζεται τόσο στον ώμο ψευδοστόμων (π 8079, π 8074, π 7177) όσο και στο ανώτερο τμήμα του σώματος (π 7177). Στον π 8074 τα ημικύκλια είναι περίστικτα1540 και διευθετούνται στον ώμο και στο άνω τμήμα του σώματος (με αντωπή μεταξύ τους διάταξη - FM 43:27). Τα ευρήματα του Κλαδέου (θέση «Τρύπες») μαρτυρούν ότι τα κροσσωτά ημικύκλια συνδέονται με αγγεία, ύστερης χρονολόγησης (π.χ. π 8079, με ολόβαφο το σύνολο του σώματος, εξαιρέσει του ώμου). To θέμα παρουσιάζεται με αυξημένη συχνότητα και σε ψευδοστόμους, που προέρχονται από την Αγία Τριάδα. Το συγκεκριμένο μοτίβο παίρνει και τη μορφή ενάλληλων γωνιών/οξυκορύφων ημικυκλίων, στα οποία προστίθενται και στιγμές ή κρόσσια.1541 Συγκρίσιμα κοσμήματα με την αυτή χωροθέτηση απαντούν και σε ψευδοστόμους από την Αχαΐα1542 αλλά και από το Παλαιόκαστρο Αρκαδίας.1543 Γ) ημικύκλια με ολόβαφο πυρήνα (FM 43a/b και 24-27).1544 Εντοπίζονται στον ώμο ψευδοστόμων (π 7620, π 8050) αλλά σποραδικώς και στο σώμα τους (π 7620). Στον τελευταίο τα ημικύκλια είναι ουσιαστικώς αντωπά,1545 διάταξη η οποία σημειώνεται και στο σώμα ψευδοστόμου από το νεκροταφείο της Ασίνης.1546 Η συγκεκριμένη παραλλαγή δεν περιορίζεται στην Ηλεία αλλά επισημαίνεται και στην Αρκαδία (Παλαιόκαστρο) τόσο στον ώμο ψευδοστόμου

1536. Γ  ια παραπλήσιο θέμα πρβ. και Παρλαμά 1971 (Αγραπιδοχώρι), σελ. 57, πίν. ΛΔα-β (πρόκειται για τον π 2019, η ανασκαφέας τον χρονολογεί στην ΥΕΙΙΙΓ και κάνει λόγο για τη μινωική προέλευση του κοσμήματος), Papadopoulos 1979, σελ. 77-78 και fig. 215(h), 218 (e). Πάντως το συγκεκριμένο μοτίβο, το οποίο πιθανώς έλκει την αφετηρία του στο θεματολόγιο της ΥΜΙΙΙΑ1, υιοθετείται από τους μυκηναίους κεραμείς και μετεξελίσσεται στο FM 43. 1537. M  ountjoy 1999, σελ. 383. 1538. P  apadopoulos 1979, σελ. 77. Πρβ. και Παρλαμά 1974β, σελ. 221 «… Τα διακοσμητικά μοτίβα είναι επίσης παραλλαγές του Πυκνού ρυθμού, όπως τα χαρακτηριστικά στην Αχαΐα ομόκεντρα ημικύκλια με τα κρόσσια ή τις στιγμές…». Επιπροσθέτως για τη δημοφιλία του θέματος στην αχαϊκή αγγειογραφία, πρβ. και Lewartowski 1987, Abb 2(6), σελ. 119, Giannopoulos 2008, σελ. 149-150. Πολλαπλά, ομόκεντρα ημικύκλια (άλλοτε περίστικτα άλλοτε όχι) επισημαίνονται και στη Δωδεκάνησο (Morricone 1965/66 (Κώς), fig. 205, 216, 222, Morricone 1979/80 (Κώς), fig. 139, 140, 157, Benzi 1992 (Ρόδος), tav. 107 (i)). Πρβ. και Mountjoy 1999, σελ. 788. 1539. Για την ποικιλία των παραλλαγών του FM 43 Βλαχόπουλος 2006 (Νάξος), σελ. 245-248. 1540. Όπως και στον ώμο ψευδοστόμων από την Ασίνη fig. 11 (13), 12 (8), 12 (9). 1541. Για ψευδόστομους από Κλαδέο πρβ. Βικάτου 1998. 1542. P  apadopoulos 1979, fig. 215 (e, f, j, k), fig. 216 (a-f). 1543. Π  ρβ. και αγγεία, που εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Τρίπολης (τ. 10 - ψευδόστομος με περίστικτα αψιδώματα στον ώμο, τ. 1 - με περίστικτα αψιδώματα στην κοιλιά, τ. 12 - με ενάλληλες γωνίες/οξυκόρυφα τρίγωνα στον ώμο, τ. 11 - με πολλαπλά περίστικτα αψιδώματα στον ώμο). 1544. Η  παραλλαγή συναντάται και στη Ρόδο (Benzi 1992, tav. 12e, 81c) όχι μόνο σε ψευδοστόμους αλλά και μεταξύ των λαβών δίωτων αμφορίσκων (ό.π., 100b). 1545. Κ  αι σε δίωτο αμφορίσκο από τη Φωκίδα (Mountjoy 1999, σελ. 850) 1546. Mountjoy 1996, fig. 12 (5), σελ. 61.

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

277

όσο και σε δίωτους αμφορίσκους.1547 Μία περισσότερο οξυκόρυφη παραλλαγή εντοπίζεται στο σώμα ψευδοστόμου από την Αχαΐα.1548 Δ) Απλά ομόκεντρα ημικύκλια. Ανευρίσκονται σε αγγεία από το νεκροταφείο της Αγίας Τριάδας.1549 U-σχημα (FM 45): Το μοτίβο συναντάται σε ψευδόστομο (π 315) από το νεκροταφείο Στραβοκεφάλου. Tα U-σχημα (FM 45:7) καλύπτουν το σύνολο της επιφάνειας του ώμου, ενώ το υπόλοιπο αγγείο διαθέτει ταινιωτό διάκοσμο. Τα κοσμήματα διατάσσονται σε οριζόντιες επάλληλες σειρές, διαχωριζόμενα με τελείες (Πίν. 117, Σχέδ. 60). Το FM 45:7 εισάγεται στην ΥΕΙΙΙΑ2, αρχικώς σαν κόσμημα ζώνης και κατόπιν επιφανείας (καλύπτοντας τον ώμο), ενώ γνώρισε ευρύτατη γεωγραφική διάδοση (Αχαΐα,1550 Μεσσηνία,1551 Αργολίδα,1552 Αττική,1553 Δωδεκάνησα1554). Το μοτίβο δεν χρησιμοποιείται μόνο στην περίπτωση των ψευδοστόμων αλλά και σε απιόσχημους πιθαμφορίσκους, σε πρόχους, σκύφους,1555 ενώ επιβιώνει και στη διάρκεια της ΥΕΙΙΙΒ1.1556 Ενάλληλες γωνίες/Αμείβοντες (FM 58): Οι ενάλληλες γωνίες αποτελούν ένα από τα πλέον προσφιλή μοτίβα της μυκηναϊκής αγγειογραφίας,1557 ιδιαίτερα της ΥΕΙΙΙΑ2/Β, μολονότι το θέμα εξακολουθεί να επιβιώνει μέχρι και την ΥΕΙΙΙΓ (ύστερη).1558 Συνήθως το FM 58 αναπτύσσεται στον ώμο ψευδοστόμων, σχηματίζοντας: α) ομάδα ομόρροπων, ισομεγεθών ενάλληλων γωνιών είτε β) ομάδα ενάλληλων και ομόρροπων γωνιών, των οποίων το μέγεθος αυξομειώνεται. Οι ενάλληλες χρησιμοποιήθηκαν συχνά για τη συμπλήρωση άλλων διακοσμητικών θεμάτων (π.χ. μυκηναϊκά άνθη στο π 195). Στην Ηλεία το FM 58 συναντάται στον ώμο σφαιρικών (FS 171), ωοειδών (FS 175/6) και απιόσχημων ψευδοστόμων (πρόκειται για τον π 741 από νεκροταφείο Νέου Μουσείου), έχοντας αποκτήσει κατακόρυφη διάταξη (ως προς το αγγείο). Από τους 12 ψευδοστόμους,1559 οι τέσσερεις διακοσμούνται με την παραλλαγή FM 58:8, ενώ δεν απουσιάζει η FM 58:17 (κατακόρυφη διάταξη) και 58:21 (οριζόντια διευθέτηση του μοτίβου). Οι π 226 (Πίν. 117, Σχέδ. 60) και 227 (Πίν. 118, Σχέδ. 59) είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα, φέροντας ενάλληλες γωνίες, δίκην κοσμήματος επιφάνειας. Οι γωνίες είναι ομόρροπες και ανισομεγέθεις (ξεκινώντας από τη μικρότερη και απολήγοντας στη μεγαλύτερη). Από τα ύστατα χρονικώς δείγματα του μοτίβου υπήρξε το FM 58:17 στον ώμο του π 7141560 (πρώιμος ΥΕΙΙΙΓ αμφορέας από το Νέο Μουσείο) (Πίν. 118, Σχέδ. 61). Οι αμείβοντες διατάσσονται κατακόρυφα, με αυξάνον μέγεθος προς το στόμιο του αγγείου, ενώ συμπληρωματικά αποδίδονται επάλληλα 1547. Α  πό τους τάφους 24, 7 και 12 του Παλαιοκάστρου. 1548. P  apadopoulos 1979, fig. 226 (8). 1549. Β  ικάτου 1999, σελ. 240. 1550. Papadopoulos, 1979, εικ. 201b, 212. 1551. Κουντούρη 2002, εικ. 85 Ε-4 ΜΧ 1522 και σελ. 176, υποσ. 1550. 1552. Deshayes 1966, σελ. 177, pl. XLIII (4). Holmberg 1983, σελ. 27 fig. (16) στον ώμο ψευδοστόμου η παραλλαγή FM 45:1. 1553. S tubbings 1947, fig. 5(13), pl. I(3), Lewartowski 1987, Abb. 1 (4). σελ. 118, U-σχημα στο σώμα ψευδοστόμου αμφορέα από Καλαμάκι Αττικής, Hiller 1975, taf. 24 (240), στον ώμο σφαιρικού πιεσμένου ψευδοστόμου αμφορέα από την Αίγινα. 1554. B  enzi 1992, tav. 40 (c). 1555. Ε  πίσης και Mountjoy 1999, σελ. 121 και 276-277, Κουντούρη 2002, σελ. 315. 1556. Th  omas 2005 (Τσούγγιζα), fig. 8:8, σελ. 472 (ΥΕΙΙΙΒ1 αλλά το θέμα και η χρήση του σε ψευδοστόμους έχουν υιοθετηθεί ήδη από την ΥΕΙΙΙΑ2). 1557. Ενδεικτικώς: Papadopoulos 1979, σελ. 78, Κουντούρη 2006, σελ. 169. 1558. Mountjoy 1986, σελ. 36, 68, 70, 94, 96. 1559. Από τα αναλυτικώς εξεταζόμενα νεκροταφεία της κεντρικής Ηλείας. 1560. Α  νάλογο και από Μεσσηνία (πρβ. Κουντούρη 2006, σελ. 170, εικ. 3). Αλλά και από Στρέφι Ηλείας (π 270, Σχέδ. 59).

278 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

ημικύκλια (FM 43:17).Το κόσμημα εντοπίζεται σε ολόκληρο το μυκηναϊκό κόσμο1561 και επιβεβαιώνει ότι οι Ηλείοι αγγειογράφοι δεν υπήρξαν απομονωμένοι από την πολιτιστική δημιουργία των «ανακτορικών» κέντρων της εποχής. Πορφύρα (FM 23): Στο μισό του ώμου ψευδοστόμου (FS 178 - π 12285 από το Στρέφι) εντοπίζεται σχηματοποιημένη, διάστικτη πορφύρα (FM 23:5), το άλλο μισό διακοσμείται με ρόδακα (FM 27, 19) (Πίν. 118, Σχέδ. 62). Το πλησιέστερο παράλληλο προέρχεται από τη Μεσσηνία,1562 όπου ακολουθείται η ίδια χωροθέτηση της διακόσμησης, το μοτίβο αποδίδεται πανομοιότυπα με το αντίστοιχο ηλειακό, μόνο που το κατώτερο τμήμα του στελέχους είναι διάστικτο.1563 Πιθανώς, πρόκειται για προϊόν του ιδίου κεραμικού εργαστηρίου, καθώς το συγκεκριμένο θέμα απουσιάζει από άλλα ηλειακά αγγεία, ενώ έχει καταστεί δημοφιλές μεταξύ των μεσσηνιακών ψευδοστόμων.1564 Το FM 23 είναι προσφιλές για τη μυκηναϊκή αγγειογραφία της ΥΕΙΙΙΑ2/Β, γνωρίζει ευρύτατη γεωγραφική διάδοση (π.χ. στην Αττική, την Αργολιδοκορινθία1565), ενώ εντοπίζεται και σε άλλα αγγεία, όπως κύλικες, σκύφους, κρατήρες.1566 Δικτυωτό (FM 57): Ο ώμος του π 183 (Πίν. 119, Σχέδ. 62) διαιρείται σε δύο ζώνες διακόσμησης, η μία πληρούται με δικτυωτό (FM 57,2) και η άλλη με λοξές, λεπτές, επάλληλες γραμμές (πιθανώς δεν ολοκληρώθηκε το δικτυωτό). Στο ανώτερο τμήμα του σώματος σχηματίζεται πρόσθετη στενή 1561. Συγκεκριμένα: από τη Μεσσηνία: Blegen - Rawson 1973, σελ. 213 και fig. 274(1a), Blegen 1937, fig. 720 (38), πρβ. και σελ. 451-453, Κουντούρη 2002, εικ. 81 (ΜΧ 166) και πίν. 62, την Αργολίδα: Wace 1932, pl. XIX (7), σελ. 30, Blegen 1937, fig. 720 (38), πρβ. και σελ. 451-453. Deshayes 1966, πίν. LXXXVI (4), Rudolf 1973, taf. 17 (Gr. V2), Σακελλαρίου 1985, σελ. 159 (πίν. 58), σελ. 160 (πίν. 158), επιπλέον, σε ψευδόστομο από τον τάφο 58 (πίν. 78-2879), από τον τάφο 66 (πίν. 82-3066), Shelton 1996, fig 307 (728 - drawing 52) - FM 58 - YEIIIA2 και fig. 551 (619) - FM 58 YEIIIA2, Shelton 2000, σελ. 42, fig. 8 (b). Ενάλληλες στον ώμο ψευδοστόμου. Την Αττική: Immerwahr 1971, pl. 76 (V-3), Benzi 1975, tav. IX (189), tav. XXXI (522), Hiller 1975, taf. 23 (230). Ενάλληλες γωνίες στον ώμο απιόσχημου ψευδοστόμου αμφορέα (πρβ. και σελ. 89), Μυλωνάς 1975, πίν. 406 Ηπ3-503, Σγουρίτσα 1988, σελ. 88 πίν. 9 εικ. 12 (στον ώμο θηλάστρου), πίν. 9, εικ. 13 (στον ώμο ψευδοστόμου), πίν. 13, εικ. 38 (στον ώμο ψευδοστόμου), πίν. 38, εικ. 16, Αλεξοπούλου 1991, σελ. 140 (εικ.4).Τα Δωδεκάνησα: Karantzali 2001, 16502 (fig. 32) - FM 58:15. Χρονικώς τοποθετείται στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β. 17969 (fig. 32) - FM 58 - YEIIIA2 και 18644 (fig. 33) - FM 58, 19:24 - YEIIIA2, Morricone 1979/80, fig. 151 (σελ. 298-299). Ενάλληλες στον ώμο ψευδοστόμου, Benzi 1975, tav. IX (189), tav. XXXI (522). 1562. Κ  ουντούρη 2002, εικ. 96 (ΜΧ 364), Κουντούρη 2006, σελ. 169 και υποσ. 32. 1563. Ενώ στην περίπτωση της ηλειακής πορφύρας δεν εντοπίζονται στιγμές. 1564. Π  ρβ. Blegen - Rawson 1973, fig. 274 (3a), σελ. 213. Από την περιγραφή του ψευδοστόμου (δεν υπάρχει φωτογραφική ή σχεδιαστική αποτύπωση του ώμου) φαίνεται πως πρόκειται για το ίδιο διακοσμητικό θέμα (το αγγείο προέρχεται από θαλαμωτό τάφο Κ-1. Επίσης και Κουντούρη, ό.π., πίν. 14 - ΜΧ 332, πίν. 49 - ΜΧ 205, πίν. 43 - ΜΧ 206) αλλά και στον ώμο θηλάστρων (πίν. 32 - ΜΧ 212, πίν. 41 - ΜΧ 210), πιθανώς πρόκειται για τον «Καλλιτέχνη της Πορφύρας». Πρβ. και πίν. 53 (ΜΧ 204) για ανεμώνη, η οποία έχει στιγμή στο κέντρο. 1565. F  rench 1965, σελ. 178, fig. 7(a). Για την απόδοση της πορφύρας σε αγγεία της ΙΙΙΑ2 (κυρίως σε κύπελλα και κύλικες). Επιπλέον πρβ. και σελ. 179, όπου αναφέρεται η παραπλήρωση της πορφύρας με ανεμώνη/ρόδακα. Deshayes 1966, σελ. 89-90 και pl. XXII (2), LXXXV (8) - συνδυασμός πορφύρας και ρόδακα. Σακελλαρίου 1985, σελ. 158-160 (πίν. 57). Στον ώμο ψευδοστόμων ρόδακες. Επιπλέον σε ψευδόστομο από τον τάφο 72 (πίν. 93-2067) παρατηρείται η ίδια διευθέτηση της ζώνης διακόσμησης του ώμου, δηλ. στο ένα μισό υπάρχουν ρόδακες και στο άλλο άνθη. Shelton 1996 (Πρόσυμνα), fig. 327 (847 - drawing 68) - FM 23 - YEIIIA2. Διάκοσμος πορφύρας με παραπλήρωση ρόδακος στον ώμο ληκύθου. Για τον στιγμωτό ρόδακα πρβ. και Αλεξοπούλου 1991 (Σαλαμίνα), σελ. 141 (εικ. 5) με παράσταση ρόδακα στον ώμο ψευδόστομου, Benzi 1992 (Ρόδος), tav. 69 (i). Ψευδόστομος με στιγμωτούς ρόδακες στον ώμο. 1566. Ιακωβίδης 1970, σελ. 158, εικ. 27,1 (για διακόσμηση λαβών), σελ. 161,28 (760) (για ανεμώνη), σελ. 133,47 (11) (για πορφύρα). Η σχηματοποιημένη απόδοση της πορφύρας είναι κόσμημα «κοινότατον κατά τους ΥΕΙΙΙΑ2 και ΙΙΙΒ χρόνους και εις την Αττικήν και παντού αλλού, ιδίως δε εις κύλικας, σκύφους και κρατήρας». Επίσης και Mountjoy 1999, σελ. 129 (σε αργολικούς σκύφους της ΥΕΙΙΙΑ2), σελ. 135 (σε ΥΕΙΙΙΒ1 υδρία από Αργολίδα), σελ. 223 (σε κορινθιακή ΥΕΙΙΙΒ κύλικα), σελ. 337 (σε μεσσηνιακή κύλικα), σελ. 536 (σε μόνωτο κυάθιο από Αττική) και σελ. 539 (σε αττικές κύλικες της ΥΕΙΙΙΑ2).

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

279

ζώνη, πληρουμένη με ενάλληλες γωνίες. H Mountjoy1567 υποστηρίζει πως πρόκειται για μινωική εισαγωγή (αναφέροντας παράλληλο από την Κρήτη1568), αφού διαθέτει στενή ζώνη δικτυωτού (χαρακτηριστικό γνώρισμα της ΥΜΙΙΙΑ2), λαβή κοσμημένη με εγκάρσια γραμμίδια (στην ηπειρωτική χώρα κατά την αρχαιολόγο δεν εμφανίζεται αυτή η διακόσμηση μέχρι τις αρχές της ΥΕΙΙΙΓ) και δεύτερη ζώνη διακόσμησης στην κοιλιά. Το δικτυωτό σπανίως κοσμεί τους ώμους ψευδοστόμων, εντοπίζονται όμως περιπτώσεις στην Αχαΐα, στην Αργολίδα και στην Αττική, μόνο που το δικτυωτό καταλαμβάνει το σύνολο του ώμου και αποδίδεται με έντονες γραμμές και με αραιό πλέγμα.1569 Φυλλοφόρος (FM 64): Έχει σε προηγούμενο κεφάλαιο αναπτυχθεί διεξοδικώς η εξέλιξη του θέματος της φυλλοφόρου στη διάρκεια της ΥΕΙΙΙ. Το μοτίβο αποδίδεται πλήρως σχηματοποιημένο και ουσιαστικώς αποτελούμενο από γραμμίδια διευθετημένα οριζοντίως ή καθέτως. Η φυλλοφόρος υπήρξε εξαιρετικά διαδεδομένη στους απιόσχημους πιθαμφορείς και τα αλάβαστρα (αρτόσχημα και κυλινδρικά).1570 Στους ψευδοστόμους παρουσιάζεται σποραδικά, καλύπτοντας το σύνολο ή τμήμα του ώμου. Στην Ηλεία το θέμα συναντάται σε δύο αμφορείς: τον π 713 (από το Νέο Μουσείο) και τον π 12293 (από το Στρέφι). Στον ώμο του πρώτου (σφαιρική παραλλαγή FS 171 Πίν. 119) η φυλλοφόρος σχηματίζεται πιο φυσιοκρατική, με την απόδοση των φύλλων με λεπτές, επιμήκεις γραμμές και την ελαφρά αίσθηση της κίνησης του ανέμου. Στη δεύτερη περίπτωση (FS 179 - Πίν. 119, Σχέδ. 61) η φυλλοφόρος (υστερώτερη) διευθετείται σε δύο σειρές με βραχέα γραμμίδια, τα οποία είναι μεταξύ τους ασύνδετα. To FM 64 σε διάφορες παραλλαγές του, λιγότερο ή περισσότερο σχηματοποιημένο, απαντάται σε ολόκληρο τον μυκηναϊκό κόσμο, και οι ψευδόστομοι συνήθως ανήκουν στην παραλλαγή FS 171 και ανάγονται στην ΥΕΙΙΙΑ2/ΥΕΙΙΙΒ1.1571 Μεμονωμένα θέματα: Ο π 12305 (Πίν. 120, Σχέδ. 61) διακοσμείται με διάστικτα αψιδώματα (FM 43) και διάστικτο κύμα (FM 33:6), χρονολογείται δε στην ΥΕΙΙΙΑ2. Ανάλογα προέρχονται από την παρακείμενη Μεσσηνία, την Αργολίδα αλλά και από τη μακρινή Ρόδο.1572 Στα τέλη της ΥΕΙΙΙΑ/ αρχές της ΥΕΙΙΙΒ πρέπει να τοποθετηθεί και ο ψευδόστομος (π 2034, Πίν. 119) από το Αγραπιδοχώρι με παράσταση Ν-σχημου (FM 70) στον ώμο. 1567. M  ountjoy 1999, σελ. 383. 1568. Π  ρβ. Kanta 1980, fig. 27, 3:6. Πρόκειται για απιόσχημο ψευδόστομο (εντελώς άλλο σχήμα από το εξεταζόμενο ηλειακό), ενώ δεν μπορεί να γίνει λόγος για διάκοσμο δικτυωτού αλλά δικτυωτών τριγώνων (cross hatched triangles πρβ. Kanta 1980, σελ. 250). 1569. P  apadopoulos, 1979, Παραλλαγή δικτυωτού στον ώμο ψευδοστόμου πρβ. και fig 83(b). Κουντούρη 2002, πίν. 84, ΜΧ 115, ευρύτατη ζώνη διακόσμησης, πληρουμένη με δικτυωτό, σε ώμο ψευδόστομου αμφορέως. Στενή ζώνη, πληρούμενη με δικτυωτό οργανώνεται και σε στενόλαιμη πρόχου από Μεσσηνία (πίν. 161 - ΜΧ756). Deshayes 1966, σελ. 143. Ψευδόστομοι από τους τάφους ΧΧΧΙΙΙ (DV 191) και ΧΧΧV (DV 184) συγκρίσιμοι ως προς το σχήμα με π 183. Hiller 1975, taf. 23 (231). Δικτυωτό στον ώμο απιόσχημου ψευδόστομου αμφορέα. Χρονολόγηση ΥΕΙΙΙΑ2. Σγουρίτσα 1988, σελ. 13 και 88, πίν. 5 (13) ευρύτατη ζώνη με δικτυωτό στον ώμο ψευδόστομου. Benzi 1992, tav. 102 (b). Δικτυωτό στον ώμο ψευδόστομου. 1570. Πρβ. και οικεία κεφάλαια. 1571. Papadopoulos 1979, fig 101(i), 103(g). Πρόκειται για μία σειρά γραμμιδίων. Κουντούρη 2002, πίν. 104 (ΜΧ 424) το αυτό διακοσμητικό θέμα. Stubbings 1947, pl. I(7). Σε σφαιρικό ψευδόστομο καλύπτει μόνο ένα τμήμα του ώμου. Hiller 1975, taf. 26 (245). Φυλλοφόρος ταινία στον ώμο ψευδοστόμου, αποδίδεται περισσότερο φυσιοκρατικά. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. Σγουρίτσα 1988, πίν. 39 (21), φυλλοφόρος ταινία στον ώμο ψευδόστομου αμφορέα. Η Σγουρίτσα κατατάσσει το κόσμημα στο FM 72:12 και χρονικώς το αγγείο στην ΥΕΙΙΙΒ/Γ. Σγουρίτσα 2001, σελ. 7, εικ.6(9). Hankey 1952 (Χαλκίδα), pl. 25 (531), φυλλοφόρος διευθετημένη σε δύο σειρές. Morricone 1965/66, fig. 272 (232 - Λαγκάδα τ. 56), σελ. 246. Καλύπτεται το σύνολο του ώμου από γραμμίδια σε πυκνή διάταξη. Morricone 1979/80, fig. 127 (97), σελ. 291. Benzi 1992, tav. 96 (f). Φυλλοφόρος, διευθετημένη σε δύο σειρές, στον ώμο ψευδόστομου. Rudolf 1973, taf. 30 (Gr. VIII 2), taf. 44 (Gr. XVI 16). Σακελλαρίου 1985 (Μυκήνες), σελ. 159 (πίν. 58). 1572. Blegen 1937, fig. 720 (67). Πανομοιότυπη απόδοση διάστικτων αψιδωμάτων. Κουντούρη 2002, εικ. 92 (Ρ 3663). Πρβ. και Mountjoy 1999, σελ. 1018 (92).

280 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Στην ΥΕΙΙΙΓ ανήκει ο ψευδόστομος π 20231573 (από το Αγραπιδοχώρι) με διάκοσμο μετόπης (ημικύκλια εκατέρωθεν κατακόρυφης στήλης πληρούμενη με κυματοειδείς) και διαποικίλτων τριγώνων1574 (FM 71) στον ώμο. Ακολουθεί στενή ζώνη διάγραμμων τριγώνων (FM 61:18) και οξυκόρυφων επάλληλων ημικυκλίων (FM 43). Το άνω τμήμα του σώματος καλύπτεται με ισοπαχείς ταινίες και το υπόλοιπο αποδίδεται ολόβαφο. Τόσο ο διάκοσμος όσο και η χωροθέτηση των μοτίβων οδηγούν στην ΥΕΙΙΙΓ(μέση). Στην ίδια χρονική περίοδο τοποθετείται και ο π 20171575 με διακόσμηση διαποίκιλτων ρόμβων1576 (FM 73a) και αγκώνων (Πίν. 116). Το θέμα είναι προσφιλές στην ΥΕΙΙΙΓ αγγειογραφία, καθώς διάγραμμοι και διαποίκιλτοι ρόμβοι συναντώνται σε αγγεία από την Περατή, την Αργολίδα, την Πύλο, τη Ρόδο, την Κώ και την Κρήτη.1577 Διακόσμηση σώματος: Το σώμα των ψευδόστομων αμφορέων μπορεί να διακοσμείται ως εξής: Α) με ταινίες, οι οποίες πλαισιώνουν λεπτές γραμμές Β) με ισομεγέθεις ταινίες, που καλύπτουν το σύνολο ή μέρος του σώματος του αγγείου Γ) να είναι ολόβαφοι ή σχεδόν ολόβαφοι. Δ) να διαμορφώνεται ζώνη διακόσμησης, περιοριζόμενη στο ύψος της μεγίστης διαμέτρου (σχηματίζεται κατά την ΥΕΙΙΙΒ). Η εν λόγω ζώνη μπορεί να πληρούται με: Α) Ν-σχημο (FM 60). Απαντάται στον π 313 (Πίν. 112, Σχέδ. 58). Το μοτίβο εντοπίζεται συνήθως στον ώμο των ψευδοστόμων1578 αλλά κοσμεί και τη ζώνη της μεγίστης διαμέτρου.1579 Η Κουντούρη αναφέρει μάλιστα την ύπαρξη αμφορέα από τα Νιχώρια με διάκοσμο άνθους στον ώμο και Ν-σχημου στη μεγίστη διάμετρο (όπως και ο π 313).1580 Το FM 60 ανευρίσκεται και σε άλλα αγγεία, όπως κυλινδρικά αλάβαστρα, απιόσχημους πιθαμφορίσκους (μεταξύ των λαβών), κυάθια και χρονικώς κατατάσσεται στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β.1581 Β) Ενάλληλες γωνίες (FM 58). Το θέμα κοσμεί αγγεία τόσο της ΥΕΙΙΙΑ2/Β όσο και της ΥΕΙΙΙΓ. Συγκεκριμένα συναντάται στο π 183 (Σχέδ. 62) (από το νεκροταφείο των

1573. Π  αρλαμά 1971, σελ. 56 (πίν. ΛΓγ-δ). 1574. Π  ρβ. και Frödin - Person 1938 (Ασίνη), fig. 269, σελ. 411, Papadopoulos 1979, fig. 221(i), 224 (b). Παραπλήσιος διάκοσμος και σε δίωτο αμφορέα από τον τάφο 12 Παλαιοκάστρου Αρκαδίας (προσωπική παρατήρηση). Για τα τρίγωνα πρβ. και ψευδόστομο από τ. 22. Επίσης και από Νάξο (Βλαχόπουλος 2006, σελ. 244). 1575. Π  αρλαμά 1971, πίν. ΛΓα-β. 1576. Οι ρόμβοι εισάγονται από το ρεπερτόριο της ΥΜΙΙΙΑ και υιοθετούνται από τους μυκηναίους αγγειογράφους κατά την ΥΕΙΙΙΒ και Γ (Κουντούρη 2002, σελ. 307). Επίσης για το κόσμημα FM 73 πρβ. και Souyoudzoglou, 1999, pl. 14 A1044, 1434, Pl. 16 A1341, pl. 17 A 1541, Papadopoulos 1979, fig. 224g, Τhomatos 2006, σελ. 22-46. 1577. Βλαχόπουλος 2006, σελ. 237-8. 1578. Παρλαμά 1971, σελ. 55, πίν. Λ δ, στον ώμο ψευδοστόμου Ν-σχημο. Papadopoulos, 1979, εικ. 222 (g), 117, 116, 101 (f, e). Για Ν-σχημα πρβ. και ώμο ψευδοστόμου από Άργος (Deshayes 1966, Pl. LXX, 6). Hiller 1975, taf. 24 (237). N-σχημα στον ώμο σφαιρικού ψευδόστομου αμφορέα (πρβ. και σελ. 90). Wace 1932, σελ. 37 (pl. XIX, 3), Shelton 2000, σελ. 42, fig.8 (c). N-σχημα στον ώμο ψευδόστομου. Σγουρίτσα 2001 (Βουρβάτσι), σελ. 8 Ν-σχημο σε μία σειρά στον ώμο ψευδοστόμου και σελ. 10, εικ. 10 (32). Lewartowski 1987, Abb. 1 (4), Abb. 2 (4), σελ. 118, N-σχημα στον ώμο ψευδοστόμου από Καλαμάκι Αττικής. Morricone 1979/80, σ. 297 fig. 142 (103). Το Ν-σχημο (μεγάλων διαστάσεων) σε μία σειρά, στον ώμο ψευδοστόμου. 1579. S tubbings 1947, fig.6 (για διάκοσμο Ν-σχημων στη μεγίστη διάμετρο) 1580. Κ  ουντούρη 2002, εικ. 76 (ΜΧ 5212) - παράλληλο για το Ν-σχημο κόσμημα και εικ. 100 Κ-1 ΜΧ1564 για τα άνθη. Επίσης και σελ. 171, υποσ. 1509. 1581. S heratt 1980, σελ. 183/4, Σγουρίτσα 1988, σελ. 21 (πίν. 10, 20 Ν-σχημο σε κύαθο), σε κυλινδρικό αλάβαστρο (πίν. 23, 11), σε μόνωτο σκύφο (πίν. 26, 3), Mountjoy 1999, Ν-σχημα σε προχοϊκό λεκανίδιο από τη Λακωνία (275) αλλά και σε προχοϊκούς κύαθους, κύλικες (πρβ. Αττική, σελ. 537-540). Σγουρίτσα 2001, σελ. 10, εικ. 10 (32). Ν-σχημο μεταξύ των λαβών απιόσχημου πιθαμφορίσκου.

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

281

Διασέλλων), στο π 80371582 (δύο ζώνες διακόσμησης με το κόσμημα FM 58:17), σε ψευδόστομο (π 560 - Πίν. 119) από το νεκροταφείο Τρυπών (ανασκαφή Ν. Γιαλούρη). Ενάλληλες γωνίες στο σώμα ψευδοστόμων αμφορέων εντοπίζονται στην Αχαΐα,1583 την Αργολιδοκορινθία,1584 την Αττική,1585 τη Νάξο,1586 ενώ το εν λόγω μοτίβο διακοσμεί και το σώμα αλαβάστρων και πιθαμφορίσκων.1587 Γ) τεθλασμένη (FM 61).1588 Σε αγγείο (Πίν. 119) από τις Πεύκες (FM 61:3-4, π 4174).1589 Η τεθλασμένη συνδυάζεται και με κροσσωτά ημικύκλια (π 7177).1590 Το μοτίβο αποδίδεται είτε συνεχόμενο (περιτρέχοντας τη μεγίστη διάμετρο του αγγείου) είτε χωριζόμενο σε «ομάδες». Το συγκεκριμένο κόσμημα καλύπτει αγγεία της πρώιμης ΥΕΙΙΙΓ.1591 Δ) κυματοειδής γραμμή σε αγγείο από τις Τρύπες1592 (FM 53:29). Ε) Πλοχμός (FM 48:5). Στον π 8088 από τον Κλαδέο.1593 Στ) διπλά ημικύκλια με ολόβαφο πυρήνα (π 7620).1594 Ζ) Τεθλασμένη και δεύτερη ζώνη, πληρούμενη με στιγμωτούς κυκλίσκους (FM 42) (π 7619 από Κλαδέο).1595 Η) Συνεχής σπείρα (π 8050).1596 Πρόκειται για παραλλαγή του FM 46:59. Θ) σ  χηματοποιημένη αχιβάδα (FM 25). Το θέμα εντοπίζεται στο π 12286 (από νεκροταφείο Στρεφίου) και στον π 8069 από τον Κλαδέο. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για την παραλλαγή FM 25:25 και το πλέον κοντινό παράλληλο παρατηρείται στην πλευρική όψη φλασκιού από τη Μεσσηνία.1597 Το δεύτερο αποδίδεται πλήρως σχηματοποιημένο και χρονολογείται στην πρώιμη ΥΕΙΙΙΓ, το πλησιέστερο παράλληλο συναντάται σε σώμα ψευδοστόμου από την Αχαΐα.1598

1582. Β  ικάτου 1998, πίν. 96β. 1583. P  apadopoulos, 1979, Για ενάλληλες γωνίες στο σώμα ψευδοστόμων πρβ. και fig.227 (21), 100 (f), 102 (a), 118 (g). 1584. B  legen 1937, εικ.174 (297), Deshayes 1966, σελ. 143. και Pl LXXXIV (8), Pl. LXXXVI (5). 1585. Stubbings 1947, σελ. 20 fig. 6. Ιακωβίδης 1970, σελ. 177, εικ. 64, 9-10. 1586. Βλαχόπουλος 2006, σελ. 240. Ο συγγραφέας ορθώς επισημαίνει ότι οι ενάλληλες χωροθετούνται στη ζώνη ώμου κοιλιάς των ψευδοστόμων. 1587. Souyoudzoglou 1999, Α1519 και Α1280 σε αρτόσχημα αλάβαστρα από τα Μεταξάτα Κεφαλονιάς, Mountjoy 1999, σε κυλινδρικά αλάβαστρα από Λακωνία (σελ. 265), Αχαΐα (σελ. 409), Μεσσηνία (πρβ. Κουντούρη 2002, εικ. 49, ΜΧ27). Papadopoulos, 1979, στο σώμα πιθαμφορίσκων (εικ. 123f), κυλινδρικών αλαβάστρων (εικ. 141b, 143e), δίωτων αμφορίσκων (εικ. 159b). 1588. Τ  εθλασμένη καταγράφεται και στο σώμα ψευδοστόμων από τον τ. 22 του Παλαιοκάστρου Αρκαδίας (προσωπική παρατήρηση). 1589. Β  ικάτου 2001α (Πεύκες Ηλείας), σελ. 104-105, εικ. 45 και με σχετική βιβλιογραφία για την τεθλασμένη. Επιπλέον πρβ. και Morricone 1965/66, fig. 164, fig.126, fig. 336, Βλαχόπουλος 2006, σελ. 235. 1590. Β  ικάτου 1998, πίν. 94δ. O Podzuweit (Podzuweit 1983 (Τίρυνθα), Abb 9, σελ. 385) αναφέρει ψευδόστομο της ΥΕΙΙΙΓ με συνδυασμό τεθλασμένης και ενάλληλων. 1591. Γ  ια παράλληλα πρβ. και Papadopoulos, 1979 fig. 227, K. Demakopoulou - Crouwel 1998 (Παλαιόκαστρο Αρκαδίας), pl. 53a-d. 1592. Γιαλούρης 1964, πίν. 186στ. 1593. Βικάτου ό.π., πίν. 97β, Papadopoulos, 1979 fig. 226:12, Ιακωβίδης 1970, 177, εικ. 64:18. 1594. Πρβ. προηγούμενη αναφορά μας για το FM 43. 1595. Β  ικάτου ό.π., πίν. 95γ. Για τους κυκλίσκους πρβ. και Morricone 1965/66, fig. 100. 1596. Β  ικάτου ό.π., πίν. 96γ. 1597. Κουντούρη 2002, πίν. 42 ΜΧ 240, άνθος στις πλάγιες όψεις φλάσκης. 1598. P  apadopoulos 1979, fig. 226 (1).

282 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Ι) Φυλλοφόρος (FM 64:22). Απαντάται σε ψευδόστομο από Τρύπες Κλαδέου.1599 Αποτελεί κοινότυπο θέμα το οποίο παρατηρείται και σε άλλα σύνολα.1600 Σύνοψη: Από τα παραπάνω συνάγονται τα πιο κάτω συμπεράσματα αναφορικά με την παρουσία του ψευδοστόμου στην Ηλεία: 1. Εμφανίζεται σε μικρότερο ποσοστό συγκριτικά με άλλα νεκροταφεία της ηπειρωτικής Ελλάδας και των Κυκλάδων (π.χ. Περατή, θαλαμωτοί Αχαΐας,1601 Νάξου, Αργολίδας). 2. Το σχήμα κυριαρχεί μεταξύ των πήλινων κτερισμάτων στο νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για τα νεκροταφεία της κεντρικής Ηλείας (π.χ. Στρέφι, Νέο Μουσείο, Στραβοκέφαλο, Διάσελλα), όπου επικρατεί το αλάβαστρο. Φαίνεται, πως ο ψευδόστομος υποσκελίζει τα υπόλοιπα σχήματα στο τέλος της ΥΕΙΙΙΒ και αρχές της ΥΕΙΙΙΓ (πρβ. Αγ. Τριάδα, Κλαδέο, Αγραπιδοχώρι).1602 3. Ο αμφορεύς εισάγεται με την απιόσχημη παραλλαγή του, η οποία εντοπίζεται στο Νέο Μουσείο και τη Ρένια και με μόλις δύο δείγματα στην Αγ. Τριάδα. Στην ΥΕΙΙΙΑ2 και Β κατασκευάζονται οι FS 171, 179, 178, 182, ενώ στην ΥΕΙΙΙΓ χρησιμοποιούνται και οι FS 173 και 175. Κατά την ΥΕΙΙΙΑ-Β το σχήμα διαθέτει μικρές διαστάσεις, στην ΥΕΙΙΙΓ η κατάσταση μεταβάλλεται άρδην και το αγγείο γιγαντώνεται, αποκτώντας σαφώς αποθηκευτικό χαρακτήρα. 4. Από τη μινωική Κρήτη, πιθανώς, προήλθε ο τριποδικός ψευδόστομος αμφορέας στους θαλαμωτούς του Κλαδέου, ενώ το νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας απέδωσε δύο κυλινδρικούς ψευδοστόμους αμφορείς (FS 184), σχήμα, το οποίο επιχωριάζει στην Αχαΐα και εντοπίζεται στην Αττική, τα Δωδεκάνησα και την Κύπρο. 5. Ο δίσκος των λαβών αποδίδεται ολόβαφος (στην ΥΕΙΙΙΑ), με ομόκεντρους κύκλους (σε ολόκληρη την ΥΕΙΙΙ, εξαιρετικά δημοφιλής σε δείγματα της ΥΕΙΙΙΑ2/Β), με σπείρα (αγγεία της ΙΙΙΓ) ή με παχιά στιγμή (σε πρώιμα). 6. Σαφή χρονολογικά συμπεράσματα δεν εξάγονται από τη διακόσμηση της ράχης των λαβών. Σε γενικές γραμμές, κατακόρυφα προς τη λαβή, πλατιά γραμμίδια καταδεικνύουν ύστερη χρονολόγηση, ολόβαφες λαβές με την εξαίρεση τριγώνου ή ορθογωνίου συναντώνται στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β, ενώ στην ΥΕΙΙΙΒ/Γ κατατάσσονται αγγεία με λαβές, που φέρουν ταινία στην ακμή τους ή ενάλληλες γωνίες στη ράχη τους. 7. Ο διάκοσμος του ώμου, κατά την ΥΕΙΙΙΑ/Β, δεν διαφοροποιείται από αντίστοιχα δείγματα των αποκαλουμένων ανακτορικών κέντρων (Αργολίδας, Μεσσηνίας). Τα θέματα περιορίζονται σε γραμμικά ή αφηρημένα (αγκώνες, ενάλληλες γωνίες, φυλλοειδής, σχηματοποιημένο άνθος), ενώ σποραδικά παρουσιάζονται και μοτίβα από τον κόσμο της θάλασσας, όπως η πορφύρα, μακρινός απόηχος του «ανακτορικού» ρυθμού. 8. Στο σώμα προτιμάται γενικώς ο συνδυασμός ταινιών και γραμμών. Στην ΥΕΙΙΙΒ (και σε λίγα αγγεία) διαμορφώνεται επιπλέον στενή ζώνη διακόσμησης (πληρούμενη με Ν-σχημο, κυματοειδή, πλοχμό, τεθλασμένη, σπείρες, σχηματοποιημένη αχιβάδα, φυλλοφόρος) στο ύψος της μεγίστης διαμέτρου, ενώ το λοιπό σώμα εξακολουθεί να καλύπτεται με ταινίες/γραμμές. Στο τέλος της ΥΕΙΙΙΒ και σε όλη τη διάρκεια της ΥΕΙΙΙΓ μεταβάλλεται η χωροθέτηση 1599. Γ  ιαλούρης 1964, πίν. 187δ. Σχηματοποιημένη φυλλοφόρος και στο σώμα του π 270 (Στρέφι - Σχέδ. 59). Στον ώμο του αμείβοντες. 1600. Β  ικάτου 1999, σελ. 240, Papadopoulos 1979, fig. 227 (30), Ιακωβίδης 1970, σελ. 177. 1601. P  apadopoulos 1995, σελ. 205. 1602. Β  λαχόπουλος 2006, σελ. 110, Σαλαβούρα 2006, σελ. 392.

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

283

της διακόσμησης των ψευδοστόμων. Μεγάλα τμήματα του σώματος αποδίδονται ολόβαφα ή καλύπτονται με ισομεγέθεις επάλληλες ταινίες, όπως συμβαίνει και στην παρακείμενη Αχαΐα.1603 Τα κροσσωτά ή περίστικτα ημικύκλια1604 αναδεικνύονται σε δημοφιλές κόσμημα, το οποίο επιχωριάζει στην αγγειογραφία της ΒΔ. Πελοποννήσου, και καθίστανται βασικό γνώρισμα της αποκαλούμενης «Μυκηναϊκής Κοινής». 9. Οι ψευδόστομοι εξελίχθηκαν σε βασικό σκεύος της μυκηναϊκής κοινωνίας, με χρήση εμπορική/οικιακή. Έτσι στην ΥΕΙΙΙΒ1 καταγράφονται ομάδες ψευδοστόμων αμφορέων ενεπίγραφων με Γραμμική Β’, που εντοπίζονται στις Μυκήνες, τη Θήβα, τον Ορχομενό και την Ελευσίνα.1605 Το σχήμα προορίζεται για την αποθήκευση υγρών, ενώ εξασφαλίζεται και ο έλεγχος του εκχεομένου υγρού. Το γνώρισμα αυτό συσχετιζόμενο με μαρτυρίες από τις πινακίδες της Γραμμικής Β’1606 συνηγορούν στη χρήση του ψευδοστόμου για τη μεταφορά ελαίου1607 (σε μεγάλων διαστάσεων αγγεία) ή αρωματικών ελαίων (σε μικρότερους αμφορείς).1608 10. Στην Ηλεία δεν έχει εντοπισθεί (προς στιγμή) ψευδόστομος με εικονιστική διακόσμηση, το φαινόμενο παρατηρείται σε ολόκληρη τη δυτική Ελλάδα (μόνο προσφάτως, στη Βούντενη Αχαΐας, επισημάνθηκε τρίωτος ψευδόστομος της ΥΕΙΙΙΑ2, με διάκοσμο ιχθύων).1609

1603. P  apadopoulos 1995, σελ. 205. 1604. Π  αρλαμά 1974β, σελ. 221, Papadopoulos 1990, σελ. 32 και Papadopoulos 1995, σελ. 205. 1605. Τ  ζεδάκις - Martlew 1999, σελ. 136. 1606. Tournavitou 1992, σελ. 194-195. 1607. Ψευδόστομοι έχουν εντοπισθεί σε ταφικά μνημεία της Αιγύπτου, όπου το λάδι, και μάλιστα τα αρωματικά, αποτελούν σύνηθες κτέρισμα (ό.π. σελ. 194). Επίσης και Shelmerdine 1984, σελ. 81. Η παραγωγή αρωματικού ελαίου ήταν κάτω από τον αυστηρό έλεγχο του «παλατιού». 1608. Σε ψευδοστόμους αμφορείς από το Καστέλλι Χανίων ανιχνεύθηκαν ίχνη οίνου και ρητίνης, δηλώνοντας τη χρήση τους και για μεταφορά/ανάμειξη οίνου. Τζεδάκις - Martlew 1999, σελ. 172. 1609. Σ  αλαβούρα 2006, σελ. 398.

284 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Σύνοψη της προερχομένης από ΥΕΙΙΙ ταφικά σύνολα κεραμικής της Ηλείας Στην ΥΕΙΙΙ κυριαρχούν τα λεγόμενα κλειστά αγγεία (ψευδόστομοι, αμφορείς, αλάβαστρα, απιόσχημοι πιθαμφορίσκοι).1610 Το σύνολο της εξετασθείσας κεραμικής είναι τροχήλατη. Ο πηλός των γραπτών αγγείων εμφανίζεται μακροσκοπικά καθαρός, με ελάχιστα εγκλείσματα, και ολοκληρωμένη όπτηση. Αντίθετα ο πηλός μεγάλων αποθηκευτικών σκευών, καθημερινής χρήσης, είναι ακάθαρτος, περιλαμβάνοντας πληθώρα εγκλεισμάτων. Το χρώμα του πηλού παρουσιάζει ομοιομορφία και κινείται στις αποχρώσεις του ωχροκαστανού και πορτοκαλέρυθρου. Η συντριπτική πλειονότητα των αγγείων φέρουν καλής ποιότητας επίχρισμα (ωχροκάστανο/υπόλευκο1611), ενώ το χρώμα του διακόσμου συνήθως είναι καστανομέλανο και πιο σπάνια πορτοκαλέρυθρο ή καστανωπό.1612 Η κεραμική της ΥΕΙΙΙΓ (π.χ. από την Αγ. Τριάδα) μοιάζει περισσότερο τυποποιημένη, ως προς την τεχνοτροπία και την αισθητική, διαθέτει όμως υψηλής ποιότητας αγγεία (ως προς το σχήμα, το μέγεθος και τον διάκοσμο). Το επίχρισμα διαμορφώνεται καστανό/καστανόφαιο και ο διάκοσμος αποδίδεται με έντονα μελανό/καστανομέλανο χρώμα. Ενίοτε παρατηρούνται σχηματικές ασυμμετρίες, αδυναμία στερέωσης, κακής ποιότητος βαφή ή επίχρισμα (που σε μεγάλο βαθμό έχουν απολεπισθεί). Στην ΥΕΙΙΙΑ/Β διαμορφώνονται τα εξής χαρακτηριστικά: 1. Κυριαρχούν τα αλάβαστρα, οι ψευδόστομοι και οι απιόσχημοι πιθαμφορίσκοι (Γράφημα 25.1-25. 3 & 26.1-26.2). 2. Στην περιοχή της Αρχ. Ολυμπίας, ιδίως στο νεκροταφείο του Νέου Μουσείου, επισημαίνεται μεγάλος αριθμός αώτων αλαβαστροειδών (συγκριτικά με τα υπόλοιπα νεκροταφεία), που αποδίδονται ολόβαφα, με σπογγωτό (FM 77) και, ενίοτε, με ταινίες. Αντιθέτως, στην Ηλεία σπανίζει το θήλαστρο ή το ρυτό. 3. Ο διάκοσμος περιορίζεται σε γραμμικά και σχηματοποιημένα σχέδια, όπως αγκώνες (σε ψευδοστόμους και τρίωτους αμφορείς), δικτυωτό (βασικώς σε αλάβαστρα και απιόσχημους πιθαμφορίσκους, σπανίως σε ψευδοστόμους), ενάλληλες γωνίες, φυλλοφόρο (σε πιθαμφορίσκους, ψευδόστομους, αλάβαστρα), σχηματοποιημένο μυκηναϊκό άνθος, αχιβάδα κ.ο.κ. (Γράφημα 19, 20.2-20.3, 21.2, 23.2 & 24) 4. Στυλιστικά, η ηλειακή κεραμική παραγωγή διαχωρίζεται σε δύο κατηγορίες: Η πρώτη περιλαμβάνει κλειστά σχήματα (π.χ. δίωτους αμφορείς, άωτα αλαβαστροειδή) και αγγεία πόσεως (κυάθια), που αποδίδονται ολόβαφα, το σώμα τους παρουσιάζει συχνά κατασκευαστικές ατέλειες (π.χ. ασυμμετρία διαστάσεων) και ο πηλός είναι εύθρυπτος (στους κύαθους). Στη δεύτερη ομάδα ανήκουν οι ψευδόστομοι, οι αμφορείς, τα αλάβαστρα, οι απιόσχημοι πιθαμφορίσκοι. Τα συγκεκριμένα αγγεία διακοσμούνται με τα συνήθη, για την υπόλοιπη μυκηναϊκή επικράτεια, μοτίβα, ο πηλός, η όπτησή του και το επίχρισμά τους είναι καλύτερης ποιότητας και το σχήμα αποδίδεται προσεκτικά. 5. Συνεπώς κατά την ΥΕΙΙΙΑ και Β φαίνεται, πως παράγονται αγγεία από τοπικά εργαστήρια, ικανοποιώντας τις άμεσες βιοτικές ανάγκες των Ηλείων, ενώ ένα άλλο σύνολο αγγείων είτε 1610. Η  ίδια κατάσταση χαρακτηρίζει και την ΥΕΙ-ΙΙ. 1611. Σ  υνήθως συμπίπτει με τη χρωματική απόδοση του πηλού. 1612. Γ  ια την αναλυτική εξέταση των πηλών απαιτούνται πετρογραφικές αναλύσεις αλλά και δημιουργία μίας βάσης δεδομένων, η οποία θα περιλάβει τόσο αγγεία όσο και θέσεις εκμετάλλευσης αργίλου.

Κεραμική ύστερων μυκηναϊκών χρόνων

285

εισάγεται από τα λεγόμενα ανακτορικά κέντρα1613 είτε παράγεται από τοπικά κεραμοποιεία, στα οποία απασχολούνται πεπειραμένοι αγγειοπλάστες - αγγειογράφοι,1614 οι οποίοι γνώρισαν και μετέφεραν την τεχνογνωσία από τα ανακτορικά κέντρα παραγωγής. Η κοινοτυπία των χρησιμοποιηθέντων διακοσμητικών μοτίβων (π.χ. των αγκώνων), καθώς και η έλλειψη πετρογραφικών αναλύσεων δεν βοηθούν στην επίλυση τέτοιων προβλημάτων (δηλ. στην αποσαφήνιση της προέλευσης/παραγωγής των αγγείων). Ψευδόστομοι αμφορείς (από το Στρέφι, το Νέο Μουσείο, τα Μακρίσια και τα Διάσελλα), το κωνικό ρυτό και η ραμφόστομη πρόχου από το Σαμικό, απιόσχημοι ψευδόστομοι (από τη «Ρένια» Πλατάνου και το Ν. Μουσείο), δύο φλασκιά από το Στραβοκέφαλο, προχοϊκοί κύαθοι πιθανώς να αποτελούν προϊόντα μεσσηνιακών εργαστηρίων. Από κοινό εργαστήριο ίσως προήλθαν τα μεγάλων διαστάσεων αρτόσχημα αλάβαστρα (π.χ. από το Ν. Μουσείο, το Χελιδόνι), αλλά και οι απιόσχημοι πιθαμφορίσκοι και τα αλάβαστρα, στα οποία διαφοροποιείται το κόσμημα κάτω από τις λαβές. 6. Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν, ότι η ηλειακή κεραμική εδέχθη έντονη κρητική επίδραση.1615 Ο ψευδόστομος, π 183, αλλά και αλάβαστρα, που διαθέτουν δύο ζώνες διακόσμησης, πληρούμενες με διαφορετικό μοτίβο, θεωρήθηκε ότι μιμούνται μινωικά πρότυπα, ενώ από την Κρήτη προέρχεται και ο μοναδικός τριποδικός ψευδόστομος. Στην Κρήτη πρέπει να αναζητηθούν και τα πρότυπα των δύο απιόσχημων ψευδόστομων, ενώ ο διάκοσμος του ενός (από τη «Ρένια» Πλατάνου) διατάσσεται σε δύο ζώνες (χαρακτηριστικό γνώρισμα της ΥΜΙΙΙ κεραμικής). Κρητικής έμπνευσης υποστηρίζεται ότι υπήρξαν και συγκεκριμένα μοτίβα, όπως τα διάγραμμα τρίγωνα,1616 τα οποία απαντούν συχνά σε αγγεία της επίμαχης περιόδου. Τα παραπάνω αλλά και η ανεύρεση μινωιζόντων αγγείων στις Πόρτες Αχαΐας οδήγησαν τον ανασκαφέα των Πορτών, κ. Ιω. Μόσχο, να επιχειρηματολογήσει υπέρ της ύπαρξης/λειτουργίας στην περιοχή της Ολυμπίας ενός «Mainland Minoan Workshop».1617 Αγνοήθηκε, όμως, η μακραίωνη κεραμική παράδοση της περιοχής, η υιοθέτηση και δημιουργική αφομοίωση των μινωικών στοιχείων (ήδη από την ΥΕΙ-ΙΙ), και συνεπώς υπερεκτιμήθηκε η κρητική επιρροή.

ΥΕΙΙΙΓ 1. Στην ΥΕΙΙΙΓ τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά. Η Ηλεία (ή μάλλον η ΒΑ περιοχή της) προσανατολίζεται προς την Αχαΐα. Μεταβάλλεται η χωροθέτηση των ζωνών διακόσμησης (των οποίων το πλάτος μειώνεται και περιορίζεται στον ώμο των αγγείων), διαφοροποιούνται τα διακοσμητικά μοτίβα, το σώμα καλύπτεται με ισομεγέθεις ταινίες (στοιχείο που απαντάται και στη Στερεά Ελλάδα)1618 ή αποδίδεται ολόβαφο. 2. Στα κεραμικά σύνολα της ΒΑ Ηλείας συναντώνται μικροί αριθμοί αγγείων πόσεως (π.χ. κυαθίων). Εισάγονται νέα σχήματα, όπως οι δίωτοι και τετράωτοι αμφορείς,1619 οι λήκυθοι, 1613. Π  ιθανώς από την παρακείμενη Μεσσηνία, όπως επιβεβαιώνεται και από τις πολλές ομοιότητες, που επισημαίνονται μεταξύ των αγγείων των δύο περιοχών. 1614. Α  πασχολούμενοι είτε σε μόνιμη βάση είτε δίκην «περιηγητών» κεραμέων. 1615. K  anta 1980, σελ. 299-300 και υποσ. 1537. 1616. Τα οποία κοσμούν σαφώς ελλαδικά σχήματα, όπως ο πεντάωτος αμφορέας από το Στρέφι. 1617. Jalkotzy 2007, σελ. 132. 1618. Μountjoy 1990, σελ. 267-268. 1619. M  ountjoy 1990, σελ. 267, Demakopoulou 2007, σελ. 167.

286 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

πιθανώς το σύνθετο/πολλαπλό αγγείο, οι πτηνόσχημοι ασκοί (με ακριβή παράλληλα στην παρακείμενη Αχαΐα),1620 τα δακτυλιόσχημα, τα τριποδικά αλάβαστρα, οι τριποδικοί ψευδόστομοι. Τα προαναφερθέντα συναντώνται με αυξημένη συχνότητα στην Αχαΐα, την Αρκαδία αλλά και στην Κεφαλονιά και θεωρούνται βασικά «συστατικά» του κοινού πολιτισμού που διαμορφώνεται στη ΒΔ Πελοπόννησο, κατά τα ύστατα μυκηναϊκά χρόνια.1621 Oι ψευδόστομοι και οι αμφορείς αποκτούν μεγάλες διαστάσεις, το ίδιο συμβαίνει και με τα αρτόσχημα αλάβαστρα.1622 Κάποια από τα αγγεία, όπως ο δίωτος αμφορεύς με λαβές στον ώμο, αποτελεί δημιούργημα των ηλείων κεραμέων, οι οποίοι είχαν αποκτήσει μακραίωνη εμπειρία στη δημιουργία/παραγωγή αποθηκευτικών αγγείων (Γράφημα 26.1-26.2). 3. Τα θέματα εξακολουθούν να είναι γραμμικά (τεθλασμένη, κυματοειδής, πλοχμός) ή αφηρημένα (όπως περίστικτα - κροσσωτά ημικύκλια, πλήρως σχηματοποιημένα άνθη). Η εμμονή των κεραμέων στη χρήση των πολλαπλών ημικυλίων (περίστικτων ή κροσσωτών) συνιστά ένα ακόμη γνώρισμα της αχαϊκής κεραμικής. Επανεμφανίζονται τα εικονιστικά θέματα (πλήρως σχηματοποιημένα), τα οποία περιλαμβάνουν πτηνά, σκηνή θήρας (ανθρώπινες μορφές + πτηνά) αλλά και πολυπρόσωπες συνθέσεις (παραστάσεις πρόθεσης και εκφοράς νεκρού σε όστρακα από την Αγ. Τριάδα και τον Κλαδέο). 4. Η αδυναμία διάκρισης εργαστηρίων παραμένει. Παρά ταύτα ένας αμφορεύς από το Αγραπιδοχώρι είναι παραπλήσιος με υδρία από το Παλαίκαστρο Αρκαδίας, ενώ άλλοι δίωτοι αμφορείς με διάκοσμο σχηματοποιημένης αχιβάδας/ενάλληλων κροσσωτών τριγώνων και ημικυκλίων συναντώνται στην Αγ. Τριάδα αλλά και στο γειτονικό Αγραπιδοχώρι. Από την παρουσία δίωτων, τετράωτων αμφορέων, δακτυλιόσχημων αγγείων και πτηνόσχημων ασκών στο νεκροταφείο των Τρυπών Κλαδέου συμπεραίνεται ότι η αχαϊκή πολιτιστική «διείσδυση» έφθασε μέχρι την κεντρική και ημιορεινή Ηλεία.1623 Τα όστρακα με εικονιστικές παραστάσεις υπήρξαν ελάχιστα αλλά είναι δυνατή η διάκριση συγκεκριμένου αγγειογράφου/δημιουργού, όπως του «Καλλιτέχνη του Θρηνού», δηλ. του αγγειογράφου ο οποίος απέδωσε «γλαφυρά» την πρόθεση και εκφορά του νεκρού σε δύο αγγεία, που είχαν αποτεθεί σε δύο διαφορετικά νεκροταφεία,1624 που απέχουν μεταξύ τους περί τα 50-60 χλμ.1625 Ο δεύτερος αγγειογράφος επιτρέπεται να αποκληθεί «Καλλιτέχνης των Πτηνών», καθώς τεχνοτροπικά η απόδοση των πτηνών είναι πανομοιότυπη (σε όστρακα από θαλαμωτό των Μακρυσίων, σε αμφορέα από τις Τρύπες και σε έναν ακόμη από τον τάφο 26 της Αγ. Τριάδας). Οι πτηνόσχημοι ασκοί, τα δακτυλιόσχημα αγγεία, καθώς και το μοναδικό κερατόσχημο αγγείο από τον Κλαδέο (θέση «Τρύπες») πιθανώς παρασκευάζονταν από το ίδιο εργαστήριο της ΒΔ. Πελοποννήσου, στο οποίο εργάζονταν Κύπριοι ή Κυκλαδίτες κεραμείς. 5. Η ανεύρεση σύνθετου αγγείου, αποτελούμενο από τρεις ψευδοστόμους, οι οποίοι διακοσμούνταν με ένθεση ψήφων υαλόμαζας, και ο εντοπισμός άλλου με ανάλογο διάκοσμο στην Ελάτεια, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μάλλον υπήρξαν προϊόντα του ιδίου εργαστηρίου.

1620. Π  ιθανώς παραγωγής ίδιου εργαστηρίου. 1621. P  apadopoulos 1990, σελ. 32, Papadopoulos 1995, σελ. 205. 1622. Α  ποτελώντας βασικό γνώρισμα της ηλειακής κεραμικής (όπως και ο πωματισμός των αγγείων με αποκομμένες βάσεις κυλίκων) βλ. Mountjoy 1990, σελ. 257 (για τα αλάβαστρα) και 264 (για τις κύλικες). 1623. Πρβ. οικεία κεφάλαια και Βικάτου 1998. 1624. Κλαδέο και Αγ. Τριάδα. 1625. (Παράσταση πρόθεσης νεκρού από την Αγ. Τριάδα και εκφοράς από τις Τρύπες Κλαδέου).

ΜΙΚΡΟΤΕΧΝΙΑ Στον παραπάνω όρο εμπίπτουν τα μικρών διαστάσεων ευρήματα, τα οποία, χρησιμοποιούνταν τόσο στην καθημερινή ζωή, αλλά απέκτησαν, μετά το θάνατο του «ιδιοκτήτη» τους, συμβολικό, τελετουργικό χαρακτήρα. Η παρουσία ψήφων από ημιπολύτιμους λίθους, ήλεκτρο, φαγεντιανή ή υαλόμαζα, η ανεύρεση αντικειμένων από ελεφαντοστό (χτένια ή δισκάρια), ο εντοπισμός ευρημάτων από χρυσό (δισκάρια), η εναπόθεση ζωόμορφων ή ανθρωπόμορφων ειδωλίων, τα πλακίδια της υαλόμαζας, οι χάλκινες περόνες, οι σφραγιδόλιθοι δηλώνουν πλευρές της καθημερινότητας των μυκηναίων αλλά επιβεβαιώνουν και τη συμβολική σημασία της τελετής του περάσματος από τη ζωή στο θάνατο. Στο παρόν κεφάλαιο θα εξετασθούν κτερίσματα (προερχόμενα αποκλειστικώς από ταφικά σύνολα), βάσει του υλικού κατασκευής τους (δηλ. υαλόμαζα, χρυσός, χαλκός, σίδηρος, ημιπολύτιμοι λίθοι, φαγεντιανή, ήλεκτρο κ.ά.) Υαλόμαζα: Προέρχεται αποκλειστικώς από ταφικά σύνολα. Περιλαμβάνει ψήφους (κατά βάση σφαιρικού σχήματος1626) και ορθογώνια πλακίδια. Η χημική σύσταση της δεν είναι τυποποιημένη και ομοιόμορφη αλλά γενικώς συνίσταται από: πυρίτιο (σε ποσοστό 57-72%), ασβέστιο (3-10%) και σόδα (9-21%).1627 Οι χάνδρες υαλόμαζας πρωτοεμφανίζονται στην Κρήτη τον 16ο αι. π.Χ.1628 και πιθανώς αντιγράφουν αιγυπτιακά πρότυπα.1629 Αντιθέτως τα πλακίδια πρωτοπαρουσιάζονται σε νεκροταφεία του ύστερου 15ου αι. π.Χ. και μιμούνται συριακά πρότυπα.1630 Ο Higgins (σε αντίθεση με τη Haevernick) υποστήριξε ότι η υαλόμαζα αποτελεί ένα φθηνό και εύκολο στην παρασκευή υποκατάστατο του χρυσού.1631 Κατά την ΥΕΙΙΙ καθίσταται προσφιλές υλικό κατασκευής κοσμημάτων, αφού οι μήτρες/καλούπια παρέχουν τη δυνατότητα μαζικής παραγωγής κοσμημάτων με χαμηλό κόστος και σε ελάχιστο χρόνο. Η υαλόμαζα εισαγόταν στην ηπειρωτική χώρα πιθανώς από τη Συρία1632 ή την Αίγυπτο ακατέργαστη,1633 ενώ καταγράφεται και στις πινακίδες της Γραμμικής Β ως ku - wa - no, ουσία που χρησιμοποιούταν για τη διακοσμητική

1626. Ό  πως παρατηρεί με έμφαση και η Effinger (Effinger 1996, σελ. 25). Το σχήμα τους θεωρείται «kugelförmig» και μπορεί να είναι από μέταλλο (π.χ. χρυσό), ημιπολύτιμους λίθους (lapis lazuli), πηλό ή υαλόμαζα. Η διάμετρός τους δεν ξεπερνά τα 0,04 μ. 1627. H  aevernick 1960, σελ. 50-53 (το τμήμα του άρθρου που αφορά στην τεχνολογία παραγωγής της υαλόμαζας έχει γραφεί από τον Ottmar Schmid). Παπαδόπουλος 2002, σελ. 29. Επίσης Ιακωβίδης 1970, σελ. 379. Πρόσφατα η Κωνσταντινίδη (Konstantinidi 2001, σελ. 10) διευκρινίζει τον όρο «γυαλί» «υαλόμαζα», «glasspaste», σημειώνοντας ότι πρόκειται για ένα υλικό του οποίου ο πυρήνας έχει ψηθεί άριστα και διαθέτει υψηλή συγκέντρωση πυριτίου. Στην τεχνολογία παραγωγής αναφέρεται η Παναγιωτάκη (Panagiotaki 1999) αλλά πρβ. και Konstantinidi 2001, σελ. 10-11, Χατζή 2002, σελ. 63. O Rahmstorf (Rahmstorf 2008, σελ. 215) καταγράφει την ιστορία της έρευνας της μυκηναϊκής υαλόμαζας και υποστηρίζει ότι εντοπίζεται αρχικώς στην Αίγυπτο και την Ανατολία ήδη από τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. 1628. H  iggins 1961, σελ. 76-82. 1629. Papadopoulos 1979, σελ. 145, Παπαδόπουλος 2002, σελ. 29. 1630. Ό.π., σελ. 33. 1631. Με τη διατυπωθείσα άποψη συμφωνεί και ο Laffineur (Laffineur 2003, σελ. 82), υποστηρίζοντας ότι οι χάντρες υαλόμαζας συνοδεύουν φτωχικές γυναικείες ή παιδικές ταφές. Στην Κρήτη η χρήση της υπήρξε σποραδική (Higgins 1961, σελ. 50, Haevernick 1963, σελ. 193 και Hughes - Brock 1999, σελ. 285 για την «διαστρωματωμένη» κοινωνικά διάδοση του υλικού). 1632. Ο  Rehak (Rehak 1997, σελ. 58) θεωρεί το εμπόριο της υαλόμαζας «a Levantine monopoly». 1633. B  ass 1997, σελ. 161.

288 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

ένθεση. Η λέξη αργότερα θα μετεξελιχθεί σε «κυανός» δηλώνοντας (στα νεώτερα χρόνια) την μπλέ υαλόμαζα ή γυαλί.1634 Στην ΥΕΙ/ΙΙ κτερίσματα υαλόμαζας προέρχονται από τον Κακόβατο (θολωτοί τάφοι Α, Β και C). Συγκεκριμένα:

1. Θολωτός τάφος Α α. Ψήφοι, διαμ.: 0,004-0,007 μ. Δέκα ψήφοι1635 σχήματος ημισφαιρικού ή πρισματικού και χρώματος κυανού.1636 Οι ψήφοι ήταν άτρητες και χρησιμοποιούνταν είτε για την πλήρωση οπών ένθεσης είτε ράβονταν ή επικολλώντο επί των ενδυμάτων. Οι πρισματικού τύπου ψήφοι γνώρισαν ευρύτατη γεωγραφική διάδοση1637 σε ολόκληρη τη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου. β. Δύο τετράγωνα πλακίδια1638 από κυανή υαλόμαζα. Η οπίσθια πλευρά τους διαμορφώνεται λεία και επίπεδη, αφού έχουν παραχθεί από μήτρα, ενώ είναι διάτρητα με οπές κατακόρυφες και παράλληλες μεταξύ τους. Μόλις δύο παρόμοια πλακίδια απέδωσε ο λακκοειδής τάφος ΙΙΙ του Ταφικού Κύκλου Α των Μυκηνών.1639 γ. Ειδώλιο ταύρου (ΕΑΜ 5683), μήκους 0,029 μ.1640 (Πίν. 121), από κυανή υαλόμαζα, εξαιρετικής αισθητικής και περίπλοκης τεχνικής (πρόκειται για χυτό σε μήτρα αντικείμενο). Η απόδοση του ζώου χαρακτηρίζεται εξαιρετικά φυσιοκρατική και οι κηλίδες του δέρματος μορφοποιούνται με κάποιο είδος ένθεσης. δ. Πλακίδιο υαλόμαζας (ύψος: 0,075 μ.): Πλακίδιο υαλόμαζας, κυκλικού σχήματος, με απεικόνιση άστρου οκτώ ακτίνων. Η κατάσταση διατήρησής του υπήρξε κακή, ενώ κατασκευάστηκε με τη χρήση μήτρας - καλουπιού. Τα πλησιέστερα παράλληλα εντοπίζονται στο Θορικό (σε ένα σύγχρονο θολωτό τάφο), στην Ακρόπολη των Μυκηνών, στον θολωτό τάφο του Δάρα στη Μεσσηνία αλλά και στο Nuzi της Μεσοποταμίας.1641 ε. Ειδώλιο γυναίκας (ΕΑΜ 5683) ( Ύψ.: 0,024 μ., Πλ.: 0,018 μ.). Έντονα κατεστραμμένο χυτό ειδώλιο (Πίν. 121) από κυανή υαλόμαζα. Πρόκειται για φυσιοκρατική τρισδιάστατη απόδοση του γυναικείου σώματος.1642 Η κεφαλή και ο λαιμός αποδόθηκαν αναγλύφως, μία ταινία διασχίζει το μέτωπο, ενώ στο ύψος του στέρνου έχει ανοιγεί οπή ανάρτησης.1643 Δείγματα αναλόγων ειδωλίων προέρχονται από το Nuzi, το Tell al Rimah της Μεσοποταμίας αλλά και από έξι θέσεις στη Συροπαλαιστίνη, την Αίγυπτο, την Κύπρο και την Ανατολία. Το εξεταζόμενο εύρημα 1634. Bass 1997. Για αναφορές στα ομηρικά κείμενα πρβ. Ιλιάδα Λ, 24, 26, 35 και Οδύσσεια Κ, 87. 1635. Müller 1909, σελ. 277 1636. C  line 2009, σελ. 137-138. 1637. C  line 1994, σελ. 24. Ψήφοι πρισματικοί απαντώνται στη Μεσοποταμία, τη Συρία, την Αίγυπτο, τη Μ.Ασία, την Ανατολία, την Ουκρανία και φυσικά στην Αργολιδοκορινθία. Οι μελετητές (Haevernick, Cline) υποστηρίζουν πως τα συγκεκριμένα δείγματα δεν εισήχθησαν από την Ανατολή αλλά αποτελούν προϊόντα ντόπιων, μυκηναϊκών εργαστηρίων. 1638. Müller 1909, σελ. 278 1639. H  aevernick 1960, σελ. 49. 1640. M  üller 1909, σελ. 278, taf. XII 5. Haevernick 1960, σελ. 44 και 46. Το ειδώλιο ήταν επείσακτο από τη Συροπαλαιστινιακή ακτή, όπου είχε αναπτυχθεί η παραγωγή ειδωλίων με ένθετη διακόσμηση (π.χ. γάτα από όστρεο με ένθεση lapis lazuli καθώς και ειδώλιο ταύρου με ένθετους ρόδακες από την Uruk). Η Χατζή (Χατζή 2002, σελ. 67) προτείνει επίσης την εισαγωγή του ταύρου από τη Μεσοποταμία. Πρβ. και Rahmstorf 2008, σελ. 216. 1641. Weinberg 1992, σελ. 17, Χατζή 2002, σελ. 67-68, Cline 2009, σελ. 24. 1642. Müller 1909, σελ. 278, taf. XII 6. Το πιο κοντινό παράλληλο στον Ελλαδικό χώρο εντοπίζεται σε ΥΕΙΙΙΒ σύνολο των Μυκηνών και πιθανώς πρόκειται για κειμήλιο του παρελθόντος (πρώιμη υστεροελλαδική). Weinberg 1992, σελ. 17. 1643. C  line 2009, σελ. 144 (101).

Μικροτεχνία

289

μάλλον εισήχθη από τη Συροπαλαιστινιακή ακτή,1644 ενώ η Χατζή1645 το θεωρεί παράσταση της μεσοποταμιακής θεότητας Ιστάρ (Αστάρτη).1646 στ. Α  διαμόρφωτα τεμάχια υαλόμαζας που προορίζονταν πιθανώς για ένθεση/διακόσμηση άλλων αντικειμένων.

2. Θολωτός τάφος Β α) Tέσσερεις σφαιρικές ψήφοι υαλόμαζας. β) Βαθύ, ανοικτό, σκυφοειδές (καλυκόσχημο) αγγείο (Πίν. 121) από κυανόχρωμη υαλόμαζα1647 (ΕΑΜ 5671), σωζόμενο αποσπασματικά1648 (μόλις ένα μεγάλο τεμάχιο, πλάτους 0,07μ) και διακοσμημένο με οκτώ κατακόρυφες αυλακώσεις, οι οποίες το διέτρεχαν από το χείλος έως τη βάση. Στο χείλος επισημάνθηκαν μικρές οπές, για την προσαρμογή κάποιου άλλου υλικού (π.χ. χρυσού). Η υαλόμαζα διαθέτει βαθύ γαλάζιο χρώμα,1649 ενώ ανάλογης ποιότητας υλικό χρησιμοποιήθηκε και σε πλακίδια, εντοπισθέντα στον τ. Ι του ΤΦΚΑ των Μυκηνών. Μεταγενέστερα δεν απαντάται τέτοιας ποιότητας και πάχους υαλόμαζα.1650 Το συγκεκριμένο αγγείο θεωρείται unicum και πιθανολογείται ότι κατασκευάστηκε στην Ελλάδα, από επείσακτο ακατέργαστο υλικό.1651 Ευρύτατη υπήρξε η χρήση της υαλόμαζας κατά την ΥΕΙΙΙ περίοδο, καθώς χάνδρες ή (και) πλακίδια συναντώνται σε δεκάδες ταφικά μνημεία (θαλαμωτούς, ημιτελείς - υβριδικούς και λακκεοειδείς), αποτελώντας σύνηθες υλικό κατασκευής κοσμημάτων, αφού η παραγωγή της κατέστη εξαιρετικά εύκολη, λόγω της χρήσης καλουπιού/μήτρας. Συγκεκριμένα: Α) Ψήφοι: Εντοπίστηκαν στους θαλαμωτούς τάφους Πευκών1652 (1 και 3 - Πίν. 122), στον Στραβοκέφαλο ΙΙΙ και VI (Πίν. 122), στις Τρύπες (τάφος 9), στη θέση «Ρένια» Πλατάνου,1653 στο Νέο Μουσείο (θαλαμωτοί τάφοι Β1654 - Πίν. 122, Στ, Η, Θ - Πίν. 1221655 και ο λακκοειδής Ι1656 - Πίν. 122), στη Δάφνη (τάφοι 1, 3, 5, 6, 8), στην Αγ. Τριάδα (τάφοι 1, 6, 7, 8, 22, 23, 24, 25, 29, 33, 34, 37 και VI), στον «υβριδικό» V του Στρεφίου. 1644. Π  απαδόπουλος 2002, σελ. 34. Cline 2009, σελ. 24. Ο Rahmstorf (Rahmstorf 2008, σελ. 216) επισημαίνει τις μεσανατολικές επιδράσεις στην παραγωγή αντικειμένων υαλόμαζας κατά την πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο. 1645. Χ  ατζή 2002, σελ. 66. 1646. Τ  ην άποψη αυτή συμμερίζεται και ο Rahmstorf ό.π., σελ. 216. 1647. Μüller 1909, σελ. 296, taf. XIV 5.6, Abb. 13. Στο ημερολόγιο ανασκαφής (σελ. 58) αναφέρεται χαρακτηριστικά «Scherben einer schönen dunkelblauen Glasvase…». Κατά την Haevernick (Haevernick 1960, σελ. 44 και 49) οι ψήφοι και το αγγείο έχουν κατασκευασθεί από το ίδιο υλικό (σκληρό και εξαιρετικά συμπαγές), το οποίο αργότερα δεν εντοπίζεται. Επιπλέον πρβ. και Fossing 1940, σελ. 25, fig. 40, Haevernick 1963, σελ. 193, Weinberg 1992, σελ. 17 «… the only cast glass vessel recorded from a Mycenaean context, though fragmentary, is of great importance and interest…». Το σχήμα του και ο διάκοσμος του με τις αυλακώσεις είναι συγκρίσιμα με μετάλλινα πρότυπα και με λίθινα μινωϊκά αγγεία. 1648. Διαμέτρου 0,16 μ. 1649. Χατζή 2002, σελ. 69, Το οποίο οφείλεται στην ύπαρξη οξειδίων του χαλκού και όχι του κοβαλτίου (όπως συνήθως παρατηρείται στην πλειοψηφία των γυάλινων αντικειμένων της μυκηναϊκής εποχής). 1650. Π  απαδόπουλος 2002, σελ. 34. 1651. W  einberg 1992, σελ. 17. 1652. Β  ικάτου 2001. Στην Τίρυνθα η πλειονότητα των απλών σφαιρικών ψήφων χρονικώς εντάσσεται στην ΥΕΙΙΙΒ (Rahmstorf 2008, σελ. 218, Abb. 40). 1653. Γ  ιαλούρης 1964, πίν. 184α. 1654. Αραπογιάννη 2008, σελ. 87. 1655. Αραπογιάννη 2008, σελ. 88. 1656. Συνολικά συνελέγησαν περί τις 100 χάνδρες (Δ41α) πρβ. και Αραπογιάννη 2008, σελ. 89.

290 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Β) Πλακίδια: στον θαλαμωτό τάφο του Αλποχωρίου, στην Καυκανιά1657 (τάφος στη θέση «Καραβάς»), στον Στραβοκέφαλο (τάφος ΙΙΙ - Πίν. 123), στα Μακρύσια (θέση «Κανιά», τάφος Α), στα Διάσελλα (τάφος Β - Πίν. 124, Σχέδ. 63), στο Ν. Μουσείο (τάφος Η), στη Δάφνη (τάφοι 3 και 25), στην Αγ. Τριάδα (τάφοι 1, 6, 23, 24, 32, Ι και ΙΙ1658), στον «υβριδικό» τάφο V Στρεφίου.1659 Οι χάνδρες,1660 που συνήθως συνέθεταν ένα περιδέραιο ή ένα ψέλιο συναντώνται σε διάφορα σχήματα και μεγέθη, όπως τετραεδρικό - ατρακτοειδές με αύλακες (στην Αγ. Τριάδα και από σάρδιο), πλόκαμος ανηρτημένος σε στέλεχος, αμφικωνικός με κατακόρυφη οπή διάτρησης και αύλακες σε ακτινωτή διάταξη, σιταρόσπορου, κολοκυθόσπορου (συχνά με αυλακώσεις στο σώμα της ψήφου). Τα πλακίδια,1661 τα οποία είναι χυτά, διακρίνονται στα έχοντα ελλειψοειδές και σε εκείνα που έχουν ορθογώνιο/τετράπλευρο σχήμα. Και στις δύο περιπτώσεις σχηματίζεται διάτρητο πλαίσιο στις δύο στενές πλευρές, ενώ στην πρόσθια όψη αποδίδονται ρόδακας, κισσόφυλλο ή σπείρα1662 και η οπίσθια διαμορφώνεται λεία λόγω της χρήσεως μήτρας.1663 Από τον θαλαμωτό τάφο 6 της Αγ. Τριάδας, προήλθαν μοναδικής τέχνης πλακίδια (Μ.Ο. Δ 353), τα οποία, στη μία όψη τους, φέρουν ανάγλυφη παράσταση ανθρώπινης μορφής σε μετωπική στάση. Το πρόσωπο αποδίδεται τριγωνικό, με έμφαση στους οφθαλμούς και τη μύτη.1664 Από γαλάζια υαλόμαζα, αρίστης ποιότητας, είχαν κατασκευασθεί χυτά, ορθογώνια πλακίδια (0,049 x 0,013 μ.), προερχόμενα από τον τάφο του Αλποχωρίου. Στη μία όψη τους έφεραν απεικόνιση θυσάννου, ενώ οι στενές τους πλευρές υπήρξαν διάτρητες.1665 Στα Μακρίσια (τάφος Α) τα πλακίδια1666 διακοσμούνταν με ρόδακες1667 ή κισσόφυλλα. Τέσσερα ήταν ορθογώνια, ενώ συνελέγησαν και τραπεζιόσχημα. Οι διαστάσεις κυμαίνονται από 2,1 x 1,5 εκ. (το τραπεζιόσχημο) έως 2,8 x 1,0 εκ. (το ορθογώνιο).1668 Στα Διάσελλα1669 ανευρέθησαν συνολικώς 25 ορθογώνια πλακίδια (διαστάσεων 0,028 x 0,012 μ.), σε επιδαπέδια ταφή του θαλάμου (τάφος Γ) και περιέβαλαν το κρανίο του νεκρού (Πίν. 124, Σχέδ. 63). Παρήχθησαν από το ίδιο εργαστήριο και από κοινή μήτρα, η δε πρόσθια όψη τους διακοσμείται με σχηματοποιημένο, εμπίεστο κισσόφυλλο,1670 του οποίου το εσωτερικό αποδόθηκε διάστικτο. Οι στενές πλευρές είναι παχύτερες και διάτρητες και η οπίσθια πλευρά τους αφέθηκε ακόσμητη.

1657. Χ  ατζή 2008, σελ. 39. 1658. Β  ικάτου 1999, σελ. 247 και οι δημοσιεύσεις στο ΑΔ. 1659. Π  ροσωπική παρατήρηση. 1660. Wace 1932 (Μυκήνες), σελ. 206-208, Rahmstorf 2008 (Τίρυνθα), σελ. 216-7 (για το σχηματολόγιο). 1661. Papadopoulos 1995, σελ. 207. Τα πλακίδια, πολλά εκ των οποίων φέρουν παραστάσεις από τον φυτικό (ρόδακα, κισσόφυλλο) ή τον θαλάσσιο κόσμο (αργοναύτης) κατέστησαν δημοφιλή σε ολόκληρη τη δυτ. Ελλάδα (δηλ. Ηλεία, Μεσσηνία, Παλαιόκαστρο Αρκαδίας, Κεφαλονιά, Αχαΐα, Αιτωλοακαρνανία, Εφύρα), αποτελώντας ένα γνώρισμα λεγομένης «Μυκηναϊκής Κοινής». Επίσης και Haevernick 1963, σελ. 191, Laffineur 2003, σελ. 82. 1662. Τα ίδια θέματα παρατηρούνται και στην παρακείμενη Αχαΐα (Papadopoulos 1979, σελ. 142, για το ρόδακα, σελ. 143 για το κισσόφυλλο, σελ. 143 για σπείρα). 1663. Γ  ια τη χρήση μήτρας πρβ. και Χατζή 2002, σελ. 74-77. 1664. Β  ικάτου 1999, σελ. 248. Παράσταση της ανθρώπινης μορφής (ολοκλήρου του σώματος, με δήλωση ανατομικών λεπτομερειών) προέρχεται από τον λάκκο Ε του Καμινιού Νάξου (Βλαχόπουλος 2006, σελ. 277). 1665. Κ  οκκοτάκη 1985, σελ. 103, Κοκκοτάκη 1991, σελ. 43. 1666. E  ffinger ό.π., σελ. 36, υποσ. 568-569. Τα πλακίδια τοποθετήθηκαν γύρω από την κεφαλή του νεκρού. 1667. Για διακόσμηση ροδάκων από την Κεφαλονιά (θαλαμωτός στα Μεταξάτα) πρβ. και Souyoudzoglou 1999, σελ. 83. 1668. Yalouris 1968a, σελ. 10-11. 1669. Ό.π., σελ. 11 και Effinger 1996, σελ. 35, υποσ. 559. 1670. Π  ρβ. και Souyoudzoglou 1999, σελ. 83.

Μικροτεχνία

291

Η χρήση των πλακιδίων κατεφάνη το 1963/4, όταν κατά την ανασκαφή του θαλαμωτού τάφου ΙΙΙ (Πίν. 123), λάκκος V, στο Στραβοκέφαλο1671 ερευνήθηκε ταφή, όπου το κρανίο (στο μέτωπο) περιβαλλόταν από πλακίδια υαλόμαζας (ορθογώνια με αποστρογγυλεμένο το κατώτερο άκρο τους). Τα πλακίδια, 34 συνολικά, συνιστούσαν ένα νεκρικό διάδημα, και διακοσμούνταν, στην πρόσθια όψη τους, με τρεις εμπίεστες σπείρες1672 (μία σπείρα ανά διάζωμα - ζώνη διακόσμησης). Η πίσω όψη παρέμεινε και σε αυτήν την περίπτωση ακόσμητη, ενώ οι διαστάσεις ήταν 3,0 x 1,1 εκ. Από τη θέση Καραβά στην Καυκανιά, προήλθαν πλακίδια υαλόμαζας διευθετημένα σε δύο σειρές πάνω στο μέτωπο του αποθανόντος. Οι προαναφερθείσες περιπτώσεις αλλά και η εύρεση πλακιδίων γύρω από την περιοχή του κρανίου μαρτυρούν τη χρήση τους, δίκην διαδημάτων κεφαλής (πιθανώς η υαλόμαζα αντικατέστησε τη χρήση χρυσού1673). Σύνοψη: Η χρήση υαλόμαζας, κατά την ΥΕΙ-ΙΙ, υπήρξε απολύτως περιορισμένη και εντοπισμένη χωρικώς στους θολωτούς τάφους του Κακοβάτου. Τα ανευρεθέντα αντικείμενα (ειδώλια και αγγείο) πιθανώς είχαν εισαχθεί από την ανατολική Μεσόγειο και έφθασαν στη δυτική Πελοπόννησο μέσω της Αργολίδας (;). Δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ότι κατασκευάστηκαν (π.χ. οι ψήφοι) στην ηπειρωτική Ελλάδα, αφού εισήχθη ανεπεξέργαστο το υλικό, και διακινήθηκαν εμπορικώς σε δεύτερη φάση. Στην ΥΕΙΙΙ το υλικό καθίσταται δημοφιλές, καθώς δημιουργούνται τεχνίτες και εργαστήρια κατεργασίας του. Η κατασκευή μητρών οδηγεί στη μαζική παραγωγή χανδρών και πλακιδίων, με αποτέλεσμα να περιορισθεί ή και να εξαλειφθεί η χρήση του χρυσού (στην Ηλεία χρυσές ψήφοι συναντώνται μόνο στο Αλποχώρι και σε τάφους της Αγ. Τριάδας). Οι ψήφοι πιθανώς συνέθεταν περιδέραια ή ψέλια, ενώ τα πλακίδια, βάσει και των αρχαιολογικών δεδομένων, κοσμούσαν, δίκην διαδημάτων, τις κεφαλές των νεκρών (Μακρίσια, Διάσελλα, Αλποχώρι, Καυκανιά, Αγ. Τριάδα). Ο εντοπισμός, παρόμοιων πλακιδίων στη δυτική Ελλάδα, ίσως δηλώνει την ύπαρξη ενός κοινού εργαστηρίου παραγωγής τους.

Φαγεντιανή Πρόκειται για τεχνητή ύλη, που παρασκευάζεται ανάλογα με την υαλόμαζα και υποκαθιστά ακριβότερα υλικά (όπως τον χρυσό) με τη μαζική παραγωγή κοσμημάτων με τη χρήση μήτρας.1674 Η χημική της σύστασή περιλαμβάνει διάφορες πυριτικές ενώσεις, ανθρακική ποτάσα και νάτριο. Η πλέον απλή τεχνική παρασκευής της είναι το λιώσιμο των υλικών στη θερμοκρασία των 870ο C. Ως περιοχή προέλευσής της θεωρείται η βόρεια Συρία ή η Μεσοποταμία.1675 Η φαγεντιανή αποκτά 1671. Y  alouris 1968a, σελ. 11-13 και Konstantinidi 2001, σελ. 25, Zavadil 2009, σελ. 104. Η χρήση ψήφων ή πλακιδίων υαλόμαζας υπήρξε μία φθηνή λύση για τους μυκηναίους (Zavadil 2009, σελ. 104). Παρόμοιο διάδημα αναφέρεται πως ανευρέθη στον θαλαμωτό IV της Ιαλυσσού στη Ρόδο (Zavadil 2009, σελ. 104, υποσ. 38). Το 2009, κατά την ανασκαφή θαλαμωτού τάφου στον Μάγειρα, Αρχαίας Ολυμπίας, ανεκαλύφθησαν ελάσματα χρυσού, με τριμερή διαίρεση, που κοσμούσαν το κρανίο του νεκρού και πιθανώς συνδέονται με τα διαδήματα πλακιδίων υαλόμαζας (Ζ’ ΕΠΚΑ - ΕΡΓΟΝ 2009). 1672. Ο  ι οποίες είχαν διαφορετικό αριθμό ελίκων, συγκεκριμένα η κατώτερη πέντε, η μεσαία τέσσερεις και η ανωτέρα τρεις (πρβ. και Haevernick 1960, σελ. 38 Abb. 1c, Σακελλαρίου 1985, σελ. 301:78, Effinger 1996, σελ. 36, Souyoudzoglou 1999, σελ. 83, Τζεδάκις - Martlew 1999, σελ. 257 για πλακίδια με τριμερή διαίρεση και σπείρες από τους Αρμένους). 1673. Π  απαδόπουλος 2002, σελ. 33. Άλλωστε υπάρχουν χάνδρες από υαλόμαζα με επένδυση φύλλων χρυσού (Μενίδι, Σπάτα, Θήβα, Καλλιθέα Πατρών). 1674. Konstantinidi 2001, σελ. 11, Βλαχόπουλος 2006, σελ. 327 1675. Foster 1979, σελ. 1 (για τη χημική σύσταση της) και 7-8 (για την προέλευση).

292 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

διάφορα χρώματα (γαλάζιο, λευκό και πράσινο)1676 και παράγεται έως το τέλος της μυκηναϊκής περιόδου,1677 συνήθως με τη μορφή χανδρών και περιάπτων. Στην Ηλεία εμφανίζεται στον θολωτό τάφο Α του Κακοβάτου, όπου έχει ανευρεθεί μεγάλος αριθμός τεμαχίων1678 φαγεντιανής, υποδεικνύοντας την ύπαρξη αρκετών αγγείων1679 ή την ένθεση τους1680 σε άλλα κτερίσματα. Κατά την ΥΕΙΙΙ η φαγεντιανή1681 απαντάται ως ψήφος σε διάφορα σχήματα, όπως: κολοκυθόσπορος, κόκκος σιταριού, αμφικωνικός (με κατακόρυφη κεντρική διάτρηση και αύλακες στο σώμα).1682 Χάνδρες φαγεντιανής συναντώνται και στα εξής ταφικά μνημεία: • Σε θαλαμωτό τάφο στον Κοσκινά,1683 στις Τρύπες (τάφος ΙΙΙ), στους θαλαμωτούς Β (Πίν. 124), Η, Θ του Νέου Μουσείου, στη Δάφνη (τάφοι 1,3, 6, 8), στους θαλαμωτούς τάφους 20, 34 και ΙΙ του νεκροταφείου της Αγ. Τριάδας. • Σε λακκοειδείς τάφους (στον Ι στο Νέο Μουσείο). • Σε υβριδικό τάφο στο Στρέφι (στον V - στην κόγχη της δυτικής παρειάς, Πίν. 124). Οι ψήφοι από το Νέο Μουσείο έχουν σχήμα αμφικωνικό (11 χάνδρες), σφαιρικό (40 ανισομεγέθεις ψήφοι), κυλινδρικό/σωληνωτό (περί τους 28, με επιμήκεις αυλακώσεις), ενώ δεκαπέντε μοιάζουν με σχηματοποιημένο κρίνο/διπλή έλικα (Λ 59, Λ 65).1684 Από τον τάφο Β προήλθαν και πέντε ψήφοι (Λ 57), σχήματος τροχού, με οκτώ ακτίνες αντί των συνηθισμένων τεσσάρων (Radperlen1685). Στο Στρέφι1686 οι χάνδρες ήταν στην πλειοψηφία τους, μικρών διαστάσεων1687 και σφαιρικού σχήματος. Επισημάνθηκαν, όμως, μία ψήφος σε σχήμα κολοκυθόσπορου1688 (μήκ. 0,017 μ.), καθώς και 23 ψήφοι κυλινδρικού/σωληνωτού τύπου με αυλακώσεις στο σώμα τους (μήκ. 8 χιλ.). Σύνοψη: Η φαγεντιανή, υλικό, του οποίου η κατασκευή απαιτεί τεχνογνωσία και εξειδίκευση, πρωτοπαρουσιάζεται στον Κακόβατο. Στις επόμενες περιόδους επισημαίνεται με τη μορφή ψήφων σε διάφορα ταφικά μνημεία του ν. Ηλείας. Δεν θα καταστεί ποτέ εξαιρετικά δημοφιλής, είναι πιθανό αρχικώς να εισαγόταν από τη Μέση Ανατολή ή την Αίγυπτο, στην ΥΕΙΙΙΒ όμως παρασκευάζεται στην ηπειρωτική Ελλάδα, σε εργαστήρια των ανακτορικών κέντρων.

1676. Β  λαχόπουλος 2006, σελ. 327. 1677. Η  φαγεντιανή παράγεται επί αιώνες στην Κρήτη (ήδη από τις αρχές της ΜΜ), (Rahmstorf 2008, σελ. 216). Κατά τον Rehak (Rehak 1997, σελ. 52) η κατασκευή της απαιτεί υψηλή εξειδίκευση και έλεγχο των θερμοκρασιών τήξης των υλικών. Στην ηπειρωτική χώρα παρήχθη, πιθανώς, πριν το τέλος της ΥΕΙΙΙΒ. 1678. M  üller 1909, σελ. 293. 1679. Hood 1987, σελ. 164. 1680. Foster 1979, σελ. 94. Υποστηρίζεται η ύπαρξη κάποιου είδους ζατρικίου/σκακιέρας και συγκρίνει τα ευρήματα του Κακοβάτου με εκείνα του λακκοειδούς τάφου IV (ΤΦΚΑ Μυκηνών). 1681. Πρβ. και Papadopoulos 1979, σελ. 141 και 145. Στην Αχαΐα καταγράφονται τουλάχιστον 37 ψήφοι από φαγεντιανή. 1682. Π  ρβ. και Wace 1932, σελ. 205-206. 1683. Β  ικάτου 1994, σελ. 194 (η ψήφος έχει σχήμα κολοκυθόσπορου και μήκος 0,021 μ.). 1684. Η  Σακελλαρίου (Σακελλαρίου 1985, σελ. 306) θεωρεί το μοτίβο κρίνο (τύπος Β). 1685. R  ahmstorf 2008, σελ. 223 και Abb. 42. Παράλληλα εντοπίζονται στο Ναύπλιο, στις Μυκήνες, στην Αίγινα, στο Μενίδι, στη Θήβα, στην Τανάγρα, στο Βρυσάρι και στην Ιαλυσσό, επιπροσθέτως και στη Συροπαλαιστινιακή ακτή. Πρβ. και Papadopoulos 1979, σελ. 142. 1686. Σε κόγχη, όπου πιθανώς είχε ενταφιασθεί παιδί. 1687. Με διάμετρο μόλις 2 χιλ. 1688. Το σχήμα γνώρισε ευρύτατη διάδοση, χάνδρες του ιδίου σχήματος προήλθαν από το νεκροταφείο της Αγ. Τριάδος (Βικάτου 1999, σελ. 247), τις Μυκήνες (Σακελλαρίου 1985, σελ. 297, αρ. 49), την Περατή (Ιακωβίδης 1970, σελ. 306 και εικ. 128:32).

Μικροτεχνία

293

Ημιπολύτιμοι λίθοι Στην ομάδα αυτή περιλαμβάνονται υλικά, που ανευρίσκονται στη φύση. Εξ’ αυτών κάποια υπήρξαν επείσακτα (ακόμη και από το Αφγανιστάν1689) και άλλα ανευρίσκονται στην Ελλάδα1690 (π.χ. η ορεία κρύσταλλος). Στους ημιπολύτιμους λίθους συγκαταλέγονται το σάρδιο/κορναλίνης,1691 η ορεία κρύσταλλος,1692 ο αμέθυστος, ο lapis lazuli, ο στεατίτης.1693 Στην Ηλεία παρουσιάζονται ήδη από την ΥΕΙ/ΙΙ (θολωτοί τάφοι Κακοβάτου) και παρακολουθούνται μέχρι και τα ύστατα μυκηναϊκά χρόνια (π.χ. Αγ. Τριάδα), χωρίς να υπάρξει διαφοροποίηση συγκριτικά με τις υπόλοιπες μυκηναϊκές θέσεις.1694 Κακόβατος: Η ανασκαφή του θολωτού τάφου Α απέδωσε: Έξι σφαιρικές ψήφους από αμέθυστο1695 (ΕΑΜ 56681696), αμφικωνικές ψήφους1697 από lapis lazuli (διαμέτρου 0,006-0,015 μ.), δύο λεπτά πλακίδια από αχάτη (σώζονται αποσπασματικά),1698 ψήφους σε σχήμα κολοκυθόσπορου1699 (μήκους 0,013-0,020 μ.) από lapis lazuli, τεμάχια από κύανο, πιθανώς για ένθεση σε άλλα αντικείμενα. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει επίμηκες τεμάχιο πλακιδίου1700 (μήκους περ. 0,012 μ.), το οποίο είναι διάτρητο και στην περιφέρεια της οπής έχουν χαραχθεί καμπύλες γραμμές, αποδίδοντας πιθανώς τον οφθαλμό κάποιου ζώου (ταύρου;).1701 Θολωτός τάφος Β: Από την ανασκαφική έρευνα προήλθαν μόλις τέσσερεις, σφαιρικές ψήφοι αμεθύστου1702 (διαμέτρου 0,010-0,013 μ.). Αντιθέτως, το μνημείο εμφανίζεται πλουσιότερο σε ψήφους από lapis lazouli (ΕΑΜ 5672), σε διάφορα σχήματα (σταρόσχημο/σταγονόσχημο,1703

1689. Ό  πως ο lapis lazuli (κύανος) πρβ. και Konstantinidi 2001, σελ. 9. Ο κορναλίνης, ο αχάτης είναι αιγυπτιακής προέλευσης (όπως πιθανώς και ο αμέθυστος). Αντιθέτως η ορεία κρύσταλλος αφθονεί στην ηπειρωτική Ελλάδα και στην Κρήτη (Hughes 1999, σελ. 283 και 284). Επίσης και Βass 1996, σελ. 166 (για ημιπολύτιμους λίθους στο ναυάγιο του Uluburun). 1690. Β  λαχόπουλος 2006, σελ. 326. 1691. K  onstantinidi 2001, σελ. 8. Το υλικό πιθανώς εισαγόταν από την Αίγυπτο. 1692. Παράγεται στην Κρήτη ήδη από τις αρχές της ΜΜ (Konstantinidi 2001, σελ. 8). 1693. Ιακωβίδης 1970, σελ. 303. 1694. Ιακωβίδης 1970, σελ. 308. 1695. Ο  αμέθυστος απαντάται σε μεγάλες ποσότητες εντός θολωτών τάφων (Εγκλιανού, Περιστεριάς, Βαφειού) αλλά και στο εσωτερικό θαλαμωτών (Μυκήνες, Θήβα), που κατατάσσονται στην πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο (Ιακωβίδης 1970, σελ. 386). Η Krzyszkowska (Krzyszkowska 2005, σελ. 124) σημειώνει ότι η μεγαλύτερη συγκέντρωση ψήφων αμεθύστου στο Αιγαίο παρατηρήθηκε στο θολωτό τάφο IV του Εγκλιανού. Χάνδρες αμεθύστου αναφέρονται και στο Ρούτσι, την Τραγάνα, την Καρποφόρα και την Κουκουνάρα. Η Κωνσταντινίδη θεωρεί ως χώρα προέλευσης την Αίγυπτο και σημειώνει ότι το υλικό χρησιμοποιείται βασικά για ψήφους και περίαπτα (Konstantinidi 2001, σελ. 8). O Graziadio υποστηρίζει, ως πηγή προέλευσης του αμεθύστου, τη μινωική Κρήτη (Graziadio 1998, σελ. 55). 1696. M  üller 1909, σελ. 276, taf. XIV:7-8. 1697. Ε  ΑΜ 5669 και Müller 1909, σελ. 276. 1698. M  üller 1909, σελ. 276, taf. XΙΙΙ:23, 24 1699. Η Effinger (Effinger 1996, σελ. 27, υποσ. 421) τις θεωρεί αμυγδαλόσχημες. 1700. Από lapis lazuli. 1701. Πρόκειται για το ΕΑΜ 5674 (Müller ό.π., σελ. 277, Abb.1). 1702. M  üller 1909, σελ. 276, taf. XIV: 7-8. Krzyszkowska 2005, σελ. 121. Συνολικά από τον αιγαιακό χώρο προήλθαν 600 ψήφοι αμεθύστου. Η επεξεργασία του γινόταν στον Πόρο της Κρήτης, ήδη από την ΥΜΙΑ, χωρίς να αποκλεισθεί η εισαγωγή έτοιμων προς χρήση ψήφων (ό.π., σελ. 125). 1703. E  ffinger 1996, σελ. 28, υποσ. 433. Αντίστοιχα δείγματα και από Κρήτη (από ημιπολύτιμους λίθους, υαλόμαζα ή φαγεντιανή), μόνο που ανήκουν σχεδόν όλα στην ΥΜΙΙΙ. Avila 1983, σελ. 31 (18), αντίστοιχο από φύλλο χρυσού από το Καπακλί Βόλου.

294 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

κρινόσχημο,1704 παπυρόσχημο,1705 αμυγδαλόσχημο,1706 σφαιρικό1707 με αυλακώσεις, διευθετημένες σε ομάδες των τριων). Η διάμετρος τους κυμαίνεται από 0,010 μ. (οι σφαιρικές) έως 0,026 μ. (οι κυλινδρικές/σωληνωτές)1708 (Πίν. 125). Θολωτός τάφος C: Επισημάνθηκαν επτά διάτρητες σφαιρικές ψήφοι (ΕΑΜ 5670) από αμέθυστο και ένα φακοειδές τεμάχιο (διαμέτρου 0,020 μ.) από ορεία κρύσταλλο, για το οποίο ο ανασκαφέας πιθανολογεί τη χρήση του δίκην ενθέματος.1709 Στον θολωτό τάφο του Σαμικού η ανασκαφέας επισημαίνει, στην περιληπτική ανασκαφική της έκθεση, ότι πλησίον του σώματος των νεκρών εντοπίστηκαν και συνελέγησαν ψήφοι σαρδίου.1710 Ψήφοι διαφόρων σχημάτων και υλικών «συνοδεύουν» και τους νεκρούς των θαλαμωτών τάφων, κατά τη διάρκεια της ΥΕΙΙΙ.1711 Κυριαρχούν οι σφαιρικές, μικρών διαστάσεων ψήφοι και έπονται οι υπόλοιπες.1712 Αναλυτικώς, ψήφοι1713 συναντώνται στο νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας1714 (τάφοι 1, 2,,3, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 16, 17, 20, 23, 24, 25, 26, 31, 32, 33, 37), στους θαλαμωτούς τάφους του Κοσκινά1715 και των Λακκοφωλίων,1716 στις Πεύκες1717 (τάφος 1), στο Χελιδόνι,1718 στο Αλποχώρι,1719 στην Καυκανιά1720 (στη θέση «Γλινάτσες»), στο Ν. Μουσείο1721 (τάφοι Β, Στ, Θ), στη Δάφνη1722 (θαλαμωτοί 1, 3, 5, 8, 9, 12), στη θέση «Ρένια» Πλατάνου,1723 στις Τρύπες1724 (τάφοι 7, 8 και 9). Ψήφοι από κορναλίνη εντοπίστηκαν και σε λακκοειδείς (Αρβανίτης,1725 λάκκος Α και Ν. Μουσείο - τάφος Ι). Από στεατίτη και κορναλίνη1726 είχαν κατασκευασθεί και οι σφαιρικές ψήφοι1727 εξαιρετικά μικρών διαστάσεων (διαμ. μόλις 0,002 μ.), που εντοπίστηκαν στην κόγχη της δυτικής παρειάς του «υβριδικού»

1704. E  ffinger 1996, σελ. 29, υποσ. 443 και σελ. 45. Τα περίαπτα αυτά συναντώνται και σε ΥΜΙΙΙ τάφους. Στην ηπειρωτική Ελλάδα κατασκευάζονται από χρυσό, υαλόμαζα ή και lapis lazuli και επισημαίνονται σε ΥΕΙΙΑ-ΙΙΙΒ τάφους. 1705. E  ffinger ό.π., σελ. 34, υποσ. 535. Στην ηπειρωτική Ελλάδα εμφανίζονται σε ΥΕΙΙΑ-ΙΙΙΒ τάφους. 1706. Ο  τύπος της ψήφου είναι εξαιρετικά δημοφιλής τόσο στην Κρήτη (από τις αρχές της Παλαιοανακτορικής περιόδου μέχρι και την ΥΜΙΙΙΒ) όσο και στην ηπειρωτική χώρα (εκτός από τον θολωτό τάφο Β του Κακοβάτου, ανάλογα δείγματα προήλθαν από τους θαλαμωτούς τάφους 517 και 518 των Μυκηνών και την Πρόσυμνα). Το υλικό κατασκευής των συγκεκριμένων ψήφων είναι οι ημιπολύτιμοι λίθοι, η υαλόμαζα ή και ο χρυσός (Effinger 1996, σελ. 26-27). 1707. Αναρίθμητα παράλληλα καταγράφονται από τις Μυκήνες (Effinger 1996, σελ. 25 και υποσ. 388). 1708. Müller 1909, σελ. 295-296, Abb. 12, taf. XIV:7-8. 1709. Müller 1909, σελ. 301, taf. XIV:11 (για το τεμάχιο της ορείας κρυστάλλου). 1710. Π  απακωνσταντίνου 1983, σελ. 110. 1711. Γ  ια το σχηματολόγιο πρβ. και Papadopoulos 1979, σελ. 142, Σακελλαρίου 1985, σελ. 292-302, Souyoudzoglou 1999, σελ. 84, Konstantinidi 2001, σελ. 21 αλλά πλέον πρόσφατο Βλαχόπουλος 2006, σελ. 317. 1712. E  ffinger 1996, σελ. 25. 1713. Α  πό διάφορα υλικά. 1714. Βικάτου 1999 και οι αντίστοιχες συνοπτικές αναφορές στα ΑΔ. 1715. Αραπογιάννη 1994, σελ. 194. 1716. Παπαθανασόπουλος 1970, σελ. 193. 1717. Β  ικάτου 2001, σελ. 93 (με σχετική βιβλιογραφία). 1718. Τ  ριάντη 1978, σελ. 78. 1719. Κοκκοτάκη 1985, σελ. 103 1720. Α  ραπογιάννη 1999, σελ. 231. 1721. Αραπογιάννη 2008, σελ. 86-90. 1722. Αραπογιάννη 1997, σελ. 253-255 1723. Γιαλούρης 1963, σελ. 177. 1724. Β  ικάτου 1998, σελ. 232-235. 1725. Μ  ουτζουρίδης 2008, σελ. 99. 1726. Βλαχόπουλος 2006, σελ. 325 (σχετικά με την προέλευση και το εμπόριο του λίθου αυτού). 1727. Δ  ιακοσμούνταν με αυλακώσεις στο σώμα.

Μικροτεχνία

295

τάφου V στο Στρέφι (Πίν. 124). Από το ίδιο σημείο προήλθαν δύο ψήφοι από ορεία κρύσταλλο, μία σε σχήμα κολοκυθόσπορου, μήκους 0,022 μ., και η δεύτερη ατρακτοειδής, ύψους 0,09 μ. Στο νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας, όπου συνελέγησαν περισσότερες από χίλιες χάνδρες, το υλικό κατασκευής τους υπήρξε το σάρδιο1728 ή ο στεατίτης. Η πλειοψηφία τους κατασκευάστηκε από το πρώτο υλικό (γύρω στις 800), ήταν κυρίως σφαιρικές (με μικρές διαστάσεις), αμυγδαλόσχημες και αμφικωνικές. Έπεται σε δημοφιλία ο στεατίτης (σχήμα των ψήφων φακοειδές). Από ορεία κρύσταλλο είχε κατασκευαστεί και σφαιρικός μύκης ξίφους (Δ 36), με κεντρική οπή, που ανευρέθη στον θαλαμωτό τάφο Η του νεκροταφείου του Ν. Μουσείου.1729 Σύνοψη: Οι ημιπολύτιμοι λίθοι χρησιμοποιούνται με ιδιαίτερα επιμονή από τους μυκηναίους για την κατασκευή κοσμημάτων. Κατά την ΥΕΙ-ΙΙ συναντώνται σε μεγάλες ποσότητες σε θολωτούς τάφους (και σε αυτούς του Κακοβάτου) της ΝΔ Πελοπόννησου, μαρτυρώντας τη «συμμετοχή» της περιοχής στο εμπορικό/οικονομικό γίγνεσθαι της περιόδου. Αξιοσημείωτη υπήρξε η υψηλή συγκέντρωση ψήφων αμεθύστου (καλής ποιότητας) στον Κακόβατο, καθώς το συγκεκριμένο υλικό εισαγόταν πιθανώς από την Αίγυπτο. Στην ΥΕΙΙΙ εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ημιπολύτιμοι λίθοι για την κατασκευή ειδών καλλωπισμού. Η διασπορά σε ολόκληρη την ηπειρωτική χώρα αλλά και ο εντοπισμός τους σχεδόν σε κάθε ταφικό μνημείο (θαλαμωτό ή λακκοειδή), προδίδουν την άνθιση μίας μεταποιητικής βιοτεχνίας, η οποία κατεργαζόταν το πρωτογενές υλικό, μέρος του οποίου υπήρξε σίγουρα επείσακτο.

Χρυσός Χρυσά κτερίσματα είχαν τοποθετηθεί για να τιμήσουν τους νεκρούς των θολωτών τάφων του Κακοβάτου, δηλ. ο χρυσός εμφανίστηκε στην Ηλεία ήδη από την ΥΕΙ/ΙΙΑ. Η χρήση του ως βασικό υλικό παρασκευής ψήφων, περιάπτων1730 κ.λπ. ή ως επένδυση άλλων αντικειμένων, παρέμεινε αδιάλειπτη, αν και περιορισμένη, καθώς χρυσά κτερίσματα εντοπίζονται σε ελάχιστους θαλαμωτούς τάφους της Ηλείας.1731 Οι απασχολούμενοι στην κατεργασία του χρυσού αναφέρονται σε πινακίδες της Γραμμικής Β. Πιθανώς μικρές ποσότητες του πολύτιμου μετάλλου να βρίσκονταν στην ελληνική επικράτεια αλλά ο μέγιστος όγκος προερχόταν από τη Μ. Ασία, ακολουθώντας έναν πολύπλοκο εμπορικό δρόμο προσέγγισης του Αιγαίου, μέσω των λιμένων της Συροπαλαιστινιακής Ακτής.1732 Η Κωνσταντινίδη καταγράφει τις πηγές προέλευσης του χρυσού κατά τους ιστορικούς χρόνους (Κυκλάδες, Αρκαδία, Λαύριο και Μακεδονία), υποστηρίζει πάντως ότι οι Μινωίτες και οι Μυκηναίοι εισήγαγαν το πολύτιμο μέταλλο από την Αίγυπτο, τη Συρία ή τον Πόντο/Καύκασο (σύνδεση με το μύθο της Αργοναυτικής Εκστρατείας και το χρυσόμαλλο Δέρας)1733 και το χρησιμοποιούσαν σε υψηλό ποσοστό καθαρότητας (σχεδόν 22 ή 24 καρατίων).1734 Τα πρωιμότερα ευρήματα προήλθαν από τις ανασκαφές του Κακοβάτου στις αρχές του 20ού αιώνα. Συγκεκριμένα: 1728. Ι ακωβίδης 1970, σελ. 385. Υπήρξε προσφιλές υλικό για την κατασκευή χανδρών, πιθανώς λόγω και του ερυθρού χρώματος (Hughes 1999, σελ. 280, 285). 1729. Α  ραπογιάννη 2008, σελ. 88. 1730. Η  συντριπτική πλειοψηφία ανήκει σε αυτές τις κατηγορίες. 1731. Χάνδρες χρυσού σημειώνονται στους τάφους 1, 5 και 16 της Αγ. Τριάδας χρυσό περίαπτο από τον τάφο 20, χρυσές ψήφοι από το Αλποχώρι. 1732. Bass 1997, σελ. 158. 1733. Konstantinidi 2001, σελ. 6-7. Η Zavadil (Zavadil 2009, σελ. 111), αφού σημειώνει τη σπανιότητα εμφάνισης του μετάλλου στον ελλαδικό χώρο, υποστηρίζει, ως περιοχή προέλευσης του, τη βόρεια Βαλκανική. 1734. K  onstantinidi 2001, σελ. 5.

296 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Θολωτός τάφος Α (Πίν. 126) 1. Περίαπτο απεικονίζον βάτραχο,1735 μήκους 0,024 μ., πλάτους 0,020 μ. (ΕΑΜ 5662), από περίτμητο έλασμα, επί του οποίου αποδίδεται η έκτυπη μορφή μεγάλου βατράχου, που εικονίζεται κατοπτικά (Vogelsperspektiv). Ρηχές αυλακώσεις διαμορφώνουν τα δάκτυλα των ποδιών, ενώ οι λοιπές ανατομικές λεπτομέρειες, όπως μάτια, στόμα, ρύγχος, αποδίδονται με την τεχνική της κοκκίδωσης.1736 Ο κρίκος ανάρτησης βρίσκεται πίσω από το έλασμα. Κάποιες πρώιμες αποδόσεις του ιδίου θέματος απαντούν σε κνωσιακό λίθινο περίαπτο (από lapis lazuli), καθώς και σε χρυσό περίαπτο από την Κουμάσα.1737 Η Κωνσταντινίδη θεωρεί το εξεταζόμενο αντικείμενο σαν περίαπτο/κόσμημα λαιμού.1738 2. Περίαπτο γλαυκός,1739 με μέγιστο μήκος 0,036 μ. (ΕΑΜ 5662) (Πίν. 126) από περίτμητο έλασμα χρυσού. Πρόκειται για έκτυπη απόδοση της κουκουβάγιας. Οι ανατομικές λεπτομέρειες του προσώπου και του σώματος έχουν απεικονισθεί με ρηχές αυλακώσεις, οι οποίες διακοσμούνται με αβαθείς κοιλότητες. Ανάλογα έχουν ανευρεθεί σε αρκετούς πρώιμους μεσσηνιακούς θολωτούς τάφους (Περιστεριά θολ. Τάφος 3, Πύλος Εγκλιανός IV).1740 3. Ψήφος κρινόσχημου άνθους.1741 Μήκ: 0,038 μ., πλ.: μέχρι 0,005 μ. (ΕΑΜ 5662). Σχηματική δισδιάστατη απόδοση κρινόσχημου άνθους (με επίμηκες, λεπτό στέλεχος και συνδυασμό έξι μεγάλων και άλλων μικρότερων φύλλων). Τεχνοτροπικά το άνθος συνδέεται με ανάλογα διακοσμητικά μοτίβα της κεραμικής της πρώιμης μυκηναϊκής περιόδου.1742 4. Ψήφοι, διαμ.: 0,003 μ. - 0,014 μ., διαφόρων σχημάτων που πιθανώς σχημάτιζαν περιδέραια ή βραχιόλια.1743 Το σχήμα τους ποικίλλει. Κυριαρχούν οι σφαιρικές1744 (πιεσμένες ή κανονικές), ατρακτοειδείς, αμφικωνικές, φακοειδείς, σταγονόσχημες. Οι σφαιρικές ψήφοι κοσμούνται με σπειροειδή θέματα και αυλακώσεις, ενώ όλες φέρουν κατακόρυφη, κυκλική οπή ανάρτησης. Ανάλογα1745 παρατηρούνται στις Μυκήνες. 1735. M  üller 1909, σελ. 271, Αντωνίου 2008, σελ. 564. 1736. Η  οοd 1987, σελ. 235. Od. Sargnon 1987, σελ. 81. Rehak 1997, σελ. 58 (οι μινωίτες μεταλλουργοί απέκτησαν την τεχνογνωσία στη Συρία ήδη από την Πρωτοανακτορική περίοδο), Konstantinidi 2001, σελ. 16-17, Zavadil 2009, σελ. 105, υποσ. 42. 1737. E  ffinger 1996, σελ. 50, υποσ. 792. 1738. Konstantinidi 2001, σελ. 105 και σελ. 23 (για τη συγκεκριμένη ομάδα αντικειμένων). 1739. Müller 1909, σελ. 271, Αντωνίου 2008, σελ. 563. 1740. Blegen - Rawson 1973, σελ. 117, εικ. 192, Κορρές 1976β, σελ. 477 και υποσ.1. Για τη χρήση των συγκεκριμένων αντικειμένων πρβ. και εκτενές άρθρο του Σπ. Μαρινάτου (Marinatos 1968). Η κουκουβάγια πιθανώς συνδέεται ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια με χθόνιες λατρείες. Ο Μαρινάτος συσχετίζει την ανεύρεσή τους σε μεσσηνιακούς τάφους με τη μεταγενέστερη λατρεία του Άδη στην περιοχή της Τριφυλίας αλλά και με το τοπωνύμιο «Πύλος» (δηλ. είσοδος στον Άδη). Επιπροσθέτως, θεωρεί την κουκουβάγια σύμβολο της δυναστείας των Νηλειδών, συνδεόμενο και με τη βασιλική δυναστεία του Ορχομενού, το οποίο, μετά την καταστροφή των μυκηναϊκών ανακτόρων, μεταφέρεται από τους Νηλείδες στην Αττική και αναδεικνύεται σε σύμβολο της πόλεως των Αθηνών (πρβ. και Μυκηναϊκός Κόσμος, σελ. 107). Η Κωνσταντινίδη (Konstantinidi 2001, σελ. 105) κατατάσσει το περίαπτο στην κατηγορία των κοσμημάτων ενδυμασίας. Η Gallou (Gallou 2005, σελ. 38) αναφέρεται εκτενώς στην πιθανώς συμβολική - μαγική αξία του συγκεκριμένου περιάπτου. Αποτροπαϊκά σύμβολα θεωρούνται και από τον Laffineur (Laffineur 2003, σελ. 81). 1741. M  üller 1909, σελ. 272. 1742. A  vila 1983, σελ. 26(2). Ο συγγραφέας αναφέρει ένα μοναδικό παράλληλο από το Καπακλί Βόλου. Επίσης και Παπαδόπουλος & Κοντορλή - Παπαδοπούλου 2003, σελ. 455, οι οποίοι σημειώνουν την ομοιότητα των δύο αντικειμένων και τη θεωρούν δηλωτική της ύπαρξης στενών σχέσεων μεταξύ δυτικής Πελοποννήσου και Θεσσαλίας. 1743. Μ  üller 1909, σελ. 272, Avila 1983, σελ. 31, Kilian - Dirlmeier 1986, σελ. 194. 1744. Avila 1983, σελ. 31. Αναφέρονται παράλληλα από τα Δενδρά (θαλαμωτός τάφος 10), την Πύλο Εγκλιανός, θαλαμωτός Κ), την Περατή και την Πρόσυμνα. 1745. Effinger 1996, σελ. 34, υποσ. 520.

Μικροτεχνία

297

5. Δισκοειδή φύλλα (επιράμματα) χρυσού με ή χωρίς εμπίεστο γραμμικό διάκοσμο (σπείρα, διαγώνιες, ακτινωτά διευθετημένες γραμμές). Δεν διαθέτουν οπή ανάρτησης και συνεπώς επικολλώντο ή με κάποιο τρόπο στο ένδυμα του νεκρού.1746 6. Λεπτά φύλλα χρυσού με κοιλότητες ένθεσης,1747 που απεικονίζουν συνήθως ρόδακα (με την εμπίεστη τεχνική) ή έχουν σχήμα δισκοειδές - φακοειδές. Στο κέντρο τους διαμορφώνεται μία κυκλική κοιλότητα, κατάλληλη για την ένθεση ημιπολυτίμων λίθων, υαλόμαζας ή φαγεντιανής. 7. Φύλλα χρυσού,1748 διαφόρων σχημάτων (λογχοειδή, σφαιρικά, κωνικά), που διακοσμούνται με γραμμικό, εμπίεστο διάκοσμο και είτε κάλυπταν το κεφάλι, δίκην διαδήματος είτε ράβονταν στα ενδύματα του νεκρού. 8. Δακτύλιοι,1749 διαμέτρου: 0,009 μ., από συμπαγές χρυσό, κατασκευασμένοι με τη συρματερί τεχνική, η εξωτερική πλευρά των οποίων διακοσμείται με κοκκίδωση. Η Effinger1750 προτείνει ότι χρησιμοποιούνταν για να επενδύσουν κάποιοι αντικείμενο με από υαλόμαζα ή λίθο.

Θολωτός τάφος Β Σαφώς λιγότερα υπήρξαν τα χρυσά αντικείμενα, τα οποία προήλθαν από τον Θ. Τ. Β του Κακοβάτου. Αναλυτικώς: 1. Δισκοειδές έλασμα/πώμα (;), διαμ.: 0, 024 μ.1751 Πρόκειται πιθανώς για πώμα (αγγείου μικρών διαστάσεων), αφού υπάρχει λαβή, φυόμενη στο κέντρο του αντικειμένου. Στην πρόσθια όψη του διακοσμείται από σφαιρικές ψήφους, σε σχήμα κύκλου (είδος κοκκίδωσης). 2. Περίαπτο θαλασσίου όστρεου,1752 (0,014 x 0,019) αποτελούμενο από δύο φύλλα χρυσού (το πίσω είναι επίπεδο) (Πίν. 126). Στην πρόσθια όψη αυλακώσεις αποδίδουν σχηματικά το όστρακο. Στην άνω πλευρά διάτρητο (τμήμα κοσμήματος λαιμού). Το αντικείμενο εμφανίζεται ήδη από τη ΜΜΙ στην Κρήτη και άλλα έξι ανάλογα ευρήματα επισημαίνονται σε ταφικά σύνολα της ΜΜΙΙΙ/ΥΜΙ. Στην ηπειρωτική Ελλάδα παρουσιάζεται συχνά σε ΥΕΙΙ έως και ΙΙΙΓ ταφικά σύνολα (π.χ. στους θαλαμωτούς τάφους των Μυκηνών, 8, 83, 94).1753 3. Δισκοειδείς ψήφοι (διαμ. μόλις 0,008 μ.). 4. Ημικωνικό φύλλο χρυσού1754 («θήκη/επένδυση»), στο εσωτερικό του οποίου εντοπίζονται μικροί ήλοι για την πρόσφυση στον πυρήνα του αντικειμένου.

1746. Ή  απλώς «ρίχνονταν» συνοδεύοντας το νεκρό (Kontorli - Papadopoulou 1995, σελ. 121). 1747. M  üller 1909, σελ. 273 Avila 1983, σελ. 31 Ανάλογα κοσμήματα απαντούν στους δύο ταφικούς κύκλους των Μυκηνών καθώς και στους θολωτούς τάφους στο Καπακλί, στην Πρόσυμνα και την Περιστεριά. 1748. L  affineur 2003, σελ. 83. 1749. M  üller 1909, σελ. 273, taf. XIII:8, 18. 1750. Effinger 1996, σελ. 92. 1751. Müller 1909, σελ. 294, taf. XIV:1. 1752. Müller 1909, σελ. 294, taf. XIV:2, πρβ. και Ιακωβίδης 1970, σελ. 306 και εικ. 128:35. Ο Ιακωβίδης σημειώνει «… Τα είδη αυτά (εννοεί τα διακοσμητικά θέματα αργοναύτη, κοχλιόσχημο κ.ά.) ανήκουν γενικώς εις τα γνωστά και οικεία, τα ευρεθέντα και ευρισκόμενα κατά καιρούς εις όλα τα μυκηναϊκά κέντρα και μάλιστα εις τα απλούστερα…». Σακελλαρίου 1985, σελ. 307, 111. 1753. E  ffinger 1996, σελ. 46 και υποσ. 747. 1754. M  üller 1909, σελ. 294, taf. XIV:3.

298 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Θολωτός τάφος C •

Φύλλο χρυσού, επένδυση ενός οστέινου αντικειμένου (διαμ. 0,011 μ.). Στην εξωτερική του επιφάνεια φέρει σπειροειδές κόσμημα, το οποίο ο ανασκαφέας1755 θεωρεί σύνηθες για τα πρώιμα μυκηναϊκά χρόνια και το παραλληλίζει με αντίστοιχο διάκοσμο δίσκων από ελεφαντόδοντο. • Κυκλικά ελάσματα χρυσού1756 από λεπτό φύλλο μετάλλου, διαμέτρου 0,013 μ.1757 (ΕΑΜ 5663), επισημάνθηκαν σε μεγάλες ποσότητες στις γωνίες του λακκοειδούς τάφου εντός του θαλάμου. Ενίοτε είχαν επίμηκες φυλλοειδές σχήμα (μήκος 0,085 μ. και πλάτος 0,045 μ.) ενώ άλλα ήταν ημικυκλικά με διάμετρο, που δεν ξεπερνούσε τα 0,090 μ. και πιθανόν συνέθεταν ρόδακες, οι οποίοι απάρτιζαν τμήματα ενός διαδήματος. Κατά την ΥΕΙΙΙ χάνδρες από χρυσό παρουσιάζονται σε ελάχιστους θαλαμωτούς και συγκεκριμένα στο Αλποχώρι και στους τ. 1, 5, 16 της Αγίας Τριάδας. Στην τελευταία ανευρέθησαν ψήφοι σε σχήμα κισσόφυλλου (περίπου 26, οι οποίες συνέθεταν ένα περιδέραιο),1758 επτά χάνδρες με απεικόνιση αργοναύτη,1759 πέντε κρινόσχημες ψήφοι (τύπος Β ή κόσμημα διπλής έλικας). Από τον θαλαμωτό τάφο 20 του ιδίου νεκροταφείου προήλθε και το μοναδικό χρυσό περίαπτο του συγκεκριμένου νεκροταφείου, κοσμημένο με αντωπές σπείρες.1760 Στο Αλποχώρι1761 επισημάνθηκαν χάνδρες, που απεικόνιζαν ρόδακες1762 και άνθη παπύρου, θέματα γνωστά τόσο από την κεραμική όσο και τη μικροτεχνία, οι οποίες πιθανώς συνέθεταν ένα περιδέραιο.1763 Από τον ίδιο θαλαμωτό τάφο συνελέγησαν χρυσοί δίσκοι και πλακίδια (διαστάσεων 0,013 x 0,014 μ.) με διογκωμένες στενές πλευρές και ανάγλυφο διάκοσμο σχηματοποιημένων φοινικόδενδρων,1764 τα οποία πιθανώς συνδέονται με την ενδυμασία του νεκρού. Επιπρόσθετα από το ίδιο ταφικό μνημείο προήλθε χρυσό δακτυλίδι, αποτελούμενο από έλασμα πάνω στο οποίο έχουν κολληθεί τέσσερα αντιθετικά τοποθετημένα στριφτά σύρματα.1765 Ένα μοναδικό για τον ηλειακό χώρο αντικείμενο εντοπίστηκε κατά τη σωστική ανασκαφή του κατεστραμμένου θαλαμωτού τάφου στη θέση «Ρένια» Πλατάνου. Πρόκειται για περίαπτο σε σχήμα πτηνού, κατασκευασμένο από εξαιρετικής ποιότητας φύλλο χρυσού.1766 Τα αντικείμενα αυτά, τα

1755. Müller 1909, σελ. 299. 1756. Müller 1909, σελ. 299. 1757. M  üller 1909, σελ. 299. 1758. Π  ρβ. Βικάτου 1999, σελ. 248, για παράλληλα στην υποσ. 54, όπου αναφέρονται χάνδρες σε σχήμα κισσόφυλλου από τα Δενδρά. 1759. Μαζί με τον κρίνο, τον ρόδακα και τον κισσό αποτελούν τα πλέον δημοφιλή μοτίβα ψήφων (Konstantinidi 2001, σελ. 22). Πρβ. και Papadopoulos 1979, σελ. 143 (αποκλειστικά σε πλακίδια υαλόμαζας), Σακελλαρίου 1985, σελ. 308:117-118. 1760. Β  ικάτου 1999, σελ. 248, εικ. 20. Παρόμοια από Πρόσυμνα (Blegen 1937, σελ. 274), Πυλώνα Ρόδου (Karantzali 2001, σελ. 77). 1761. Κ  οκκοτάκη 1985, σελ. 103 και πίν. 34 δ-ε, Κοκκοτάκη 1991, σελ. 43. 1762. Blegen 1937, σελ. 269, Σακελλαρίου 1985, σελ. 303-304:86-89, Βλαχόπουλος 2006, σελ. 284. 1763. Konstantinidi 2001, σελ. 121. 1764. K  onstatinidi 2001, σελ. 121. Για τον συμβολισμό του φοινικόδενδρου και τη σύνδεσή του με δυνάμεις γονιμότητας και αναγέννησης βλ. Gallou 2005, σελ. 51-52. 1765. Κ  οκκοτάκη 1991, σελ. 43. 1766. Γιαλούρης 1964, σελ. 177, πίν. 184β, Konstantinidi 2001, σελ. 104. Η απόδοση του πτηνού ίσως δεν υπήρξε τυχαία, αλλά συναρτάται με την απεικόνιση της «ψυχής», όπως άλλωστε συμβαίνεικαι σε δείγματα της Γεωμετρικής Τέχνης (Gallou 2005, σελ. 39).

Μικροτεχνία

299

οποία συχνά αποτελούσαν τμήματα περιδεραίου, εμφανίζονται ήδη στην ΠΜ Κρήτη και αποκτούν τη μορφή ανθρώπου ή ζώου.1767 Προσφάτως (2009), η ανασκαφή θαλαμωτού τάφου στον Μάγειρα (Δ. Αρχαίας Ολυμπίας) απέδωσε πλούσια και ιδιαίτερα σημαντικά ευρήματα, μεταξύ των οποίων και ελάσματα χρυσού, με τριμερή διαίρεση και εμπίεστο διάκοσμο, τα οποία, κατά την ανασκαφέα, κοσμούσαν, δίκην διαδήματος, το κρανίο του νεκρού.1768 Σύνοψη: Ο χρυσός, μέταλλο δυσεύρετο, αλλά και με εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία καθαρισμού και παραγωγής, σπανίζει στην Ηλεία. Τα ευρήματα περιορίζονται στον Κακόβατο, στο Αλποχώρι, στον Πλάτανο και σε θαλαμωτούς της Αγ. Τριάδας. Στην πρώτη περίπτωση εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα δύο περίαπτα, βατράχου και κουκουβάγιας. Η κατασκευή τους μαρτυρεί εξειδικευμένες γνώσεις κατεργασίας του μετάλλου (τεχνική της κοκκίδωσης), ενώ ανάλογα προέρχονται τόσο από τη μινωική Κρήτη (για τον βάτραχο) όσο και από την παρακείμενη Μεσσηνία (για την κουκουβάγια). Πρέπει να υπογραμμισθεί η συμβολική τους σημασία, συσχετιζόμενη είτε με την αναγεννητική δύναμη του νερού και των όντων που διαβιούν εκεί (βάτραχος), είτε με το σκοτάδι, το φόβο του Αγνώστου και του Θανάτου, που συμβολίζει η γλαύκα.1769 Η σποραδική και ουσιαστικώς εξαιρετικά περιορισμένη παρουσία χρυσού, κατά τη διάρκεια της ΥΕΙΙΙ, συσχετίζεται με τον οικονομικό προσανατολισμό και την κοινωνική δομή των κατοίκων της περιοχής.

Λίθος Η λιθοτεχνία, της οποίας οι ρίζες, κατά τον Γ. Σακελλαράκη,1770 είναι κρητικές δεν φαίνεται να παρουσιάζει ιδιαίτερη άνθιση στην Ηλεία. Περιορίζεται ουσιαστικώς στην κατασκευή σφονδυλίων και αιχμών βελών, ενώ η ανασκαφή του Κακοβάτου απέδωσε και λίθινα αγγεία, τα οποία δεν χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για την τέλεση της λατρείας αλλά και για την εξυπηρέτηση αναγκών της καθημερινής ζωής.1771 Ανάλογα ανευρέθησαν σε σημαντικά ή και μικρότερα ανακτορικά κέντρα (Θορικός, Ασίνη, Μενίδι, Πύλος, Τίρυνθα, Μυκήνες), με τα πιο ενδιαφέροντα να προέρχονται από θολωτούς και πρώιμους λακκοειδείς τάφους (αν και λίθινα αγγεία προήλθαν και από θαλαμωτούς).1772 Συγκεκριμένα:

1767. K  onstantinidi 2001, σελ. 23. Ιακωβίδης 1970, σελ. 306. 1768. Ζ  ’ ΕΠΚΑ - ΕΡΓΟΝ 2009. 1769. G  allou 2005, σελ. 38 (για την κουκουβάγια) και σελ. 49 και υποσ. 486. 1770. Sakellarakis 1976, σελ. 175. 1771. Rehak 1997, σελ. 53 (ο ερευνητής τάσσεται υπέρ του λατρευτικού χαρακτήρα των λιθίνων αγγείων, καθώς η πλειονότητά τους έχει εντοπισθεί σε ταφικά σύνολα), Chatzi 1999, σελ. 348. 1772. Sakellarakis 1976, σελ. 186. Στη δυτική Πελοπόννησο τα λίθινα αγγεία προέρχονται από ταφικά σύνολα και συγκεκριμένα από έξι θολωτούς (Κακόβατος, τ. Α και Β, Μουριατάδα, Νιχώρια, Περιστεριά, Πύλος (IV), Τουρλιδίτσα) και έναν θαλαμωτό (Ελληνικά Ανθείας) πρβ. Chatzi 1999, σελ. 348.

300 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Α. Κακόβατος Τάφος Α Μαρμάρινος λύχνος,1773 διαμ.: 0,022 μ. Έχει κατασκευαστεί από λευκό μάρμαρο και διαθέτει βάση επίπεδη, κοίλη εσωτερικά και βραχύ στέλεχος. Το σχήμα απαντάται στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου έχουν εντοπισθεί περί τα 51 δείγματα.1774 Το υλικό (μάρμαρο) είναι ασυνήθιστο και οι τυπολογικοί του πρόδρομοι πρέπει να αναζητηθούν στους Παλαιοανακτορικούς χρόνους στην Κρήτη.1775 5. Λίθινες αιχμές (ΕΑΜ 5687) (Πίν. 127). Μήκ.: 0,026-0,055 μ., πάχ.: 0,001-0,003 μ.1776 40 αιχμές βελών από πυριτόλιθο, χρώματος καστανού, ωχρού ή τεφρού. Στο κέντρο της αιχμής είχε δημιουργηθεί οπή για την πρόσφυση της στο στειλεό. Τυπολογικά ανήκουν στην ομάδα IVa κατά Buchholz.1777

Β. Κακόβατος Τάφος Β •

Λίθινο, ανοικτό, υψηλό αγγείο1778 (σωζόμενο ύψος 0,085 μ.), από μελανό στεατίτη, από το οποίο σώζονται μόλις δύο τεμάχια, που αρμόζουν μεταξύ τους. Το χείλος ελαφρώς έσω νεύον. Αντίστοιχο προέρχεται από την Οικία των Ασπίδων στις Μυκήνες. • Λίθινο λυχνάρι με χαμηλό πόδι (Πίν. 125), από λευκό μάρμαρο, ύψους 0,056 μ. και διαμέτρου 0,125 μ.1779 Χείλος επίπεδο, με δύο προχοές. Συγκρίσιμα εντοπίζονται στην Κρήτη και τη Θήρα αλλά σε γενικές γραμμές το σχήμα δεν κατέστη δημοφιλές.1780 Η Παπακωνσταντίνου μνημονεύει την ανεύρεση αιχμών βελών από οψιανό (θολωτός τάφος Σαμικού),1781 ενώ μία αιχμή από πυριτόλιθο (Δ 43) εντοπίστηκε στον τύμβο των Μακρισίων.1782 Στην υπόλοιπη Ηλεία, της οποίας τα ταφικά μνημεία κατατάσσονται στην ΥΕΙΙΙ, οι αιχμές βελών (από πυριτόλιθο ή οψιανό) απουσιάζουν, φαινόμενο που παρατηρείται και στη Μεσσηνία και ο καθηγητής Κορρές το συνδέει με διαφοροποίηση στην άσκηση συγκεκριμένων εθίμων ταφής.1783

1773. Müller 1909, σελ. 293. 1774. Dickers 1990, σελ. 170-171. 1775. D  ickers 1990, σελ. 202, 203, Rehak 1997, σελ. 55. Ο Warren (Warren 1969, σελ. 50 και 51) θεωρεί ότι οι λύχνοι της ηπειρωτικής χώρας (που εντοπίστηκαν σε ΥΕΙ/ΙΙ σύνολα) είχαν εισαχθεί από την Κρήτη. Με την άποψη αυτή ταυτίζεται και ο Hägg (Hägg 1982, σελ. 30) θεωρώντας ότι και οι δύο λίθινοι λύχνοι από τον θολωτό τάφο IV στον Εγκλιανό είναι κρητικής προέλευσης. Κατά τη ΜΜΙΙΙ-ΥΜΙΑ το σχήμα απαντάται και εκτός Κρήτης και συγκεκριμένα στη Θήρα, στην Κώ, στη Χίο, στη Ρόδο και στην Τροία, ενώ από την ΥΕΙΙ εισάγεται στην ηπειρωτική Ελλάδα (ή κάποιοι μυκηναίοι τεχνίτες μιμούνται ή εμπνέονται από τα κρητικά πρότυπα). 1776. Μ  ατζάνας 2002, σελ. 28. 1777. Buchholz 1962, σελ. 24, 37. Η τυπολογική αυτή ομάδα παρουσίασε ευρύτατη διάδοση σε ολόκληρη την κεντρική και νότια Ελλάδα στη διάρκεια των πρώιμων υστεροελλαδικών χρόνων. Ο Ματζάνας (Ματζάνας 2002, σελ. 28) τις κατατάσσει στους τύπους Δ και Ε, σχηματικές παραλλαγές της IVa, που τοποθετούνται στα τέλη της ΥΕΙ/ΙΙ και απαντώνται κατά βάση στην Πελοπόννησο (ό.π. σελ. 40). Επιπροσθέτως υποστηρίζεται ότι τα εν λόγω αντικείμενα δεν διαθέτουν κατάλληλα πτερύγια και δεν μπορούν να επιφέρουν σοβαρό τραυματισμό - τρώση, συνεπώς έχουν απωλέσει τον χρηστικό χαρακτήρα τους (ό.π., σελ. 11 και 12). 1778. M  üller 1909, σελ. 298, taf. XXIV 5. Dickers 1990, σελ. 193. 1779. M  üller 1909, σελ. 298, taf. XXIV 4. 1780. Dickers 1990, σελ. 179. 1781. Παπακωνσταντίνου 1983, σελ. 110. Ο Ματζάνας καταγράφει τις ανευρεθείσες αιχμές βελών. Συγκεκριμένα: Τύμβος 2 - Τάφος Χ (αιχμή από οψιανό - τύπου Γ, διαστάσεων 0,015 x 0,009 x 0,002 μ.), τάφος ΧΙ (αιχμή από πυριτόλιθο;), τ. IV (αιχμή από οψιανό διαστ. 0,015 x 0,010 x 0,003 μ.). Ο θολωτός τάφος απέδωσε αιχμές από οψιανό και πυριτόλιθο (διαστ. 0,018 x 0,009 x 0,0035 μ.). 1782. Θ  έμελης 1968β, σελ. 284. 1783. K  orres 1984, σελ. 5, Ματζάνας 2002, σελ. 34.

Μικροτεχνία

301

Σύνοψη: Η λιθοτεχνία δεν γνωρίζει άνθιση στην Ηλεία. Περιορίζεται γεωγραφικώς στη Β. Τριφυλία και χρονικώς στην ΥΕΙ και μάλλον στην ΥΕΙ/ΙΙ.

Αντικείμενα από ελεφαντόδοντο1784 Το ελεφαντόδοντο είναι υλικό σκληρής υφής, εύκολο στην επεξεργασία του και προερχομένο από τους χαύλιους ελεφάντων ή τα δόντια ιπποπόταμων. Η αντίστοιχη αρχαία ελληνική λέξη είναι το «ελέφας» (τόσο για το υλικό όσο και για το ζώο) και πιθανώς έχει τις ρίζες της στη Γραμμική Β (e - re - pa).1785 Το χρώμα του είναι λευκό/κιτρινωπό, εισαγόταν από την Αίγυπτο και τη Συροπαλαιστίνη και χρησιμοποιείτο στον αιγαιακό χώρο για την κατασκευή ειδωλίων, κτενών, πυξίδων, περονών και ως ένθεμα σε έπιπλα.1786 Σε αιγυπτιακές τοιχογραφίες εικονίζονται (ίσως) κάτοικοι του Αιγαίου να μεταφέρουν χαυλιόδοντες στο βασιλιά της Αιγύπτου, καθώς, μάλλον, είχαν αναλάβει το ρόλο μεταπράτη στο εμπόριο του δυσεύρετου υλικού. Βεβαιωμένα εργαστήρια κατεργασίας ελεφαντόδοντου έχουν επισημανθεί στην Κνωσό και στις Μυκήνες, ενώ έχουν διατυπωθεί υποθέσεις για τη λειτουργία εργαστηρίων και σε άλλα ανακτορικά κέντρα, τόσο στην Κρήτη (π.χ. στη Ζάκρο απ’ όπου προήλθαν ακέραιοι χαυλιόδοντες) όσο και στην ηπειρωτική χώρα (Πύλος, Θήβα).1787 Στην Ηλεία τα δείγματα αυτού του υλικού είναι ελάχιστα, προερχόμενα σχεδόν αποκλειστικώς από τον θολωτό τάφο Α του Κακοβάτου. 1. Δίσκοι από ελεφαντόδοντο (ΕΑΜ 5681), διαμ., 0,5 και 0,25 μ., με εγχάρακτο διάκοσμο, χρώματος καστανού/καστανομέλανου. Είναι εξαιρετικά φθαρμένοι και σώζονται αποσπασματικά. Η πρόσθια πλευρά τους, επίπεδη ή ελαφρά κοίλη, διακοσμείται είτε με σπείρα (ή παραπλήσιο σπειροειδές κόσμημα) είτε με ομόκεντρους κύκλους.1788 Ενίοτε συνυπάρχουν τα δύο προαναφερθέντα θέματα. Στην οπίσθια όψη ορισμένων δημιουργείται χαμηλό έξαρμα, χρωματισμένο1789 (Πίν. 128). 2. Κτένι (EAM 5678) (Πίν. 128) από ελεφαντόδοντο1790 με εγχάρακτη διακόσμηση, διαστάσεων 0,021 x 0,07 μ και χρώματος καστανού - μελανού. Σώζονται μόνο δύο τεμάχια του. Το κτένι διαιρείται σε δύο τμήματα από τρεις επάλληλες εγχάρακτες γραμμές. Διακοσμείται με σπείρες, κύκλους (υπάρχουν και ίχνη από διαβήτη) και περιδέραιο.1791 Ο Buchholz1792 το κατατάσσει στην Ομάδα 2 της κατηγοριοποίησής του (πρόκειται παραλλαγή με ελάχιστο 1784. M  üller 1909, σελ. 282-89, Bass 1997 σελ. 160, Rehak 1997, σελ. 52. Το υλικό εισαγόταν ακατέργαστο από την Αίγυπτο ή τη Συρία (στην τελευταία έφθανε από τη μακρινή Ινδία). Ο Graziadio πιστεύει πως το ελεφαντόδοντο προήλθε από την Κρήτη (Graziadio 1998, σελ. 55). 1785. K  onstantinidi 2001, σελ. 9. 1786. Ι ακωβίδης 1970, σελ. 382, Bass 1997, σελ. 159, Konstantinidi 2001, σελ. 9. 1787. Για το εμπόριο του υλικού και την κατεργασία πρβ. και Rehak 1997, σελ. 52-53. 1788. Müller 1909, σελ. 286-7, fig. 7, Poursat 1977, σελ. 142, Avila 1983, σελ. 36:28 (για τεχνική κατασκευής δίσκων ελεφαντόδοντου). 1789. Müller 1909, σελ. 284-285, Hood 1987, σελ. 160, Avila 1983, σελ. 36, Poursat 1977, σελ. 48. Σακελλαράκης 1979, σελ. 84, υποσ. 218. Ίχνη ερυθρού χρώματος παρατηρούνται στο δίσκο/πλακίδιο από τον Κακόβατο και γαλάζιο σε ανάλογα από το Ρούτσι και το Άργος. 1790. M  üller 1909, σελ. 285, taf. XII, 2. Poursat 1977, σελ. 141-143. Τα κτένια στη μυκηναϊκή εποχή είχαν σχεδόν αποκλειστικά κατασκευασθεί από ελεφαντόδοντο (πρβ. Ιακωβίδης 1970, σελ. 286). Buchholz 1984/5, σελ. 120. 1791. Θ  έματα εξαιρετικά δημοφιλή στην ΥΕΙ και ΙΙ μυκηναϊκή αγγειογραφία. Poursat 1977, σελ. 141. Περίτεχνος διάκοσμος παρατηρείται και σε άλλα δείγματα της πρώιμης μυκηναϊκής περιόδου και συγκεκριμένα από την Πρόσυμνα (Blegen 1937, σελ. 282), το Άργος (Deshayes 1966, σελ. 213), τις Μυκήνες (Wace 1932, σελ. 210), την Αττική. Η Παπάζογλου (Papazoglou 1994, σελ. 185) αναφέρεται διεξοδικώς σε κτένι από ελεφαντόδοντο που ανευρέθη σε ΥΕΙΙΙΓ τάφο «πολεμιστή» στην Αχαΐα. 1792. B  uchholz 1984/5, σελ. 117.

302 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

χρόνο παρουσίας). Με ανάγλυφο διάκοσμο, κισσόφυλλου και σπειρών, αποδίδεται και η λαβή του κτενιού (ΕΑΜ 5678), μήκους 0,04 μ. και πάχους 0,08 μ.1793 3. Πώμα1794 (ΕΑΜ 5679) Πώμα μικρών διαστάσεων (ύψους 0,056 μ και 0,029 μ), με εγχάρακτη διακόσμηση, αποτελούμενη από κύκλους και σπείρες. Στο κέντρο έχει διαμορφωθεί κυλινδρική κοιλότητα. Με ανάγλυφη απόδοση ρόδακα κοσμείται το πλακίδιο ΕΑΜ 5677. Το ελεφαντόδοντο είναι καστανό. Ο αριθμός των πετάλων είναι δεκαέξι και το κέντρο του άνθους αποδίδεται με ανάγλυφο κύκλο.1795 4. Δίσκος από ελεφαντόδοντο (ΕΑΜ 5680) (Πίν. 128), πιθανώς τμήμα τράπεζας (μικρών διαστάσεων). H Penner1796 υποστηρίζει πως πρόκειται για τμήμα φιμώτρου ή ιππευτικού εξαρτήματος. Η διάμετρός του είναι 0,123 μ. Το ελεφαντόδοντο καστανό. Στο κέντρο του δίσκου ανοίγονται δύο οπές, συμμετρικά τοποθετημένες1797 και τέσσερεις μικρότερες, «επικουρικές;». Το περιθώριο του δίσκου κοσμείται με σειρά ανάγλυφων κομβίων. Ανάλογα επισημαίνονται στην ΥΕΙΙΙΓ και στα Γεωμετρικά χρόνια.1798 5. Τεμάχια ελεφαντόδοντου (ΕΑΜ 5676),1799 σχήματος κυλινδρικού και χρώματος καστανού. Το πάχος τους κυμαίνεται μεταξύ 0,006 μ. και 0,008 μ., το πλάτος 0,01 μ. Πιθανώς προσαρμόζονταν σε κάποιο άλλο υλικό.

Οστό1800 Από οστό είχαν κατασκευασθεί δύο (πιθανώς) γραφίδες, οι οποίες προήλθαν από το νεκροταφείο της Αγ. Τριάδος. Το μήκος τους φθάνει στα 0,21 μ. και διαθέτουν μεγάλη αιχμή (Πίν. 129). Η μία (Δ 512), η οποία διατηρείται σε αρίστη κατάσταση, διακοσμείται στο σύνολό της με εγχάρακτους κύκλους.1801 Σύνηθες εύρημα των βορειοανατολικών ηλειακών νεκροταφείων (και μάλιστα των τάφων της ΥΕΙΙΙΓ) συνιστούν οι οστέινες περόνες. Προέρχονται από την Αγ. Τριάδα (τάφοι 7, 22, 34, V και VI), τη Δάφνη (τάφος 1) και τις Τρύπες Κλαδέου (τάφος 8). Στην Αγ. Τριάδα τα αντικείμενα δεν ξεπερνούν τα 0,10 μ. σε μήκος,1802 ενώ στην κεφαλή τους σχηματίζονται τρεις επάλληλοι δακτύλιοι. Οι συγκεκριμένες, σε αντίθεση με τα δείγματα της πρώιμης μυκηναϊκής περιόδου, χαρακτηρίζονται από απλότητα και κατατάσσονται στις αρχές της ΥΕΙΙΙΓ.1803 Η χρήση τους πιθανώς συνάδει

1793. M  üller 1909, σελ. 286, taf. XII, 1 και Poursat 1977, σελ. 142. 1794. M  üller 1909, σελ. 286, taf. XII, 4. Poursat 1977, σελ. 143. 1795. M  üller 1909, σελ. 288, taf. XIV 15, Poursat 1977, σελ. 143. 1796. Penner 1998, σελ. 48-49. Ανάλογο και από τον θαλαμωτό τάφο 7 των Δενδρών και τις Μυκήνες (Οικία των Ασπίδων). 1797. Αντίστοιχο ονομάζεται κατά Penner (Penner 1998, σελ. 62, τύπος 1) (variante 3) «knebel» και εντοπίζεται τόσο στην Ελλάδα (π.χ. θολωτός Δενδρών) όσο και στη βορειοανατολική Ευρώπη. 1798. Imma Kilian - Dirlmeier, Anhänger in Griechenland von der mykenischen bis zur geometrischen Zeit, PBF XI,2, München 1979 (σελ. 16-19). 1799. M  üller 1909, σελ. 291, taf. XIV 14, Poursat 1977, σελ. 143. 1800. K  onstantinidi 2001, σελ. 10. 1801. Β  ικάτου 1999, σελ. 248. 1802. Κατά τι μεγαλύτερες σε μήκος οι περόνες από την Αχαΐα (Papadopoulos 1979, σελ. 139), καθώς φθάνουν τα 0,195 μ. 1803. P  apadopoulos 1979, σελ. 140, Benzi 1992, σελ. 182-183 (γενικά για τις περόνες).

Μικροτεχνία

303

με αυτήν των χαλκίνων δειγμάτων (δηλ. είτε ως κόσμημα της ενδυμασίας είτε στην κόσμηση της κεφαλής1804). Η ανασκαφέας της Δάφνης καταγράφει τον εντοπισμό, εντός του θαλαμωτού τάφου 12, ενός οστέινου μικροσκοπικού ειδωλίου (Δ 3340).1805

Χαλκός 1. Όπλα Α. Χάλκινες αιχμές βελών Θολωτός τάφος Α Κακοβάτου: Μετάλλινη αιχμή βέλους με δύο οπές για την πρόσδεσή της στο στειλεό του όπλου.1806 Κατασκευάζεται από λεπτό φύλλο χαλκού και τυπολογικά ανήκει στην ομάδα V κατά Buchholz.1807 Β. Ξίφη Θολωτός Τάφος Α Κακοβάτου: Τμήματα από χάλκινο εγχειρίδιο - ξίφος,1808 το μεγαλύτερο από τα οποία έχει μήκος 0,02 μ. Έχει διαμορφωθεί έντονη κεντρική νεύρωση και εκατέρωθεν αυτής σειρές ανάγλυφης, συνεχούς σπείρας.1809 Θολωτός Τάφος Β Κακοβάτου: - Ξίφος μήκους 0,92 μ. Δύο ήλοι είχαν τοποθετηθεί στην άκρη του όπλου. Λεπίδα αμφίστομη, με έντονη κεντρική νεύρωση. Το ξίφος με βεβαιότητα κατατάσσεται στην ομάδα Α της Sandars,1810 που είχε μινωικά πρότυπα (δείγματα τέτοιων ξιφών συναντώνται σε ΜΜΙΙ σύνολα στα Μάλια) και γνώρισε ευρύτατη διάδοση σε ολόκληρη την Ελλάδα (Πελοπόννησος, Κρήτη, Κυκλάδες, Ιόνια νησιά).1811 Περισυνελέγησαν και τρεις ήλοι, σε απόσταση ενός εκατοστού ο ένας από τον άλλο. Σε έναν από αυτούς είχε διατηρηθεί η χρυσή επικάλυψη της κεφαλής του (… χρυσόηλο…). Χρυσή επένδυση (με σύρμα) έφερε και η λαβή του (παρόμοια δείγματα από την Κνωσσό, την Αργολίδα1812). Το ξίφος μάλλον είχε καμφθεί και μετά έσπασε σε πολλά κομμάτια1813 (Πίν. 129). Ελάχιστα ξίφη (συνολικώς τρία) προήλθαν από τη Δάφνη1814 (τ. 7 και 11 - Πίν. 129) και την Αγία Τριάδα1815 (τάφος Χ). Το τελευταίο ανήκει στον τύπο με τις κερατοειδείς αποφύσεις, μήκους 0,395 μ., 1804. Ο  Ιακωβίδης (Ιακωβίδης 1970, σελ. 289) υποστηρίζει ότι η απουσία «κεφαλής» στην περόνη, την καθιστούσε χρηστική μόνο στον καλλωπισμό της κώμης. Επιπλέον το οστό, περισσότερο εύθραυστο υλικό από τον χαλκό αλλά και η μικρή διάμετρος του στελέχους τους, συνηγορούν στην άποψη ότι οι οστέινες χρησιμοποιούνταν στην κώμη (Βλαχόπουλος 2006, σελ. 328). Ο Βλαχόπουλος παραθέτει και κατάλογο θέσεων ανεύρεσής τους (Ιωλκός, Ελάτεια, Ασίνη, Καλλιθέα Αχαΐας, Κουκουναριές Πάρου, Καμίνι Νάξου, Περατή Αττικής). 1805. Α  ραπογιάννη 1998, σελ. 226. 1806. M  üller 1909, σελ. 292, taf. XII:9, Buchholz 1962, σελ. 24, 37. Τέτοιου τύπου αιχμές πιθανόν να διαθέτουν 2,3 ή και 4 οπές και χρονικά τοποθετούνται στην ΥΕΙ, ενώ αποτελούν μετεξέλιξη των λιθίνων αιχμών της ομάδας IV. 1807. Στην Klasse IA κατά τον Avila (Avila 1983, σελ. 84-88). 1808. Müller 1909, σελ. 291. 1809. Ανάλογα δείγματα βρέθηκαν και στους ταφικούς κύκλους των Μυκηνών αλλά και σε πρώιμους θολωτούς τάφους στη Μεσσηνία. Η τάση για διακόσμηση (ανάγλυφη, με νίελλο, εμπαιστική) είναι σαφώς μυκηναϊκό χαρακτηριστικό και δεν συναντάται στη μινωική Κρήτη. 1810. S andars 1961, σελ. 26 και Sandars 1963, σελ. 117. 1811. S andars 1961, σελ. 25. Το συγκεκριμένο απαντάται συχνά στη νότια Πελοπόννησο (πρβ. δείγματα από Ρούτση και Βαφειό). 1812. S andars 1961, σελ. 26 (πρβ. δύο ξίφη από τον τάφο IV του ΤΦΚΑ και ξίφος από το ανάκτορο της Κνωσσού), Papadopoulos 1998, σελ. 43. 1813. Γ  ια το συγκεκριμένο έθιμο ταφής πρβ. υποσ. 576, 577. 1814. Αραπογιάννη 1998, σελ. 225 (τάφος 7 - Μ 3205) και 226 (τάφος 11 - Μ 3324). 1815. Βικάτου 1999, σελ. 246.

304 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

το οποίο γνωρίζει ευρύτατη γεωγραφική διάδοση (παρόμοιο και το ξίφος από τον τάφο 11 της Δάφνης).1816 Γ. Εγχειρίδια Τα εγχειρίδια στην περίπτωση του Ν. Ηλείας ανήκουν στην κατηγορία των σταυρόσχημων. Στην πλειοψηφία τους είναι επιμήκη (0,30-0,40 μ.) και πλάτους μεταξύ 0,04 και 0,06 μ. Το κοινό και βασικό χαρακτηριστικό τους είναι η Τ-σχημη απόληξη της λαβής.1817 Στην αρχή της λεπίδας σχηματίζονται κνώδοντες άλλοτε διακεκριμένοι και άλλοτε όχι. Η λεπίδα είναι αμφίστομη, με κεντρική νεύρωση. Τέτοια αντικείμενα προήλθαν: Ένα εγχειρίδιο από τον τάφο Δ στη θέση «Τρύπες» Κλαδέου1818 (μήκους 0,302 μ.) (Πίν. 129). Τρία εγχειρίδια από την περιοχή της Μιράκας (δύο από τον θαλαμωτό τάφο 1 στα Λακκοφώλια και ένα από τη θέση «Χαντάκια»). Το Μ 371 είναι αμφίστομο εγχειρίδιο1819 (μηκ. 0, 198 μ. και μεγ. πλ.: 0,062 μ.), με πολλές αποκρούσεις και έντονη οξείδωση. Στο ένα του άκρο φέρει τρεις ήλους στερέωσης της λαβής. Το δεύτερο (Σχέδ. 64, Μ 369), μήκους 0,327 μ., φέρει τέσσερεις ήλους (δύο στη λαβή και δύο εγκαρσίως στον ώμο), ενώ δεν διαθέτει κεντρική νεύρωση.1820 Χάλκινα εγχειρίδια απέδωσε και η ανασκαφή των παρακάτω τάφων: • στη Δάφνη (τ. 1 και 6).1821 • στην Αγ. Τριάδα (τ. 17 και 35).1822 • Αρβανίτης.1823 • Νέο Μουσείο, τάφος Β1824 (Πίν. 129). Δ. Χάλκινες αιχμές δοράτων Συχνή υπήρξε η παρουσία τους στους ΥΕΙΙΙ τάφους της Ηλείας. Στην εξεταζόμενη περίοδο οι αιχμές δοράτων είναι χάλκινες και χυτές, ενώ από τον 11ο αιώνα και εξής μετεξελίσσονται σε σιδερένιες και σφυρήλατες.1825 Εντοπίζονται: 1. Στον τάφο Β του Νέου Μουσείου1826 (Μ 182.1). Η φλογόσχημη αιχμή, συνολικού μήκους 0,34 μ. (μήκος καυλού 0,092 μ.), συγκολλάται από πολλά τεμάχια, φέρει κεντρική νεύρωση κατά μήκος του άξονά της. Ο καυλός, τετράπλευρης διατομής φέρει δύο συμμετρικά τοποθετημένες οπές για την προσήλωση του στειλεού (Πίν. 129).

1816. Π  ρβ. Papadopoulos 1979 (Αχαΐα), σελ. 165, Blegen 1937, σελ. 296-7, Immerwahr 1971 (Αθήνα), σελ. 105 και 175-6, Ιακωβίδης 1970, σελ. 362. 1817. Ε  κτός από την ηπειρωτική χώρα απαντάται και στην Κρήτη, βλ. Τζεδάκις - Martlew 1999, σελ. 257. 1818. Π  ρόκειται για το Μ 178, Γιαλούρης 1964, πίν. 187στ. Ο Παπαδόπουλος το εντάσσει στην παραλλαγή Α (Papadopoulos 1998, σελ. 19). 1819. Από τον θαλαμωτό τάφο 1, ταφή Β στα Λακκοφώλια. 1820. Παπαθανασόπουλος 1970, σελ. 193, πίν. 173β, Papadopoulos 1998, σελ. 24 (με αναφορά σε σχετικά παράλληλα). 1821. Αραπογιάννη 1997, σελ. 253 (Μ 3026 - εγχειρίδιο σε άριστη κατάσταση διατήρησης) και 255 (Μ 3112 εξαιρετικά οξειδωμένο). 1822. Β  ικάτου 1992, σελ. 119 (πρόκειται για «τμήμα χάλκινου εγχειριδίου»), 120 (αποσπασματικά σωζόμενο θραύσμα εγχειριδίου). 1823. Χ  άλκινο εγχειρίδιο έντονα οξειδωμένο στο λάκκο του θαλαμωτού τάφου και πάνω στο σώμα του νεκρού (Μουτζουρίδης 2008, σελ. 97). 1824. Π  ρόκειται για το Μ 182, το οποίο έχει μήκος 0,27 μ. και πλάτος κυμαινόμενο από 0,034 μ. έως 0,065 μ. Είναι εξαιρετικά οξειδωμένο, ενώ λείπει μέγιστο τμήμα της λαβής. Σώζονται τέσσερεις ήλοι για την προσήλωση της λαβής. Η Αραπογιάννη (Αραπογιάννη 2008, σελ. 87) το ονομάζει φυλλόσχημο ξυρό. 1825. Κ  ούρου 1980, σελ. 87. 1826. Αραπογιάννη 2008, σελ. 87.

Μικροτεχνία

305

2. Στον Κοσκινά (θέση Λακκοφώλια1827) (Πίν. 129, Σχέδ. 64). Πρόκειται για χάλκινη ακέραιη αιχμή δόρατος,1828 καλής διατήρησης, διαθέτουσα αμφίπλευρη κεντρική νεύρωση. Στο άκρο της φέρει δύο οπές για τη στερέωση του δόρατος. 3. Στη Δάφνη (τ. 1, 3 και 12).1829 4. Στην Αγ. Τριάδα (11, 18 και Χ). Πέντε αιχμές δόρατος προήλθαν από τους προαναφερθέντες τάφους.1830 Είναι φυλλόσχημες (Πίν. 129), με ενισχυμένη τη λεπίδα στο κέντρο της και με μήκος κυμαινόμενο από 0,16-0,22 μ.1831 5. Στις Τρύπες Κλαδέου (Μ 177). Προήλθε από τον θαλαμωτό τάφο Β και έχει μήκος 0,20 μ.1832 6. Στο Αλποχώρι1833 (δύο αιχμές δοράτων). Η μία εξ αυτών, κατά την ανασκαφέα,1834 ανευρέθη λυγισμένη (ακολουθώντας το έθιμο του «κεκαμμένου ξίφους»). Σύνοψη: Ελάχιστα είναι τα ανευρεθέντα στην Ηλεία όπλα. Η πλειοψηφία τους ανήκει σε μνημεία της ΥΕΙΙΙ (και μάλιστα της ΙΙΙΑ2-Β). Η απουσία τους ίσως δικαιολογείται από τον αγροτικό χαρακτήρα της οικονομίας της περιοχής και την ένταξή της σε ευρύτερους «κρατικούς» σχηματισμούς, οι οποίοι είχαν επωμιστεί το έργο της ασφάλειας και άμυνας των κατοίκων της περιοχής. Η απουσία των λεγομένων «ταφών των πολεμιστών», καθίσταται «ηχηρή», εάν μάλιστα συγκριθούν τα ηλειακά ευρήματα με αντίστοιχα αχαϊκά.1835 2. Είδη καλλωπισμού/κοσμήματα Α. Περόνες Οι περόνες υπήρξαν προϊόντα που πιθανώς εξυπηρετούσαν τόσο χρηστικές όσο και τελετουργικές ανάγκες. Οι πρώτες αφορούσαν στη στερέωση των ενδυμάτων, του νεκρικού σαβάνου ή και στον καλλωπισμό/συγκράτηση της κώμης, οι δεύτερες στην απόθεση του αντικειμένου, δίκην κτερίσματος, σε θέση άσχετη με το νεκρό.1836 Οι περόνες σχετίζονται με γυναικείες ταφές,1837 συνόδευαν όμως και ανδρικές.1838 Θολωτός Τάφος Α Κακοβάτου: Κεφαλή χάλκινης περόνης, διαμ.: 0,006 μ., με επικάλυψη χρυσού.1839 1827. Π  απαθανασόπουλος 1970, πίν. 173α. 1828. Μ  ήκος 0,347 μ., μέγ. πλάτος: 0,029 μ. 1829. Α  ραπογιάννη 1997, σελ. 253 (Μ 3027), σελ. 254 (Μ 3068) και πίν. 103δ, Αραπογιάννη 1998, σελ. 226. 1830. Οι τρεις (Μ 1729, 1728, 1730) προήλθαν από τον τάφο Χ. Στο ίδιο ταφικό μνημείο εντοπίστηκε και το μοναδικό ξίφος του νεκροταφείου. Τα προαναφερθέντα στοιχεία συνηγορούν στην ταφή πολεμιστή. 1831. Βικάτου 1999, σελ. 249. Πρβ. και Papadopoulos 1979, σελ. 163, Papazoglou 1994, σελ. 183-184. 1832. Γιαλούρης 1964, σελ. 177, Höckmann 1980, σελ. 62, Avila 1983, σελ. 58. 1833. Κ  οκκοτάκη 1985, σελ. 103. 1834. Κ  οκκοτάκη 1991, σελ. 43. 1835. Με την εξαίρεση του πρόσφατα ανασκαφέντος θαλαμωτού τάφου στο ΔΔ Μάγειρα στην Αρχαία Ολυμπία όπου ερευνήθηκε ταφικό μνημείο μεγάλων διαστάσεων με εντυπωσιακό δρόμο, το οποίο ανήκε σε Μυκηναίο Ηγεμόνα - Πολεμιστή, αφού απέδωσε χάλκινες περικνημίδες, ξίφη κ.τ.λ. (προσωπική επικοινωνία με την ανασκαφέα Ολ. Βικάτου). 1836. Για τις σχετικές θεωρίες πρβ. Βλαχόπουλος 2006, σελ. 272, Ιακωβίδης 1970, σελ. 289, Kilian - Dirlmeier 1984, σελ. 37. Ο Ιακωβίδης αναφέρει χαρακτηριστικώς «Καμμία (ενν. περόνη) δεν ευρέθη εις σχέσιν λειτουργικήν, ούτως ειπείν, προς τον νεκρόν, είναι δε φανερόν, ότι ενώ απετέλουν μέρος της ιδιοκτησίας του, δεν ήσαν αντικείμενα αμέσου και διαρκούς χρήσεως». Δακορώνια 1992, σελ. 292-293 (όπου συνοψίζει τις ήδη διατυπωθείσες θεωρίες). Η ίδια αναφέρεται σε πρωτογεωμετρικές ταφές (καύση και ενταφιασμοί), όπου η προσφορά των περονών χαρακτηρίζεται σαφώς τελετουργική - συμβολική. 1837. Βλαχόπουλος 2006, σελ. 273. 1838. Demakopoulou - Crouwel 1998, σελ. 276. 1839. M  üller 1909, σελ. 273, taf. 13:31, Kilian 1984, σελ. 55. Η Kilian χρονολογεί το εύρημα βάσει των συνανηκόντων κτερισμάτων στην ΥΕΙΙΑ.

306 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Θολωτός Τάφος Β Κακοβάτου: Απέδωσε τουλάχιστον δύο περόνες.1840 Η μία ακέραιη αλλά έντονα διαβρωμένη, διαμέτρου 3 χιλ. και μήκους 0,216 μ., φέρει ίχνη χρυσής επένδυσης. Η κεφαλή της περιτρέχεται από δακτύλιο (Rollenadeln). Ο τύπος αυτός εμφανίζεται στην ΠΕΧΙΙΙ,1841 εντοπίζεται εκ νέου στη μετάβαση από τη ΜΕ στην ΥΕ και αναβιώνει στη διάρκεια της ΥΕΙΙ-ΙΙΙΑ.1842 Παράλληλα συναντώνται τόσο στη Μεσσηνία1843 όσο και στη ΒΑ Πελοπόννησο.1844 Επιπλέον, εντοπίστηκαν και τα θραύσματα μίας παρόμοιας περόνης. Επισημαίνεται ότι τα συγκεκριμένα κοσμήματα ανευρίσκονται συνήθως ανά ζεύγη στους τάφους.1845 Από τον τύμβο στον Προφήτη Ηλία Μακρυσίων προήλθε μία ακόμη χάλκινη περόνη (σωζομένου μήκους 0,15 μ.), για την οποία δεν κατέστη δυνατή η συσχέτισή της με συγκεκριμένη ταφή (Πίν. 130). Το εύρημα μοιάζει με ανάλογα του Κακοβάτου,1846 αλλά η Kilian το χρονολογεί στη μετάβαση της ΜΕΧ στην ΥΕΧ.1847 Τμήμα στελέχους περόνης (σωζομένου μήκους 0,10 μ.) προήλθε από τον κατεστραμμένο θαλαμωτό τάφο στην κοινότητα Πλατάνου (θέση «Ρένια).1848 Περόνες εντοπίζονται και στα ΥΕΙΙΙ νεκροταφεία της ΒΑ Ηλείας, και συγκεκριμένα στους τάφους 1 και 5 της Δάφνης,1849 καθώς και σε έξι θαλαμωτούς της Αγ. Τριάδας.1850 Τα ευρήματα από την Αγ. Τριάδα ανήκουν τυπολογικά/μορφολογικά στην ίδια ομάδα, καθώς διαθέτουν στέλεχος κυκλικής διατομής, το οποίο στο ένα άκρο απολήγει σε κύβο/τετράγωνο οβελίσκο και στο άλλο σε αιχμή.1851 Το μήκος τους κυμαίνεται μεταξύ 0,08-0,18 μ. Για την περίπτωση της Δάφνης αξίζει να σημειωθεί ότι η χάλκινη περόνη του τάφου 1 ανευρέθη κάτω από το κεφάλι του νεκρού και είναι εύλογο να θεωρηθεί κόσμημα της κώμης.1852 Σύνοψη: Οι περόνες συναντώνται κατά την ΥΕΙ περίοδο, η πλειοψηφία των αντικειμένων, όμως, εντάσσεται στην ΥΕΙΙΙ. Στην Ηλεία εντοπίζονται σποραδικά, αφού η χρήση τους δεν απετέλεσε απαράβατο κανόνα για την ενδυμασία των μυκηναίων. Τα χάλκινα δείγματα λόγω βάρους αλλά και υλικού κατασκευής (το οποίο οξειδώνεται εύκολα), πρέπει, πρωτευόντως, να συγκρατούσαν τα ενδύματα και δευτερευόντως να τοποθετούνταν επί της κεφαλής.1853

1840. M  üller 1909, σελ. 298, Kilian - Dirlmeier 1984, σελ. 60 και σελ. 65. 1841. K  ilian - Dirlmeier 1984, σελ. 52. 1842. Ό  .π. σελ. 60. 1843. Blegen - Rawson 1973, σελ. 84, 75, 38 (fig. 110:14). 1844. Πρβ. Πρόσυμνα - Blegen 1937, σελ. 77. 1845. Χωρίς να λείπουν και οι μεμονωμένες περιπτώσεις (Δακορώνια 1992, σελ. 296). 1846. Θ  έμελης 1968γ, σελ. 126, Kilian 1984, σελ. 60. 1847. K  ilian - Dirlmeier 1984, σελ. 54. Αναφορά και στη χρήση των αντικειμένων αυτών σε ταφές ηλικιωμένων γυναικών, νεαρών ανδρών αλλά και σε ταφές πολεμιστών. 1848. Γ  ιαλούρης 1964, σελ. 177, Kilian 1984, σελ. 57. Αντίστοιχο επισημαίνεται στο Παλαιόκαστρο Αρκαδίας. Πρβ. και Σαλαβούρα 2006, σελ. 467. 1849. Α  ραπογιάννη 1998, σελ. 253 και 255. 1850. Συγκεκριμένα οι τάφοι: 7, 17, 20, 24, 28, ΙΙ. 1851. Βικάτου 1999, σελ. 246-247. 1852. Αραπογιάννη 1998, σελ. 253. 1853. Μ  ολονότι περόνες της ΥΕΙ (από τον Άγ. Στέφανο) ανευρέθησαν πλησίον της κεφαλής του νεκρού και συνεπώς σχετίζονταν με την κόμη του (Lewartowski 2000, σελ. 38).

Μικροτεχνία

307

Β. Πόρπες Τέσσερεις μόνον πόρπες1854 εντοπίστηκαν στα νεκροταφεία της Ηλείας. Δύο προήλθαν από τάφους της Αγ. Τριάδας (τ. 1 και 17)1855 και ισάριθμες από τους θαλαμωτούς 7 και 10 στη θέση «Τρύπες» Κλαδέου (Μ 2209 και 2210 - Πίν. 130).1856 Οι πρώτες είναι δοξαρωτές ή βιολόσχημες,1857 κατηγορία που εμφανίζεται στη μυκηναϊκή Ελλάδα πριν την ΥΕΙΙΙΒ2,1858 και οι άλλες δύο ανήκουν στην ομάδα των τοξόσχημων, που χρονικώς παρουσιάζονται στα μέσα της ΥΕΙΙΙΓ.1859 Η Μ 1476 (τ. 1) διαθέτει φυλλόσχημο τόξο, κοσμημένο με τρεις σειρές μικρών ομφαλών και η ανασκαφέας την χρονολογεί στην ΥΕΙΙΙΒ/Γ. Η Μ 1457 (τ. 17) χαρακτηρίζεται από τόξο κυκλικής διατομής, το οποίο διακοσμείται με τεθλασμένη γραμμή.1860 Σύμφωνα με τον Bouzek οι τοξωτές αποτελούν τη μετεξέλιξη των δοξαρωτών. Και οι δύο τύποι απαντούν σε Ελλάδα, Ιταλία και Κρήτη, προκαλώντας προβληματισμό για το χώρο προέλευσής τους.1861 Δακτυλίδια: Από την Αγ. Τριάδα1862 προήλθαν μόνον τρία χάλκινα δακτυλίδια (δύο ακέραια και ένα διατηρημένο κατά το ήμισυ). Έχουν σχήμα κυκλικό και λιτό (μοιάζουν με κρίκο) και διάμετρο 0,022μ. Τρία δακτυλίδια (Πίν. 130) απέδωσε η ανασκαφή τριών θαλαμωτών τάφων στις Πεύκες.1863 Γ. Ξυροί1864 Αποτελούν προσφιλές κτέρισμα στους μυκηναϊκούς τάφους1865 της ΥΕΙΙΙ και απαντώνται σχεδόν αποκλειστικά σε δύο σχήματα/παραλλαγές: τον φυλλοειδή (αμφίστομο) και τον μονόστομο, κυρτό.1866 Η πρώτη κατηγορία συναντάται στη βιβλιογραφία και σαν μαχαιρίδιο (dagger), χωρίς να αποσαφηνίζεται η χρήση του.1867

1854. Ό  πως ορθώς παρατηρεί και ο Ιακωβίδης (Ιακωβίδης 1970, σελ. 275) «… δεδομένου του τόσον περιορισμένου αριθμού των, είναι φυσικώτερον να συνοδεύουν έν συμπλήρωμα ενδυμασίας εμφανιζόμενον κατ’ εξαίρεσιν εις ολίγους τάφους, παρά ένα συγκεκριμένο τύπον ενδύματος που ασφαλώς δεν εφέρετο από 7 (τόσες οι πόρπες από Περατή) μόνον ή και ολιγώτερα άτομα». H Sapouna - Sakellarakis (Sapouna - Sakellarakis 1978, σελ. 8) σημειώνει, ότι πόρπες έφεραν τόσον οι άνδρες όσο και οι γυναίκες (τούτο πιστοποιείται και μέσα από τα ομηρικά έπη). 1855. Β  ικάτου 1999, σελ. 246. 1856. Βικάτου 1998, σελ. 231 και 232, πίν. 95α. Jung 2006, σελ. 207. Η πόρπη Μ2209 συνόδευε την ταφή IV (με ελάχιστα διατηρημένα οστά) του θαλαμωτού 7. Παρόμοιες από το νεκροταφείο Παλαιοκάστρου (Σαλαβούρα 2006, σελ. 464). 1857. Για κατηγοριοποίηση πρβ. Ιακωβίδης 1970, σελ. 275. 1858. Sapouna - Sakellarakis 1978, σελ. 34. Για Αρκαδία και γενικότερη βιβλιογραφία πρβ. και Σαλαβούρα 2006, σελ. 461-2. 1859. Ιακωβίδης 1970, σελ. 276, Sapouna - Sakellarakis 1978, σελ. 42. Επιβιώνουν στα υπομυκηναϊκά και πρωτογεωμετρικά χρόνια (πρβ. και τέσσερεις πόρπες από Ήλιδα Eder 2001a, σελ. 89-92). Κούρου 1980, σελ. 55. Για τη χρονολογική τους κατάταξη βλ. και Jung 2007, σελ. 207-208 (πιθανώς στη μέση ΥΕΙΙΙΓ). 1860. Π  αρόμοιες και από Αχαΐα (πρβ. Papadopoulos 1979, σελ. 138-9), Μυκήνες (Σακελλαρίου 1985, πίν 3:2389, 2388). 1861. B  ouzek 1985, σελ. 160. Ιακωβίδης 1970, σελ. 277 (για διάδοση πορπών, ο Ιακωβίδης υποστηρίζει ότι οι τοξωτές είναι γνήσια μυκηναϊκό δημιούργημα). Για παράλληλα τοξωτών πορπών πρβ. και Βλαχόπουλος 2006, σελ. 274. Πλησιέστερο στα ηλειακά δείγματα αυτό από το Παλαιόκαστρο Αρκαδίας. 1862. Β  ικάτου 1999, σελ. 247. Για χάλκινα δακτυλίδια από Νάξο και γενικότερα πρβ. και Βλαχόπουλος 2006, σελ. 298299. Πολυάριθμα υπήρξαν τα ευρεθέντα στην Περατή δακτυλίδια, η πλειοψηφία των οποίων ανήκε στους απλούς κρίκους (Ιακωβίδης 1970, σελ. 291-296). Αντιθέτως ελάχιστα δακτυλίδια, συνολικώς οκτώ, εκ των οποίων τρία ήταν από χρυσό και τα υπόλοιπα από χαλκό, απέδωσαν τα νεκροταφεία της Αχαΐας (Papadopoulos 1979, σελ. 140). 1863. Β  ικάτου 2001, σελ. 92 (Μ 1408), 98 (ταφή Ι), 110 (Μ 1415). Το Μ 1408 συνελέγη από την κόγχη του δρόμου, ενώ το Μ 1415 από τον λάκκο IV - χώρο του καρπού. Όλα τα δακτυλίδια έχουν το σχήμα κρίκου και με διάμετρο περίπου 0,020 μ. 1864. Για τους ξυρούς συνολικά πρβ. και Σπυρόπουλος 1972, σελ. 108, Ιακωβίδης 1970, σελ. 281-283, Benzi 1992, σελ. 179, Souyoudzoglou 1999, σελ. 79. 1865. Και μάλιστα της Αχαΐας (πρβ. Papadopoulos 1979, σελ. 147). 1866. Αντίστοιχα και από Αχαΐα (Ιακωβίδης 1970, σελ. 283), Κεφαλονιά (Souyoudzoglou 1999, σελ. 79). 1867. P  apadopoulos 1979, σελ. 148.

308 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Ξυρούς έχουν αποδώσει ο θαλαμωτός τάφος IV στο Στρέφι (Μ 3413 - Πίν. 130), οι τάφοι 6, 7, 11, V και Χ της Αγ. Τριάδας (Πίν. 130), οι 1 και 11 από τη Δάφνη,1868 ο λάκκος Β στο Αρβανίτη,1869 ο τάφος Α Διασέλλων (Μ 44 - Σχέδ. 64), ο ανασκαφείς το 1972 θαλαμωτός στο Ν. Μουσείο Αρχ. Ολυμπίας1870 και ο θαλαμωτός τάφος 2 στα Λακκοφώλια (από ανατολικό σωρό οστών).1871 Το εύρημα από το Στρέφι είναι μονόστομος, κυρτός ξυρός, μήκους 0,182 μ. και πλάτους 0,065 μ.1872 Στο άκρο της λαβής παρατηρούνται τρεις οπές προσήλωσης1873 (σώζονται οι δύο ήλοι). Από τα Διάσελλα προήλθε αμφίστομος, φυλλοειδής ξυρός (μήκους 0,162 μ. και πλάτους 0,052 μ.). Στην Αγ. Τριάδα εντοπίζονται και οι δύο παραλλαγές.1874 Η φυλλοειδής (μόνο δύο δείγματα) περιλαμβάνει αντικείμενα, μήκους 0,06-0,075 μ. Ο μονόστομος - κυρτός αντιπροσωπεύεται με τέσσερα δείγματα, μεγάλων διαστάσεων και συγκεκριμένα με μήκος, κυμαινόμενο από 0,17-0,20 μ. Στη λαβή των τελευταίων έχουν υπολειφθεί ήλοι προσήλωσης της λαβής.

Σίδηρος - μόλυβδος Από τον θολωτό τάφο Α του Κακοβάτου προήλθε το μοναδικό σιδερένιο αντικείμενο (Πίν. 130) της ΥΕΧ στο Ν. Ηλείας. Πρόκειται για σφενδόνη δακτυλιδιού,1875 μεγίστου σωζομένου ύψους 0,033 μ. Σωζόμενο σε αποσπασματική κατάσταση1876 ανευρέθη τμήμα μολύβδινου δακτυλιδιού (Δ 38)1877 από τον θαλαμωτό τάφο Θ στο Νέο Μουσείο Ολυμπίας. Το εύρημα είναι σπάνιο, ενώ φέρει και δυσδιάκριτη διακόσμηση (ο ανασκαφέας υποστηρίζει ότι πιθανώς αποδίδεται γρύπας).

1868. Αραπογιάννη 1997, σελ. 253. Πρόκειται για τον ξυρό (Μ 3025) ο οποίος ανευρέθη πλησίον του κρανίου του νεκρού και ο Μ 3325 (Αραπογιάννη 1998, σελ. 226). 1869. Μουτζουρίδης 2008, σελ. 99. 1870. Δ  ύο χάλκινοι φυλλόσχημοι ξυροί (Μ 405 και 404) Αραπογιάννη 2008, σελ. 88. 1871. Π  ρόκειται για τον Μ 373, με διαστάσεις 0,125μ μήκος και 0,031 πλάτος. Είναι συγκολλημένος από πολλά τεμάχια και στη λαβή διατηρούνται τρεις ήλοι. 1872. Weber 1983, σελ. 232. Ανήκει στον τύπο ΙΙ, παραλλαγή IIb (σελ. 245-46). Η παραλλαγή συναντάται στα Ιόνια, την Πελοπόννησο, την Αττική, τα Δωδεκάνησα και τα δείγματά της χρονολογούνται στην ΥΕΙΙΙΑ2-Β. 1873. Η  ίδια κατάσταση απαντάται και στην όμορη Αχαΐα (ό.π.). 1874. Β  ικάτου 1999, σελ. 247. 1875. Müller 1909, σελ. 275. Για τα δακτυλίδια βλ. και Waldbaum 1978, σελ. 18-19 (με αναφορά στο σύνολο των ανευρεθέντων σιδηρών αντικειμένων στον ελλαδικό χώρο κατά την ΥΕΧ), Σακελλαράκης 1979, σελ. 388 (δακτυλίδι από άργυρο, με σιδερένια επένδυση) Konstantinidi 2001, σελ. 242. Επιπλέον και Ιακωβίδης 1970, σελ. 290, 291. Υπογραμμίζεται η σπανιότητα εμφάνισης σιδερένιων αντικειμένων ή τεμαχίων σιδήρου σε τάφους της πρώιμης μυκηναϊκής εποχής. Η σποραδικότητα εμφάνισης του υλικού καταδεικνύει τη σημασία του ευρήματος και κατ’ επέκταση και του ενταφιασθέντος. Κυβόσχημο πλακίδιο από σίδηρο επισημάνθηκε και στο θολωτό τάφο στο Καπακλί του Βόλου. Ο Avila (Avila 1983, σελ. 36) σημειώνει ότι στην ΥΕΧ εμφανίζονται σχεδόν αποκλειστικά κοσμήματα από σίδηρο, ενώ καταγράφει και τις θέσεις ανεύρεσης τέτοιων αντικειμένων. 1876. Τμήμα της σφενδόνης, συγκολλημένο από τέσσερα τεμάχια, συνιστώμενο από πολλά στρώματα μολύβδου. Επιπλέον βρέθηκαν και ίχνη χαλκού (Buchholz 1972, σελ. 36). Για τη διάδοση του υλικού στον αιγαιακό χώρο βλ. και Buchholz 1972, σελ. 19). 1877. B  uchholz 1972, σελ. 36 (χρονολογείται το εύρημα στην ΥΕΙΙ-ΥΕΙΙΙΑ), Αραπογιάννη 2008, σελ. 88.

Μικροτεχνία

309

Ήλεκτρο Εντύπωση στους ανασκαφείς αλλά και στους μετέπειτα μελετητές προξένησε η μεγάλη συγκέντρωση ψήφων και αντικειμένων (πλακιδίων, περιάπτων) από ήλεκτρο στον θολωτό τάφο Α του Κακοβάτου.1878 Πρόκειται για οργανική1879 ύλη, ουσιαστικώς για απολιθωμένη ρητίνη δένδρου. Το χρώμα του είναι συνήθως κίτρινο ή πορτοκαλί, με πορτοκαλόχρωμες, καστανόχρωμες και σπανίως ερυθρωπές αποχρώσεις. Οι βαθύχρωμες διαφανείς ως διαφώτιστες παραλλαγές του, θεωρούνται πολύτιμοι λίθοι. Το ήλεκτρο απαντάται σε όλες τις περιοχές της γης, αλλά τα πλουσιώτερα κοιτάσματα/αποθέματα εντοπίζονται κατά μήκος των ακτών της Βαλτικής θάλασσας σε αμμώδεις εκτάσεις, που δημιουργήθηκαν πριν από 40 έως 60 εκατομμύρια χρόνια.1880 Η ανασκαφή του θολωτού τάφου Α1881 απέδωσε 500 αντικείμενα από το υλικό αυτό. Στην πλειοψηφία τους πρόκειται για ψήφους. Συγκεκριμένα: ΨΗΦΟΙ (Πίν. 131): Οι περισσότερες ήταν φακοειδείς, μικρού μεγέθους, συχνά με έντονες ακμές. Ενίοτε απαντώνται και ψήφοι ορθογωνίου σχήματος με αποστρογγυλεμένες γωνίες, ενώ όλες ήταν κατακόρυφα διάτρητες (η διάμετρος της οπής κυμαινόταν από 0,005-0,055 μ.).1882 Η διάμετρος τους ξεκινά από 0,005 μ. και φθάνει τα 0,05 μ., ενώ υπάρχουν και ελάχιστα δείγματα με μέγεθος που αγγίζει τα 0,08 μ.1883

1878. M  üller 1909, σελ. 278-282, Konstantinidi 2001, σελ. 105. 1879. Π  ερί ηλέκτρου στο αντίστοιχο λήμμα της Εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα, τόμ. 26, σελ. 282. Την ονομασία του την πήρε από το επίθετο «ηλέκτωρ» που σημαίνει «λαμπρός, φωτεινός» και είναι αγνώστου ετυμολογικής προελεύσεως (Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής). Το υλικό εμφανίζεται και σε πρώιμα λογοτεχνικά έργα (Ησίοδος, Όμηρος). Ειδικότερα στην Οδύσσεια (δ, 75 και ο 461, μετάφραση Ζησ. Σιδέρη) αναφέρεται: «Θάμαξε γιέ του Νέστορα, πολυάκριβε μου φίλε, τη λαμπεράδα του χαλκού, στ’ αχόλαλο παλάτι, το κεχριμπάρι, το χρυσό, το φίλντισι, το ασήμι» «Κι εκεί ήρθε ένας πολύτεχνος στο πατρικό μου σπίτι μ’ ένα γιορντάνι ολόχρυσο, με κεχριμπάρια απάνω». Konstantinidi 2001, σελ. 10. Για μυθολογικές αναφορές πρβ. και Bouzek 2007, σελ. 359-360, Ambre 2007, σελ. 17-22. 1880. Ε  ίναι ανάγκη να τονισθεί ότι λόγω της οργανικής του σύστασης το ήλεκτρο είναι εξαιρετικά φθαρτό υλικό. 1881. Σ  ημειώνεται ότι το ήλεκτρο απουσιάζει κατά την ΠΕ και ΜΕ εποχή από τον αιγαιακό χώρο. Παρουσιάζεται αναπάντεχα στα πρώιμα μυκηναϊκά χρόνια μαζί με την εμφάνιση μνημειωδών ταφικών μνημείων και πλούσια κτερισμένων νεκρών (συγκεκριμένα στους λακκοειδείς τάφους Ο, ΙΙΙ, IV, V, I, των ΤΦΚΑ και ΤΦΚΒ των Μυκηνών, στους θολωτούς τάφους 3 και 2 της Περιστεριάς, στον θολωτό τάφο IV στην Πύλο, στον θολωτό τάφο ΙΙ στο Ρούτσι (Μυρσινοχώρι), στον θολωτό τάφο στην Ανάληψη Αρκαδίας, στο Βαφειό Λακωνίας, στους θολ. τάφους του Αιγίσθου και του Επάνω Φούρνου στις Μυκήνες, σε θαλαμωτούς στα Δενδρά και στην Πρόσυμνα). Στον λακκοειδή Ο (ΤΦΚΒ), ο οποίος είναι και ο χρονικά πρωιμότερος, ανευρέθησαν 122 αντικείμενα από ήλεκτρο. Πρέπει να υπογραμμισθεί, ότι το υλικό, κατά την ΥΕΙ και ΥΕΙΙ δεν επισημαίνεται εκτός Πελοποννήσου, παρά μόνο στη Θήβα (A. Harding - Hughes - Brock 1974, σελ. 147-148 και Hughes - Brock 1985, σελ. 257-258). 1882. Müller 1909, σελ. 278, 279, Ambre 2007, σελ. 51 (για τον θολωτό τάφο Α). 1883. Beck 1970, σελ. 6. Συγχρόνως ανάλογου σχήματος ψήφοι από τους ταφικούς κύκλους των Μυκηνών δεν ξεπερνούν τα 0,04 μ. Οι Harding και Brock αναφέρουν πως τα αντικείμενα από τον Κακόβατο έχουν τις μεγαλύτερες διαστάσεις (στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο) σε ολόκληρο τον αιγαιακό χώρο. Ο Cultraro (Cultraro 2007, σελ. 381) επισημαίνει την ομοιότητα πλακιδίων από το Πλημμύριο (Συρακούσες) με ανάλογα από τον θολωτό τάφο Α του Κακοβάτου, τον τ. Ο του ΤΦΚΒ και τον θολωτό τάφο 2 στην Περιστεριά. Στο Ambre 2007, σελ. 51 σημειώνεται ότι το ήλεκτρο του Κακοβάτου, κατόπιν προσφάτων αναλύσεων, έχει παρεμφερή σύσταση - δομή με άλλα ευρωπαϊκά, τα οποία προήλθαν από τη Σικελία.

310 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

ΠΛΑΚΙΔΙΑ: Εκτός των ψήφων βρέθηκαν και πλακίδια1884 που τοποθετούνταν στο περιδέραιο ανάμεσα στις χάνδρες. Είχαν τραπεζιόσχημο ή ορθογώνιο σχήμα (με διαστάσεις 0,007 x 0,040 μ. ή 0,075 x 0,038 μ. και πάχ. 0,009 μ.) και έφεραν οπή στο κέντρο τους. Διακοσμούνταν με εξακτινούμενες από την οπή εγχάρακτες γραμμές (Πίν. 131). ΑΛΛΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ: Στον τάφο Α εντοπίστηκαν και κτερίσματα μοναδικά για ολόκληρο τον Αιγαιακό χώρο1885 (Πίν. 131): α) Κυκλικό αντικείμενο1886 με κυλινδρική συμφυή ράβδο (διαστ. 0,036 x 0,038, πάχ. 0,007 μ.). β) Οκτώσχημο αντικείμενο με κεντρική οπή και δύο μικρότερες σε κάθε κύκλο (διαστ. 0,028 x 0,017 πάχ. 0,016 μ.) γ) Αντικείμενο με τρεις συμφυείς κύκλους (διαστ. 0,025 x 0,01, πάχ. 0,005 μ.). Οι ψήφοι κατανεμήθηκαν σε δύο περιδέραια, το ένα εκ των οποίων αποτελείται από 115 χάνδρες και το άλλο από 291.1887 Το πρώτο απαρτίζεται από φακοειδείς μεγάλου μεγέθους ψήφους (με διάμετρο κυμαινόμενη από 0,014-0,042 μ. και πάχος γύρω στα 0,020 μ.) και ορθογώνια πλακίδια. To δεύτερο περιλαμβάνει μικρότερου μεγέθους ψήφους (διάμετρος από 0,005 μ. έως 0,018 μ.), σχήματος αμφικωνικού και πολλά δισκάρια. Σε περιδέραιο πιθανώς ανήκαν και τα τρία μοναδικά προαναφερθέντα ευρήματα.1888 Η ανυπαρξία σκελετικών καταλοίπων δεν επέτρεψε στους ερευνητές να συμπεράνουν, αν η κτέριση με το συγκεκριμένο υλικό χαρακτηρίζει αποκλειστικά γυναικείες ταφές. Τα πορίσματα της έρευνας από τον ΤΦΚΒ των Μυκηνών δηλώνουν ότι τα περιδέραια τοποθετούνταν ως κτερίσματα και σε ανδρικές ταφές.1889 ΤΑΦΟΙ Β ΚΑΙ C: Επτά, μικρών διαστάσεων (διαμ. από 0,008-0,012 μ.) ψήφους απέδωσε ο θολωτός τάφος C, ενώ ο Müller καταγράφει την ύπαρξη μίας ψήφου από τον τάφο Β, που δεν κατέστη δυνατό να επισημανθεί στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Η χωρική διάδοση του ηλέκτρου, κατά την ΥΕΙ-ΙΙ, περιορίζεται αποκλειστικά τους στην ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ απουσιάζει από την Κρήτη1890 (Πίν. 132). Αλλά και στην ηπειρωτική χώρα οι συγκεντρώσεις του υλικού εντοπίζονται στη ΒΑ και ΝΔ Πελοπόννησο1891 (τα δύο σημαντικότερα κατά τα αρχαιολογικά ευρήματα, διοικητικά, οικονομικά και εμπορικά κέντρα της εποχής). Κατά την ΥΕΙΙΙΑ και Β το ήλεκτρο σπανίζει (ανευρέθη μόνο σε ένδεκα θέσεις), για να επανεμφανιστεί 1884. Ο διάκοσμος και η οπή διάτρησης συγκρίνονται με αντικείμενα από τη Μεγ. Βρετανία και τη Γερμανία (Hughes Brock 1985, σελ. 258, Μυκηναϊκός Κόσμος, σελ. 260). 1885. Μυκηναϊκός Κόσμος, σελ. 262, αρ. 283. Μόνο το οκτώσχημο αντικείμενο έχει συγκρίσιμο παράλληλο, προερχόμενο από την Ακρόπολη των Μυκηνών. 1886. Α  ντιθέτως απαντάται συχνά κατά την ΠΕΧ στην ανατολική Ευρώπη (Harding - Brock 1974, σελ. 155). 1887. B  eck 1970, σελ. 7. Να σημειωθεί ότι περιδέραιο πρώιμων υστεροελλαδικών χρόνων είχε αποτεθεί σε τάφο της ΥΕΙΙΙ (ο θαλαμωτός τάφος 518 στις Μυκήνες), δίκην οικογενειακού κειμηλίου. 1888. Μυκηναϊκός Κόσμος, σελ. 262, αρ. 283. Μολονότι η χρήση δεν είναι σαφής. Το κυκλικό αντικείμενο με συμφυή ράβδο πιθανώς είναι περίαπτο, όπως φαίνεται και από ανάλογα παραδείγματα, προερχόμενα από την Κεντρική Ευρώπη και από διάφορα υλικά. 1889. K  ilian - Dirlmeier 1986, σελ. 162-172 και Abb. 12-16, Tab. 5, 6. 1890. B  eck 1966, σελ. 201, Μυκηναϊκός Κόσμος, σελ. 260. Στην Κρήτη θα εμφανισθεί σε εξαιρετικά μικρές ποσότητες στη διάρκεια της ΥΕΙΙΙ (με την “κατάκτηση” της νήσου από τους Μυκηναίους). Η απουσία αυτή πιθανόν υποδηλώνει διαφορετικές αισθητικές ή θρησκευτικές αντιλήψεις. 1891. Hughes - Brock 1985, σελ. 259, Μυκηναϊκός Κόσμος, σελ. 260. Μεγάλες ποσότητες ηλέκτρου, ψήφοι και πλακίδια, ήρθαν στο φώς κατά την ανασκαφή των τριών θολωτών τάφων στην Περιστεριά (ιδία του δευτέρου) και του θολωτού τάφου IV στην Πύλο. Το πρωιμότερο δείγμα συναντάται στον τάφο Ο του Ταφικού Κύκλου Β των Μυκηνών. Σημειωτέον, ότι, κατά τον Κορρέ (Κορρές 1977, σελ. 313), το ήλεκτρο εμφανίστηκε στην Περιστεριά, κατά την ΥΕΙΙ (θολ. τάφος ΙΙ).

Μικροτεχνία

311

στη διάρκεια της ΥΕΙΙΙΓ,1892 σε εξαιρετικά μικρές - συγκριτικά με την ΥΕΙ/ΙΙ - ποσότητες, αλλά σε έναν ευρύτερο γεωγραφικά χώρο (σε 26 θέσεις),που περιλαμβάνει κυρίως τη δυτική Ελλάδα (Κεφαλονιά,1893 Ήπειρο, Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα)1894 (Πίν. 132). Στο Ν. Ηλείας μία ψήφος ηλέκτρου (Δ 40 - ατρακτοειδής/πεπλατυσμένη διάτρητη και με επιμήκεις αύλακες), μήκους 0,019 μ., προήλθε από την ανασκαφή του θαλαμωτού τάφου Θ (ταφή VI) στο νεκροταφείο του Νέου Μουσείου Ολυμπίας, ενώ η ανασκαφέας (Ισμ. Τριάντη) κάνει λόγο στις ημερολογιακές της σημειώσεις για παρουσία ψήφων κεχριμπαριού στο νεκροταφείο του Χελιδονίου (εντοπισθείσες στο νότιο τοίχωμα του θαλαμωτού τάφου V). Σύνοψη: Η μοναδικότητα ορισμένων αντικειμένων, προερχομένων από τον θολωτό τάφο Α του Κακοβάτου, αλλά και η ανεύρεση του ηλέκτρου σε μεγάλες ποσότητες, δηλώνουν, ότι ο εν λόγω οικισμός συνδεόταν με το εμπόριο ή τη διακίνηση του. Το κεχριμπάρι στους πρώϊμους μυκηναϊκούς χρόνους απέκτησε μεγάλη συμβολική αξία,1895 καθώς επισημαίνεται σε ελάχιστους θολωτούς και λακκοειδείς τάφους, η δε διάδοση του υπήρξε εξαιρετικά περιορισμένη (γεωγραφικώς).1896 Το αντίστροφο φαίνεται πως συμβαίνει στη διάρκεια της ΥΕΙΙΙ, δηλαδή επισημαίνεται σε εξαιρετικώς πολλά ταφικά μνημεία (θαλαμωτούς και λακκοειδείς τάφους), αλλά μάλλον έχει απολέσει τον συμβολισμό του. Χαύλιοι αγριοχοίρου (κάπρου): Κάλυπταν, δίκην εξωτερικής επενδύσεως, τα κράνη των μυκηναίων πολεμιστών.1897 Αναρίθμητες1898 υπήρξαν οι παραστάσεις οδοντοφράκτων κρανών σε αγγεία,1899 σε λίθινα αγγεία,1900 σε σφραγιδόλιθους,1901 σε πλακίδια από ελεφαντόδοντο1902 και τοιχογραφίες.1903 Στη ΝΔ. Πελοπόννησο η ανεύρεση τους περιορίζεται σε πρώιμους θολωτούς τάφους.1904 Στην περίπτωση της Ηλείας εντοπίστηκαν στον θολωτό τάφο Α του Κακοβάτου1905 και τον αντίστοιχο στο Σαμικό.1906 Αντίθετα, φαίνεται, πως επιβιώνει η χρήση τους στη ΒΔ. Πελοπόννησο, καθώς χαύλιοι επισημαίνονται σε ορισμένους θαλαμωτούς της ΥΕΙΙΙ και συγκεκριμένα στο νεκροταφείο των Τρυπών Κλαδέου,1907 καθώς και σε τάφους της Αγίας Τριάδας.1908 1892. Α  ποκτώντας ευρύτερη διάδοση σε πολυπληθέστερα κοινωνικά στρώματα (Hughes - Brock 1985, σελ. 259). 1893. S ouyoudzoglou 1999, σελ. 84-85. 1894. Μ  υκηναϊκός Κόσμος, σελ. 262, 284. Ο Αγ. Δημήτριος Πιερίας, θέση «Σπάθες», όπου ανευρέθησαν περιδέραια από ήλεκτρο σε γυναικείες ταφές, αναγόμενες στην ΥΕΙΙΙΒ και Γ, αποτελεί και το βορειότερο (μέχρι τώρα) σημείο διάδοσης του υλικού αυτού στον ελλαδικό χώρο (ΑΔ 41, 1986, Χρονικά, σελ. 140). 1895. Ευρισκόμενο σε ταφικά μνημεία της «καθεστηκυίας τάξης» (πρβ. Μυκηναϊκός Κόσμος, σελ. 260, 261). 1896. Lewartowski 2000, σελ. 34-35. 1897. Ο Κορρές (Κορρές 1969, σελ. 446-447) καταγράφει την πληθώρα επιθέτων με τα οποία περιγράφονται στα ομηρικά κείμενα τα κράνη σε σχέση με το υλικό κατασκευής, το σχήμα και τη γενικότερη αισθητική. Papadopoulos 1979, σελ. 162. 1898. Π  ρβ. Κορρές 1969, σελ. 450-454, όπου καταγράφονται οι παραστάσεις οδοντοφράκτων κρανών τόσο στη μινωική Κρήτη όσο και στις Κυκλάδες, ηπειρωτική Ελλάδα. 1899. Σ  ε αμφορέα από τον Κατσαμπά (Κορρές 1969, σελ. 450). 1900. Α  πό την Κνωσό (Κορρές 1969, σελ. 450). 1901. Α  πό τη συλλογή Γιαμαλάκη, το Βρετανικό Μουσείο, το Βαφειό, τον θαλαμωτό 518 των Μυκηνών (Κορρές 1969, σελ. 450, 453). 1902. Από τα Σπάτα, τις Μυκήνες, τις Αρχάνες (Κορρές 1969, σελ. 451, 453). 1903. Στο δωμάτιο 64 ανακτόρου Εγκλιανού, στην Οικία Τσούντα (Μυκήνες) (Κορρές 1969, σελ. 452-3). 1904. Korres 1984, σελ. 5. 1905. M  üller 1909, σελ. 292 1906. Π  απακωνσταντίνου 1983, σελ. 110. 1907. Γιαλούρης 1964, σελ. 177. 1908. Β  ικάτου 1999, σελ. 249.

312 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Σφραγιδόλιθοι/σφραγιστικά δακτυλίδια Α. Κακόβατος Η ανασκαφή του θολωτού τάφου Β απέδωσε έναν αμυγδαλόσχημο σφραγιδόλιθο (ΕΑΜ 5672) από lapis lazuli. Οι διαστάσεις του είναι 0,0136 μ. (μήκος), 0,0123 μ. (πλάτος) και 0,063 μ. (πάχος). Η οπίσθια πλευρά κοσμείται με δύο αυλακώσεις (παράλληλα προς τον κατά μήκος άξονα), ενώ στην πρόσθια απεικονίζεται ξαπλωτός ταύρος (σε τετραποδική βάση), στραμμένος προς τα αριστερά (Πίν. 133).1909 Στο βάθος της κεντρικής παράστασης έχει αποτυπωθεί σχηματοποιημένο φυτικό μοτίβο (πιθανώς δένδρο;). Από τα απορρίμματα της ανασκαφής του Κακοβάτου προέκυψε σφραγιδοκύλινδρος,1910 από αχάτη (καστανού/φαιοκίτρινου χρώματος με λευκές γραμμές - «νερά») με παράσταση μάχης1911 (Πίν. 133). Aπεικονίζεται μάχη μεταξύ μίας ανδρικής μορφής και ενός λέοντα, ο οποίος ορθώνεται στα πίσω του πόδια και στρέφεται προς τα δεξιά. Ο άνδρας φορά βραχύτατο ένδυμα, με το δεξί του χέρι επιχειρεί να εξουδετερώσει το μπροστινό πόδι του ζώου, ενώ με το αριστερό κρατά ξίφος, με το οποίο κτυπά το στόμα του λιονταριού. Δεξιά της ανδρικής μορφής έχει αποδοθεί ονοκέφαλος δαίμων (Ta - urt - Dämon1912), που πιθανώς προσφέρει την υποστήριξη ή την προστασία του στην ανθρώπινη μορφή. Τέτοιοι δαίμονες αποδίδονται συχνά στην αιγαιακή τέχνη ειδικώς με τη μορφή πομπών (όπως στο χρυσό δακτυλίδι της Τίρυνθας, σε ανάγλυφη ΥΕΙΙΙΒ ελεφάντινη πλάκα από τη Θήβα, στο πήλινο ρυτό της Ρόδου και σε ανάγλυφο όστρεο από τη Φαιστό).1913 Μη συχνά απαντώμενη είναι η διάταξη της παράστασης, κατακόρυφα στον άξονα της σφραγίδας.1914 Από τον Κακόβατο θεωρείται ότι προέρχεται το λεγόμενο «δακτυλίδι του Νέστορος» (Πίν. 133). Το δακτυλίδι ανήκει στην ομάδα IV, όπως και η πλειοψηφία των ανάλογων δειγμάτων από την ηπειρωτική Ελλάδα.1915 O Evans αναφέρει τον τρόπο απόκτησής του, καταγράφοντας το ιστορικό της ανεύρεσής του, η οποία εγείρει πολλά ερωτηματικά περί της γνησιότητάς του.1916 Η σφραγιστική επιφάνεια1917 χωρίζεται σε τέσσερα τμήματα με φυτικό κόσμημα, που μοιάζει να αποδίδει το «δένδρο της ζωής». Στις ζώνες διακόσμησης ξεδιπλώνεται μία πολυπρόσωπη σύνθεση, καθώς συμμετέχουν δεκατέσσερα άτομα.1918 Στην άνω αριστερά ζώνη εντοπίζεται ένθρονος λέων, σε τράπεζα προσφορών, υποστηριζομένη από μικρογραφικά αποδοσμένες ανθρώπινες μορφές. Στο κάτω

1909. S akellarakis 1982, σελ. 67-68. 1910. Δ  ιαστάσεων: Μήκος 0,0212 μ., ΔΜ 0,045 μ., πάχ. 0,023 μ. 1911. V  ermeule 1983, σελ. 143, σχ. 25, Pini 1988, σελ. 221. Ο συγκεκριμένος ανήκει στην Antikensammlung München με αριθμό ευρετηρίου Slg. Loeb - Inv. Nr. 681, Kryszkowska 2005, σελ. 149. Οι δαίμονες πρωτοεμφανίζονται στην Κρήτη, οι οποίοι στη νεοανακτορική περίοδο συμμετέχουν σε ανθρώπινες δραστηριότητες. 1912. Pini 1988, σελ. 221. 1913. Για συγκρίσιμα παράλληλα δαιμόνων πρβ. και Κριτσέλη 1982, σελ. 23. 1914. Pini 1988, σελ. 221. 1915. Β  ασιλικού 1997, σελ. 17. Από την ηπειρωτική Ελλάδα προήλθαν 48 δείγματα, εκ των οποίων τα 33 από την Αργολίδα (σελ. 12). 1916. S akellarakis 1973, σελ. 306, Kryszkowska 2005, σελ. 334. Η μελετήτρια στην υποσ. 111 αναφέρει ότι διενεργήθηκε υπερηχοτομογραφία που αποκάλυψε ότι το εσωτερικό του δακτυλιδιού ήταν κενό και όχι συμπαγές (όπως και των υπολοίπων δακτυλιδιών της ΥΕΧ). 1917. Γ  ια τη σημασία και τη χρήση των σφραγιστικών δακτυλιδιών πρβ. και Βασιλικού 1997, σελ. 12. 1918. S akellarakis 1973, σελ. 306.

Μικροτεχνία

313

αριστερό τμήμα εικονίζεται γρύπας σε τράπεζα, προς τον οποίο κατευθύνεται πομπή1919 ανθρώπων (πιστών;).1920 Σφραγιδόλιθοι αναφέρεται ότι προήλθαν και από τον θολωτό τάφο του Σαμικού (εντός του τύμβου 5).1921 Β. Άλλες θέσεις: Στην Ηλεία απαντώνται αρκετοί σφραγιδόλιθοι της ΥΕΙΙΙΑ2-Γ (πρώιμη) περιόδου.1922 Τα αντικείμενα προέρχονται αποκλειστικώς από ταφικά σύνολα, ανήκουν στο αποκαλούμενο «Mainland Popular Style Group1923», ενώ για την κατασκευή τους χρησιμοποιούνται μαλακοί, μελανόχρωμοι, στεατιτικοί λίθοι,1924 στη μία μάλιστα πλευρά τους φέρουν κοσμήματα, που σμιλεύονται με το χέρι.1925 Τα εικονιστικά θέματα αποδίδονται σχηματοποιημένα και αφαιρετικά.1926 Οι σφραγιδόλιθοι είναι στην πλειοψηφία τους φακοειδείς, ενώ εντοπίζονται πρισματικοί ή και τετράπλευροι. Νέο Μουσείο/τάφος Β: Φακοειδής σφραγιδόλιθος από μελανό στεατίτη (Δ 27),1927 διαμέτρου 0,015-0,016 μ. και πάχους 0,05 μ. Στη μία πλευρά (την ονομάζουμε συμβατικά πρόσθια) έχουν χαραχθεί γραμμές/εγχαράξεις, που δεν συγκροτούν συγκεκριμένο διακοσμητικό μοτίβο (Πίν. 134). Νέο Μουσείο/τάφος ΣΤ (λάκκος ΧΙ): Φακοειδής σφραγιδόλιθος (Δ 31)1928 από ασβεστόλιθο (ερυθροκάστανο χρώμα με ανοικτόχρωμα εγκλείσματα), διαμέτρου 0,015-0,016 μ. και πάχους 0,008 μ. (Πίν. 134). Η οπίσθια όψη κωνική, ενώ είναι κατακόρυφα διατρημένος. Στην πρόσθια πλευρά αποδίδεται έντονα σχηματοποιημένη μορφή λέοντος (με το κεφάλι στραμμένο προς τα αριστερά). Νέο Μουσείο/τάφος Ζ, λάκκος 1: Φακοειδής σφραγιδόλιθος (Δ 32)1929 από μελανό στεατίτη, με διαστάσεις 0,017-0,0175 μ. (διάμετρος) και 0,065 μ. (πάχος). Αποτυπώνεται γεωμετρικό μοτίβο σπείρας/άστρου,1930 στο περιθώριο του οποίου σμιλεύονται καμπύλα γραμμίδια (παραπληρωματικό θέμα) (Πίν. 134). Νέο Μουσείο/τάφος Η, λάκκος Χ: Φακοειδής σφραγιδόλιθος (Δ 35)1931 από καστανό/καστανομέλανο στεατίτη, διαμέτρου 0,017-0,018 μ. και πάχους 0,008 μ. (Πίν. 134). Και οι δυο πλευρές είναι καμπυλόγραμμες. Έχουν ανοιγεί τρεις αβαθείς οπές, σχηματίζοντας τρίγωνο. Στο μεταξύ των οπών χώρο γραμμές, αμελώς και πρόχειρα αποδοσμένες. Πιθανώς επιχειρήθηκε η αποτύπωση σπείρας/ άστρου. Δύο φακοειδείς σφραγιδόλιθοι (Δ 391932 και Λ 70) προήλθαν από τον τάφο Θ, λάκκο VI. Ο Δ 39 (Πίν. 134) έχει κατασκευασθεί από μελανό στεατίτη. Διακοσμείται με καμπύλα επάλληλα γραμμίδια, τα οποία διευθετούνται σε δύο σειρές, με αντίστροφο προσανατολισμό. Αναφορικά με τον 1919. Βασιλικού 1997, σελ. 30 και 38. Στην ηπειρωτική Ελλάδα έχουν εντοπισθεί ένδεκα δείγματα με πομπικές παραστάσεις. 1920. K  ryszkowska 2005, σελ. 334. 1921. Π  απακωνσταντίνου 1983, σελ. 110. 1922. Dickers 2001, σελ. 6. 1923. Έχουν δημοσιευθεί περίπου 650 δείγματα (Kryszkowska 2005, σελ. 271). 1924. Εκτός του προαναφερθέντος υλικού, χρησιμοποιείται το γυαλί αλλά και ο φλορίτης (λευκός λίθος). 1925. Δ  ηλαδή με μαχαίρια, σμίλες και τρυπάνια (Kryszkowska ό.π.). Εκτός των περιπτώσεων που χρησιμοποιείται μήτρα (π.χ. σφραγίδες από υαλόμαζα). 1926. D  ickers 2001, σελ. 6. 1927. P  ini 1975, σελ. 486, Dickers 2001, σελ. 190. 1928. P  ini 1975, σελ. 486, Dickers 2001, σελ. 191. 1929. Pini 1975, σελ. 487, Dickers 2001, σελ. 191. 1930. Dickers 2001, σελ. 50. Η σπείρα βρίσκει ευρύτατη γεωγραφική διάδοση στην ηπειρωτική χώρα. 1931. Pini 1975, σελ. 487, Dickers 2001, σελ. 191. 1932. P  ini 1975, σελ. 488, Dickers 2001, σελ. 191.

314 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Λ 70 πρόκειται για μολύβδινη σφενδόνη σφραγιστικού δακτυλιδιού (διαστάσεων 0,022 x 0,019 x 0,002 μ.) και κοσμείται με διαγώνιες παράλληλες γραμμές. Ο θαλαμωτός τάφος Α των Διασέλλων (λάκκος 2) απέδωσε έναν φακοειδή σφραγιδόλιθο (Δ 8 - Πίν. 134)1933 από μελανό στεατίτη, διαστάσεων 0,014 x 0,07 μ. και με παράσταση τετράποδου (εξαιρετικά σχηματοποιημένου). Το ζώο αποδίδεται επί τα δεξιά, με το λαιμό υψωμένο και με το κεφάλι κατ’ ενώπιον. Στα οπίσθια πόδια του τετραπόδου, καθώς και σε τμήματα του σφραγιδολίθου έχουν χαραχθεί γραμμές. Δύο σφραγιδόλιθοι προήλθαν από τον τάφο Ε του νεκροταφείου στη θέση «Τρύπες» Κλαδέου. Ο Δ 24α είναι φακοειδής,1934 από μελανό στεατίτη και με διαστάσεις 0,0175 μ. - 0,019 μ. και πάχος 0,095μ. Στη μία πλευρά S-σχημο γραμμικό θέμα1935 (Πίν. 134). Ο Δ 24,1936 από ορεία κρύσταλλο, φακοειδής, διαθέτει ομάδες παράλληλων γραμμιδίων σε διάφορες κατευθύνσεις. Η ανασκαφή του θαλαμωτού τάφου 1 στις Πεύκες απέδωσε έναν φακοειδή σφραγιδόλιθο (Δ 323),1937 από μελανό στεατίτη, διαμέτρου 0,0155 μ. και πάχους 0,077 μ. Είναι κατακόρυφα διατρημένος, ενώ στη μία πλευρά του φέρει παράσταση τετραπόδου σε διασκελισμό, ενώ ταυτόχρονα στρέφει το κεφάλι απότομα προς τα πίσω. Ο λαιμός, τα πόδια αλλά και το σώμα αποδίδονται εξαιρετικώς λεπτά,1938 σε σημεία της περιφέρειας σμιλεύονται στιγμές ή γραμμίδια. Ένας σφραγιδόλιθος εντοπίστηκε κατά την έρευνα του θαλαμωτού τάφου 5 στο Χελιδόνι (Δ 169).1939 Κατασκευάστηκε από μελανό στεατίτη, είναι διατρημένος και με διαστάσεις 0,0154-0,0158 μ. (διάμ.), 0,068 μ. (πάχος). Στη μία πλευρά απεικονίζεται κερασφόρο τετράποδο, σε δεξιό προφίλ και με έντονο διασκελισμό. Ο λαιμός και το κεφάλι είναι ανυψωμένα (Πίν. 135). Έτερος φακοειδής σφραγιδόλιθος προήλθε από τον θαλαμωτό τάφο 2 του Χελιδονίου (Δ 162).1940 Κατασκευάστηκε από μελανό στεατίτη και είναι κατακόρυφα διατρημένο (η οπίσθια πλευρά καμπύλη). Διακοσμείται με τετράφυλλο ρόδακα1941 και παραπλήρωση γραμμιδίων (Πίν. 135). Ο θαλαμωτός τάφος 51942 στη Δάφνη απέδωσε (Πίν. 135) σφραγιδόλιθο από ανοικτοπράσινο στεατίτη (Δ 3100),1943 με παράσταση κερασφόρου αιγοειδούς, του οποίου το κεφάλι στρέφεται λυγισμένο προς το έδαφος. Από το ίδιο ταφικό μνημείο προήλθε φακοειδής σφραγιδόλιθος1944 (με οριζόντια οπή) από μελανό στεατίτη (με διάμετρο 0,021-0,025 μ. και πάχος 0,068 μ.), φέρων διάκοσμο σπείρας. Άλλος ανευρέθη εντός του θαλαμωτού τάφου 8 (Δ 3296),1945 στον οποίο αποδίδεται σχηματικά τετράποδο με ανυψωμένο κεφάλι σε δεξί προφίλ1946 (Πίν. 135). Ο τάφος 12 απέδωσε

1933. P  ini 1975, σελ. 489, Dickers 2001, σελ. 190. 1934. Ό  .π. 1935. D  ickers 2001, σελ. 50 (το ονομάζει μαιανδροειδές θέμα). 1936. Με διαστάσεις 0,0145 x 0,075 μ. 1937. Pini 1993, σελ. 157, Βικάτου 2001, σελ. 93, Dickers 2001, σελ. 191. 1938. Χαρακτηριστικό της ΥΕΙΙΙ μικρογλυπτικής πρβ. και Kryszkowska 2005, σελ. 262. 1939. D  ickers 2001, σελ. 190. 1940. D  ickers ό.π. Διαστάσεις 0,0189-0, 0204 μ. (διάμ.) και 0,068 μ. (πάχος). 1941. Α  ποτελεί ένα από τα πλέον δημοφιλή φυτικά μοτίβα (Dickers 2001, σελ. 48). 1942. Α  ραπογιάννη 1997, σελ. 255. 1943. Pini 2004, σελ. 403. Έχει σχήμα αμφικωνικό και φακοειδές με κατακόρυφη, ελαφρώς διαγώνια οπή διάτρησης (διαστάσεις: 0,0181-0,0195 μ. διάμετρος, 0,095 μ. πάχος). 1944. Πρόκειται για τον Δ 3101 (ό.π.). 1945. Φακοειδής, από μελανό στεατίτη και με διαστάσεις 0,0167-0,0185 μ. (διάμ.) και 0,075 μ. (πάχος). 1946. P  ini 2004, σελ. 404.

Μικροτεχνία

315

έναν ακόμη (Δ 3372),1947 στον οποίο εικονίζεται κερασφόρο ζώο με εξαιρετικά βραχύ λαιμό και ανεστραμμένο κεφάλι (Πίν. 135). Τρεις σφραγιδόλιθοι από μελανό στεατίτη συνελέγησαν από τους θαλαμωτούς τάφους της Αγ. Τριάδας.1948 Οι δύο (Δ 317 και 318) φέρουν παράσταση τετράποδων κερασφόρων ζώων, σε αριστερό προφίλ και ανυψωμένο λαιμό/κεφάλι (Πίν. 136). Στον Δ 318 κάτω από το κεφάλι του ζώου (βασικό θέμα παράστασης) απεικονίζεται μικρότερη ζωϊκή μορφή, σε δεξιό προφίλ.1949 Ο τρίτος (Δ 316) κοσμείται με δύο κερασφόρες κεφαλές ζώων (βουκράνια)1950 κατά μήκος του άξονα διάτρησης (Πίν. 136). Από το ίδιο νεκροταφείο προήλθαν μία σφραγίδα από φλουορίτη1951 και τέσσερεις από υαλόμα1952 ζα, διακοσμημένες με σχηματοποιημένα φυτικά μοτίβα, ρόδακες και ζωικά θέματα.1953 Η κατασκευή, με χρήση μήτρας, σφραγίδων από υαλόμαζα παρέχει τη δυνατότητα διάκρισης εργαστηρίων παραγωγής τους. Δύο σφραγίδες (Πίν. 136) από τον θαλαμωτό τάφο 11 της Αγ. Τριάδας (Δ 247, 248) κατασκευάστηκαν από την ίδια μήτρα, που χρησιμοποιήθηκε και για την παραγωγή σφραγίδων, εντοπισμένων στον Κάτω Μαυρόλοφο (Αλμυρός Μαγνησίας) και σε άλλη που φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο1954 (χωρίς αναφορά χώρου προέλευσης). Οι Δ 247 και Δ 248 απεικονίζουν λέοντα στραμμένο προς τα δεξιά με κατ’ ενώπιον παράσταση του πρόσθιου τμήματος (κεφαλή και δύο πόδια).1955 Στον Δ 249 αποδίδεται μοσχάρι με ανυψωμένο και στραμμένο προς τα δεξιά λαιμό.1956 Τρεις φακοειδείς σφραγίδες από μελανό στεατίτη, οι δύο φέρουσες παράσταση ρόδακα1957 και ταύρου με ανεστραμμένη κεφαλή1958 αντιστοίχως, η τρίτη αρκετά κατεστραμμένη, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται εφικτή η διάγνωση του διακοσμητικού θέματος, προήλθαν από τον λακκοειδή 4 στην πρόσφατα ανασκαφείσα θέση του Αρβανίτη.

1947. P  ini 2004, σελ. 404. Διάμετρος: 0,0197-0,0203 μ. και πάχος: 0,094 μ. 1948. P  ini 1993, σελ. 139, Dickers 2001, σελ. 189-90. 1949. Ο  Pini (ό.π.) την ταυτίζει είτε με μοσχάρι είτε με σκύλο, αναλόγως με το θέμα της σκηνής (δηλ. αν πρόκειται για θηλασμό ή επίθεση ζώου). 1950. Pini 1993, σελ. 140, Kryszkowska 2005, σελ. 260. Η παράσταση έχει μινωικά πρότυπα (τουλάχιστον τριάντα δείγματα από σαφώς ΥΜΙ σύνολα). Κατά τον Pini εικονίζονται «in spiegelbildlicher Anordnung». Για τα ύστατα χρονικώς δείγματα του θέματος βλ. και Βλαχόπουλος 2006, σελ. 311. 1951. Περίπου 100 σφραγίδες από φλουορίτη ανευρέθησαν στην ηπειρωτική χώρα. Η πλειοψηφία τους συναντάται σε νεκροταφεία της Στερεάς Ελλάδος (Ελάτεια) και της Θεσσαλίας (Kryszkowska 2005, σελ. 271). 1952. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση σφραγίδων από υαλόμαζα παρατηρείται στην Κεντρική Ελλάδα (ιδιαίτερα Μεδεώνα και Ελάτεια) αλλά εντοπίζονται και αρκετές στην Αχαΐα, την Ηλεία και τη Θεσσαλία (Kryszkowska 2005, σελ. 270). Χρονολογούνται στην ΥΕΙΙΙΑ/Β και ανευρίσκονται συχνά μαζί με σφραγίδες του Mainland Popular Group (Eder 2007a, σελ. 88). 1953. K  ryszkowska 2005, σελ. 268. Μάλιστα ορισμένες σφραγίδες από υαλόμαζα «διήνυσαν» μεγάλες αποστάσεις, όπως μία που φυλάσσεται σε Μουσείο των Βρυξελών (με περιοχή προέλευσης πιθανώς την Αργολίδα), η οποία βρίσκει το ακριβές παράλληλο της στο Ισραήλ (Tell Abu Hawam). 1954. P  ini 1999, σελ. 333, Kryszkowska 2005, σελ. 268, Eder 2007a, σελ. 90. 1955. P  ini 1993, σελ. 140 και 141(με αναφορά και των συγκρίσιμων παραλλήλων). 1956. P  ini 1993, σελ. 141. 1957. CMS, XII, σ. 405, αρ. 7d, CMS VII, σ. 129, αρ. 91, CMS V, sup. 3, 1, σ. 152, αρ. 54, CMS V, sup. 3,2, σ. 632, αρ. 438. Το μοτίβο του ρόδακα χαρακτηρίζεται ως «Mainland Popular Group” και είναι κοινό ιδίως στην περιοχή της Στερεάς Ελλάδας (π.χ. δείγματα από Μαγνησία και Φθιώτιδα). 1958. CMS XII, σ. 386, αρ. 306, CMS VII, σ. 145, αρ. 106, CMS V, sup. 3,1, σ. 257, αρ. 149. Κοινό μοτίβο με κύρια παραλλαγή ο ταύρος να έχει δεχθεί κτύπημα από δόρυ ή βέλος, εκτεινόμενο τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα, όσο και στην Κρήτη, σε όλη τη διάρκεια της ΥΕΧ.

316 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Πιθανώς από την περιοχή της Ήλιδας προέρχεται φακοειδής σφραγιδόλιθος από κορναλίτη, ο οποίος βρίσκεται στην Antike Sammlung των Staatlichen Museen του Βερολίνου.1959 Στην οπίσθια πλευρά αποτυπώνονται σύμβολα (;) της Γραμμικής Β, ενώ στην πρόσθια απεικονίζεται γυναικεία μορφή (ιέρεια;) να κρατά κερασφόρο τετράποδο (μάλλον αίγα). Αξιοσημείωτο, ο εντοπισμός σφραγίσματος στην Πύλο, στο οποίο αποτυπώνεται η ίδια παράσταση γυναικείας μορφής, που κρατά τετράποδο κερασφόρο. Σύνοψη: Οι σφραγιδόλιθοι αποτελούν σύνηθες κτέρισμα, κατά την ΥΕΧ, σποραδική υπήρξε η εμφάνισή τους σε οικισμούς, ενώ το 30% των ανευρεθέντων σφραγίδων εντοπίστηκαν μεμονωμένα χωρίς συνανήκοντα ευρήματα.1960 Η χρήση τους συνδέεται, τόσο με μαγικές - αποτροπαϊκές ιδιότητες (οι λεγόμενοι «ταλισμανικοί» σφραγιδόλιθοι1961), όσο και με την άσκηση εξουσίας, τη διοίκηση, τη διεξαγωγή εμπορίου και εν τέλει την απόκτηση κοινωνικού γοήτρου και σεβασμού,1962 όπως μαρτυρούν τα ευρεθέντα στα ανακτορικά κέντρα σφραγίσματα. Ήδη στην ΥΕΙ εντοπίζονται σφραγίδες στον Κακόβατο και το Σαμικό, ενώ ευρύτερη διάδοση παρουσιάζεται στην ΥΕΙΙΙ. Αρχικώς οι σφραγίδες κατασκευάζονται από σκληρούς λίθους,1963 κατόπιν, στη διάρκεια της ΥΕΙΙΙ από μαλακούς ή υαλόμαζα.1964 Τα ηλειακά διακοσμητικά θέματα (γεωμετρικά, σχηματοποιημένη απόδοση ζώων, απόδοση μάχης ανδρικής μορφής με «δαίμονα») παρατηρούνται συχνά στη μυκηναϊκή εικονιστική παράδοση, αντλούν την έμπνευσή τους από τη μινωική τέχνη, αποκτούν όμως σύντομα την αισθητική και τεχνοτροπική τους αυτονομία. Το νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας είχε ενταχθεί σε ένα ευρύτερο πλέγμα εμπορικών επαφών, καθώς εντοπίστηκαν σφραγίδες από υαλόμαζα, των οποίων το κέντρο παραγωγής τοποθετείται στη Στερεά Ελλάδα ή τη Θεσσαλία, ενώ χρονολογούνται μετά την ΥΕΙΙΙΑ.1965 Σφονδύλια: Πολυάριθμα σφονδύλια απέδωσαν τα ταφικά σύνολα του Ν. Ηλείας (τύμβοι, θολωτοί, θαλαμωτοί, λακκοειδείς, υβριδικοί). Ήταν κατασκευασμένα είτε από πηλό είτε από λίθο (μελανό στεατίτη).1966 Σε πενήντα τέσσερεις θαλαμωτούς τάφους επισημάνθηκαν λίθινα σφονδύλια, ενώ εικοσιοκτώ απέδωσαν πήλινα. Σε πολλούς θαλαμωτούς συνυπήρχαν σφονδύλια και από τα δύο υλικά (λίθο και πηλό).1967 Τυπικώς περιλαμβάνονται τα εξής σχήματα:1968 α) Αμφικωνικά. β) Κωνικά. 1959. Μουτζουρίδης 2008, σελ. 99. 1960. Dickers 2001, σελ. 7. 1961. Β  λαχόπουλος 2006, σελ. 311. Η κατηγορία αυτή, λαξευμένη σε σκληρούς ημιπολύτιμους λίθους, κυριαρχεί στην ΥΕΙ-ΙΙ περίοδο και χαρακτηρίζεται από τη στενή σχέση με τη θεματολογία της μινωικής Κρήτης. Πιθανώς στην ΥΕΙΙΙ οι σφραγίδες αυτής της ομάδας ενσωματώθηκαν σε περιδέραια (Βλαχόπουλος 2006, σελ. 313). 1962. R  ehak 1997, σελ. 61. Υποστηρίζεται ότι η μυκηναϊκή διοικητική μηχανή εξαρτάτο λιγότερο από τις σφραγίδες και τα σφραγίσματα, συγκριτικά με τη μινωική Κρήτη, Eder 2005, σελ. 37. 1963. Rehak 1997, σελ. 61. 1964. Σ  υγκροτώντας το αποκαλούμενο “Mainland Popular Group”, το οποίο αριθμεί περί τα 650 δείγματα σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα και ελάχιστα στις Κυκλάδες και την Κρήτη (Eder 2005, σελ. 37). 1965. K  ryszkowska 2005, σελ. 271. 1966. Βλαχόπουλος 2006, σελ. 320-323. Στις σελίδες 321-322 καταγράφονται και οι θεωρίες σχετικά με τη χρήση των εξεταζομένων αντικειμένων. 1967. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι στην Αγ. Τριάδα εντοπίστηκαν 120 σφονδύλια εκ των οποίων τα 60 ήταν πήλινα και τα υπόλοιπα λίθινα, όλα από στεατίτη (Βικάτου 1999, σελ. 247). Από τα ανασκαφικά δεδομένα φαίνεται ότι τα πήλινα απαντούν σε ΥΕΙ/ΙΙ σύνολα, ενώ τα στεάτινα εμφανίζονται στην ΥΕΙΙΙ (Ιακωβίδης 1970, σελ. 281, Papadopoulos 1979, σελ. 146, Taylour - Janko 2008, σελ. 448). 1968. Ι ακωβίδης 1970, σελ. 279-80, Papadopoulos 1979, σελ. 146. Παρόμοια κατάσταση και στην Αχαΐα (δηλ. χρήση ίδιων υλικών, πηλού και στεατίτη και κατασκευή σφονδυλίων ομοίων σχημάτων).

Μικροτεχνία

317

γ) Ημισφαιρικά. δ) Δισκοειδή. Τα πλέον δημοφιλή σχήματα είναι το (α) και (β). Από τον θολωτό τάφο Α του Κακοβάτου προήλθε πήλινο, σφαιρικό σφονδύλι διαμέτρου 0,04μ (Πίν. 137), ενώ πήλινα και λίθινα σφονδύλια απέδωσε και ο θολωτός στο Σαμικό. Παρόμοια αντικείμενα ανευρέθησαν και στον τύμβο του Σαμικού, ο οποίος είχε ανασκαφεί από τον Ν. Γιαλούρη.1969 Τρία ήταν πήλινα, κωνικού/αμφικωνικού σχήματος και ύψους από 0,018-0,04 μ. Το μοναδικό λίθινο (από στεατίτη) δείγμα προήλθε από τον τάφο Ζ, έχει σχήμα κωνικό, ύψος 0,016 μ. και χρονικώς εντάσσεται στην ΥΕΙΙΙΑ/Β. Πήλινα σφονδύλια «συνόδευαν» και τον νεκρό στον τύμβο των Μακρισίων (Πίν. 137). Τρία κωνικού σχήματος σφονδύλια, από πρασινόφαιο στεατίτη (Δ 62), εντοπίστηκαν στον θαλαμωτό τάφο Γ των Διασέλλων, ενώ τρία (Δ 63), ύψους 0,02 μ. και διαμ. 0,03 μ., προήλθαν από τους τάφους Α και Β. Περισσότερα αντικείμενα απέδωσε ο τάφος Β στα Μακρίσια. Πρόκειται για έξι κωνικά αφονδύλια (Δ 66) από στεατίτη, το ύψος των οποίων κυμαίνεται από 0,011-0,019 μ. και η διάμετρος από 0,019-0,024 μ. (Πίν. 137). Πολυάριθμοι πήλινοι σφόνδυλοι κωνικού σχήματος απεκαλύφθησαν κατά την ανασκαφή θαλαμωτών τάφων στο Νέο Μουσείο Ολυμπίας1970 (Πίν. 137). Συγκεκριμένα δέκα απέδωσε ο τάφος Β,1971 τέσσερα ο τ. Η και δύο ο τ. Θ (π 764-765, 767, 768 αντιστοίχως). Το ύψος τους δεν ξεπερνά τα 0,025 μ., ενώ η διάμετρος τα 0,035 μ. Οι ταφές V, IX και Χ του τάφου Στ είχαν κτερισθεί και με λίθινα σφονδύλια (μάλιστα στην περίπτωση της πρώτης ταφής ένα σφονδύλι υπήρξε και το μοναδικό κτέρισμα), ενώ από το συγκεκριμένο νεκροταφείο προήλθαν και κωνικά, από μελανό/φαιό στεατίτη (Δ 33, Δ 49). Πήλινα και λίθινα σφονδύλια είχαν τοποθετηθεί ως κτερίσματα στον λάκκο IV του τάφου 3 στις Πεύκες, ενώ στον θαλαμωτό 1 ανευρέθησαν τρία πήλινα.1972 Από την ταφή Γ του λακκοειδούς τάφου Α στο Στρέφι προέρχεται ένα λίθινο, κωνικού/κολουροκωνικού σχήματος (Λ 1923 - ύψος 0,014 μ. και διαμέτρου 0,021 μ.). Ένα ακόμη λίθινο σφονδύλι (Λ 1924) συνελέγη από τον «υβριδικό» τάφο VI (δυτική κόγχη), ύψους 0,014 μ. και διαμέτρου 0,021 μ. (Πίν. 137). Αρκετά σφονδύλια από πράσινο και φαιό στεατίτη είχαν αποτεθεί και στον θαλαμωτό τάφο του Αλποχωρίου.1973 Μεγάλες συγκεντρώσεις τους εντοπίζονται και στο νεκροταφείο της Δάφνης. Στον θαλαμωτό 2, ανάμεσα σε σωρό αγγείων εντοπίστηκαν πέντε δείγματα (ένα λίθινο και τέσσερα αμφικωνικά πήλινα)1974 Στα υπόλοιπα ταφικά μνημεία επισημάνθηκαν λίθινα ή πήλινα σφονδύλια, τα οποία συνήθως δεν ξεπερνούσαν τον αριθμό των δύο ή τριών ανά τάφο (π.χ. τάφος 7, 8, 9, 11).1975 Σύνοψη: Πρόκειται για κατηγορία αντικειμένων, που γνωρίζει μεγάλη χρονική και ευρύτατη γεωγραφική διάδοση. Κατασκευάζονται από διάφορα υλικά, σε ποικίλα σχήματα, είναι ελαφριά ως προς το βάρος και η εύρεσή τους όχι μόνο σε ταφικά αλλά και σε οικιστικά σύνολα (π.χ. Κακόβατος) καταδεικνύει ότι αυτά υπήρξαν αντικείμενα καθημερινής χρήσης και δεν είχαν θρησκευτικό/ 1969. Γ  ιαλούρης 1965α, σελ. 35, πίν. 25β. 1970. Α  ραπογιάννη 2008, σελ. 86-89 (όπου και τα σχετικά με τη χρήση τους). 1971. Τ  α πέντε ήταν συγκεντρωμένα μαζί με αγγεία στη ΒΑ γωνία του θαλάμου, ενώ τα υπόλοιπα στη ΝΑ. 1972. Βικάτου 2001, σελ. 91, 108. 1973. Κοκκοτάκη 1991, σελ. 43. 1974. Αραπογιάννη 1997, σελ. 254. Μόνον ο τάφος 12, τον οποίο η ανασκαφέας χρονολογεί στην ΥΕΙΙΙΒ, περιείχε πέντε λίθινα ειδώλια. 1975. Α  ραπογιάννη 1998, σελ. 225-226.

318 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

λατρευτικό προορισμό. Έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες1976 ως προς τη χρήση τους, οι οποίες συγκλίνουν είτε στο ότι τα σφονδύλια υπήρξαν κουμπιά είτε ότι στερέωναν το ένδυμα, προσαρμοσμένα στο στρίφωμα.1977 ΠΗΛΙΝΑ ΕΙΔΩΛΙΑ: Ελάχιστα ειδώλια απέδωσαν οι τάφοι της Ηλείας, τα οποία βρέθηκαν τόσο στο εσωτερικό των θαλαμωτών όσο και εντός λακκοειδών.1978 Τα ηλειακά δείγματα δεν διαφέρουν από την ειδωλοπλαστική της υπόλοιπης μυκηναϊκής Ελλάδας. Η σποραδικότητα εμφάνισης τους απαντάται τόσο στην Αρκαδία όσο και στην Αχαΐα, χαρακτηριστικό γνώρισμα του λεγομένου «πολιτισμού της ΒΔ Πελοποννήσου».1979 Συγκεκριμένα μυκηναϊκά ειδώλια της ΥΕΙΙΙΑ/Β απέδωσαν τα εξής ταφικά σύνολα: Α) Γυναικείο ειδώλιο (τύπου transitional κατά French) από το θαλαμωτό τάφο στο Αλποχώρι.1980 «Συνόδευε» ανακομιδή και πρόκειται για δείγμα της μετάβασης από τη φυσιοκρατική απεικόνιση των πρώτων Φ-ειδωλίων σε πιο σχηματοποιημένες αποδόσεις. Β) Τέσσερα ειδώλια απέδωσε το νεκροταφείο στις «Τρύπες» Κλαδέου. Ένα εξ αυτών (το π 8232 στο δρόμο του τάφου 8), από το οποίο σώζεται η κεφαλή και ο θώρακας, έχει τα χέρια ανορθωμένα προς την κεφαλή (στάση θρηνωδού1981). Θρηνωδοί σχεδόν αποκλειστικά προέρχονται από ΥΕΙΙΙΓ σύνολα και προσαρμόζονται στο χείλος αγγείων. Τέτοιου τύπου αντικείμενα είχαν επισημανθεί στην Περατή,1982 τη Ρόδο,1983 τη Νάξο, την Ελάτεια1984 και το Παλαιόκαστρο Αρκαδίας.1985 Από τον ίδιο τάφο (και πλησίον της εισόδου) προήλθε ένα αποσπασματικά σωζόμενο δείγμα (π 8233 - λείπει το κεφάλι).1986 Από τον θαλαμωτό 9 συνελέγη ένα Ψ-σχημο1987 (π 8231), με ολόβαφο το σώμα και πλατύ πόλο.1988 Ο Γιαλούρης1989 αναφέρει και την εύρεση Φ-σχημου γυναικείου ειδωλίου, το οποίο χαρακτηρίζει παράσταση «γυναικείας θεάς». Γ) Κ  όγχη στην ανατολική παρειά του δρόμου του τάφου Ζούνη (Νέο Μουσείο Ολυμπίας) απέδωσε δύο Ψ-σχημα ειδώλια, που η ανασκαφέας εντάσσει στην ΥΕΙΙΙΒ.1990 Η κόγχη πιθανώς (λόγω και της ύπαρξης ελάχιστων, τετριμμένων οστεολογικών καταλοίπων) προοριζόταν για ταφές νηπίων, ενώ τα ειδώλια είχαν τοποθετηθεί με επιμέλεια, το ένα δίπλα στο άλλο, στη βόρεια πλευρά της.1991 1976. Β  λαχόπουλος 2006, σελ. 321. 1977. Ι ακωβίδης 1970, σελ. 279. 1978. Τ  ρία αποσπασματικώς σωζόμενα ειδώλια (δύο ανθρωπόμορφα και ένα ζωόμορφο) προήλθαν από την ανεσκαμμένη, από τον Π. Θέμελη, μυκηναϊκή οικία στο Επιτάλιο (Θέμελης 1968δ, σελ. 201). 1979. Σαλαβούρα 2006, σελ. 438 και πιθανώς υποδηλώνει κάποια διαφοροποίηση στις θρησκευτικές δοξασίες ή στις ταφικές πρακτικές των κατοίκων της ΒΔ. Πελοποννήσου (Gallou 2005, σελ. 53). 1980. Κοκκοτάκη 1991, σελ. 43. Η Κοκκοτάκη αναφέρει όμοιο παράλληλο από τη Μεσσηνία (τάφος Ε-6) Εγκλιανού. 1981. Η στάση αυτή εισάγεται στα ύστατα μυκηναϊκά χρόνια, επιβιώνει μέχρι και τους ΠΡΓ και χωρίς σημαντικές τεχνοτροπικές διαφορές επανεμφανίζεται στα ύστερα γεωμετρικά χρόνια, η ίδια απόδοση της στάσης των χεριών εντοπίζεται και στη σκηνή πρόθεσης σε αγγείο από την Αγ. Τριάδα (Βικάτου 1998, Πίν. 95β, Βλαχόπουλος 2006, σελ. 334). 1982. Ι ακωβίδης 1970, σελ. 267-8. 1983. B  enzi 1992, σελ. 165. 1984. A  lram - Stern 1999, σελ. 219. 1985. Σ  αλαβούρα 2006, σελ. 435, Βλαχόπουλος 2006, σελ. 332 1986. Για τα δύο ειδώλια του τάφου 8 πρβ. και Βικάτου 1998, σελ. 231, πίν. 95β. 1987. Για Ψ-σχημα πρβ. και Papadopoulos 1979, σελ. 135. 1988. Βικάτου 1998, σελ. 232, πίν. 95β. 1989. Γ  ιαλούρης 1964, σελ. 177, πίν. 187ε. 1990. Π  αρλαμά 1972, σελ. 269 (γενικώς για Ψ-σχημα πρβ. και Ιακωβίδης 1970, σελ. 267). 1991. Παρλαμά 1974α, σελ. 30, πίν. 26γ-δ.

Μικροτεχνία

319

Δ) έ να ακόμη Φ-σχημο εντοπίστηκε στον λακκοειδή τάφο Β στον Αρβανίτη. Το αντικείμενο είχε τοποθετηθεί εντός μονώτου κυαθίου, το οποίο ανευρέθη κάτω από μεγάλη πλάκα, που ο ανασκαφέας θεωρεί «σήμα» του ταφικού μνημείου.1992 Ε) Ειδώλιο (π 12315 - από το Στρέφι), που απεικονίζει αδιευκρίνιστο είδος τετράποδης ζωϊκής μορφής1993 (Πίν. 138, Σχέδ. 65). Ανευρέθη σε μικρή κόγχη, η οποία είχε λαξευθεί στη βόρεια πλευρά του λακκοειδούς τάφου VII και όπου είχαν πραγματοποιηθεί δύο ανακομιδές (ενός ενηλίκου και ενός παιδιού). Το ύψος του κυμαίνεται από τα 0,037 μ. (στο πίσω μέρος του σώματος) έως τα 0,058 μ. (κεφαλή - πόδια), ενώ το πάχος του κορμού του έφθανε τα 0,016 μ. Στο κεφάλι αποδίδονται με τρεις αποφύσεις τα αυτιά και η μύτη, ενώ γραπτώς οι οφθαλμοί. Το σώμα καλύπτεται από ένα συνδυασμό κατακορύφων και οριζοντίων γραμμών.1994 Στα οπίσθιο μέρος του σώματος διακοσμείται αποκλειστικά με οριζόντιες γραμμές, ενώ στα σκέλη γράφονται σειρές κατακορύφων στιγμών.1995 Μία ομάδα ειδωλίων, που εντοπίστηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Ολυμπίας, κάποια εξ’ αυτών κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, φαίνεται πως πρόκειται για αντικείμενα μινωικής έμπνευσης και επίδρασης (ενώ ο Π. Θέμελης τα θεωρεί ως προϊόντα τοπικού εργαστηρίου1996). Πρόκειται για: Α) κεφαλή ανδρός (ύψους 0,12 μ.) (Πίν. 138). Β) γυναικείο ειδώλιο (ύψους 0,20 μ.), φέρον χαρακτηριστική μινωική ενδυμασία. Γ) γ υναικείο ειδώλιο (σώζεται σε ύψος 0,20 μ., λείπει ο κορμός και το κεφάλι), φέρει επίσης μινωικό ένδυμα (Πίν. 138). Δ) Κορμός, ύψους 0,13 μ., γυναικείου ειδωλίου με έντονη δήλωση των μαστών και ένδυμα όφεως. Ε) Ειδώλιο ανδρός. Τα (α), (β), (γ) παρεδόθησαν από το Γ. Κέκο, κάτοικο Πλατάνου Ηλείας, στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας το 1962, χωρίς κανένα στοιχείο προέλευσης τους. Τα ειδώλια είναι συμπαγή στον κορμό τους, ενώ το εσωτερικό του κωδωνόσχημου ενδύματος κενό. Ο Ν. Γιαλούρης αμφισβήτησε ευθύς εξαρχής τη γνησιότητα τους. Το (δ) προερχόταν από την περιοχή «Κιούπια» Μάγειρα, πρόκειται για τυχαίο εύρημα - παράδοση από ιδιώτη. Η επακολουθήσασα στην περιοχή έρευνα οδήγησε στην περισυλλογή μυκηναϊκής κεραμικής (μεταξύ αυτών και τμήμα ΥΕΙΙΙΒ ψευδοστόμου). Ο διενεργήσας την έρευνα αρχαιολόγος (Π. Θέμελης) δεν αμφισβητεί τη γνησιότητα του ευρήματος. Το (ε) εντοπίστηκε κατά την ανασκαφή μυκηναϊκής οικίας στο Επιτάλιο (εκτός αυτού ανευρέθησαν και δύο ζωόμορφα ειδώλια). Χρήση: Η επισήμανση ειδωλίων τόσο σε οικιστικά όσο και σε ταφικά σύνολα έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις και έχει οδηγήσει στη διατύπωση αναρίθμητων υποθέσεων σχετικά με το συμβολικό χαρακτήρα τους, χωρίς να αποκλεισθεί και ο χρηστικός χαρακτήρας, καθώς υπάρχει πήλινο βοιωτικό ειδώλιο το οποίο φορά περιδέραιο με ψήφο ένα άλλο ειδώλιο.1997 1992. Μ  ουτζουρίδης 2008, σελ. 99. 1993. Ι ακωβίδης 1970, σελ. 268-269, Papadopoulos 1979, σελ. 136, Voigtländer 2003, σελ. 226, taf. 92 (T 11). Ο τελευταίος κατατάσσει τα ειδώλια αυτού του τύπου σε «Die übrigen Fragmente gehören mehrheitlich zum Typos des Vierbeiners mit schmalem, walzenförmigen Rumpf, gering ausgestellten Beinen und flachmäuligen Schädel». 1994. Ο  συγκεκριμένος τρόπος διακόσμησης γνωρίζει ευρύτατη γεωγραφική διάδοση σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο, ενώ χρονικώς εντοπίζεται στην ΥΕΙΙΙΑ/Β (Ιακωβίδης 1970, σελ. 269, Voigtländer 2003, σελ. 226). 1995. French 1971, σελ. 159, γενικώς για τα ζωόμορφα ειδώλια. Παρόμοιας κατασκευής (μεγαλυτέρων όμως διαστάσεων) είναι και ζωόμορφο ειδώλιο, που ανευρέθη στην Πύλο (Blegen - Rawson 1966, σελ. 284, fig. 301 (2). 1996. Διεξοδική παρουσία της κατηγορίας αυτών των αντικειμένων από τον Π. Θέμελη (Θέμελης 1969, σελ. 248-256). Επίσης και Lewartowski 2000, σελ. 39. 1997. Gallou 2005, σελ. 52.

320 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Έχει υποστηριχθεί πως τα συγκεκριμένα αντικείμενα αναπαριστούν θεότητες - προστάτες της μητρότητας και των νηπίων ή θεϊκές δυνάμεις, που «οδηγούν» με ασφάλεια το νεκρό στο άγνωστο «ταξίδι» μετά το θάνατο, άλλοι ερευνητές έχουν διατυπώσει την άποψη πως πρόκειται, απλώς, για παιδικά παιχνίδια - κούκλες, τα οποία χρησιμοποιούνται στην καθημερινότητα του μυκηναίου. Η ανεύρεσή τους όχι μόνον σε παιδικές αλλά και σε ταφές ενηλίκων, οδήγησε στην άποψη, πως πρόκειται για αποδόσεις της θεάς της γονιμότητας - αναπαραγωγής, ενώ η ανεύρεσή τους πλησίον των θυρωμάτων σε οικίες της Τίρυνθας συνηγορεί στην απόκτηση ενός αποτροπαϊκού χαρακτήρα, εξήγηση, που δύναται να δικαιολογήσει ικανοποιητικά την παρουσία των αντικειμένων αυτών τόσο σε οικιστικά όσο και ταφικά σύνολα.1998

1998. Σ  ύνοψη του συνόλου των θεωριών, που συνδέονται με τη συμβολική - τελετουργική σημασία των ειδωλίων, παρουσιάζεται από τους Lewartowski (Lewartowski 2000, σελ. 47) και τη Gallou (Gallou 2005, σελ. 52).

ΟΙΚΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ (Χάρτης 1) Ελάχιστα είναι τα οικιστικά κατάλοιπα της μυκηναϊκής περιόδου στην Ηλεία γεγονός που οφείλεται τόσο στη σχετικώς περιορισμένη αρχαιολογική έρευνα όσο και στην αδιάλειπτη κατοίκηση και καλλιέργεια της ηλειακής γής, που κατέστρεψαν ανεπανόρθωτα τα ενδεχόμεναοικιστικά λείψανα.

Κακόβατος1999 Ο οικισμός κείται μόλις 55 μέτρα2000 πάνω από τους θολωτούς στην επίπεδη κορυφή ενός λόφου.2001 Το σχηματιζόμενο στην κορυφή του λόφου πλάτωμα έχει μήκος περί τα 200 μ. (Α-Δ) και πλάτος (Β-Ν) 40 μ.2002 Στη δυτική πλευρά του πλατώματος είχε οικοδομηθεί τοίχος2003 από μεγάλου μεγέθους λίθους, ο οποίος, κατά τον ανασκαφέα, μπορεί να χαρακτηρισθεί αμυντικός/οχυρωματικός αλλά και αναλημματικός2004 (στο ΝΔ τμήμα του σχηματίζεται γωνία (η Ν), δομημένη από μεγάλους ασβεστόλιθους,2005 ένας εκ των οποίων μήκους 1,60 μ., και συμπληρωμένη με μικρότερους λίθους βλ. και Πίν. 139). Ανατολικώτερα και επί του πλατώματος, διενεργήθηκαν τομές, οι οποίες σε μικρό βάθος απέδωσαν τοίχους, με διεύθυνση Β-Ν, που έτεμναν έναν άλλο, μεγαλύτερο σε μήκος, τοίχο με φορά Α-Δ2006 (Πίν. 139), σχηματίζοντας ένα κτήριο - οικιστικό συγκρότημα (Μ), αποτελούμενο από δωμάτια - χώρους, διαφόρων διαστάσεων.2007 Το πάχος της τοιχοδομίας του κυμαινόταν από 0,80 έως 1,60 μ.2008 και για την κατασκευή της χρησιμοποιήθηκαν μικροί, επίπεδοι, πλακοειδείς ασβεστόλιθοι (υλικά και τεχνική δομής παρόμοια με αυτά των θολωτών). Στο ανατολικό τμήμα του κτηρίου

1999. Α  ντωνίου 2008, σελ. 121-123. Για τις πρόσφατες έρευνες του Πανεπιστημίου Freiburg σε συνεργασία με τη Ζ’ ΕΠΚΑ πρβ. και http://www.archaeologie.uni-freiburg.de/forschung/kakovatos, Eder 2010 και πίν. 139. 2000. Ό  πως παρατηρείται και στις Μυκήνες ή την Κόκλα (Μυκηναϊκός Κόσμος, σελ. 32). 2001. K  ilian 1987, Abb. 9 με σχεδιαστικό σκαρίφημα των οικοδομικών λειψάνων, Hiesel 1990, σελ. 181, Lauter 1995, σελ. 88, Darcque 2005, σελ. 370. 2002. Αυτοψία το 1998 και 2007. 2003. Σωζόμενος σε ύψος τριών σειρών λίθων. 2004. Dörpfeld 1907, σελ. XV. «… einen Vorsprung der stattlichen Stütz- und Ringmauer der Burg.». Μυκηναϊκός Κόσμος, σελ. 32. «Μετά τους οχυρωματικούς περιβόλους της ΜΕΧ (Θήβα, Μάλθι), στα πρώιμα μυκηναϊκά χρόνια επανεμφανίζονται οχυρώσεις από ακατέργαστους λίθους στη θέση «Κιάφα Θίτη» Αττικής, στον Κακόβατο και την Πύλο», Loader 1998, σελ. 36 (δεν πρόκειται για κυκλώπειες οχυρώσεις), Simpson - Hagel 2006, σελ. 59. Οι νεώτερες ανασκαφικές έρευνες (2009 και 2010) αποκάλυψαν πως το τμήμα του τοίχου δεν αποτελεί μέρος ενός οχυρωματικού περιβόλου (χωρίς να αποκλείεται η πιθανότητα να πρόκειται για έναν προμαχώνα - παρατηρητήριο προς το Ιόνιο αλλά και τη χερσαία οδό προς τη Μεσσηνία). Πρβ. http://www.archaeologie.uni-freiburg.de/forschung/ kakovatos. 2005. Α  μυγδαλόλιθο ή ψαμμίτη. 2006. H  iesel 1990, σελ. 181. 2007. Τ  ο ένα μεγάλων διαστάσεων, τα λοιπά μικρότερων. Ο Darcque (Darcque 2005, σελ. 141) υπολογίζει το συνολικό εμβαδό στα 183 τμ. 2008. D  örpfeld 1907, σελ. XΙV.

322 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

είχε διαμορφωθεί χώρος μεγάλων διαστάσεων, με βοτσαλωτή επένδυση,2009 ενώ τόσον ο Dörpfeld όσο και ο Kilian θεωρούν ότι υπήρχαν δύο λίθινες βάσεις κιόνων,2010 που δεν συνιστούν αυτομάτως την ύπαρξη ανακτόρου ή μεγάρου.2011 Σε έναν από τους μικρότερους χώρους - δωμάτια εντοπίστηκαν2012 in situ 6 πίθοι γεμάτοι από απανθρακωμένους καρπούς (σύκα2013) (Πίν. 139), οι οποίοι είχαν αποτεθεί σχεδόν παράλληλα προς τον σωζόμενο τοίχο (Πίν. 139). Πιθανώς πρόκειται για αποθηκευτικό χώρο του συγκροτήματος, ενώ ένας πίθος, με το ίδιο περιεχόμενο, προήλθε από το μεγάλων διαστάσεων δωμάτιο, κάτω από το δάπεδο του οποίου διήλθε αγωγός επενδεδυμένος με πλάκες2014 (Πίν. 139). Από τα παραπάνω 2009. D  örpfeld 1907, σελ. XΙV. Ο ανασκαφέας συγκρίνει τα ευρήματα του Κακοβάτου με τις εγκαταστάσεις στα ανακτορικά κέντρα της Τίρυνθας και των Μυκηνών και γράφει χαρακτηριστικώς «… daß das Haus (στον Κακόβατο) viel einfacher gebaut war als die Paläste von Tiryns und Mykenai…» Πρβ. και Hiesel 1990, σελ. 181. Το βοτσαλωτό δάπεδο εντοπίστηκε εκ νέου το 2010 και πάνω σε αυτό είχαν αποτεθεί αποθηκευτικά αγγεία, με εμφανή τα ίχνη της πυρκαγιάς, η οποία προφανώς κατέστρεψε και το κτήριο (http://www.archaeologie.uni-freiburg.de/forschung/ kakovatos). 2010. Τ  ο 2010 ήρθαν στο φως τέσσερεις, συμμετρικά τοποθετημένες βάσεις κιόνων. Η συνύπαρξη κιόνων και βοτσαλόστρωτου δαπέδου δεν απαντώνται συχνά και πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω η χρηστικότητα του χώρου (προσωπική παρατήρηση από τη συμμετοχή μου στην ανασκαφή). 2011. K  ilian 1987, σελ. 33, Darcque 2005, σελ. 120. Ο Γαλανάκης (Γαλανάκης 2006, σελ. 82) θεωρεί ότι είναι κοινές οι αρχιτεκτονικές αρχές, που διέπουν το κτήριο στο Κακόβατο αλλά και τα λεγόμενα ανάκτορα στη Σπάρτη και τον βοιωτικό Ορχομενό, δηλ. ορθογώνια κάτοψη και διαίρεση του οικήματος σε τρία τμήματα. Μάλιστα αποκαλεί την κατασκευή του Κακοβάτου «βασιλική κατοικία». 2012. Dörpfeld 1907, σελ. XΙV, Darcque 2005, σελ. 282 (όπου αναφέρονται και ανάλογα από Μυκήνες, Δελφούς, όπου εντοπίστηκαν αγγεία με καρπούς εντός οικιών). Για παρουσία σύκων σε οικισμούς της μινωικής Κρήτης (οικία «Τζαμπακά» στο Ρέθυμνο και στις Στέρνες Ακρωτηρίου Χανίων) βλ. Tζεδάκις - Martlew 1999, σελ. 41 και 102. 2013. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον μεταξύ των υλικών καταλοίπων του Κακόβατου παρουσιάζουν τα αποθηκευτικά αγγεία, που περιείχαν δεκάδες απανθρακωμένους καρπούς σύκου, πιθανότερα του είδους Ficus carica L. Τα φρούτα εντοπίστηκαν στην πλειονότητά τους σε ακέραιη μορφή ενώ στις περιπτώσεις των θραυσμένων ευρημάτων διακρίνεται η εσωτερική δομή που φέρει μικρές κοιλότητες με σπόρους προσαρτημένους ή περικλειόμενους σε αυτές. Οι σπόροι έχουν αμφίκυρτο σχήμα και χαρακτηριστικά αιχμηρό ομφαλό. Η συκιά, μαζί με την άμπελο (Vitis vinifera L.) και την ελιά (Olea europaea L.) θεωρείται ότι συγκροτούν την αρχαιότερη τριάδα καρποφόρων φυτών που περιήλθε σε καθεστώς συστηματικής καλλιέργειας και φυτοκομίας στον Παλαιό Κόσμο και η καλλιέργειά τους πιστεύεται ότι συνέβαλλε ουσιαστικά στον ευπορισμό των Μεσογειακών κοινωνιών της Εποχής του Χαλκού. Τα φρούτα της συκιάς τρώγονται φρέσκα ή αποξηραμένα και είναι εξαιρετικά πλούσια σε σάκχαρα, με περιεκτικότητα περίπου 64%. Η αρχική κατάσταση στην οποία είχαν αποθηκευτεί, πριν από την απανθράκωσή τους, οι καρποί σύκων του Κακόβατου στο κεραμικό αγγείο στο οποίο εντοπίστηκαν (δηλαδή ως φρέσκοι ως αποξηραμένοι καρποί) δεν είναι δυνατό να διευκρινιστεί, βασιζόμενη σε απλές στερεοσκοπικές παρατηρήσεις. Η καταγραφή σχετικών μορφομετρικών στοιχείων και ο φαινομενικά λογικός συσχετισμός του μικρού μεγέθους των ευρημάτων με την πρακτική της αποξήρανσης, κατά την οποία οι χυμοί του φρούτου συμπυκνώνονται και οι καρποί συρρικνώνονται σε όγκο, δεν αποτελούν ασφαλείς παραμέτρους για την απάντηση του συγκεκριμένου ερευνητικού ερωτήματος, με δεδομένη τη μεγάλη παραλλακτικότητα που παρουσιάζουν οι διάφορες ποικιλίες του γένους Ficus και τις ποικίλες μορφολογικές αλλοιώσεις που μπορεί να υφίστανται τα φυτικά κατάλοιπα σε συνθήκες απανθράκωσης. Η προγραμματιζόμενη στο εγγύς μέλλον υλοποίηση ενός ερευνητικού προγράμματος που θα συνδυάζει την παρατήρηση σε ηλεκτρονικό μικροσκόπιο των απανθρακωμένων σύκων του Κακόβατου και άλλων αρχαιολογικών θέσεων του ελλαδικού χώρου με πειραματικές απανθρακώσεις σύγχρονων φρέσκων και αποξηραμένων σύκων ενδέχεται να συνεισφέρει σημαντικά στη διερεύνηση της πιθανής εφαρμογής σχετικών πρακτικών επεξεργασίας και αποθήκευσης των συγκεκριμένων φυτικών προϊόντων (πρβ. και Επίμετρο Β, με εκτενή αναφορά της Γεωργίας Κοτζαμάνη, αρχαιολόγου/αρχαιοβοτανολόγου, που εργάζεται στην Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας Νοτίου Ελλάδος). Επιπλέον δείγμα σύκων (κατόπιν σχετικής αποφάσεως του Υπουργείου Πολιτισμού ΥΑ/ ΥΠΠΟ/ΣΥΝΤ/Φ 44/5055/14.11.2008) δόθηκε στο Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του Ε.ΚΕ.Φ.Ε «ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ», προκειμένου να διενεργηθεί χρονολόγηση, με την εφαρμογή C14 (βλ. Επίμετρο Γ). 2014. Hiesel 1990, σελ. 181, Darcque 2005, σελ. 177. Η συλλογή και απορροή των ομβρίων υδάτων υπήρξε σημαντική για τους Μυκηναίους.

Οικιστική αρχιτεκτονική

323

φαίνεται πως το συγκρότημα είχε αποθηκευτικό-βιοτεχνικό χαρακτήρα, δεν πρόκειται πιθανώς για κατοικία και φυσικά δεν υπήρξε το ανάκτορο του τοπικού άρχοντα (όπως υπεστήριξε ο Dörpfeld). Η κεραμική2015 από τον οικισμό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ενδεικτικώς καταγράφονται τα εξής όστρακα: 1. Υ: 0,037 μ., Πλ.: 0,052 μ., π.: 0,005 μ. (Πίν. 140). Πηλός: ωχρέρυθρος 5 ΥR/7-6. Eπίχρισμα: ωχροκάστανο 10 ΥR/8-4. Βαφή: ερυθρή - καστανομέλανη. Όστρακο από κύπελλο. Χείλος κυρτό, έξω νεύον. Κάτω από χείλος ταινία. Εσωτερικά του χείλους ταινία. Στο σώμα σπείρα με διπλό καμπυλόγραμμο στέλεχος ( FM 46:12). Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΑ. 2. Υ: 0,044 μ., Πλ.: 0,047 μ., π.: 0,004 μ. (Πίν. 140). Πηλός: ωχρέρυθρος 10 ΥR/7-3, 7-4. Eπίχρισμα: ωχροκάστανο 7.5 ΥR/7-6, 7-8. Βαφή: ερυθρή. Όστρακο από ανοικτό αγγείο. Ολόβαφο εσωτερικά. Διακόσμηση με σπείρα, με πλατύ εξωτερικό περίγραμμα ( FM 46). Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΑ/Β. 3. Υ: 0,125μ (Πίν. 140). Πηλός χονδρός, εγκλεισματούχος, ακάθαρτος, όπτηση ατελής. Στο εξωτερικό επίχρισμα - αλείφωμα ερυθρωπό - καστανό. Συγκολλάται από δύο τεμάχια. Λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή. Διακόσμηση εγχάρακτη, γραμμική. 4. Υ: 0,08 μ., Πλ.: 0,095 μ., π.: 0,001 μ. (Πίν. 140). Πηλός: υπέρυθρος 2.5 ΥR/6-6, 6-8. Eπίχρισμα: ωχρέρυθρο 7.5 ΥR/8-6, 7-6. Βαφή: καστανομέλανη, εξίτηλη. Όστρακο από αμφορέα ή πίθο. Πηλός ακάθαρτος. Κοσμείται με ενάλληλα τρίγωνα ( FM 61). Χρονολόγηση: ΥΕΙΙ-ΥΕΙΙΙΑ1. Πρβ. Mountjoy 1994, σελ. 24 (για το FM 61) και 25 (για πιθαμφορέα από τον Θορικό Αττικής). 5. Υ (σωζόμενο): 0,067 μ., ΔΒ: 0,065 μ. (Πίν. 140). Πηλός ωχροκάστανος, επίχρισμα ερυθρωπό 2.5YR 6/4. Βαφή καστανομέλανη, εξίτηλη και απολεπισμένη. Κυαθόμορφη κύλικα (FS 254/255). Λείπει μεγάλο τμήμα της βάσης και του σώματος. Στέλεχος βραχύ και χονδρό. Βάση επίπεδη με εσωτερική κεντρική κοιλότητα (διαμ. 0,021 μ.). Ολόβαφη εσωτερικώς και εξωτερικώς. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙ. 6. Τρία πήλινα σφονδύλια (Πίν. 140). 1. κουλουροκωνικό Υ: 0,027 μ., διαμ.: 0,034 μ., Διαμ. Οπής: 0,008 μ. 2. σφαιρικό - πιεσμένο Υ: 0,039 μ., μέγιστη διαμ.: 0,047 μ., Διαμ. Οπής: 0,01 μ. 3. κωνικό Υ: 0,047 μ, μέγιστη διαμ.: 0,05 μ., Διαμ. Οπής: 0,01 μ. 7. Υ: 0,083 μ., Πλ.: 0,099 μ., π.: 0,016 μ. (Πίν. 140). Όστρακο από πίθο. Άβαφο. Πηλός καστανέρυθρος 2.5YR 5/8. Στενή ζώνη δακτυλοεμπίεστης διακόσμησης. Τα προαναφερθέντα στοιχεία συνηγορούν σε μία πρώιμη χρονολόγηση του οικισμού, ο οποίος φαίνεται να επιβιώνει μέχρι και την ΥΕΙΙΙΑ1.2016 Παρατηρείται, συνεπώς, στον Κακόβατο, ό,τι συμβαίνει και σε άλλες θέσεις της δυτικής Πελοποννήσου (Μάλθη, Περιστεριά).2017 Στα τέλη της ΜΕ2018 δημιουργούνται οχυρωμένοι οικισμοί στην κορυφή λόφων, εντός των οποίων αναπτύσσονται βιοτεχνικές δραστηριότητες και δημιουργούνται

2015. D  örpfeld 1907, σελ. XV, Dörpfeld 1908, σελ. 316. Με τη βοήθεια του κ. Rambach επισκέφθηκα τις αποθήκες στο Ν. Μουσείο της Αρχ. Ολυμπίας και κατέγραψα συνοπτικά τα μοτίβα και τα σχήματα της κεραμικής από τον οικισμό του Κακοβάτου. 2016. Α  παιτείται διεξοδική μελέτη του συνόλου του κεραμικού υλικού, συνυπολογίζοντας την ανυπαρξία ημερολογίου και ανασκαφικών σημειώσεων. 2017. M  aran 1989, σελ. 68. 2018. Lauter 1995, σελ. 88, Simpson - Hagel 2006, σελ. 59.

324 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

και κοινοτικοί, αποθηκευτικοί χώροι. Οι οικισμοί επιβιώνουν και στα πρώιμα μυκηναϊκά χρόνια και πλησίον τους δημιουργούνται οι μεγαλεπήβολοι θολωτοί τάφοι.2019 Από την εξέταση δείγματος σύκων με C14 (βλ. Επίμετρο Γ), προέκυψε ότι το τέλος του οικισμού επήλθε μεταξύ των ετών 1510-1405 π.Χ., δηλ. στα τέλη της ΥΕΙΙ/αρχές της ΥΕΙΙΙΑ. Ο εντοπισμός in situ αποθηκευτικών αγγείων, μετά του περιεχομένου τους, υποδηλώνει τον αιφνίδιο χαρακτήρα της καταστροφής, απότοκο εντόνου φυσικού φαινομένου (π.χ. σεισμός). Ο οικισμός, κατόπιν αυτών, εγκαταλείπεται και δεν επανακατοικείται, καθώς η ανάπτυξη του ισχυρού ανακτορικού κέντρου της Πύλου, απαιτεί συγκεντρωτικό πολιτικό και οικονομικό έλεγχο των επαρχιών του μεσσηνιακού κράτους και δεν επιτρέπει την επιβίωση «ανεξάρτητων» περιφερειακών ηγεμονιών.2020

Επιτάλιο Η θέση κείται νοτίως του Αλφειού, βορείως της κοινότητας του Επιταλίου και σε απόσταση 12 χλμ. από τη σημερινή διοικητική πρωτεύουσα του Ν. Ηλείας. Τα κατάλοιπα επισημάνθηκαν στην κορυφή λόφου, όπου είχαν κατασκευασθεί καταφύγια κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.2021 Συγκεκριμένα ανεσκάφη μία ΥΕ οικία (διαστάσεων τουλάχιστον 7,9 x 10 μ. και συνολικού ελάχιστου εμβαδού 50 τ.μ.),2022 ορθογώνιας κάτοψης και με προσανατολισμό Α προς Δ (Πίν. 141), από την οποία διεσώθησαν τμήματα δύο δωματίων (Α και Β). Η θεμελίωση τους εδραζόταν στο φυσικό βράχο, και ως υλικό δομής χρησιμοποιήθηκαν ποταμίσια βότσαλα μικρών και μεσαίων διαστάσεων, τα οποία υπήρχαν σε αφθονία στον παρακείμενο Αλφειό. Το δωμάτιο Α (διαστάσεων 2,80 x 4,50 μ.)2023 «επικοινωνούσε» με το δωμάτιο Β, μέσω θύρας, η οποία είχε ανοιγεί στον βόρειο τοίχο. Στον νότιο τοίχο του δωματίου Β ανευρέθη in situ μία ασάμινθος (Πίν. 141), που πιθανώς επιβεβαιώνει τον οικιστικό και όχι βιοτεχνικό χαρακτήρα της εγκατάστασης.2024 Από το Α προήλθαν όστρακα, κυρίως κύλικες, ενώ εντοπίσθηκαν και τρία θραύσματα από ειδώλια (δύο ανθρώπινα και το οπίσθιο τμήμα ενός ζωόμορφου).2025 Επιφανειακή έρευνα στην ευρύτερη περιοχή απέδωσε όστρακα της ΜΕ και ΥΕ εποχής. Προτάθηκε η χρονολογική κατάταξη του οικιστικού συνόλου στην ΥΕΙΙΙΒ.2026 Η εξέταση των γραπτών οστράκων κατέδειξε τα εξής: 1. Μ: 0,06 μ., Πλ.: 0,02 μ. (Σχέδ. 66-14). Πηλός: Ωχρέρυθρος 7.5 ΥR/8-6. Eπίχρισμα: ωχροκάστανο 10 ΥR/7-4. Βαφή: καστανή. Όστρακο από πρόχου ή ασκό (βάση λαιμού). Διακόσμηση με φυλλοειδή ταινία (FM 64), σε κυκλική διάταξη.

2019. D  arcque 2005, σελ. 403. 2020. Α  ναλυτικά στο κεφάλαιο των «Συμπερασμάτων». 2021. Θ  έμελης 1968δ, σελ. 201, Αντωνίου 2008, σελ. 119. 2022. Hiesel 1990, σελ. 181. 2023. Θέμελης 1968δ, σελ. 201. 2024. Θέμελης 1968α, σελ. 170 και 1968δ, σελ. 201. Ασάμινθοι έχουν επισημανθεί σε διάφορες θέσεις της Κρήτης και της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ενδεικτικά αναφέρουμε το Ακρωτήρι της Θήρας (Ντούμας 1976, σελ. 319, εικ. 14) αλλά και ταφικά σύνολα (Βούντενη Αχαίας, Κουκουνάρα Μεσσηνία πρβ. και σχετικές ιστοσελίδες Πανεπιστημίου Πατρών, δηλ. http://monuments.hpclab.ceid.upatras.gr/index.php http://kalamata.hpclab.ceid.upatras.gr/v1/index). Η Σαρπάκη (Σαρπάκη 1989, σελ. 31) υποστηρίζει ότι η ανεύρεση ασαμίνθων στο Ακρωτήρι της Θήρας, που συνδέονταν με αποχετεύσεις (π.χ. στην Ξεστή 3), συσχετίζεται με την επεξεργασία αρωματικών φυτών, προκειμένου να συλλεγεί το εκχύλισμά τους, το οποίο, στη συνέχεια, «αρωμάτιζε» το λάδι. 2025. Θ  έμελης 1969. 2026. S chachermeyer 1976, σελ. 155, Hiesel 1990, σελ. 181.

Οικιστική αρχιτεκτονική

325

2. Υ: 0,032 μ., Πλ.: 0,031 μ. (Πίν. 141, Σχέδ. 66-4). Πηλός: Ωχρέρυθρος 5 ΥR/7-6. Eπίχρισμα: ωχροκάστανο 10 ΥR/7-5. Βαφή: ερυθρή. Όστρακο από κύλικα. Χείλος κυρτό, έξω νεύον, ολόβαφο εσωτερικά και εξωτερικά. Διακόσμηση με FM 24. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. 3. Υ: 0,036 μ., Πλ.: 0,05 μ. (Πίν. 141, Σχέδ. 66-2). Πηλός: Ωχρέρυθρος 5 ΥR/7-6. Eπίχρισμα: ωχροκάστανο 10 ΥR/8-3, 8-4. Βαφή: καστανέρυθρη. Όστρακο πιθανώς από κύλικα. Διακόσμηση με σχηματοποιημένο φοίνικα (FM II 15:3). Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2. 4. Υ: 0,035 μ., Πλ.: 0,036 μ. (Σχέδ. 66-9). Πηλός: Ωχρέρυθρος 5 ΥR/7-6. Eπίχρισμα: ωχροκάστανο 10 ΥR/7-3, 7-4. Βαφή: καστανομέλανη. Όστρακο από κύπελλο (;). Στο σώμα διακόσμηση ταινιών και ελαφρώς διαγωνίων γραμμών. 5.  π 6979. Υ: 0,063 μ., Πλ.: 0,08 μ., π: 0,001 μ. (Πίν. 141). Πηλός: Ωχρέρυθρος 5 ΥR/7-4, 7-6. Επίχρισμα: ωχροκάστανο 10 ΥR/8-3, 8-4. Βαφή: καστανή, εξίτηλη. Όστρακο από σώμα αγγείου, πιθανώς αμφορέως/πιθαμφορέως. Διακόσμηση με φολίδες (FM 70:8). Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. 6. Υ: 0,035 μ., Πλ.: 0,046 μ., π.: 0,004 μ. (Πίν. 141). Πηλός: ωχρέρυθρος 5 ΥR/7-4, 7-6. Eπίχρισμα: ωχροκάστανο 10 ΥR/8-3, 8-4. Βαφή: καστανομέλανη. Όστρακο από αλάβαστρο. Στο σώμα κύμα διάστικτο. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΒ/ΙΙΙΑ1 (Παπάζογλου 1998, σελ. 71 και 73). 7. Υ: 0,067 μ., Πλ.: 0,052 μ., π.: 0,0048 μ. (Σχέδ. 66, 7). Πηλός: ωχρέρυθρος 5 ΥR/7-4, 7-6. Eπίχρισμα: ωχροκάστανο 10 ΥR/7-4, 8-4. Βαφή: καστανή. Όστρακο από μεγάλο ανοικτό αγγείο. Ολόβαφο εσωτερικά. Παχιά ταινία στο κάτω τμήμα αγγείου. Ακολουθεί ζώνη διακόσμησης με εφαπτόμενη σπείρα (FM 46), στο κέντρο της οποίας περίστικτος κυκλικός δίσκος με ακτίνες. Το θέμα συμπληρώνεται με Ν-σχημο (FM 60). Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΑ2/Β 8. Υ: 0,036 μ., Πλ.: 0,029 μ. (Πίν. 141, Σχέδ. 66, 6). Πηλός: ωχρέρυθρος 5 ΥR/7-4, 7-6. Eπίχρισμα: ωχρέρυθρο 5 ΥR/7-6. Βαφή: ερυθρή. Όστρακο από κύπελλο. Διακόσμηση φυλλοφόρου ταινίας. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΒ. 9. Τεμάχιο από ασάμινθο (Πίν. 141). Υ: 0,335 μ., Πλ.: 0,31 μ. Πηλός καστανωπός, ακαθάριστος με εγκλείσματα. Όπτηση ατελής. Συγκολλημένο από δύο τεμάχια. Φέρει χονδρή, οριζόντια, κυκλικής διατομής, λαβή. Χρονολόγηση: Από την εξέταση της κεραμικής2027 συμπεραίνεται πως ο οικισμός συγκροτείται στην ΥΕΙΙΒ και εξακολουθεί να κατοικείται μέχρι και την ΥΕΙΙΙΒ. Κατόπιν εγκαταλείπεται ακολουθώντας τη «μοίρα» του μεσσηνιακού κράτους.

Κουτσοχέρα - Διασέλλων2028 Ο Ν.Γιαλούρης το 1954 ανέσκαψε στη θέση «Κουτσοχέρα», βορειοδυτικά της κοινότητος Διασέλλων, ΥΕ οικιστικό σύνολο. Είχε χωροθετηθεί στην κορυφή λόφου, εποπτεύοντας την εύφορη κοιλάδα. Ο οικισμός ήταν οχυρωμένος/οριοθετημένος με περίβολο πάχους δύο μέτρων, ο οποίος οικοδομήθηκε από μετρίου ή μικρού μεγέθους λίθους (Πίν. 142). Ως συνδετικό υλικό των λίθων

2027. Σ  το Σχέδ. 66 έχουν αποδοθεί σχεδιαστικώς τα προαναφερόμενα όστρακα. Πρόκειται να ακολουθήσει αναλυτική δημοσίευση της κεραμικής σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Freiburg και στο ευρύτερο πλαίσιο εξέτασης κεραμικής, προερχομένης από οικιστικές θέσεις νοτίως του Αλφειού (Επιτάλιο, Σαμικό, Κακόβατος, Λέπρεο, Αρχ. Ολυμπία). 2028. B  CH 1957, σελ. 578-579.

326 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

χρησιμοποιήθηκε πηλός. Στο εσωτερικό του απεκαλύφθησαν λίγα, μικρών διαστάσεων κτίρια και η έρευνα απέδωσε ΥΕΙΙΙ κεραμική (Πίν. 142). Αναλυτικά:2029 Α) Π 3046. Σφαιρικός ψευδόστομος αμφορέας (FS 171), συγκολλημένος από πολλά τεμάχια. Διακόσμηση εξίτηλη, αδιάγνωστη. Β) ΒΕ 1061. Μόνωτη κύλικα (FS 267). Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Άβαφη. Χείλος ευθύ. Λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή. Γάστρα κωνική, με έντονη γωνίωση κάτω από το χείλος. Γ) π 3049.2030 Τμήμα κυπέλλου (FS 226). Σώζεται σχεδόν το μισό. Συγκολλημένο. Αποκρουσμένο σε πολλά σημεία. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Βαφή ερυθρή/καστανέρυθρη, εξίτηλη. Χείλος έξω νεύον, βάση επίπεδη. Στο σώμα φυτικό κόσμημα, που απολήγει, στο άνω τμήμα, σε ενάλληλες γωνίες αντί άνθους. Η ζώνη διακόσμησης άνω και κάτω ορίζεται με ταινίες. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙΙΒ. Δ) π 3048: Δίωτος σκύφος2031 (FS 284). Συγκολλημένος από πολλά τεμάχια, ελλιπής ως προς τη μία λαβή και τμήματα του σώματος και του χείλους. Συμπληρωμένος. Πηλός υπέρυθρος πορτοκαλόχρωμος. Βαφή καστανομέλανη - καστανέρυθρη, εξίτηλη. Χείλος έξω νεύον. Βάση επίπεδη. Λαβές οριζόντιες, κυκλικής διατομής. Μεταξύ των λαβών κυματοειδής γραμμή (FM 53:25). Το αγγείο χρονολογείται στην ΥΕΙΙΙΒ2/ΥΕΙΙΙΓ (πρώϊμη). Ε) π  3051: Τμήμα πρόχου2032 (FS 106). Συγκολλάται από πολλά τεμάχια. Σώζονται ο λαιμός με τμήμα του χείλους, η λαβή, μέρος του ώμου και του σώματος. Πηλός και επίχρισμα ωχροκάστανα. Χείλος έξω νεύον, λαιμός βραχύς. Λαβή κατακόρυφη, κυκλικής διατομής. Σώμα σφαιρικό. Διακόσμηση γραμμική με καστανέρυθρη βαφή στο άνω τμήμα της κοιλίας. Άλλη διπλή ταινία έχει γραφεί στη βάση του λαιμού. Χρονολόγηση: τέλη της ΥΕΙΙΙΒ/αρχές της ΥΕΙΙΙΓ. Προφανώς η μικρή αυτή κοινότητα συνδεόταν με τους τρεις υποκείμενους θαλαμωτούς τάφους και πρέπει να χρονολογηθεί στην ΥΕΙΙΙΒ-Γ.

2029. Πρβ. και κατάλογο κεραμικής από Διάσελλα. 2030. Κουντούρη 2002, σελ. 237. Το κύπελλο (το οποίο μιμείται μεταλλικά πρότυπα) αποτελεί διάδοχο σχήμα του κυπέλλου Βαφειού. Εμφανίζεται στην ΥΕΙΙΙΑ1. Στην ΥΕΙΙΙΒ1 αποκτά έντονα αμφίκοιλο περίγραμμα (κατά τη διάρκεια της ΥΕΙΙΙΑ/Β καθίσταται εξαιρετικά δημοφιλές). Απουσιάζει από την ΥΕΙΙΙΓ. Στην ΥΕΙΙΙΑ1 τα διακοσμητικά θέματα περιλαμβάνουν σπειροειδή, σπογγωτό, φολιδωτό, δικτυωτό, ενώ στους ΥΕΙΙΙΑ2 χρόνους προστίθενται η κυματοειδής ταινία, το μυκηναϊκό άνθος, το φοινικόδενδρο, ενώ στην ΥΕΙΙΙΒ δεν λείπουν και οι εικονιστικές παραστάσεις. Σγουρίτσα 2001, σελ. 31-32. Και στην Αττική το κύπελλο κοσμείται με φυτικό θέμα (άνθος). Stubbings 1947(Αθήνα), pl. 8 (13) για το σχήμα. Ιακωβίδης 1970 (Περατή), σελ. 226-227. Το κύπελλο, εμπνευσμένο από μεταλλικά πρότυπα παράγεται σε ολόκληρη την ΥΕΙΙΙ. Στην ΥΕΙΙΙΒ συνήθως η διακόσμηση δεν είναι ενιαία αλλά χωρίζεται σε δύο ζώνες. Σγουρίτσα 1988 (Αττική), σελ. 94-95. Mountjoy 1999, σελ. 550. Αναφέρεται χαρακτηριστικά “The bodies of the motifs run through both decorative zones to the base, a feature of this period”. Διακοσμητικό μοτίβο (πορφύρα), καλύπτουν το σύνολο του σώματος και σε κύπελλο από την Αργολίδα (σελ. 148). Για το φυτικό κόσμημα πρβ. και σελ. 557 (276) φυτικό κόσμημα στο σώμα κυλινδρικού αλαβάστρου (από Αττική). 2031. Γιαλούρης 1964 (Δύο σκύφοι από τη Ρένια). Morricone 1965/66 (Κως), fig. 30 (362). Σκύφος με πλατιά κυματοειδή γραμμή μεταξύ των λαβών. Ιακωβίδης 1970, σελ. 219 -222, όπου γίνεται γενική αναφορά στο σχήμα και τη διακόσμηση του. Σγουρίτσα 1988, σελ. 94. Αναρίθμητα δείγματα σκύφων απέδωσε και η Τίρυνθα (πρβ. Voigtländer 2003). Mountjoy 1999, σελ. 158 (αργολικό ανάλογο με διακόσμηση ταινίας), σελ. 224 (από Κορινθία - διακόσμηση με απλή ταινία υπό του χείλους), 390 και 416 (σκύφοι από την Αχαΐα). Βλαχόπουλος 2002, σελ. 141. Σε δύο σκύφους από το Καμίνι της Νάξου εξαιρείται στενή ζώνη μεταξύ των λαβών, που πληρούται με κυματοειδή ταινία. 2032. Blegen 1937 (Πρόσυμνα), 16-26 (16) καθώς και εικ. 167, 1140 (ίδιο σχήμα, διακόσμηση και χωροθέτηση κοσμήματος).

Οικιστική αρχιτεκτονική

327

Σαμικό Οικιστικά λείψανα έχουν εντοπισθεί και ερευνηθεί πάνω στο λόφο Κλειδί στο Κάτω Σαμικό.2033 Συγκεκριμένα, στα άκρα του παρατηρήθηκαν από τον W. Dörpfeld ίχνη τείχους, δομημένου με την κυκλώπεια τεχνική.2034 Το 1908, μετά το πέρας της ανασκαφής στον Κακόβατο, η Γερμανική αποστολή επανέκαμψε στο Σαμικό και διενήργησε, μικρών διαστάσεων, ανασκαφικές τομές. Απεκαλύφθησαν τμήματα του «κυκλώπειου»2035 τείχους και μικρού πλάτους τοίχοι (στην κορυφή του μεγαλύτερου από τους τρεις λόφους2036), που ανήκαν σε κάποιο οικοδόμημα, μεγαλυτέρων διαστάσεων, ενώ συνελέγη και άφθονη κεραμική, που μοιάζει με την αντίστοιχη από τον Κακόβατο, την Αρχαία Ολυμπία και την Πίσα, ανήκει δηλαδή στην ΠΕΧ και ΜΕΧ2037 αλλά επισημαίνονται και όστρακα της πρώιμης μυκηναϊκής περιόδου.2038 Το τείχος δεν είναι πλέον ορατό2039 καθώς ο μέγιστος αριθμός των ογκολίθων χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή ασβέστη από γειτονικό στο χώρο ασβεστοκάμινο,2040 αλλά τμήμα του (σε μήκος 60 μ.2041) εντοπίστηκε και καθαρίστηκε από την πυκνή βλάστηση στις αρχές της δεκαετίας του 1980 από την αρχαιολόγο κα. Ελ. Παπακωνσταντίνου.2042 Το αρχαιολογικό ενδιαφέρον για την εγκατάσταση στο Σαμικό παρέμεινε ζωντανό και το φθινόπωρο του 2007 πραγματοποιήθηκαν,2043 στο βορειότερο λόφο της θέσεως «Κλειδί», τρεις δοκιμαστικές τομές. Αυτές ήταν διαστάσεων 4 x 4 μ. και διενεργήθηκαν στην κορυφή του λόφου, όπου σχηματίζεται ένα μεγάλο πλάτωμα (μήκους 50-60 μ. και πλάτους 20 μ.). Η τομή (2) απέδωσε πλήθος οστράκων, που χρονολογούνται σε διάφορες περιόδους της Χαλκοκρατίας.2044 Το πλέον σημαντικό εύρημα υπήρξαν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Συγκεκριμένα, στη δυτική παρειά της τομής και με διεύθυνση Β-Ν εντοπίστηκε τοίχος, σωζόμενος σε ελάχιστο ύψος και με την ανωδομή του πλήρως κατεστραμμένη. Κατακόρυφα προς τον τοίχο (Α) και σε χαμηλότερο επίπεδο είχε κατασκευασθεί έτερος (τοίχος Β) με κατεύθυνση Α-Δ. Στο νοτιοδυτικό τμήμα της τομής εντοπίστηκε δάπεδο στο οποίο βρέθηκαν κατά χώρα, δύο κάνθαροι της ΜΕΧ, οι οποίοι προσφέρουν μία post quem χρονολόγηση. 2033. Γ  ια την τοπογραφία της περιοχής πρβ. και οικείο κεφάλαιο. Πάντως η οικιστική εγκατάσταση υπέρκειται του νεκροταφείου (των τύμβων και του θολωτού) και χωροταξικά είναι συγκρίσιμη με την Περιστεριά και τον Κακόβατο. 2034. D  örpfeld 1908β, σελ. 320. Το 1907, ο Dörpfeld μαζί με τους συνεργάτες του επισκέφθηκαν την περιοχή του Κλειδιού και εντόπισαν στους δύο μικρούς λόφους τα ίχνη μία προϊστορικής, οχυρωμένης εγκατάστασης. 2035. L  oader 1998, σελ. 36 (για το τείχος του Σαμικού). 2036. Και του προς Βορρά ευρισκομένου. 2037. Dörpfeld 1908β, σελ. 321. Για την αποκάλυψη των τοίχων γράφει ο ανασκαφέας: «… auch dünne Mauern zum Vorschein, die einem auf diesem Hügel gelegenen grösseren Bau angehören.». Για την κεραμική: «… gesammelten Vasenscherben gehören teils zu der prähistorischen, mit dem Hand gemacht Ware, die in Pylos, Olympia und Leukas vorkommt…». 2038. Dörpfeld 1908β, σελ. 321 (… wie sie in den Kuppelgräbern von Kakovatos vorkommen.). Στην κορυφή του προς Βορρά λόφου συνελέγησαν από τον Meyer και όστρακα κλασσικής - ρωμαϊκής εποχής, δηλώνοντας την επανακατοίκηση του χώρου κατά τους ιστορικούς χρόνους (Meyer 1957, σελ. 78). 2039. Δ  εν ήταν ορατό ήδη από το 1939 (Simpson - Hagel 2006, σελ. 60). 2040. Μ  έχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960. 2041. Τ  ο πλάτος του κυμαίνεται μεταξύ 2,60-3,05 μ. και ύψος 1,60 μ. (Simpson - Hagel 2006, σελ. 60). 2042. Π  απακωνσταντίνου 1982, σελ. 134. Αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Ενδιαφέρουσα υπήρξε και η ανακάλυψη κυκλώπειου τείχους, το οποίο κατέρχεται από την κορυφή του υψώματος (λόφος στο Κλειδί) και οχυρώνει από Δ-Α τη δίοδο μέχρι το λόφο του απέναντι υψώματος, όπου και η κλασική ακρόπολη». Πάντως οι Simpson - Hagel (Simpson Hagel 2006, σελ. 60) θέτουν το ερώτημα, μήπως το συγκεκριμένο τμήμα του τείχους είναι μεταγενέστερο και η κατασκευή του συμπίπτει χρονικά με αυτήν της ελληνιστικής ακρόπολης. 2043. Από τη Ζ’ ΕΠΚΑ. 2044. Επιπλέον ανευρέθησαν λεπίδες οψιανού και λίθινα εργαλεία.

328 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Ελάχιστα μέτρα Β-ΒΑ της τομής 2 ανοίχτηκε η τομή 3. Η τελευταία απέδωσε πλούσια κεραμική της ΠΕΧ, ΜΕΧ και ΥΕΧ, λεπίδες οψιανού, τεμάχια ειδωλίων, δεν προσέφερε όμως σαφή αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Η εκτεταμένη αναμόχλευση των χωμάτων, αποτέλεσμα της εντατικής καλλιέργειας αλλά και των παλαιότερων ανασκαφικών τομών (που είχαν διενεργηθεί από τον Dörpfeld), δεν οδήγησε στο επιθυμητό αποτέλεσμα, την επισήμανση ενός σαφώς στρωματογραφημένου οικιστικού συνόλου. Βάσει των προαναφερθέντων το Σαμικό κατατάσσεται στις οχυρωμένες θέσεις, οι οποίες εμφανίζονται στα τέλη της ΜΕΧ και επιβιώνουν στην ΥΕΧ.

Αγ. Δημήτριος Λεπρέου Πολυάριθμα όστρακα της ΥΕΧ προήλθαν και από τον Αγ. Δημήτριο Λεπρέου (στις αρχές της δεκαετίας του 1980 είχε ανασκαφεί σημαντικός ΠΕ οικισμός2045). Η θέση βρίσκεται στην ενδοχώρα (8 χλμ. από την ακτή), στην κορυφή ενός φύσει οχυρού λόφου, ο οποίος εποπτεύει το σύνολο της κοιλάδας του Θολοποτάμου.2046 Δεν επισημάνθηκαν λείψανα μυκηναϊκών τοίχων, τα οποία πιθανώς κατεστράφησαν από τη διάβρωση. Η κεραμική στην πλειοψηφία της ανήκει στις πρώιμες φάσεις της ΥΕ αλλά δεν λείπουν και όστρακα της ΥΕΙΙΙΒ.2047 Η πλειονότητα των γραπτών οστράκων ανήκει σε κύπελλα Βαφειού τα οποία διακοσμούνταν με χελώνιο, φυλλοειδείς ταινίες, ρακέτα, εφαπτόμενες σπείρες. Εσωτερικά του χείλους είχε γραφεί πλατιά ταινία, ενώ στο μέσο του σώματος υπήρχε έντονη κεντρική, ανάγλυφη νεύρωση.2048

Φιγάλεια2049 Στη θέση Κορδομπούλι, ΝΔ της κοινότητος της Φιγάλειας (πρώην Παύλιτσα), ερευνήθηκε το 1996 και 1997 ναός των αρχαϊκών και υστεροκλασσικών χρόνων. Η περιοχή χωροθετείται σε μεγάλο υψόμετρο και «ελέγχει» συνολικά την κοιλάδα της Νέδα. Στο πλάτωμα βορείως του ναού διενεργήθηκαν πέντε δοκιμαστικές τομές (διαστάσεων 5 x 7 μ.), που κατέδειξαν την ύπαρξη προϊστορικού οικισμού. Οι τοίχοι έχουν κτισθεί από διπλές σειρές μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους λίθους. Το μεταξύ τους κενό είχε πληρωθεί από μικρότερους και χαλίκια. Η άτακτη και άναρχη διεύθυνση τους μαρτυρεί πως ανήκαν σε πολλαπλές οικοδομικές φάσεις, οι οποίες αντιστοιχούν και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Από τις τομές προήλθαν μεγάλες ποσότητες κεραμικής προϊστορικών χρόνων (κυρίως ΜΕ εγχάρακτη), που επιτρέπει τον καθορισμό τουλάχιστον δύο χρονολογικών φάσεων των κτηρίων: η μία στους ΜΕ χρόνους και η άλλη στους πρώιμους ΥΕ. Ο οικισμός απέδωσε πολλά λίθινα και πήλινα σφονδύλια, λεπίδες οψιανού και πυριτολίθου, καθώς και λίθινα εργαλεία.2050 Στη βόρεια πλευρά του ναού απεκαλύφθησαν δύο τεμνόμενοι σε ορθή γωνία τοίχοι. Εντός του βορείου (τοίχου) εντοπίστηκε βρεφική ταφή, μυκηναϊκών χρόνων («συνοδευόταν» από απιόσχημο πιθαμφορίσκο).2051 2045. Z  achos 1987. 2046. Z  achos 1984, σελ. 328. 2047. Z  achos 1984, σελ. 328. 2048. Zachos 1984, σελ. 329. 2049. Αραπογιάννη 1996γ, σελ. 137. 2050. Αραπογιάννη 1997α, σελ. 119. 2051. Α  ραπογιάννη 1997α, σελ. 119, Arapogianni 2002, σελ. 324.

Οικιστική αρχιτεκτονική

329

Δρούβα Στην κορυφή του λόφου της Δρούβας, που υπέρκειται του Παλαιού Μουσείου και δεσπόζει σε ολόκληρο το πολεοδομικό συγκρότημα της Αρχαίας Ολυμπίας, ανευρέθησαν ποσότητες οστράκων καθώς και οικοδομικά λείψανα, πιθανώς μυκηναϊκής εποχής.2052 Στη θέση Καλόσακα, στον υπερκείμενο του Ν. Μουσείου λόφο, εκτός των μυκηναϊκών τάφων επισημάνθηκαν και λείψανα τοίχων, που ίσως ανήκαν στον υστεροελλαδικό οικισμό.

Δάφνη2053 Στην κοινότητα της Δάφνης (πλησίον της Αρχαίας Ήλιδος) στην κορυφή ενός λόφου επισημάνθηκαν τα ίχνη οχυρωματικού περιβόλου. Στην πλαγιά του υψώματος ανεσκάφησαν θαλαμωτοί τάφοι,2054 που πιθανώς ανήκαν στους κατοίκους του προαναφερθέντος οχυρωμένου πολίσματος.

Κορυφή (Πίν. 143) Σε μικρή απόσταση από την κοινότητας Κορυφής, 10-12 χλμ. βόρεια/βορειοδυτικά του Πύργου, είναι ορατά τα ίχνη τειχών ελληνιστικής ακρόπολης (γνωστής ως «Κάστρο της Κουκουβίτσας»).2055 Κατά τη διάρκεια εργασιών ανάδειξής της, ανεσκάφη μυκηναϊκή μεγαρόσχημη οικία, αποτελούμενη από τρία δωμάτια και με συνολικό μήκος περί τα 8 μ. και πλάτος περί τα 3-4 μ. Οι τοίχοι είχαν οικοδομηθεί από μικρού και μεσαίου μεγέθους λίθους, οι οποίοι αφθονούν στην περιοχή.2056 Η ανασκαφή απέδωσε και δύο αποθέτες, οι οποίοι περιείχαν εργαλεία και αγγεία αποθηκευτικού χαρακτήρα (πιθάρια και αμφορείς από χονδρή κεραμική).2057 ΥΕ οικισμός είχε δημιουργηθεί και σε παρακείμενους λόφους, στη θέση «Τριανταφυλλιά», όπως προέκυψε από πρόσφατες ανασκαφές για τη χωροθέτηση ΧΥΤΥ. Η έρευνα απέδωσε μεγαρόσχημα κτήρια και άφθονη κεραμική.

Άσπρα Σπίτια2058 Πραγματοποιήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’90 δοικιμαστικές τομές σε χώρο, όπου ισχυριζόταν ο L. Ross, ότι είχε ανεγερθεί ο τάφος του 1ου Ολυμπιονίκη, του Ηλείου, Κόροιβου. Κατά την ανασκαφή διαπιστώθηκε ότι τα κλασικά στρώματα επικάθονται σε ΥΕ στρώμα. Βαθύτερα εντοπίστηκε μία προγενέστερη οικοδομική φάση, στην οποία ανήκαν κατάλοιπα τοίχων, όστρακα, λεπίδες και πυρήνες οψιανού, οστά ζώων και ένα υφαντικό βάρος. Τα ευρήματα χρονολογούνται στην ΥΕΧ.

2052. Y  alouris 1968b, σελ. 176. 2053. Α  ραπογιάννη 1997β, σελ. 253. 2054. Π  ρβ. οικείο κεφάλαιο. 2055. Η οποία αποκαλύφθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα από τον Α. Σκιά. 2056. Πραγματοποίηση αυτοψίας τον Σεπτέμβριο του 2008. 2057. AR 2004, σελ. 31. Για τον οικισμό στη θέση «Τριανταφυλλιά» πρβ. και Χατζή 2010, σελ. 21. 2058. AR 2006, σελ. 45.

330 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η συνολική εξέταση της διασποράς/χωροθέτησης ταφικών και οικιστικών συνόλων, της αρχιτεκτονικής, των εθίμων ταφής, της κεραμικής και της μικροτεχνίας μπορούν να αποδώσουν χρήσιμα συμπεράσματα για την ΥΕΧ στην περιοχή του Ν. Ηλείας και να παρέξουν τη δυνατότητα ανασύστασης του υλικού πολιτισμού και του κοινωνικού οικοδομήματος.

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ Κατά την ΥΕΧ, το οικιστικό πλέγμα2059 (Χάρτες 1-5) διαμορφώνεται κατά μήκος σημαντικών συγκοινωνιακών αξόνων, που σχετίζονται: α) Μ  ε χερσαία «περάσματα», από τη βόρεια στη νότια Πελοπόννησο (Κορυφή, Επιτάλιο, Σαμικό, Κακόβατος, Λέπρεο). Ουσιαστικώς ταυτίζονται με τον σημερινό οδικό άξονα, ο οποίος συνδέει τη ΒΔ με τη ΝΔ Πελοπόννησο. β) Μ  ε ποταμούς, οι οποίοι, κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία, ήταν στο σύνολο ή τμηματικώς πλωτοί,2060 παρέχοντας πρόσβαση προς τη Γορτυνία και τις ακτές του Ιονίου. Πληθυσμιακή συγκέντρωση παρατηρείται κατά μήκος του Αλφειού (Διάσελλα, Νέο Μουσείο, Στρέφι, Μακρύσια, Μιράκα) ή των παραπόταμών του (Κλαδέος, Στραβοκέφαλο, Καυκανιά). Σημαντική οδός προς την ενδοχώρα αποτέλεσε και η κοιλάδα του Πηνειού, κατά μήκος της οποίας οργανώθηκε ένα πυκνό πλέγμα ταφικών και προδήλως οικιστικών συνόλων (Κλινδιάς, Αγραπιδοχώρι, Αγ. Τριάδα, Γούμερο/Πέρσαινα, Άσπρα Σπίτια). Από τα ερευνηθέντα νεκροταφεία ή τους μεμονωμένους τάφους διαπιστώνεται ότι δεν αναπτύχθηκαν μεγάλοι οικισμοί, αλλά ολιγάνθρωπες κοινότητες, οι οποίες δεν ξεπερνούσαν τη συγκέντρωση δύο ή τριών γενών2061 (Χάρτης 2-3). Μόνο προς το τέλος της ΥΕΙΙΙΒ, εξάγεται το συμπέρασμα, πως συγκροτείται ένα πολυάνθρωπο οικιστικό σύνολο, στην περιοχή της ΒΑ Ηλείας (Αγ. Τριάδα). Ουσιαστικώς είναι δόκιμο να ισχυρισθεί κανείς ότι η χωροταξική και δημογραφική ανάπτυξη της Ηλείας ακολουθεί την ίδια δομή, η οποία παρατηρείται και κατά τους ιστορικούς χρόνους (ακόμη και στις μέρες μας), δηλ. απουσία μεγάλων αστικών κέντρων και συγκέντρωση του πληθυσμού σε μικρά οικιστικά σύνολα.2062 Η γένεση του αποκαλούμενου μυκηναϊκού πολιτισμού συμπίπτει με την εμφάνιση «αστικών κέντρων» και τη συγκέντρωση πλούτου σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες,2063 οι οποίες είχαν αποκτήσει κύρος, γόητρο και κοινωνικό σεβασμό, όπως αποτυπώνεται στα κτερίσματα των λακκοειδών

2059. Π  αρά τα ελάχιστα ανεσκαμμένα οικιστικά κατάλοιπα, ο εντοπισμός και η έρευνα δεκάδων ταφικών μνημείων (τύμβων, θολωτών, θαλαμωτών, λακκοειδών και «ημιτελών θαλαμωτών - υβριδικών») παρέχουν τη δυνατότητα εκτίμησης της πληθυσμιακής πυκνότητας και της χωρικής εξάπλωσης των οικισμών κατά την ΥΕΧ. 2060. Ο  Αλφειός κατοικήθηκε ήδη από την ΠΕΧ και απετέλεσε σημαντική οδό πρόσβασης στο εσωτερικό της Πελοποννήσου (βλ. και υποσ. 70). 2061. Σ  τη Μεσσηνία, κατά την περίοδο της ΥΕΙΙΙΑ/Β, ο ελάχιστος πληθυσμός υπολογίζεται στις 50.000, μάλιστα ο Chadwick βάσει και των γραπτών πηγών εκτιμά τον πληθυσμό μεταξύ 80.000 και 120.000 (Carother - McDonald 1979, σελ. 434). 2062. Πρβ. υποσ. 95. 2063. Ή «ασύμμετρη κατανομή πλούτου» (πρβ. Voutsaki 1995, σελ. 58).

332 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

και πρώιμων θολωτών τάφων.2064 Στη δυτική Ελλάδα παρατηρείται η πληθυσμιακή και οικονομική άνθιση της Πυλίας και της βόρειας Τριφυλίας. Η οικονομική ευμάρεια, όπως καταφαίνεται από την κατασκευή μεγαλεπήβολων ταφικών μνημείων και την πλούσια κτέριση των νεκρών, η ανάπτυξη του εμπορίου τόσο προς τη Δύση όσο και προς την Κρήτη και την Ανατολή, η συγκέντρωση του πλούτου σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, οδήγησαν στη συγκρότηση μικρών «ηγεμονιών2065». Το συγκεκριμένο κοινωνικό - πολιτικό μοντέλο απαντάται στα αποκαλούμενα «μυκηναϊκά κέντρα» και εξηγεί τη συσσώρευση πλούτου και την ακμή του Κακοβάτου. Ο Κακόβατος υπήρξε μία θέση στρατηγικής σημασίας, η οποία αναπτύσσεται γοργά και εξελίσσεται σε οικονομικό - διοικητικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Οι κάτοικοί του οικοδομούν θολωτούς τάφους, διατρανώνοντας τη δύναμη του τοπικού ηγεμόνα και της οικογενείας του και μνημειοποιώντας το παρακείμενο οικιστικό σύνολο. Από τα ευρήματα συμπεραίνεται ότι ασχολούνται με τη γεωργία και μάλιστα την εντατική καλλιέργεια σύκων, η οποία υπήρξε εξαιρετικά διαδεδομένη σε ολόκληρη τη ΝΔ. Πελοπόννησο,2066 και τελικώς σχηματίζεται ένα κοινωνικό μόρφωμα με «εξειδίκευση εργασίας».2067 Μία άλλη πτυχή της οικονομικής δραστηριότητας υπήρξε και το εμπόριο.2068 Έτσι εξηγείται η πληθώρα αντικειμένων, ορισμένα εκ των οποίων αποτελούν unica για τη μυκηναϊκή αρχαιολογία (π.χ. το αγγείο από υαλόμαζα, περίαπτα από ήλεκτρο και χρυσό, ειδώλια υαλόμαζας). Ο Κακόβατος, χωροθετημένος στις ακτές του Ιονίου, σε μικρή απόσταση από τα Ιόνια νησιά (π.χ. τη Ζάκυνθο ή την Κεφαλονιά), πιθανώς υπήρξε η απόληξη ενός πολύπλοκου συστήματος εμπορείων, τα οποία μετέφεραν στη μυκηναϊκή επικράτεια ήλεκτρο (είτε κατηργασμένο, είτε ακατέργαστο).2069 Πρόσφατα ευρήματα στη Σικελία επιβεβαιώνουν τις εμπορικές επαφές μεταξύ των δύο πλευρών του Ιονίου, ενώ έχει διαπιστωθεί η σύνδεση της ηπειρωτικής Ελλάδας με την Αδριατική, ήδη από την ΠΕΧ.2070 Η ανταλλαγή προϊόντων για την προμήθεια ηλέκτρου εξηγεί την παρουσία, στους θολωτούς τάφους του Κακοβάτου, ευρημάτων, τα οποία επισημαίνονται στα ανακτορικά κέντρα της Αργολίδας και της Μεσσηνίας, και επιβεβαιώνει τις εμπορικές σχέσεις των κατοίκων του με το σύνολο της μυκηναϊκής επικράτειας.2071 Αναλόγως δικαιολογείται και η απουσία τους από το γειτονικό Σαμικό.2072 Η ραδιοχρονολόγηση των απανθρακωμένων καρπών σύκων επιβεβαιώνει την κρατούσα άποψη, ότι το πόλισμα του Κακοβάτου, εγκαταλείπεται στα τέλη της ΥΕΙΙ. Η ερήμωση του, πιθανώς, συνδέεται με κάποιο αιφνίδιο γεγονός, συσχετιζόμενο με την εκδήλωση έντονου φυσικού (;) 2064. Laffineur 2003, σελ. 81. 2065. S helmerdine 2001, σελ. 349. Οι ηγεμόνες είναι επιφορτισμένοι με την άσκηση θρησκευτικών, οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων, ενώ αποκτούν δύναμη και εξουσία, που επιδεικνύουν με την κτήση αντικειμένων γοήτρου. 2066. Carother - McDonald 1979, σελ. 452. Η καλλιέργεια της συκιάς, από τα πλέον χαρακτηριστικά φυτά της Μεσογείου, υπήρξε καθοριστική στη διατροφή του πληθυσμού, εξασφαλίζοντας την απαραίτητη θερμιδική ενέργεια, για την επιβίωσή του. Βάσει των πινακίδων της Γραμμικής Β 1000 συκιές ανήκαν στον άνακτα της Πύλου (Dzcyek 1994, σελ. 98), ενώ στην περιοχή καλλιεργούνταν περίπου 1.770 δένδρα (πινακίδα Gv 862) (Chadwick 1976, σελ. 122). 2067. Darcque 2005, σελ. 307. 2068. Τ  α ευρήματα καταδεικνύουν ότι η ΥΕΙ/ΙΙΑ υπήρξε περίοδος ευημερίας για τη Μεσσηνία και τη νότια Ηλεία (Sgouritsa 2005, σελ. 517). 2069. Graziadio 1998, σελ. 64, Sgouritsa 2005, σελ. 519. 2070. Rambach 2007, σελ. 85, Ambre 2007, σελ. 51. 2071. Graziadio 1998, σελ. 64. 2072. Τ  α κτερίσματα περιορίζονταν σε ένα ή δύο αγγεία ανά ταφή, υποδηλώνοντας το χαμηλό βιοτικό αλλά και κοινωνικό επίπεδο των κατοίκων του. Δεν μπορεί να αποκλεισθεί η λειτουργία του Σαμικού, σαν στρατιωτικού σταθμού (άλλωστε «δερβένι» υπήρξε και στα νεώτερα χρόνια), ο οποίος επόπτευε το στενό πέρασμα από την Ηλεία στη Μεσσηνία.

Συμπεράσματα

333

φαινομένου (π.χ. σεισμού2073). Όμως, οι παρακείμενοι θολωτοί τάφοι δεν δέχονταν ταφές ήδη από τα τέλη της ΥΕΙΙΑ, γεγονός, που μάλλον συναρτάται με άλλες, περισσότερο σύνθετες, πολιτικοκοινωνικές μεταβολές. Κατά την ΥΕΙΙΙΑ/Β η Τριφυλία παρουσιάζει αξιοσημείωτη πληθυσμιακή κάμψη. Οι θολωτοί δεν δέχονται νέες ταφές, ελάχιστοι ενταφιασμοί πραγματοποιούνται στον τύμβο του Σαμικού,2074 ο Προφήτης Ηλίας Μακρισίων εγκαταλείπεται. Η οικονομικο/κοινωνική ζωή της Ηλείας μεταφέρεται βορειότερα, κατά μήκος της κοιλάδας του Αλφειού,2075 όπου συγκροτούνται μικρά νεκροταφεία, συστάδες θαλαμωτών τάφων, που αποτελούνται από 8-11 τάφους (π.χ. Κλαδέος, Στραβοκέφαλος, Στρέφι, Νέο Μουσείο), ενώ δε λείπουν και οι περιπτώσεις ενός, δύο ή τριών ταφικών μνημείων (Μιράκα, Αλποχώρι, Διάσελλα, Μακρίσια). Τα ευρήματα δεν υπήρξαν εντυπωσιακά, ουσιαστικώς περιορίζονται σε αγγεία, κοσμήματα από υαλόμαζα και ημιπολύτιμους λίθους και λιγοστά χάλκινα εργαλεία/όπλα.2076 Οι κάτοικοι, βάσει των ελαχίστων ανθρωπολογικών μελετών, αντιμετώπιζαν υψηλό δείκτη θνησιμότητας, που οφείλεται στην περιορισμένη σε σιτηρά διατροφή (ελάχιστες οι ζωικής προέλευσης πρωτεΐνες). Πρόκειται για μικρές αγροτικές - κτηνοτροφικές κοινότητες, που, ίσως, ασχολούνταν και με τη μεταποίηση των προϊόντων τους (π.χ. ανεύρεση ασαμίνθου στο Επιτάλιο),2077 αλλά δεν πρέπει να θεωρηθούν αποκομμένες από το «γίγνεσθαι» του υπόλοιπου μυκηναϊκού κόσμου. Στην ΥΕΙΙΙΓ, οι κοινότητες του Αλφειού παρακμάζουν και ορισμένες εγκαταλείπονται. Ελάχιστα νεκροταφεία (Χάρτης 5) δέχονται νέες ταφές (π.χ. Νέο Μουσείο, Κλαδέος, Μακρίσια, Διάσελλα),2078 αντίθετα ακμάζει η γεωγραφική ενότητα της ΒΑ Ηλείας, σχετιζόμενη στενά με την Αχαΐα και την Αρκαδία. Στην Αγ. Τριάδα οργανώνεται ένα μεγάλο νεκροταφείο (45 θαλαμωτών).2079 Παράλληλα επαναχρησιμοποιείται ο θαλαμωτός στο Αγραπιδοχώρι και επιβιώνει το νεκροταφείο θαλαμωτών στη Δάφνη. Νέοι τάφοι κατασκευάζονται στον Κλαδέο. Η ΒΑ Ηλεία ενσωματώνεται σε ένα διαφορετικό δίκτυο πολιτισμικών και οικονομικών επαφών, προσανατολισμένο προς το Βορρά (Αχαΐα, Στερεά Ελλάδα, Κεφαλονιά) και όχι προς το Νότο ή την Ανατολή. Στο τέλος της ΥΕΙΙΙΓ συγκροτείται και το προσφάτως ανασκαφέν νεκροταφείο στο Γούμερο/Πέρσαινα, το οποίο απέδωσε πλούσια κεραμική, η οποία μπορεί να χρονολογηθεί και στην Υπομυκηναϊκή ή και Πρωτογεωμετρική περίοδο (κύλικες με βαθμιδωτό στέλεχος).2080

2073. Η Ηλεία είναι μία από τις πλέον σεισμογενείς περιοχές της Ελλάδος (πρβ. και Εισαγωγή). 2074. Π  ου είχε ανασκαφεί από τον Ν. Γιαλούρη. Τα ερευνηθέντα από την Ελ. Παπακωνσταντίνου ταφικά μνημεία δεν δέχονται ταφές πέραν της ΥΕΙΙ. 2075. Ή και των παραποτάμων του. Πρβ. και Dyczek 1994, σελ. 166. 2076. Η κτέριση δεν διαφοροποιείται από άλλα αντίστοιχα μνημεία της μυκηναϊκής επικράτειας. 2077. Οι ασάμινθοι συνδέθηκαν και με την παραγωγή ελαίου (αρωματικού ή μη). Το λάδι υπήρξε σημαντικό προϊόν για τους μυκηναίους, η παραγωγή του οποίου καταγράφεται στις πινακίδες της Γραμμικής Β (Chadwick 1972, σελ. 115, Chadwick 1976, σελ. 121-123, Μπουλώτης 1993, σελ. 25-26, Dyczek 1994, σελ. 97-98). Για τη σύνδεση ψευδοστόμων αμφορέων με τη διακίνηση αρωματικού ελαίου βλ. Shelmerdine 1984, σελ. 81 και Μπουλώτης 1993, σελ. 41-46. 2078. Η  Eder (Eder 1998, σελ. 144) εκτιμά ότι ο πληθυσμός της Μεσσηνίας, κατά την ΥΕΙΙΙΓ, δεν ξεπερνά το 10% του πληθυσμού της ΥΕΙΙΙΒ. Επίσης και Dyczek 1994, σελ. 166. 2079. Η πλειοψηφία των ταφών εντάσσεται στην ΥΕΙΙΙΓ. 2080. Α  πό προφορική επικοινωνία με τον ανασκαφέα, κ. Παν. Μουτζουρίδη. Παρόμοιες κύλικες (με έσω νεύον χείλος και έντονα βαθμιδωτά στελέχη) προέρχονται από την Ολυμπία (Άλτι), την Ιθάκη, τα Νιχώρια αλλά εντοπίζονται και στην Κύπρο (πρβ. Eder 2006, σελ. 566-568).

334 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Πολιτική δομή Κατά την ΥΕΧ διαμορφώνονται τρεις γεωγραφικές ενότητες, στις οποίες αναπτύσσεται ο μυκηναϊκός πολιτισμός: η βόρεια Τριφυλία, η Αρχ. Ολυμπία - κεντρική Ηλεία, και η ΒΑ Ηλεία. Στην πρώτη περίπτωση τα αρχαιολογικά δεδομένα «συνηγορούν» στην ένταξή της, οπωσδήποτε πολιτισμικά,2081 στην επικράτεια της Μεσσηνίας ή του βασιλείου της Πύλου.2082 Αντιθέτως, απουσιάζουν ευρήματα από τη βορείως του Αλφειού περιοχή.2083 Συγκεκριμένα: 1. Συναντάται η χρήση των ταφικών τύμβων (Σαμικό, Προφήτης Ηλίας Μακρισίων).2084 Στην περίπτωση της Ηλείας, όπως και της Μεσσηνίας, οι τύμβοι δέχονται περισσότερες της μίας ταφές, λειτουργώντας ως οικογενειακοί τάφοι.2085 2. Οικοδομούνται εντυπωσιακοί, ως προς το μέγεθος, (Κακόβατος) ή και μικρότεροι (Σαμικό), θολωτοί τάφοι.2086 Ο αρχιτεκτονικός τύπος απαντάται με αυξημένη συχνότητα και ευρύτατη χωρική διάδοση στη Μεσσηνία. Ενδεικτικό της συνέχειας, της βαθιά ριζωμένης αρχιτεκτονικής παράδοσης αλλά και της συντήρησης στον τομέα των εθίμων ταφής υπήρξε το γεγονός, ότι οι θολωτοί εξακολουθούν και οικοδομούνται στη Μεσσηνία ακόμα και κατά τη διάρκεια της Πρωτογεωμετρικής Εποχής.2087 3. Τα ανεσκαμμένα ταφικά μνημεία του Κακοβάτου, ιδίως ο C, παρουσιάζουν πληθώρα αρχιτεκτονικών αρχαϊσμών (χρήση μικρών διαστάσεων λίθων, ανυπαρξία δρόμου και διαμορφωμένου στομίου, ελάχιστα σκαμμένο όρυγμα αντιστήριξης στο φυσικό έδαφος). Συμπεραίνεται ότι η συγκεκριμένη αρχαιολογική θέση εντάσσεται σε μία γεωγραφική/πολιτική ενότητα, όπου ο θολωτός έχει υιοθετηθεί2088 ως πρακτική ταφής, έχουν πραγματοποιηθεί πειραματισμοί και έχουν εξαχθεί συμπεράσματα για την εξασφάλιση της στατικότητάς του. Η κατασκευή τέτοιων μεγαλεπήβολων μνημείων απαιτούσε εξειδικευμένα συνεργεία, απασχόληση δεκάδων ανθρώπων, με επένδυση χρόνου και χρήματος. Στην ουσία, η ανέγερση ενός μνημείου, με διάμετρο και ύψος περίπου 12 μ., αντικατοπτρίζει τη δύναμη, τον πλούτο 2081. Αν όχι και πολιτικά. 2082. Η  Σγουρίτσα (Sgouritsa 2005, σελ. 518) διαιρεί το «βασίλειο του Νέστορος» σε τρεις διοικητικές/πολιτισμικές περιφέρειες. Η πρώτη περιλαμβάνει τα Νιχώρια και τον Μεσσηνιακό Κόλπο, η δεύτερη την Πυλία και τον κόλπο του Ναυαρίνου και η τρίτη την περιοχή της Κυπαρισσίας μέχρι και το Σαμικό. Διαχρονικά η Τριφυλία (μέχρι και τη δεκαετία του ’30) διαφοροποιείτο από την υπόλοιπη Ηλεία (πολιτικοδιοικητικά) - βλ. και αντίστοιχα χωρία της Εισαγωγής (υποσ. 96-99). 2083. S gouritsa 2005, σελ. 519. Με την εξαίρεση των προσφάτως ανασκαφέντων θολωτών τάφων - οικισμού, στη θέση «Τριανταφυλλιά», πλησίον της κοινότητος Κορυφή και βορείως του Πύργου. Σύμφωνα με τις πρώτες ανακοινώσεις των ανασακαφέων (Χρ. Λιάγκουρας και Ολ. Βικάτου) τόσο στον τοπικό ημερήσιο τύπο όσο και στο Έργον της Ζ’ ΕΠΚΑ, τα μνημεία εντάσσονται χρονικώς στο τέλος της ΥΕΙΙ/αρχές της ΥΕΙΙΙ. Πιθανολογείται και η ύπαρξη ενός ακόμη θολωτού στο Βαρθολομιό (πρβ. Χάρτης 5). 2084. Τ  ύμβοι χρησιμοποιούνται κατά μήκος των ακτών του Ιονίου και της Αδριατικής (Papadopoulos 1995, σελ. 203-204) και θεωρούνται «κρίκος» διαμόρφωσης του κοινού πολιτισμού της δυτικής Ελλάδος. Βεβαίως, η άποψη αυτή δεν μπορεί να υιοθετηθεί καθώς συγκρίνει κατασκευές διαφόρων χρονικών περιόδων, χωρίς να αναφέρεται σε ταφικές πρακτικές κ.λπ. 2085. Συνεχίζοντας τη ΜΕ παράδοση (Moschos 2000, σελ. 10). Επισημαίνεται ότι και το νεκροταφείο τύμβων στις Πόρτες Αχαΐας γειτνιάζει με την Ηλεία. 2086. Κατ’ αντιστοιχία με την όμορη Μεσσηνία, όπου κατά την ΥΕΙ/ΙΙ οι οικισμοί χωροθετούνται σε φύσει οχυρές θέσεις και στον πολεοδομικό τους σχεδιασμό ενσωματώνουν και την οικοδόμηση μεγαλεπήβολων θολωτών ταφικών μνημείων (Wright 2006, σελ. 11). 2087. Χωρέμης 1973, σελ. 25-74. 2088. Στη Μεσσηνία είναι προφανής η συσχέτιση θολωτού και ΜΕ τύμβου (βλ. Dickinson 1989, σελ. 183).

Συμπεράσματα

335

αλλά και την ανάγκη προπαγάνδας2089 και εμπέδωσης της κρατικής εξουσίας και της κοινωνικοοικονομικής ιεραρχίας.2090 Η αναφορά της ανασκαφέως του Σαμικού2091 ότι εντός των τύμβων επισημάνθηκαν «πεταλόσχημες» κατασκευές και πως ερευνήθηκε ταφή ενηλίκου σε πιθάρι (πρακτικές που επισημαίνονται και σε μεσσηνιακές θέσεις), οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πιθανώς και στην Ηλεία, όπως στη Μεσσηνία,2092 πραγματοποιήθηκε η μετάβαση από τον τύμβο στον θολωτό τάφο.2093 4. Η ένταξη της Β. Τριφυλίας στη μεσσηνιακή πολιτισμική ενότητα μαρτυρείται από την υιοθέτηση παρόμοιων ταφικών πρακτικών (π.χ. η διαμόρφωση αυλάκων στο στόμιο των τάφων,2094 η κάμψη του ξίφους,2095 η παρουσία μεγάλου αριθμού αιχμών βελών2096), την προσφορά παραπλήσιων κτερισμάτων μικροτεχνίας και μεταλλοτεχνίας (χρυσό περίαπτο γλαυκός,2097 ήλεκτρο, ψήφοι αμέθυστου, ξίφη τύπου Α), την απόθεση αγγείων, όμοιων είτε ως προς το σχήμα είτε ως προς το διάκοσμο.2098 Αναφέρονται ενδεικτικώς η αμφίπροχος κύλικα, οι αμφορείς με ελλειπτικό στόμιο, τα πιθοειδή, ο κάνθαρος, οι αποκαλούμενοι ανακτορικοί πιθαμφορείς. 5. Η χρήση λάκκων εντός των θολωτών ή των τύμβων ανάγεται στη ΜΕΧ και συνδυάζει τις πολλαπλές ταφές στο εσωτερικό ενός ταφικούς μνημείου αλλά και εξασφαλίζει την ατομικότητα των νεκρών.2099 6. Η Τριφυλία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του μυκηναϊκού κόσμου2100 και δεν πρέπει να αντιμετωπισθεί αυθύπαρκτα αλλά ως μία γεωγραφική ενότητα της ΝΔ Πελοποννήσου, η οποία κατέστη το δεύτερο (μετά την Αργολίδα) κέντρο του Μυκηναϊκού Πολιτισμού. Τα κτερίσματα και η ταφική αρχιτεκτονική καταδεικνύουν, πως ο Κακόβατος μετεξελίχθηκε σε περιφερειακό διοικητικό κέντρο του «μεσσηνιακού» κράτους,2101 ισοδύναμο με αυτό της Περιστεριάς.2102 Απέκτησε ευμάρεια και πλούτο, ασκώντας εμπόριο, μεταφέροντας αγαθά και πρώτες ύλες, τόσο από τη Δύση όσο και την Ανατολή. Η δημογραφική και οικονομική

2089. Santillo - Frizell 1997-98, σελ. 103. 2090. S antillo - Frizell 1997-98, σελ. 114. Η ανέγερση ενός θολωτού μνημείου τέτοιων διαστάσεων αποτελούσε επικοινωνιακό γεγονός μεγάλης εμβέλειας και υψηλής απήχησης. 2091. Κας Ελ. Παπακωνσταντίνου. 2092. Voutsaki 1998, σελ. 42. 2093. Darcque 1987, σελ. 202, Hitchcock 2010, σελ. 205. 2094. Πρβ. υποσ. 198, 557. 2095. Πρβ. υποσ. 576-577. 2096. Πρβ. και υποσ. 1777, 1783. 2097. Πρβ. και υποσ. 1750. 2098. Και τη συνύπαρξη ΜΕ και ΥΕ κεραμικής. 2099. Υποσ. 560-62. 2100. B  ennet - Galanakis 2005, σελ. 147. 2101. Ο  Κορρές υποστηρίζει πως ο Κακόβατος υπήρξε παλαιότερη πρωτεύουσα των Νηλειδών, της βασιλικής δυναστείας, της Πύλου και τον ταυτίζει με την ομηρική «Αρήνη» (Κορρές 1976, σελ. 512). Μάλιστα εδράζει την άποψή του στην ανεύρεση χρυσών ελασμάτων γλαυκός και σε θέσεις της Μεσσηνίας (Κορρές 1976, σελ. 477, υποσ. 1). 2102. Αλλά και του Μυρσινοχωρίου, της Πύλου, της Ανθείας και του Βαφειού (Cavanagh 2010, σελ. 636).

336 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

έκρηξη δεν συνέβησαν αναπάντεχα αλλά υπήρξαν το αποτέλεσμα της βαθμιαίας προόδου και της πολυεπίπεδης ανάπτυξης, που παρατηρείται στους ύστατους ΜΕ χρόνους.2103 7. Στην Τριφυλία, κατά την ΥΕΙ/ΙΙ (Χάρτης 5), διαμορφώνεται μία ταξικά διαστρωματωμένη κοινωνία, όπως αυτό ανάγλυφα διαφαίνεται, εφόσον συγκριθούν τα κτερίσματα του Σαμικού και του Κακοβάτου (θέσεις που συμπίπτουν, εν πολλοίς, τόσο χρονικώς όσο και γεωγραφικώς). Στην ΥΕΙΙΙΑ/Β η κατάσταση μεταβάλλεται και το κέντρο βάρους μετακινείται βορειότερα (Χάρτης 3 & 5). Ο Κακόβατος, όπως προαναφέρθηκε, ερημώνει, ενώ το Σαμικό εξακολουθεί να δέχεται ελάχιστες ταφές (μέχρι και την ΥΕΙΙΙΒ), κτερισμένες με αντικείμενα σαφώς μεσσηνιακά (π.χ. ραμφόστομη πρόχου, κωνικό ρυτό2104). Αναδύονται νέα οικιστικά σύνολα κατά μήκος του Αλφειού και των παραπόταμων του, το κράτος της Πύλου ακμάζει, επεκτείνοντας γεωγραφικά τον έλεγχό του (προς τον Αλφειό), ενώ αποκτώντας συγκεντρωτικό γραφειοκρατικό σύστημα, οδηγεί σε οικονομικό μαρασμό τα περιφερειακά «βασίλεια - ηγεμονίες».2105 Μία μεταβολή των εθίμων ταφής ή πιθανότερα η αντικατάσταση του ηλέκτρου από κάποιο άλλο, πλέον προσιτό, υλικό (π.χ. υαλόμαζα η οποία παράγεται μαζικά με τη χρήση μήτρας), προκαλούν την κατάρρευση του εμπορίου κεχριμπαριού και την επακόλουθη σχεδόν ολοκληρωτική απουσία του από τους ενταφιασμούς, αιτίες που συντείνουν στον οικονομικό μαρασμό του Κακοβάτου.2106 Οι κάτοικοι της κεντρικής Ηλείας διατηρούν στενές σχέσεις με τη Μεσσηνία, κάποια ταφικά κτερίσματα είναι μάλλον μεσσηνιακής προέλευσης,2107 ενώ επισημαίνονται σχήματα (π.χ. οι τρίωτοι αμφορείς), τα οποία επιχωριάζουν στη ΝΔ Πελοπόννησο και δεν εμφανίζονται συχνά εκτός αυτής. Αντιθέτως, η αυξημένη συχνότητα εύρεσης άωτων αλαβαστροειδών στα ταφικά σύνολα της Ηλείας (σχήμα σπάνιο για τη Μεσσηνία) μαρτυρεί σχέσεις και με την παρακείμενη Αχαΐα. Οι νεκροί ενταφιάζονται σε θαλαμωτούς και όχι σε θολωτούς τάφους, εξακολουθούν όμως να χρησιμοποιούνται ταφικοί λάκκοι2108 ή πλευρικές κόγχες, προκειμένου να ταφεί το σύνολο της οικογένειας2109 σε ένα μνημείο.2110 Τα κτερίσματα καταδεικνύουν ότι δεν σημειώνεται συσσώρευση πλούτου ή κοινωνικής - πολιτικής δύναμης σε συγκεκριμένα άτομα ή πληθυσμιακές ομάδες. Κάποιες ταφές στο Ν. Μουσείο έτυχαν πλουσιότερης κτέρισης αλλά γενικώς τα ευρήματα δεν διαφοροποιούνται τόσο ώστε να γίνει λόγος για μία έντονα ταξικά διαχωρισμένη κοινωνική δομή. 2103. Η  άνθιση οφείλεται είτε στη συγκέντρωση αγροτικού πλεονάσματος, το οποίο πωλήθηκε σε υψηλές τιμές (λόγω σιτοδείας σε άλλες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου), είτε στην ένταξη στο εμπορικό/οικονομικό σύστημα ανταλλαγών της ανατολικής Μεσογείου (Voutsaki 2005, σελ. 139-140). Άλλωστε έχουν ερευνηθεί και πλούσιες σε κτερίσματα ταφές των υστάτων ΜΕ χρόνων (Kilia - Dirlmeier 1995, σελ. 50). Επίσης και Sgouritsa 2005, σελ. 516, όπου επισημαίνεται, πως οι εμπορικές επαφές της ώριμης ΜΕΧ οδήγησαν στην οργάνωση ενός πλέγματος εσωτερικής οργάνωσης και ιεραρχίας τόσο στη ΝΔ Πελοπόννησο, όσο και στη Βοιωτία (Θήβα), Αττική (Κιάφα Θίτη, Μαραθώνας), Αργολίδα (Άργος, Ασίνη), Λακωνία (Άγ. Στέφανος) και Αίγινα. 2104. Πρβ. κεφάλαιο κεραμικής. 2105. Α  φού στα ανακτορικά κέντρα διαμορφώνονται μηχανισμοί ελέγχου της εισαγωγής των πρώτων υλών, της μετασκευής, διανομής και εν τέλει κατανάλωσής τους (Voutsaki 1998, σελ. 54, Eder 2007, σελ. 36). Για τη γένεση του ανακτορικού πολιτικοδιοικητικού συστήματος βλ. και Shelmerdine 2001, σελ. 349. 2106. Χωρίς να αποκλείεται και η διακοπή του εμπορίου του λόγω κοινωνικοπολιτικών μεταβολών στην κεντρική Ευρώπη. 2107. Ή επιρροής. 2108. M  oschos 2002, σελ. 28. Στη θέση «Τριανταφυλλιά» συνδυάζεται η «μεσσηνιακή» παράδοση κατασκευής θολωτών και η «ηλειακή» συνήθεια πραγματοποίησης των ταφών σε λάκκους πρβ. και http://iliatora.gr/news_details. php?id=6099. 2109. Dabney - Wright 1990, σελ. 49. 2110. Για τη χρήση ταφικών λάκκων πρβ. και υποσ. 559-562.

Συμπεράσματα

337

Η πολιτική κυριαρχία του «βασιλείου του Νέστορος» και η αγροτοκτηνοτροφικού χαρακτήρα οικονομία2111 επιβεβαιώνονται από τις γραπτές πηγές της εποχής, δηλ. τις πινακίδες της Γραμμικής Β και τα Ομηρικά Έπη.2112 Στο Β της Ιλιάδος, όπου περιγράφονται αναλυτικά οι συμμετέχοντες στον Τρωικό Πόλεμο (Νηών Κατάλογος),2113 αναφέρονται και τοπωνύμια της Τριφυλίας. Οι στρατιώτες της Πύλου προέρχονταν, μεταξύ των άλλων, «… από το Θρύο, κοντά στον Αλφειό, και το καλοκτισμένο Αιπύ, τον Κυπαρισσήεντα…».2114 Σε άλλο σημείο της ίδιας ραψωδίας καταγράφεται η προέλευση των οπλιτών της Ηλείας (αποκαλούνται «Επειοί»), που προήλθαν από το Βουπράσιο και την Ήλιδα.2115 Οι συγκεντρωθείσες δυνάμεις αναδεικνύουν τόσο την πληθυσμιακή όσο και την οικονομική ανωτερότητα των Μεσσηνίων (αφού επανδρώνουν τριάντα και οι Ηλείοι μόλις δέκα πλοία).2116 Επιπλέον ο σοφός, γηραιός και σεβάσμιος βασιλιάς της Πύλου διηγείται, στο Λ της Ιλιάδος, τα νεανικά πολεμικά του κατορθώματα, διαδραματιζόμενα στη μεθόριο Ηλείας και Μεσσηνίας.2117 Οι περιγραφές μιλούν για τον ηλειακό κάμπο, την ενασχόληση των κατοίκων της Ήλιδος με την κτηνοτροφία,2118 καθώς και για μία πόλη, τη Θρυόεσσα,2119 που «είναι κτισμένη σε λόφο απότομο, κοντά στον Αλφειό, εκεί όπου τελειώνει η Πύλος η αμμουδερή».2120 Σε πινακίδες της Γραμμικής Β επισημάνθηκαν τοπωνυμικά, που δύναται να συσχετισθούν με την Τριφυλία ή βόρεια σύνορα του πυλιακού κράτους2121 (Πίν. 144). Πρόκειται για τις λέξεις U - ru - pi - ja - jo (Ολυμπιαίοι - οι κάτοικοι της Ολυμπίας), O - ru - ma -to (Ερύμανθος είτε παραπόταμος του Αλφειού είτε βουνό στη μεθόριο Αρκαδίας - Ηλείας),2122 Pi*-82 (κάποιοι ερευνητές ταυτίζουν το όνομα με την πόλη της Πίσας, πλησίον της Ολυμπία, άλλοι με τη Φειά στο Κατάκολο και άλλοι την τοποθετούν στο εσωτερικό της Κυπαρισσίας2123) και Ne - da - wa (δηλ. Νέδα).2124 Κατά την Eder, η εδαφική/διοικητική ενότητα, όπου περιλαμβάνονται τα προαναφερθέντα τοπωνύμια εποπτεύεται από την πόλη re - u - ko - to - ro (Λεύκτρο).2125 Η ταύτιση της Pi*-82 με την Πίσα μοιάζει εύλογη, αφού, βάσει του κειμένου των πινακίδων, χωροθετείται βορείως της Πύλου, στην ενδοχώρα (μακριά από τη θάλασσα) και οι κάτοικοί της ασχολούνται με την κτηνοτροφία.2126 Ο Αλφειός, σαν σύνορο 2111. Dyczek 1994, σελ. 62 και 71. 2112. Τα οποία απηχούν την εποχή και κατατάσσονται στις έμμεσες πηγές πληροφόρησης. 2113. Ο  ι Giovannini (Giovannini 1969, σελ. 23-24), Daria Marcozzi & Marcella Sinatara (Marcozzi - Sinatra 1984, σελ. 303) διατυπώνουν προβληματισμούς σχετικά με την αυθεντικότητα των αριθμητικών στοιχείων, που παρατίθενται στα ομηρικά έπη, αφού πιθανώς αντικατοπτρίζουν την εποχή σύνθεσης ή καταγραφής του έπους της Ιλιάδος. 2114. Ι λιάδα Β, στ. 591 – 593, Chadwick 1972, σελ. 113. 2115. Ιλιάδα Β, στ. 615-619. 2116. Βλ. και Jachmann 1958, σελ. 191. 2117. Valk 1954, σελ. 355. Οι Επειοί υπήρξαν εχθροί των «Ιώνων - Μεσσηνίων». 2118. Υ  πενθυμίζεται και ο μύθος του καθαρισμού των στάβλων του Αυγείου. Για τον πλούτο των Επειών σε κτηνοτροφικό απόθεμα βλ. και τους στίχους 675-703. 2119. Chadwick 1972, σελ. 113. 2120. Ιλιάδα Λ, στ. 713-715. 2121. Μολονότι ότι η πλειοψηφία των ονομάτων που υπάρχει στην Ιλιάδα δεν καταγράφονται στις πινακίδες (Chadwick 1972, σελ. 113). Εξαιρούνται οι λέξεις Κυπαρισσήεις - ku - pa - ri -so και A-pu2 - Αίπυ. 2122. Chadwick 1976, σελ. 40. 2123. Συνοψίζονται από τον Chadwick (Chadwick 1972, σελ. 108-109), ο οποίος τοποθετεί την πόλη πλησίον της Μάλθης και στην κοιλάδα του Σουλιμά. 2124. Chadwick 1972, σελ. 109. Υπάρχει και αξιωματικός/υπεύθυνος του τομέα, ο Nedwatas, Eder 1998, σελ. 186. 2125. Eder 1998, σελ. 180. Ο Chadwick (Chadwick 1977, σελ. 226) πιστεύει, πως ο εντοπισμός μεσσηνιακών τοπωνυμίων, κατά τους ιστορικούς χρόνους, σε όμορες της Μεσσηνίας περιοχές, σχετίζεται με πρόσφυγες, οι οποίοι εγκατέλειψαν την Πύλο (μετά την καταστροφή του ανακτόρου στην ΥΕΙΙΙΒ). 2126. Dyczek 1994, σελ. 62.

338 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

μεταξύ δύο κρατικών οντοτήτων, είναι λογικοφανής σκέψη, η οποία εμπεριέχει και ένα αδύνατο σημείο, δηλ. τη μακρινή απόσταση του ποταμού από τον ανακτορικό κέντρο.2127 Στην ΥΕΙΙΙΓ το κράτος της Πύλου,2128 ως συγκεντρωτικός γραφειοκρατικός/διοικητικός μηχανισμός και πολιτειακός οργανισμός, έχει καταρρεύσει. Η πτώση του πολιτικοδιοικητικού κατεστημένου προκαλεί αναταράξεις σε ολόκληρη τη δυτική Πελοπόννησο. Η οικονομία νεκρώνει και πολλές κοινότητες, που είχαν δεσμούς (οικονομικούς και πολιτιστικούς) με το μεσσηνιακό κράτος, αποδομούνται.2129 Ο πληθυσμός στην περιοχή της Ολυμπίας φθίνει,2130 κατασκευάζονται ελάχιστα νέα νεκροταφεία στην Καυκανιά (λακκοειδείς) και στον Κλαδέο. Το Νέο Μουσείο, τα Διάσελλα και η Κανιά Μακρυσίων σβήνουν στα τέλη της ΙΙΙΒ ή στις αρχές της ΙΙΙΓ. Αντίθετα «αναδύεται» μία νέα πολιτιστική ενότητα, στη ΒΑ Ηλεία, με κοινά γνωρίσματα, η οποία δεν υπολείπεται των ευημερουσών περιοχών του μυκηναϊκού κόσμου.2131 Αναλυτικότερα παρατηρούνται: 1. Ταυτόσημη ταφική πρακτική.2132 Οι νεκροί ενταφιάζονται σε θαλαμωτούς, αποτίθενται επί του φυσικού εδάφους (σποραδικά σε λάκκους2133 και σπάνια σε κόγχες του δρόμου). Οι δευτερογενείς ταφές (ανακομιδές) παραμερίζονται και εάν απαιτηθεί η διενέργεια πρόσθετων ταφών, λαξεύονται παραθάλαμοι (Αγ. Τριάδα).2134 Συγχρόνως η ανεύρεση οστράκων με εικονιστικές παραστάσεις πρόθεσης και εκφοράς, που τεχνοτροπικά ταυτίζονται με την εικονογραφία της γεωμετρικής περιόδου, καταδεικνύει την αδιάσπαστη συνέχεια και το συντηρητικό χαρακτήρα των εθίμων ταφής.2135 2. Στις ορεινές κοινότητες παρατηρείται σαφής κοινωνική διαστρωμάτωση. Οι πλουσιότεροι (σε κτερίσματα) και πλέον επιμελώς λαξευμένοι τάφοι καταλαμβάνουν το κέντρο του νεκροταφείου, οι φτωχότεροι και προχείρως κατασκευασμένοι την περιφέρειά του.2136 Κάποιοι θαλαμωτοί περιέχουν αποκλειστικώς κεραμική, ενίοτε τα αγγεία συνυπάρχουν με σπάνια ευρήματα από μέταλλα, υαλόμαζα, ημιπολύτιμους λίθους, φαγεντιανή, οστό. 3. Πλακίδια υαλόμαζας, τριμερώς διηρημένα και διακοσμημένα με ανάγλυφα σχέδια, που απεικονίζουν φυτικά μοτίβα (ρόδακες, κισσόφυλλα) απαντούν στο σύνολο της δυτικής ακτής του Ιονίου, δηλ. από την Ήπειρο (Εφύρα τύμβος Γ) μέχρι τη Μεσσηνία.2137 4. Την παρουσία ηλέκτρου με τη μορφή ψήφων ή πλακιδίων, κατά την ΥΕΧ, από το Καλπάκι και τον Ελαφότοπο του Ν. Ιωαννίνων έως την Αιτωλία (Αγ. Νικόλαος Ιθωρίας), την Κεφαλονιά (Διακάτα, Μεταξάτα, Λακκίθρα), την Αχαΐα (Χαλανδρίτσα, Ποστοβίτσα, Τείχος Δυμαίων), την Ηλεία (επιπλέον του Κακοβάτου, στο Χελιδόνι και την Ήλιδα), στη 2127. C  hadwick 1972, σελ. 109. H Shelmerdine και ο John Bennet (Aegean Bronze Age, σελ. 299-300 και fig. 12.2) ταυτίζουν τα όρια του κράτους της Πύλου με αυτά της σημερινής Μεσσηνίας, εκτιμούν το ύψος του πληθυσμού περί τις 50.000 και επιφυλάσσονται ως προς την ακριβή χωροθέτηση των βορείων συνόρων. 2128. Λ  όγω φυσικής καταστροφής, που παρατηρείται και σε ανακτορικά κέντρα της Αργολίδος (Shelmerdine 2001, σελ. 335). 2129. E  der 1998, σελ. 144, Eder 2006, σελ. 550. Ο πληθυσμός της Μεσσηνίας, κατά την ΥΕΙΙΙΓ, δεν ξεπερνά το 10% του πληθυσμού της ΥΕΙΙΙΒ. 2130. Χωρίς να παρατηρείται το πληθυσμιακό hiatus, όπως αυτό επισημαίνεται στη Μεσσηνία (Eder 2006, σελ. 555). 2131. Papadopoulos 1990, σελ. 32. 2132. Papadopoulos 1990, σελ. 31. 2133. Το ίδιο φαινόμενο επισημαίνεται και στην Αχαΐα (Moschos 2002, σελ. 28), διαφοροποιούνται συνεπώς οι πρακτικές ταφής κατά την ΥΕΙΙΙΓ και ακολουθούν την Αχαΐα. 2134. Πρόκειται για 350 νεκρούς (Βικάτου 1999, σελ. 239). 2135. Eder 2006, σελ. 555. 2136. Βικάτου 1999, σελ. 239. 2137. Papadopoulos 1995, σελ. 207.

Συμπεράσματα

339

Μεσσηνία.2138 Η διαχρονική παρουσία του συγκεκριμένου υλικού επιβεβαιώνει τη μεταφορά του, μέσω της δυτικής Ελλάδος, στα λοιπά γεωγραφικά διαμερίσματα.2139 5. Βάσει των υπαρχόντων ανασκαφικών δεδομένων, μόνον ένας τάφος της Αγ. Τριάδας, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί «τάφος πολεμιστή». Αντιθέτως, αρκετοί θαλαμωτοί με αξιοσημείωτο αριθμό και ποικιλία όπλων (αμυντικών και επιθετικών) ως κτερίσματα, έχουν εντοπισθεί στην Αχαΐα.2140 Η πρόσφατη έρευνα νεκροταφείου στο ΔΔ Μάγειρα Ολυμπίας απέδωσε (μεταξύ άλλων) έναν θαλαμωτό, με δρόμο μνημειωδών διαστάσεων και πλούσια μετάλλινα ευρήματα (μεταξύ αυτών αμυντικό και επιθετικό οπλισμό).2141 Η ανασκαφέας, κα. Ολ. Βικάτου, θεώρησε τον ενταφιασμό ως «ταφή πολεμιστή - ηγεμόνα». Τα παραπάνω καταδεικνύουν την κοινωνική - πολιτική μεταβολή η οποία επήλθε στην ΥΕΙΙΙΓ, με τη διάλυση των μικρών αγροτοκτηνοτροφικών κοινοτήτων και την ανάδειξη ηγεμόνων - πολεμάρχων, αποτέλεσμα και της γενικευμένης πολιτικοκοινωνικής αναταραχής, που επεκράτησε στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά την ΥΕΙΙΙΓ.2142 6. Διαμορφώνονται ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κεραμικής, που επιχωριάζουν με αυξημένη συχνότητα στη ΒΔ Πελοπόννησο και την Κεφαλονιά, όπως: Α) Ο  εντοπισμός δίωτων και τετράωτων αμφορέων,2143 μεγάλων διαστάσεων. Πλέον δεν κατασκευάζονται τρίωτοι,2144 ούτε δίωτοι αμφορείς2145 με τις λαβές στον ώμο (σχήμα που απαντά με επιμονή στην κεντρική Ηλεία). Αντιθέτως παρουσιάζονται πτηνόσχημοι ασκοί2146 (μόνο ένας στην κεντρική Ηλεία2147), κυλινδρικά και τριποδικά αλάβαστρα. Επιπλέον παρατηρούνται μικρά ποσοστά αγγείων πόσεως. Η κτέριση των νεκρών με μεγάλων διαστάσεων αμφορείς πιθανώς δηλώνει μεταβολή στην οικονομία αλλά και στις ταφικές πρακτικές. Όσοι βίωσαν την καταστροφή των ανακτορικών κέντρων επιδιώκουν την αποθησαύριση υλικών και οι αμφορείς συμβάλλουν στην εξασφάλιση εφοδίων, στο «ταξίδι» των νεκρών προς την αιωνιότητα. Β) Η παρουσία προχοϊκών κυάθων τόσο σε νησιά του Ιονίου (Κεφαλονιά και Ιθάκη) όσο και στην Ηλεία (ορισμένα ηλειακά εντάσσονται στην ΥΕΙΙΙΒ).2148 Β) Ο διάκοσμος του σώματος διαφοροποιείται έντονα συγκριτικά με τα αντίστοιχα δείγματα της ΥΕΙΙΙΑ/Β. Ο κεραμέας τείνει είτε να αποδώσει ολόβαφο το μέγιστο τμήμα του αγγείου (πλην του ώμου) είτε να το καλύψει με ισομεγέθεις και σε ίσες

2138. Papadopoulos 1995, σελ. 207. 2139. Και την εμπορική οδό της Αδριατικής (Eder 2006, σελ. 558, Eder 2007, σελ. 43). 2140. G  iannopoulos 2008, σελ. 238. Ταφές πολεμιστών επισημαίνονται στις εξής θέσεις της Αχαΐας: Καλλιθέα, Σπαλιαρέικα, Κρήνη, Κλάους, Πόρτες, Μιτόπολη. 2141. Ε  ΡΓΟΝ 2009 της Ζ’ ΕΠΚΑ. http://www.protinews.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=15173&Ite mid=39. 2142. G  iannopoulos 2008, σελ. 240. Ο μιλιταριστικός χαρακτήρας της ΥΕΙΙΙΓ καταφαίνεται και στις εικονιστικές παραστάσεις των αγγείων. Οι συγκεκριμένες ταφές πιθανώς συνδέονται με κοινωνικές elites, αναλόγως προς τις περιγραφές των ομηρικών επών, όπου η σωματική ρώμη και το κάλλος συνδυάζονται με τον εντυπωσιακό οπλισμό και τον πλούτο (Eder 2006, σελ. 557). 2143. Mountjoy 1990, σελ. 267. 2144. Δημοφιλές στη ΝΔ Πελοπόννησο αγγείο. 2145. Παρλαμά 1974β, σελ. 221, Papadopoulos 1990, σελ. 32. Papadopoulos 1995, σελ. 207, Moschos 2002, σελ. 21. 2146. Moschos 2002, σελ. 23. 2147. Προερχόμενος από τον Κλαδέο. 2148. Mountjoy 1990, σελ. 264.

340 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

αποστάσεις τοποθετημένες ταινίες,2149 διάκοσμος που παρατηρείται σε κλειστά αγγεία, όπως ψευδόστομοι, αμφορείς, λήκυθοι. Γ) Ο ώμος διακοσμείται με γραμμικά ή αφηρημένα μοτίβα. Δημοφιλή καθίστανται τα πολλαπλά επάλληλα ημικύκλια, αποδοσμένα σε διάφορες παραλλαγές (περίστικτα, κροσσωτά).2150 Δ) Η χρήση αποκομμένων βάσεων κυλίκων ή κρατήρων, δίκην πωμάτων αγγείων. Το φαινόμενο παρατηρείται στη διάρκεια της ΥΕΙΙΙ και επιχωριάζει στην Ηλεία.2151 Δ) Σπανίως εντοπίζονται σκύφοι ή κύλικες, που είχαν καταστεί εξαιρετικώς προσφιλή στη ΒΑ Πελοπόννησο. Κατόπιν αυτών το πολιτικό status της Ηλείας, κατά την ΥΕΧ, διαμορφώνεται ως εξής: 1. Κατά την ΥΕΙ και ΙΙ στην Τριφυλία οργανώνεται μία ηγεμονία - «petty kingdom»,2152 υπαγόμενη στη Μεσσηνία. 2. Στη διάρκεια της ΥΕΙΙΙΑ/Β αναπτύσσονται μικρές αγροτικές κοινότητες κατά μήκος του Αλφειού και των παραποτάμων του, οι οποίες διατηρούν σχέσεις με τη Μεσσηνία, σε επίπεδο ιδεολογικό (ταφική πρακτική) αλλά και ανταλλακτικό - εμπορικό (κεραμική με παρεμφερή μοτίβα). Η κατοίκηση της Τριφυλίας φθίνει και προς το τέλος της ΥΕΙΙΙΒ η περιοχή εγκαταλείπεται. Οι Ηλείοι παρακολουθούν τις εξελίξεις, δεν τις δημιουργούν, ούτε τις επηρεάζουν. Η διαμόρφωση ισχυρών ανακτορικών κέντρων, με οργανωμένη και ιεραρχικά δομημένη γραφειοκρατία, οικονομική, στρατιωτική και πολιτική δύναμη, δεν επιτρέπει τη συνύπαρξη άλλων κέντρων εξουσίας. 3. Στην ΥΕΙΙΙΓ το κέντρο μετατοπίζεται ΒΑ. Συγκροτούνται εκτεταμένοι (σε σύγκριση με το παρελθόν) οικισμοί, οι οποίοι αποκτούν στενές σχέσεις με την Αχαΐα, στην οποία ενσωματώνονται πολιτιστικά και μάλλον πολιτικά και οικονομικά.2153 Η καταστροφή του ανακτορικού κέντρου της Πύλου και η αποδόμηση του συναρτημένου πολιτικο - διοικητικού συστήματος παρέχουν τη δυνατότητα «ανάδυσης» άλλων πόλων εξουσίας, που πιθανώς δεν επηρεάστηκαν άμεσα από την καταστροφή, που έπληξε τη Μεσσηνία στα τέλη της ΥΕΙΙΙΒ. Η δυτική Αχαΐα, αλώβητη αναπτύσσεται σταθερά σε όλη τη διάρκεια της ΥΕΙΙΙΑ-Β και ανθίζει στην ΥΕΙΙΙΓ. Συγκροτείται στρατιωτική αριστοκρατία και κατοικείται πυκνά η ενδοχώρα της ΒΔ. Πελοποννήσου. Σε αυτό το κοινωνικοπολιτικό δίκτυο εντάχθηκε και η Ηλεία.2154

2149. Mountjoy 1990, σελ. 267, Moschos 2002, σελ. 24, Giannopoulos 2008, σελ. 151. 2150. Παρλαμά 1974β, σελ. 221, Papadopoulos 1995, σελ. 205, Moschos 2002, σελ. 24, Giannopoulos 2008, σελ. 149-150. 2151. Mountjoy 1990, σελ. 264, Moschos 2002, σελ. 24. 2152. Μ  ε έδρα ένα μεγάλο οικισμό, π.χ. Περιστεριά, Μάλθι, Κακόβατο (Voutsaki 1998, σελ. 54, Eder 1998, σελ. 141-142, Cavanagh – Mee 1998, σελ. 56, Shelmerdine 2001, σελ. 345, 349). Το «βασίλειο», εντασσόμενο στην υπερκείμενη εξουσία του κράτους της Πύλους, σταδιακά φθίνει (Aegean Bronze Age, σελ. 245). 2153. Ο  Μόσχος (Moschos 2002, σελ. 15 και 17) οριοθετεί την «κοινή πολιτιστική ενότητα» μεταξύ της δυτικής Αχαΐας (βόρειο άκρο), βορειοανατολικής Ηλείας και Παλαιοκάστρου Αρκαδίας (ΝΑ άκρο). Στοιχεία αυτής της πολιτισμικής ενότητας απαντούν και στα Ιόνια (Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Ιθάκη), την Αιτωλοακαρνανία, τις ακτές της Ηπείρου και τη Φωκίδα. Η Eder (Eder 2007a, σελ. 98) υποστηρίζει ότι συγκροτήθηκε ισχυρό πολιτικο/διοικητικό κέντρο στην ευρύτερη περιοχή των σημερινών Πατρών, όπου έχουν εντοπισθεί και ερευνηθεί πολλά νεκροταφεία της ΥΕΙΙΙ (Βούντενη, Καλλιθέα, Κλάους). 2154. Ο  Dickinson (Dickinson 1982, σελ. 126) αξιολογώντας συνολικά τα τότε αρχαιολογικά δεδομένα εκτιμούσε πως τόσο η Ηλεία όσο και η Αρκαδία υπήρξαν ασήμαντες για την προϊστορία της Πελοποννήσου. Η ανασκαφική έρευνα της τελευταίας εικοσαετίας (και στις δύο περιοχές) κατέρριψε τον προαναφερθέντα ισχυρισμό (αναφέρουμε μόνον την αποκάλυψη των νεκροταφείων της Αγ. Τριάδας και Παλαιοκάστρου αντιστοίχως).

Συμπεράσματα

341

Η ΥΕ Ηλεία στο πλαίσιο του Μυκηναϊκού Κόσμου Από τα κτερίσματα των ηλειακών νεκροταφείων δύναται να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα σε σχέση με τις εμπορικές επαφές της περιοχής. Συγκεκριμένα:

ΥΕΙ-ΙΙ Στα πρώιμα μυκηναϊκά χρόνια τα ευρήματα, που απέδωσαν οι θολωτοί τάφοι του Κακοβάτου δηλώνουν επαφές τόσο με τη Δύση όσο και με την Ανατολή. Ημιπολύτιμοι λίθοι, όπως ο αμέθυστος ή o lapis lazuli2155 εισάγονταν από την Κρήτη ή τη Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο. Παρόμοια προέλευση είχαν η φαγεντιανή, η υαλόμαζα (αγγείο και ειδώλια), καθώς και το ελεφαντόδοντο. Ορισμένα εκ των ευρεθέντων υπήρξαν σαφώς επείσακτα (αγγείο και ειδώλια από υαλόμαζα) άλλα, όπως οι ψήφοι αμέθυστου2156 ή το κτένι από ελεφαντόδοντο, είχαν κατασκευαστεί στον ελλαδικό χώρο, πιθανώς στην Αργολίδα.2157 Τα χρυσά περίαπτα, βάσει των μέχρι στιγμής δεδομένων, εισήχθησαν από την Κρήτη, όπου εντοπίζονται και παράλληλα, κατασκευασμένα από ημιπολύτιμους λίθους. Μινωικής έμπνευσης, ελλαδικής όμως κατασκευής, θεωρούνται τα λίθινα αγγεία, ενώ από κεραμικό εργαστήριο της ανατολικής Κρήτης προήλθαν δύο απιόσχημοι πιθαμφορείς. Ο Graziadio2158 υποστηρίζει ότι στη ΝΔ Πελοπόννησο, ορισμένοι χώροι, όπως η Πύλος, η Περιστεριά και τα Νιχώρια, κατέστησαν βασικά εμπορικά κέντρα για τους Κρήτες.2159 Από τη Δύση (Αδριατική ή Ιταλία) εισάγετο το ήλεκτρο. Στη διάρκεια της ΥΕΧ διαμορφώνονται δύο εμπορικές οδοί προσέγγισης των δυτικών ακτών της Πελοποννήσου για την εισαγωγή και εμπορία του εν λόγω υλικού. Και οι δύο ξεκινούσαν από τη Βαλτική,2160 η μία όμως διέσχιζε την ανατολική και κεντρική Ευρώπη,2161 καταλήγοντας στην Αδριατική,2162 ενώ η δεύτερη διήρχετο από τη Δανία, την Αγγλία και έφθανε στη δυτική Πελοπόννησο μέσω Γαλλίας και Ιταλίας.2163 Στη δεύτερη περίπτωση το ρόλο του μεταφορέα έπαιζε η ίδια η θάλασσα, καθώς ισχυρά ρεύματα μπορούσαν να μετακινήσουν μεγάλες ποσότητες ακατέργαστου ηλέκτρου από τη Βαλτική στις 2155. R  ehak 1997 Graziadio 1998, σελ. 55. 2156. K  ryszowska 2005, σελ. 125. Σημειώνονται οι μεγάλες συγκεντρώσεις αμεθύστου στον Κακόβατο. Ανάλογα παραδείγματα εντοπίζονται στη Μιδέα, τις Μυκήνες (Αργολίδα), την Πυλία, το Βαφειό και τη Θήβα (Κολωνάκι θαλ. Τ. 17), δηλ. σε ό,τι ονομάζεται «ανακτορικό κέντρο». 2157. Ο  αμέθυστος ενδεχομένως εισαγόταν σε ακατέργαστη μορφή (Kryszowska 2005, σελ. 126). Επίσης και Graziadio 1998, σελ. 55. 2158. Graziadio 1998, σελ. 30. 2159. Shelmerdine 2001, σελ. 353. 2160. Hughes - Brock 1985, σελ. 259, Beck 1995, σελ. 122. 2161. Beck 1970, σελ. 17. Μυκηναϊκά ευρήματα στην ανατολική Ευρώπη πιστοποιούν την ύπαρξη εμπορικών επαφών ανταλλαγών μεταξύ της προαναφερθείσας περιοχής και του ευρύτερου ελλαδικού χώρου. Αντίθετα αιγαιακά τέχνεργα δεν έχουν επισημανθεί στη Γαλλία, τη Βρετανία ή τις ακτές της βόρειας Ευρώπης. Πρόσφατη πάντως μελέτη προτάσσει την πιθανή εισαγωγή στη δυτική Ευρώπη από το Αιγαίο ή την Ανατολή ψήφων από φαγεντιανή, υαλόμαζα ή μετάλλινων αντικειμένων (Harding 1990). Συνοπτική αλλά περιεκτική περιγραφή των μεταπρατικού χαρακτήρα επαφών των Μυκηναίων με την κεντρική, ανατολική και δυτική Ευρώπη γίνεται και στο Μυκηναϊκός Κόσμος, σελ. 66, αλλά και Θεοί και Ήρωες της Εποχής του Χαλκού, σελ. 40 αλλά και Cline 2009, σελ. 78-81. Για τις σχέσεις μυκηναϊκής Ελλάδας και Βαλκανικής ενδοχώρας πρβ. και Bouzek 1994, σελ. 218-224. 2162. Bouzek 2007, σελ. 357. 2163. Ο Beck (ό.π.) προτείνει την ύπαρξη των εμπορικών δρόμων ανάλογα με τη χρονική περίοδο. Στην πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο το ήλεκτρο προέρχεται από τη Μεγ. Βρετανία και έρχεται στην Πελοπόννησο μέσω δυτ. Ευρώπης ενώ αργότερα το υλικό “ταξίδευε’’ διασχίζοντας την Κεντρική Ευρώπη.

342 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

ακτές της Βρετανίας.2164 Το υλικό έφθανε στους μυκηναίους κατεργασμένο και πιθανόν η εμπορική συναλλαγή πραγματοποιείτο με την ανταλλαγή μετάλλινων προϊόντων (π.χ. ξιφών).2165 Τα πλακίδια2166 μοιάζουν ως προς το σχήμα, τη διακόσμηση και την οπή διάτρησης με ανάλογα από τη δυτική και βόρεια Ευρώπη. Ο Merhart2167 βρίσκει παράλληλα με έξι πλακίδια, τα οποία εντοπίσθηκαν σε ισάριθμους τύμβους, που ανήκαν στον αποκαλούμενο «Πολιτισμό των τύμβων της νότιας Γερμανίας - South German Tumulus Culture - Hügelgräberkultur» και κατά συνέπεια υποστηρίζει πώς τα ανευρεθέντα στον Κακόβατο πλακίδια κατασκευάσθηκαν στη Γερμανία και εν συνεχεία εισήχθησαν στην Ελλάδα μέσω της εμπορικής οδού της Αδριατικής. Αντιθέτως, ο Milojcic2168 μελετώντας πλακίδια ηλέκτρου από τις Μυκήνες διαπίστωσε ότι είναι συγκρίσιμα με αντικείμενα από τάφους στο Wessex της Αγγλίας (ίδιες εγχαράξεις στην επιφάνεια των αντικειμένων). H Hughes - Brock, μάλιστα, υποστηρίζει ότι ένα δισκάριο από την Κνωσό είναι πανομοιότυπο με δείγμα από το Wessex και πιθανόν αποτελούν δημιουργήματα του ιδίου τεχνίτη.2169 Νεώτερες έρευνες2170 κατέδειξαν πώς τα ελληνικά δείγματα (τόσο από τη ΒΑ. όσο και από τη ΝΔ Πελοπόννησο) είναι σαφώς παλαιότερα των γερμανικών αντιστοίχων, αλλά απολύτως σύγχρονα των αγγλικών (η Brock2171 πιστεύει, πως τα πλακίδια των Μυκηνών είναι απόλυτα όμοια με αντίστοιχα από το Wessex και έχουν κατασκευασθεί από το ίδιο εργαστήριο). Ο Cultraro2172 επισημαίνει ότι στις Συρακούσες και τις Λιπαρές νήσους εντοπίστηκαν ορθογώνια πλακίδια και ψήφοι αντίστοιχα, που μοιάζουν στην πρώτη περίπτωση με ανάλογα από τον ΤΦΚΒ των Μυκηνών, τον θολωτό τάφο Α του Κακοβάτου και του 2 της Περιστεριάς, και στη δεύτερη με ψήφους της ΥΕΙΙΙΓ, που εντοπίστηκαν στη δυτική Ελλάδα. Όλα τα παραπάνω είναι βαλτικής προέλευσης, εισάγονται στην Ελλάδα2173 και επανεξάγονται στην Ιταλία.2174

ΥΕΙΙΙ Στην ΥΕΙΙΙΑ-Β οι θαλαμωτοί δεν απέδωσαν μοναδικά ή «εξωτικά» ευρήματα, τα οποία να μαρτυρούν στενές εμπορικές επαφές με το σύνολο του Μυκηναϊκού Κόσμου αλλά και με τη Δύση ή την Ανατολία. Η κεραμική, τυποποιημένη και ομογενοποιημένη ως προς τα σχήματα και τα θέματα διακόσμησης, βρίσκει παράλληλα στη Μεσσηνία, στην Αργολιδοκορινθία, στην Αττική. Στην ΥΕΙΙΙΑ2/Β οι τρίωτοι αμφορείς απαντούν με αξιοσημείωτη συχνότητα στα Δωδεκάνησα, αλλά αποτελούν ντόπια παραγωγή.2175 Μεσσηνιακό υπήρξε το εργαστήριο το οποίο παρήγαγε το ρυτό και τη ραμφόστομη πρόχου από το Σαμικό, ενώ από την ίδια περιοχή μάλλον προήλθαν και αγγεία (ψευδόστομοι, φλασκιά, πρόχοι) από το Στρέφι, το Νέο Μουσείο, τα Διάσελλα, τα Μακρίσια και 2164. Δ  εν πρέπει να αγνοηθεί ότι μετά από σφοδρή θαλασσοταραχή και τρικυμία μεγάλα κομμάτια ηλέκτρου «κατακλύζουν» τις ακτές Γερμανίας και Πολωνίας (Hughes - Brock 1998, σελ. 254). 2165. Hughes - Brock 1985, σελ. 259. 2166. Από τον θολωτό τάφο Α του Κακοβάτου. 2167. Beck 1970, σελ. 15. 2168. Milojcic 1955, σελ. 317. 2169. Hughes - Brock 1998, σελ. 254. 2170. Hachmann 1957, σελ. 10, 20, 24. 2171. H  arding - Hughes - Brock 1974, σελ. 219. Στους διαχωριστές από την Αγγλία και τη νότιο Γερμανία θα πρέπει να προστεθεί και ένα ακόμη δείγμα από τη χερσόνησο της Γιουτλάνδης. 2172. Cultraro 2007, σελ. 381. 2173. Μέσω της κεντρικής Ευρώπης. 2174. Cultraro 2007, σελ. 381-383. 2175. Papadopoulos 1988, σελ. 73.

Συμπεράσματα

343

Στραβοκέφαλο. Κοινό εργαστήριο κατασκεύαζε και τα αγγεία των οποίων το μοτίβο διαφοροποιείτο κάτω από τις λαβές (αλάβαστρα, απιόσχημοι πιθαμφορίσκοι). Η ύπαρξη ψήφων και διακοσμημένων (με κισσόφυλλα, ρόδακες) πλακιδίων από υαλόμαζα (προς το τέλος της ΥΕΙΙΙΒ), καθώς και ο εντοπισμός αναλόγων στην Αχαΐα συνηγορούν υπέρ της λειτουργίας εξειδικευμένου εργαστηρίου παραγωγής τους.2176 Στην ΥΕΙΙΙΓ, η κεραμική από την Αγ. Τριάδα και το Αγραπιδοχώρι μοιάζει με αγγεία από την Αχαΐα και την Αρκαδία,2177 κάνοντας πιθανή την ύπαρξη κοινού εργαστηρίου παραγωγής (ΒΔ Πελοποννήσου). Στην ίδια περίοδο σφραγίδες από την Αγ. Τριάδα βρίσκουν ανάλογα από την Ελάτεια και εν γένει από τη Στερεά Ελλάδα, καταδεικνύοντας το στενό δίκτυο εμπορικών σχέσεων επαφών της Ηλείας με τη λοιπή μυκηναϊκή επικράτεια.2178 Ένα κερατοειδές αγγείο από τον Κλαδέο μιμείται αντίστοιχο κυπριακό, ενώ και οι πτηνόσχημοι ασκοί βρίσκουν αναλογίες σε κυπριακά αγγεία. Η μακροσκοπική εξέταση του πηλού κατέδειξε ότι το σκεύος δεν εισήχθη από την Κύπρο αλλά κατασκευάστηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα (σε εργαστήριο της ΒΔ. Πελοποννήσου), πιθανώς από κάποιον αγγειοπλάστη, ο οποίος είτε καταγόταν από την Κύπρο/Κυκλάδες, είτε είχε μεταβεί στην Κύπρο.2179 Οι σχέσεις Κρήτης - Ηλείας έχουν απασχολήσει την επιστημονική κοινότητα.2180 Τα δεδομένα έχουν ως εξής: 1. Κατά τη ΜΕΧ οι επαφές μεταξύ των δύο περιοχών υπήρξαν ελάχιστες.2181 2. Οι ανακτορικοί πιθαμφορείς του Κακοβάτου έχουν επηρεαστεί από την κεραμική παραγωγή Κρήτης (ως προς τη θεματολογία και τη χρήση συμπληρωματικών διακοσμητικών θεμάτων - αψιδώματα στη βάση του αγγείου). 3. Στα κύπελλα Βαφειού παρουσιάζονται έντονες κυθηραϊκές επιδράσεις (χοανοειδές σχήμα, ταινία στο χείλος). Τα Κύθηρα κατέχουν πρωτεύοντα συνδετικό ρόλο μεταξύ Κρήτης - Πελοποννήσου (κατά την ΥΕΧ).2182 4. Στην ΥΕΙΙΙΑ/Β εντοπίζονται αγγεία2183 με δύο ζώνες διακόσμησης, πληρούμενες με διαφορετικό θέμα (ΥΜΙΙΙ χαρακτηριστικό). 5. Διακοσμητικά θέματα, που θεωρούνται κρητικά, καθίστανται δημοφιλή για τους ηλείους κεραμείς (διάγραμμα τρίγωνα). 6. Από την Κρήτη εισήχθη (;) τριποδικός ψευδόστομος αμφορέας, ο οποίος προήλθε από το νεκροταφείο του Κλαδέου. 7. Η ανεύρεση μινωικής έμπνευσης (;) ειδωλίων (προερχομένων από την ευρύτερη περιοχή της Αρχ. Ολυμπίας).2184

2176. Papadopoulos 1995, σελ. 205. 2177. Π  .χ. με αγγεία από το Παλαιόκαστρo. Επίσης ο π 2014 από το Αγραπιδοχώρι προσομοιάζει με αγγείο από το τα Σπαλιαρέϊκα - τάφος 2, που πιθανώς εισήχθη από την Κρήτη (παραγωγή της πρώιμης ΙΙΙΓ από την κεντρική Κρήτη θέση Καλοχωραφίτης) πρβ. Giannopoulos 2008, σελ. 147-148. 2178. Kryszowska 2005, σελ. 268. 2179. Βικάτου - Καραγιώργης 2006β. 2180. Kanta 1980, σελ. 299-300, Αντωνίου 2008. 2181. Graziadio 1998, σελ. 48. 2182. Graziadio 1998, σελ. 48. 2183. Π  ρόκειται για τον απιόσχημο ψευδόστομο και το αρτόσχημο αλάβαστρο από τη Ρένια, το κυλινδρικό αλάβαστρο από το Αγραπιδοχώρι, για τον ψευδόστομο π 183 και το αλάβαστρο π 194 από τα Διάσελλα. 2184. Kanta 1980, σελ. 300.

344 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Τα παραπάνω συνηγορούν στην άποψη της ύπαρξης στενών σχέσεων μεταξύ Κρήτης και δυτικής Πελοποννήσου,2185 χωρίς να παραγνωρισθεί η δημιουργική αφομοίωση από τους ντόπιους κεραμείς των μινωικών στοιχείων, η ισχυρή ΜΕ κεραμική παράδοση και η αποκτηθείσα εμπειρία στην απόδοση διακοσμητικών μοτίβων.

Κεφαλονιά Απέχοντας ελάχιστα από τις ακτές της Ηλείας, η νήσος της Κεφαλονιάς συνδέεται άμεσα με την «περαία» πελοποννησιακή γή και εντάσσεται στη λεγόμενη «Μυκηναϊκή Κοινή της δυτικής Ελλάδας», αφού: • Επιχωριάζουν οι ταφικοί λάκκοι εντός των θαλαμωτών. Συνήθως παρατηρούνται σε τάφους της ΥΕΙΙΙΒ/Γ, συνεπώς η συγκεκριμένη πρακτική έλκει την καταγωγή της από τη γειτονική Ηλεία. • Στην κεραμική επισημαίνονται παραπλήσια σχήματα με ομοειδή διακοσμητικά μοτίβα, που εισήχθησαν ή είχαν ως πρότυπο αχαϊκά ή ηλειακά σκεύη. Κατά την ΥΕΙΙΙΑ/Β τα αρτόσχημα αλάβαστρα κοσμούνται με κύμα, ενώ τα κυλινδρικά με δικτυωτό.2186 Επιπλέον, εμφανίζεται το σύνθετο ή πολλαπλό αγγείο, καθίστανται δημοφιλή τα προχοϊκά κυάθια,2187 ενώ «μετακενώνεται» το σχήμα της αλαβαστροειδούς προχοΐσκης (λεβητοκυαθίου) από την Ηλεία (Σαμικό, Νέο Μουσείο) στην Κεφαλονιά.2188 • Στην ΥΕΙΙΙΓ επισημαίνονται και στην Κεφαλονιά οι δίωτοι και τετράωτοι αμφορείς,2189 οι οποίοι αποδίδονται ολόβαφοι με την εξαίρεση στενής ζώνης διακόσμησης στον ώμο, το σύνθετο/πολλαπλό αγγείο, οι δακτυλιόσχημοι ασκοί.2190 • Πληθυσμοί της ΝΔ Πελοποννήσου, πιθανώς, οικοδόμησαν τον θολωτό τάφο στα Τζανάτα Πόρου, ενώ Ηλείοι αποικίζουν και τα παράλια της Ηπείρου (Εφύρα), μεταφέροντας τη χρήση τύμβων και θολωτών μνημείων, αλλά και τη λατρεία του Άδη.2191

Αργολίδα Πιθανώς το δίωτο κυλινδρικό αλάβαστρο π 2811,2192 διακοσμημένο κατά τον Πυκνό Ρυθμό, να εισήχθη στην Ηλεία από την Αργολίδα. Εκτός αυτού μέγιστο τμήμα της ΥΕΙΙΙΑ2/Β κεραμικής βρίσκει σχηματικά αλλά και θεματικά/διακοσμητικά παράλληλα στην Αργολίδα (και όχι μόνον). Δεν εντοπίζονται πάντως αμφορείς ή ψευδόστομοι με σχηματοποιημένα εικονιστικά μοτίβα (π.χ. πολύποδες), καταδεικνύοντας, πως η Ηλεία ακολουθεί τις αισθητικές επιταγές της ΒΔ και όχι της ΒΑ Πελοποννήσου.

2185. Η  Κάντα (Kanta 1980, σελ. 299) σημειώνει ενδεικτικώς «… remarkable traces with Crete…». Επίσης και Shelmerdine 2001, σελ. 353. Πρβ. και υποσ. 1586. 2186. Souyoudzoglou 1999, σελ. 62. 2187. Souyoudzoglou 1999, σελ. 63. 2188. Souyoudzoglou 1999, σελ. 72. 2189. S ouyoudzoglou 1999, σελ. 65. Δημοφιλές κόσμημα αποτελούν τα ημικύκλια (κροσσωτά ή περίστικτα). Ανάλογος διάκοσμος και σε Ιθάκη, Φωκίδα, Αλβανία και Ιταλία (πρβ. Giannopoulos 2008, σελ. 149-150). 2190. Souyoudzoglou 1999, σελ. 71. 2191. Dakaris, Antike Kunst,1963, Beiheft 1, σελ. 35-55. 2192. Π  αρλαμά 1974α, σελ. 42. Η ανασκαφέας αναρωτιέται μήπως το νεκροταφείο λακκοειδών στην Καυκανιά δημιουργήθηκε από φυγάδες της Αργολίδος. Δεν συνυπολογίζει τη μακρά παράδοση κατασκευής ταφικών λάκκων στην Ηλεία αλλά και την υπόλοιπη κεραμική.

Συμπεράσματα

345

ΟΜΗΡΙΚΗ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ Η προσπάθεια ταύτισης των πόλεων/τοπωνυμίων, που καταγράφονται στα ομηρικά έπη (κυρίως την Ιλιάδα) έθελξε πολλούς αρχαιολόγους.2193 Ο επικός ποιητής παρέχει σε δύο σημεία (ραψωδία Β και Λ) μαρτυρίες για την τοπογραφία της Ηλείας, της οποίας ένα τμήμα (μέχρι τον Αλφειό) ανήκει στους Νηλείδες,2194 ενώ το βόρειο τμήμα συνιστά το κράτος των Επειών.2195 Ο Dörpfeld, μαθητής και συνεργάτης του Schliemann,2196 επιχείρησε στις αρχές του 20ού αιώνα να εντοπίσει, βάσει των αρχαίων πηγών, τη θέση της ομηρικής Πύλου και να ταυτίσει συγκεκριμένους αρχαιολογικούς χώρους με τους ομηρικούς στίχους. Η ανασκαφή του Κακοβάτου προκάλεσε το έντονο ενδιαφέρον του, λόγω του πλούτου των ευρημάτων και του μεγέθους των θολωτών τάφων. Επιπλέον, οι ομηρικές περιγραφές της Πύλου2197 ταίριαζαν απόλυτα με την τοπογραφία της περιοχής,2198 και οδήγησαν τον Γερμανό αρχαιολόγο, στην ταύτιση του Κακοβάτου με την ομηρική Πύλο. Η ανακάλυψη, λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, του ανακτόρου του Εγκλιανού στη Χώρα Τριφυλίας και η μεταγενέστερη αποκρυπτογράφηση των κειμένων των πινακίδων της Γραμμικής Β κατέδειξαν, ότι η Πύλος βρισκόταν περίπου 100 χιλιόμετρα νοτίως του Κακοβάτου. Έχει πάντως διατυπωθεί η θεωρία, πως η ύπαρξη διαφορετικών θέσεων με το τοπωνύμιο «Πύλος», εξηγείται και σχετίζεται με τη μετανάστευση του γένους των

2193. Α  λλά και τον Στράβωνα και τον Παυσανία, οι οποίοι προσπάθησαν να ταυτίσουν τα ομηρικά τοπωνύμια με τις θέσεις/περιοχές, που περιηγούνταν (Σακελλαρίου 1958-59 σελ. 19). 2194. Κ  αι περιλαμβάνει την «αγαπημένη Αρήνη», «το Θρύο, κοντά στον Αλφειό», «το καλοκτισμένο Αιπύ», «τον Κυπαρισσήεντα» (Ιλιάδα Β, στ. 591-593). 2195. Π  ρβ. και Χάρτη 5 στο Hope Simpson 1970, όπου σημειώνονται οι αναφερόμενες στην Ιλιάδα πόλεις Βουπράσιο, Υρμίνη, Μυρσίνη, Ωλενία και Αλείσιος (στ. 615-618). Οι Simpson & Lazenby τοποθετούν τη Μυρσίνη στο Τείχος Δυμαίων, την Υρμίνη στην περιοχή της σημερινής Κυλλήνης, ενώ θεωρούν τα τοπωνύμια «Ήλις» και «Βουπράσιο» ως δηλωτικά συνόλου περιοχών και όχι συγκεκριμένων θέσεων (Hope Simpson 1970, σελ. 97-99). Επιπλέον και Visser 1997, σελ. 561-564. Ο Σακελλαρίου (Σακελλαρίου 1958-59, σελ. 19) παραθέτει όλους τους στίχους της Ιλιάδος και της Οδύσσειας που αναφέρονται στο κράτος των Επειών. 2196. Ο οποίος είχε εντοπίσει και ερευνήσει την πλειοψηφία των μυκηναϊκών ανακτορικών κέντρων (Τίρυνθα, Μυκήνες, Ορχομενός). 2197. Ιλ., Β, στ. 591-594 « Οι δε Πύλον τε ενέμοντο και Αρήνην ερατεινήν και Θρύον, Αλφειοίο πόρον, και εΰκτιτον Αιπύ, και Κυπαρισσήεντα και Αμφιγένειαν έναιον, και Πτελεόν και Έλος και Δώριον, ένθα τε Μούσαι». Ιλ., Ε, 545 «Αλφειού ος τ’ ευρύ ρεει Πυλίων δια γαίης». Ο Στράβων (Η’, ΙΙΙ, 7) αναφέρεται στην ύπαρξη τριων περιοχών στη δυτική Πελοπόννησο με το όνομα Πύλος (μία στην Ήλιδα - Ηλειακή Πύλος, άλλη στην Τριφυλία - Τριφυλιακός ή Αρκαδικός Πύλος και στη Μεσσηνία (Μεσσηνιακός Πύλος), μνημονεύει μάλιστα και τον χαρακτηριστικό στίχο, ο οποίος αποτέλεσε το θεμέλιο αμφισβήτησης της θέσης της ομηρικής Πύλου «έστι Πύλος προ Πύλοιο, Πύλος γε μεν εστί και άλλος» (Αριστοφάνης, ΙΠΠΗΣ, στ. 1059). Συνεπώς ήδη από τους κλασικούς χρόνους είχε ανακύψει το θέμα της χωροθέτησης της μεσσηνιακής πρωτεύουσας. Επίσης και Bennet 1984, σελ. 1, Visser 1997, σελ. 526. Ο Στράβων πάντως ταυτίζει του Λεπρεατικό ή Τριφυλιακό Πύλο με τον Κακόβατο (ΙΙΙ 14). Αντίθετα ο Παυσανίας είναι απόλυτα πεπεισμένος ότι η Πύλος του Νέστορος βρίσκεται στη Μεσσηνία (Παυσανίας IV, 36,1). Βλ. και Yalouris 1967 για την ανάλυση του επιθέτου «ημαθόεις», με το οποίο συχνά χαρακτηρίζεται η Πύλος του Νέστορος. Ο Γιαλούρης θεωρεί πως το επίθετο δεν αναφέρεται στην παραλία αλλά στο σύνολο της Πυλίας, της οποίας η σύσταση του εδάφους είναι αμμώδης, ακόμη και στην ενδοχώρα, χιλιόμετρα μακριά από την ακτογραμμή και χωροθετεί την ομηρική Πύλο στον Εγκλιανό. 2198. Giovannini 1969, σελ. 29, Hope Simpson 1970, σελ. 82.

346 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Νηλειδών από τη Θεσσαλία προς το Νότο.2199 Στη σταδιακή πορεία προς τη Μεσσηνιακή Πύλο οικοδομούνταν πόλεις, οι οποίες έφεραν το συγκεκριμένο όνομα και δηλωνόταν το «πέρασμα».2200 Την Αρήνη τόσο ο Γιαλούρης όσο και οι Hope Simpson & Lazenby ταυτίζουν με το Σαμικό, βασιζόμενοι στην ανεύρεση του τύμβου (στα μέσα της δεκαετίας του 1950).2201 Ο Κολώνας, βασιζόμενος στα προαναφερθέντα, επιχείρησε να συγκεκριμενοποιήσει τη θέση της λεγομένης «ηλειακής» Πύλου.2202 Συνέδεσε το τοπωνύμιο «Πύλος» με το νεοελληνικό «Πόρτες» και υποστήριξε, πως εντοπίζεται στην προσφάτως ανασκαφείσα περιοχή των «Πορτών» Αχαΐας.2203 Οι «Πόρτες» περιλαμβάνουν νεκροταφείο τύμβων (της πρώιμης ΥΕΧ) και θαλαμωτών (της ΥΕΙΙΙ), ενώ απέδωσαν πλούσια ευρήματα.2204 Τα νεκροταφεία χωροθετούνται στο όρος «Σκόλλις ή Σανταμέρι», σε θέση, που εποπτεύει ολόκληρη τη δυτική Ελλάδα (Αχαΐα, Αιτωλία, Ζάκυνθο και Λευκάδα), ενώ «ελέγχεται» και η οδός που οδηγεί προς την Αρκαδία.2205 Επιπλέον, συσχετίζεται το τοπωνυμικό «Πύλος» και αντιστοίχως «Πόρτες» με τις «πύλες του Άδη» και τη λατρεία του, η οποία επιχωρίαζε στη ΒΑ Ηλεία, όπως μνημονεύεται από τον Παυσανία.2206 Ο Θέμελης, βασιζόμενος σε στίχους της Β και Λ της Ιλιάδας, υποστηρίζει πως η αναφερόμενη από τον Όμηρο «Θρυόεσσα» πόλη ή «Θρύον2207» ενδεχομένως μπορεί να ταυτισθεί με τη θέση «Αγιωργίτικα», πλησίον του σημερινού Επιταλίου.2208 Η άποψη αυτή βασίζεται: Α) στην ομηρική περιγραφή, ότι δηλ. η πόλη Θρύον βρίσκεται πλησίον του Αλφειού2209 και έχει οικοδομηθεί πάνω σε απότομο λόφο. Β) Η αποκάλυψη (στα τέλη της δεκαετίας του ’60), κατόπιν ανασκαφής, ενός κτηρίου των ΥΕΙΙΙΑ/Β χρόνων.2210 Ο Ζάχος,2211 ανασκαφέας του ΠΕ οικισμού Αγ. Δημητρίου Λεπρέου, συνέλεξε μεγάλες ποσότητες πρώιμης μυκηναϊκής κεραμικής, ταυτίζοντας το Λέπρεο με το αναφερόμενο τόσο στα ομηρικά έπη όσο και στις πινακίδες της γραμμικής Β «Αίπυ».2212 2199. Dyzcek 1994, σελ. 79. 2200. Κ  ορρές 1976, σελ. 512. 2201. Hope Simpson 1970, σελ. 83. 2202. Υ  πενθυμίζεται, ότι το 1968 ανασκαφές της Αμερικανικής Σχολής Κλασσικών Σπουδών (Coleman 1986) έφεραν στο φως πόλη των κλασικών - ελληνιστικών χρόνων, λίγα χιλιόμετρα ανατολικά - νοτιοανατολικά των «Πορτών» Αχαΐας, την οποία οι αμερικανοί ερευνητές ταύτισαν με την Ηλειακή Πύλο. 2203. Κολώνας 2001, σελ. 258. 2204. Moschos 2000. 2205. Κολώνας 2001, σελ. 258. 2206. Κολώνας 2001, σελ. 261. 2207. V  isser 1997, σελ. 511. Δεν αναφέρεται από τον Παυσανία, συνεπώς ήδη από τους αρχαίους χρόνους δεν ήταν εφικτή η ταύτισή του. 2208. Ο Σακελλαρίου (Σακελλαρίου 1958-59, σελ. 37), βασιζόμενος αποκλειστικά στα φιλολογικά (τη διήγηση του Νέστορος στο Λ της Ιλιάδος) και τοπογραφικά δεδομένα, τοποθετεί το «Θρύον» στο σημερινό Στρέφι Ολυμπίας. Με τον Θέμελη συμφωνούν οι Hope Simpson - Lazenby (Hope Simpson 1970, σελ. 83). 2209. … και Θρύον Αλφειοίο πόρον… (Ιλιάδα Β, στ. 592) και «… Υπάρχει κάποια πόλη, Θρυόεσσα, μακριά σε λόφο απότομο, κοντά στον Αλφειό, εκεί που τελειώνει η Πύλος η αμμουδερή…» (Ιλιάδα Λ, στ. 711-712). 2210. Θέμελης 1968δ. 2211. Zachos 1984. 2212. Ιλιάδα Β, στ. 592 «… και εϋκτιτον Αιπύ…». Μία λέξη/τοπωνύμιο που μοιάζει με το Αιπύ παρατηρήθηκε και στις πινακίδες της Γραμμικής Β, όμως ο Chadwick (Chadwick 1972, σελ. 109) θεωρεί ότι πρόκειται για άλλη γραφή και τελικώς για πόλη νοτίως του ανακτόρου και πιθανώς, πλησίον της Κουκουνάρας. Βορείως του Επιταλίου/Θρύου τοποθετούν το Αιπύ οι Hope Simpson/Lazenby (Hope Simpson 1970, σελ. 83-84). Επιπλέον και Visser 1997, σελ. 512. Σημειωτέον, ότι οι κάτοικοι της περιοχής πιστεύουν ότι το Αιπύ βρίσκεται στη θέση της ελληνιστικής ακρόπολης της Πλατιάνας.

Συμπεράσματα

347

ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ (ΕΠΙΜΕΤΡΟ Δ) Για την εθνοτική ή φυλετική ταυτότητα των κατοίκων της Ηλείας, κατά την ΥΕΧ, λίγα μπορούν να ειπωθούν. Η διενέργεια ειδικών αναλύσεων DNA θα μπορούσε ενδεχομένως να διευκρινίσει την εξ’ αίματος συγγένεια ενός κατοίκου της Αγ. Τριάδας και ενός άλλου από τον Κλαδέο και να οδηγήσει σε στέρεα πορίσματα, αναφορικά με τη φυλετική ομοιογένεια της Ηλείας. Επιπροσθέτως αναλύσεις εντοπισμού των επιπέδων στροντίου στα οστά και τα δόντια των νεκρών, θα ήταν δυνατόν, να μας παρέξουν, με σχετική ασφάλεια, δεδομένα για τη μετακίνηση ή μη πληθυσμών. Το σίγουρο είναι ότι το σύνολο του πληθυσμού, ανεξαρτήτως ταφικής πρακτικής (ενταφιασμός σε τύμβο, θολωτό ή θαλαμωτό) μετείχε στον ονομαζόμενο «Μυκηναϊκό Πολιτισμό». Τα αρχαιολογικά δεδομένα δεν υποδηλώνουν την αιφνίδια εμφάνιση νέων στοιχείων σε οποιαδήποτε υλική ή πολιτισμική έκφανση, που να δικαιολογεί την ειρηνική ή βίαιη εισβολή ενός διαφορετικού φύλου.2213 Σχήματα αγγείων, όπως οι δίωτοι αμφορείς με λαβές στην κοιλιά, επισημαίνονται ήδη από τη ΜΕΧ και η παραγωγή τους (σε σχηματικές παραλλαγές) συνεχίζεται αδιάλειπτα κατά την ΥΕΧ αλλά και τους υπομυκηναϊκούς χρόνους. Είναι γεγονός, ότι οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι (Επίμετρο Δ) κάνουν λόγο για μετακινήσεις πληθυσμών προς διάφορες κατευθύνσεις, στην περίπτωση της δυτικής Πελοποννήσου αναφέρεται η «κάθοδος» των Νηλειδών από τη Θεσσαλία,2214 η στάση τους στη Βοιωτία και κατόπιν η άφιξη τους (δια μέσου της Ηλείας) στη Μεσσηνία.2215 Με το σχήμα αυτό δικαιολογούνται και η ύπαρξη κοινών τοπωνυμίων σε Θεσσαλία και δυτική Πελοπόννησο2216 (Επίμετρο Δ). Άλλοι μύθοι μιλούν για τον ερχομό φύλων από τη Λήμνο (οι Μινύες που εγκαθίστανται στη Λήμνο), τη Μ. Ασία (ο Πέλοψ). Σε άλλες περιπτώσεις ακολουθείται και η αντίθετη πορεία, δηλ. ο Ενδυμίωνας φεύγει από την Ηλεία και μετοικεί στη Μ. Ασία, οι Νηλείδες διαφεύγουν από τη Μεσσηνία, βρίσκουν καταφύγιο στην Αθήνα και ιδρύουν μία νέα δυναστεία.2217 Η ύπαρξη κοινών τοπωνυμίων συνηγορεί υπέρ των μεταναστεύσεων/μετακινήσεων πληθυσμών, αλλά υπάρχουν συγκεκριμένες δυσκολίες, όπως: 1. Δεν αποσαφηνίζεται ο χρονικός ορίζοντας χρήσης των συγκεκριμένων τοπωνυμίων. Επί παραδείγματι, η χρήση πολλών ονομάτων πόλεων - οικισμών, που καταγράφονται στις πυλιακές πινακίδες της Γραμμικής Β, συμπίπτει με σύγχρονα τοπωνυμικά. Είναι αμφίβολο, εάν η επικράτεια του μεσσηνιακού κράτους, κατά την ΥΕΧ, περιελάμβανε μεγάλο τμήμα της Αρκαδίας, την Ηλείας ή και της Λακωνίας.2218 Αντίθετα είναι πιθανή η δευτερογενής χρήση των συγκεκριμένων ονομάτων. 2. Η εξαγωγή συμπερασμάτων για τις μετακινήσεις πληθυσμών ή τη φυλετική τους καταγωγή οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα τοπωνυμικά αλλά ταυτόχρονα να ελέγχει και την εμφάνισή τους. Ο εντοπισμός κοινών ονομάτων στη Σκύρο και την Αττική δεν αποδεικνύει τη μετακίνηση πληθυσμών στο απώτατο παρελθόν αλλά το ότι η Σκύρος υπήρξε αποικία των Αθηναίων, κατά τους ιστορικούς χρόνους. Η επισήμανση αθηναϊκών τοπωνυμίων στην περιοχή των Στενών του Ελλησπόντου υποδηλώνει τον βασικό και στρατηγικό πολιτικό 2213. Το ίδιο ισχύει και στην Αχαΐα (Κολώνας 2001, σελ. 260). 2214. Dyczek 1994, σελ. 79. 2215. Dyczek 1994, σελ. 79. 2216. Eder 1998, σελ. 186-187. 2217. Webster 1961, σελ. 10-11, 38-39, Dyczek 1994, σελ. 167. 2218. Chadwick 1977, σελ. 226.

348 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

προσανατολισμό της Αθήνας (ήδη από τον 6ο αι. π.Χ.) να ελέγξει τα Στενά και συνακόλουθα το διεξαγόμενο, μέσω των Στενών του Ελλησπόντου, εμπόριο.2219 3. Ιδεολογικοί δογματισμοί, πολιτικές στοχεύσεις συχνά «πλάθουν» γεναρχικούς μύθους αλλά και μετονομάζουν άψυχα και έμψυχα.2220 Έτσι στη σύγχρονη Ελλάδα μετεβλήθη το όνομα πολλών κοινοτήτων (επί το «αρχαιοπρεπέστερον»), προκειμένου να ικανοποιηθούν εθνικές επιδιώξεις αλλά και να εξασφαλισθεί η σύνδεση του νέου ελληνικού κράτους με την αρχαιότητα.2221 4. Η χειραγώγηση των μύθων και των τοπωνυμίων, προκειμένου να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένα πολιτικά καθεστώτα, παρατηρείται τόσο στην Αρχαιότητα (καταγραφή των Ομηρικών Επών από τον Πεισίστρατο) όσο και στον 20ό αιώνα (Πορτογαλία ή Ρουμανία κατά τη διάρκεια των δικτατοριών του Σαλαζάρ και του Τσαουσέσκου αντιστοίχως).2222 5. Τα κοινά ονόματα δεν περιορίζονται στη δυτική Πελοπόννησο αλλά απαντούν και σε άλλες γεωγραφικές ενότητες (π.χ. Λακωνία).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ Το τέλος κάθε επιστημονικής μελέτης αφήνει αναπάντητα ερωτήματα, τα οποία θα κληθούν επόμενοι ερευνητές να συμπληρώσουν, έχοντας πιθανώς στη διάθεσή τους νεώτερα αρχαιολογικά δεδομένα, πληρέστερη στρωματογραφική τεκμηρίωση και ικανοποιητική διεπιστημονική υποστήριξη. Η Ηλεία τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει αποδώσει σημαντικά ταφικά σύνολα, που εν πολλοίς έχουν μεταβάλει τη θέαση μας για το ρόλο της περιοχής, κατά τη διάρκεια της ΥΕΧ. Ο Dickinson, το 1982, θεωρούσε το ρόλο της ασήμαντο, τα δεδομένα όμως δείχνουν, ότι η περιοχή αυτή αποτέλεσε ζωντανό, δημιουργικό και παραγωγικό τμήμα ενός πολιτισμού, που δεν υπήρξε στατικός. Οι κάτοικοι της Ηλείας, εκμεταλλευόμενοι τις άριστες κλιματολογικές συνθήκες, την εύφορη γη και τη στρατηγική της θέση ανέπτυξαν έναν πολιτισμό, του οποίου τις ιδιαιτερότητες τώρα πλέον αντιλαμβανόμαστε. Η έρευνα όμως, όπως και η ζωή, συνεχίζεται προσφέροντας πάντα νέα, επιστημονικά τεκμηριωμένα αποτελέσματα.

2219. Webster 1961, σελ. 57-58. 2220. Yalouri 1999, σελ. 124. 2221. Yalouri 1996, σελ. 124, 125. 2222. Hodder 1991, σελ. 1 και 2, Καλπαξής 1990, σελ. 13 και 20, Καλπαξής 1993, σελ. 19.

Summary This thesis focuses on the reconstruction of the material culture and society of Elis during the Late Bronze Age. Issues concerning the contextualisation of Elis within the wider frame of the Mycenaean world, trade and exchange relations, the political structure and administrative representation are also discussed. The methodology adopted was based on the description, recording and study of unpublished material (primarily whole vessels) from five funerary contexts (Diasella, Makrisia, Stravokephalo, New Museum), the re-publication of old excavations (e.g. Kakovatos) and the use of the available bibliographic references. Furthermore, palaeobotanical analyses were carried out, a preliminary report on the human bone assemblage from Strefi has been drawn, and carbonised fruit seeds were analysed using C14. The project was based on the good knowledge of the topography of the area, achieved through visits of all the archaeological sites and locations mentioned in the text. The main conclusions of the thesis can be summarised as follows:

Early Mycenaean Period (Late Helladic I-II, LHI-LHII) 1. Topography Archaeological finds are geographically restricted to the area to the south of Alpheios River. The main locations are (from north to south): • Ladiko (location Xespithati) • Makrysia (tumulus at Prophitis Ilias) • Samiko (tumuli and tholos tomb, residential remains) • Kakovatos (tholos tombs and residential remains) and • Lepreo (pottery, probably from residential context).

2. Tomb Architecture During this period inhumations are made in tholos tombs and tumuli. Tumuli (which are older) first appear at the end of MH. Their structure is simple. At Samiko an enclosure is built and cavities are formulated inside it, within the natural rock, or cist graves are built. On the other hand at Makrysia the dead is placed in a deep pit positioned almost at the centre of the monument. In the case of Samikon (tumuli 2 and 3) a small horseshoe was constructed in the centre of the burial monument resembling to the messenian tumuli (Ag. Ioannis Papoulion and Voidokoilia). Tholos tombs, although they generally follow the basic principles of architecture, do have some peculiarities that link the monuments to respective early Messinian ones (e.g. the location of tholos near or inside the settlement, the construction by threes, horseshoe-shaped rutting - carving leading from the entrance to the chamber, possibly facilitating the use of carriages holding the dead).

350 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Burial Customs The dead were buried either into burial pits, following the MH tradition and “safeguarding” their individuality, or they were placed on the floor. In the case of Kakovatos the burial offerings were impressively lavish, despite desecration and destruction of monuments over the centuries. Indicatively: • Jewellery such as amulets with hanging holes (owl and frog), golden beads and patches, beads from semiprecious stones, innumerous amber beads and spacers, pins, ivory discs with engraved motifs. • Vessels/Vases including palatial jars, oval-mouthed jars. Stone vessels. A vessel and two idols made of glasspaste. • Objects like stone arrowheads. Death, in the case of Kakovatos, was symbolized by the bending of the sword of the dead person, a burial practice that was widely used over time and space and it occurs also in many messenian monuments. Contrarily, in the case of Samiko and Makrysia, burial offerings were scanter, limited only to vessels (but not palatial jars), arrowheads, metal tools etc. Considering the above, we draw the following conclusions: • During the early Mycenaean period the area of Elis to the south of Alpheios River flourishes. • Burial architecture, with the extensive use of tumuli and tholos is similar to what we have in Southern Triphylia and Western Messinia. Burial habits, such as sword bending, horseshoeshaped carvings at the entrance of tholos, innumerous arrowheads and amber beads - spacers are very common also in neighbouring Messinia. The very close relations between the two neighbouring areas are further highlighted by the finds of identical burial offerings, such as: • Owl amulet (a symbol of the family of Nileas, according to Marinatos). Found in Tholos A of Kakovatos and Tholos 3 of Peristeria and IV of Englianos. • Amber beads and spacers. • One handled goblet with two pinched spouts (Kakovatos tomb A, Peristeria, Voroulia). • Oval-mouthed jars (at burial monuments of SW Peloponnese). • Palatial jars. • Vapheio cups, squat jugs.

LHIII The area between Neda and Alpheios River seems very scarcely populated. Contrarily, the burial contexts (cemeteries) indicate that the valley of Alpheios river and its tributaries was densely populated, indicating the process of collective planning as a means of collection and transport of goods to the mouth of Alpheios river on the Ionian sea as well as towards the inland of the Peloponnese. Note that paleobotanic researches indicated that the flora of the neighbouring Messinia undergoes radical changes (e.g. dramatic deforestation, especially of pine tree forests, increase in irrigable land, extensive cultivation of olive trees) over the first Mycenaean period. Over the same period (LHΙ/ΙΙ) Alpheios River probably flooded often, a fact possibly due to geological formations at the river delta which obstructed outflow to the sea. Subsequently, the environment over the LHΙΙΙ was extremely friendly to the “urbanisation” of areas such as Alpheios valley.

Summar y

351

Topography Studied cemeteries are positioned as below: A) South of Alpheios river (Makrysia - location Kania, Diasella, Broumazi). B) North of Alpheios - Ancient Olympia and greater area (Ancient Olympia - New Museum Cemetery, Miraka - locations Gidostani, Kryavrysi, Sikalistra, Hantakia, Linaria). C) Along or close to Kladeos (Pefkes, Stravokefalo, Trypes, Koskina, Mageiras, Platanos). D) North of Ancient Olympia, in the area where Enipeas and Alpheios rivers meet (Strefi, Kafkania).

Grave types A) Chamber tombs B) Pit graves (Strefi, N. Museum, Kladeos) C) Unfinished dromoi or hybrid graves (Helidoni, Strefi, N.Museum, possibly Kladeos) D) Pithos graves (Magiras?) The only housing remains are constricted to the excavation of a single Mycenaean farm house at Epitalio, location Agiorgitika, a few kilometres south of the current mouth of Alpheios river to the Ionian sea.

1. Burial Architecture The majority of burials are held in chamber tombs. Their orientation is usually N-S (Strefi, New Museum); occasionally it is E-W (Stravokefalo). Their size is generally small, not exceeding 20 sq.m., and most of them range between 7 and 12 sq.m. The 57% of chamber tombs are of circular, semicircular or ellipsoidal ground plan, 35% are foursided (many times rounded on the one side) and 8% are irregular. No benches or niches are found in chambers, with only two exceptions at Diasella and Helidoni. A main characteristic of chamber tombs in Central Elis was the construction and use of burial pits, usually covered with slabs, and used both for primary as well as secondary inhumations. The pits are arranged according to the main axis of the chamber, whereas their direction changed in case of lack of space. The number depends on the chamber size. In 31% of cases only two pits were constructed, in 12% only one pit and in 24% there are three pits. The remaining percentage of chambers may have four, five, six, seven or even eight pits. The use of pits is common in south and central Elis (64% of graves), while it is occasional at respective monuments of NE Elis (only 15% of chamber tombs have pits). The entrance to the chamber was shut with dry stones, the lower part of which was built with bigger rocks (as e.g. at tombs X and XII of Strefi) since only the higher part of it was dismantled. The entrance became wider towards the inside and doors were four-sided (rectangular, trapeziumshaped, rounded over the door), and in rarer cases they were fully rounded (e.g. at Klindias). In the majority of chamber tombs the dromos were short and descending, not exceeding 6.5 m. in length. There are two exceptions at N. Museum (7.5 m. and 8.5 m. long), one at Helidoni (7.5 m. long) and finally the chamber tomb at Alpohori 9.80 m. long). A slight convergence of sides is found upwards, along with a widening before the entrance (observed at 78% of dromos, whereas at the remaining 22% there is a narrowing instead).

352 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Niches are carved in the walls of dromos (in 47% of chamber tombs of central and southern Elis and only in 6% of them in NE Elis. The niches, one or two per side, usually near to the entrance, are closed with dry stones. In three cases (Pefkes t. 1, Zouni) a low wall was built at a short distance from the entrance, which probably delimited the area for rituals. Pit Graves: These burial monuments are positioned by chance among chamber tombs, yet complying with the general orientation of the latter (e.g. at Strefi). At this last location, at Kladeos and at Arvaniti, pits are divided with dry masonry wall (sometimes with diligence, other times without) into two or three parts. The use of “compartment or divided” pits is not common and can be found simultaneously in Crete, Attica (Elefsis, Perati and Glyka Nera) and Argolis (Deirada of Argos). Burials in pits (independent ones or as part of chamber tombs) cannot and should not be considered an ad hoc phenomenon, but instead it should be included in the long tradition of using burial pits, dating back at least to the Middle Helladic Period and continuing over the early Mycenaean period (Kakovatos, Samiko and Makrysia). Subsequently, there was no paradox over the LHΙΙΙ (probably already since LHΙΙΙΑ1 at Arvanitis) for pits to be incorporated, as mentioned above, into chamber tombs and becoming a necessary feature, an architectural element found in Messinia (since LHI at Volimidia), Lakonia, Arcadia, Cephalonia and Eastern Achaia.

Hybrid Chamber Tombs or Unfinished Dromoi These are burial monuments, substantially niches bearing some resemblance to chamber tombs. The niches could be cut in the back or side walls of the dromoi and their entrances were blocked with dry masonry walls. Their purpose of construction and use remain obscure, as they may relate to failure to complete them, to sudden death of many members of the community or, finally, the ritual exclusion of certain members from having a burial monument. Such tombs are found in Argolis (Nafplio and Mycenae), Pylos, Aegio and probably Arcadia, and they date to LHΙΙΙΑ2-Β2. Within the same time period are specimens found in Elis, identified in the cemetery of Strefi, the cemetery of N. Museum of Ancient Olympia and at Helidoni.

2. Burial customs Cemeteries are positioned outside settlements. The connection of burial monuments with a specific settlement or farm is difficult to find and housing remains are scarce or non-existent. Only in the case of Diasella research took place, yet in an incomplete way, in the settlement positioned over chamber tombs. Chamber tombs are placed in almost crisscross lines (Helidoni, N. Museum) without any plan, as the dromos or the chamber of a more recent chamber tomb destroys the chamber or dromos of an older burial monument. At Strefi the best preserved graves, therefore those built with most diligence, occupy a central place in the cemetery. Dromos was the “channel” through which the dead were introduced to the underworld, to the afterlife. During this difficult and emotional crossing the family could honour the dead member by smashing vessels (cylix, cups, bowls) as well as by creating gravestones denoting his/her existence. Gravestones are related with large vessels (kraters or amphorae), which in Elis often had pictorial presentations. In two cases (Ag. Triada and Kladeos) the motifs on vessels referred to burial

Summar y

353

practices. At chamber tomb IV of Strefi, on the eastern side of the dromos a small, shallow niche was carved, possibly for placing the stone/σήμα of the grave.

Burials in the dromos The dromos of many chamber tombs in Elis was used both for burial and for transportation of older relics from the burial chamber. To enhance the above, burial niches or even pits (in the ground) were built. Niches were used both for primary burials (adults and children) and for secondary ones.

Burials in the chamber Both primary and secondary inhumations are found in the chamber, taking place both on the floor and inside pits.

A) Primary burials Posture of the dead: The dead were lying down, with their legs more or less contracted, their arms parallel to the body (e.g. New Museum - Kalosakas B, F, Diasella tomb B, Makrysia Kania A, Pefkes t. 1) or bended (Kladeos - “Trypes” 7), whereas in very few cases they were on their side (left or right). At Strefi (tomb IV) and Miraka (location Gidostani) the dead had their right leg bended. At Aspra Spitia and Strefi (tomb XIV) the dead had their legs crossed. Burials followed the longitudinal axis of the tomb and were occasionally placed vertically or skew to that axis. In pits one dead is placed at a time, but it so happens that there are two or even four dead in layers (Diasella). The dead are always put on the natural ground, lying (rarely on the side) usually with contracted (or crossed) legs and arms parallel to the body.

B) Secondary burials: They were made either on the floor (at the three corners of the chamber and more rarely at the centre) or in small pits of irregular shape (usually not covered and mostly near the entrance). There are also cases of bones left on the covering slabs of primary tombs. Their number is not clear, because of bones being moved, being dropped without care, as well as because of the general upheaval inside tombs. There was an impressive “ossuary” of at least fifteen dead on top of covering slabs of the pit at Kania Makrysia.

Burial offerings of the dead The majority of primary and secondary burials were found with offerings. The deads were accompanied by at least one vessel. The number and shape of vessels depend on the ritual, the financial and social status of the family.

Burial offerings were placed:

1. In piles within the chamber, mainly at the two sides, on the right and left of the incomer (Helidoni t. 1, 2, Kladeos VI, Diasella tomb C, Strefi Χ). A usual place for offerings was also the side opposite to the entrance (New Museum - Kalosakas t. B).

354 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Near or on top of covering slabs of pits (Kladeos t. ΙΙΙ, Kania of Makrysia A, Diasella t. B). On stone slabs (for offerings) near the pit or the burial on the ground (e.g. Kladeos t. ΙΙΙ). Among bones (in case of secondary burials). On various parts of the body of the dead. Specifically: • Near the skull (Strefi t. 10, 12, Pefkes t. 1, 2, 3, Kladeos - Trypes 7, Kania of Makrysia A, New Museum - Kalosakas B, New Museum - Kalosakas F, H, K, Arvanitis). • On the legs (Miraka “Gidostani”, Kladeos - Trypes 7, New Museum - Kalosakas D, New Museum - Kalosakas H, I, Helidoni t. 3). • On the arms (wrist, forearm) (Pefkes 1, 4, New Museum - Kalosakas K). • On the thorax (Miraka “Gidostani”, Pefkes 1, 2, Kladeos ΙΙ). • Between the knees (Aspra Spitia) • In the area of genitals - pelvis (Strefi t. X, New Museum - Kalosakas B, K). Few fragments of large vessels (kraters or amphorae), that were found at the debris of the dromos of the Ag. Triada (t. 5) and Kladeos (t. 8) chamber tombs clarify this vague picture about ceremonies accompanying the passage - crossing of the deceased from the world of the living to the world of the dead. The dead were buried dressed and with their armour or jewellery. In four chamber tombs (Stravokefalos t. III, burial pit V, Kafkania chamber tomb at location “Karavas” Kania of Makrysia Tomb A and Diasella) skulls had diadems, made of glasspaste plaques. It is noted that in the case of Diasella we have a male burial, whereas at Kladeos and Kafkania they accompanied women. The existence of beads of glasspaste plaques (decorated with ivy leaves and rosettes) (towards the end of LHΙΙΙΒ), along with similar ones in Achaia support the operation of a specialised workshop for their manufacturing. The presence of jewellery is indicated also by the large number of beads from semiprecious stones (rock crystal, cornelian, talc etc.) faience, melted glassplaste plaques (PL. 54), rarely gold (e.g. at Alpohori) and in a single case from amber (a chamber tomb at Helidoni). A vary popular offering were stone or pottery spinwhorl, whereas in some burials seals were found (New Museum, Arvanitis). There are few burials with bronze objects, mainly daggers, knives, razors and spear heads (Strefi IV, New Museum, Lakkofolia - Koskinas). The pottery found included many types of vessels. There are storage vessels (e.g. three-handled amphorae), vessels for transport of liquids or precious materials of smaller size (e.g. stirrup jars, alabastron, small handless jars, piriform jars, jugs). There are also drinking vessels, i.e. cups etc whereas in very few burials there are also vessels of probable ritual - religious character (rhyton). In detail: 1. Alabastrons, stirrup jars and piriform jars prevail in number. 2. A very popular shape is that of handless alabastron (especially in New Museum cemetery). The majority of vessels found are solid painted and certain are non-symmetrical. There is a mass production workshop in Olympia and their time disperse is not limited to LHIIIΑ1. 3. Contrarily, in Elis feeding bottles (e.g. at Strefi and Stravokefalo) or rhytons (e.g. Samiko) are rare. 4. Giant size alabastra were in use in Elis and specimens come from Chleidoni, New Museum, Strefi. These vases, according to Mountjoy, are locally produced and can be also found in Eyboia, Boeotia and Achaia. 2. 3. 4. 5.

Summar y

355

5. It can be observed a long tradition in Elis of using a chopped off kylix base as a lid on closed shapes. This phenomenon is widespread all over Western Peloponnese and Arcadia. 6. Products of a SW Peloponnesian pottery workshop are the three handled amphorae that occur in Elis and Messenia. To the end of LHIIIB appears a pure elean vessel an amphorae with two horizontal handles on the shoulder, that bears close resemblance to MH and LHI specimens. 7. Products of the same workshop may also be the piriform jars and alabastrons that have different motives under the handles (chevrons or arcs). This kind of decoration is localised also in the neighbouring Messenia. 8. Decoration is restricted to linear and abstract drawings, such as chevrons (at stirrup jars and three-handle amphorae), net patterns (in alabastrons and piriform jars, rarely in stirrup ones), chevrons, foliate bands (piriform jars, stirrups, alabastrons), Mycenaean flowers, bivalve shells etc. 9. The pottery of Elis falls under two categories of vessels. The first one comprises close shapes, usually solid painted (two-handled amphorae, no handle alabastrons). The same category may also include drinking vessels (e.g. cups). This category has construction failures (imbalance) and clay is brittle (drinking vessels). The second group comprises stirrup jars, three-handled amphorae, piriform jars, jugs, alabastrons etc. They have the usual Mycenaean motives and their clay is of better quality, while shaped in a more carefully way. It is therefore believed that, over LHIIIΑ and IIIΒ, pottery is produced in workshops and it meets direct, everyday needs of the inhabitants of Elis, while other pottery is either imported by the socalled palatial centres (from Argolis or Messinia in this case), or is produced by other workshops that employ experienced or “visiting” potters, who mastered the know-how from the so-called palatial production centres. Stirrup jars (from Strefi, New Museum, Diassela), the conical rhyton and the beaked jug from Samiko, piriform stirrup jars from Renia and N.Museum, the two flasks from Stravokefalo have their equivalents in neighbouring Messinia, possibly all creations of a single workshop. It is widely supported that pottery in Elis was heavily influenced by Crete. Stirrup jar π 183, as well as alabastrons, are painted in two zones with a different motif, thus they may have been inspired by Minoan patterns. Cretan patterns are considered to be followed by stirrup jars, whereas the pattern of one (from Renia Platanou) is in two zones (characteristic of LMΙΙΙ pottery). Cretan inspiration is suggested also for specific motifs, such as triangles common in vessels of this period. The above data, along with vessels of Minoan style at Portes, Achaia, led to the opinion that Mainland Minoan Workshop existed in Olympia. Yet the long pottery tradition, the adoption and creative assimilation of Minoan elements during the early Mycenaean period were ignored, and subsequently the Cretan influence was overestimated. Few inhumations produced a small number of Φ-shaped, Ψ-shaped or animal-shaped idols (New Museum - Zouni tomb, Strefi - tomb VIII, Arvanitis), demonstrating a strong differentiation from other regions of the Mycenaean world. During the Late Helladic IIIC period there are very few burial locations along the Alfios River. Contrarily, the cemetery of Ag. Triada (NE Elis) flourished and the grave goods demonstrate strong influence by the traditions of Achaia. The destruction of palatial centres during the Late Helladic

356 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

IIIB period resulted in the deconstruction of the administrative/political structure and the emergence of new peripheral powers, such as Achaia.

Conclusions Throughout the LH, the residential complex and the settlement pattern is formed along important traffic axes, related to: A) land passages, from northern to southern Peloponnese (Epitalio, Samiko, Kakovatos, Lepreo). B) rivers that were fully or partly navigable over the Late Bronze Age. Settlements appear along Alpheios river (Diasella, New Museum, Strefi, Makrysia, Miraka) or tributaries (Kladeos, Stravokefalo, Kafkania). During the early Mycenaean period there seems to be a population and economic boom in Pylia and Northern Triphylia. Triphylia is part of the Mycenaean world, incorporated in the cultural and administrative structure of Messinia. The burial offerings, the impressive grave architecture and the burial practices indicate that Kakovatos evolved into a regional administrative centre of the “Messinian” state. Its inhabitants were involved with agriculture (findings certify an intensive cultivation of figs) and trade. Kakovatos, located next to the Ionian Sea coast, was probably the ending point of a complex system of trade stations that brought (processed or unprocessed) amber to the Mycenaean territories. During LHIIΙΑ/Β Triphylia population declines as a whole. There are no burials in tholos graves of Kakovatos; there are only few burials at the tomb of Samiko, while Profitis Ilias of Makrysia is abandoned. The changes in burial customs, the replacement of amber with some other material that is easier to find (e.g. glasspaste) or the destruction of the trade roads towards the central Europe generate the collapse of amber trade and its almost disappearance from burials. All these causes, together with a strong, centralist state - kingdom, the Kingdom of Pylos, led to financial recession and final abandonment of Kakovatos’ so called petty - kingdom. The economic/social life of Elis moves to the north, along the Alpheios valley, where small cemeteries, clusters of chamber tombs are set. Excavated cemeteries or isolated graves indicate that no major settlements evolved, but only small communities not exceeding two or three generations. The population, according to the few anthropological observations, were faced with high mortality rates due to a poor quality diet, mostly of cereals (very few animal proteins). These were mainly small farming/livestock breeding communities that may have also been involved with the processing of their products, yet they should not be considered isolated from the rest of the Mycenaean world. One could claim that the spatial and demographic development of Elis follows the same pattern as in historic times (or even our time) i.e. lack of major urban centres and concentration of population in small settlements. The inhabitants of the area of Olympia start having relations with Messinia, since some grave offerings are probably from Messinia. The dead are buried in chamber tombs, not in tholos ones, but pits are still in use so that the entire family is buried within one monument (and the same burial practice can be localised also in the case of the recent excavated tholos tomb in Triantafilia, which can be a link between tholos and chamber tomb). Burial offerings indicate that there is no excessive wealth or social - political power allocated to specific individuals or population group. A potential political sovereignty of Pylos and the agricultural character of the economy are also documented in the written sources of this time, i.e. Linear B tablets and homeric Poems.

Summar y

357

Moreover in Linear B tablets some place names were identified, possibly related to this area and the northern frontier of the state of Pylos. Specifically they are words U - ru - pi - ja - jo (Olympians, the inhabitants of Olympia), O - ru - ma - to (Erymanthos, a tributary river of Alpheios or a mountain on the Arcadia - Elis border), Pi*-82 (some researchers identify this with the city of Pisa, close to Olympia, other with Feia at Katakolo, and others place it to the inland of Kyparissia), and Ne - da - wa (i.e. Neda). The finds from funerary contexts of the Late Helladic III period reflect trade relations of the residents of Elis with Achaia, Messenia, Arcadia, the Ionian Islands, central and eastern continental Greece, the islands of the Aegean, and even Cyprus. With regard to ethnographic data, it has not been possible to detect any population movement (contrary to what is possibly indicated by local place names and mythological references). Indeed, the presence of specific vessel shapes (such as the two handled amphorae) since the Middle Helladic period demonstrates continuity in the habitation of the area. The end of any scientific study leaves unanswered questions for future researchers and studies (such as a new excavation of the settlement of Kakovatos), having more recent archaeological data, fuller stratigraphical documentation and involvement of more disciplines. Elis has produced important graves over the last twenty years, changing our perspective of the role of this area during the LH. Dickinson considered its role insignificant in 1982, yet the data indicate that this area was a lively, creative and productive part of a civilization that was never stagnant. The inhabitants of Elis, assisted by an excellent climate, a fertile soil and a strategic position, developed a unique civilization we have now come to understand. But research, like life, goes on, always offering new, scientifically documented results…

358 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Zusammenfassung Die vorliegende Dissertation möchte das bisher zugängliche Material von fünf Grabgruppen der späten Bronzezeit aus Elis vorstellen. Die Untersuchung soll eine neue Problematik über die mykenische Kultur und Gesellschaft des Gebietes aufnehmen. Besondere Bedeutung wird auf die Verbindung von Elis zu der weiteren mykenischen Welt, die Verbreitung der Handelsbeziehungen und der Aufbau der politischen Struktur gelegt. Die Publikation des neuen Materials (bzw. gut erhaltenen Gefäßen), aus fünf Grabgruppen (aus Diasella, Makrisia, Stravokefalo, N. Mouseio), sowie auch die Überprüfung älterer Forschungs Ergebnisse (z.B. über Kakovatos) ist das Hauptziel unserer Arbeit. Paläobotanische Analysen wurden auch in Betrachtung genommen. Ebenfalls, wurden unserem Untersuchungs Projekt, ein vorläufiger osteologischer Bericht (Material aus Strefi), und die Datierung verkohlter Früchte mit C14 beitragen. Zu den wichtigen Ergebnissen dieser Dissertation zählt auch die bessere Kenntnis der Topographie, die nach Autopsien und Besichtigung aller archäologischen Stätte und Gebiete vielmehr bereichert ist. Die Hauptergebnisse unserer Dissertation sind folgend: 1. Elis besteht sich aus drei kulturellen Landschaften (Trifylia - Süd Elis, Alfeios - Tal, Elis Nord - Elis), jede mit ihren eigenen sozial-politischen Differenzierungen. 2. Die Späthelladische I/II Periode ist die Blütezeit von Trifyllia, wo wichtige Bau - Komplexen ausgegraben wurden (siehe Kakovatos). Die Toten werden nach den üblichen messenischen Grabungsriten in Tholos- Gräbern oder in Hügelgräbern bestattet. Wegen dieser Bestätigungstypen sollte Trifyllia unter kulturellen und politischen Einfluss von Pylos verstanden werden. Die Beigaben zu den Verstorbenen beweisen unter anderem, die Handelsbeziehungen mit den Ägäischen Inseln (Kykladen, Kreta) und Peloponnes, sowie auch mit dem West- und Zentraleuropa. Es ist noch sehr zu betonen, dass die grosse Konzentration von Bernstein, eine intensive Beschäftigung der Einwohner mit dem Handel dieser speziell Gattung beweist. 3. Während der späthelladischen IIIA/B Periode verfallen und entvölkern sich die Siedlungen von Trifyllia, einerseits wegen des Rückgangs des Bergsteinhandels, von der anderen wegen der stark zentralisierten Witschaftsstruktur von Pylos. Zum Gegenteil blühen zur selben Zeit die Gemeinden auf beiden Ufern des Alfeios - Flusses, nämlich kleine Siedlungen mit offenbar landwirtschaftlicher Orientierung. Zur Beerdigung der Verstorbenen werden hier Kammergräber, Grubengräber und die so genannten „hybridischen“ Gräber benutzt. Ein charakteristisches Merkmal der Grabmalarchitektur von Elis ist die alte traditionsmässig Gewohnheit der Benutzung von Gruben. Eine Differenzierung betrachtet man im Fall der Friedhöfe von Aghia Triada und Dafni, wo sporadisch Gruben zu finden sind, während Grabnischen kaum existieren. Die Keramik, die Benutzung der Gruben und Grabnischen zeigen die engen Beziehungen und die eindeutige politische „Integration“ zu Messene. 4. Während der Späthelladischen IIIC Periode werden die Friedhöfe an den Ufern des Alfeios nur selten benutzt. Im Gegensatz „blüht“ der Friedhof von Aghia Triada (Nordöstlich), wo die Begrabungssitten und die Gaben an die Verstorbenen einen starken achäischen Einfluss aufweisen. Die Zerstörung der Paläste (im Laufe der späthelladischen IIIB Zeit) führt ebenfals

360 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

zum graduellen Verfallen des administrativen und politischen Organisierungs Systems und gleichzeitig zum Aufkommen neuer regionalen Kräfte, wie zum Beispiel von Achaia. 5. Die Gaben an die Verstorbenen aus der späthelladischen III Periode beweisen ebenso gut die Handelsbeziehungen mit Achaia, Messene, Arkadien, sowie mit den ionischen Inseln, das Zentral- und Ostgriechenland, und den ägäischen Inseln und Zypern. Allerdings, die archäologischen Funde beweisen nichts von den Bevölkerungwanderungen, was die ethnologischen Daten andeuten (wie z.B. die Ortsnamen oder das mythologische Material). Zusätzlich, der Fund bestimmter Gefäßformen (wie z.B. der Doppelgriff- Amphoren), aus der MHer Zeit, bietet ohnehin ein gutes Zeugnis für die fortführende Bewohnung dieses Gebietes an. (Η επιμέλεια του γερμανικού κειμένου πραγματοποιήθηκε από τον συνάδελφο - αρχαιολόγο, κ. Δημ. Μποσνάκη, τον οποίο και θερμώς ευχαριστώ).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΣΤΗΝ ΗΛΕΙΑ (Ξενόγλωσση) Aegean Bronze Age

Cynthia Shelmerdine (επιμ.), The Cambridge Companion to the Aegean Bronze Age, Cambridge University Press, 2008.

Aegean Prehistory

Tr. Cullen (επιμ.), Aegean Prehistory. A Review, AJA Suppl. I, 2001.

AJA 1961

W.A. McDonald - R. H. Simpson, Prehistoric habitation in SW Peloponnese, AJA 1961, 65, σελ. 221-260.

Ålin 1962

P. Ålin, Das Ende der mykenischen Fundstätten auf dem griechischen Festland, SIMA Ι, 1962, σελ. 63-68, Lund 1962.

Alram - Stern 1996

E. Alram - Stern, Die Ägäische Frühzeit, Veröffentlichungen der Mykenischen Kommission der Österreichischen Akademie der Wissenschaften, Βand 16, Wien 1996.

Alram - Stern 1999

E. Alram - Stern, The Mycenaean Figurines of Elateia, στο: Φρούσσου Ε. (επιμ.), Πρακτικά Α’ Διεθνούς Διεπιστημονικού Συμποσίου - Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου, Λαμία 25-29.9.1994, Λαμία 1999, σελ. 215-222.

Alram - Stern 2004

E. Alram - Stern, Die Ägäische Frühzeit, Veröffentlichungen der Mykenischen Kommission der Österreichischen Akademie der Wissenschaften, Βand 21, Wien 2004.

Ambre 2007

Ambre - Transparanze dall‘ antico, Napoli Archeologico Nazionale, 26 Marzo Settembre 2007, a cura di M. L. Nava & Ant. Salerno, Ministero per i Beni e le Attivita Culturali, Milano 2007.

Andronikos 1968

M. Andronikos, Totenkult, στο: Fr. Matz - H. G. Buchholz (επιμ.), Archaeologia Homerica, Göttingen 1968.

AR 1960

M.S.F. Hood, Archaeological Reports for 1959-6 (24) - Archaeology in Greece 1959, σελ. 3-26.

AR 1978

Η. W. Catling, Archaeological Reports for 1977-78 (24) - Archaeology in Greece 1976-77, 1978, σελ. 3-69.

AR 1989

Η. W. Catling, Archaeological Reports for 1988-89 (35) - Archaeology in Greece, 1991, σελ. 3-116.

AR 1990

L. B. French, Archaeological Reports for 1989-90 (36) - Archaeology in Greece, 1990, σελ. 3-82.

AR 1991

L. B. French, Archaeological Reports for 1990-91 (37) - Archaeology in Greece, 1991, σελ. 3-76.

AR 1992

L. B. French, Archaeological Reports for 1991-92 (38) - Archaeology in Greece, 1992, σελ. 3-70.

AR 1997

D. Blackmann, Archaeological Reports for 1996-97 (43) - Archaeology in Greece, 1999, σελ. 1-118.

AR 1998

D. Blackmann, Archaeological Reports for 1997-98 (44) - Archaeology in Greece, 1998, σελ. 1-136.

AR 1999

D. Blackmann, Archaeological Reports for 1998-99 (45) - Archaeology in Greece, 1999, σελ. 1-124.

362 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

AR 2000

D. Blackmann, Archaeological Reports for 1999-2000 (46) - Archaeology in Greece, 2000, σελ. 3-151.

AR 2001

D. Blackmann, Archaeological Reports for 2000-2001 (47) - Archaeology in Greece, 2001, σελ. 1-144.

AR 2002

D. Blackmann, Archaeological Reports for 2001-2002 (48) - Archaeology in Greece, 2002, σελ. 1-115.

AR 2003

J. Whitley, Archaeological Reports for 2002-2003 (49) - Archaeology in Greece, 2003, σελ. 1-115.

AR 2004

J. Whitley, Archaeological Reports for 2003-2004 (50) - Archaeology in Greece, 2004, σελ. 1-92.

AR 2005

J. Whitley, Archaeological Reports for 2004-2005 (51) - Archaeology in Greece, 2005, σελ. 1-118.

AR 2006

J. Whitley et al, Archaeological Reports for 2005-2006 (52) - Archaeology in Greece, 2006, σελ. 1-112.

AR 2007

J. Whitley et al, Archaeological Reports for 2006-2007 (53) - Archaeology in Greece, 2007, σελ. 1-112.

AR 2008

C. Morgan, Archaeological Reports for 2007-2008 (54) - Archaeology in Greece, 2008, σελ. 1-113.

AR 2009

C. Morgan, Archaeological Reports for 2008-2009 (55) - Archaeology in Greece, 2009, σελ. 1-101.

Arapogianni 2002

X. Arapogianni, Neue Archäologische Entdeckungen in der weiteren Umgebung von Olympia, στο Η. Kyrieleis (επιμ.), Olympia 1875-2000-125 Jahre Deutsche Ausgrabungen (Berlin 2000), 2002, σελ. 317-329.

Arapogianni Rambach - Godart 2002

X. Arapogianni - J. Rambach - L. Godart, Kavkania - Die Ergebnisse der Ausgrabung von 1994 auf dem Hügel von Agrilitses, DAI - Abteilung Athen, 2002.

Aubert 1996

C. Aubert, La Diffusion de l’ ambre à l’ époque mycénienne: Hypothese d’ un role de la penninsule Iberique, στο Ernesto de Miro, Louis Godart, Anna Sacconi (επιμ.), Atti e memoire del Secondo Congresso Internazionale di micenologia, Roma 1996, σελ. 663-675.

Avila 1983α

R. Avila, Bronzene Lanzen- und Pfeilspitzen der griechischen Spät - Bronzezeit, PBF V, 1, München 1983.

Avila 1983β

R. Avila, Das Kuppelgrab von Volos - Kapakli, PZ 58. 1, 1983, σελ. 15-62.

Βächle 2007

Anna Elisabeth Bächle, Eliten in Elateia? Überlegungen ausgehend von der frühen mykenischen Keramik, στο Ε. Alram - Stern - G. Nightingale (επιμ.), KEIMELION, Elitenbildung und Elitären Konsum von der mykenischen Palastzeit bis zur homerischen Epoche, Wien 2007, σελ. 15-30.

Bass 1997

G. Bass, Prolegomena to a study of Maritime traffic in raw materials to the Aegean during the 14th and 13th centuries B. C, στο: Laffineur R. - Betancourt Ph. (επιμ.), ΤΕΧΝΗ - Craftsmen, Craftswomen and craftsmanship in the Aegean Bronze Age, Aegaeum 16, Liege 1997, σελ. 153-170

BCH 1954

Chronique des fouilles en 1953, BCH 78, 1954, σελ. 128-9.

BCH 1955

Chronique des fouilles en 1954, BCH 79, 1955, σελ. 252-253.

BCH 1956

Chronique des fouilles en 1955, BCH 80, 1956, σελ. 286-290.

Βιβλιογραφία (Ξενόγλωσση)

363

BCH 1957

Chronique des fouilles en 1956, BCH 81, 1957, σελ. 574-579.

BCH 1959

Chronique des fouilles en 1958, BCH 83, 1959, σελ. 649, 655.

Beck 1966α

C. W. Beck, Analysis and provenience of Minoan and Mycenaean amber I, GRBS 7, 1966, σελ. 191-211.

Beck 1966β

C. W. Beck, Bemerkungen zur Infrarotspektroskopischen Ηerkunfts Bestimmung von Bernstein, JRGZM, 13, 1966, σελ. 292-295.

Beck 1968

C. W. Beck - G. Southard - Aud. Adams, Analysis and Provenience οf Minoan and Mycenaean amber, II. Tiryns, GRBS 9, 1968, σελ. 5-19.

Beck 1970α

C. W. Beck - C. Fellows - Aud. Adams, Analysis and Provenience of Minoan and Mycenaean amber, III. Kakovatos, GRBS 11, 1970, σελ. 5-22.

Beck 1970β

C. W. Beck, Amber in Archaeology, Archaeology, vol. 23, Jan. 1970, σελ. 7-11.

Beck 1972

C. W. Beck - G. Southard - Aud. Adams, Analysis and Provenience οf Minoan and Mycenaean amber, IV. Mycenae, GRBS 13, 1972, σελ. 359-385.

Beck 1984

C. W. Beck, Struktur und Herkunftsbestimmung des Bernsteins, Acta Praehistorica et Archaeologica, 16-17, 1984-85, σελ. 219-221.

Beck 1986

C. W. Beck, Spectroscopic Investigation of Amber, Applied Spectroscopy Reviews, 22(1), σελ. 57-110, 1986.

Beck 1995

C. W. Beck, Lily Beck, Analysis and Provenience of Minoan and Mycenaean amber, V. Pylos and Messenia, GRBS, 36, 1995, σελ. 119-135.

Bennet 1984

Em. Bennet Jr, The importance of Pylos in the history of the Mycenaean Studies, στο: Pylos Comes Alive - Industry + Administration in a Mycenaean Palace, N. York, 1984, σελ. 1-9.

Bennet - Galanakis 2005

J. Bennet - Ioan. Galanakis, Parallels and Contrasts: Early Μycenaean Mortuary Tradition in Messenia and Laconia, στο A. Dakouri - Hild - S. Sheratt (επιμ.), Autocthon, Papers presented to O.T.P.K. Dickinson on the occasion of his retirement, Oxford 2005, σελ. 144-155.

Betancourt 1985

Ph. Betancourt, The History of Minoan Pottery, Princeton 1985.

Betancourt 1990

Ph. Betancourt, The Final Neolithic through MMIII Pottery, KOMMOS II (επιμ. J. Shaw - M. Shaw), Princeton, New Jersey, 1990.

Benzi 1975

M. Benzi, Ceramica micenea in Attica, Milano 1975.

Benzi 1992

M. Benzi, Rodi e la Civilità Micenea, SMEA, vol. XCIV, Roma, 1992.

Bevan 2007

Α. Bevan, Stone vessels and values in the Bronze Age Mediterranean, Gambridge, 2007

Blegen 1921

C. W. Blegen, Korakou, A prehistoric settlement near Corinth, N. York, 1921.

Blegen 1928

C. W. Blegen, Zygouries, A prehistoric settlement in the valley of Cleonae, Cambridge, 1928.

Blegen 1937

C. W Blegen, Prosymna - The Helladic settlement preceding the Argive Heraeum, Cambridge, 1937.

Blegen - Rawson 1966 C. W Blegen - M. Rawson, The Palace of Nestor at Pylos in Western Messenia, Princeton, 1966. Blegen - Rawson 1973 C. Blegen, M. Rawson, W. Taylour, W. Donavan, The Palace of Nestor at Pylos in Western Messenia, vol. III, Princeton 1973.

364 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Bouzek 1985

J. Bouzek, The Aegean, Anatolia and Europe: Cultural Interrelations in the Second Millennium B.C., SIMA XXIX, Göteborg 1985.

Bouzek 1994

J. Bouzek, Late Bronze Age Greece and the Balkans: A review of the present picture, BSA 89, 1994, σελ. 217-234.

Bouzek 2007

J. Bouzek, The amber route, Apollo and the Hyperboreans, στο: Ioan. Galanaki, H. Tomas, Yan. Galanakis, R. Laffineur (επιμ.), Between the Aegean and the Baltic Sea Prehistory across borders, University of Zagreb 11-14 April 2005, Aegeaum 27, Liège/ Austin, 2007, σελ. 357-361.

Boyd 2002

M. Boyd, Middle Helladic and Early Mycenaean mortuary practices in the Southern and Western Peloponnese, BAR 1009, Oxford 2002.

Braningan 1993

K. Braningan, Dancing with the Death, Amsterdam, 1993.

Bronze Age Migrations 1973

Bronze Age Migrations in the Aegean. Archaeological and Linguistic problems in Greek Prehistory, (επιμ.) R. A. Grossland and A. Birchall, London, 1973.

Buchholz 1962

H.G Buchholz, Die Helladischen Pfeilspitzen, JdI 77, 1962, σελ. 1-58.

Buchholz Karageorghis 1971

H. G. Buchholz - V. Karageorghis, Altägäis und Altkypros, Tübingen 1971.

Buchholz 1972

H. G. Buchholz, Das Blei in der mykenischen Kultur und in der Bronzezeitlichen Mettalurgie Zyperns, JdI 87, 1972, σελ. 1-59.

Buchholz 1984/85

H. G. Buchholz, Ägäische Kämme, Acta Praehistorica et Archaeologica, 16-17, 198485, σελ. 91-143.

Βuck 1964

R. Buck, MH mattpainted pottery, Hesperia 33, 1964, σελ. 231-313.

Burr 1944

V. Burr, Untersuchungen zum homerischen Schiffskatalog, KLIO, Beiheft 49, 1944.

Carother - McDonald J. Carothers - W. A. McDonald, Size and Distribution in Late Bronze Age Messenia: 1979 Some statistical Approaches, JFA, 6, 1979, σελ. 433-454. Cavanagh 1978

W. Cavanagh, A Μycenaean second burial custom, BICS 25, 1978, σελ. 71-172.

Cavanagh-Mee 1978b W. Cavanagh - C. Mee, The re-use of earlier tombs in the LHIIIC period, BSA 73, 1978, σελ. 31-45. Cavanagh-Laxton 1981 W. Cavanagh - R. Laxton, The structural mechanics of the Μycenaean tholos tomb, BSA 76, 1981, σελ. 109-140. Cavanagh-Mee 1983

W. Cavanagh - C. Mee, Mycenaean tombs as evidence for social and political Organization, OJA 2, 1983, σελ. 45-62.

Cavanagh 1987

W. Cavanagh, Cluster analysis of Μycenaean chamber tombs, στο: Laffineur R. (επιμ.), THANATOS: Les Coutumes Funèraires en Ègèe a l’ âge du Bronze, Aegaeum 1, Liege 1987, σελ. 161-170.

Cavanagh-Mee 1990α W. Cavanagh - C. Mee, The location of Μycenaean chamber tomb in Argolid, στο: R. Hägg - Nordquist (επιμ.), Celebrations of Death and Divinity in the Bronze Age in Argolid, 1990, σελ. 55-64. Cavanagh-Mee 1990β W. Cavanagh - C. Mee, The spatial distribution of Μycenaean tombs, BSA 85, 1990, σελ. 225-244. Cavanagh - Mee 1995 W. Cavanagh - C. Mee, Mourning before and after the Dark Age, στο: Ch. Morris (επιμ.), KLADOS - Essays in honour of J. N. Coldstream, BICS - Supplement 63, UCL, 1995, σελ. 45-59. Cavanagh - Mee 1998 W. Cavanagh - C. Mee, A private place: Death in Prehistoric Greece, SIMA, CXXV, 1998.

Βιβλιογραφία (Ξενόγλωσση)

365

Cavanagh - Mee 1999 W. Cavanagh - C. Mee, Building the Treasury of Atreus, στο: Ph. Betancourt - V. Karageorghis - R. Laffineur - W. Niemeier (επιμ.), Studies in Aegean Archaeology presented to M. H. Wiener, Meletemata I, Aegaeum 20, Liège/Austin 1999, σελ. 93-102. Cavanagh 2010

W. Cavanagh, Central and Southern Peloponnese, στο Ε. Cline (επιμ.), The Oxford Handbook of the Bronze Age Aegean, ca. 3000-1000 B.C., Oxford 2010, σελ. 631-642.

Celka 2003

S. Müller - Celka, The Μycenaean moulded glass seals: some thoughts about their distribution, use and manufacture, στο: Αικ. Κυπαρίσση - Μ. Παπακωνσταντίνου (επιμ.), B’ Διεθνές Διεπιστημονικό Συμπόσιο - Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου (Λαμία 1999), Αθήνα 2003, σελ. 87-94.

Chadwick 1972

J. Chadwick, The Mycenaean Documents, στο: W. Α. McDonald - G. R. Rapp (επιμ.), Minnesota Messenia Expedition, Minneapolis, 1972.

Chadwick 1973

J. Chadwick, Έστι Πύλος πρό Πύλοιο, MINOS, XIV, 1973, σελ. 39-59.

Chadwick 1976

J. Chadwick, The Mycenaean World, Cambridge 1976.

Chadwick 1977

J. Chadwick, Arcadia in the Pylos Tablets?, MINOS XVI, 1977, σελ. 219-227.

Chatzi 1999

G. Chatzi, A Μycenaean stone vase from Messenia, στο: Ph. Betancourt - V. Karageorghis R. Laffineur - W. Niemeier (επιμ.), Studies in Aegean Archaeology presented to M. H. Wiener, Meletemata I, Aegaeum 20, Liège/Austin 1999, σελ. 343-350.

Cline 1994

Eric Cline, Sailing the Wine-Dark Sea. International trade and the LBA Aegean, BAR International Series, 1994.

Cline 2009

E. Cline, Sailing the Wine - Dark Sea, BAR 591, 2009.

Cline 2010

E. Cline, The Oxford Handbook of the Bronze Age Aegean, ca. 3000-1000 B.C., Oxford, 2010.

Coldstream - Huxley 1972

J. N. Coldstream - G. L. Huxley, Kythera, Excavations and Studies, London, 1972.

Coldstream 1978

J. N. Coldstream, Kythera and the Southern Peloponnese in the LMI period, στο: Thera and the Aegean World, vol. 1, 1978, σελ. 389-402.

Coleman 1986

J. Coleman, Excavations at Pylos in Elis, Hesperia, Supplement XXI, 1986, Princeton, New Jersey.

Como 2007

M. T. Como, L’ architettura delle “Tholoi” micenèe aspetti costruttive e static, Napoli, 2007.

Cremasco - Laffineur 1999

Ver. Cremasco - R. Laffineur, The engineering of Μycenaean tholoi - the circular tomb at Thorikos revisited, στο: Ph. Betancourt - V. Karageorghis - R. Laffineur W. Niemeier (επιμ.), Studies in Aegean Archaeology presented to M. H. Wiener, Meletemata I, Aegaeum 20, Liege/Austin 1999, σελ. 139-144.

Crouwel 1973

J. H. Crouwel, Two Mycenaean Tomb Groups in Amsterdam and Oxford - from Mt. Hymettos, BABesch, Jg. XLVIII, 1973, σελ. 91-100.

Crouwel 2007

J. H. Crouwel, Pictorial pottery of LHIIIC Middle and its antecedents, στο: S. Deger Jalkotzy - M. Zavadil, LHIIIC Chronology and Synchronisms II - LHIIIC MIDDLE, Proceedings of the International Workshop held at the Austrian Academy of Sciences at Vienna (29.10-30.10. 2004), ÖAW, Band 362, Wien 2007, σελ. 73-88.

Cultraro 2006

Mas. Cultraro, I Micenei, 2006, Rome.

366 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Cultraro 2007

Mas. Cultraro, Evidence of amber in Bronze Age Sicily: Local sources and the Balkan - Mycenaean connection, στο: I. Galanaki, H. Thomas, Yan. Galanakis, R. Laffineur (επιμ.), Between the Aegean and the Baltic Sea - Prehistory Across Borders, University of Zagreb 11-14 April 2005, Aegeaum 27, Liège 2007, σελ. 377-389.

Czebreznk 2007

Jan. Czebreznk, Amber between the Baltic and the Aegean, στο: I. Galanaki, H. Tomas, Yan. Galanakis, R. Laffineur (επιμ.), Between the Aegean and the Baltic Sea Prehistory across borders, University of Zagreb 11-14 April 2005, Aegeaum 27, Liège 2007, σελ. 363-369.

Dabney-Wright 1990

M. Dabney - J. Wright, Mortuary customs, palatial society and state formation in the Aegean area: A comparative study, στο: R. Hägg - G. Nordquist (επιμ.), Celebrations of Death and Divinity in the Bronze Age in Argolid, 1990, σελ. 45-53.

Dabney 1999

M. K. Dabney, Locating Mycenaean Cemeteries, στο: Ph. Betancourt - V. Karageorghis - R. Laffineur - W. Niemeier (επιμ.), Studies in Aegean Archaeology presented to M. H. Wiener, Meletemata I, Aegaeum 20, Liége/Austin 1999, σελ. 171-175.

Darcque 1987

P. Darcque, Les tholoi et l’ organisation socio-politique du monde mycennien, στο: Laffineur R. (επιμ.), THANATOS: Les Coutumes Funeraires en Ègée a l’age du Bronze, Aegaeum 1, Liège 1987, σελ. 185-207.

Darcque 2005

P. Darcque, L’ habitat mycénien: formes et fonctions de l’espace bâti en Grèce continentale à la fin du Iie millénaire avant J.-C., Athènes 2005.

Darcque 2006

P. Darcque, Les Mycèniens, ces inconnus, στο: P. Darcque, M. Fotiadis, O. Polychronopoulou (επιμ.), MYTHOS - La préhistoire Ègeène du XIXe au XXIe siécle apres J.-C., BCH Suppl. 46, Paris - Athènes 2006, σελ. 175-195.

Daux 1960

G. Daux, Chronique des fouilles en 1959, BCH 84, 1960, σελ. 720.

Daux 1961

G. Daux, Chronique des fouilles en 1960, BCH 85, 1961, σελ. 722-723.

Daux 1962

G. Daux, Chronique des fouilles en 1961, BCH 86, 1962, σελ. 741-743.

Daux 1963

G. Daux, Chronique des fouilles en 1962, BCH 87, 1963, σελ. 795.

Daux 1966

G. Daux, Chronique des fouilles en 1965, BCH 90, 1966, σελ. 824-829.

Daux 1968

G. Daux, Chronique des fouilles en 1967, BCH 92, 1968, σελ. 824-829.

Debiat 1982

Kl. Debiat, Zu den Massverhältnissen in mykenischen Tholosgräber, Kleine Schriften aus dem Vorgeschichtlichen Seminar Marburg, Heft 11, 1982, σελ. 1-10.

Deger - Jakoltzy 1991 S. Deger - Jakoltzy, Zum Verlauf der Periode SHIIIC in Achaia, στο Α. Ριζάκης (επιμ.), Αρχαία Αχαΐα και Ηλεία, Ανακοινώσεις κατά το πρώτο διεθνές Συμπόσιο, Αθήνα 1921 Μαΐου 1989, ΕΙΕ - Κ.Ε.Ρ.Α., Μελετήματα, τ. 13, Αθήνα 1991, σελ. 19-29. Deger - Jakoltzy 2001 S. Deger - Jagoltzy, Zusammenfassung des Festvortages “Archäologie und Geschichte der Peloponnes in mykenischer Zeit”, στο V. Mitsopoulos - Leon (επιμ.), Forschungen in der Peloponnes, Akten des Symposions anläßlich der Feier 100 Jahre Österreichisches Archäologisches Institut Athen, Athen 5.3.-7.3. 1998, Athen 2001, σελ. 55-62. Deger- Jakoltzy 2006

S. Deger - Jalkotzy, Late Mycenaean warrior tombs, στο: S. Deger - Jalkotzy - I. S. Lemos (επιμ.), Ancient Greece: from the Mycenaean Palaces to the Age of Homer, σελ. 151-179, Edinburgh 2006.

Deger - Jalkotzy 2009 S. Deger - Jalkotzy - N. Schindel (επιμ.), Gold, Tagung anlässlich der Gründung des Zentrums Archäologie und Altertumwissenschaften an der ÖAW, 19-20 April 2007, Wien 2009.

Βιβλιογραφία (Ξενόγλωσση)

367

Demakopoulou 1990

K. Demakopoulou, The Burial Ritual in the Tholos Tomb at Kokla, Argolis, στο: R. Hägg - G. Nordquist (επιμ.), Celebrations of Death and Divinity in the Bronze Age in Argolid, 1990, σελ. 113-123.

Demakopoulou Crouwel 1998

K. Demakopoulou - J. H. Crouwel, Some Mycenaean tombs at Palaiokastro, Arcadia, BSA 93, 1998, σελ. 269-283.

Demakopoulou 2007

K. Demakopoulou, Laconia and Arcadia in LHIIIC Middle: Pottery and other finds, στο: S. Deger - Jalkotzy - M. Zavadil, LHIIIC Chronology and Synchronisms II LHIIIC MIDDLE, Proceedings of the International Workshop held at the Austrian Academy of Sciences at Vienna (29.10-30.10. 2004), ÖAW, Band 362, Wien 2007, σελ. 161-173.

Desborough 1964

V.R. Desborough, The last Mycenaeans and their successors, Oxford, 1964.

Desborough 1972

V. R. Desborough, The Greek Dark Ages, London, 1972.

Deshayes 1966

J. Deshayes, Argos - Les fouilles de la Deiras, Paris 1966.

Dickinson 1974

O.T.P.K. Dickinson, The definition of LHI, BSA 69, 1974, σελ. 109-120.

GAC

O.T.P.K. Dickinson, A Gazetteer of Aegaean Civilisation in the Bronze Age, SIMA LII, 1979.

Dickinson 1982

O.T.P.K. Dickinson, Parallels and Contrasts in the Bronze Age of the Peloponnese, OJA, vol. 1, 2, 1982, σελ. 125-138.

Dickinson 1983

O.T.P.K. Dickinson, Cist graves and chamber tombs, BSA 78, 1983, σελ. 55-69.

Dickinson 1989

O.T.P.K. Dickinson, The origins of Mycenaean civilisation revisited, στο: Laffineur R. (επιμ.), Transition - Le Monde Ègéen du Bronze Moyen au Bronze Recent, Aegaeum 3, Liége 1989, σελ. 131-136.

Dickinson 1997

O.T.P.K. Dickinson, Arts and artefacts in the shaft graves: Some observations, στο: Laffineur R. - Betancourt Ph. (επιμ.), ΤΕΧΝΗ - Craftsmen, Craftswomen and craftsmanship in the Aegean Bronze Age, Aegaeum 16, Liége 1997, σελ. 45-49.

Dickinson 2006

O.T.P.K. Dickinson, The Aegean from Bronze Age to Iron Age, continuity and change between the twelfth and eighth centuries BC, London - New York, 2006.

Dickers 1990

Aur. Dickers, Spätbronzezeitliche Steingefässe des griechischen Festlandes, SMEA XCII, 1990, σελ. 125-223.

Dickers 2001

Aur. Dickers, Die Spätmykenischen Siegel aus weichen Stein - Untersuchungen zur Spätbronzezeitlichen Glyptik auf dem griechischen Festland, Internationale Archäologie, 33, 2001.

Diehl 1964

E. Diehl, Die Hydria. Formgeschichte und Verwendung im Kult des Altertums, Mainz am Rhein, 1964.

Dietz 1980

S. Dietz, ASINE II, Results of the excavations east of the Akropolis, The Middle Helladic Cemetery, The Middle and Early Mycenaean Deposits 1970-74, Stockholm, 1980.

Dietz 1991

S. Dietz, The Argolid at the Transition to the Mycenaean Age, Studies in the Chronology and Cultural Development in the Shaft Grave Period, Copenhagen 1991.

Döhl 1973

Η. Döhl, Iria - Die Ergebnisse der Ausgrabungen 1939, Ulf Jantzen, Tiryns Forschungen und Berichte, Band VI, Mainz am Rhein, 1973.

Dörpfeld 1907

W. Dörpfeld, Tiryns, Olympia und Pylos, AM 32, 1907, σελ. 1-18.

Dörpfeld 1908α

W. Dörpfeld, Alt Pylos, AM 33, 1908, σελ. 295-318.

Dörpfeld 1908β

W. Dörpfeld, Die Homerische Stadt Arene, AM 33, 1908, σελ. 320-322.

368 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Dörpfeld-Rüter 1925

W. Dörpfeld - Rüter, Homers Odysee, die Wiederherstellung des ursprünglichen Epos von der Heimkehr des Odysseus nach dem Tageplan mit Beigaben über homerische Geographie und Kultur, 1925.

Dörpfeld 1935

W. Dörpfeld, Alt Olympia, 1935, Berlin.

Dyczek 1994

P. Dyczek, Pylos in the Bronze Age - Problems of Culture and social life in Messenia, Warsawa 1994.

Eder 1998

Bir. Eder, Argolis, Lakonien, Messenien Vom Ende der mykenischen Palastzeit bis zur Einwanderung der Dorier, Wien, 1998.

Eder 1999α

Bir. Eder, Ancient Elis in the Dark Ages, στο: Φρούσσου Ε (επιμ.), Πρακτικά Α’ Διεθνούς Διεπιστημονικού Συμποσίου - Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου, Λαμία 25-29.9.1994, Λαμία 1999, σελ. 263-268.

Eder - Mitsopoulos 1999β

Bir. Eder - Ver. Mitsopoulos, Zur Geschichte der Stadt Elis vor dem Synoikismos von 471 v. Chr., JÖAI, 1999, 68, σελ. 1-40.

Eder 1999γ

Bir. Eder, Late Bronze Age Swords from ancient Elis, στο: Laffineur R. (επιμ.), Polemos Le contexte guerrier en Ègèe a l’ âge du Bronze, Aegaeum 19, Liège 1999, σελ. 443-448.

Eder 2001α

Bir. Eder, Die Submykenischen und Protogeometrischen Gräber von Elis, Βιβλιοθήκη τα Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αρ. 209, Athen 2001.

Eder 2001β

Bir. Eder, Continuity of Bronze Age Cult at Olympia? The evidence of the LBA and Early Iron Age Pottery, στο: Laffineur R. - Hägg R. (επιμ.), Potnia - Deities and Religion in the Aegean Bronze Age, Aegaeum 22, Liège 2001, σελ. 201-209.

Eder 2003

Bir. Eder Patterns of contact and communication between the regions south and north of the Corinthian gulf in LHIIIC, στο: Αικ. Κυπαρίσση - Μ. Παπακωνσταντίνου (επιμ.), B’ Διεθνές Διεπιστημονικό Συμπόσιο - Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου (Λαμία 1999), Αθήνα 2003, σελ. 37-51.

Eder - Jung 2005

Bir. Eder - R. Jung, Social relations between Greece and Italy in the 12th/11th c. B.C., στο: R. Laffineur (επιμ.), Emporia, Aegeans in the Central and Eastern Mediterranean, Proceedings of the 10th International Aegean Conference, Athens, Italian School of Archaeology, 14-18 April 2004, Aegeaum 25, Liège 2005, σελ. 485-493.

Eder 2006

Bir. Eder, The world of Telemachus: Western Greece 1200-700 B.C., στο: Sigrid Deger - Jalkotzy and Irene S. Lemos, Ancient Greece: From the Mycenaean Palaces to the Age of Homer, Edinburgh Leventis Studies 3, Edinburgh, 2006, σελ. 549-580.

Eder 2007

Bir. Eder, The power of seals: Palaces, peripheries and territorial control in the Mycenaean world στο: Ioa. Galanaki, H. Tomas, Yan. Galanakis, R. Laffineur (επιμ.), Between the Aegean and the Baltic Seas - Prehistory across borders, University of Zagreb 11-14 April 2005, Aegeaum 27, Liège 2007, σελ. 35-45.

Eder 2007a

Bir. Eder, Im Spiegel der Siegel: Die nördlichen und westlichen Regionen Griechenlands im Spannungsfeld der mykenischen Paläste, στο Ε. Alram - Stern G. Nightingale (επιμ.), KEIMELION, Elitenbildung und Elitären Konsum von der mykenischen Palastzeit bis zur homerischen Epoche, Wien, 2007, σελ. 81-124.

Eder 2010

Bir. Eder, Kakovatos - Jahresbericht des DAI, AA 2010, Beiheft 1, σελ. 104-106.

Effinger 1996

M. Effinger, Minoischer Schmuck, BAR 646, Oxford, 1996.

Effenterre 1974

H. v. Effenenterre, La seconde fin du Monde - Mycènes et la mort d’ une civilization, Toulouse, 1974.

Βιβλιογραφία (Ξενόγλωσση)

369

Feuer 2003

Br. Feuer, Cultural Interaction processes in the Mycenaean periphery, στο: Αικ. Κυπαρίσση - Μ. Παπακωνσταντίνου (επιμ.), B’ Διεθνές Διεπιστημονικό Συμπόσιο Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου (Λαμία 1999), Αθήνα 2003, σελ. 15-21.

Fossing 1940

P. Fossing, Glass vessels before glass blowing, Copenhagen 1940.

Foster 1979

J. Foster, Aegean faience of the Bronze Age, 1979.

French 1965

El. French, Late Helladic IIIA2 Pottery from Mycenae, BSA 60, 1965, σελ. 159-202.

French 1967

El. French, Pottery from Late Helladic IIIB1 destruction contexts at Mycenae, BSA 62, 1967, σελ. 149-193.

French 1969

El. French, A group of Late Helladic IIIB2 pottery from Mycenae, BSA 64, 1969, σελ. 71-94.

French 1971

El. French, The development of Μycenaean terracotta figurines, BSA 66, 1971, σελ. 102-184.

Frizell 1984

B. Frizell, The Tholos Tomb at Berbati, Op. Ath. 15, 1984, σελ. 25 και εξής.

Furumark 1941

A. Furumark, Mycenaean pottery: Analysis and classification, Stockholm 1941, 1972.

Furumark 1972

Α. Furumark, Mycenaean Pottery: II. Chronology, Stockholm 1972.

Gallou 2005

C. Gallou, The Mycenaean Cult of the Dead, BAR, Oxford 2005.

Gasche - Servais 1971 H. Gasche - J. Servais, Thorikos 1968 - Situation, bref historique, état des lieux en avril 1968, στο H. F. Mussche, J. Bingen, J. Servais, R. Paepe, H.Bussers, H. Gasche (επιμ.), THORIKOS 1968, Rapport Priminaire sur la cinquieme campagne de fouilles, Bruxelles 1971, σελ. 23-76. GAMS

R. Hope - Simpson, A Gazetteer and Atlas of Mycenaean Sites, London, 1965.

Giannopoulos 2008

Th. Giannopoulos, Die letzte Elite der Mykenischen Welt, Achaia in Mykenischer Zeit und Phänomen der Kriegerbestattungen im 12-11 Jahrhundert v. Chr., Universitätsforschungen zur Prähistorischen Archäologie, Band 152, 2008, Bonn.

Giovannini 1969

Α. Giovannini, Ètude Historique sur les Origines du Catalogue des vaisseaux, Berne 1969.

Graziadio 1998

G. Graziadio, Trade circuits and trade routes in the Shaft Grave Period, SMEA XL, 1998, σελ. 29-76.

Grimal 1991

Pierre Grimal, Λεξικό της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Μυθολογίας, Θεσσαλονίκη, 1991.

Guggisberg 1998

M. Guggisberg, Vogelschwärme im Gefolge der grossen Göttin. Zu einem Drillingsvogelgefäss der Sammlung Giamalakis, Antike Kunst, Jg. 41, 1998 (Ηeft 2), σελ. 71-86.

Hachmann 1957

R. Hachmann, Bronzezeitliche Bernsteinschieber, Bayer. Akad. Wiss., Heft 22, 1957, σελ. 1-36, München.

Hägg 1982

R. Hägg, On the nature of the Minoan influence in early Μycenaean Messenia, Op. Ath., XIV, 4, 1982, σελ. 27-37.

Hankey 1952

V. Hankey, Late Helladic Chamber Tombs at Chalkis, BSA 47, 1952, σελ. 49-95.

Ηävernick 1960

T. E. Hävernick, Beiträge zur Geschichte des antiken Glasses, JRGZM, 7, 1960, σελ. 36-53.

Hävernick 1963

T. E. Hävernick, Mycenaean Glass, Archaeology, XVI, 1963, σελ. 190-193.

Ηarding- HughesBrock 1974

A. Harding, H. Hughes - Brock, Amber in the Μycenaean world, BSA 69, 1974, σελ. 144-172.

370 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Harding 1990

A. Harding, The Wessex Connection: Developments and Perspectives, Sonderdruck aus Orientalisch-Agäische Einflüsse in der Europäischen Bronzezeit, Monographien, JRGZM 15, 1990, σελ. 139-154.

Haskell 1985

Hal. Haskell, The Origin of the Aegean Stirrup Jar and its earliest evolution and distribution (MBIII-LB1), AJA 89(2), 1985, σελ. 221-229.

Hatzaki 2007

Hel. Hatzaki, Neopalatial (MM IIIB-LMIB): KS 178, Gypsades Well (Upper Deposit) and SEX North House Groups, στο Nic. Momigliano (επιμ.), Knossos Pottery Handbook, British School at Athens, Studies nr. 14, Gr. Britain, 2007.

Hiesel 1990

G. Hiesel, Späthelladische Hausarchitektur, 1990.

Higgins 1961

R.A. Higgins, Greek and Roman jewellery, London 1961.

Hiller 1972

St. Hiller, Studien zur Geographie des Reiches um Pylos nach den Mykenischen und Homerischen Texten, Wien, Köln, Graz, 1972.

Hiller 1975

St. Hiller, Mykenische Keramik, στο H. Walter (επιμ.), Alt - Ägina, Band IV, 1, Mainz 1975.

Hitchcock 2010

L. Hitchcock, Mycenaen Architecture, στο Ε. Cline (επιμ.), The Oxford Handbook of the Bronze Age Aegean, ca. 3000-1000 B.C., Oxford 2010, σελ. 200-209.

Höckmann 1980

O. Höckmann, Lanze und Speer im spätminoischen und mykenischen Griechenland, JRGZM 27, 1980, σελ. 13-158.

Hodder 1991

Ian Hodder, Archaeological theory in contemporary human societies: The emergence of competing traditions, στο Ian Hodder (επιμ.), Archaeological Theory in Europe The last three decades, London - N. York 1991, σελ. 1-24.

Holmberg 1983

E. Holmberg, A Mycenaean chamber tomb near Berbati in Argolis, Humaniora 21 Acta Regiae societatis scientarum et literarum Gothoburgensis, 1983, σελ. 5-56.

Hood 1986

S. Hood, Greek Vases in the J. Paul Getty Museum, Occasional Papers on Antiquity, 3, 1986, σελ. 1-16.

Hope Simpson 1970

R. Hope - Simpson & J. F. Lazenby, The Catalogue of the Ships in Homer’s Iliad, Oxford, 1970.

Hope Simpson Hagel 2006

R. Hope Simpson - R. Hagel, Mycenaean Fortifications, Highways, Dams and Canals, SIMA 133, Saevedalen 2006.

Hughes 1985

H. Hughes - Brock, Amber and the Mycenaeans, JBS, XVI, 3, 1985, σελ. 257-267.

Hughes 1993

H. Hughes - Brock, Amber in the Aegean in the Late Bronze Age: Some problems and perspectives, in: Proceedings of the Second International Conference on amber in Αrchaeology, 1993, σελ. 219-225.

Hughes 1999

H. Hughes - Brock, Mycenaean beads: Gender and social contexts, OJA, 18(3), 1999, σελ. 277-296.

Iakovidis 1999

Sp. Iakovidis, Late Helladic Fortifications, στο: Laffineur R. (επιμ.), Polemos Le contexte guerrier en Ègée a l’ âge du Bronze, Aegaeum 19, Liege 1999, σελ. 199-203.

Jachmann 1958

G. Jachmann, Der homerische Schiffskatalog und die Ilias, Köln und Opladen, 1958.

Jalkotzy 1999

S. Deger - Jalkotzy, Elateia and problems of pottery chronology, στο: Φρούσσου Ε. (επιμ.), Πρακτικά Α’ Διεθνούς Διεπιστημονικού Συμποσίου - Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου, Λαμία 25-29.9.1994, Λαμία 1999, σελ. 195-202.

Βιβλιογραφία (Ξενόγλωσση)

371

Jalkotzy 2007

S. Deger - Jalkotzy, Defining LHIIIC Middle at the cemetery of Elateia - Alonaki in Central Greece, στο: S. Deger - Jalkotzy - M. Zavadil, LHIIIC Chronology and Synchronisms II - LHIIIC MIDDLE, Proceedings of the International Workshop held at the Austrian Academy of Sciences at Vienna (29.10-30.10. 2004), ÖAW, Band 362, Wien 2007, σελ. 129-159.

Immerwahr 1971

S. Immerwahr, The Athenian Agora - The Neolithic and Bronze Ages, vol. XIII, Princeton, 1971.

Jung 2006

R. Jung, ΧRΟΝΟΛΟΓΙΑ COMPARATA, Vergleichende Chronologie von Südgriechenland und Süditalien von ca 1700-1600 bis 1000 v. u. Z, ÖAW, Graz, 2006.

Jung 2007

R. Jung, «Δως’ μου φωτιά» Woher kamen die Brandbestattungsriten der Spätbronzezeitlichen Ägäis?, στο: Ioa. Galanaki, H. Tomas, Yan. Galanakis, R. Laffineur (επιμ.), Between the Aegean and the Baltic Seas - Prehistory across borders, University of Zagreb 11-14 April 2005, Aegeaum 27, Liege 2007, σελ. 215-229.

Kalogeropoulos 1998

K. Kalogeropoulos, Die Frühmykenischen Grabfunde von Analipsis. Mit einem Beitrag zu den Palatialen Amphoren des griechischen Festlandes, Βιβλιοθήκη της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αρ. 175, Athen 1998.

Kalogeroudis 2008

Georgios Kalogeroudis, Befestigungsanlagen im griechischen Raum in der Bronzezeit und ihre Entwicklung von neolithischer bis in archaische Zeit, BAR International Series 1878, 2008.

Kalpaxis 2002

Ath. Kalpaxis, Die Vorgeschichte und die Nachwirkungen des Olympia Vertrages aus griechischer Sicht, Großgrabung und große Politik - Der Olympia Vertrag als Epochenwende, στο Η. Kyrieleis (επιμ.), Olympia 1875-2000-125 Jahre Deutsche Ausgrabungen (Berlin 2000), 2002, σελ. 19-30.

Kamm 2000

Walther Kamm, Mykenische Kuppelgräber. Die Entschlüsslung der Bauentwürfe, AM 115, 2000, σελ. 19-72.

Kanta 1980

Ath. Kanta, The Late Minoan III Period in Crete - A survey of sites, pottery and their distribution, SIMA LVIII, Göteborg 1980.

Karantzali 2001

Efi Karantzali, The Mycenaean Cemetery at Pylona on Rhodes, BAR International Series 988, 2001.

Karo 1930

G. Karo, Die Schachtgräber von Mykenai, Berlin, 1930.

Kayafa 2008

M. Kayafa, Copper - based artefacts in the Bronze Age Peloponnese: A quantitative approach to metal consumption, στο Ir. Tzachili (επιμ.), Aegean Metallurgy in the Bronze Age, Proceedings of an International Symposium held at the University of Crete, Rethymnon - Greece (19-21.11. 2004), σελ. 211-226.

Kilian 1987

Kl. Kilian, Zur Funktion der mykenischen Residenzen auf dem griechischen Festland, στο R. Hägg - N. Marinatos (επιμ.), The Function of Minoan Palaces, Αθήνα 10-16 Ιουνίου 1984, Op. Ath., XXXV (4), 1987, σελ. 21-37.

Kilian - Dirlmeier 1984

Im. Kilian - Dirlmeier, Nadeln der frühelladischen bis archäischen Zeit von der Peloponnes, PBF, Abteilung XIII - Band 8, 1988.

Kilian - Dirlmeier 1986

Im. Kilian - Dirlmeier, Beobachtungen zu den Schachtgräber von Mykenai und zu den Schmuckbeigaben der Mykenischer Männergräber - Untersuchungen zur Sozialstruktur in Späthelladischer Zeit, JRGZM, 33.1, 1986, σελ. 159-198.

Kilian - Dirlmeier 1987

Im. Kilian - Dirlmeier, Das Kuppelgrab von Vapheio: Die Βeigabenaustattung in der Steinkiste - Untersuchungen zur Sozialstruktur in Späthelladischer Zeit, JRGZM 34.1, 1987, σελ. 197-212.

372 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Κilian - Dirlmeier 1993α

Im. Kilian - Dirlmeier, Überlegungen zum Schiffswrack von Uluburun, JGRZM, 40.1, 1993, σελ. 333-352.

Kilian - Dirlmeier 1993β

Im. Kilian - Dirlmeier, Die Schwerter in Griechenland, Bulgarien und Albanien, Stuttgart 1993.

Κilian - Dirlmeier 1995

Im. Kilian - Dirlmeier, Reiche Gräber der MH Zeit, στο: Laffineur R. - W. Niemeier (επιμ.), Politeia - Society and State in the Aegean Bronze Age, Aegaeum 12, Liege 1995, σελ. 49-51.

Klinkhammer 2002

L. Klinkhammer, Großgrabung und große Politik - Der Olympia Vertrag als Epochenwende, στο Η. Kyrieleis (επιμ.), Olympia 1875-2000-125 Jahre Deutsche Ausgrabungen (Berlin 2000), 2002, σελ. 31-47.

Konstantinidi 2001

El. Konstantinidi, Jewellery Revealed in the Burial Contexts of the Greek Bronze Age, BAR International Series 912, Oxford, 2001.

Kontorli Papadopoulou 1975

L. Kontorli - Papadopoulou, Mycenaean Chamber tombs, Phd I-III (αδημοσίευτη διδ. Διατριβή), London, 1975.

Kontorli Papadopoulou 1987

L. Kontorli - Papadopoulou, Local peculiarities of the Μycenaean chamber tombs, στο: Laffineur R. (επιμ.), THANATOS: Les Coutumes Funeraires en Ègèe a l’âge du Bronze, Aegaeum 1, Liége 1987, σελ. 145-160.

Kontorli Papadopoulou 1995

L. Kontorli - Papadopoulou, Mycenaean Tholoi tombs: Some thoughts on burial customs and rites, στο: Ch. Morris (επιμ.), KLADOS - Essays in honour of J. N. Coldstream, BICS Supplement 63, UCL, σελ. 1-19.

Korres 1984

G. S. Korres, LHIIIB burial customs and rites in Messenia, στο: Pylos Comes Alive Industry + Administration in a Mycenaean Palace, N. York, 1984. (δακτυλογραφημένο κείμενο το οποίο διενεμήθη κατά τη διάρκεια του Διεθνούς Συμποσίου).

Korres 1990

G. S. Korres, Excavations at the Region of Pylos, in ΕΥΜΟΥΣΙA, Ceramic and iconographic studies in honour of Al. Cambitoglou, 1990, Sydney, σελ. 1-11.

Korres 1993

G. S. Korres, Messenia and its commercial connections in the Bronze Age, in Proceedings of the International Conference Wace and Blegen, held at The American School of Classical Studies at Athens (1989), στο P. Zerner (επιμ.), Wace and Blegen: Pottery as evidence for trade in the Aegean Bronze Age 1939-1989, Amsterdam 1993, σελ. 231-248.

Koumouzelis 1980

M. Koumouzelis, EH and MH Elis, 1980.

Koumouzelis 1981

M. Koumouzelis, La tombe préhistorique d’ Elis: ses relations avec le sud - est européen et les Cyclades, AAA XIV, τ. 2, 1981, σελ. 265-272.

Kraft 2005

J. Kraft, G. Rapp, J. Gifford, St. Aschenbrenner, Coastal Change and Archaeological Settings in Elis, Hesperia 74, 2005, σελ. 1-39.

Krammer - Hajos 2008 Margaretha Kramer - Hajos, Beyond the Palace: Mycenaean East Lokris, BAR International Series, 1781, 2008. Krzyszkowska 2005

O. Krzyszkowska, Amethyst in the Aegean Bronze Age. An archaeological enigma?, στο: R. Laffineur -Is. Bradfer - Burdet - Beatrice Detournay (επιμ.), ΚΡΗΣ ΤΕΧΝΙΤΗΣ L’ Artisan Crétois, Aegaeum 26, Liége 2005, σελ. 119-129.

Krzyszkowska 2005a

O. Krzyszkowska, Aegean Seals - An Introduction, BICS Suppl. 85, London 2005.

Küpper 1996

M. Küpper, Mykenische Architektur, Material Bearbeitungstechnik Konstruktion und Erscheinungsbild, Internationale Archäologie, Band 25, 1996.

Kyrieleis

H. Kyrieleis, Anfänge und Frühzeit oles Heiligtums von Olympia, OF 31, Berlin, 2006.

Βιβλιογραφία (Ξενόγλωσση)

373

Laffineur 2003

R. Laffineur, Mycenaean jewellery in the periphery, στο: Αικ. Κυπαρίσση - Μ. Παπακωνσταντίνου (επιμ.), B’ Διεθνές Διεπιστημονικό Συμπόσιο - Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου (Λαμία 1999), Αθήνα 2003, σελ. 81-85.

Lauffer 1999

S. Lauffer, Griechenland - Lexikon der historischen Stätten, Von den Anfängen bis zur Gegenwart, Augsburg 1999.

Lauter 1995

H. Lauter, Kiapha Thiti, Ergebnisse der Ausgrabungen, II1, Marburger Winckelmann Programm, 1995.

Leake 1830

W. M. Leake, Travels in the Morea, vol. I, London, 1830.

Leake 1846

W. M. Leake, Peloponessiaca - A Supplement to travels in the Morea, London, 1846.

Leekley - Noyes 1976

D. Leekley - R. Noyes, Archaeological Excavations in Southern Greece, 1976, N. Jersey.

Leonard 1993

Leonard, M. Hughes, A. Middleton, L. Schofield, The making of Aegean Stirrup Jars: Technique, Tradition and Trade, BSA 88, 1993, σελ. 105-124.

Lewartowski 1987

K. Lewartowski, Unpublished Mycenaean objects from Kalamaki (Attica) in the National Museum at Athens, AM 102, 1987, σελ. 115-130.

Lewartowski 1995

K. Lewartowski, Mycenaean social structure: A view from simple graves, Laffineur R. - W. Niemeier (επιμ.), Politeia - Society and State in the Aegean Bronze Age, Aegaeum 12, Liége 1995, σελ. 103-111.

Lewartowski 2000

K. Lewartowski, Late Helladic Simple Graves, A study of Mycenaean burial customs, BAR 878, Oxford 2000.

Loader 1998

N. Claire Loader, Building in Cyclopean Masonry with special reference to the Mycenaean fortifications on mainland Greece, Jonsered, 1998.

Lolos 1987

Y. Lolos, The LHI pottery of the SW. Peloponnesus and its local characteristics, Göteborg, 1987.

Lolos 1989

Y. Lolos, The tholos tomb at Koryphasion, Evidence for the transition from Middle to Late Helladic in Messenia, στο: Laffineur R. (επιμ.), Transition - Le Monde Ègéen du Bronze Moyen au Bronze Recent, Aegaeum 3, Liége 1989, σελ. 171-189.

Maran 1995

J. Maran, Structural changes in settlement during the shaft grave period, στο: Laffineur R. - W. Niemeier (επιμ.), Politeia - Society and State in the Aegean Bronze Age, Aegaeum 12, Liége 1995, σελ. 67-72.

Marcozzi - Sinatra 1984

Daria Marcozzi - Marcella Sinatra, Il catalogo delle navi: Un problema ancora aperto, SMEA, XXV, 1984, σελ. 303-316.

Marinatos 1968

Sp. Marinatos, Die Eulegöttin von Pylos, AM 83, 1968, σελ. 167-174.

Matthäus 1980

H. Matthäus, Die Bronzegefäße der kretisch - mykenischen Kultur, PBF Abt. II, Band 1, München 1980.

McDonald 1961

W. A. McDonald- R. H. Simpson, Prehistoric habitation in SW Peloponnesus, AJA 65, 1961, σελ. 221-260.

McDonald - Wilkie 1992

W. A. McDonald - N. Wilkie, Excavations at Nichoria in SW Greece, Vol. II, The Bronze Age Occupation, The University of Minnesota Press, Minneapolis, 1992.

Mee - Doole 1993

Chr. Mee - Jen. Doole, Aegean Antiquities on Merseyside, The collections of Liverpool Museum and Liverpool University, Liverpool Museum 1993.

Mee 2010

Chr. Mee, Death and Burial, στο Ε. Cline (επιμ.), The Oxford Handbook of the Bronze Age Aegean, ca. 3000-1000 B.C., Oxford 2010, σελ. 277-290.

Μeyer 1957

E. Meyer, Neue Peloponnesische Wanderungen, 1957.

374 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

ΜΜΕ

W. A. McDonald - G. R. Rapp, The Minessota Messenia Expedition: Reconstructing a Bronze Age Regional Environment, 1972.

Milojcic 1955

Vl. Milojcic, Neue Bernsteinschieber aus Griechenland, GERMANIA, 33, 1955, σελ. 316-323.

Misch 1992

P. Misch, Die Askoi in der Bronzezeit, Jonsered, 1992.

Morricone 1965/6

L. Morricone, Eleona e Langada: Sepolcreti della tarda Eta del Bronzo a Coo, AnASAtene, vol. XLIII-XLIV (n. S. XXVII-XXVIII), 1965-66, σελ. 5-311.

Morricone 1979/80

M. Luisa Morricone, Vasi dell Collezione Akavi, AnASAtene, vol. LVII-LVIII, n. S. XLI-XLII (1979-1980), σελ. 217-335.

Moschos 2000

I. Moschos, Prehistoric tumuli at Portes Achaea. First Preliminary Report, Proceedings of the Danish Institute at Athens III, 2000, σελ. 9-49.

Moschos 2002

Ι. Moschos, Western Achaea during the LHIIIC period. Approaching the latest excavation evidence, στο: Emm. Greco (επιμ.), Gli Achei e l’ identità etnica degli achei d’ occidente, Atti del Convegno Internazionale di Studi, Paestum 23-25 Febbrario 2001, Paestum - Atene 2002, σελ. 15-41.

Moschos 2008

Ι. Moschos, Holztüren an Mykenische Kammergräber, AM 2008, 123, σελ. 97-150.

Moschos 2009

I. Moschos, Western Achaia during the succeeding LHIIIC Late Period: The final Mycenaean Phase and the Submycenaean Period, στο S. Deger - Jalkotzy, Anna Bächle (επιμ.), LHIIIC Chronology and Synchronisms III-LHIIIC Late and the Transition to the Early Iron Age, Proceedings of the International Workshop held at the Austrian Academy of Sciences at Vienna - February 23rd and 24th 2007, Wien 2009, σελ. 235-288.

Μountjoy 1988

P. Mountjoy, LHIIIC Late versus Submycenaean, JdI, 103, 1988, σελ. 1-37.

Mountjoy 1990

P. Mountjoy, Regional Mycenaean pottery, BSA 85, 1990, σελ. 245-270.

Mountjoy 1993

P. Mountjoy, Mycenaean pottery: An introduction, 1993.

Mountjoy 1996

P. Mountjoy, Asine Chamber tomb I:1: The Pottery, στο R. Hägg - G. Nordquist - B. Wells (επιμ.), Asine III, Stockholm 1996, σελ. 47-67.

Mountjoy 1997

P. Mountjoy, The destruction of the Palace at Pylos reconsidered, BSA, 92, 1997, σελ. 109-137.

Μountjoy 1999

P. Mountjoy, Regional Mycenaean Decorated Pottery, Rahden/West, 1999.

Müller 1908

K. Müller, Artemis Tempel bei Kombothekra, AM 33, 1908, σελ. 323-326.

Müller 1909

K. Müller, Alt Pylos, AM 34, 1909, σελ. 269-328.

Müller 1989

S. Muller, Les tumuli Helladiques: Ou? Quand? Comment?, BCH 113, 1989, σελ. 1-42.

Müller 1993

S. Müller, Les tombes mycéniennes de Medeon de Phocide, Architecture et mobilier, 1993.

Müller 2007

S. Müller - Celka, L’origine balkanique des tumuli helladiques (HA - HM): reflexions sur l’ état de la question, στο: Ioan. Galanaki, H. Tomas, Yan. Galanakis, R. Laffineur (επιμ.), Between the Aegean and the Baltic Seas - Prehistory across borders, University of Zagreb 11-14 April 2005, Aegeaum 27, Liège/Austin, 2007, σελ. 175-189.

Mylonas - Shear 1968 Mylonas - Shear, Mycenaean Domestic Architecture, 1968. Nielsen 1997

Th. H. Nielsen, Triphylia. An experiment in ethnic construction and political formation on, in “Yet More Studies in the Ancient Greek Polis”, Historia, Einzelnschriften, 117, 1997, σελ. 129-162.

Βιβλιογραφία (Ξενόγλωσση)

375

Niemeier 1980

W. D. Niemeier, Die Katastrophe von Thera und die Spätminoische Chronologie, JdI 95, 1980, σελ. 1-76.

Niemeier 1985

W. D. Niemeier, Die Palastilkeramik von Knossos, 1985.

Νightingale 2000

G. Nightingale, Die Kombination von Gold und Glas bei mykenischen Perlen, στο Fritz Blakolmer (επιμ.), Österreichische Forschungen zur Ägäischen Bronzezeit, Akten der Tagung am Institut für Klassische Archäologie der Universität Wien 2-3 Mai 1998, Wien 2000, σελ. 159-165.

Palaima 2010

Th. Palaima, Linear B, στο Ε. Cline (επιμ.), The Oxford Handbook of the Bronze Age Aegean, ca. 3000-1000 B.C., Oxford 2010, σελ. 356-372.

Panagiotaki 1999

M. Panagiotaki, Minoan faience and Glass making: Techniques and origins, στο: Ph. Betancourt - V. Karageorghis - R. Laffineur - W. Niemeier (επιμ.), Studies in Aegean Archaeology presented to M. H. Wiener, Meletemata I, Aegaeum 20, Liége/Austin 1999, σελ. 617-622.

Papadimitriou 2001

N. Papadimitriou, Built chamber tombs of Middle and Late Bronze Age in Mainland Greece and the islands, BAR S 925, 2001.

Papadopoulos 1976

Ath. Papadopoulos, Excavations at Aigion - 1970, SIMA LCVI, Göteborg, 1976.

Papadopoulos 1979

Ath. Papadopoulos, Mycenaean Achaea, 1979.

Papadopoulos 1979a

Ath. Papadopoulos, Vases mycéniens du Musée Benaki, BCH 103, 1979, σελ. 51-55.

Papadopoulos 1987

Ath. Papadopoulos, Tombs and burial customs in LBA Epirus στο: Laffineur R. (επιμ.), THANATOS: Les Coutumes Funeraires en Ègée a l’âge du Bronze, Aegaeum 1, Liége 1987, σελ. 137-144.

Papadopoulos 1988

Ath. Papadopoulos, The Dodecanese and the Western Peloponnese in the Late Bronze Age: Some Thoughts on the problem of their relations, στο S. Dietz & I. Papachristodoulou (επιμ.), Archaeology in the Dodecanese, Copenhagen 1988, σελ. 73-75.

Papadopoulos 1990

Ath. Papadopoulos, Achaea’s role in the Mycenaean world στο: Α. Ριζάκης (επιμ.), Αρχαία Αχαΐα και Ηλεία, Ανακοινώσεις κατά το πρώτο διεθνές Συμπόσιο, Αθήνα 19-21 Μαΐου 1989, ΕΙΕ, K.E.Ρ.Α., Μελετήματα, τ. 13, σελ. 31-36.

Papadopoulos 1995

Ath. Papadopoulos, A late Mycenaean koine in western Greece and the adjacent Ionian islands, στο: Chr. Morris (επιμ.), KLADOS - Essays in honour of J. N. Coldstream, BICS Supplement 63, σελ. 202-208.

Papadopoulos 1998

Ath. Papadopoulos, The Late Bronze Age Daggers of the Aegean, I: The Greek Mainland, PBF VI, 11, Stuttgart 1998.

Papadopoulos 1999

Ath. Papadopoulos, Warrior - graves in Achaean Mycenaean cemeteries, στο: Laffineur R. (επιμ.), POLEMOS Le Contexte guerrier en Ègèe a l’ âge du Bronze, Aegaeum 19, Liége/Austin 1999, σελ. 267-273.

Papazoglou 1994

L. Papazoglou - Manioudaki, A Μycenaean warrior’s tomb at Krini near Patras, BSA 89, 1994, σελ. 171-199.

Pelon 1976

O. Pelon, Tholoi, tumuli et circles funeraires, 1976.

Pelon 1987

O. Pelon, L’architecture funéraire de Grèce continentale a la transition du Bronze moyen et du Bronze Recent, στο: Laffineur R. (επιμ.), THANATOS: Les Coutumes Funéraires en Ègée a l’ âge du Bronze, Aegaeum 1, Liége 1987, σελ. 107-117.

Penner 1998

Syl. Penner, Schliemanns Schachtgräberrund und der europäische Nordosten, Saarbrücker Beiträge zur Altertumskunde, Band 60, 1998.

376 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Persson 1942

Ax. Persson, New tombs at Dendra near Midea, Lund, 1942.

Petropoulos 2007

M. Petropoulos, A mycenaean cemetery at Nikoleika near Aigion of Achaia, στο: S. Deger - Jalkotzy - M. Zavadil, LHIIIC Chronology and Synchronisms II - LHIIIC MIDDLE, Proceedings of the International Workshop held at the Austrian Academy of Sciences at Vienna (29.10-30.10. 2004), ÖAW, Band 362, Wien 2007, σελ. 253-285.

Philippson 1959

Alfr. Philippson, Griechische Landschaften, Der Peloponnes, Der Westen und Süden der Halbinsel, III 2, 1959.

Pini 1975

Ingo Pini, Kleine Griechische Sammlungen, CMS, Band V, Teil 2, Berlin 1975.

Pini 1988

I. Pini, Kleinere Europäische Sammlungen, CMS, Berlin 1988.

Pini 1993

I. Pini, Kleinere Griechische Sammlungen (Lamia - Zakynthos und weitere Länder des Ostmittelmeerraums), CMS, Band V, Supplementum 1b, Berlin 1993.

Pini 1999

Ingo Pini, Further research on Late Bronze Age Aegean glass seals, στο: Φρούσσου Ε. (επιμ.), Πρακτικά Α’ Διεθνούς Διεπιστημονικού Συμποσίου - Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου, Λαμία 25-29.9.1994, Λαμία 1999, σελ. 331-338.

Pini 2004

Ingo Pini, Kleinere Griechische Sammlungen - Neufunde aus Griechenland und der westlichen Türkei, CMS Suppl. 3, 2, σελ. 397-404.

Podzuweit 1978

Chr. Podzuweit, Bericht zur spätmykenischen Keramik, AA 1978, σελ. 471-498.

Podzuweit 1979

Chr. Podzuweit, Bericht zur spätmykenischen Keramik, AA 1979, σελ. 412-436.

Podzuweit 1981

Chr. Podzuweit, Bericht zur spätmykenischen Keramik, AA 1981, σελ. 194-217.

Podzuweit 1983

Chr. Podzuweit, Bericht zur spätmykenischen Keramik - Die SHIIIC Fortgeschrittenen bis Spät, AA 1983, σελ. 359-402.

Popham 1967

M. Popham, Late Minoan Pottery: A summary, BSA 62, 1967, σελ. 337-351.

Poursat 1977

J. C. Poursat, Catalogue des ivories mycéniens du Musee National d’ Athènes, Paris, 1977.

Poursat 1996

J. C. Poursat, Les ivories mycéniens, στο Ernesto de Miro, Louis Godart, Anna Sacconi (επιμ.), Atti e memoire del Secondo Congresso Internazionale di micenologia, Roma 1996, σελ. 1281-1285.

Pouqueville 1805

F. C. H. L. Pouqueville, Voyage en Morée, à Constantinople, en Albanie et dans plusieurs autres parties de l’ empire Othoman, pendant les années 1798, 1799, 1800 et 1801, Paris, 1805.

Rambach 2002

J. Rambach, Olympia, 2500 Jahre Vorgeschichte vor der Gründung des eisenzeitlichen griechischen Heiligtums, στο: Η. Kyrieleis (επιμ.), Olympia 1875-2000. 125 Jahre Deutsche Ausgrabungen (Berlin 2000), 2002, σελ. 177-212.

Rambach 2004

J. Rambach, Olympia im ausgehenden 3. Jahrtausend v. Chr.: Bindglied zwischen zentralen und östlichen Mittemeerraum, στο E. Alram - Stern (επιμ.), Die Ägäische Frühzeit, Veröffentlichungen der Mykenischen Kommission der Österreichischen Akademie der Wisseschaften, Band 21, Wien 2004, σελ. 1199-1243.

Rambach 2007

J. Rambach, Olympia and Andravida - Lechaina: Two bronze age sites in the Northwest Peloponnese with far-reaching overseas cultural connections, στο: Ioa. Galanaki, H. Tomas, Yan. Galanakis, R. Laffineur (επιμ.), Between the Aegean and the Baltic Seas - Prehistory across borders, University of Zagreb 11-14 April 2005, Aegeaum 27, Liége 2007, σελ. 81-90.

Rahmstorf 2008

L. Rahmstorf, Kleinfunde aus Tiryns - Terrakotta, Stein, Bein und Glas/Fayence vornehmlich aus der Spätbronzezeit, TIRYNS XVI, Wiesbaden 2008.

Βιβλιογραφία (Ξενόγλωσση)

377

Randolph 1689

Bernard Randolph, The present state of the Morea, called anciently Peloponnessus, 1689.

Rehak 1997

P. Rehak, Aegean Art before and after the LMIB cretan destruction, στο: Laffineur R. - Betancourt Ph. (επιμ.), ΤΕΧΝΗ - Craftsmen, Craftswomen and craftsmanship in the Aegean Bronze Age, Aegaeum 16, Liége 1997, σελ. 51-62.

Renard 1995

J. Renard, Le Peloponnèse au Bronze Ancien, Aegaeum 13, Liége 1995.

Renard 1999

J. Renard, Le Peloponnèse: Archéologie et histoire, 1999.

Rudolf 1973

W. Rudolf, Die Nekropole am Prophitis Elias bei Tiryns, στο: Ulf. Jantzen (επιμ.), “Tiryns - Forschungen und Berichte, Band VI“, 1973, Mainz am Rhein.

Ruggeri 2000

Gl. Ruggeri, Le état federal de la Triphylie: remarques sur l’ histoire politique et constitutionelle, Πρακτικά ΣΤ’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, 2000, σελ. 147-164.

Rutter 1976

J. Rutter, The Transition to Μycenaean, A stratified MHII to LHIIA pottery sequence from Ayios Stephanos in Lakonia, 1976.

Sakellarakis 1973

J. Sakellarakis, Über die Echtheit des sogennanten Nestorringes, Πρακτικά Γ’ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ρέθυμνο 18-23.9.1971), τόμ. Α, Αθήνα, 1973, σελ. 306-313.

Sakellarakis 1976

J. Sakellarakis, Mycenaean Stone Vases, SMEA XVII, 1976, σελ. 173-187.

Sakellarakis 1982

J. Sakellarakis, Athen Nationalmuseum, CMS, Band I Supl., Berlin 1982.

Sandars 1961

N. K. Sandars, The first Aegean Swords and their ancestry, AJA 65, 1961, σελ. 17-29.

Sandars 1963

N. K. Sandars, Later Bronze Age Swords, AJA, 67, 1963, σελ. 117-153.

Santillo, FrizellSantillo 1984

An. Santillo, Barbro Frizell - Santillo, The construction and structural behavior of the Μycenaean tholos tomb, Op. Ath. 31, 1984, σελ. 45-53.

Santillo Frizell 1986

An. Santillo - Frizell, Asine II, Results of Excavations East of the Akropolis 19701974, Fasc. 3, The Late and Final Mycenaean Periods, Stockholm 1986.

Santillo Frizell 1997 - 98

An. Santillo Frizell, Monumental building at Mycenae: its function and audience, Op. Ath. 22-23, 1997-98, σελ. 103-116.

Sapouna - Sakellarakis E. Sapouna - Sakellarakis, Die Fibeln der griechischen Inseln, PBF XIV, 4, München 1978 1978. Sargnon 1987

Οd. Sargnon, Les bijoux prehelléniques, Paris, 1987.

Schachermeyr 1951

Fr. Schachermeyr, Die Ägäische Frühzeit, Anzeiger für Altertumwissenschaft, Band IV, Heft 1, 1951, σελ. 1 - 14.

Schachermeyr 1961

Fr. Schachermeyr, Die Ägäische Frühzeit, Anzeiger für Altertumwissenschaft, Band ΧIV, Heft ¾, 1961, σελ. 129-172.

Schachermeyr 1971

Fr. Schachermeyr, Forschungsbericht über die Ausgrabungen und Neufunde zur Ägäischen Frühzeit, 1961-65, AA, 86, 1971, Heft 3, σελ. 387-419.

Schachermeyr 1976

Fr. Schachermeyr, Ägäische Frühzeit, Band ΙΙ, 1976.

Schachermeyr 1980

Fr. Schachermeyr, Die Landschaft Elis, Agäische Frühzeit, Band IV, 1980, σελ. 239-243.

Schmid 1960

Ot. Schmid, Technische Bemerkungen zu den mykenischen Plättchenperlen, JRGZM,7, 1960, σελ. 50-53.

Schofield 2007

Louise Schofield, The Mycenaeans, The British Museum Press, London, 2007.

378 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Servais 1971

J. Servais, Objets trouvés dans la tholos, στο H. F. Mussche, J. Bingen, J. Servais, R. Paepe, H.Bussers, H. Gasche (επιμ.), THORIKOS 1968, Rapport Priminaire sur la cinquieme champagne de fouilles, Bruxelles 1971, σελ. 77-103.

Sgouritsa 2005

N. Sgouritsa, The Aegean in the Central Mediterranean, στο: R. Laffineur - Emm. Greco (επιμ.), EMPORIA - Aegeans in the Central and Eastern Mediterranean, Aegaeum 25, Liége 2005, σελ. 515-526.

Shelmerdine 1973

Cynth. Shelmerdine, The Pylos Ma Tablets Reconsidered, AJA, 77, 1973, σελ. 261-275.

Shelmerdine 1984

Cynth. Shelmerdine, The perfumed oil history at Pylos, στο: Pylos Comes Alive Industry + Administration in a Mycenaean Palace, N. York, 1984, σελ. 81-95.

Shelmerdine 2001

Cynth. Shelmerdine, The Palatial Bronze Age of the Southern and Central Greek Mainland, στο: Tr. Cullen (επιμ.), Aegean Prehistory: a Review, AJA Suppl. 1, 2001, σελ. 329-378.

Shelton 2000

K. Shelton, Four Chamber tomb Cemeteries at Mycenae, AE 2000, σελ. 27-64.

Shelton 1996

K. Shelton, The Late Helladic Pottery from Prosymna, SIMA - Pocket book 138, Jonsered 1996.

Sherratt 1980

E. S. Sherratt, Regional variation in the pottery of the LHIIIB, BSA 75, 1980, σελ. 175-202.

Shortland 2007

A. J. Shortland, Who were the glassmakers? Status, theory and method in midsecond Millennium glass production, OJA 26, 2007, σελ. 261-274.

Simpson 1965

R. H. Simpson, A Gazetteer and Atlas of Mycenaean sites, 1965.

Simpson 1981

R. H. Simpson, Mycenaean Greece, Park Ridge - New Jersey, 1981.

Simpson - Hagel 2006 R. H. Simpson - D. K. Hagel, Mycenaean fortifications, highways dams and canals, SIMA, CXXXIII, Sävedalen, 2006. Sinos 1971

St. Sinos, Die vorklassischen Hausformen in der Ägais, 1971.

Sjöberg 2004

Birgitta Sjöberg, Asine and the Argolid in the Late Helladic Period, BAR International Series 1225, Oxford, 2004.

Souyoudzoglou 1999

Chr. Souyoudzoglou - Haywood, The Ionian Islands in the Bronze Age and Early Iron Age 3000-800 B.C., Liverpool University Press, 1999.

Stubbings 1947

F. H. Stubbings, The Mycenaean pottery of Attica, BSA XLII, 1947, σελ. 1-76.

Styrenius 1967

Styrenius, Submycenaean studies, 1967.

Taylour - Janko 2008

W. D. Taylour - R. Janko, Ay. Stephanos - Excavations at a Bronze Age and Medieval Settlement in Southern Laconia, BSA Suppl. Nr. 44, Gr. Britain, 2008.

Τegyey 1973

I. Tegyey, Messenia and the catastrophe at the end of LHIIIB, στο Grossland - Birchall (επιμ.), Bronze Age Migrations in the Aegean, 1973, σελ. 227-231.

Thomas 2005

P. Thomas, A Deposit of LHIIIB1, pottery from Tsoungiza, Hesperia 2005, 74, σελ. 451-573.

Thomatos 2006

M. Thomatos, The final revival of the Aegean Bronze Age, (A case study of the Argolid, Corinthia, Attica, Euboea, the Cyclades and the Dodecanese during LHIIIC Middle), BAR International Series 1948, Oxford, 2006.

Tournavitou 1992

Iph. Tournavitou, Practical use and social function in Μycenaean pottery, BSA 87, 1992, σελ. 181-210.

Βιβλιογραφία (Ξενόγλωσση)

379

Tournavitou 1999

Iph. Tournavitou, Hearths in non-palatial settlement contexts. The LBA period in the Peloponnese, στο: P. Betancourt - V. Karageorghis - R. Laffineur - W. Niemeier (επιμ.), Meletemata I, Studies in Aegean Archaeology presented to M. H. Wiener, Aegaeum 20, Liège/Austin 1999, σελ. 833-839.

Valk 1954

Marchinus van Der Valk, Bemerkungen zum homerischen Schiffkatalog, 1954, Berlin.

Visser 1997

Edzard Visser, Homers Katalog der Schiffe, Stuttgart und Leipzig, 1997.

Voigtländer 2003

W. Voigtländer, Die Palastkeramik, Tiryns X, Mainz am Rhein, 2003.

Volkmar-Herman 1987 H. Volkmar-Herman, Prähistorisches Olympia, στο: H. G. Buchholz (επιμ.) “Ägäische Bronzezeit”, 1987, σελ. 426-436. Voutsaki 1995

S. Voutsaki, Social and political processes in the Mycenaean Argolid: The evidence from the mortuary practices, στο: Laffineur R. - W. Niemeier (επιμ.), Politeia Society and State in the Aegean Bronze Age, Aegaeum 12, Liège 1995, σελ. 55-63.

Voutsaki 2005

S. Voutsaki, Social and cultural change in the Middle Helladic Period: presentation of a New Project, στο Anastasia Dakouri - Hild, Sue Sherratt (επιμ.), AUTOCHTHON. Papers presented to O.T.P.K. Dickinson on the occasion of his retirement, BAR International Series 1432, 2005, σελ. 134-143.

Wace 1921 - 23

A. J. B. Wace, Excavations at Mycenae. The Tholos Tomb, BSA 25, 1921-23, σελ. 283 και εξής.

Wace 1932

A. J. B. Wace - H. Litt, Chamber Tombs at Mycenae, Archaeologia LXXXII, Oxford, 1932.

Waldbaum 1978

Jane Waldbaum, From Bronze to Iron - The transition from the Bronze Age to the Iron Age in the Easter Mediterranean, SIMA LIV, 1978.

Warren 1969

P. Warren, Minoan Stone Vases, Gambridge, 1969.

Weber 1983

Cl. Weber, Die bronzenen Rasiermesser in Südosteuropa - Teil 1: Das kretisch mykenische Griechenland, Frankfurt am Mainz, 1983.

Weinberg 1992

Gl. Weinberg, Glass vessels in Ancient Greece - Their history illustrated from the collection of the National Archaeological Museum, Athens, 1992.

Webster 1961

T. B. L. Webster, Die Nachfahren Nestors, München, 1961.

Wells 1990

B. Wells, Death at Dendra, in Celebrations of Death and Divinity in the Bronze Age Argolid, σελ. 125-140, 1990.

Wilkie 1987

N. Wilkie, Burial customs at Nichoria: The MME tholos, στο: Laffineur R. (επιμ.), THANATOS: Les Coutumes Funéraires en Ègée à l’âge du Bronze, Aegaeum 1, Liège 1987, σελ. 127-136.

Wright 1987

J. Wright, Death and Power at Mycenae: Changing symbols in mortuary practice, στο: Laffineur R. (επιμ.), THANATOS: Les Coutumes Funéraires en Ègée à l’ âge du Bronze, Aegaeum 1, Liege 1987, σελ. 171-184.

Wright 2006

J. Wright, The Formation of the Mycenaean Palaces, στο: Sigrid Deger - Jalkotzy and Irene S. Lemos, Ancient Greece: From the Mycenaean Palaces to the Age of Homer, Edinburgh Leventis Studies 3, Edinburgh, 2006, σελ. 1-52.

Yalouri 1996

Yalouri El. - Hamilakis Y., Antiquities as symbolic capital in modern greek society, Antiquity 70, nr. 267, March. 1996, σελ. 117-129.

Yalouri 1999

Yalouri El. - Hamilakis Y., Sacralising the Past, Archaeological Dialogues, 2, 1999, σελ. 115-135.

380 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Yalouris 1960

N. Yalouris, Mykenische Bronzeschutzwaffen, AM 75, 1960, σελ. 42-67.

Yalouris 1968a

N. Yalouris, An unreported use for some Μycenaean glass paste beads, Journal of Glass Studies, 1968, σελ. 9-16.

Yalouris 1968b

N. Yalouris, Trouvailles Mycéniennes et pre mycéniennes de la region du santuraire d’ Olympie, Atti e memorie del 1o Congresso Internationale di Micenologia, Roma 1968, σελ. 176-182.

Yalouris 1968c

N. Yalouris, «Πύλος Ημαθόεις», ΑΜ 82, 1967, σελ. 68-71.

Yalouris 2002

N. Yalouris, Elis, die Wiege der Olympischen Spiele, im Lichte neuer Ausgrabungsergebnisse, στο Η. Kyrieleis (επιμ.), Olympia 1875-2000-125 Jahre Deutsche Ausgrabungen (Berlin 2000), 2002, σελ. 347-357.

Zachos 1984

C. Zachos, ΕΥΚΤΙΤΟΝ ΑΙΠΥ, BSA 79, 1984, σελ. 325-329.

Zachos 1987

C. Zachos, Ay. Dhimitrios: A prehistoric settlement in the SW Peloponnese: The Neolithic and Early Helladic Periods, BAR S 1770, Oxford, 2008.

Zavadil 1995

M. Zavadil, Bronzezeitliche Tumuli der Westpeloponnes, Wien 1995.

Zavadil 2000

M. Zavadil, Tholos, Tumulus oder Gräberrund Überlegungen zu einigen Grabmälern der Westpeloponnes, στο Fritz Blakolmer (επιμ.), Österreichische Forschungen zur Ägäischen Bronzezeit, Akten der Tagung am Institut für Klassische Archäologie der Universität Wien 2-3 Mai 1998, Wien 2000, σελ. 119-126.

Zavadil 2007

M. Zavadil, Ein Haus für die Toten? Kammergräber mit Satteldach auf dem mykenischen Festland, στο Ε. Alram - Stern - G. Nightingale (επιμ.), KEIMELION, Elitenbildung und Elitären Konsum von der mykenischen Palastzeit bis zur homerischen Epoche, Wien 2007, σελ. 354-378.

Zavadil 2009

M. Zavadil, Diademe und Siegel, Tassen und Perlen: Gold in der Mykenischen Zeit, στο S. Deger-Jalkotzy - N. Schindel (επιμ.), Gold, Tagung anlässlich der Gründung des Zentrums Archäologie und Altertumwissenschaften an der ÖAW, 19-20 April 2007, Wien 2009, σελ. 99-112.

Zoumbaki 2005

S. Zoumbaki, Prosopographie der Eleer bis um 1st Jh. V. Chr, ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 40, ΕΙΕ, Κ.Ε.Ρ.Α., 2005.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΣΤΗΝ ΗΛΕΙΑ (ελληνική) Aγαλλοπούλου 1972

Π. Αγαλλοπούλου, Ανασκαφή μυκηναϊκών τάφων παρά το Καμπί δυτικής Ζακύνθου, ΑΑΑ 1972, V, τεύχος 1, σελ. 63-65.

Aγαλλοπούλου 1973

Π. Αγαλλοπούλου, Μυκηναϊκόν νεκροταφείον παρά το Καμπί της Ζακύνθου, ΑΔ 28, Μελέτες, 1973, σελ. 198-214.

ΑΔ 1986

Νεκροταφείο Αγ. Δημητρίου, ΑΔ 1986, 41, σελ. 140-141.

ΑΔ 1998

Ζ’ ΕΠΚΑ, Ανασκαφικές εργασίες, ΑΔ 1998, 53, Βλ., σελ. 225-241.

Αδάμης 2003

Π. Αδάμης - Κατερίνης, Κακόβατος, Αρχαία και Νεότερη Ιστορία, Αθήνα 2003.

Αθανασούλης 2004

Δ. Αθανασούλης, Μεσαιωνικά εκκλησιαστικά μνημεία Ηλείας - Προκαταρκτική παρουσίαση νέων στοιχείων από την τοπογραφική και αρχαιολογική έρευνα, στο: Β. Κόντη (επιμ.), Ο μοναχισμός στην Πελοπόννησο 4ος-15ος αι., Αθήνα 2004, σελ. 243-289.

Αθανασούλης 2005

Δ. Αθανασούλης, Γλαρέντζα, Αθήνα 2005.

Ανασκαφές Κακοβάτου Ημερολόγιο Ανασκαφών Κακοβάτου στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο (παράρτημα Αθηνών). Αντωνίου 2008

Μ. Αντωνίου, Οι σχέσεις της ΝΔ Πελοποννήσου με τη μινωική Κρήτη, κατά την ΥΕΙ-ΙΙΑ περίοδο: Οι ενδείξεις της κεραμικής, αδημοσίευτη, διδακτορική διατριβή, Αθήνα 2008.

Aραπογιάννη 1991

Ξ. Αραπογιάννη, Ανασκαφικές εργασίες, ΑΔ Χρονικά, 46, 1991, σελ. 132-133.

Αραπογιάννη 1992

Ξ. Αραπογιάννη, Ανασκαφικές Εργασίες, Αγ. Τριάδα - Θέση «Παληομπουκουβίνα», ΑΔ Χρονικά, 47, 1992, σελ. 116-118.

Αραπογιάννη 1996α

Ξ. Αραπογιάννη, Οι ανασκαφές στην Ηλεία, στο ένθετο της «Καθημερινής» Επτά Ημέρες (τίτλος ενθέτου “Οι ανασκαφές στην Πελοπόννησο”), 28-1-1996, σελ. 10-12.

Αραπογιάννη 1996β

Ξ. Αραπογιάννη, Φιγάλεια, Έργον, σελ. 41-47, 1996.

Αραπογιάννη 1996γ

Ξ. Αραπογιάννη, Ανασκαφή στη Φιγάλεια, ΠΑΕ 1996, σελ. 129-137.

Αραπογιάννη 1997α

Ξ. Αραπογιάννη, Ανασκαφή στη Φιγάλεια, ΠΑΕ 1997, σελ. 115-120.

Αραπογιάννη 1997β

Ξ. Αραπογιάννη, Δάφνη, ΑΔ 52, 1997, Χρονικά, 253-255

Αραπογιάννη 1998

Ξ. Αραπογιάννη, Ανασκαφικές εργασίες (Δάφνη), ΑΔ 53, 1998, σελ. 225-227.

Αραπογιάννη 1999

Ξ. Αραπογιάννη, Νομός Ηλείας Ανασκαφικές εργασίες, ΑΔ 54, 1999, Χρονικά, σελ. 231-235.

Αραπογιάννη 2001

Ξ. Αραπογιάννη, Ανασκαφές στη Φιγάλεια, στο: V. Mitsopoulos - Leon (επιμ.), Forschungen in der Peloponnes, Akten des Symposions anläßlich der Feier 100 Jahre Österreichisches Archäologisches Institut Athen, Athen 5.3.-7.3.1998, 2001, σελ. 299-305.

Αραπογιάννη 2006

Ξ. Αραπογιάννη, Το έργο της Ζ’ ΕΠΚΑ στην Ηλεία και Μεσσηνία κατά το 1995, στην Ηλεία και τη Μεσσηνία, στο: Ντ. Ζαφειροπούλου (επιμ.), Α’ Αρχαιολογική Σύνοδος νότιας και δυτικής Ελλάδος, Πάτρα 9-12 Ιουλίου 1996, Πρακτικά, Αθήνα 2006, σελ. 193-200.

Αραπογιάννη 2008

Ξ. Αραπογιάννη, Ολυμπία (Τόπος - Ιστορία - Αγώνες - Μουσεία), Αθήνα 2008.

382 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Αυγή της Ελληνικής Τέχνης

Γ. Σακελλαράκης, Χρ. Ντούμας, Ε. Σαπωνά - Σακελλαράκη, Σπ. Ιακωβίδης, Ελληνική Τέχνη - Η Αυγή της Ελληνικής Τέχνης, Αθήνα 1994.

Βασιλικού 1995

Ντ. Βασιλικού, Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αρ. 152, Αθήνα 1995.

Βασιλικού 1997

Ντ. Βασιλικού, Μυκηναϊκά σφραγιστικά δακτυλίδια, Αθήνα, 1997.

Vermeule 1983

E. Vermeule, Ελλάς Εποχή του Χαλκού, 1983.

Βικάτου 1992α

Ολ. Βικάτου, Ανασκαφικές εργασίες - Αγ. Τριάδα, ΑΔ Χρονικά, 47, 1992, σελ. 118-120.

Βικάτου 1992β

Ολ. Βικάτου, Ανασκαφικές εργασίες - Βροχίτσα, ΑΔ Χρονικά, 47, 1992, σελ. 118.

Βικάτου 1993

Ολ. Βικάτου, Ανασκαφικές εργασίες - Αγ. Τριάδα, ΑΔ 48, Χρονικά, 1993, σελ. 105.

Βικάτου 1994

Ολ. Βικάτου, Ανασκαφικές εργασίες - Αγ. Τριάδα, ΑΔ 49, 1994, σελ. 194.

Βικάτου 1995α

Ολ. Βικάτου, Νέες Μυκηναϊκές θέσεις στην Ηλεία, Πελοποννησιακά, Παράρτημα 22, Πρακτικά Ε’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Άργος - Ναύπλιο 6.10.1995), Αθήνα, 1996-97, σελ. 350-365.

Βικάτου 1995β

Ολ. Βικάτου, Ανασκαφικές εργασίες Ν. Ηλείας, ΑΔ 50, 1995, σελ. 177-178.

Βικάτου 1997α

Ολ. Βικάτου, Θαλαμοειδής τάφος στη Βροχίτσα Ηλείας, Πελοποννησιακά, τ. ΚΒ’, σελ. 304-322, 1996-97.

Βικάτου 1997β

Ολ. Βικάτου, Αγία Τριάδα, Οινόη, ΑΔ 52, 1997, Χρονικά, σελ. 255-56.

Βικάτου 1998

Ολ. Βικάτου, Κοσκινάς, Κλαδέος, ΑΔ 53, 1998, Χρονικά, σελ. 230-233.

Βικάτου 1999α

Ολ. Βικάτου, Καυκανιά, ΑΔ 54, 1999, Χρονικά, σελ. 231-232.

Βικάτου 1999

Ολ. Βικάτου, Το μυκηναϊκό νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας Ν. Ηλείας, στο: Φρούσσου Ε (επιμ.), Πρακτικά Α’ Διεθνούς Διεπιστημονικού Συμποσίου - Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου, Λαμία 25-29.9.1994, Λαμία 1999, σελ. 237-255.

Βικάτου 2001α

Ολ. Βικάτου, Συστάδα μυκηναϊκών τάφων στις Πεύκες Ηλείας, ΑΔ 56, 2001, Μελέτες, σελ. 83-126.

Βικάτου 2001β

Ολ. Βικάτου, Σκηνή πρόθεσης από το μυκηναϊκό νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας, στο: V. Mitsopoulos - Leon (επιμ.), Forschungen in der Peloponnes, Akten des Symposions anläßlich der Feier 100 Jahre Österreichisches Archäologisches Institut Athen, Athen 5.3.-7.3. 1998, Athen 2001, σελ. 273-283.

Βικάτου 2006α

Ολ. Βικάτου, Ολυμπία: Ο Αρχαιολογικός Χώρος και τα Μουσεία, Αθήνα, 2006.

Βικάτου Καραγιώργης 2006β

Ολ. Βικάτου - Β. Καραγιώργης, Κερατοειδές αγγείο κυπριακής απομίμησης από μυκηναϊκό νεκροταφείο της Ηλείας, Επιστημονική Επετηρίδα του τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου για το 2006, σελ. 155-168.

Βικάτου 2006γ

Ολ. Βικάτου, Ανασκαφή Αγ. Τριάδας Ηλείας - Χαλκιά Μεσσηνίας, στο: Ντ. Ζαφειροπούλου (επιμ.), Α’ Αρχαιολογική Σύνοδος νότιας και δυτικής Ελλάδος, Πάτρα 9-12 Ιουλίου 1996, Πρακτικά, Αθήνα 2006, σελ. 193-200.

Βικάτου 2009

Ολ. Βικάτου, Το μυκηναϊκό νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας, αδημ. διδ. διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 2009.

Βλαχόπουλος 2006

Ανδρ. Βλαχόπουλος, Η ΥΕΙΙΙΓ περίοδος στη Νάξο - Τα ταφικά σύνολα και οι συσχετισμοί τους με το Αιγαίο, τόμος Α, Αρχαιογνωσία 4, Αθήνα 2006.

Γαλανάκης 2006

Κ. Γαλανάκης, Η μυκηναϊκή κοινωνία με βάση τη μελέτη του ταφικού υλικού, Αρχαιολογία, 2006, τεύχος 98, σελ. 78-86.

Γαλλής 1982

Κ. Γαλλής, Καύσεις νεκρών από τη Νεολιθική Εποχή στη Θεσσαλία, Δημοσιεύματα ΑΔ αρ. 30, 1982, Αθήνα.

Βιβλιογραφία (Ελ ληνική)

383

Γιαλούρης 1960

Ν. Γιαλούρης, Αρχαιότητες Ηλείας - Αχαΐας, ΑΔ 16 Χρονικά, 1960, σελ. 105.

Γιαλούρης 1961-2α

Ν. Γιαλούρης, Αρχαιότητες Αχαΐας-Ηλείας (περιοχή Ολυμπίας), ΑΔ 17 Χρονικά, 1961-2, σελ. 105-107.

Γιαλούρης 1963α

Ν. Γιαλούρης, Αρχαιότητες Ηλείας-Αχαΐας, ΑΔ 18 Χρονικά, 1963, σελ. 103.

Γιαλούρης 1964

Ν. Γιαλούρης, Αρχαιότητες Ηλείας-Αχαΐας, ΑΔ 19 Χρονικά, 1964, σελ. 177.

Γιαλούρης 1965α

Ν. Γιαλούρης, Μυκηναϊκός τύμβος Σαμικού, ΑΔ 20 Μελέτες, 1965, σελ. 6-40.

Γιαλούρης 1965β

Ν. Γιαλούρης, Αρχαία Ολυμπία - Ανασκαφικαί έρευναι, ΑΔ 20 Χρονικά, 1965, σελ. 209.

Γιαλούρης 1966

Ν. Γιαλούρης, Αρχαιότητες και μνημεία της Ηλείας, ΑΔ 21, Χρονικά, 1966, σελ. 172.

Γιαλούρης 1973

Ν. Γιαλούρης, Οδηγός Αρχαιοτήτων Αρχαίας Τριφυλίας, Ολυμπιακά Χρονικά Δ, 1973, σελ. 149-182.

Γιαλούρης 1954

Ν. Γιαλούρης, Ανασκαφή εις Μπάμπες Μακρυσίων, ΠΑΕ 1954, σελ. 290-298.

Γιαλούρης 1955

Ν. Γιαλούρης, Ανασκαφή εις Μπάμπες Μακρυσίων, ΠΑΕ 1955, σελ. 243-244.

Γιαλούρης 1961β

Ν. Γιαλούρης, Ανασκαφαί Αρχαίας Ηλιδος, ΠΑΕ 1961, σελ. 180-183.

Γιαλούρης 1963β

Ν. Γιαλούρης, Ανασκαφαί Αρχαίας Ηλιδος, ΠΑΕ 1963, σελ. 137-140.

Γιαλούρης 1961α

Ν. Γιαλούρης, Ανασκαφή Αρχαίας Ήλιδος, Έργον, σελ. 186-188, 1961.

Γιαλούρης 1963α

Ν. Γιαλούρης, Ανασκαφή Αρχαίας Ήλιδος, Έργον, σελ. 117-123, 1963.

Γιαλούρης 1966

Ν. Γιαλούρης, Σωστικαί ανασκαφαί και τυχαία ευρήματα, ΑΔ 21, 1966 (Χρονικά), σελ. 170-173.

Γιαλούρης 1971

Ν. Γιαλούρης, Το Αρχαίο Λέπρεο, Ολυμπιακά Χρονικά, τόμ. Β, 1971, σελ. 11-18.

Γιαλούρης 1972

Ν. Γιαλούρης, Ο τύμβος του Ιάρδανου στο Σαμικό, Ολυμπιακά Χρονικά, τόμ. Γ, 1972, σελ. 59-66.

Γιαλούρης 1991

Αθ. Γιαλούρη και Ν. Γιαλούρης, Ολυμπία - Το Μουσείο και το Ιερό, 1991.

Γιαλούρης 1996

Ν. Γιαλούρης, Αρχαία Ήλις - Το Λίκνο των Ολυμπιακών Αγώνων, 1996.

Γιαλούρης 2000

Ν. Γιαλούρης, Αχαΐα - Ηλεία, στο: Α. Δ. Ριζάκης, Αχαϊκό Τοπίο ΙΙ: Δύμη και Δυμαία Χώρα, ΕΙΕ, ΚΕΡΑ, Μελετήματα 29, Αθήνα 2000, σελ. 99-101.

Δακορώνια 1987

Δακορώνεια Φαν, Μάρμαρα, Τα υπομυκηναϊκά νεκροταφεία των τύμβων, 1987.

Δακορώνια 1992

Φαν. Δακορώνεια, Χρήση και προέλευση μακρών περονών ΥΜ και ΠΓ εποχής, στο Λ. Κυπραίου (επιμ.), Διεθνές Συνέδριο για την Αρχαία Θεσσαλία στη μνήμη του Δ. Θεοχάρη, Δημοσιεύματα ΑΔ, αρ. 48, Αθήνα 1992, σελ. 292-297.

Δακορώνια 1993

Φαν. Δακορώνεια, Ελάτεια, Φωκικά Χρονικά, 5, 1993, σελ. 25-39.

Δανιηλίδου 2000

Δ. Δανιηλίδου, Ο θαλαμωτός τάφος 84 των Μυκηνών, ΑΕ 2000, σελ. 161-178.

Δεϊλάκη 1980α

Ε. Δεϊλάκη, Ο προϊστορικός τύμβος υπό το Πελόπιον τους Oλυμπίας, Πελοποννησιακά, Παράρτημα 7, Πρακτικά Α’ Συνεδρίου Ηλειακών Σπουδών (1978), Αθήνα 1980, σελ. 229-234.

Δεϊλάκη 1980 β

Ε. Πρωτονοταρίου - Δεϊλάκη, Οι τύμβοι του Άργους, 1980.

Δημακοπούλου 1968

Αικ. Δημακοπούλου, Μυκηναϊκά αγγεία εκ θαλαμοειδών τάφων περιοχής Αγ. Ιωάννου Μονεμβασιάς, ΑΔ 23, 1968, Μελέτες, σελ. 145-194.

Dickinson 2003

O. T. P. K. Dickinson, Αιγαίο, Εποχή του Χαλκού, Αθήνα 2003.

Έργο ΥΠ.ΠΟ.

Έργο ΥΠ.ΠΟ. στον τομέα της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, 1 (1997), 2 (1998), 3 (1999).

Έργο Ζ’ ΕΠΚΑ

Το έργο της Ζ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων κατά τα έτη 2006-2010 (προφορικές παρουσιάσεις στην Αρχαία Ολυμπία).

384 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Evjen 1982

X. Τζαβέλα - Evjen, Η Προϊστορία της Ηλείας, EHM Α, 1982, σελ. 39-46.

Evjen 1989-1990

X.Τζαβέλα - Evjen, Ταφές ηρώων: Αιτωλός και Κόροιβος, EHM Στ’, 1989-1990, σελ. 5-9.

Θέμελης 1967

Π. Θέμελης, Αρχαιότητες και Μνημεία Ηλείας, ΑΔ 22 Χρονικά,1967, σελ. 210 και 211-212.

Θέμελης 1968α

Π. Θέμελης, Ανασκαφαί Ηλείας, ΑΔ 23 Χρονικά, 1968, σελ. 170.

Θέμελης 1968β

Π. Θέμελης, Σκιλλούς, ΑΔ 23 Μελέτες, 1968, σελ. 284-292.

Θέμελης 1968γ

Π. Θέμελης, Υστεροελλαδικός Τύμβος Μακρυσίων, ΑΑΑ 1, τεύχ. 2, 1968, σελ. 126-127.

Θέμελης 1968δ

Π. Θέμελης, Thryon - Epitalion, AAA 1, τεύχ. 2, 1968, σελ. 201-204.

Θέμελης 1969

Π. Θέμελης, Μινωικά εξ Ολυμπίας, ΑΑΑ ΙΙ, 1969, σελ. 248-256.

Θέμελης 1973

Π. Θέμελης, Παρατηρήσεις επί του εθίμου της καύσεως των νεκρών στην Ελλάδα, ΑΑΑ VΙ, τ. 2, 1973, σελ. 356-366.

Θεοί και Ήρωες της Εποχής του Χαλκού

Θεοί και Ήρωες της Εποχής του Χαλκού. Η Ευρώπη στις ρίζες του Οδυσσέα, ΥΠ.ΠΟ. - Συμβούλιο της Ευρώπης, Αθήνα 2000.

Ιακωβίδης 1966

Σπ. Ιακωβίδης, Περί του σχήματος των λαξευτών τάφων εις τα Βολιμίδια Μεσσηνίας, στο: Χαριστήριο εις Αναστάσιον Κ. Ορλάνδον, τ. Β, Αθήνα 1966, σελ. 98-111.

Ιακωβίδης 1969

Σπ. Ιακωβίδης, Μυκηναϊκά έθιμα ταφής, ΑΑΑ 1, 1969, σελ. 120-126.

Iακωβίδης 1970α

Σπ. Ιακωβίδης, Περατή, Το νεκροταφείο, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχ. Εταιρείας, Αθήνα, 1970.

Ιακωβίδης 1970β

Σπ. Ιακωβίδης, Η εμφάνισις του σιδήρου εις την Ελλάδα, ΑΑΑ, τ. ΙΙΙ, τευχ. 2, 1970, σελ. 288-292.

Iακωβίδης 1995

Σπ. Ιακωβίδης, Η Μυκηναϊκή επιγραφή της Καυκανιάς, ΠΑΑ 1995, 70, σελ. 252-255.

Κακαβογιάννης 2001

Ευ. Κακαβογιάννης, Μυκηναϊκό νεκροταφείο στο λόφο Φούρεσι του Δήμου των Γλυκών Νερών Αττικής, ΑΑΑ, τ. ΧΧΧΙΙ-ΧΧΧIV, 1999-2001, σελ. 55-70.

Καλλιγάς 1977

Π. Καλλιγάς, Κεφαλληνιακά Γ (Από την προϊστορική Κεφαλονιά), ΑΑΑ τόμος Χ, τεύχος 1, 1977, σελ. 116-125.

Κάπος 1996

Μιλτ. Κάπος, Η Ηλεία, 1996.

Καραμήτρου Μεντεσίδη 2003

Γ. Καραμήτρου - Μεντεσίδη, Μυκηναϊκά Αιανής - Ελιμιώτιδας και Άνω Μακεδονίας, στο: Αικ. Κυπαρίσση - Μ. Παπακωνσταντίνου (επιμ.), B’ Διεθνές Διεπιστημονικό Συμπόσιο - Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου (Λαμία 1999), Αθήνα 2003, σελ. 167-190.

Καραπαναγιώτου 2007 Α. Καραπαναγιώτου, Λουτρά Ηραίας: Νέο μυκηναϊκό νεκροταφείο στη βορειοδυτική Αρκαδία, Ζ’ Διεθνές Συνέδριο Πελοποννησιακών Σπουδών (Πύργος - Γαστούνη Αμαλιάδα 11-17 Σεπτεμβρίου 2005), τ. Β, Αθήνα 2007, σελ. 260-272. Κασβίκη-Κασσιανού 1989

Σ. Κασβίκη - Ζ. Κασσιανού, Ανασκαφικές Εργασίες, Πεύκες, ΑΔ 44, 1989, σελ. 103-104.

Kilian - Dirlmeier 1987-88

Im. Kilian - Dirlmeier, Κοσμήματα σε ανδρικές ταφές της μυκηναϊκής εποχής, Πρακτικά Γ’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Καλαμάτα 8-15 Σεπτεμβρίου 1985, Αθήνα 1987-88, σελ. 289-297.

Κοκοτάκη 1985

Ν. Κοκοτάκη, Ανασκαφικές εργασίες, ΑΔ 40 Χρονικά, 1985, σελ. 103.

Κοκοτάκη 1991

Ν. Κοκοτάκη, Θαλαμοειδής Μυκηναϊκός τάφος στο Αλποχώρι Ηλείας, στο Α. Ριζάκης (επιμ.), Αρχαία Αχαΐα και Ηλεία, Ανακοινώσεις κατά το πρώτο διεθνές Συμπόσιο, Αθήνα 19-21 Μαΐου 1989, ΕΙΕ, ΚΕΡΑ, Μελετήματα, τ. 13, Αθήνα 1991, σελ. 39-43.

Βιβλιογραφία (Ελ ληνική)

385

Κολώνας 1990

Λ. Κολώνας, ΑΔ 1990, Χρονικά, σελ. 131.

Κολώνας 1991

Λ. Κολώνας, ΑΔ 1991, Χρονικά, σελ. 146-147.

Κολώνας 1996-7

Λ. Κολώνας, Νεώτερη μυκηναϊκή τοπογραφία της Αχαΐας, Πελοποννησιακά Παράρτημα 22, Πρακτικά του Ε’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Άργος - Ναύπλιον), 1996-7, τ. 2, σελ. 468-496.

Κολώνας 1998

Λ. Κολώνας, Βούντενη: Ένα σημαντικό μυκηναϊκό κέντρο της Αχαΐας, αδημ. διδ. διατριβή, Ρέθυμνο 1998.

Κολώνας 2000

Λ. Κολώνας, Μυκηναϊκές εγκαταστάσεις στην Ορεινή Δυμαία Χώρα, στο: Α.Δ. Ριζάκης, Αχαϊκό Τοπίο ΙΙ: Δύμη και Δυμαία Χώρα, ΕΙΕ, ΚΕΡΑ, Μελετήματα 29, Αθήνα 2000, σελ. 93-98.

Κολώνας 2001

Λ. Κολώνας, Η Ηλειακή Πύλος, στο: V. Mitsopoulos - Leon (επιμ.), Forschungen in der Peloponnes, Akten des Symposions anläßlich der Feier 100 Jahre Österreichisches Archäologisches Institut Athen, Athen 5.3.-7.3. 1998, Athen 2001, σελ. 257-262.

Κολώνας 2006

Λ. Κολώνας - Μ. Γκαζής, Ο μυκηναϊκός οικισμός της Χαλανδρίτσας: νεώτερα στοιχεία, στο: Ντ. Ζαφειροπούλου (επιμ.), Α’ Αρχαιολογική Σύνοδος νότιας και δυτικής Ελλάδος, Πάτρα 9-12 Ιουλίου 1996, Πρακτικά, Αθήνα 2006, σελ. 25-31.

Κορρές 1969

Γ. Σ. Κορρές, Η μεγαλοπρέπεια των μυκηναϊκών κρανών, ΑΑΑ, Β, 1969 (3), σελ. 446-455.

Κορρές 1975α

Γ. Σ. Κορρές, Ανασκαφαί Πύλου, ΠΑΕ 1975, σελ. 512-544.

Kορρές 1975β

Γ. Σ. Κορρές, Tύμβοι, θόλοι και ταφικοί Κύκλοι της Μεσσηνίας, Πελοποννησιακά, Παράρτημα 6, Πρακτικά του Α’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, 1975, σελ. 337-369.

Κορρές 1976

Γ. Σ. Κορρές, Έρευναι ανά την Πυλίαν, ΠΑΕ 1976α, σελ. 253-283.

Κορρές 1976α

Γ. Σ. Κορρές, Ανασκαφαί εν Περιστεριά Πύλου, ΠΑΕ 1976β, σελ. 469-550.

Κορρές 1977

Γ. Σ. Κορρές, Ανασκαφαί εν Περιστεριά Πύλου, ΠΑΕ 1977β, σελ. 296-356.

Κορρές 1977α

Γ. Σ. Κορρές, Εργασίαι, έρευναι και ανασκαφαί ανά την Πυλίαν, ΠΑΕ 1977, σελ. 229-295.

Κορρές 1979

Γ. Σ. Κορρές, Αρχαιολογικαί Διατριβαί επί θεμάτων της Εποχής του Χαλκού, 1979.

Κορρές 1981-2

Γ. Σ. Κορρές, Η προβληματική διά την μεταγενεστέραν χρήσιν των Μυκηναϊκών τάφων Μεσσηνίας, Πελοποννησιακά Παράρτημα 8, Πρακτικά του Β’ Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Πάτρα), 1981-2, τ. 2, σελ. 363-450.

Koρρές 1985

Γ. Σ. Κορρές, Ελλαδικοί Πολιτισμοί, Αθήνα 1985.

Κορρές 1989

Γ. Σ. Κορρές, Ανασκαφαί Πυλίας, ΤΟ ΕΡΓΟΝ της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας για το 1989, σελ. 27-32.

Κορρές 1992

Γ. Σ. Κορρές, Ο λεγόμενος τύμβος Κοκκολάτων Κεφαλληνίας, Eπιστημονική Επετηρίς τους Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τόμ. ΚΘ’ (19861991), 1992, σελ. 191-199.

Κορρές 1996

Γ. Σ. Κορρές, Η συμπληρωματική ανασκαφή εις Ρούτση Μυρσινοχωρίου Πυλίας και τα στέμματα του πρωτομυκηναϊκού κόσμου, περίληψη ανακοίνωσης στο Α’ Επιστημονικό Συμπόσιο του τομέα Αρχαιολογίας, Πανεπιστημίου Αθηνών, 1996, σελ. 56-57.

Κουντούρη 2002

Ελ. Κουντούρη, Η ΥΕΙΙΙΑ κεραμική από το νεκροταφείο Βολιμιδίων Χώρας και η σύγχρονη κεραμική παραγωγή της Μεσσηνίας, Αθήνα 2002 (αδημ. διδ. διατριβή).

386 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Κουντούρη 2006

Ελ. Κουντούρη, Βολιμίδια Μεσσηνίας: Οι ψευδόστομοι αμφορείς του νεκροταφείου, στο: Ντ. Ζαφειροπούλου (επιμ.), Α’ Αρχαιολογική Σύνοδος νότιας και δυτικής Ελλάδος, Πάτρα 9-12 Ιουλίου 1996, Πρακτικά, Αθήνα 2006, σελ. 165-178.

Κούρου 1980

Ν. Μποζάνα - Κούρου, Μαθήματα Μεταλλοτεχνίας της Γεωμετρικής Εποχής (Πανεπιστημιακές Παραδόσεις), Αθήνα 1980.

Κριτσέλη 1982

Ι. Κριτσέλη, Τοιχογραφίες του θρησκευτικού Κέντρου των Μυκηνών, Αθήνα 1982.

Λιάγκουρας 1980

Αγγ. Λιάγκουρας, ΑΡΗΝΗ, Πελοποννησιακά, Παράρτημα 6, Πρακτικά Α’ Συνεδρίου Ηλειακών Σπουδών, 23-26 Νοεμβρίου 1978, σελ. 261-268, Αθήνα 1980.

Λιάγκουρας 2008

Χρ. Λιάγκουρας, Ιερό Δήμητρας και Κόρης στην Αρχαία Ολυμπία, ΑΑΑ, 40-41, 2007-2008, σελ. 61-74.

Λαμπρόπουλος 2009

Σωτ. Λαμπρόπουλος, Ανθρωπολογική μελέτη του οστεολογικού υλικού του μυκηναϊκού νεκροταφείου του Στρεφίου - Προκαταρκτική μελέτη, Ηλειακή Πρωτοχρονιά 2009, σελ. 112-123.

Μαρίνος 1982

Γ. Μαρίνος, Η Γεωλογία της Ηλείας, ΕΗΜ, Α, 1982, σελ. 11-27.

Ματζάνας 1998

Χρ. Ματζάνας, Οι Παλαιολιθικές θέσεις της Ηλείας, ΑΔ 53, 1998, Μελέτες, σελ. 1-23.

Ματζάνας 2002

Χρ. Ματζάνας, Η εξέλιξη των λιθίνων αιχμών βελών αποκρουσμένου λίθου κατά τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού και ιδίως κατά την ΥΕΧ, ΑΔ 57, 2002, Μελέτες, σελ. 1-52.

Μελάς 2003

Μαν. Μελάς, Η μεσογειακή και ευρωπαϊκή διάσταση του μυκηναϊκού καταναλωτικού συνδρόμου, στο: Αικ. Κυπαρίσση - Μ. Παπακωνσταντίνου (επιμ.), B’ Διεθνές Διεπιστημονικό Συμπόσιο - Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου (Λαμία 1999), Αθήνα 2003, σελ. 25-35.

Μπουλώτης 1993

Χρ. Μπουλώτης, Η ελιά και το λάδι στις ανακτορικές κοινωνίες της Κρήτης και της μυκηναϊκής Ελλάδας: Όψεις και απόψεις, ανακοίνωση στο Τριήμερο Εργασίας «Ελιά και Λάδι», Καλαμάτα, 1993.

Mountjoy 1994

P. Mountjoy, Μυκηναϊκή γραπτή κεραμική, Αθήνα 1994.

Μουτζουρίδης 2008

Π. Μουτζουρίδης, «Σπηλιά» Αρβανίτη, μία νέα μυκηναϊκή θέση στην Ηλεία, Ηλειακή Πρωτοχρονιά 2008, σελ. 96-101.

Μούτουλας 2004

Π. Μούτουλας, Πελοπόννησος 1940-1945, Αθήνα 2004.

Μπάτζιου - Ευσταθίου Α. Μπάτζιου - Ευσταθίου, Μυκηναϊκά από τη Νέα Ιωνία Βόλου, ΑΔ 40, 1985, 1985 Μελέτες, σελ. 17-69. Μυκηναϊκός Kόσμος

Μυκηναϊκός Κόσμος, Οδηγός Έκθεσης Ε.Α.Μ., 1988.

Μυλωνάς 1972/3

Γ. Μυλωνάς, Ο ταφικός Κύκλος Β των Μυκηνών, 1972/3.

Μυλωνάς 1975

Το Δυτικόν νεκροταφείον της Ελευσίνος, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αριθ. 81, τ. Α-Γ, Αθήνα 1975.

Νικολέντζος 2003

Κ. Νικολέντζος, Κακόβατος: Ένας εμπορικός σταθμός εισαγωγής ηλέκτρου στον πρώιμο μυκηναϊκό κόσμο;, στο: Ανδ. Βλαχόπουλος - Κ. Μπίρταχα (επιμ.), ΑΡΓΟΝΑΥΤΗΣ, τιμητικός τόμος για το Χρ. Ντούμα, Αθήνα 2003, σελ. 619-631.

Νικολέντζος 2006

Κ. Νικολέντζος, Κακόβατος, Ηλειακή Πρωτοχρονιά 2007, σελ. 125-143.

Νικολέντζος Μουτζουρίδης 2008

Κ. Νικολέντζος - Π. Μουτζουρίδης, Σαμικό: Μνημεία, Τοπογραφία και φυσικό περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής, Ηλειακή Πρωτοχρονιά 2009, σελ. 383-400.

Νικολέντζος 2010

Κ. Νικολέντζος, Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτιστική και Πολιτική Εξέλιξη, Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα, Ηλειακή Πρωτοχρονιά 2010, σελ. 93-104.

Βιβλιογραφία (Ελ ληνική)

387

Ντούμας 1976

Χρ. Ντούμας, Ανασκαφαί Ακρωτηρίου Θήρας, ΠΑΕ 1976, σελ. 309-329.

Οικονομίδης 1982

Δ. Οικονομίδης, Η λίμνη του Καϊάφα εις τη λαϊκή παράδοση, Επετηρίς της Εταιρείας Ηλειακών Μελετών, τ. Α, 1982, σελ. 179-183.

Παντελίδου 1975

Μ. Παντελίδου, Αι Προϊστορικαί Αθήναι, διδ. διατριβή, Αθήνα 1975.

Παπαδημητρίου 2000 Ν. Παπαδημητρίου, Η σημασία των κτιστών θαλαμοειδών τάφων κατά τη μεταβατική ΜΕ/ΥΕ περίοδο στην Πελοπόννησο, Πρακτικά ΣΤ’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, 2000, σελ. 147-164. Παπαδόπουλος 1978

Αθ. Παπαδόπουλος, Ανασκαφή Καλλιθέας Πατρών, ΠΑΕ 1978, σελ. 122-124.

Παπαδόπουλος 1980

Αθ. Παπαδόπουλος, Ανασκαφή Καλλιθέας Πατρών, ΠΑΕ 1980, σελ. 106-110.

Παπαδόπουλος 1987

Αθ. Παπαδόπουλος, Ανασκαφή Καλλιθέας Πατρών, ΠΑΕ 1987, σελ. 69-72.

Παπαδόπουλος 1990

Αθ. Παπαδόπουλος, Ανασκαφή Κλάους και Καλλιθέας Πατρών, ΠΑΕ 1990, σελ. 50-55.

Παπαδόπουλος 2002

Αθ. Παπαδόπουλος, Η χρήση του γυαλιού στην κρητομυκηναϊκή εποχή στο Το Γυαλί από την αρχαιότητα έως σήμερα - Β’ Συνέδριο Μαργαριτών Μυλοποτάμου Ρεθύμνης Κρήτης. Μαργαρίτες Μυλοποτάμου, 26-28 Σεπτεμβρίου 1997, επιστημονική επιμέλεια Π. Θέμελης, 2002, σελ. 29-38.

Παπαδόπουλος & Κοντορλή Παπαδοπούλου 2003

Αθ. Παπαδόπουλος - Κοντορλή - Παπαδοπούλου, Δυτικό - Πελοποννησιακές σχέσεις με Θεσσαλία και Σκύρο στην υστερομυκηναϊκή εποχή, στο: Αικ. Κυπαρίσση Μ. Παπακωνσταντίνου (επιμ.), B’ Διεθνές Διεπιστημονικό Συμπόσιο - Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου (Λαμία 1999), Αθήνα 2003, σελ. 455-457.

Παπαδόπουλος & Κοντορλή Παπαδοπούλου 2006

Αθ. Παπαδόπουλος - Λ. Κοντορλή - Παπαδοπούλου, Προϊστορικές ανασκαφές (μυκηναϊκών νεκροταφείων Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Αρχαιολογικής Εταιρείας στην περιοχή Αχαΐας, στο: Ντ. Ζαφειροπούλου (επιμ.), Α’ Αρχαιολογική Σύνοδος νότιας και δυτικής Ελλάδος, Πάτρα 9-12 Ιουλίου 1996, Πρακτικά, Αθήνα 2006, σελ. 19-25.

Παπάζογλου 1981

Λ. Παπάζογλου, Μυκηναϊκός θαλαμωτός τάφος στο Καστέλλο της Κω, ΑΑΑ, τ. XIV, τεύχος 1, 1981, σελ. 62-75.

Παπάζογλου 1998

Λ. Παπάζογλου - Μανιουδάκη, Ο Μυκηναϊκός Οικισμός του Αιγίου και η πρώιμη μυκηναϊκή εποχή στην Αχαΐα, (αδημ. διδακτορική διατριβή), Αθήνα 1998.

Παπάζογλου 2003

Λ. Παπάζογλου - Μανιουδάκη, Ο θολωτός τάφος του Πετρωτού Πατρών - Τα πρώτα στοιχεία της έρευνας, στο: Αικ. Κυπαρίσση - Μ. Παπακωνσταντίνου (επιμ.), B’ Διεθνές Διεπιστημονικό Συμπόσιο - Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου (Λαμία 1999), Αθήνα 2003, σελ. 433-441.

Παπαθανασόπουλος 1970

Γ. Παπαθανασόπουλος, Ανασκαφαί, ΑΔ 25 Χρονικά, 1970, σελ. 193.

Παπαθανασόπουλος 2002

Θ. Παπαθανασόπουλος, Θολωτοί τάφοι στην επικράτεια του βασιλείου του Νέστορος, Αρχαιολογία, 2002, 82, σελ. 84-95.

Παπακωνσταντίνου 1988

Ελ. Παπακωνσταντίνου, Ολυμπία: Στάδια εξέλιξης και οργάνωσης του χώρου, Πρακτικά Συμποσίου Ολυμπιακών αγώνων, Αθήνα 1988, σελ. 51-66.

Παπακωνσταντίνου 1980

Ελ. Παπακωνσταντίνου, Ανασκαφικές Εργασίες, ΑΔ 35 Χρονικά, 1980, σελ. 169.

Παπακωνσταντίνου 1981

Ελ. Παπακωνσταντίνου, Ανασκαφικές Εργασίες, ΑΔ 36, Χρονικά, 1981, σελ. 148-149.

Παπακωνσταντίνου 1982

Ελ. Παπακωνσταντίνου, Ανασκαφικές Εργασίες, ΑΔ 37, Χρονικά, 1982, σελ. 133-134.

388 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Παπακωνσταντίνου 1983α

Ελ. Παπακωνσταντίνου, Ανασκαφικές Εργασίες, ΑΔ 38, Χρονικά, 1983, σελ. 109-110.

Παπακωνσταντίνου 1983β

Ελ. Παπακωνσταντίνου - Χαρίτου, Περιοχή Σαμικού - Αρχαιολογικές ενδείξεις κατοικήσεως στα ιστορικά χρόνια, ΕΗΜ, τ. Β, 1983, σελ. 287-306.

Παπανδρέου 1924

Γ. Παπανδρέου, Η Ηλεία διά μέσου των αιώνων, 1924.

Παπαχατζής 1978

Ν. Παπαχατζή, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησης (Μεσσηνιακά- Ηλειακά), 1978.

Παρασκευόπουλος 2007

Ηλίας - Στάθης Παρασκευόπουλος, Οδοιπορώντας στην Επαρχία Ολυμπίας, Αθήνα 2007.

Παρλαμά 1972

Λ. Παρλαμά, Ανασκαφαί, ΑΔ 27 Χρονικά, 1972, σελ. 268-269.

Παρλαμά 1973-4

Λ. Παρλαμά, Ανασκαφικές έρευνες, ΑΔ 29, 1973-4, σελ. 339.

Παρλαμά 1974α

Λ. Παρλαμά, Μυκηναϊκά Ηλείας, ΑΔ 29 Μελέτες, 1974, σελ. 25-58.

Παρλαμά 1974β

Λ. Παρλαμά, Σχέσεις Αχαΐας και Ηλείας κατά την ύστερη φάση τους τελευταίας μυκηναϊκής περιόδου, Πελοποννησιακά, τόμ. Ι, Πρακτικά του Α’ Τοπικού Συνεδρίου Αχαϊκών Σπουδών, σελ. 217-222, 1974.

Παρλαμά 1971

Λ. Παρλαμά, Θαλαμοειδής τάφος εις Αγραπιδοχώρι Ηλείας, ΑΕ 1971, σελ. 52-60.

Πελοπόννησος 2006

Η Πελοπόννησος - Χαρτογραφία και Ιστορία (16ος-18ος αι.), επιμ. Βίκτωρ Μελάς (κατάλογος έκθεσης ΜΙΕΤ και Αρχείου Χαρτογραφίας του Ελληνικού Χώρου), Αθήνα 2006.

Πετρόπουλος 2000

Μ. Πετρόπουλος, Μυκηναϊκό νεκροταφείο στα Σπαλιαρέϊκα Λουσικών, στο: Α.Δ. Ριζάκης, Αχαϊκό Τοπίο ΙΙ: Δύμη και Δυμαία Χώρα, ΕΙΕ, Μελετήματα 29, Αθήνα 2000, σελ. 65-81.

Πετρόπουλος 2006

Μ. Πετρόπουλος, Ρακίτα - Νικολέϊκα - Ελίκη - Σαλμένικο, στο: Ντ. Ζαφειροπούλου (επιμ), Α’ Αρχαιολογική Σύνοδος νότιας και δυτικής Ελλάδος, Πάτρα 9-12 Ιουλίου 1996, Πρακτικά, Αθήνα 2006, σελ. 31-52.

Πιπιλή 2004

Φ. Πιπιλή, Ολυμπιακή Γη (συγγραφή κειμένων για τους αρχαιολογικούς χώρους, Δρ. Ξένη Αραπογιάννη), Δήμος Αθηναίων, 2004.

Ριζάκης 1991

Α. Ριζάκης, Αρχαία Αχαΐα και Ηλεία, Ανακοινώσεις κατά το πρώτο διεθνές Συμπόσιο, Αθήνα 19-21 Μαΐου 1989, εκδόθηκε στη σειρά Μελετήματα, τόμος 13, του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, 1991.

Σακελλαράκης 1979

Γ. Σακελλαράκης, Το ελεφαντόδοντο και η κατεργασία του στα μυκηναϊκά χρόνια, 1979.

Σακελλαράκης 1979α Γ. & Έφη Σακελλαράκη, Ανασκαφή Αρχανών, ΠΑΕ 1979, σελ. 331-392. Σακελλαρίου 1958-59 Μ. Σακελλαρίου, Τα όρια της χώρας των Επειών, Πελοποννησιακά, τ. Γ-Δ, 1958-59, σελ. 17-46. Σακελλαρίου 1966

Αγ. Σακελλαρίου, Μυκηναϊκή σφραγιδογλυφία, ΑΔ 8, 1966.

Σακελλαρίου 1985

Α. Ξενάκη - Σακελλαρίου, Οι θαλαμωτοί τάφοι των Μυκηνών - Ανασκαφή Χρ. Τσούντα, 1985.

Σαλαβούρα 2006

Ειρ. Σαλαβούρα, Μυκηναϊκή Αρκαδία, (αδημ. διδακτορική διατριβή), Αθήνα 2006.

Σαρπάκη 1989

Ανάγια Σαρπάκη, Η μελέτη των φυτών και η σημασία της στην Αρχαιολογία, Αρχαιολογία 1989, τεύχος 30, Μάρτιος 1989, σελ. 28-36.

Σγουρίτσα 1987

Ν. Σγουρίτσα, Παιδικές ταφές στη Μυκηναϊκή Ελλάδα, ΑΔ 42 Μελέτες, 1987, σελ. 8-29.

Βιβλιογραφία (Ελ ληνική)

389

Σγουρίτσα 1988α

Ν. Σγουρίτσα - Πολυχρονάκου, Το μυκηναϊκό νεκροταφείο της Βάρκιζας Βάρης, ΑΔ, 43, 1988, Μελέτες, σελ. 1-105.

Σγουρίτσα 1988β

Ν. Σγουρίτσα - Πολυχρονάκου, Οι Κυκλάδες κατά τη μυκηναϊκή περίοδο, υποθέσεις για την απουσία τους από τον Νηών Κατάλογο, ΑΑΑ 1988, τ. ΧΧΙ, σελ. 129-136.

Σγουρίτσα 2001α

Ν. Σγουρίτσα - Πολυχροννάκου, Η μυκηναϊκή εγκατάσταση στο Βουρβάτσι Ατικής, ΑΔ 56, 2001, Μελέτες, σελ. 1-82.

Σγουρίτσα 2001β

Ν. Σγουρίτσα - Πολυχρονάκου, Δύο νέα τρίμορφα μυκηναϊκά ειδώλια, ΑΑΑ τ. ΧΧΧΙΙ - ΧΧΧIV, 1999-2001, σελ. 141-148.

Σπυρόπουλος 1972

Θεοδ. Σπυρόπουλος, Υστερομυκηναϊκοί Ελλαδικοί «Θησαυροί», Βιβλ. Της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αρ. 72, 1972.

Συριόπουλος 1994

Κ. Συριόπουλος, Η Προϊστορική κατοίκηση της Ελλάδος και η Γένεσις του Ελληνικού Έθνους, Βιβλ. Της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αρ. 139, Αθήνα, 1994.

Σχοινάς 1989

Χ. Σχοινάς, Ανασκαφικές Εργασίες-Αγ. Τριάδα, ΑΔ 44, 1989, σελ. 105-106.

Σχοινάς 1990

Χ. Σχοινάς, Ανασκαφικές Εργασίες-Αγ. Τριάδα, ΑΔ 45, 1990, σελ. 113-119.

Σχοινάς 1999

Χρ. Σχοινάς, Εικονιστική παράσταση σε όστρακα κρατήρα από την Αγ. Τριάδα Ηλείας, Πρακτικά Α’ Διεθνούς Διεπιστημονικού Συμποσίου - Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου, σελ. 257-262.

Τζεδάκις - Martlew 1999

Μινωιτών και Μυκηναίων Γεύσεις, κατάλογος έκθεσης (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο 12 Ιουλίου-27 Νοεμβρίου 1999), υπεύθυνοι έκδοσης Γ. Τζεδάκις - Holley Martlew, Αθήνα 1999.

Τομπόρη 1996

Χρυσή Τομπόρη - Στασινού, Αρχαιολογικοί Χώροι της Επαρχίας Ολυμπίας, Αθήνα 1996.

Τριάντη 1978

Ισμ. Τριάντη, Ανασκαφικές εργασίες, ΑΔ 33 Χρονικά, 1978, σελ. 78.

Φλεριανού - Λέφα 1984 Αικ. Φλεριανού - Λέφα, Ο Ντόντγουελ και η Ηλεία, ΕΕΗΜ, τ. Γ, 1984, σελ. 695-724. Φουντούλης 2000

Ιωάννης Γ. Φουντούλης, Νεοτεκτονική εξέλιξη της Κεντροδυτικής Πελοποννήσου, ΕΚΠΑ, ΓΑΙΑ (Δημοσιεύματα του Τμήματος Γεωλογίας) Νο 7, Αθήνα 2000.

Χατζή 1981

Γ. Χατζή, Ανασκαφικές Εργασίες, ΑΔ 36 Χρονικά, 1981, σελ. 149-150.

Χατζή 1984

Γ. Χατζή, Ψάρι: Νέα αρχαιολογική θέση στη Β. Τριφυλία, Πελοποννησιακά Παράρτημα 10, Πρακτικά Β’ Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών (1982), 1984, σελ. 262-268.

Χατζή 1988

Γ. Χατζή, Τυχαία ευρήματα - περισυλλογές - περιοδείες, ΑΔ 43 Χρονικά, 1988, σελ. 143 - 145.

Χατζή 1991

Γ. Χατζή, Ταφικοί πίθοι στην Ηλεία κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα και τους Ελληνιστικούς χρόνους, στο Α. Ριζάκης (επιμ.), Αρχαία Αχαΐα και Ηλεία, Ανακοινώσεις κατά το πρώτο διεθνές Συμπόσιο, Αθήνα 19-21 Μαΐου 1989, ΕΙΕ, Μελετήματα, τ. 13, Αθήνα 1991, σελ. 351-363.

Χατζή 1996-7

Γ. Χατζή, Μυκηναϊκή Μεσσηνία - Το πρόσφατο έργο της Ζ’ ΕΠΚΑ, Πελοποννησιακά Παράρτημα 22, Πρακτικά Ε’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Άργος - Ναύπλιο 6.10.1995), Αθήνα, 1996-97, σελ. 534-556.

Χατζή 2001

Γ. Χατζή - Σπηλιοπούλου, Ο 6ος θαλαμωτός τάφος των Ελληνικών Ανθείας στη Μεσσηνία, V. Mitsopoulos - Leon (επιμ.), Forschungen in der Peloponnes, Akten des Symposions anläßlich der Feier 100 Jahre Österreichisches Archäologisches Institut Athen, Athen 5.3.-7.3. 1998, Athen 2001, σελ. 285-298.

390 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Χατζή 2002

Γ. Χατζή - Σπηλιοπούλου, Μυκηναϊκό Γυαλί, Γ. Κορδάς - Α. Αντωνάρας (επιμ.) στο Ιστορίας και Τεχνολογία Αρχαίου Γυαλιού, Αθήνα 2002, εκδ. Glasnet, σελ. 63-87.

Χατζή 2008

Γ. Χατζή - Σπηλιοπούλου, Το έργο της Ζ’ ΕΠΚΑ κατά το 2007, Λ. Καρνάρος - Γ. Κουρκούτας - Ηλ. Τουτούνης (επιμ.), Ηλειακή Πρωτοχρονιά - Ηλειακό Πανόραμα 2009, σελ. 29-39.

Χατζή 2008α

Γ. Χατζή - Σπηλιοπούλου, Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας, εκδ. EFG EUROBANK, 2008.

Χατζή 2010

Γ. Χατζή - Σπηλιοπούλου, Το έργον της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ολυμπίας κατά το 2008, Ηλειακή Πρωτοχρονιά 2010, σελ. 11-21.

Hood 1987

S. Hood, Η Τέχνη στην Προϊστορική Ελλάδα, 1987.

Χωρέμης 1973

Αγγ. Χωρέμης, Μυκηναϊκοί και Πρωτογεωμετρικοί τάφοι εις Καρποφόραν Μεσσηνίας, ΑΕ 1973, σελ. 25-74.

ΓΕΝΙΚΑ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ Αρχαία Ελληνική Γραμματεία «Οι Έλληνες» εκδ. Κάκτος. Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων «Ι. Ζαχαρόπουλος». Εγκυκλοπαίδεια, Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάννικα.

ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΙ ΤΟΠΟΙ (ενδεικτική αναφορά) http://www.perseus.tufts.edu/hopper/collection?collection=Perseus:collection:Greco-Roman&redirect=true http://oreini-ileia.blogspot.com/2010/04/blog-post_11.html http://kardamas.blogspot.com/2008/07/blog-post_29.html http://helios-eie.ekt.gr/EIE/handle/10442/347 http://environmentalarchaeology.wordpress.com/2010/10/25/archaeology-session-olympia-2010/ http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=2405 www.yppo.gr www.nailias.gr www.enet.gr www.tanea.gr www.ethnos.gr www.protinews.gr www.patrisnews.gr www.latsis-foundation.org www.ambergallery.com

ΕΠΙΜΕΤΡΟ Α ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΟΣΤΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΤΟΥ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ ΤΟΥ ΣΤΡΕΦΙΟΥ Η ανασκαφή νεκροταφείου θαλαμοειδών και λακκοειδών (;) τάφων των Ύστερων Μυκηναϊκών χρόνων, σε χαμηλό λόφο πλησίον του χωριού Στρεφίου, κατά τα ανασκαφικά έτη 2006/07, υπό την εποπτεία του αρχαιολόγου κ. Νικολέντζου Κων/νου, απέδωσε πέραν των κινητών ευρημάτων, ανθρωπολογικό υλικό προερχόμενο από 16 συνολικά τάφους. Τα σκελετικά λείψανα μας παρέχουν πληροφορίες σχετικές με διατροφικές συνήθειες, βιοτικό επίπεδο, τη γενετική κληρονομιά, το φυσικό περιβάλλον, τις κοινωνικές συνθήκες, θρησκειολογικές πεποιθήσεις - σε συνάρτηση με τα έθιμα ταφής - φυλετικά στοιχεία βάσει των μετρήσεων που έχουν καθιερωθεί και αφορούν κυρίως μετρήσεις κρανίου, πυελικής ζώνης και μακρών οστών, πολιτισμικά δεδομένα, παλαιοδημογραφικά στοιχεία και βέβαια ατομικά χαρακτηριστικά του ατόμου, όπως ανάστημα, φύλο, διάπλαση, βάρος, αποδείξεις ασθενειών, δυσμορφιών, μη σωστής δίαιτας και τραυματισμών - τυχαίων ή ως αποτέλεσμα βίας - πρώιμου θανάτου ή δύσκολων γηρατειών. Οι σκελετοί διατηρούν τη δική τους αυθεντική βιογραφία και ο καθένας έχει τη δική του ιδιαίτερη ιστορία να διηγηθεί. Η μοναδικότητα είναι το κριτήριο, το διαφοροποιητικό στοιχείο. Με γνώμονα τη σπουδαιότητα του σκελετικού υλικού, σε χρόνους μάλιστα, όπου εκλείπει ο ιστορικός λόγος, πραγματοποιήθηκε επ’ αυτού μακροσκοπική μελέτη, που κατέδειξε τα εξής: Το οστεολογικό υλικό κρίνεται γενικώς κακής διατήρησης. Σε μεγάλο βαθμό μάλιστα, τα σκελετικά λείψανα σώζονται πολύ αποσπασματικά.2223 Όμως, οι πληροφορίες που μας παρέχονται σχετικά με το μέγεθος του πληθυσμού, τα μορφολογικά χαρακτηριστικά, τη δίαιτα, το φύλο, την ηλικία θανάτου, τα έθιμα ταφής και πλήθος άλλων πληροφοριών για τους κατοίκους της μυκηναϊκής αυτής θέσης του ηλειακού χώρου, καθιστά ιδιαίτερα σημαντική παλαιοδημογραφικά την ευρύτερη περιοχή. Καταλυτικό παράγοντα, στην κακή διατήρηση των οστεολογικών ευρημάτων, έπαιξε το έδαφος εναπόθεσης των νεκρών. Η σημαντική αποδόμηση του οστίτη ιστού, οφειλόμενη κατά βάση σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, κατέστησε δυσχερή τη διαπίστωση/διάγνωση παθολογικών περιστατικών επί των σκελετικών καταλοίπων. Τα εδάφη - όξινα - συνετέλεσαν στη διάβρωση των λειψάνων και στην πενιχρή διατήρησή τους. Στο μέγιστο ποσοστό το σωζόμενο οστεολογικό υλικό, αποτελείται από μακρά οστά, κυρίως μηριαία και κνήμες, θραυσμένα άνω άκρα (βραχιόνια, τμήματα ωλένης και κερκίδων) και τμήματα του σπλαγχνικού κρανίου, βρεγματικά, ινιακά και κροταφικά οστά. Ακέραιο κρανίο δεν έχει διασωθεί, όπως επίσης, σπόνδυλοι και οστεολογικό υλικό του θωρακικού κλωβού, των καρπικών και ταρσικών οστών, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Το ευρεθέν οδοντικό υλικό και ένας σημαντικός αριθμός κάτω γνάθων, συνδράμει στην προσπόριση σημαντικών στοιχείων σχετιζόμενων με ασθένειες των δοντιών, ηλικία θανάτου και κατ’ επέκταση με διατροφικούς δείκτες των κατοίκων της περιοχής, στους χρόνους της Ύστερης εποχής του Χαλκού. 2223. Έ  νας σκελετός θεωρείται ακέραιος, όταν διατηρείται το 100-90% των οστών, «σχεδόν ακέραιος» όταν διατηρείται το 89-70%, «αποσπασματικός» όταν διατηρείται το 69-50% και «πολύ αποσπασματικός» όταν σώζεται λιγότερο από το 50% των οστών.

392 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Για τον προσδιορισμό του φύλου, των ηλικιακών δεδομένων2224 και των στοιχείων παθολογίας του οστεολογικού υλικού, χρησιμοποιήθηκαν μέθοδοι βάσει των οποίων προσπαθήσαμε να διασφαλίσουμε επιστημονική ορθότητα και ακρίβεια των μετρικών χαρακτηριστικών.2225 Ο προσδιορισμός του φύλου στα ενήλικα άτομα βασίστηκε στα διαθέσιμα οστά του κρανίου και κυρίως της πυέλου (στο βαθμό που ήταν δυνατόν να μελετηθούν λόγω της αποσπασματικότητας του υλικού). Κριτήριο απετέλεσε, επίσης, ο κατά κανόνα, σαφώς μεγαλύτερος και βαρύτερος μετακρανιακός σκελετός των αρρένων ατόμων, εν συγκρίση με τον ελαφρύτερο και μικρότερων διαστάσεων γυναικείο, ενώ η πύελος αποτελεί το κατεξοχήν κριτήριο διάκρισης φύλου. Ταφονομικές παρατηρήσεις επί του οστεολογικού υλικού - κατά το πλείστον - δεικνύουν αποχρωματισμό των οστών, σημαντική καταστροφή της δομής του ιστού από τη δράση ριζών και ύδατος, ίσως επίσης, τρωκτικών και τέλος, ένεκα των διαδικασιών ανακομιδής διαπιστώθηκε αναμόχλευση και φθορά σημαντικού μέρους των οστών. Επιπλέον στοιχείο, αποτελεί, η παλαιότητα της ταφής (14ος-13ος αι. π.Χ.). Οι ταφές είναι συνήθως ατομικές, χωρίς να αποκλείονται περιπτώσεις ενταφιασμού δυο ατόμων μαζί, ενώ παρατηρούμε δευτερογενείς ταφές (ανακομιδές) σε κάποιες περιπτώσεις. Ταφές βρεφών/ νηπίων σε πλευρικές κόγχες, αλλά και εντός του ταφικού θαλάμου. Θα πρέπει να επισημανθεί, η σημαντική απουσία σκελετικού υλικού ανήλικων ατόμων από το δείγμα (ιδίως νηπίων και βρεφών). Η λεπτή εκ φύσεως δομή των οστών και η εν γένει δυσκολία διατήρησής τους, σε συνδυασμό με τις δυσχερείς εδαφικές συνθήκες της περιοχής - αποτελούν το βασικό παράγοντα καταστροφής των στοιχείων, πλην ίσως ελαχίστων σωζόμενων ψηγμάτων οστών, τα οποία και αποτελούν σαφείς ενδείξεις του μεγέθους του ενταφιασθέντα ανήλικου πληθυσμού, σε χρόνους μάλιστα, όπου η παιδική και βρεφική θνησιμότητα ήταν υψηλή. Το σκελετικό υλικό του μυκηναϊκού νεκροταφείου του Στρεφίου, απαρτίζεται, σύμφωνα με τα πορίσματα της μακροσκοπικής έρευνας και του προσδιορισμού του Ελάχιστου Αριθμού Ατόμων (Minimum Number of Individuals),2226 από (58) άτομα, (36) ενήλικες, (10) ανήλικα και (12) άτομα αδιαγνώστου ηλικίας. Το δείγμα είναι σημαντικό, αν συνυπολογίσουμε, πως ο αριθμός θα ήταν σαφώς μεγαλύτερος, αν είχαν διατηρηθεί οστεολογικά κατάλοιπα ανήλικων ατόμων, τα οποία δυστυχώς εκλείπουν ή το οστεολογικό υλικό που ήρθε στο φως δεν ήταν τόσο θρυμματισμένο ή ελλιπές. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τα ενήλικα άτομα, ταυτοποιήθηκαν (6) περιπτώσεις μεγάλης ηλικίας, άνω των 46 ετών, (7) ενήλικες με ηλικία θανάτου 25-45 ετών και (7) άτομα, των χρόνων της πρώτης ενηλικίωσης (17-25 ετών). Επίσης, επισημάνθηκαν (16) περιπτώσεις ενηλικιωμένων ατόμων, δίχως να γίνεται σαφής, κυρίως λόγω της αποσπασματικότητας του υλικού, η κατά προσέγγιση ηλικία θανάτου. Τα ανήλικα άτομα αριθμούν 10 περιπτώσεις. Δυο (2) έφηβοι, (6) νήπια με ηλικία θανάτου τα 4 -12 έτη και οστεολογικό υλικό (2) βρεφών (από τη γέννηση έως 3 ετών). 2224. Ο  ι ηλικιακές ομάδες διακρίνονται κατά τον εξής τρόπο: (α) έμβρυο, (β) βρέφος (από τη γέννηση έως 3 ετών), (γ) νήπιο (από 4 έως 12 ετών), (δ) ο, η έφηβος (από 13 έως 16 ετών), (ε) πρώτη ενηλικίωση (17 έως 24 ετών), (στ) ενήλικας (25 έως 45 ετών), ωριμότητα (46 ετών και άνω). 2225. J ane E. Buikstra, Douglas Ubelaker eds. (1994), Standards for Data Collection from Human Skeletal Remains: Proceedings of a Seminar at the Field Museum of Natural History. Arkansas Archaeological Survey Press, Fayetteville, Bass, W. M. (1987), 3rd edition. Human osteology: A laboratory and field manual. Columbia: Missouri Archeological Society. 2226. Ως Ελάχιστος Αριθμός Ατόμων (Minimum Number of Individuals) ορίζεται ο κατά προσέγγιση προσδιορισμός του αριθμού των ατόμων, που έχουν ταφεί σε έναν ομαδικό τάφο, σε ένα εκτεταμένο νεκροταφείο ή όταν το σκελετικό υλικό ανευρίσκεται εντός οστεοφυλάκειου ή σε περιπτώσεις όπου το υλικό είναι αναμοχλευμένο.

Επίμετρο Α

393

Η πενιχρή διατήρηση του σκελετικού υλικού κατά περιπτώσεις, συνετέλεσε στην αδυναμία ηλικιακής ταυτοποίησης (12) ατόμων. Ως προς το φύλο, διακρίνουμε (14) άρρενα άτομα, (4) εκ των οποίων, πρέπει να ήσαν άνδρες, καθώς φέρουν φαινοτυπικά ανδρογενή στοιχεία, στο περιορισμένο οστεολογικό υλικό που διασώζεται. Τα θήλεα άτομα ανέρχονται σε (19), με αμφιβολία για (6) εξ αυτών, τα οποία όμως φέρουν κυρίως θηλυγενή χαρακτηριστικά. Ένας αριθμός (19) ατόμων, που έχει αναγνωριστεί, δεν μας παρέχει δυνατότητα ταυτοποίησης φύλου λόγω της πενιχρής διατήρησης των σκελετικών καταλοίπων. Τέλος, έχουμε (6) μικρής ηλικίας άτομα (από τη γέννηση έως τα 12), όπου ο διμορφισμός είναι δυσδιάκριτος και η ταυτότητα του φύλου, δεν δύναται να καθοριστεί. Κατά τη μακροσκοπική ανάλυση των οστεολογικών καταλοίπων, διαγνώστηκαν - σε αυτή την πρώτη μελέτη του υλικού - ασθένειες, όπως: Τρυγία: Ένας σημαντικός αριθμός δοντιών, φέρει πέτρα επί της παρειακής, γλωσσικής επιφάνειας. Ηλικιακά, διαπιστώνεται κυρίως σε άτομα άνω των 20 ετών. Τερηδόνα: Η τερηδόνα, η πλέον κοινή οδοντική νόσος, είναι ένας ακόμη δείκτης της κακής οδοντικής υγείας των ανθρώπων του Στρεφίου, που υποδηλώνει αντίστοιχα αύξηση των επιπέδων υδατάνθρακα στη διατροφή. Διαπιστώθηκαν περιπτώσεις παρειακής τερηδόνας σε κάτω γνάθους ατόμων ηλικίας άνω των 25 ετών. Πρόκειται κυρίως για μεγάλη και μέτρια φθορά επί της μασητικής και μέσης επιφάνειας, και αφορά κυρίως γομφίους. Προθανάτια απώλεια δοντιών: Το φαινόμενο της απώλειας εν ζωή δοντιών κυρίως της κάτω γνάθου, εμφανίζεται συχνά στο δείγμα μας, σε σημαντική κλίμακα. Σε δυο περιπτώσεις μάλιστα, διατηρούνται μόνο οι κοπτήρες και οι κυνόδοντες (σημαντική απώλεια δοντιών οδοντικού τόξου). Το φαινόμενο εμφανίζεται σε άτομα ηλικίας άνω των 25 ετών, καθώς φαίνεται. Τα πλήρως επουλωμένα φατνία δεικνύουν την απώλεια του οδοντικού υλικού αρκετό χρονικό διάστημα πριν το θάνατο των ατόμων, πλην μιας εξαιρέσεως όπου διαπιστώνεται μερική επούλωση. Αποτριβή μασητικής επιφάνειας: Το δείγμα μας απέδωσε έναν σημαντικό αριθμό δοντιών που εμφανίζουν μερική έως μεγάλη αποτριβή της μασητικής επιφάνειας. Φαίνεται, πως ο κύριος λόγος υπήρξε η ποιότητας της διατροφής (σκληρές τροφές, κακή άλεση δημητριακών), χωρίς να αποκλείονται παθολογικά αίτια, όπως οστεοαρθρίτιδα της γνάθου. Το φαινόμενο απαντά σε άτομα άνω των 25 ετών. Cribra Orbitalia: Αλλοίωση (σπογγώδης) στο εσωτερικό των οφθαλμικών κογχών, ενός νεαρού ενήλικα, φαίνεται να σχετίζεται με την ασθένεια Cribra Orbitalia, η οποία πιθανότατα οφείλεται σε αναιμικό περιστατικό. Οστεοαρθρίτιδα: Οι περισσότερες περιπτώσεις οστεοαρθρίτιδας αφορούν σε εμφάνιση πορώδους υφής και αλλοίωσης των αρθριτικών επιφανειών, όπως αυτή εντοπίζεται σε μακρά -κατά κύριο λόγο- οστά. Περαιτέρω μελέτη επί του οστεολογικού υλικού, πιθανότατα θα καταδείξει επιπλέον παθολογικά στοιχεία. Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί, πως το αποκορύφωμα της γυναικείας θνησιμότητας τοποθετείται μεταξύ 20-25 ετών και σχετίζεται άμεσα με το αντίστοιχο της αναπαραγωγικής δραστηριότητας. Η εγκυμοσύνη, με τους άμεσους κινδύνους της, η γαλουχία με τη σημαντική απώλεια βασικών πηγών βιταμινών και άλλων σημαντικών στοιχείων για τη λειτουργία του οργανισμού, δύσκολα θα μπορούσαν να αναπληρωθούν με τη δίαιτα των προϊστορικών χρόνων.

394 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Αιτίες της θνησιμότητας εμβρύων, αφορούν σε μολύνσεις και παρασιτικές ασθένειες, δυσπλασίες οφειλόμενες σε εκ γενετής χαρακτηριστικά, τραυματισμοί κατά τη γέννηση, ασφυξία μετά τη γέννηση, αιμολυτικές ασθένειες και άλλες αιτίες.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΟΣΤΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ Όταν τα ανατομικά μετρικά χαρακτηριστικά προσδιορίζουν το φύλο του ατόμου, σημειώνεται ως «Άρρεν» ή «Θήλυ», αντίστοιχα. Σε ενδεχόμενη δυσκολία αποσαφήνισης του φύλου, επισημαίνεται, ως «αδιάγνωστο». Ενώ, όταν τα μετρικά χαρακτηριστικά συγκλίνουν προς ένα εκ των δύο, χωρίς να εξασφαλίζεται επαρκώς η φυλετική ταυτότητα, τότε ορίζονται ως «Άρρεν;» ή «Θήλυ;», αντίστοιχα. Όσον αφορά την ταυτοποίηση της ηλικίας θανάτου, για περιπτώσεις όπου δεν δύναται να εξαχθούν πορίσματα επαρκή, γίνεται η χρήση του όρου «ενήλικας». Ενώ, όταν δεν είναι σαφή τα ηλικιακά χαρακτηριστικά (δυσδιάκριτα χαρακτηριστικά μεταξύ εφηβικής και πρώτης ενηλικίωσης, λόγω ανεπάρκειας υλικού) χρησιμοποιούμε τον όρο «ενήλικας;» Η παρουσίαση των τάφων - σε αυτή τη φάση - γίνεται βάσει του χρόνου μελέτης τους και όχι κατ’ αύξοντα αριθμό ανεύρεσής τους.

Τάφος

Ταφή (πρωτογενής/ δευτερογενής)

Αριθμός ατόμων

VIII

A

VIII

Φύλο

Ηλικία

Παρατηρήσεις

2

Άρρεν Νήπιο

35-45 4-12

Γ

1

Θήλυ;

17-25

VIII

Β

1

Θήλυ;

Ενήλικας

X

Λάκκος Β

1

Άρρεν;

Ενήλικας

Οστεοαρθρίτιδα

X

Οστά από ΝΑ γωνία

3

2 αδιάγνωστα 1 Θήλυ

2 ώριμοι ενήλικες Ενήλικας

Περιοδοντικές νόσοι Αποτριβή δοντιών Απώλεια δοντιών εν ζωή

Χ

Β

1

Άρρεν

ενήλικας

XIV

Οστά από θάλαμο επάνω από λάκκο

1

Θήλυ;

15-20

XIV

Λάκκος Α

1

Θήλυ

30-35

Απώλεια δοντιών εν ζωή

XIV

Λάκκος Α

1

Άρρεν

Αδιάγνωστη

Οδοντική υποπλασία (οστεοαρθρίτιδα)

IV

Α

1

Άρρεν;

Μεγάλη ηλικία θανάτου

Απώλεια δοντιών εν ζωή Έντονη αποτριβή γομφίων

VI

Κόγχη δυτ. παρειά δρόμου

2

Θήλυ Άρρεν

ενήλικας 25-35

Περιοδοντικές νόσοι

XII

Β

1

Αδιάγνωστο

Άνω των 25 ετών

IV

Δ Βόρειο άκρο

1

Άρρεν;

Αδιάγνωστη

Αποτριβή οδόντων

395

Επίμετρο Α

Τάφος

Ταφή (πρωτογενής/ δευτερογενής)

;17/11/06

Αριθμός ατόμων

Φύλο

Ηλικία

1

Θήλυ;

Αδιάγνωστη

;21/11/06

Μικρή κόγχη στη ΒΑ γωνία θαλάμου

1

Βρέφος

Από τη γέννηση έως 3 ετών

VI

Α Δρόμος

1

Θήλυ;

Αδιάγνωστη

Κιβωτιόσχημος

1

Αδιάγνωστο

25-35

XIII

1

Αδιάγνωστο

Ενήλικας

Παρατηρήσεις

Σημαντική αποτριβή γομφίων/τρυγία

XVI

Ταφή κεντρική

1

Θήλυ

Ενήλικας

VII

Β

2

Άρρεν Θήλυ

Ενήλικας Νεαρή ενήλικας

VII

Ανακομιδή (δευτερογενής ταφή)

4 (ελάχιστος αριθμός ατόμων)

Άρρεν Θήλυ Νήπιο Βρέφος

Ώριμος ενήλικας 20-25 6 ετών Έως 3 ετών

Σημαντική απώλεια οστικής μάζας

XV

Λάκκος Β (ανατολικής παρειάς)

1

Θήλυ;

30-35

Έντονη αποτριβή δοντιών Τρυγία Τερηδόνα/ Οστεοαρθρίτιδα

VI

Β Ταφική κόγχη ανατολικής πλευράς

2

Νεαρός ενήλικας (θήλυ;) νήπιο

17-25

Τερηδόνα Τρυγία

VI

Α

3

IV

Α

1

Άρρεν

Ενήλικας

2

Νήπιο

6 ετών (+/-24 μήνες) Ενήλικας

VII

VII

Γ

1

6 ετών

Θήλυ Αδιάγνωστη Αδιάγνωστο Αδιάγνωστο

Αδιάγνωστο

Αδιάγνωστο

Ορμονικές διαταραχές

Μεγάλη ηλικία θανάτου 45+

Ένα εκ των ατόμων φέρει σαφής ενδείξεις οστεοαρθρίτιδας Απώλεια οδόντος εν ζωή

Σημαντική αποτριβή δοντιών/ απώλεια οστικής μάζας Απώλεια του συνόλου σχεδόν των δοντιών της κάτω γνάθου εν ζωή/ σημαντική απώλεια της οστικής μάζας της κάτω γνάθου

396 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Τάφος

Ταφή (πρωτογενής/ δευτερογενής)

Αριθμός ατόμων

XVI

Α

1

Αδιάγνωστο Αδιάγνωστη

VII

Κόγχη ανατολική

1

Αδιάγνωστο

Νεαρός ενήλικας/ έφηβος

XII

Λάκκος Β

1

Θήλυ

Αδιάγνωστη

V

Κόγχη ανατολικής παρειάς

1

Αδιάγνωστο

Ενήλικας

XV

Ταφή δυτικής παρειάς δρόμου

1

Άρρεν

Ενήλικας

XV

Κόγχη ανατολικής παρειάς δρόμου

1

Αδιάγνωστο

Ενήλικας

1

Αδιάγνωστο

Ενήλικας

Λακκοειδής Α

Φύλο

Ηλικία

IX

Ταφικός λάκκος

1

Θήλυ

21+ ετών

XII

Ταφικός λάκκος

2

Θήλυ Θήλυ

15-20+ ενήλικας

1

Άρρεν;

Μεγάλης ηλικίας

17/8/07 Λάκκος Β

ΧVI

Ταφή δυτική

1

Αδιάγνωστο Αδιάγνωστη

X

Ταφική κόγχη Β (δυτική)

1

Αδιάγνωστο

Νήπιο

X

Β (ΝΔ γωνία)

1

Αδιάγνωστο

Νήπιο/ έφηβος

1

Αδιάγνωστο Αδιάγνωστη

Θήκη κιβωτιόσχημου Α

Γ πλησίον λάκκου τάφου Α

1

Άρρεν

Ενήλικας

XII

Α ΝΔ γωνία θαλάμου

1

Άρρεν

21+

Παρατηρήσεις

Ενδείξεις παθογένεσης επί του αριστερού κροταφικού

Σημαντική απώλεια δοντιών εν ζωή/ σημαντική αποτριβή δοντιών Ορμονικές διαταραχές Απώλεια δοντιών εν ζωή/αποτριβή δοντιών Απώλεια του συνόλου σχεδόν των δοντιών της κάτω γνάθου/ μείωση οστικής μάζας/ συνοστέωση ραφών κρανιακής κάψας

Απώλεια δοντιών εν ζωή/σημαντική αποτριβή γομφίων. Ισχυρά υπερόφρυα τόξα

397

Επίμετρο Α

Τάφος

Ταφή (πρωτογενής/ δευτερογενής)

Αριθμός ατόμων

Φύλο

Ηλικία

V

B (βόρεια)

1

Θήλυ

Αδιάγνωστη

1

Θήλυ

25-35

3/11/67

Παρατηρήσεις

Έντονη μασητική αποτριβή δοντιών

Οκτώβριος 2008 Λαμπρόπουλος Σωτήρης

398 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

ΕΠΙΜΕΤΡΟ Β Ιδιαίτερο ενδιαφέρον μεταξύ των υλικών καταλοίπων του Κακόβατου παρουσιάζουν αποθηκευτικά αγγεία (μικρών διαστάσεων πίθοι), που περιείχαν δεκάδες απανθρακωμένους καρπούς σύκου, πιθανότερα του είδους Ficus carica L. Τα φρούτα εντοπίστηκαν στην πλειονότητά τους σε ακέραιη μορφή ενώ στις περιπτώσεις των θραυσμένων ευρημάτων διακρίνεται η εσωτερική δομή που φέρει μικρές κοιλότητες με σπόρους προσαρτημένους ή περικλειόμενους σε αυτές. Οι σπόροι έχουν αμφίκυρτο σχήμα και χαρακτηριστικά αιχμηρό ομφαλό. Το γένος Ficus είναι ένα εξαιρετικά ποικίλο γένος με 800 περίπου είδη (δένδρα, θάμνους, περικοκλάδες, επίφυτα), τα περισσότερα διπλοειδή (2n = 2x = 26). Από το σύνολο των ειδών αυτών μόνο ένα αποτελεί στοιχείο της Μεσογειακής χλωρίδας, το Ficus carica L., με ευρεία εξάπλωση σε ολόκληρη τη Μεσογειακή λεκάνη (Zohary & Hopf 2000). Απαντάται σε χαμηλά σχετικά υψόμετρα με βλάστηση τύπου maquis και garrigue, σε βραχώδεις ρωγμές, φαράγγια, όχθες ρεμάτων και ρυακιών. Στο είδος αυτό συγκαταλέγονται τόσο άγριες όσο και καλλιεργούμενες μορφές, οι οποίες παρουσιάζουν έντονη μορφολογική ομοιότητα, παρόμοιες κλιματολογικές απαιτήσεις και στενές γενετικές διασυνδέσεις μεταξύ τους. Η συκιά είναι φυλλοβόλο δένδρο (έως 10 μ.), σχετικά γρήγορο στην ανάπτυξή του. Η παραγωγή καρπών αρχίζει 3-4 χρόνια μετά τη φύτευση. Στη φύση η συκιά εξαρτάται απόλυτα από τη σεξουαλική αναπαραγωγή από σπόρο ενώ σε συνθήκες καλλιέργειας ο πολλαπλασιασμός της είναι βλαστικός (Zohary & Spiegel Roy 1975). Η συκιά, μαζί με την άμπελο (Vitis vinifera L.) και την ελιά (Olea europaea L.) θεωρείται ότι συγκροτούν την αρχαιότερη τριάδα καρποφόρων φυτών που περιήλθε σε καθεστώς συστηματικής καλλιέργειας και φυτοκομίας στον Παλαιό Κόσμο και η καλλιέργειά τους πιστεύεται ότι συνέβαλλε ουσιαστικά στον ευπορισμό των Μεσογειακών κοινωνιών της Εποχής του Χαλκού. Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι άγριοι πληθυσμοί αυτών των φυτών με εδώδιμα φρούτα υπήρχαν στο παρελθόν διάσπαρτοι στο Μεσογειακό τοπίο και αποτελούσαν επίκεντρα συστηματικής εκμετάλλευσης πολύ πριν από την αρχή της ελεγχόμενης διαχείρισης και καλλιέργειάς τους, όπως μαρτυρούν τα σχετικά φυτικά μακροκατάλοιπα από πρώιμες αρχαιολογικές θέσεις του ελλαδικού και του ευρύτερου μεσογειακού χώρου. Με δεδομένη, ωστόσο, τη σύνθετη αναπαραγωγική φυσιολογία της συκιάς η ιστορία της εξημέρωσής της παραμένει έως σήμερα εν πολλοίς αδιευκρίνιστη. Τα φρούτα της συκιάς τρώγονται φρέσκα ή αποξηραμένα και είναι εξαιρετικά πλούσια σε σάκχαρα, με περιεκτικότητα περίπου 64%. Η αρχική κατάσταση στην οποία είχαν αποθηκευτεί, πριν από την απανθράκωσή τους, οι καρποί σύκων του Κακόβατου στο κεραμικό αγγείο στο οποίο εντοπίστηκαν (δηλαδή ως φρέσκοι ως αποξηραμένοι καρποί) δεν είναι δυνατό να διευκρινιστεί στη βάση απλών στερεοσκοπικών παρατηρήσεων. Η καταγραφή σχετικών μορφομετρικών στοιχείων και ο φαινομενικά λογικός συσχετισμός του μικρού μεγέθους των ευρημάτων με την πρακτική της αποξήρανσης, κατά την οποία οι χυμοί του φρούτου συμπυκνώνονται και οι καρποί συρρικνώνονται σε όγκο, δεν αποτελούν ασφαλείς παραμέτρους για την απάντηση του συγκεκριμένου ερευνητικού ερωτήματος, με δεδομένη τη μεγάλη παραλλακτικότητα που παρουσιάζουν οι διάφορες ποικιλίες του γένους Ficus και τις ποικίλες μορφολογικές αλλοιώσεις που μπορεί να υφίστανται τα φυτικά κατάλοιπα σε συνθήκες απανθράκωσης. Η προγραμματιζόμενη στο εγγύς μέλλον υλοποίηση ενός ερευνητικού προγράμματος που θα συνδυάζει την παρατήρηση σε ηλεκτρονικό μικροσκόπιο των απανθρακωμένων σύκων του Κακόβατου και άλλων αρχαιολογικών θέσεων του

400 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

ελλαδικού χώρου με πειραματικές απανθρακώσεις σύγχρονων φρέσκων και αποξηραμένων σύκων ενδέχεται να συνεισφέρει σημαντικά στη διερεύνηση της πιθανής εφαρμογής σχετικών πρακτικών επεξεργασίας και αποθήκευσης των συγκεκριμένων φυτικών προϊόντων.

Βιβλιογραφικές αναφορές Zohary, D. & Spiegel-Roy, P. 1975 Beginnings of fruit growing in the Old World, Science 187, 319-327. Zohary, D. & Hopf, M. 2000 Domestication of plants in the Old World - The origin and spread of cultivated plants in West Asia, Europe and the Nile valley, Oxford University Press, 3rd edition.

Γεωργία Κοτζαμάνη Αρχαιολόγος (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) MSc Environmental Archaeology & Palaeoeconomy (University of Sheffield)

ΕΠΙΜΕΤΡΟ Γ

ΕΠΙΜΕΤΡΟ Γ

ΔΡΓΑ΢ΣΗΡΙΟ ΑΡΥΑΙΟΜΔΣΡΙΑ΢

Ινζηιηούηο Δπιζηήμης Τλικών ΔΚΔΦΔ "ΓΗΜΟΚΡΙΣΟ΢" 153 10 Αγία Παραζκεσή, Αηηική Τει. +30-210-6503389 & +30-210-6524821 Fax +30-210-6519430, e-mail: [email protected]

Ηκεξνκελία: 22 Μαΐνπ 2009 Υπνβνιή δεηγκάηωλ: θύξηνο Κ. Νηθνιέληδνο

ΥΡΟΝΟΛΟΓΗ΢Η ΜΔ

14

C

ΘΔ΢Η: ΚΑΚΟΒΑΣΟ΢, Ν. ΗΛΔΙΑ΢ Αριθμός Δργαζηηρίοσ

Γείγμα

Δίδος

Hλικία 14C (ΒΡ)

DEM – 1996

Εληόο πίζνπ ζε δωκάηην ηνπ νηθηζκνύ (Αλαζθαθή Dörpfeld 1908)

Απαλζξαθωκέλα ζύθα

3179 ± 30

δ13C (‰) -24,31

Βαθμονομημένη Ηλικία (ΒC/AD)

Πιθανόηηηες

1495 – 1425 π.Φ. 1510 – 1405 π.Φ.

(68,3%) (95,4%)

 Γηα ηε βαζκνλόκεζε ηεο ειηθίαο ρξεζηκνπνηήζεθε ην Radiocarbon Calibration Program Rev. 5.0 (Stuiver, M. and

Reimer, P.J., 1993, Radiocarbon, 35, p. 215-230) ην νπνίν ρξεζηκνπνηεί ην πην πξόζθαην ζεη δεδνκέλωλ (Reimer et al, Radiocarbon 46, 1029-1058, 2004).

ΜΔΘΟΓΟ΢ Η κνλάδα Άλζξαθα-14 ηνπ Εξγαζηεξίνπ Αξραηνκεηξίαο ηνπ ΕΚΕΦΕ «Δεκόθξηηνο» ρξεζηκνπνηεί ηελ Ραδηνκεηξηθή ηερληθή ηνπ αεξίνπ δείγκαηνο (Gas counting technique). Γηα ηελ ηερληθή απηή ην δείγκα θαίγεηαη θαη κεηαηξέπεηαη ζε αέξην δηνμείδην ηνπ άλζξαθνο (CO2). Σηε ζπλέρεηα εηζάγεηαη ζε εηδηθνύο θπιηλδξηθνύο απαξηζκεηέο όπνπ θάζε αθηίλα –β πνπ εθπέκπεηαη από θάζε δηάζπαζε αηόκνπ άλζξαθα-14 ηνλίδεη ην αέξην θαη θαηαγξάθεηαη ζαλ έλαο ειεθηξηθόο παικόο.

Επεμεξγαζία δεηγκάηωλ: Διρήνη Κελλίδοσ

Γρ Γιάννης Μανιάηης Υπεύζπλνο Εξγαζηεξίνπ

402 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

ΕΠΙΜΕΤΡΟ Δ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ AΛΕΙΣΙΟΣ:

Ποτάμι, περιοχή της Ηλείας Ποτάμι Λακωνίας Παρεμφερές το τοπωνύμιο «Αλίσιον», που απαντάται στις εξής περιοχές: 1. Όρος στη Μαντίνεια 2. Όνομα πεδιάδος στην Ήπειρο και την Τρωάδα

ΑΧΕΡΩΝ:

Ποταμός Ηλείας και Ηπείρου. Στις δύο περιοχές σημειώνεται λατρεία του Άδη

ΑΡΟΑΝΙΟΣ:

Παραπόταμος Φενεού Παραπόταμος Λάδωνος Παραπόταμος Ερύμανθου

ΑΧΕΛΩΟΣ:

Ποταμός Αιτωλοακαρνανίας Παραπόταμος Σπερχειού στη Φθιώτιδα Χείμαρρος Αχαΐας Ποτάμι Ηλείας στην περιοχή της Θεισόας Συγγενείς λέξεις οι κάτωθι: Αχελής, ποταμός Σμύρνης Αχελήσιος, ποτάμι Λυδίας και Ακέλης, πόλη της ίδιας περιοχής

Ενιπεύς:

Παραπόταμος Απιδανού στη Θεσσαλία Παραπόταμος Αλφειού στην Ηλεία

ΕΦΥΡΑ:

Καταγράφονται οι εξής πόλεις με το όνομα «Εφύρα»: - η Ηλειακή - μία περιοχή κοντά στην Κόρινθο - η Θεσπρωτική - η Θεσσαλική - μία τοποθεσία στην Αιτωλία

Ερύμανθος:

Ποταμός Αρκαδίας - Ηλείας Βουνό Ηλείας και Αχαΐας

ΙΑΡΔΑΝΟΣ:

Ποταμός Λυδίας Ποταμός Ηλείας Ποταμός Κυδωνίας Χανίων

Καλυδών:

Πόλη Αιτωλίας Χωριό και τοποθεσία στην Ηλεία Συνδέεται γλωσσικά και με τα πιο κάτω τοπωνύμια: - Καλυδνός, ποτάμι Ηπείρου - Καλυδνός, βασιλιάς Θήβας - Καλυδνοί, νήσοι, πλησίον της Καλύμνου και άλλες βορείως της Τενέδου

Κρουνοί:

Όνομα πηγών στην Τριφυλία και Αρκαδία

404 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Κύθηρος:

Ποταμός Ηλείας και όνομα νησιών στο Κρητικό πέλαγος

ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ Όνομα πόλεως Τριφυλίας και Όνομα ποταμού Τριφυλίας ΚΥΠΑΡΙΣΣΗΕΣ: Όνομα πόλης Φωκίδος ΚΥΛΛΗΝΗ:

Όνομα όρους στην Κορινθία Όνομα ακρωτηρίου στην Ηλεία

ΛΑΔΩΝ:

Ποταμός Αρκαδίας, ο οποίος ενώνεται με τον Αλφειό Ποταμός Βοιωτίας Παραπόταμος ηλειακού Πηνειού

ΛΑΠΙΘΟΣ/ ΛΑΠΙΘΑΣ:

Όρος Τριφυλίας, το οποίο δεσπόζει της λίμνης του Καϊάφα Πόλη Κύπρου

ΛΑΡΙΣΟΣ:

Ποτάμι Ηλείας (ανήκει πλέον στο νομό Αχαΐας) Όνομα διαφόρων περιοχών στη Θεσσαλία, Αργολίδα, Λακωνία

ΛΥΚΑΙΟ:

Όρος που διαχωρίζει τους νομούς Ηλείας, Μεσσηνίας και Αρκαδίας Λυκόσουρα: πόλη αρκαδική, πλησίον της Μεγαλόπολης Λυκαονία: χώρα κεντρικής Μ. Ασίας Λυκία: περιοχή της νοτιοδυτικής Μ. Ασίας Λύκος: όνομα πολλών ποταμών της Μ. Ασίας

ΜΗΛΑΩΝ:

Παραπόταμος Αλφειού στη Θεισόα Μικρό ποτάμι Αρκαδίας

ΜΙΝΘΗ:

Όρος Τριφυλίας. Το όνομα θεωρείται πως ανήκει σε προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα και αναφέρεται σε φυτό. Υπάρχουν και άλλες τέτοιες λέξεις, που δηλώνουν φυτά της μεσογειακής χλωρίδας: ασάμινθος, νάρκισσος, υάκινθος, ερέβινθος

ΝΕΔΑ (η):

Ποταμός Τριφυλίας και ανατολικής Μεσσηνίας

ΟΙΧΑΛΙΑ:

Μεσσηνιακή πόλη Θεσσαλική πόλη. Στις αρχαίες πηγές αναφέρονται και άλλες πόλεις σε διάφορες περιοχές με αυτό το όνομα

ΟΛΥΜΠΟΣ:

Όνομα βουνών της λεκάνης της ανατολικής Μεσογείου - οροσειρά Θεσσαλίας - όρη στη Μυσία και Λυκία - βουνό Λέσβου και Κύπρου - όρος Ευβοίας - βουνό Τριφυλίας βορειοανατολικά της Ολυμπίας

ΠΗΔΑΣΟΣ:

Μεσσηνιακή πόλη Πήδασα, πόλη Καρίας

ΠΑΜΙΣΟΣ:

Ποταμός Τριφυλίας Ποταμός κεντρικής Μεσσηνίας Ποταμός Θεσσαλίας Ποταμός Λακωνίας

Επίμετρο Δ

405

ΠΗΝΕΙΟΣ:

Ποτάμι Θεσσαλίας Ποταμός Ηλείας

ΠΥΛΟΣ:

Πόλη Μεσσηνίας Περιοχή Τριφυλίας Ηλειακή πόλη στην περιοχή Λάδωνος και Πηνειού

ΣΑΛΜΩΝΗ:

Πηγή στην Πίσα Σαλμωνεύς, Θεσσαλός ήρωας Πόλη Θεσσαλίας

ΣΑΜΙΚΟ:

Περιοχή Τριφυλίας (θέση «Κλειδί»). Η λέξη πιθανόν να σημαίνει «ύψος» και απαντάται σε πολλούς τόπους: - Σάμη άλλο όνομα της Κεφαλλονιάς - Σάμος νησί του Αιγαίου - Σάμινθος, τοπωνύμιο Αργολίδος - Σαμυλία, περιοχή της Καρίας

ΣΕΛΛΗΕΙΣ:

Όνομα ποταμών: 1. στη Σικυώνα 2. πλησίον της Θεσπρωτικής Εφύρας 3. ποτάμι στην Τροία

ΣΕΛΙΝΟΥΣ:

Υδρωνύμιο που χαρακτηρίζει πηγές και ποτάμια στον αιγαιακό χώρο: - πηγή στην Ηλεία - ποτάμι Αχαΐας - 3 ποτάμια στη Μ. Ασία

ΣΚΥΡΟΣ:

Όνομα παραποτάμου Αλφειού στη νότια Αρκαδία Όνομα νησιού

ΤΡΙΚΚΗ:

Πόλη Μεσσηνίας Πόλη Θεσσαλίας

406 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

ΜΥΘΟΙ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΣΧΕΤΙΚΟΙ ΜΕ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΙΣ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ 1. Αναφέρεται από τον Ησίοδο το περιστατικό της κλοπής των βοών του Απόλλωνος από τον Ερμή και της μεταφοράς τους από τη Θεσσαλία στο Κορυφάσιο Μεσσηνίας. Η διαδρομή που ακολουθήθηκε ήταν η εξής: Αχαϊκή Φθιώτις, Λοκρίδα, Βοιωτία, Μεγαρίδα, Κόρινθος, Άργος, Τεγέα, Λύκαιον. 2. Πελασγός: Γιος του Ποσειδώνα και της Λάρισας. Καταγόταν από την Πελοπόννησο. Από εκεί εδιώχθη και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλία. Λόγω της πίεσης των Αχαιών πολλοί από το γένος του κατέφυγαν στην Ιταλία. Πελασγοί: Αφθονία πληροφοριών γι’ αυτά τα προελληνικά φύλα. Θεωρούνται άλλοτε σύμμαχοι των Τρώων και άλλοτε κάτοικοι της Θεσσαλίας. Ο Ηρόδοτος αποκαλεί Πελασγούς τους Αιολείς και Ίωνες, ο ίδιος πάλι γράφει πως οι Π. ζούσαν στην Ίμβρο και Λήμνο. 3. Οι Λαπίθες και οι Κένταυροι, θεσσαλικά φύλα, ακολούθησαν και αυτά, σύμφωνα με τη μυθολογία, το δρόμο της μετανάστευσης. Οι Λαπίθες διασκορπίζονται σε όλο το Αιγαίο. Έτσι ο Έλατος ιδρύει την Ελάτεια στη Φωκίδα και Αρκαδία και το Φενεό στην Κορινθία. Ο Φόρβας θα μεταβεί στην Κω, Ρόδο και Ιωνία. Στην Ηλεία θα εγκατασταθούν στο βουνό Λαπίθα, ενώ οι Κένταυροι στο όρος Φολόη. 4. Σχέση της Θεσσαλίας με την Ηλεία και γενικότερα τη δυτ. Πελοπόννησο καταδεικνύουν και οι γενεαλογίες των αρχόντων της περιοχής. Ο Αίολος, βασιλιάς της Θεσσαλικής Μαγνησίας, απέκτησε γιο τον Αέθλιο. Αυτός εξορίζεται από την πατρίδα του και ανέρχεται στο θρόνο της Ηλείας, ο δε γιος του Ενδυμίων παραδίδεται πως πέθανε στο όρος «Λάτμος» της ιωνικής Μιλήτου. 5. Οι Ηλείοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους καταγόμενους από την Αιτωλία και συγκεκριμένα από το γιο του Ενδυμίωνα, Αιτωλό. 6. Ενισχυτικό στοιχείο της καθόδου θεσσαλικών φύλων είναι και το εξής: Στο Βουπράσιο, πόλη της Ηλείας, ηγεμών ανεδείχθη ο Αμαρυγκεύς, γιος του Πυττίου, ο οποίος κατέφυγε εκεί από τη Θεσσαλία. 7. Ο Πέλοψ κατάγεται από τη Φρυγία και εγκαθίσταται στην Πίσα, υπάρχει και θεσσαλική παράδοση που θέλει τον ήρωα, γιο της Καλύκης, που υπήρξε γυναίκα του Αέθλιου. 8. Στην Τριφυλία εγκαθίστανται Μινύες, προερχόμενοι από τη Λακωνία, όπου είχαν καταφύγει, επειδή εδιώχθησαν από τη Λήμνο. 9. Άλλος μύθος μεταφέρει, πως ο Πύλος ή Πύλας, γιος του Κλήσωνος και εγγονός του Λέλεγος, υπήρξε άνακτας των Μεγάρων. Αυτός με σώμα Λελέγων καταλαμβάνει όλη τη δυτ. Πελοπόννησο και κτίζει την Πύλο, απ’ όπου τον διώχνει ο Νηλέας (Απολλόδωρος, 3, 15, 5). 10. Στην Τριφυλία ζούσαν και οι Καύκωνες, λαός πιθανώς προελληνικός. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα τους αναφέρει ως συμμάχους των Τρώων, ενώ στην Οδύσσεια σαν κατοίκους της Ηλείας. Πάντως δεν είναι απίθανο να πρόκειται για φύλο αρκαδικό, αφού άλλωστε υπήρχαν σχέσεις Τριφυλίας - Αρκαδίας. Άλλη μυθολογική εκδοχή φέρει τον Καύκωνα, καταγόμενο από την Ελευσίνα, να εισάγει μυστηριακές τελετές στην Ανδανία. Η σχέση άλλωστε Μεσσηνίας - Αθήνας καταφαίνεται και αλλού: Οι Νηλείδες μετά την κατάρρευση του βασιλείου της Πύλου θα αναζητήσουν καταφύγιο στην Αθήνα. Εκεί θα ανέλθουν στην εξουσία και ο τελευταίος βασιλιάς των Αθηνών, ο Κόδρος, ήταν μεσσηνιακής καταγωγής. Ο Μέδων πρώτος επώνυμος άρχοντας

Επίμετρο Δ

407

θα διώξει τον Νηλέα και αυτός μαζί με άλλους Μεσσηνίους πρόσφυγες θα αποικίσει την Ιωνία. Άλλη παράδοση θέλει τον Νηλέα (Β) να ξεκινά από την Πύλο και να ιδρύει τη Μίλητο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως ο τύραννος των Αθηνών Πεισίστρατος ήθελε να θεωρείται απόγονος των Νηλειδών και πιθανώς παρενέβη στη γραπτή καταγραφή των ομηρικών επών. 11. Το όνομα «Μινύας» και «Ορχομενός» φαίνεται να είναι διαδεδομένο σε όλη την ηπειρωτική χώρα. Έτσι υπήρχε πόλη «Μινύας» στην περιοχή των Τεμπών στη Θεσσαλία, στη Βοιωτία και ένα υδρωνύμιο στην Τριφυλία. Το όνομα «Ορχομενός» συναντάται στη Βοιωτία, τη Φθιώτιδα και την Αρκαδία. Ο Νηλέας, πατέρας του Νέστορος, συνδέεται άμεσα με το βασίλειο του Μινύα στη Βοιωτία, αφού ο τελευταίος θα του δώσει για γυναίκα του τη Χλωρίδα. Να σημειωθεί πως οι δυο κόρες του βασιλιά του Ορχομενού μεταμορφώθηκαν σε κουκουβάγιες και ένας από τους αρχηγούς των Ορχομενίων στα Τρωικά, ο Ασκάλαφος, υπήρξε θεότητα του Άδη και είδος κουκουβάγιας. Πιθανώς, έτσι, εξηγείται η παρουσία γλαυκών στον Κακόβατο, την Περιστεριά και τον Άνω Εγκλιανό και δικαιολογείται η έντονη λατρεία του Άδη στη ΝΔ Πελοπόννησο (Ταίναρο, Πύλο, Τριφυλία και Ηλεία). 12. Λύκος: γιος του Πανδίονος και της Πύλας. Γενάρχης του αττικού γένους των Λυκομιδών. Εξορίζεται από τον Αιγέα στη Μεσσηνία, ενώ άλλη παράδοση θέλει ως τόπο εξορίας του τη Μ. Ασία. 13. Ιδρυτής της Σαλμώνης, πόλης της περιοχής της Πίσας, υπήρξε ο Σαλμωνεύς, ο οποίος καταγόταν επίσης από τη Θεσσαλία. 14. Μεταναστεύσεις ηρώων στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου συναντώνται σε διάφορες μυθολογικές παραδόσεις, αντανακλώντας μετακινήσεις λαών και ειδικότερα των Μυκηναίων προς την Ανατολή. Ο Σαρπηδών, αδερφός του Μίνωα πηγαίνει στη Λυκία ή τη Μίλητο. Το ίδιο όνομα έχει και ο βασιλιάς της Λυκίας και σύμμαχος των Τρώων. Ο Βερελεφρόντης αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Κόρινθο και να αναζητήσει καταφύγιο στη Λυκία. Ο Τληπόλεμος θα μετοικήσει στη Ρόδο και ο Τήλεφος από την Αρκαδία στην Πέργαμο. Ο Κάδμος θα ακολουθήσει την αντίστροφη πορεία, και από τη Φοινίκη θα καταφύγει στη Θήβα, δηλώνοντας έτσι την έντονη παρουσία των φοινίκων εμπόρων στο χώρο της ηπειρωτικής Ελλάδος. Ο Τεύκρος θα αποικίσει την Κύπρο, μαζί και με πολλούς άλλους Έλληνες ήρωες. Έτσι ο Αρκάς Αγαπήνωρ θα αποικίσει την Πάφο, ο Πράξανδρος (Λάκων) και ο Κηφέας (Αχαιός) οικίζουν τη Λάπηθο, ο Ακάμας και ο Φάληρος ιδρύουν τους Σόλους. Τέλος οι Γολγοί είχαν για ιδρυτή τους τον Σικυωνιάτη Γόλγο. Ο Τεύκρος, εκτός των άλλων, θεωρείται και αυτόχθονος ήρωας των Τρώων. Και ο Ηρόδοτος και ο Καλλίνος τοποθετούν τη χώρα των Τευκρίων στην Τρωάδα, ο τελευταίος, όμως, σημειώνει, πως οι Τεύκριοι ήλθαν εκεί προερχόμενοι από την Κρήτη. Οι Αθηναίοι θεωρούσαν τον Εριχθόνιο, εγγονό του Τεύκρου και γιο του Δαρδάνου. Επίσης και ένας δήμος αθηναϊκός, κατά τον Διονύσιο, ονομαζόταν Τροία ή δήμος των Τρώων. 15. Ο Προίτος, βασιλιάς του Άργους, καταφεύγει στη Λυκία, όταν ηττήθηκε από τον αδελφό του Ακρίσιο, και παντρεύεται την κόρη του βασιλιά Χοβάτη. Ο τελευταίος του δίνει στρατό και ανακαταλαμβάνουν το Άργος. Τα δε τείχη της Τίρυνθας κτίσθηκαν από τους Κύκλωπες, οι οποίοι ήλθαν από τη Λυκία. 16. Ο Διόδωρος κάνει λόγο για την κατάληψη της Ηλείας από Λαπίθες και Κενταύρους, οι οποίοι σε άλλα σημεία και από άλλες πηγές θεωρούνται αιολικά φύλα ή τμήματα των Λελέγων. 17. Μετανάστευση πιθανώς να συνέβη και εντός της Πελοποννήσου. Έτσι αναφέρει ο Ηρόδοτος εξορία Μινύων από τη Λακωνία και εγκατάστασή τους στην Τριφυλία. Επίσης περιγράφεται και η μετακίνηση των Ατρειδών στην Αργολίδα από την Πίσα.

408 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Blegen 1928

C. W. Blegen, The Coming of the Greeks, AJA, 1928, XXXII, σελ. 146-154.

Chadwick 1972

J. Chadwick, The Mycenaean Documents, στο: W. McDonald - G. Rapp (επιμ.), Minnesota Messenia Expedition, 1972.

Chadwick 1973

J. Chadwick, Έστι Πύλος πρό Πύλοιο, MINOS, XIV, 1973, σελ. 39-59.

Chadwick 1976

J. Chadwick, The Mycenaean World, Cambridge 1976.

Chadwick 1977

J. Chadwick, Arcadia in the Pylos Tablets?, MINOS XVI, 1977, σελ. 219-227.

Dakaris 1963

Das Taubenorakel von Dodona rind das Totorakel bei Ephyra Antike Kunst, Beiheft 1, 1963.

Δάκαρης 1971

Σωτ. Δάκαρης, Κασωπαία και οι Ηλειακές Αποικίες, Αρχαίες Ελληνικές Πόλεις 4, 1971, εκδ. Αθηναϊκό Κέντρο Οικιστικής, Αθήνα.

Φάρακλας 1969

Ν. Φάρακλας, Περί της κατοικήσεως των Λελέγων εν Βοιωτία, ΑΑΑ, έτος Β, τευχ. 1, σελ. 96-97.

Fick 1905

Aug. Fick, Die Vorgriechischen Ortsnamen, als Quelle für die Vorgeschichte Griechenlands, Göttingen, 1905.

Georgiev 1958

Vl. Georgiev, Die Altgriechischen Flussnamen, Bulgarische Akademie der Wissenschaften - Abteilung für Sprachwissenschaft, Literatur und Ethnographik, σελ. 3-48, Sofia 1958.

Gjestard 1944

E. Gjestard, The Colonization of Cyprus in Greek legends, Op. Arch., vol. III, 1944, σελ. 107-123.

Haley 1928

J. Haley, The Coming of the Greeks, AJA, 1928, XXXII, σελ. 141-145.

Hampl 1960

Fr. Hampl, Die Chronologie der Einwanderung der Griechischen Stämme und das Problem der Nationalität der Träger der mykenischen Kultur, Museum Helveticum, vol. 17, Fasc.2, 1960, σελ. 57-86.

Hiller 1982

St. Hiller, Zur Frage der Griechischen Einwanderung, Mitteilungen der Österreichischen Arbeitgemeinschaft für Ur- und Frühgeschichte, XXXII, 1982, σελ. 41-47.

Hiller 1986

St. Hiller, Die Ethnogenese der Griechen aus der Sicht der Vor - und Frühgeschichte, στο Bernhard, Kandler - Palsson (επιμ.), Ethnogenese europäischen Völker, σελ. 21-37, Ν. York - Stuttgart 1986.

Holmberg 1972

Ε. J. Holmberg, Some Notes on the Immigration of Indo-Europeans during the Early Bronze Age, Op. Ath. 12, 1972, σελ. 1-9.

Επίμετρο Δ

409

Kiechle 1960

Fr. Kiechle, Pylos und der Pylische Raum in der antiken Tradition. Das Verhältnis des Dialektes von Metapont zu demjenige Achaias, Historia, IX, 1960, σελ. 1-67.

Kiechle 1961-2

Fr. Kiechle, Ostarkadische Ortsnamen auf pylischen Linear B - Tafeln, Kadmos, I-ΙΙ, 1961-2, σελ. 98-116.

Kretschmer 1940

P. Kretschmer, Die Vorgriechischen Sprach - und Volksschichten, Glotta, XXVIII, 1940, σελ. 231-277.

Kretschmer 1943

P. Kretschmer, Die Vorgriechischen Sprach - und Volksschichten, Glotta, XXX, 1943, σελ. 84-218.

Kretschmer 1953

P. Kretschmer, Die Leleger und die ostmediteranne Urbevölkerung, Glotta XXXII 1953, σελ. 165-203.

Λιάγκουρας 1980

Αγγ. Λιάγκουρας, ΑΡΗΝΗ, Πελοποννησιακά, Παράρτημα 6, Πρακτικά Α’ Συνεδρίου Ηλειακών Σπουδών, 23-26 Νοεμβρίου 1978, σελ. 261-268, Αθήνα 1980.

Lopez 1967

Ant. Lopez, Los toponimos en “-ssos” y “-nthos” y el Indoeuropes, Zephyros XVIII, 1967, σελ. 37-53.

Marinatos 1962

Sp. Marinatos, Die Wanderung des Zeus, AA 1962, σελ. 903-916.

Marinatos 1968

Sp. Marinatos, Die Eulegöttin von Pylos, AM 1968, σελ. 167.

Vl. Milojcic:

Die Dorische Wanderung im Licht der vorgeschichtlichen Funde, AA 194849, σελ. 12-35.

Müller 1987

D. Müller, Topographischer Bildkommentar zu den Historien Herodots, Tübingen, 1987.

Nilsson 1953

M. Nilsson, The prehistoric migrations of the Greeks, Op. Ath, I, 1953, σελ. 1-8.

Παπανδρέου 1924

Γ. Παπανδρέου, Η Ηλεία διά μέσου των αιώνων, 1924.

Παπαχατζής 1978

Ν. Παπαχατζής, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησης (Μεσσηνιακά - Ηλειακά), 1978.

Πυριοβολής 1987-88 Γ. Πυριοβολής, Η από Θεσσαλικής Μαγνησίας εις Κορυφάσιον Μεσσηνίας μεταφορά των κλοπιμαίων βοών του Απόλλωνος υπό του Ερμού, Πελοποννησιακά, Πρακτικά του Γ’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, σελ. 420-421, Αθήνα, 1987-1988. Ρωμαίος 1962

K. A. Ρωμαίου, Τόποι και τοπωνύμια, Πελοποννησιακά, τ. Ε, 1962, σελ. 2145, Αθήνα 1962.

410 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

Σακελλαρίου 1958- Μ. Σακελλαρίου, Τα όρια της χώρας των Επειών, Πελοποννησιακά, τ. Γ-Δ, 59 1958-59, σελ. 17-46, Αθήνα 1960. Βαγιακάκος 1980

Δ. Βαγιακάκος, Τοπωνυμικά της Αρχαίας Ήλιδος εκ τριών χωρίων του Στράβωνος, Πρακτικά Α’ Συνεδρίου Ηλειακών Σπουδών (Πύργος 23-26 Νοεμβρίου 1978), σελ. 335-368, Αθήνα 1980.

Webster 1961

T.B.L. Webster, Die Nachfahren Nestors, München, 1961.

Yalouri 1996

Yalouri El. - Hamilakis Y., Antiquities as symbolic capital in modern greek society, Antiquity, vol. 70, nr. 267, March. 1996, σελ. 117-129.

Yalouri 1999

Yalouri El. - Hamilakis Y., Sacralising the Past, Archaeological Dialogues, 1999, 2, σελ. 115-135.

Yalouris 1968

N. Yalouris, «Πύλος Ημαθόεις», ΑΜ 82, 1967, σελ. 68-71.

Γιαννουλίδου 1968

Δ. Γιαννουλίδου, Αι λατρείαι του Ταινάρου, Πλάτων, τ. Κ, 1958, σελ. 223-239.

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ AA

Archäologischer Anzeiger

Aegaeum

Aegaeum. Annales d‘archéologie égéenne de l‘Université de Liège

AJA

American Journal of Archaeology

AM

Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts, Athenische Abteilung

AR

Archaeological Reports

Archaeology Archaeology. A Magazine Dealing with the Antiquity of the World BABesch

Bulletin antieke beschaving. Annual Papers on Classical Archaeology

BAR

British Archaeological Reports (British Series)

BCH

Bulletin de Correspondance hellénique

BICS

Bulletin of the Institute of Classical Studies of the University of London

BSA

Annual of the British School at Athens

CMS

Corpus der minoischen und mykenischen Siegel

FM

Furumark Motiv

FS

Furumark Shape

GRBS

Greek, Roman and Byzantine Studies

Hesperia

Hesperia. Journal of the American School of Classical Studies at Athens

JBS

Journal of Baltic Studies

JDI

Jahrbuch des Deutschen Archäologischen Instituts

JFA

Journal of Field Archaeology

JHS

Journal of Hellenic Studies

JGS

Journal of Glass Studies

JRGZM

Jahrbuch des Römisch-Germanischen Zentralmuseums Mainz

KLIO

Klio. Beiträge zur alten Geschichte

Minos

Minos. Revista de filología egea

ÖAW

Österreichische Akademie der Wissenschaften

OpAth

Opuscula Atheniensia

OJA

Oxford Journal of Archaeology

PBF

Praehistorische Bronzefunde

PZ

Prahistorische Zeitschrift

412 Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτική και Πολιτιστική Εξέλιξη - Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα

RDAC

Report of the Department of Antiquities, Cyprus

SIMA

Studies in Mediterranean Archaeology

SMEA

Studi micenei ed egeo-anatolici

AAA

Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών

ΑΔ

Αρχαιολογικό Δελτίο.

ΑΕ

Αρχαιολογικής Εφημερίς της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας

ΑΜΟ/ΜΟ

Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας/Μουσείο Ολυμπίας

ΑΦΑ

Αριθμός Φωτογραφικού Αρχείου (Αρχείο Ζ’ ΕΠΚΑ)

ΕΗΜ

Επετηρίς Ηλειακών Μελετών

ΕΙΕ - ΚΕΡΑ

Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών - Κέντρο Ελληνικής & Ρωμαϊκής Αρχαιότητας

ΜΕΧ - ΜΕ

Μέση Εποχή του Χαλκού - Μεσοελλαδική

ΜΧ

Μουσείο Χώρας

ΠΑΑ

Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών

ΠΑΕ

Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας

ΠΕΧ - ΠΕ

Πρώιμη Εποχή του Χαλκού - Πρωτοελλαδική

ΥΕΧ - ΥΕ

Ύστερη Εποχή του Χαλκού - Υστεροελλαδική

ΥΜ

Υστερομινωική

ΠΗΓΕΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ (εξαιρουμένων όσων έχουν γίνει από τον γράφοντα)

1. Φωτογραφικό Αρχείο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (μικροευρήματα των τάφων του Κακοβάτου). 2. Φωτογραφικό Αρχείο του ομοτ. Καθηγητή Γ. Σ. Κορρέ (πιθαμφορείς «ανακτορικού ρυθμού» από τον Κακόβατο). 3. Φωτογραφικό Αρχείο Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (θολωτοί τάφοι και οικιστικά κατάλοιπα Κακοβάτου). 4. Φωτογραφικό Αρχείο Ζ’ ΕΠΚΑ (ανασκαφές Διασέλλων, Μακρισίων, Νέου Μουσείου Αρχ. Ολυμπίας). 5. Αρχαιολογικό Δελτίο (Μελέτες και Χρονικά). 6. P. Mountjoy, Regional Mycenaean Decorated Pottery, Rahden/West., 1999.

Η ΔΙΑΤΡΙΒΉ «Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτιστική και Πολιτική Εξέλιξη, Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα» (Τόμος Α’) ΤΟΥ ΚωνσταντίνΟΥ Χρ. ΝικολέντζοΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗ FOCUS ON HEALTH ΕΠΕ. Η ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΤΩΝ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟ ΤΟΝ Κωνσταντίνο Χρ. Νικολέντζο. Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟ ΤΗ FOCUS ON HEALTH ΕΠΕ. ΤΟ ΜΟΝΤΑΖ και Η ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ «ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΑΕΒΕ». ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΕ ΧΑΡΤΙ VELVET 100 G. ΚΑΙ ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΕ ΧΑΡΤΙ VELVET 300 G ΜΕ ΜΑΤ ΠΛΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ μιας όψης. Η ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟ Την ελένη ντιντιφα ΣΕ 100 ΑΝΑΤΥΠΑ ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2011 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ FOCUS ON HEALTH ΕΠΕ.

Lihat lebih banyak...

Comentarios

Copyright © 2017 DATOSPDF Inc.