Κοινωνικά Βιώσιμες Θαλάσσιες Προστατευόμενες Περιοχές (Socially Sustainable MPAs – So.S. MPAs) και η έννοια της Αντιστάθμισης των Επεμβάσεων στο Θαλάσσιο Περιβάλλον (Marine Impact Trade – MIT) - (μεταφρ. απο τα αγγλικά)

Share Embed


Descripción

Κοινωνικά Βιώσιµες Θαλάσσιες Προστατευόµενες Περιοχές (Socially Sustainable MPAs – SoS MPAs) και η έννοια της Αντιστάθµισης των Επεµβάσεων στο Θαλάσσιο Περιβάλλον (Marine Impact Trade – MIT) Κώστας Κούτσης (1), Πάνος Χριστοφιλογιάννης (2) και ∆ηµήτρης Μαρκάτος (3) (1) Εργαστήριο Αλιευτικής Τεχνολογίας & Εφαρµογών, Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας & Ναυτιλίας, Καραολή & ∆ηµητρίου 15, Πειραιάς 18531, Τηλ: 2104110202, Fax: 2104120178, e-mail: [email protected] (2) AQUARK, Λεωφόρος Παπάγου 143, Αθήνα 15773, Τηλ/Fax: 2107470147, e-mail: [email protected] (3) Ένωση Φίλων Καταδυτικών Πάρκων «Τριαιναστήρ», Βαλαωρίτου 9, Αθήνα 10671, Τηλ: 2103611611, Fax: 2103607031, e-mail: [email protected]

Εισαγωγή: Η φθίνουσα θάλασσα. Kατά τα τελευταία 60-70 χρόνια φαίνεται, να έχει προκληθεί στην θάλασσα µεγαλύτερη ανθρωπογενής καταστροφή από όση προκλήθηκε όλες τις προηγούµενες χιλιετίες της ανθρώπινης ιστορίας. Ιδιαίτερα στην Μεσόγειο, που φιλοξενεί στην ακτογραµµή της πυκνούς και έντονα δρώντες ανθρώπινους πληθυσµούς από την αρχαιότητα, τα προβλήµατα είναι εντονότερα (López Ornat, 2006). Η Μεσόγειος, αν και ηµίκλειστη θαλάσσια λεκάνη µε χαµηλή φυσική παραγωγικότητα (χαµηλές συγκεντρώσεις θρεπτικών αλάτων - ολιγοτροφική), από πλευράς βιοποικιλότητας χαρακτηρίζεται ως µια από τις πλουσιότερες θάλασσες του κόσµου, µε καταγεγραµµένα περίπου 10.000 είδη χλωρίδας και πανίδας και υψηλό ποσοστό ενδηµισµού (Παναγιωτίδης, 2004). Ωστόσο, τα παράκτια οικοσυστήµατα της Μεσογείου δέχονται τις τελευταίες δεκαετίες εντονες πιέσεις από ανθρώπινες δραστηριότητες, µε αποτέλεσµα, ότι σε όλο και περισσότερες περιοχές καταγράφεται δραµατική µείωση των ιχθυαποθεµάτων, υποβάθµιση ή και απειλούµενη κατάρρευση των υποθαλάσσιων οικοσυστηµάτων και, βεβαίως, τίθεται σε άµεσο κίνδυνο η θαλάσσια βιοποικιλότητα. Τα βιοµηχανικά και αστικά λύµατα, τα γεωργικά λιπάσµατα και οι κατά τόπους ευτροφισµοί, η έντονη υπεραλίευση, η πετρελαϊκή ρύπανση, η άναρχη παράκτια οικιστική ανάπτυξη, ο µαζικός τουρισµός και, τέλος, η ακούσια εισαγωγή στο Μεσογειακό οικοσύστηµα αλλόχθονων ειδών, αναπόφευκτα επιβαρύνουν το φυσικό περιβάλλον, (European Environment Agency, 2005 & Boero, 2007).

1

Από τα ΠΡΑΚΤΙΚΑ του 10ου ∆ιεθνούς Συνεδρίου για το Μεσογειακό Παράκτιο Περιβάλλον MEDCOASΤ 2011 - Ρόδος, 25-29 Οκτωβρίου 2011, τόµος 1, σελ. 271-282, (Ελληνική µετάφραση)

Είναι, συνεπώς, απαραίτητο, όσο ακόµη η κατάσταση είναι αναστρέψιµη, να ληφθεί δραστική µέριµνα, µε στόχο, αφενός την προστασία των θαλάσσιων οικοσυστηµάτων από την περαιτέρω υποβάθµιση, και αφετέρου, την ανασύσταση, αποκατάσταση και διατήρηση της θαλάσσιας βιοποικιλότητας. Ήδη τα κράτη αλλά και, σε υπερκρατικό επίπεδο οι διεθνείς οργανισµοί και ενώσεις, µε την αρωγή και την καθοδήγηση της επιστηµονικής κοινότητας, έχουν θεσπίσει και εφαρµόζουν σηµαντικά µέτρα προστασίας. •

Θαλάσσιες Προστατευόµενες Περιοχές (Marine Protected Areas – MPAs).

Ένα από τα κυριώτερα διεθνώς καθιερωµένα και εφαρµοζόµενα in situ µέτρα είναι η κήρυξη θαλάσσιων εκτάσεων ως προστατευόµενων περιοχών (Marine Protected Areas – MPAs). Σύµφωνα µε τον διεθνή ορισµό τους, οι θαλάσσιες προστατευόµενες περιοχές (MPAs) είναι: «παράκτιες θαλάσσιες εκτάσεις, µαζί µε το σύνολο της υποθαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας τους καθώς και τα ιστορικά ή πολιτισµικά τους χαρακτηριστικά, οι οποίες, µε νόµο ή άλλα αποτελεσµατικά µέσα, διατηρούνται αναλλοίωτες, ώστε να προστατευτεί και διατηρηθεί µέρος ή ολόκληρο το φυσικό περιβάλλον που περικλείεται σε αυτές» (IUCN). Στόχος τών MPAs είναι η προστασία και διατήρηση της θαλάσσιας βιοποικιλότητας και ταυτόχρονα της παραγωγικότητας των θαλάσσιων βιοτόπων, παραγόντων εξαιρετικά σηµαντικών και καθοριστικών για την υγεία του ευρύτερου οικοσυστήµατος (Kelleher, 1999). •

Εγγενή µειονεκτήµατα των παραδοσιακών MPAs. Οι νέες διαπιστώσεις και κατευθύνσεις της επιστήµης.

Το σπουδαίο και απαραίτητο µέτρο των MPAs, δεν καλύπτει ακόµα ικανοποιητικό ποσοστό θαλάσσιας έκτασης, ούτε στη Μεσόγειο ούτε και στον υπόλοιπο πλανήτη. Σύµφωνα µε τους επιστήµονες και τους διεθνείς περιβαλλοντικούς οργανισµούς, προκειµένου να προστατευτεί αποτελεσµατικά το θαλάσσιο περιβάλλον, θα πρέπει να τεθεί υπο καθεστώς προστασίας το 10 έως 15% των θαλασσών παγκοσµίως, έναντι του λιγότερο απο 1% που προστατεύεται σήµερα (Kelleher, 1999, & Dalias et al., 2007) και του µόλις 0,01% που τελεί υπο καθεστώς απόλυτης προστασίας (απαγόρευση κάθε αλιείας, no take zones - Roberts and Hawkins, 2000). Ειδικά στη Μεσόγειο και στις 21 χώρες που βρέχονται από αυτήν το 2007 υπήρχαν 75 θαλάσσιες προστατευόµενες περιοχές, ενώ, περίπου 30 ακόµη βρίσκονταν σε στάδιο σχεδιασµού (Dalias et al., 2007). Το 2008 αναφέρονται 102 παράκτιες θαλάσσιες προστατευόµενες περιοχές, που καλύπτουν περί τα 10.000 τετρ. χλµ., ήτοι µόλις 0,4% της Μεσογείου. Από αυτές µόλις 40 αναφέρονται να περιέχουν ζώνη απαγορευµένης αποκοµιδής (no-take zone), µε συνολική έκταση µόλις 300 τετρ. χλµ., δηλαδή περί τό 0,01% της Μεσογείου (Pergent-Martini and Notarbartolo di Sciara, 2008, & Abdulla et. al., 2008). Αυτά συµβαίνουν, ενώ, σύµφωνα µε την διεθνή σύµβαση για την βιοποικιλότητα (CBD) της UNEP, το 2002 υιοθετήθηκε η απόφαση COP 6 VI/26, σύµφωνα µε την οποία µέχρι το έτος 2010 θά έπρεπε να επιτευχθεί σηµαντική µείωση του ρυθµού απώλειας της βιοποικιλότητας σε παγκόσµιο, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, προς καταπολέµηση της φτώχειας και προς όφελος της ζωής στην Γή, (γνωστή έκτοτε ως «2010 Biodiversity Target»). (βλέπε και 1ο συνέδριο της MedPAN στο Porquerolles της Γαλλίας, µε αντίστοιχο στόχο για την Μεσόγειο, Maison et al. 2007).

2

Από τα ΠΡΑΚΤΙΚΑ του 10ου ∆ιεθνούς Συνεδρίου για το Μεσογειακό Παράκτιο Περιβάλλον MEDCOASΤ 2011 - Ρόδος, 25-29 Οκτωβρίου 2011, τόµος 1, σελ. 271-282, (Ελληνική µετάφραση)

Επίσης η UNEP µε την απόφαση COP 9 IX/18 (Βόννη, 19-30 Μαίου 2008) αναφορικά µε τις προστατευόµενες περιοχές στο πλαίσιο της συνθήκης για την βιοποικιλότητα, τονίζοντας την ανάγκη για περαιτέρω προσπάθειες προς επίτευξη του στόχου του 2012 για τις θαλάσσιες προστατευόµενες περιοχές, καλεί τα µέλη της, µεταξύ άλλων, να αναγνωρίσουν τη συµβολή, όπου ενδείκνυται, των συνδιαχειριζόµενων και των ιδιωτικών προστατευόµενων περιοχών. Στόχος, ο οποίος, όµως, εν όψει πτωχών αποτελεσµάτων, ήδη αναθεωρήθηκε κατά την διεθνή συνδιάσκεψη της CBD στη Ναγκόγια της Ιαπωνίας το 2010 (COP 10) και η επίτευξή του µετατέθηκε για το έτος 2020. Επίσης, το 2006 υιοθετήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η Ευρωπαϊκή πολιτική για την ανάσχεση της απώλειας της βιοποικιλότητας µέχρι το 2010 και επέκεινα, (COM/2006/216), ενώ στη συνέχεια εκδόθηκε η Οδηγία 2008/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύµφωνα µέ τήν εν λόγω οδηγία, (βλ. προίµιο και άρθρο 1), µεταξύ άλλων, τα Ευρωπαϊκά κράτη είναι υποχρεωµένα µέχρι το 2020, να σχεδιάσουν στρατηγικές και να λάβουν µέτρα για αποκατάσταση και επίτευξη ή διατήρηση της καλής κατάστασης του θαλάσσιου περιβάλλοντος, σχεδιασµένα βάσει της αρχής της προφύλαξης καθώς και των αρχών ανάληψης προληπτικής δράσης, της διόρθωσης της περιβαλλοντικής ζηµίας κατά προτεραιότητα στην πηγή και της πληρωµής της ζηµίας από τον ρυπαίνοντα. Κατά το άρθρο 1, παρ. 3 της Οδηγίας: «οι περιβαλλοντικές στρατηγικές των κρατών ακολουθούν για την διαχείριση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων προσέγγιση µε βάση το οικοσύστηµα, πού εξασφαλίζει, ότι η συνολική πίεση των δραστηριοτήτων αυτών παραµένει σε επίπεδα, που είναι συµβατά µε την επίτευξη καλής περιβαλλοντικής κατάστασης και ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η ικανότητα των θαλάσσιων οικοσυστηµάτων, να αντιδρούν στις ανθρωπογενείς αλλαγές, επιτρέποντας ταυτόχρονα και την αειφόρο χρήση των θαλάσσιων αγαθών και υπηρεσιών από την σηµερινή και τίς µελλοντικές γενεές». Οι παραπάνω φιλόδοξοι στόχοι, αντιµετωπίζονται µέχρι σήµερα µε δικαιολογηµένο σκεπτικισµό, διότι είναι ευρέως γνωστό από τη διεθνή µέχρι τώρα πρακτική, ότι η ταχύτερη και επαρκής επέκταση των MPAs, καθώς και αυτή καθεαυτή η αποτελεσµατικότητα όσων υπάρχουν, εµποδίζεται απο σειρά τεχνικών, κοινωνικών αλλά και οικονοµικών παραγόντων ενώ δεν φαίνεται να υπάρχουν εναλλακτικά αποδοτικά εργαλεία εφαρµογής των σχετικών στρατηγικών και πολιτικών. Πράγµατι, τα MPAs είναι κατα κανόνα µεγάλες θαλάσσιες εκτάσεις, δυσχερώς διαχειρίσιµες και αστυνοµεύσιµες, εντός των οποίων επιβάλλονται περιορισµοί στις ανθρώπινες δραστηριότητες και ιδίως στην αλιεία, ώστε θίγονται σε µεγάλη κλίµακα τοπικά ή ευρύτερα πολυδιάστατα συµφέροντα, ενώ µειώνονται παραδοσιακές πλουτοπαραγωγικές εκµεταλλεύσεις (Jones, 2006). Τούτο, ενώ, ταυτόχρονα, απαιτούνται δυσανάλογα υψηλοί οικονοµικοί αλλά και σπανίζοντες ειδικευµένοι ανθρώπινοι πόροι για την ίδρυση, υποστήριξη και διατήρηση της λειτουργίας (διοίκηση, στελέχωση, παρακολούθηση και φύλαξη) των περιοχών αυτών, τους οποίους, ιδίως υπό τις τρέχουσες διεθνείς οικονοµικές συνθήκες, ελάχιστων κρατών οι προϋπολογισµοί µπορούν να αντέξουν (Emerton et al., 2005 & López Ornat and Jimenez, 2006). Σύµφωνα µε µελέτη των Balmford et al. του 2004, βασισµένη σε οικονοµικά στοιχεία 83 θαλάσσιων προστατευόµενων περιοχών διεθνώς, ένα παγκόσµιο δίκτυο τέτοιων περιοχών που θα εκάλυπτε το 20-30% της παγκόσµιας θάλασσας θα κόστιζε για να λειτουργεί έως και 19 δισεκατοµµύρια δολλάρια ετησίως, (που, όµως, όπως σηµειώνουν χαρακτηριστικά, αντιπροσωπεύει µόλις το 2% των ετήσιων διεθνών στρατιωτικών δαπανών ή τις ετήσιες διεθνείς δαπάνες για καλλυντικά ή τροφές κατοικίδιων ζώων).

3

Από τα ΠΡΑΚΤΙΚΑ του 10ου ∆ιεθνούς Συνεδρίου για το Μεσογειακό Παράκτιο Περιβάλλον MEDCOASΤ 2011 - Ρόδος, 25-29 Οκτωβρίου 2011, τόµος 1, σελ. 271-282, (Ελληνική µετάφραση)

Για την Μεσόγειο, ήδη αναφέρεται επίσηµα, ότι πολλές θάλασσιες προστατευόµενες περιοχές στερούνται επαρκών µέσων για την ορθή διαχείρισή τους, ώστε υπάρχει αδυναµία εφαρµογής πραγµατικών µέτρων προστασίας (Dalias et al., 2007, Maison et al., 2007, & Abdulla et. al., 2008). Έτσι, έχοµε φθάσει στο σηµείο, η επιστήµη να διερωτάται σοβαρά: «Μπορούν οι παραδοσιακές θάλασσιες προστατευόµενες περιοχές, να είναι αποτελεσµατικές;» Πρόκειται για τον επί λέξει τίτλο του άρθρου των Jameson et al., στο Marine Pollution Bulletin, (2002), 44, σελ. 1177-1183, όπου, µεταξύ άλλων και µε σειρά παραποµπών σε πολλούς άλλους συγγραφείς και µε αναφορά συγκεκριµένων τεκµηριωµένων παραδειγµάτων, επισηµαίνεται ως αυτονόητη η αναποτελεσµατικότητα των MPAs, που κινδυνεύουν, να θεωρούνται ως «πάρκα στα χαρτιά» (paper parks). Κατά τους παραπάνω συγγραφείς αυτό συµβαίνει, ιδίως διότι τά υπάρχοντα MPAs λειτουργούν µε προσανατολισµό αποκλειστικά στις δαπάνες, χωρίς επιχειρηµατικά κριτήρια, αντίληψη του ανταγωνισµού, επιχειρηµατικό σχεδιασµό, και, συνεπώς, χωρίς πρόβλεψη βιωσιµότητας, µέ αποτέλεσµα τήν αδυναµία διαρκούς και βεβαίας διασφάλισης πόρων γιά τήν λειτουργία και τήν υλοποίηση των προβλεπόµενων νοµικών και κανονιστικών µέσων προστασίας τους. Ο Kelleher (1999) επισηµαίνει εύστοχα, οτι, επιπρόσθετα, ένας απο τους παράγοντες, που εµποδίζουν την θέσπιση νέων, αποτελεσµατικών MPAs, είναι ο διαρκής φόβος των επιστηµόνων, οτι δεν διαθέτουν ακόµη επαρκή πληροφόρηση για τις προς προστασία περιοχές και καταλήγει, οτι, η άπιαστη επιθυµία για την δηµιουργία του «ιδανικού πάρκου» είναι, τελικά, περισσότερο ζηµιογόνος, αφού αποτρέπει την δηµιουργία του υπαρκτού πάρκου, που, ασφαλώς, απο αυτήν καθεαυτήν την λειτουργία του θα παράσχει στους επιστήµονες και την πληροφορία και τεκµηρίωση, που επιζητούν. •

Η κατ’ ανάγκη στροφή των επιστηµόνων στην αναζήτηση τρόπων εµπλοκής της ιδιωτικής πρωτοβουλίας για την προστασία των θαλασσών.

Τα παραπάνω εγγενή µειονεκτήµατα των παραδοσιακών θαλάσσιων προστατευόµενων περιοχών και ιδίως το δυσβάστακτο για τους κρατικούς πόρους κόστος τους, έχουν οδηγήσει πλέον αρκετούς επιστήµονες, να συµπεραίνουν, οτι η αποτελεσµατική προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος δεν είναι εφικτή χωρίς την εµπλοκή και συµµετοχή σε αυτήν του ιδιωτικού τοµέα. Έτσι, ο Kelleher, (1999), συµπεραίνει, ότι η σύγχρονη τάση αναφορικά µε τα MPAs είναι, µεταξύ άλλων, περισσότερη ιδιωτική πρωτοβουλία – κριτήρια ιδιωτικού τοµέα αλλά και περισσότερη εµπλοκή των τοπικών κοινωνιών και των µή κυβερνητικών οργανώσεων µε απόλυτη ανάγκη επίτευξης οικονοµικής αυτοτέλειας και βιωσιµότητας µε ταυτόχρονη απεξάρτηση από την κρατική χρηµατοδότηση. (Οµοίως Spergel and Moye, 2004). Ο Jameson et al., (2002), όπως, µεταξύ άλλων, και οι Spergel and Moye (2004) στο άρθρο τους Financing Marine Conservation: A menu of options, (WWF, Center for Conservation Finance), καταλήγουν, ότι οι προστατευόµενες θαλάσσιες περιοχές µόνον µε την εφαρµογή ορθολογικών επιχειρηµατικών κριτηρίων διαχείρισης, που θα διασφαλίζουν κερδοφόρο (και εποµένως αειφόρο) λειτουργία, θα µπορέσουν να γίνουν αποτελεσµατικές για την προστασία του περιβάλλοντος, «επιστρέφοντας όφελος στο κοινωνικό σύνολο», («return to society»), σύµφωνα µε τον προορισµό τους. Ήδη το παγκόσµιο συνέδριο της IUCN για την διατήρηση του περιβάλλοντος που έγινε στη Βαρκελώνη της Ισπανίας στις 8 Οκτωβρίου 2008 κατέληξε, µεταξύ άλλων, στο 4

Από τα ΠΡΑΚΤΙΚΑ του 10ου ∆ιεθνούς Συνεδρίου για το Μεσογειακό Παράκτιο Περιβάλλον MEDCOASΤ 2011 - Ρόδος, 25-29 Οκτωβρίου 2011, τόµος 1, σελ. 271-282, (Ελληνική µετάφραση)

επίσηµο συµπέρασµα, οτι, πρώτον, η εµπλοκή του ιδιωτικού τοµέα στη διατήρηση της βιοποικιλότητας είναι µια κίνηση, που δηµιουργεί µόνο κέρδος για όλους, αφού η ανταπόκριση στο ενδιαφέρον και τις απαιτήσεις των καταναλωτών για περιβαλλοντικά και κοινωνικά υπεύθυνα προϊόντα και υπηρεσίες είναι πλέον υπαρκτή και οτι, δεύτερον, η συνεργασία δηµόσιου και ιδιωτικού τοµέα, µπορεί επίσης να εφαρµοστεί για την υπεύθυνη εµπορικοποίηση των προστατευόµενων περιοχών. Το παραπάνω συµπέρασµα της IUCN χρησιµοποιεί ως τεκµηρίωση τον Saporiti (2006), ο οποίος συµπεραίνει, µεταξύ άλλων, ότι: «…πολλά εθνικά θαλάσσια πάρκα σε υπό ανάπτυξη χώρες υπάρχουν µόνο στα χαρτιά εξαιτίας έλλειψης κονδυλίων για µισθοδοσία προσωπικού, προµήθεια περιπολικών ή προγράµµατα προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος. (...) Η υπεύθυνη ιδιωτικοποίηση προσφέρει έναν τρόπο αξιοποίησης της σηµαντικής οικονοµικής αξίας των προστατευόµενων περιοχών. Οι συνεργασίες δηµόσιου ιδιωτικού τοµέα µπορούν να παίξουν σηµαντικό ρόλο σε αυτό. Προσφέρουν ένα ισχυρό εργαλείο πολιτικής για την βελτίωση της οικονοµικής βιωσιµότητας των πάρκων, ενισχύοντας την ποιότητα των υπηρεσιών, επιτυγχάνοντας στην αποτελεσµατική συγκέντρωση επενδυτικών κεφαλαίων για την προστασία του περιβάλλοντος, και, µέσω όλων αυτών, συµβάλλοντας στον βασικό σκοπό, που είναι η προστασία της βιοποικιλότητας. Οι υπο ιδιωτική διαχείριση προστατευόµενες περιοχές µπορούν να παράγουν αρκετά έσοδα προς πλήρη κάλυψη των δαπανών λειτουργίας και συντήρησής τους. Οι περισσότερες δεν χρειάζονται επιδότηση της λειτουργίας τους, προκειµένου να είναι οικονοµικά βιώσιµες». Την ίδια θέση υποστηρίζει ο Colwell (1999): «...Οι υπό επιχειρηµατική διαχείριση προστατευόµενες περιοχές µπορούν να εκτελούν περισσότερες πολύτιµες λειτουργίες. Μπορούν να προστατεύουν τα απαραίτητα άβατα καταφύγια της υποβρύχιας ζωής, να ενδυναµώνουν την τοπική συνειδητοποίηση για την ανάγκη προστασίας, υποστήριξης και διαχείρισής τους, χρησιµεύουν ως πιλοτικά παραδείγµατα τεχνικών ορθής διαχείρισης και παρέχουν τους πυρήνες για την περιµετρική ανάπτυξη ευρύτερων προστατευόµενων περιοχών. Εφαρµόζοντας την αποτελεσµατική επι τόπου διαχείριση οι υπό επιχειρηµατική διαχείριση προστατευόµενες περιοχές επιτυγχάνουν τα παραδείγµατα άµεσης επιτυχίας, που χρειάζονται οι υπεύθυνοι σχεδιασµού και διαχείρισης για να πείσουν το ευρύτερο κοινό για την αξία των προστατευόµενων περιοχών. (...) Για το άµεσο µέλλον η ιδιωτική διαχείριση προστατευόµενων περιοχών µικρής κλίµακας µπορεί κάλλιστα να αποτελεί το κλειδί για την επιτυχή διατήρηση αριθµού περιοχών κοραλλιογενών υφάλων που, διαφορετικά, θα είχαν ελάχιστες ή καθόλου ελπίδες πραγµατικής προστασίας...». Τα αυτά εκθέτει η Riedmiller (1998), ιδρύτρια και διαχειρίστρια του πρώτου στον κόσµο και εξαιρετικά επιτυχηµένου ιδιωτικού θαλάσσιου πάρκου στο κοραλλιογενές νησί Chumbe της ανατολικής Αφρικής: «Ο ιδιωτικός τοµέας αρχίζει επίσης να παρουσιάζεται ως διαχειριστική επιλογή για τις προστατευόµενες περιοχές. Βιώσιµες συµπράξεις για την διαχείριση µιας συγκεκριµένης θαλάσσιας περιοχής έχουν περισσότερες πιθανότητες, όταν οι τοπικές κοινωνίες, οι παραδοσιακοί ψαράδες και οι τοπικοί επιχειρηµατίες του τουρισµού αναγνωρίζονται ως µετέχοντες επίσηµα ή ανεπίσηµα στον ιδιωτικό τοµέα, που ανταποκρίνεται σε παρόµοιες οικονοµικές πρωτοβουλίες. Οι εξαρτώµενοι απο τα αποθέµατα των υφάλων για την επιβίωσή τους παράκτιοι αλιείς, συλλογείς οστράκων και θαλασσοκαλλιεργητές, µπορούν να έχουν περισσότερα κοινά συµφέροντα µε τον τουρισµό και τα καταδυτικά κέντρα, απ’ ότι µε την κεντρική κυβέρνηση ή τους αλλοδαπής χρηµατοδότησης µή κυβερνητικούς οργανισµούς. (...) Η υποστήριξη ιδιωτικών πρωτοβουλιών µπορεί να διαµοιράσει το ρίσκο µακροπρόθεσµων επενδύσεων και να ενσωµατώσει ένα ευρύτερο φάσµα µετόχων στην διαχείριση των παράκτιων περιοχών, 5

Από τα ΠΡΑΚΤΙΚΑ του 10ου ∆ιεθνούς Συνεδρίου για το Μεσογειακό Παράκτιο Περιβάλλον MEDCOASΤ 2011 - Ρόδος, 25-29 Οκτωβρίου 2011, τόµος 1, σελ. 271-282, (Ελληνική µετάφραση)

βελτιώνοντας µε τον τρόπο αυτό την πολιτική υποστήριξη των προστατευόµενων θαλάσσιων περιοχών». Πέρα, όµως, απο τα στενά πλαίσια των ειδικών επιστηµών, η ανάγκη για οικονοµική ορθολογικοποίηση των µέτρων προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος και για αποτελεσµατική, επιτέλους, εφαρµογή τους µέσω ιδιωτικής τους διαχείρισης, έχει, σε πείσµα παλαιών ταµπού, καταστεί πεποίθηση και της ευρύτερης κοινωνίας. Ενδεικτικά, στο σπουδαίο άρθρο µε τίτλο «Λύσεις για τη Θάλασσα», που περιλαµβάνεται στην εξειδικευµένη έρευνα του John Grimond µε τίτλο «Ταραγµένα νερά» σε πρόσφατο τεύχος του The Economist της 30-12-2008, αναφέρεται: «...Στο µεταξύ, θα πρέπει να ληφθούν κάποια πρακτικά µέτρα. Προ πάντων, είναι πια σαφές ότι η απουσία ιδιοκτητών έχει ως συνέπεια την κακοδιαχείριση. Η θάλασσα χρειάζεται ιδιοκτήτες (...). Το Περού, του οποίου η αλιεία του γαύρου είναι η µεγαλύτερη στον κόσµο, καταλήγει σ’ ένα σύστηµα, βασισµένο στα ιδιοκτησιακά δικαιώµατα, όπως κάνουν και µερικές κυβερνήσεις της Αφρικής και της νοτιοανατολικής Ασίας». Σαν επιστέγασµα και επιβεβαίωση όλων των παραπάνω αναφορών τα κράτη-µέλη της διεθνούς σύµβασης για την βιοποικιλότητα (CBD) κατά την πρόσφατη διεθνή συνδιάσκεψη στην Ναγκόγια της Ιαπωνίας το 2010 αναγνώρισαν µε έµφαση την ανάγκη εµπλοκής της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και µάλιστα και των µικροµεσαίων επιχειρήσεων, στην προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, καθώς επίσης και την ανάγκη εξεύρεσης και αντισταθµιστικών προγραµµάτων για τον σκοπό αυτόν (COP 10). •

Το µέγεθος µετράει;

Παράλληλα µε τον προβληµατισµό για την λειτουργική µεθοδολογία των MPAs, ο Halpern (2003), εισάγει ρηξικέλευθα την αµφισβήτηση αναφορικά και µε το µέγεθος, πλέον, των θαλάσσιων προστατευόµενων περιοχών. Έτσι, βασιζόµενος στα αποτελέσµατα 89 διαφορετικών µελετών, συµπεραίνει, οτι τελικά, εκείνο, που µετρά, για την αποτελεσµατικότητα των MPAs αναφορικά µε την αύξηση τεσσάρων εκ των πλέον σηµαντικών βιολογικών δεικτών, (βιοποικιλότητα, πυκνότητα, ολική βιοµάζα και µέσο κατ’ άτοµο µέγεθος), δεν είναι το µέγεθος της έκτασης, αφού και µια µικρή θαλάσσια περιοχή, επαρκώς προστατευόµενη, θα δώσει τους ίδιους ρυθµούς ανασύστασης και αύξησης, ώστε, συµπληρωµατικά µε τις ευρύτερες προστατευόµενες περιοχές, µικρά πάρκα θα δώσουν το βέλτιστο αποτέλεσµα προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος. (Οµοίως Francour et al., 2001). Επιπρόσθετα, οι Halpern και Warner (2002), βασιζόµενοι σε 112 ανεξάρτητες µετρήσεις σε 80 θαλάσσια πάρκα, αναφέρουν οτι τα ευεργετικά αποτελέσµατα της προστασίας επέρχονται ταχύτατα, από τα πρώτα κι’ όλας έτη από την έναρξή της.

Μεθοδολογική προσέγγιση για αποτελεσµατική θαλάσσια προστασία. Η έννοια της αντιστάθµισης των επεµβάσεων στο θαλάσσιο περιβάλλον (Marine Impact Trade ή ΜΙΤ). Από τα παραπάνω φαίνεται, ότι εκείνο, που χρειάζεται, για να επιτευχθεί αποτελεσµατική θαλάσσια προστασία χωρίς τα παραπάνω εγγενή µειονεκτήµατα των παραδοσιακών MPAs, είναι εκτεταµένα δίκτυα απο µικρότερες, περισσότερες, εύκολα διαχειρίσιµες και πραγµατικά αστυνοµεύσιµες θαλάσσιες προστατευόµενες περιοχές µε αυστηρά απαγορευµένη κάθε µορφή αλιείας. Αυτές θα αποτελέσουν µικρές «τσέπες» 6

Από τα ΠΡΑΚΤΙΚΑ του 10ου ∆ιεθνούς Συνεδρίου για το Μεσογειακό Παράκτιο Περιβάλλον MEDCOASΤ 2011 - Ρόδος, 25-29 Οκτωβρίου 2011, τόµος 1, σελ. 271-282, (Ελληνική µετάφραση)

ανασύστασης, αναπαραγωγής και διασποράς της υποβρύχιας βιοποικιλότητας (Μαρκάτος, 1987, καθώς και Francour et al., 2001), οδηγώντας στην δηµιουργία εθνικών συστηµάτων µικρών θαλάσσιων προστατευόµενων περιοχών, τα οποία (συστήµατα) έχουν ήδη αναφερθεί ως αποτελεσµατικό περιβαλλοντικό εργαλείο (Roberts and Hawkins, 2000, Gallacher-Freymuth, 2002, Spergel and Moye, 2004, López Ornat, 2006, Alban et al., 2006). Με τον τρόπο αυτόν θα προκύψει ως αποτέλεσµα της πράξης, και ευρύτατη εµπειρική ανατροφοδότηση µε δεδοµένα, προς περαιτέρω επιστηµονική τεκµηρίωση και βελτιστοποίηση των ακολουθούµενων πρακτικών, όπως επιζητεί η επιστήµη (Kelleher, 1999). Επιπρόσθετα, όµως, θα πρέπει, όσες και άν είναι οι περιοχές αυτές, να είναι και οικονοµικά βιώσιµες, χωρίς επιβάρυνση των κρατικών προϋπολογισµών. Το σχήµα αυτό φαίνεται εφικτό µόνο µε την εµπλοκή τής ιδιωτικής πρωτοβουλίας, που, όµως, για να συµµετάσχει, θα πρέπει είτε (α) να προσδοκά συγκεκριµένο όφελος είτε (β) η εµπλοκή της να επιβάλλεται απο τα κράτη, κάτι, που είναι επιτρεπτό µόνον σε ρυπαίνοντες ιδιώτες ως αντιστάθµιση της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης. Τα παραπάνω µας οδηγούν στην έννοια της αντιστάθµισης των επεµβάσεων στο θαλάσσιο περιβάλλον (Marine Impact Trade ή ΜΙΤ), που είναι, ακριβώς, η θέσπιση απο τα κράτη νοµικής υποχρέωσης των ρυπαινόντων την θάλασσα και αναλογικά µε τον βαθµό, που έκαστος ρυπαίνει, να ιδρύουν και να συντηρούν θαλάσσιες προστατευόµενες περιοχές σε εκπλήρωση της περιβαλλοντολογικής και κοινωνικής τους ευθύνης. Ήδη ο άνω επιλεγείς όρος µας καθιστά προσεκτικούς, αφού στο παρελθόν ο παρεµφερής θεσµός της αντιστάθµισης των εκποµπών διοξειδίου του άνθρακα, (CΟ2 trade ή Carbon Trade), δέχτηκε εκτεταµένη κριτική, ως περιβαλλοντικό εργαλείο αναποτελεσµατικό, κερδοσκοπικό, αδιαφανές και άδικο για τις µή ανεπτυγµένες χώρες και κοινωνίες, των οποίων την ανάπυξη κατηγορείται οτι παρεµποδίζει (Gilbertson and Reyes, 2009). Προς αποφυγή, εποµένως, των λαθών του παρελθόντος, θα πρέπει ο νέος θεσµός υποχρεωτικής δηµιουργίας αντισταθµιστικών MPAs, πέρα απο τα παραπάνω απαραίτητα χαρακτηριστικά αυτών, να εξασφαλίζει και διαφάνεια µε την υποχρεωτική συµµετοχή των τοπικών κοινωνιών τόσο στη διοίκηση, όσο και στα οφέλη τους, ώστε αυτές να είναι και κοινωνικά βιώσιµες καί αποδεκτές, (Socially Sustainable MPAs ή SoS MPAs). Παράλληλα, η υποχρεωτική εµπλοκή των ιδιωτών θα πρέπει, να επιδιώκεται κατα τον λιγότερο επαχθή και, εί δυνατόν, και επωφελή ακόµη για αυτούς τρόπο, ώστε να µή ωθείται η ευέλικτη και ευφυής ιδιωτική πρωτοβουλία, στο να αποφεύγει την σχετική υποχρέωσή της ή στο να ελαχιστοποιεί την εκπλήρωση αυτής. Όσο δύσκολο και άν εµφανίζεται αρχικά να επιτευχθούν τα παραπάνω, υπάρχει πλέον ένα τουλάχιστον περιβαλλοντικό και αναπτυξιακό εργαλείο, που φαίνεται, να επιτρέπει την συνύπαρξη όλων των προϋποθέσεων για την επιτυχή και αποτελεσµατική πραγµατοποίηση ενός ευρύτατου δικτύου κοινωνικά βιώσιµων θαλάσσιων προστατευόµενων περιοχών (SoS MPAs) και µάλιστα χωρίς οικονοµικό και κοινωνικό κραδασµό: τα καταδυτικά πάρκα. •

Τα καταδυτικά πάρκα ως ιδεώδες εργαλείο για την αποτελεσµατική θαλάσσια περιβαλλοντική προστασία.

Τα καταδυτικά πάρκα, ήδη θεσµοθετηµένα στην Ελλάδα µε το άρθρο 13 του Ν.3409/2005 για τις καταδύσεις αναψυχής, (ενδεχοµένως για πρώτη φορά διεθνώς, Αναγνώστου, 2008), µπορούν, να ορισθούν ως: «µικρές προστατευόµενες θαλάσσιες εκτάσεις, µε θέση 7

Από τα ΠΡΑΚΤΙΚΑ του 10ου ∆ιεθνούς Συνεδρίου για το Μεσογειακό Παράκτιο Περιβάλλον MEDCOASΤ 2011 - Ρόδος, 25-29 Οκτωβρίου 2011, τόµος 1, σελ. 271-282, (Ελληνική µετάφραση)

και φυσικό υποθαλάσσιο ανάγλυφο κατάλληλο για καταδύσεις αναψυχής, επιφανειακά οριοθετηµένες µε σηµαντήρες, κλειστές σε κάθε επέµβαση ή άλλη δραστηριότητα και ιδίως σε κάθε µορφή αλιείας πλήν των καταδύσεων αναψυχής, της επισκόπησης του βυθού και της επιστηµονικής έρευνας, αειφόρες και αυτόνοµα βιώσιµες χάρη στα έσοδα απο τα εισιτήρια των επισκεπτών τους», (Κούτσης, 2006), και ανεξάρτητες από την ύπαρξη ή µή εθνικών θαλάσσιων πάρκων στην περιοχή τους. (Για αναλυτικώτερη παρουσίαση του θεσµού των καταδυτικών πάρκων βλ. Μαρκάτος & Κούτσης, 2008, διαθέσιµο και ηλεκτρονικά στην διεύθυνση: http://www.tridentstar.gr/pdf/toneoergaleio.pdf). Τα καταδυτικά πάρκα αποτελούν συνδυασµό µιας θαλάσσιας προστατευόµενης περιοχής µικρού µεγέθους µε την καταδυτική επισκεψιµότητα µε εισιτήριο, που διασφαλίζει την αειφόρο οικονοµική βιωσιµότητα και συνακόλουθα την αποτελεσµατική φύλαξη και προστασία, καθώς και την ανεξαρτητοποίηση απο τις κρατικές επιχορηγήσεις. Κατέστησαν εφικτά µετά την κατα τις τελευταίες δεκαετίες ραγδαία διεθνώς ανάπτυξη των καταδύσεων αναψυχής, δραστηριότητας αποδεδειγµένα συµβατής µε την προστασία και διατήρηση του υποθαλάσσιου περιβάλλοντος, η οποία έχει πλέον διαδοθεί κυριολεκτικά σε όλα τα στρώµατα του ανθρώπινου πληθυσµού. Πέρα από τις αµιγώς περιβαλλοντικές ευεργετικές επιπτώσεις τους τα καταδυτικά πάρκα, συνεπάγονται µεγάλα και άµεσα οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες, που µπορεί, κυριολεκτικά, να ζούν από αυτά και να αναπτύσσονται γύρω τους: παρέχουν, και µάλιστα χωρίς µεγάλες επενδύσεις, συγκριτικό τουριστικό πλεονέκτηµα, επιµηκύνουν δραστικά την τουριστική περίοδο, προσελκύουν νέο, πρόσθετο και αυτοτελές τουριστικό ρεύµα υψηλού επιπέδου και οικολογικής συνείδησης και τροφοδοτούν και αναπτύσσουν ραγδαία την τοπική αγορά, χωρίς ανάλωση του φυσικού περιβάλλοντος. Τα καταδυτικά πάρκα ωφελούν άµεσα και τους παράκτιους αλιείς, αφού, ενεργώντας ως φυσικά εκτροφεία εκτατικής µορφής, τροφοδοτούν και εµπλουτίζουν µε αλιεύµατα την γύρω περιοχή. Χειροπιαστό και εξαιρετικά επιτυχηµένο παράδειγµα καταδυτικού πάρκου, έστω και άν δεν χαρακτηρίζεται επίσηµα ως τέτοιο, αποτελεί το παγκόσµια πλέον γνωστό πάρκο Medes στο Estartit της Καταλονίας. Πρόκειται για ένα πρωτότυπο MPA µε µικρό σε έκταση, (0,932 km2), αλλά πλήρως καταδυτικά επισκέψιµο πυρήνα, (core zone). Χάρη στην προτίµηση των αυτοδυτών, (50.000 καταδύσεις ετησίως σήµερα, έπειτα απο περιοριστική επιστηµονική παρέµβαση, López Ornat, 2006, και 75.000 παλαιότερα, Francour et al., 2001), και την συνακόλουθη ευεργετική επίδρασή του στην ανάπτυξη της τοπικής οικονοµίας, τό σµικρό αυτό θαλάσσιο πάρκο έχει επιτύχει αυτόνοµη οικονοµική βιωσιµότητα και υψηλό επίπεδο προστασίας µε την ταυτόχρονη συναίνεση και σύµπραξη της τοπικής κοινωνίας, µε αποτέλεσµα την θεαµατική έως απίστευτη ανασύσταση και αύξηση της υποβρύχιας βιοποικιλότητας, ολικής βιοµάζας και µέσου ατοµικού των ειδών µεγέθους (Francour et al., 2001, Mundet & Ribera, 2001, Munoz, 2007). Ανάλογο επιτυχηµένο παράδειγµα η νησίδα La Gabinière, που µάλιστα, εµπεριέχεται και στην ευρύτερη θαλάσσια προστετυόµενη περιοχή Port Cros της νότιας Γαλλίας. Η επαναληψιµότητα και η ευχερής διαχείριση του καταδυτικού πάρκου µπορεί και πρέπει, να οδηγήσει στη δηµιουργία ενός ευρύτερου δικτύου καταδυτικών πάρκων, δηλαδή ακριβώς του απαραίτητου εθνικού ή υπερεθνικού συστήµατος προστατευόµενων περιοχών που προαναφέρθηκε. Ένα τέτοιο δίκτυο κεντρικά επιτηρούµενο και επιστηµονικά ελεγχόµενο απο κρατικές ή διακρατικές Αρχές, µπορεί να παράσχει και την ευρεία επιστηµονική πληροφοριακή βάση, που θα επιτρέπει την διαρκή µετρήσιµη αξιολόγηση και βελτίωση του νέου περιβαλλοντικού µέτρου.

8

Από τα ΠΡΑΚΤΙΚΑ του 10ου ∆ιεθνούς Συνεδρίου για το Μεσογειακό Παράκτιο Περιβάλλον MEDCOASΤ 2011 - Ρόδος, 25-29 Οκτωβρίου 2011, τόµος 1, σελ. 271-282, (Ελληνική µετάφραση)

Η θεµελιώδης διαφορά του καταδυτικού πάρκου από το παραδοσιακό εθνικό θαλάσσιο πάρκο (MPA) συνίσταται στο ότι, το καταδυτικό πάρκο µε το µικρό µέγεθός του, την ευχερή διαχείριση και αστυνόµευσή του και την εφικτή, έστω και ήπια, κερδοφορία του, παρουσιάζεται ελκυστικό και πραγµατοποιήσιµο και από τον ιδιωτικό τοµέα, παρέχοντας και µεγάλες δυνατότητες µικτών µορφών συνεργασίας του τελευταίου µε τις δηµόσιες Αρχές. Έτσι, διασφαλίζεται η ορθολογική και βασιζόµενη σε ιδιωτικο-οικονοµικά κριτήρια λειτουργία του, που τόσο έντονα επιζητεί πλέον κατά τα προεκτεθέντα η επιστήµη, και συνακόλουθα η βιωσιµότητα και αειφορία του. •

Τα καταδυτικά πάρκα ως ιδεώδες εργαλείο και για την δηµιουργία δικτύων SoS MPAs.

Παρότι τα καταδυτικά πάρκα παρουσιάζονται κατάλληλα για να δηµιουργούνται και απο ιδιώτες, η περιβαλλοντική αναγκαιότητά τους είναι τόσο µεγάλη, που δεν θα πρέπει η εµπλοκή σε αυτά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας να αφεθεί στην τύχη. Ιδίως άν ληφθεί υπόψη, οτι ορισµένα καταδυτικά πάρκα, όπως εκείνα σε αποµακρυσµένες περιφέρειες, ενδέχεται να έχουν χαµηλή ή και καθόλου κερδοφορία αυτά καθ’εαυτά, χωρίς, εν τούτοις, να παύουν να είναι αναγκαία για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Όπως προεκτέθηκε, ένας τρόπος για να επιβληθεί απο τα κράτη η εµπλοκή ιδιωτών στη δηµιουργία και συντήρηση θαλάσσιων προστατευόµενων περιοχών, είναι να απαιτηθεί αυτή ως αντιστάθµισµα εκ µέρους συγκεκριµένων ιδιωτών, που µε την επιχειρηµατική τους δράση επιβαρύνουν το περιβάλλον. Η ακτοπλοΐα και οι θαλάσσιες εν γένει µεταφορές, τα λιµενικά έργα, η απόρριψη αποβλήτων, η άντληση ή µεταφορά υδρογονανθράκων, η εκτεταµένη αλλοίωση της παράκτιας ζώνης από την ξενοδοχειακή βιοµηχανία, η εγκατάσταση και λειτουργία ιχθυοκαλλιεργειών, είναι µερικά παραδείγµατα τέτοιων επιβαρυντικών δράσεων. Τα καταδυτικά πάρκα παρουσιάζονται σαν ένας άριστος τρόπος για να επιστραφεί στη θάλασσα µέρος τουλάχιστον του κεφαλαίου, που της αφαιρείται αλλά και στις τοπικές κοινωνίες µια ανταπόδοση για την αναγκαία υποβάθµιση του φυσικού τους περιβάλλοντος. Έτσι, η υποχρεωτική δηµιουργία και λειτουργία καταδυτικών πάρκων εκ µέρους εκείνων, που επιβαρύνουν το θαλάσσιο περιβάλλον, µπορεί κάλλιστα να αποτελέσει ένα κρατικό µέτρο αντιστάθµισης, (αντισταθµιστικά καταδυτικά πάρκα – Offset Diving Parks). Το να απαιτούνται αντισταθµιστικά οφέλη (offset benefits) από επιχειρηµατίες και ιδίως από παραχωρησιούχους δηµόσιων πραγµάτων, δεν είναι άγνωστο στην διεθνή πρακτική, όπου, αντίθετα, είναι θεµιτό και σύνηθες, να ζητείται από τον συναλλασσόµενο µε το δηµόσιο ιδιώτη η επιστροφή στο ευρύτερο ή τοπικό κοινωνικό σύνολο µέρους της ωφέλειας, που αποκοµίζει. Η ειδοποιός διαφορά και το µεγάλο συγκριτικό πλεονέκτηµα των αντισταθµιστικών καταδυτικών πάρκων σε σχέση µε άλλα µέτρα, που θα µπορούσαν να προταθούν, είναι ότι η ίδρυση και λειτουργία ενός καταδυτικού πάρκου δεν είναι κατ’ανάγκη µια επιβάρυνση αλλά µπορεί, αντίθετα, να είναι µια κερδοφόρος επένδυση και επιχείρηση, έστω και, ενδεχοµένως, σε ηπιότερο βαθµό, απ’ ότι οι εντατικής µορφής συνήθεις θαλάσσιες εκµεταλλεύσεις. Με την ίδρυση καταδυτικού πάρκου «το αντιστάθµισµα αυτοαντισταθµίζεται» και ο επιχειρηµατίας, που το προσφέρει, έχει, αντί αµιγούς κόστους, την ευκαιρία πρόσθετου οφέλους. Παράλληλα, η επιχείρηση, που ιδρύει και λειτουργεί θαλάσσιο πάρκο, έχει την επιπλέον ωφέλεια, ότι παρουσιάζει ένα εξαιρετικό πρόσωπο εταιρικής κοινωνικής 9

Από τα ΠΡΑΚΤΙΚΑ του 10ου ∆ιεθνούς Συνεδρίου για το Μεσογειακό Παράκτιο Περιβάλλον MEDCOASΤ 2011 - Ρόδος, 25-29 Οκτωβρίου 2011, τόµος 1, σελ. 271-282, (Ελληνική µετάφραση)

ευθύνης, συµφιλιώνεται µε τις συνωφελούµενες τοπικές κοινωνίες, και, ασφαλώς, ευχαριστεί και τους περιβαλλοντικά ευαισθητοποιηµένους πελάτες της. Ειδικά ως προς τις σχέσεις µε τις τοπικές κοινωνίες, παρέχεται στο κράτος, που θα αποφασίσει να υιοθετήσει τα αντισταθµιστικά καταδυτικά πάρκα, ένα ευρύ φάσµα προσεγγίσεων και δυνατοτήτων. Μπορεί π.χ. να ορισθεί, ότι ο υπόχρεος να ιδρύσει αντισταθµιστικό καταδυτικό πάρκο, οφείλει να αφήσει ένα µέρος του µετοχικού κεφαλαίου ακάλυπτο γιά ορισµένο χρονικό διάστηµα, για να µπορούν να συµµετέχουν σε αυτό οι τοπικοί επιχειρηµατίες, εφόσον το επιθυµούν. Μπορεί, πάλι, να επιβληθεί η παροχή δωρεάν µικρού µετοχικού ποσοστού και συµµετοχή στην διοίκηση του πάρκου στον τοπικό δήµο, ώστε να επιτυγχάνεται η διαφάνεια και η διαρκής, έγκυρη και έγκαιρη ενηµέρωση της τοπικής κοινωνίας αναφορικά µε την διαχείρισή του. Η ίδρυση των αντισταθµιστικών καταδυτικών πάρκων είναι απόλυτα ενδεδειγµένη και σύµφωνη µε την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22 Μαίου 2007 για την ανάσχεση απώλειας της βιοποικιλότητας (P6-TA[2007]0195), που εφιστά την προσοχή στις δυνατότητες, να εφαρµοσθεί η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» στο πλαίσιο της Οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη, και προτρέπει τα κράτη-µέλη να τις χρησιµοποιήσουν προς χρηµατοδότηση µέτρων, ώστε να υποβοηθηθεί η επίτευξη των περιβαλλοντικών σκοπών. Τα αντισταθµιστικά καταδυτικά πάρκα φαίνονται να είναι απαλλαγµένα από τα µειονεκτήµατα του θεσµού των ανταλλάξιµων εκποµπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2), αφού καθιστούν τον ίδιο τον ρυπαίνοντα άµεσα εµπλεκόµενο στην αντιστάθµιση των επεµβάσεών του στο θαλάσσιο περιβάλλον και υπεύθυνο για αυτήν και µάλιστα υπό τον έλεγχο της Πολιτείας και σε συνεργασία µε τις τοπικές κοινωνίες σε ένα πλαίσιο διαφανές και οικονοµικά βιώσιµο για όλους.

Συµπεράσµατα Τα δίκτυα των καταδυτικών πάρκων συνδυασµένα κατά τα άνω, αντισταθµιστικά µε την µείζονα θαλάσσια επιχειρηµατικότητα και την κοινωνία, αποτελούν ένα πρώτης τάξεως όχηµα για την ενεργό, συνειδητή και διαρκή προστασία του υδάτινου κόσµου, («µπλέ οικολογία»). Το σηµαντικό µε τα αντισταθµιστικά καταδυτικά πάρκα είναι, ότι, είναι µεν ιδιωτικά, πλην όµως δεν παύουν, να αποτελούν κρατικό στην ουσία τους µέτρο, δηλαδή µια κεντρικά οργανωµένη, επιτηρούµενη και κατευθυνόµενη αντιστάθµιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, (Centrally Organized Marine Impact Trade, COMIT). Έτσι, παρέχουν ταυτόχρονα τα ιδιωτικο-οικονοµικά κριτήρια ορθολογικής και βιώσιµης διαχείρισης, που διακαώς επιζητεί πλέον η επιστήµη, αλλά και, επιστρέφοντας, «ακουµπούν» και πάλι τον θεσµό των κρατικά υποστηριζόµενων θαλάσσιων προστατευόµενων περιοχών (MPAs). Τούτο, µάλιστα, χωρίς επιβάρυνση των κρατικών προϋπολογισµών και επιπρόσθετα µε την πλήρη αποδοχή και υποστήριξη της κοινωνίας, που πέρα από τα άµεσα οικονοµικά και αναπτυξιακά οφέλη, που αποκοµίζει, ασφαλώς θα καλωσωρίσει την συγκεκριµένη κρατική παρέµβαση για την αποκατάσταση των επιχειρηµατικών επιβαρύνσεων στο θαλάσσιο περιβάλλον. Με την υιοθέτηση των αντισταθµιστικών καταδυτικών πάρκων, (Offset Diving Parks) µπορεί κανείς να κάνει πλέον λόγο για µετάλλαξη του θεσµού του καταδυτικού πάρκου σε κοινωνικά βιώσιµη

10

Από τα ΠΡΑΚΤΙΚΑ του 10ου ∆ιεθνούς Συνεδρίου για το Μεσογειακό Παράκτιο Περιβάλλον MEDCOASΤ 2011 - Ρόδος, 25-29 Οκτωβρίου 2011, τόµος 1, σελ. 271-282, (Ελληνική µετάφραση)

θαλάσσια προστατευόµενη περιοχή (Socially Sustainable Marine Protected Area ή SoS MPA). Ασφαλώς, τα αντισταθµιστικά καταδυτικά πάρκα δεν είναι η µόνη µορφή θαλάσσιας περιβαλλοντικής αντιστάθµισης, διότι η δραστήρια ιδιωτική πρωτοβουλία καθοδηγούµενη από την επιστήµη και υποβοηθούµενη από τα κράτη θα ανακαλύψει, ασφαλώς, και πλείστα όσα άλλα µέτρα για τον ίδιο σκοπό. Σε κάθε περίπτωση, όµως, και µέχρι να βρεθεί άλλο, πειστικώτερο µέτρο, τα SoS MPAs και ιδιαίτερα τα αντισταθµιστικά καταδυτικά πάρκα φαίνονται, να εκπληρώνουν µε εντυπωσιακή ακρίβεια τις συγκεκριµένες προϋποθέσεις, που έθεσε η επιστηµονική κοινότητα στην διεθνή συνδιάσκεψη για την διατήρηση της βιοποικιλότητας στη Ναγκόγια το 2010 και γενικότερα να αποτελούν το ρεαλιστικώτερο, ίσως, εφαρµοστικό εργαλείο και λόγο αισιοδοξίας για την επίτευξη των στόχων της IUCN και της CBD για επαρκή προστασία των θαλασσών µέχρι το προβλεπόµενο απο την COP 10 αλλά και την στρατηγική οδηγία 2008/56/ΕΚ έτος 2020.

11

Από τα ΠΡΑΚΤΙΚΑ του 10ου ∆ιεθνούς Συνεδρίου για το Μεσογειακό Παράκτιο Περιβάλλον MEDCOASΤ 2011 - Ρόδος, 25-29 Οκτωβρίου 2011, τόµος 1, σελ. 271-282, (Ελληνική µετάφραση)

Βιβλιογραφία - Πηγές Abdulla, A., Gomei, M., Maison, E., and Piante, C. (2008), “Status of Marine Protected Areas in the Mediterranean Sea”, IUCN, Malaga and WWF, France, 152 pp. Alban, F., Appéré, G., Boncoeur, J. (2006), “Economic Analysis of Marine Protected Areas. A Literature Review”, EMPAFISH Project, Booklet No3, 51 pp. Αναγνώστου, Χ. (2008), Πρακτικά Ηµερίδας Συλλόγου ΤΗΘΥΣ για τα καταδυτικά πάρκα, http://www.scubadive.gr/forum/showthread.php?t=2285, Αθήνα, 2/2/2008. Balmford, A., Gravestock, P., Hockley, N., McClean, C., and Roberts, C. M. (2003), “The worldwide costs of marine protected areas”, Proc. Natl Acad. Sci. USA, 101, 9694–9697. Boero, F. (2007), “Threats and challenges of the marine environment in the Mediterranean”, 1st Conference of the Network of Marine Protected Areas, 24-27 October 2007, Port-Cros. Colwell, S. (1999), “Enterpreneurial MPAs: Dive resorts as Managers of coral reef Marine Protected Areas”, Intercoast Newsletter, No. 34, Coastal Resources Center, University of Rhode island. Dalias, N., Lenfant, P., Licari, M.L., Bardelletti, C. (2007), “Assistance guide to the management of the Protected Marine Areas: management and follow-up of the diving activity”, Document published by the General Council of PyrénéesOrientales within the program Interreg IIIC MedPAN. 62 pages + annexes. Emerton, L., Bishop, J., and Thomas, L. (2005), “Sustainable Financing of Protected Areas: A global review of challenges and options”, IUCN. Gland, Switzerland and Cambridge, UK. European Environment Agency, (EEA). (2005), “The European environment - State and outlook 2005”, ISBN: 92-9167-776-0. Francour, P., Harmelin, J.G., Pollard, D., Sartoretto, S. (2001), “A review of marine protected areas in the northwestern Mediterranean region: siting, usage, zonation and management”, Aquatic Conservation: Marine and Freshwater Ecosystems, 11: 155-188. Gallacher-Freymuth, L. (2002), “The Bonaire National Marine Park”, Marine Sciences & http://www.solutionsCoastal Management, Newcastle University, site.org/cat1_sol117.htm Gilbertson, T. and Reyes, O. (2009), “Carbon Trading: How it works and why it fails”, Critical Currents, No.7, Dag Hammarskjold Foundation, Uppsala 2009. Grimond, J. (2009), “Λύσεις για τη θάλασσα”, The Economist Special Reports, (Ελληνική µετάφραση: “Ταραγµένα Νερά”, τ. 59, Ιανουάριος 2009, Εφηµ. «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» Ειδικές Εκδόσεις). Halpern, S.B. (2003), “The impact of marine reserves: Do reserves work and does reverse size matter?”, Ecological Applications, 13, 1, Supplement, pp. S117-S137. Halpern, S.B., Warner, R.R. (2002), “Marine reserves have rapid and lasting effects”, Ecology Letters, 5: 361-366. Jameson, S.C., Tupper, M.H., Ridley, J.M. (2002), “The three screen doors: Can marine “protected” areas be effective?”, Marine Pollution Bulletin 44: 1177-1183. Jones, P.J.S. (2006), “Collective action problems posed by no take zones”, Marine Policy, 30 (2), 143-156. Kelleher, G. (1999), “Guidelines for Marine Protected Areas”, World Commission on Protected Areas of IUCN - The World Conservation Union, 107pp.

12

Από τα ΠΡΑΚΤΙΚΑ του 10ου ∆ιεθνούς Συνεδρίου για το Μεσογειακό Παράκτιο Περιβάλλον MEDCOASΤ 2011 - Ρόδος, 25-29 Οκτωβρίου 2011, τόµος 1, σελ. 271-282, (Ελληνική µετάφραση)

Κούτσης, Κ. (2006), “Θαλάσσια καταδυτικά πάρκα: ο ορισµός της αειφόρου ανάπτυξης και προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος”, Περιοδικό Thalassa, Αθήνα, Τεύχος 57, Σεπτέµβριος 2006. López Ornat, A. and Jiménez, S. (2006), “Sustainable Financing Sources for Protected Areas in the Mediterranean Region”, IUCN, Center for Mediterranean Cooperation, 144 pages. López Ornat, A. (Editor). (2006), “Guidelines for the Establishment and Management of Mediterranean Marine and Coastal Protected Areas”, MedMPA project, Ed: UNEP-MAP RAC\SPA, Tunis. Maison, E., Gomei, M., Piante, C., and Abdulla, A. (2007), “Survey of the existing Mediterranean Marine Protected Areas”, 1st Conference of the Mediterranean Marine Protected Areas Network, Porquerolles, France. Μαρκάτος, ∆. & Κούτσης, Κ. (2008), “Καταδυτικά Πάρκα: Το νέο εργαλείο για την αειφόρο προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος”, Περιβάλλον & ∆ίκαιο, 2/2008, τ. 44, σ. 237-244. Μαρκάτος, ∆. (1987), “Αποστολή στη Ζάκυνθο”, Περιοδικό Υποβρύχιος Κόσµος, Αθήνα, ∆εκέµβριος 1987. Mundet, L., Ribera, L. (2001), “Characteristics of divers at a Spanish resort”, Tourism Management, 22: 501-510. Muňoz, N. (2007), “Spatial use and divers behaviour in the Medes Islands”, MedPAN Network, (www.medpan.org). Παναγιωτίδης, Π. (2004), “Το θαλάσσιο οικοσύστηµα της Μεσογείου: ιδιαιτερότητες – βιοποικιλότητα”, Πρακτικά επιστηµονικής διηµερίδας: «Φάρµακα από την Θάλασσα», Ζάκυνθος, 25 & 26 Σεπτεµβρίου 2004. Pergent-Martini, C., Notarbartolo di Sciara, G. (2008), “Working together towards the development of a representative Mediterranean network of MPAs”, MedPAN Network, (www.medpan.org). Riedmiller, S. (1998), “Private sector management of marine protected areas: The Chumbe island case”, http://iodeweb1.vliz.be/odin/bitstream/1834/566/1/cesar_ 19.pdf. Roberts, C.M., Hawkins, J.P. (2000), “Fully-protected marine reserves: a guide”, WWF, Endangered Seas Campaign, ISBN: 2-88085-239-0. Saporiti, N., (2006), “Managing National Parks: How Public - Private Partnerships Can Aid Conservation”, Public Policy for the Private Sector, World Bank, Note 309. Spergel, B., Moye, M. (2004), “Financing Marine Conservation. A menu of options”, Washington, D.C., WWF Center for Conservation Finance. UNEP, Conference of the Parties to the Convention of Biological Diversity. (2010), Tenth Meeting, Nagoya, Japan. UNEP, Conference of the Parties to the Convention of Biological Diversity. (2008), Ninth Meeting, Bonn, Germany. UNEP, Conference of the Parties to the Convention of Biological Diversity. (2002), Sixth Meeting, The Hague, Netherlands.

13

Από τα ΠΡΑΚΤΙΚΑ του 10ου ∆ιεθνούς Συνεδρίου για το Μεσογειακό Παράκτιο Περιβάλλον MEDCOASΤ 2011 - Ρόδος, 25-29 Οκτωβρίου 2011, τόµος 1, σελ. 271-282, (Ελληνική µετάφραση)

Lihat lebih banyak...

Comentarios

Copyright © 2017 DATOSPDF Inc.