ΚΡΗΤΙΚΑ ΕΠΙΚΑ ΑΣΜΑΤΑ (CRETAN EPIC POETRY)

May 23, 2017 | Autor: Νίκος Παπαδάκης | Categoría: Greek History, Modern Greek History, Epic poetry, Cretan Studies, Crete, Folk songs, Cretan history, Folk songs, Cretan history
Share Embed


Descripción

ΝΙΚΟ΢ Α. ΠΑΠΑΔΑΚΗ΢

Επική ποίηση της Κρήτης

Β. ΣΟ ΣΡΑΓΟΤΔΙ ΣΟΤ ΑΛΗΔΑΚΗ Γ. ΣΟ ΣΡΑΓΟΤΔΙ ΣΟΤ ΞΨΠΑΣΕΡΑ Δ. ΣΟ ΣΡΑΓΟΤΔΙ ΣΟΤ ΜΙΦΑΛΗ ΚΟΡΑΚΑ

΢την μητέρα μου Ελένη Παπαδάκη-Μαρκάκη

ΣΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 1. Βαρδίδης, Ἐμμανουήλ, Κρητικαὶ Ῥῖμαι: Τὰ τραγούδια Δασκαλογιάννη καὶ Ἀληδάκη, Ἐστία, Αθήνα 1888. 2. Υαφουτάκης, Παῦλος, Συλλογὴ Ἡρωικῶν Κρητικῶν Ἁσμάτων, Νότης Καραβίας, Αθήνα 1889.

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΥΙΑ 1. Δετοράκης, Θεοχάρης, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο 1990. 2. Κρήτη και Ευρώπη: συγκρίσεις, συγκλίσεις και αποκλίσεις στη λογοτεχνία, Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Επιστημονικού ΢υνεδρίου, Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας, Βαρβάροι Ηρακλείου 2001. 3. Πιτυκάκης, Μανώλης, Το γλωσσικό ιδίωμα της Ανατολικής Κρήτης, Νεάπολη Λασιθίου 22001. 4. Ράσεντ, Ζενάπ Ίσματ, Η Κρήτη υπό την αιγυπτιακήν εξουσίαν, 18301840, μτφ. Ευγένιος Μιχαηλίδης, ΢ύλλογος Πολιτιστικής Αναπτύξεως Ηρακλείου, Ηράκλειο 22002. 5. ΢ταυρινίδης, Νίκος, Ο καπετάν Μιχάλης Κόρακας και οι συμπολεμιστές του, τ. 1, Ηράκλειο 1971, σελ. 86. 6. Αναγνώστη Χ.Ζαχαριάδη, Ο Βίος του αρχηγού Μιχαήλ Κόρακα και Αποσπάσματα από Σκληραγωγείαι εν Κρήτη Ιλαρίωνος Σκίννερ, Δήμος Συμπακίου/Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας, Βώροι χ.χ. 7. Χυχουντάκης, Γιώργος, Ομήρου Ιλιάδα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1995.

ΣΟ ΣΡΑΓΟΤΔΙ ΣΟΤ ΑΛΗΔΑΚΗ

ΕΙ΢ΑΓΨΓΗ ΢ΣΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΛΗΔΑΚΗ

Νομίζω ότι η άποψη γνωστών νεοελληνιστών, όπως π.χ. του Αλέξη Πολίτη για τον κρητικό τοπικισμό1, και για την μικρή ποιητική αξία των κρητικών τραγουδιών, συγκριτικά τουλάχιστον με τα υπόλοιπα ελληνικά δημοτικά τραγούδια, δεν ευσταθούν, είναι κρίσεις υποκειμενικές, προερχόμενες από την μακρά ενασχόλησή τους με συγκεκριμένα, ειδικευμένα ερευνητικά ενδιαφέροντα και μαρτυρούν έλλειψη γνώσης ή και πρόθεσης κατανόησης και αντίληψης της συγκεκριμένης, της ιδιαίτερης τους αισθητικής. Η αξία των κρητικών δημοτικών τραγουδιών είναι τεράστια. Η ποιητικότητά τους, αν ειδωθεί και μέσα στα εντελώς αντιποιητικά πλαίσια στα οποία συντέθηκαν, είναι τέτοια που τα καθιστά συνεκτικό δεσμό της κρητικής ποιητικής παράδοσης του 18ου και 19ου αιώνα με την ποίηση και την ποιητική της όψιμης Κρητικής Αναγέννησης, δηλαδή του 16ου και 17ου αιώνα. Αποτελούν μία αναγέννηση τα ίδια του ηρωικού άσματος, όπως αυτό νοείται σε προγενέστερες εποχές. Σο Τραγούδι του Αληδάκη του Γιώργη Πάτερου, το οποίο εκδίδω στην συνέχεια, υπάρχει στην έκδοση του 1888 του Εμμανουήλ Βαρδίδη (του Κρητός) από το ιστορικό τυπογραφείο της «Εστίας», τοποθετημένο μαζί με το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη ως φυσική συνέχεια των περιστατικών που αφηγείται ο μπαρμπα-Παντζελιός. Η συνέκδοσή τους έχει τον τίτλο «Κρητικαὶ Ρίμαι, Σα τραγούδια Δασκαλογιάννη και Αληδάκη». Ο Βαρδίδης διέκρινε εύστοχα την παραπληρωματική ή, καλύτερα, την συμπληρωματική φύση των δύο ασμάτων, την αλληλουχία των

1

Βλ. τον συλλογικό τόμο: Κρήτη και Ευρώπη: συγκρίσεις, συγκλίσεις και αποκλίσεις στη

λογοτεχνία, Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Επιστημονικού ΢υνεδρίου, Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας, Βαρβάροι Ηρακλείου 2001, σελ. 398-420.

εξιστορούμενων γεγονότων. Σο Τραγούδι του Αληδάκη, μιλάει , με λίγα λόγια, για την κατάσταση στην ευρύτερη περιφέρεια του Αποκόρωνα στα 1774, 4 έτη μετά την αιματηρή καταστολή της πρώτης κρητικής αντίδρασης ενάντια στην τουρκική εξουσία, της Επανάστασης του Γιάννη Βλάχου ή Δασκαλογιάννη (1770-1771). Όμως καλύτερα να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα για τα στοιχεία που μας δίνει και τα θέματα που προκύπτουν μέσα από την ανάλυση του τραγουδιού αυτού.

Η ΔΟΜΗ ΣΟΤ ΕΡΓΟΤ

Μετὰ το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη, έκτασης 1.032 στίχων, ένα επύλλιο ουσιαστικά, το Τραγούδι του Αληδάκη, έκτασης 528 στίχων, είναι ένα από πιο πολύστιχα ποιήματα που έχουν σωθεί2. Διεκδικεί και αυτό επάξια τον χαρακτηρισμό του «επυλλίου», όπως θα δείξω παρακάτω. Πρώτα όμως είναι καλύτερο να δώσουμε την δομή του ποιήματος, ώστε να γίνει αντιληπτός και ο λόγος που το θεωρώ ως τέτοιο.

1-4: Πρόλογος 5-16: Ιστορία Κρήτης, Βενετοκρατία-Κρητικός Πόλεμος (1645-1669)-Σουρκοκρατία-Αιγυπτιοκρατία 17-32: Αποστροφή στην Κρήτη: σε αντίθεση το ηρωικό παρελθόν με το ζοφερό παρόν της. 33-118: Η Επανάσταση του Δασκαλογιάννη (1770) και οι συνέπειές της. 119-485: Σο καθαυτό «Σραγούδι του Αληδάκη» 119-130: Η ερήμωση των ΢φακίων από την Επανάσταση του Δασκαλογιάννη 131-165:

Ο Αληδάκης, η τεράστια περιουσία του σε κινητά και

ακίνητα και η επιθετική συμπεριφορά του απέναντι στους ΢φακιανούς 166-170:

Η αφορμή της επίθεσης των ΢φακιανων ενάντια στον

Αληδάκη: η κλοπή των ζώων του παπα-΢ήφη. 171-182: Η αντίδραση του παπα-΢ήφη, κάλεσμα για επίθεση. 2

Τπάρχει και το πολύστιχο επίσης ποίημα για τον Μιχαήλ Κόρακα του Αναγνώστη

Ζαχαριάδη που έχει εκδοθεί (σε μία πολύ κακή έκδοση όμως) από τον Δήμο Συμπακίου, βλ. Αναγνώστη Χ.Ζαχαριάδη, Ο Βίος του αρχηγού Μιχαήλ Κόρακα και Αποσπάσματα από Σκληραγωγείαι εν Κρήτη Ιλαρίωνος Σκίννερ, Δήμος Συμπακίου/Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας, Βώροι χ.χ. Αντί για αυτό το ποίημα, αισθητικά ανεπαρκές, προτίμησα την έκδοση του ολιγόστιχου, αλλά ποιοτικότερου ποιήματος που έγραψε για τον Κόρακα ο έτερος Πομπιανός ποιητής Βενέτικος και σώζεται στη συλλογή Υαφουτάκη.

183-196: Ετοιμασίες του Αληδάκη για να εξολοθρεύσει τους ΢φακιανούς: Προοίμιο (181-186), χρονική τοποθέτηση στο 1774 (187-190), συγκεκριμένες ενέργειές του (191-6) 197-312: Κόντρα ετοιμασίες των ΢φακιανών. ΢ύσκεψη προεστών και λαού: Η απόφαση για την επίθεση (197-208), περιγραφή διαφόρων τύπων μαχητών (209-236), ο προεστώς Μανούσακας (237-242), λόγος του Μανούσακα, πολιτική αναγκαιότητα η επίθεση στον Αληδάκη για να μην καταστραφούν από αυτόν (243-264), ο παπά ΢ήφης (265-268), λόγος του παπα-΢ήφη, επίκληση στο συναίσθημα και αναφορά σε όραμα με τον ΄γιο Νικήτα να προτρέπει για την επίθεση (269-290), λόγος υπόλοιπων προεστών (291-6), συμφωνία για επίθεση (297-8), οι γυναίκες επιθυμούν να συμμετάσχουν στην επίθεση, δεκτές έπειτα από αντιρρήσεις (299-312) 313-358:

Μετά από παράκληση των ιερέων και σύσσωμου του

πλήθους προς την Παναγία και τους Αγίους (313-324) ξεκινά η εκστρατεία εναντίον του Αληδάκη στο Μπρόσνερο 359-378: Οι ντόπιοι Σούρκοι αδρανείς, αγνοούν επιδεικτικά όσα βρίσκουν τον Αληδάκη. 379-396:

Εκτενής περιγραφή της πολιορκίας του Πύργου του

Αληδάκη και της θανάτωσής του. 397-434: Σα μετά την θανάτωση του Αληδάκη: η λεηλασία της περιουσίας του από τους ΢φακιανούς, περιγραφή των λαφύρων. 435-442: Μοίρασμα των λαφύρων, οι προεστοί τιμώνται με διπλά λάφυρα, ειδική μνεία στον Μανούσακα. 443-446: Θρήνος των Σούρκων, ειδικά της χανούμης-συζύγου του νεκρού. 437-452: Θρήνος χανούμης, προτροπή στο γιό της να μην φέρεται εχθρικά στους ΢φακιανούς και βρει την τύχη του πατέρα του. 453-474: Οι απώλειες των ΢φακιανών.

475-484: Γλέντι των ΢φακιανών και τραπέζι με ψημένα κρέατα από τα ζώα του Αληδάκη. 485-528: Ανασκόπιση του τραγουδιού. Ηθικοπλαστικό μήνυμα, η αλαζονεία και η πλεονεξία δεν βγάζουν σε καλό (525-6).

Ο ΠΟΙΗΣΗ΢

Ο ριμαδόρος-ποιητής του έργου, ο Γιώργης Πάτερος, μάλλον Γιώργος Πατεράκης, είναι μία μορφή για την οποία δεν διαθέτουμε σχεδόν καθόλου πληροφορίες, αλλά μπορούμε να κατανοήσουμε κάποια χαρακτηριστικά της μέσα από το ίδιο του το έργο. Καταρχάς, η έξοχη σύντομη αναδρομή στην ιστορία της Κρήτης, είναι ενδεικτική ενός ατόμου που δεν είχε λάβει απλά την στοιχειώση εκπαίδευση της εποχής του, η οποία μάλλον περιοριζόταν στην ικανότητα ανάγνωσης και γραφής, αλλά ανώτερη μόρφωση. Ήταν άτομο λόγιο, ικανό για επισκόπηση στις τομές και τις περιόδους της κρητικής ιστορίας, ένας άνθρωπος όχι του μέσου όρου, αλλά πεπαιδευμένο. Πιθανόν ο Πάτερος

να

ήταν

ένας

΢φακιανός

πλούσιος

και

ταξιδεμένος,

εκπαιδευμένος στην Ευρώπη, όπως δηλαδή και ο Ιωάννης Βλάχος ή Δασκαλογιάννης, και όχι ένας απλός «ριμαδόρος», όπως από προσωπική σεμνότητα ίσως άφησε ο ίδιος να αναφέρεται για το άτομο του ή από άγνοια έγραψε ο αντιγραφέας του κειμένου του. Κάποιες λεπτομέρειες του τραγουδιού του αφήνουν να εννοηθεί ότι υπήρξε αυτόπτης. Η αμεσότητα π.χ των περιγραφών της λεηλασίας του Πύργου του Αληδάκη στο Μπρόσνερο και η σαφής αναφορά της συμμετοχής σε αυτήν μικρών παιδιών, με οδηγεί στη σκέψη μήπως ο Πάτερος ανήκε στην ομάδα αυτή των ΢φακιανών. Εάν τότε ήταν παιδί, το 1774, και, επομένως, όταν συνέθεσε το τραγούδι του Αληδάκη ήταν ήδη ένα άτομο με μεγάλες πνευματικές ικανότητες, ώριμος άνδρας, θα πρέπει να

τοπθετήσουμε την σύνθεση του έργου γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου. Σην τριακονταετία 1790-1820, περίπου. Εξάλλου ο Πάτερος δεν αναφέρεται άμεσα ή έμμεσα σε άλλες επαναστάσεις των Κρητών, πέρα από εκείνη του Δασκαλογιάννη του 1770, πράγμα αδύνατο για ένα άτομο που έχει τόση μεγάλη συνθετική ικανότητα γύρω από την ιστορία της Κρήτης. Από την άλλη, η αναφορά στους «Ἀτζιγγάνους» που πέρασαν από την Κρήτη στον 14ο στίχο, αν αποτελεί αναφορά στους Αιγύπτιους του Μωχάμετ Άλυ ή Αλή που διοίκησαν την Κρήτη την δεκαετία από το 1830 ως το 18403, μεταθέτει την χρονολόγηση του ποιήματος ως terminus post quem στα 1841 και εντεύθεν. Με αυτά τα δεδομένα, το ποίημα είναι προϊόν των γηρατειών του ποιητή. Βέβαια, οι ιστορικές αυτές αναφορές μπορεί να οφείλονται και σε κάποιον λόγιο που μεσολάβησε στην καταγραφή και έντυπη αναπαραγωγή-παράδοση του ποιήματος. Ίσως οι στίχοι του προοιμίου να αποτελούν δευτερογενές υλικό και όχι μέρος της πρωτότυπης σύνθεσης. Εντύπωση πάντως προκαλεί η έμμεση θα έλεγα αποδοκιμασία του προς τους Σούρκους του Μπρόσνερου και όλης της Κρήτης, διότι την εποχή της δοκιμασίας του Αληδάκη δεν αντέδρασαν. Δεν θεωρώ πως είναι δείγμα τουρκοφιλίας, αλλά ένας υπαινικτικός ψόγος για την ατολμία και την εσωτερική τους διαίρεση, την αδυναμία τους να αντιδράσουν σε τοπικό επίπεδο χωρίς την υποστήριξη της επίσημης διοίκησής τους. Αυτό το στοιχείο αποτελεί ένα ακόμα δείγμα για την δηκτική διάθεση του ποιητή που εκφράζεται πλάγια, αλλά εύστοχα.

3

Βλ. και το βιβλίο της Αιγύπτιας ακαδημαϊκού Ζενάπ Ίσματ Ράσεντ, Η Κρήτη υπό την

αιγυπτιακήν εξουσίαν, 1830-1840, μτφ. Ευγένιος Μιχαηλίδης, ΢ύλλογος Πολιτιστικής Αναπτύξεως Ηρακλείου, Ηράκλειο 22002.

ΓΛΨ΢΢Α-ΤΥΟ΢

Σο τραγούδι αυτό διακρίνεται για την άψογη στιχουργία, αλλά και το έντονα ιδιωματικό γλωσσικό όργανο του ποιητή, την διάλεκτο των ΢φακίων με τους ιδιαίτερους χρωματισμούς της. Έτσι στην γενική πληθυντικού αντί για «τῶν» έχουμε συνήθως «τῶ» και αντίστοιχα αντί για π.χ «ἁρμάτων» περιμένουμε «ἁρμάτω» κλπ. Τπάρχουν και σπάνιες ιδιωματικές λέξεις που διατηρήθηκαν ως έχουν, αν και σε άλλα κρητικά κείμενα

εμφανίζονται

διαφορετικά,

όπως

π.χ

το

«ξαργουτού»

(«ξαργητού» = «επίτηδες»). Αυτές οι ιδιοτυπίες της σφακιανής διαλέκτου διατηρήθηκαν

όπου

ήταν

δυνατόν,

όμως

σε

άλλες

περιπτώσεις

εξοβελίστηκαν για λόγους αποκατάστασης του κειμένου. ΢ε περιπτώσεις όμως όπου υπάρχει φανερά κάποια αλλοίωση του λόγου προς το λογιότερο, τέθηκε η πλέον δημοτική λέξη, και δη η ιδιωματική κρητική. Όλα αυτά αναφέρονται στις υποσελίδιες σημειώσεις, ενώ άλλα στοιχεία αλλαγών θα τα αναφέρουμε στο τμήμα της εισαγωγής με τίτλο «η παρούσα έκδοση». Εντυπωσιακό είναι, ωστόσο, το περιεχόμενο του κειμένου αυτού. Με δωρική λιτότητα και με μεγάλη οικονομία ο ποιητής εξιστορεί ένα γεγονός τοπικής εμβέλειας με ύφος επικό. Η ύπαρξη ολόκληρων καταλόγων από τύπους πολεμιστών των ΢φακίων θυμίζει την ομηρική ραψωδία Β της Ιλιάδας με τον κατάλογο των πλοίων, ενώ και η παράθεση των περιουσιακών στοιχείων του Αληδάκη έχει ανάλογο αντίκτυπο. Αντίστοιχο ρόλο προς την δημιουργία επικού ύφους ενέχουν οι ρητορικοί λόγοι των πρωταγωνιστών, του Μανούσακα και του παπά ΢ήφη, οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, έχουν παραπληρωματικό ρόλο και καλύπτουν όλες τις αιτίες για τις οποίες είναι θεμιτό και πρέπον να πολεμήσουν τον Αληδάκη: ο Μανούσακας προβάλλει τους καθαυτό

πολιτικούς λόγους, τους εθνικούς, ενώ ο παπα-΢ήφης προβάλλει θρησκευτικές και θεολογικές αιτιολογήσεις. Οι λόγοι των κεντρικών ηρώων και η επικέντρωση της προσοχής του αναγνώστη ή ακροατή σε συγκεκριμένες μορφές, προσδίδει ένα τόνο αριστοκρατικής ατμόσφαιρας, την οποία επιτείνει η αναφορά του ποιητή στην μοιρασιά των λαφύρων, όπου και πάλι οι προεστοί, οι πρόκριτοι, λαμβάνουν τιμητικά περισσότερο μοιράδι. Αυτό θυμίζει τα λόγια του Αχιλλέα προς τον Αγαμέμνονα στην ραψωδία Α, όταν ο οργισμένος ήρωας απευθύνει στον αρχιστράτηγο των Αχαιών την κατηγορία ότι είναι πλεονέκτης και πως δεν του αρκεί να έχει τα περισσότερα λάφυρα στην μοιρασιά, παρότι συνήθως ο ίδιος δεν πολεμά. Βέβαια ο Πάτερος τονίζει σε συγκεκριμένο τμήμα την προσωπική ανδρεία του Μανούσακα και την προσωπική του συμμετοχή στο διαγούμισμα του Πύργου του Αληδάκη, από όπου κουβάλησε άνω των 100 κιλών λάφυρα!

ΠΡΟ΢ΛΗΧΗ-ΑΠΟΣΙΜΗ΢Η

Ο Ιωάννης Κονδυλάκης από τη Βιάννο, ο μεγάλος Κρητικός συγγραφέας του «Όταν ήμουν δάσκαλος» (1916), στο άλλο γνωστό έργο του, την πρώτη του επιτυχία, με τίτλο «Ο Πατούχας» (1892), έχει χρησιμοποιήσει φανερά ένα δίστιχο από το Τραγούδι του Αληδάκη, που, επεξεργασμένο ελαφρά, περνάει ως εξής:

«Καλώς τονε που πρόβαλε με τσι μακρές χερούκλες, με τα μεγάλα μάγουλα και με τσι ποδαρούκλες»

Μάλιστα, αυτό το περιπαικτικό δίστιχο ή μαντινάδα με το οποίο η περίφημη κουτσομπόλα, η φαρμακογλώσσα ΢πυριδολενιά υποδέχεται στο χωριό τον άπραγο από την κοινωνική ζωή της κοινότητας νέο βοσκό, έγινε αφορμή να λάβει ο κεντρικός ήρωας του έργου, ο Μανώλης, το παρωνύμιο «Ο Πατούχας». Σο κανονικό δίστιχο, που αναφέρεται στους ΢φακιανούς πολεμιστές που μαζεύονται στο Ασκύφου για να πάνε να τιμωρήσουνε τον Αληδάκη στο Μπρόσνερο, έχει ως εξής:

«και μπογαράδες καὶ λιγνοί, μὲ τσὶ μακριὲς χεροῦκλες καὶ μὲ τὰ στήθια τ’ ἀνοιχτὰ καὶ μὲ τσὶ ποδαροῦκλες» (Τραγούδι του Αληδάκη, στ. 209-210)

Ο

«Πατούχας»,

με

υπότιτλο

«ηθογραφία

της

κρητικής

επαναστάσεως», έχει άλλωστε εκδοθεί τέσσερα μόλις χρόνια μετά την δημοσίευση των «Κρητικών ριμών» του Βαρδίδη (1888) και είναι λογικό να έχει χρησιμοποιήσει αυτήν την συλλογή ως υλικό του. ΢χετικά με την υψηλή λαογραφική αξία του έργου αξίζει να σημειωθεί ότι πολλές από τις λέξεις του ποιητικού αυτού έργου έχει σταχυολογήσει

ο Κρητολόγος λεξικογράφος Εμμανουήλ Πιτυκάκης για την σύνταξη του δίτομου λεξικού του με τίτλο Το γλωσσικό ιδίωμα της Ανατολικής Κρήτης (Νεάπολη Λασιθίου 22001). Ειδικά λέξεις από την αγροτική και ποιμενική ζωή της Κρήτης έχουν επιλεγεί από το «Σραγούδι του Αληδάκη» λόγω της σπανιότητάς τους.

Η ΠΑΡΟΤ΢Α ΕΚΔΟ΢Η

Η παρούσα έκδοση έχει ως στόχο να αποκαθαρει την πολύ καλή για την εποχή της έκδοση του Βαρδίδη από αβλεψίες και κάποια συγκεκριμένα φιλολογικά ζητήματα που στην εποχή μας έχουν αρχίσει να λειτουργούν διαφορετικά. Με σεβασμό στο ιδίωμα των ΢φακίων, προσπάθησα να δώσω τις λέξεις όπως είναι λογικό να γραφτούν. Έτσι, στην γενική πληθυντικού «τῶ», όπως συνηθίζεται στην διάλεκτο αυτή, πολλές φορές ακολουθεί «κ», «π» ή «τ». Οι κανόνες της ελληνικής γραμματικής απαιτούν να προηγείται

των

γραμμάτων

αυτών

«ν»,

όταν

υπάρχει

άρθρο

προηγουμένως. Αυτό και έπραξα. ΢την κρητική διάλεκτο, η χρονική αύξηση επιβάλλει επίσης την τροπή του φωνήεντος «ε» σε «η» στους ιστορικούς χρόνους. Λέμε π.χ «ήφτασα» αντί για «έφτασα» κτλ. Αυτό το σύστημα ακολουθώ. Διατήρησα για λόγους σεβασμού των κειμένων αυτών το πολυτονικό σύστημα. Είναι, νομίζω, θεμιτό για κείμενα περασμένων εποχών, αν και όχι ίσως για νεότερα. Βέβαια, έχω καταργήσει την δάσυνση του «ρ», ενώ κρίνω ότι η διατήρηση της υπογεγραμμένης στο «η» της υποτακτικής («ῇ» ή «ῃ») είναι επιβεβλημένη, για να δεικνύει ακριβώς την έγκλιση. Ο χωρισμός σε ενότητες είναι ένας στοιχείο που με προβλημάτισε. Άλλοτε είναι φανερός από τον ίδιο τον Βαρδίδη, άλλοτε όχι. Δημιούργησα είσθεση, όπου έκρινα ότι αλλάζει το νόημα και πως περνάμε σε άλλα ενότητα του κειμένου.

ΣΟ ΣΡΑΓΟΤΔΙ ΣΟΤ ΑΛΗΔΑΚΗ4 ’΢ὰν θέλετε νὰ μάθετε, ἀκούσετε ’λιγάκι πῶς τόνε5 συγυρίσασι τὸν6 δόλιον Ἀληδάκη. Ἴντα λογιῶς οἱ γαργεροὶ στὸν Πύργο τόνε ’κλείσα, τήν ἀφορμήν πῶς ἦτονε7 ‘ποὺ τόνε ’καταλύσα. Φρόνοι ’πορπάτουν ἑκατὸ, κι’ ἀκόμη παραπέρα,

5

’ποὺ οἱ Σοῦρκοι τήνε ’βάλασι τὴν Κρήτην εἰς τὴν χέρα. κ’ ἐπολεμούσ’ ἀδιάκοπα εἰκοσιπέντε χρόνους, κ’ ἐκάμασι τσὶ8 Βενετοὺς κ’ ἐπῆγαν στσὶ δαιμόνους. Ἀποὺ τὴν Κρήτη ’διώξασιν οὔλους τσὶ Βενετσιάνους9 κ’ οἱ Κρητικοί καλλιά ‘χασιν αὐτοὺς, τσὶ Μουσουλμάνους.

10

Μ’ ἀπὸ κακό εἰς χειρότερον ἐπέσασιν οἱ μαῦροι

4

Εμμανουήλ Βαρδίδης, Κρητικαὶ Ρίμαι, Τὰ τραγούδια Δασκαλογιάννη καὶ Ἀληδάκη, Εστία,

Αθήνα 1888, σελ. 39-55. 5

Αντί για «τὸν ἐσυγυρίσανε», έγραψα το «τόνε», παραδεκτό από τον ΢τυλιανό Αλεξίου

στην έκδοση των κρητικών παραφράσεων των ομηρικών επών, Ιλιάδα και Οδύσσεια από τον Γεώργιο Χυχουντάκη. Έτσι θα γράφεται από εδώ και στο εξής το άρθρο μαζί με το επερχόμενο «ε». 6

Σα αρσενικά πάντα με «-ν» στην κατάληξη για να διακρίνονται από τα ουδέτερα. Έτσι

από εδώ και στο εξής. 7

Για μετρικούς λόγους εκδίδω «ἴντά ‘τονε» και όχι «ἴντα ἤτονε», αποφεύγοντας έτσι την

χασμωδία. 8

Σρέπω, συγχρονίζοντας το ταυτόχρονα στις εκδοτικές συνθήκες της εποχής μας, το

«τσοὶ» σε «τσὶ». Σο φαινόμενο παναλαμβάνεται κατά κόρον. ΢τις υπόλοιπες περιπτώσεις διορθώνω σιωπηρά. 9

Γράφω «Βενετσιάνους» αντί για «Βενετζιάνους».

καὶ δὲν10 κατέχουσι νὰ ’ποῦν11 Σοῦρκ’ εἶν’ καλλιά γ’ οἱ Υράγκοι12. Καὶ Υράγκους καὶ ΢αρακηνούς, κρουσάρους κι’ Ἀλλαμάνους, οὔλους τσὶ δοκιμάσασι, καὶ Σούρκους κι’ Ἀτσιγγάνους13‧ οὔλους τσὶ δοκιμάσασι κι’ ὄντε τσὶ ’θυμηθοῦσι,

15

’ποιὸς ἦτον ὁ καλύτερος14 δὲν ἔχουσι νὰ ’ποῦσι15. Κρήτη, τὸ φιόρε τῶν νησιῶν, κορῶνα16 τοῦ Λεβάντε, π’ ἀνάμεσα στὸ πέλαγος στέκεις ὡσὰν διαμάντε, ’ποὺ στῶν Ἑλλήνων τὸν καιρὸ πολύ ’το τ’ ὄνομά17 σου, κ’ ἐδᾶ σωρὸς καὶ χαλασὲς εἶνιαι18 τὰ λείψανά σου.

20

Δὲν ἦτο κρίμ’ οἱ βάρβαροι ἀπάνω σου ν’ ἀράξου Κι’ ἀπόκειας Σοῦρκοι νὰ ’ρθουσι γιὰ νὰ σ’ ἀπορρημάξου; Κρήτη, ’ποὺ ’γέννησες θεοὺς κι’ οὖλοι σὲ μακαρίζου,

10

Μπροστά από κ, π, τ, πάντα διατηρείται το «-ν» στις καταλήξεις, έτσι γράφω «δεν»,

αντί για «δε». 11

Για μετρικούς λόγους εκδίδω «νὰ ‘ποῦν» και όχι «νὰ εἰποῦν», αποφεύγοντας έτσι την

χασμωδία. 12

Εκδίδω το ορθότερο «Υράγκοι» (Franks) αντί του «Υράγγοι».

13

«Ἀτζιγκάνους» στο πρωτότυπο, ενώ εδώ, για γλωσσικό εκσυγχρονισμό, προτίμησα το

«Ἀτσιγγάνους». 14

Γράφω «καλύτερο» αντί για «καλλήτερο» για γλωσσικό εκσυγχρονισμό.

15

Για να αποφευχθεί η χασμωδία τρέπω με έκθλιψη το «εἰποῦσι» σε «’ποῦσι».

16

Γράφω «κορώνα» αντί για «κωρώνα». Γλωσσικός εκσυγχρονισμός.

17

Σο «τὄνομα» έγινε «τ’ ὄνομα» για εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας. Από εδώ και πέρα

ο διαχωρισμός σε δύο λέξεις της κράσης, γραμματικό φαινόμενο αρκετά συχνό στο κείμενο, δεν θα δηλώνεται. 18

Σο ιδιωματικό «εἶνιε» έγινε «εἶνιαι» με εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας.

δὲν εἶνιαι κρίμα τὰ θεργιὰ τ’ ἄγρια19 νὰ σὲ ξεσκίζου; Σὰ ’νύχια τῶν στὰ σπλάγχνα σοῦ μέσα νὰ τὰ βουτοῦσι,

25

’σὰν ὄχεντρες τὸ γαῖμά σου, ’σὰ φίδια νὰ ρουφοῦσι; Κρήτη, ‘π’ ἀνάθρεψες θεοὺς μὲ τὴ δική σου βρώση20, δὲν εἶνιαι κρίμα τὰ θεργιὰ τ’ ἄγρια νὰ σὲ τρῶσι; Ἴντά ’καμες τσὴ μοίρας σου ’ς αὐτὸ τὸ ριζικό21 σου κι οὗλοι σὲ ’παραιτήσασι στὰ χέργια τῶν ὀχθρῶν σου;

30

Κατάρα πατρογονικὴ ἀπάνω σου τὴν ἔχεις κι’ ἀποὺ τὸν ἓνα βάρβαρο στ’ ἀλλοῦ τὰ νύχια πέφτεις. Φρόνοι22 ’προπάτουν ἑκατό ’ποὺ23 ’φυγ’ ὁ Βενετσιάνος κι’ ἀπ’ ἄξιος24 κληρονόμος του ἐπόμειν’ ὁ σουλτάνος25. ’΢ τὰ χίλια ἑφτακόσια26 καὶ εἰς τὰ ἑβδομήντα,

35

’ποὺ ἕνας ἦτο ΢φακιανός καὶ Σοῦρκοι ἐνενήντα,27

19

Για μετρικούς λόγους αντί «τὰ ἄγριγια» γράφω «τ’ ἄγρια».

20

Γράφω «βρώση»αντί για «βρῶσι»για γλωσσικό εκσυγχρονισμό.

21

Γράφω «ριζικό»αντί για «ροιζικό» για γλωσσικό εκσυγχρονισμό.

22

Από εδώ αρχίζει η νέα ενότητα, η Επανάσταση του Δασκαλογιάννη (1770-1) και όχι

στον στίχο 35 που βάζει την είσθεση ο πρώτος εκδότης. 23

«Πόφυγι’» σε «’πού’ φυγ’». Σο «ἀπού» προτιμάται σε όλο το κείμενο και για αυτό

προτιμήθηκε και εδώ. 24

Πιθανόν το δυτικοκρητικό «ἄξος» να ταιριάζει καλύτερα εδώ.

25

Όχι «΢ουλτάνος», αλλά «σουλτάνος». Σα αξιώματα με μικρό από εδώ και στο εξής για

γλωσσικό εκσυγχρονισμό. 26

Γράφω «ἑφτακόσια»αντί για «ἑξακόσια», αφού η Επανάσταση του Δασκαλογιάννη

τότε ξεκίνησε. Λάθος του αντιγραφέα;

οἱ ΢φακιανοί ’ποφάσισα πόλεμο’ νὰ σηκώσου, τὴν ἄζουδη πατρίδα τῶν28 νὰ τήνε λευτερώσου, γιὰ δὲ29 τῶν ἤκανε30 καρδιά, στὰ ’σωθικά ’πονοῦσα, νὰ βλέπουσι τσὶ χάσικους στὰ πάθη ’ποὺ ’τραβοῦσα.

40

Πόλεμος τῶνε μύριζε κ’ εἶχαν καὶ συφωνίες31, νὰ σηκωθοῦν κ’ εἰς τὸν Μοργιά32 κι’ ἀπάνω στσὶ Βλαχίες. Μ’ ἂς ἤθελε μπερδουκλωθῆ, ’ς τὴ στράτα νὰ ’ποθάνη, ’ποὺ τὸ μαντάτο ἤφερνε τοῦ Δάσκαλου τοῦ Γιάννη, ἀποὺ ἦτον πλούσιος κι’ ἄρχοντας ψιλογραμματισμένος

45

κ’ ἦτονε κ’ εἰς την ξενηθειὰ περίσσια ’ξακουσμένος33 κ’ ἦτο καὶ πρῶτος τῶν ΢φακιῶν μ’ οὕλη τὴ δικιοσύνη34, ’ς οὔλη τὴν Κρήτην ἤλεγε35 νὰ κάμη Ρωμιοσύνη36‧ ’που στὰ ΢φακιά τ’ ἀπόσωσεν αυτόνο τὸ χαμπέρι,

27

Κόμμα και όχι άνω τελεία, αφού μετά την παρεμβαλόμενη ονομαστική πρόταση

συνεχίζεται η κύρια. 28

Γράφω «τῶν» πάντα στην γενική πληθυντικού αντί για «τῶ». ΢τον επόμενο στίχο μάλι-

στα υπάρχει η γραφή «τῶν» που επικυρώνει την επιλογή μου. 29

Γράφω «Γιὰ δὲν» αντί «γιαδὲ», επειδή ακολουθεί το σύμφωνο «τ», οπότε και διατηρείται

το τελικό «-ν» του «δεν». 30 31

Γράφω «ἤκανε»αντί για «ἔκανε» για να φανεί η χρονική αύξηση. Γράφω «συφωνίες» αντί για «συφωνίαις». ΢ύνηθες φαινόμενο τα θηλυκά σε αιτιατική

με κατάληξη «-αις», τα οποία τρέπω πάντα σε «-ες». 32

Γράφω «Μοργιά» αντί «Μωργιά».

33

΢υνεχίζω χωρίς άνω τελεία ή άλλη στίξη για να δοθεί σε όλη της την έκταση και αδιά-

κοπα η απαρίθμηση των αρετών του Δασκαλογιάννη. 34

Γράφω «δικιοσύνη» αντί δικηοσύνη».

35

Γράφω «ἤλεγε» αντί για «ἔλεγε» ώστε να φανεί η χρονική αύξηση του παρατατικού.

36

Σα εισαγωγικά και η στίξη εισήχθησαν, ενώ η λέξη «Ρωμηοσύνη» εκσυγχρονίστηκε ως

«Ρωμιοσύνη». Βλ. το αντίστοιχο ποίημα του Γ.Ρίτσου.

πῶς οἱ Μοσκόβοι ’πλάκωσαν37 εἰς τοῦ Μοργιὰ38 τὰ μέρη

50

κ’ ἐπήρασιν οἱ κεφαλὲς τῶν ΢φακιανῶν ἀγέρα, ἀπὸ καιρὸ τὸ ’γδέχουνταν, νύχτα καὶ τὴν ἡμέρα. ΢πουδαχτικά39 ’ρδινιάζουνται, ὡς ἦρθεν ἀπὸ ’πάνω, ἀποὺ τὴν Κρήτη ’γλήγορα40 νὰ διώξουν τὸ σουλτάνο. Μὰ κι’ ο σουλτάνος τ’ ἄκουσε, πολλὰ τοῦ βαροφάνη,

55

’ς τὴν Κρήτη μὲ τὸ μπουγιουρντὶ τὸ μουκαρέμι φθάνει. Ἕνα φερμάνι ἤπεψεν41 οἱ Σοῦρκοι νὰ κινήσου, νὰ τὰ πατήσου τὰ ΢φακιά κ’ οὖλα νὰ τ’ ἀφανίσου, πασάδες καὶ γιανίτσαροι, οὖλοι, μικιοὶ42 μεγάλοι,43 νὰ ’βγοῦν, νὰ κάψουν τὰ ΢φακιά ’ποὺ ’σήκωσαν κεφάλι‧

60

νὰ ’βγοῦν, νὰ κάψουν τὰ ΢φακιὰ καὶ νὰ τὰ σωρημάξου44, τσ’ ἀθρώπους45 νὰ σκοτώσουσι46 γὴ47 σκλάβους νὰ τσὶ πιάσου. 37

Γράφω «Μοσκόβοι ’πλάκωσαν» αντί για «Μοσκόβ’ ἐπλάκωσαν» για μετρική εξομάλυν-

ση του στίχου. 38

Ό.π. υπ. 35.

39

Γράφω «΢πουδαχτικά» αντί για «σπουδαχτηκά».

40

Γράφω «Κρήτη ὀγλήγορα» αντί για «Κρήτ’ογλήγορα», εφόσον η λέξη απαντάται

συνηθέστερα ως «’γλήγορα». 41

Γράφω «ήπεψεν» αντί για «έπεψεν» για να φανεί η χρονική αύξηση του αορίστου.

42

Γράφω «μικιοί» αντί για «μικροί» για να αποδοθεί η λέξη στο κρητικό ιδίωμα.

43

Εισήχθησαν κόμματα στον στίχο για νοηματικού λόγους.

44

Γράφω «σωρημάξου» αντί για το υπερβολικά ιδιωματικό, τεχνητά ίσως «σιωρημάξου».

45

Γράφω το ιδιωματικό «ἀθρώπους»αντί για «ἀνθρώπους».

46

Γράφω «σκοτώσουσι» αντί για «σκωτώσουσι» για προσαρμογή στη σύγχρονη

ορθογραφία.

Οὔλ’ ἡ Σουρκιὰ ‘ξεκίνησε κι’ ἀποὺ48 τὰ τρία κάστρα, χιλιάδες ἀναρίφνητες, ’σὰν τοῦ Γενάρη τ’ ἄστρα, τὸν ὀρισμὸν τοῦ βασιλιά49 νά τόνε ξετελειώσου,

65

νὰ τὰ πατήσουν τὰ ΢φακιά, φωθιὰ νὰ τῶνε δώσου. Ὄρεξη ’ποὺ τὴν εἴχασι κ’ ἐκάμασι τὸ κιόλας50, ἀπὸ καιρὸ τσ’ ἐμάχοντο τῶν ΢φακιανῶν τσὴ χώρας, κ’ ἐδὰ ’ποὺ ’βρῆκαν ἀφορμή, θὰ τήνε συγυρίσου, κάψαλο καὶ λυσόθυρο ἔχουν νὰ τὴν ἀφήσου.

70

Μαζώχτηκαν κ’ οἱ ΢φακιανοί στσὴ Κράπης τὸ πηγάδι καὶ πολεμοῦν ἀδιάκοπα, ‘πὸ τὸ ταχὺ ὡς τὸ βράδυ‧ πάντα μπροστὰ τσὶ παίρνουσι, συχνὲ πυκνὲ τσὶ σποῦσι, γιουργιάρουν τσὶ ’ποὺ τοῦ Κατρέ, χιλιάδες καταλυοῦσι, ντόπιους πολλοὺς καὶ ξενικοὺς, μπέηδες καὶ ἀγάδες,

75

τ’ ἀθέρι τσὴ γιαννιτσιαριάς, τσὶ καθαυτὸ μπουρμᾶδες. Λαγγά, φαράγγια, καὶ σελιά, κορφὲς καὶ ριζοβούνια, οὖλα γεμίσασι Σουρκιὰ πυκνὲ ’σὰ μελιγκούνια. Βαστοῦν τὰ πόστ’ οἱ ΢φακιανοὶ Σοῦρκοι μὴν τῶν τ’ ἁρπάξου, μ’ ἀποὺ ’ναι51 ’λίγ’ οἱ γι ἄζουδοι, ποῦ νὰ πρωτοπροφτάξου;

80

΢τσὶ εἰκοσιέξε τ’ Ἀπριλιοῦ52, μια Παρασκὴν ἡμέρα, οἱ Σοῦρκοι ’μπῆκαν στὰ ΢φακιὰ μὲ τὸ σπαθὶ στὴν χέρα.

47

Βλ. υπ. 12.

48

Προτιμώ το συχνώτερα εμφανιζόμενο και πιο διαλεκτικό «απού» παρά το «από» του

κειμένου. 49

Γράφω «βασιλιά» αντί για «Βασιληά» για γλωσσικό εκσυγχρονισμό.

50

Γράφω «κιόλας» αντί για «κι’ όλας» για γλωσσικό εκσυγχρονισμό.

51

Γράφω «απού ’νιαι» αντί για «απούνιε» ώστε να φαίνεται καθαρά το ιδιωματικά

χρησιμοποιημένο «είναι» («‘νιαι»). 52

Γράφω «τ’ Απριλιού» αντί για «ταπριλιού».

Σόση Σουρκιὰ ’ποὺ πλάκωσεν ’ς τὸ ΢φακιανὸ Καστέλι, θᾶμμά ’τον53 πῶς ἐπόμεινε γέροντας γὴ κοπέλι, ἀπ’ ἐμαυρίζαν οἱ κορφές, τ’ ἀρμιά καὶ οἱ παποὺρες,

85

στσὶ λάκκους ἐστοιβιάζοντο ’σὰν τὰ σφακτὰ ’ς τσὶ κούρτες. Δὲν ἦτονε μόνο Σουρκιά, μὰ καὶ Ρωμιοὶ54 χιλιάδες, ’ποὺ μὲ τὸ ζόρε τσ’ ἔπαιρνα, τσὶ δόλιους, οἱ μπουρμᾶδες. Γιὰ βορδονάρους τσὶ τραβοῦν καὶ μὲ τὰ κτήματά τως, ’σὰν σκλάβους τῶνε τσ’ ἔχουσι γιὰ πᾶσα μιὰ δουλειά τως.

90

Ὁ πόλεμος ἀδιάκοπα βαστᾷ τὸ καλοκαῖρι κ’ οἱ Σοῦρκοι καῖσι τὰ χωργιά, γιαλιὲς καὶ πάνω μέρη κ’ οἱ ΢φακιανοὶ δὲν βαγεστοῦν νὰ κάμουσι γιουρούσια, μὰ, μιὰ φορὰ ’ποὺ τσὶ πολλές, τσὶ ζώνουν εἰς τὰ Κρούσια. Βάνου τσ’ Ἀράδενας φωθιά, καῖσι τὸν Ἄϊ Γιάννη

95

καὶ παίρνουσι καὶ ζωντανό τὸν Δάσκαλο τὸν Γιάννη. Ἐπῆρα καὶ σκλαβώσασιν οὕλους, ὅσους προφτάξα, και τσ’ άντρες εσκοτώσασι και τα παιδιά εσφάξα. Σσὶ γέρους ἐτσουρούσασι, τσὶ γρέδες τσὶ καημένες καὶ ’πήρασι τσ’ ἀπάντρευτες κ’ αὐτὲς τσὶ παντρεμμένες.

100

Κ’ οἱ ΢φακιανοί τὸ δίκιό των ἀντρίστικα τὸ ’κάμα, μὰ νὰ βαστάξουν τὴν Σουρκιὰ δὲν ἦτο μικρὸ πρᾶμμα. Πολὺ καιρὸ λέσια Σουρκῶν ἐτρώγασιν οἱ σκάρες, μὰ κι’ οὕλους δὲν τσὶ κόβγασιν, ἂν ἦσαν κι’ ἀγκινάρες, καὶ δὲν τὸ συλλογιάζουνταν ὄντες ἐσηκωθῆκα

105

κακὸν ὰποὺ55 τὸ κάμασι κι’ αὐτεῖνοι56 ’φανιστῆκα57.

53 54

Γράφω «θάμμα ’τον» αντί για «θαμμάτον». «Ήταν θαύμα» κλπ. Γράφω «Ρωμιοί» αντί για «ρωμηοί». Σα εθνικά πάντα με κεφαλαίο αρχικό γράμμα

ακόμα και σε περιπτώσεις υποτιμητικής γενίκευσης όπως π.χ στο στίχο αυτό «*τα+ τουρκιά». 55

Γράφω το συνηθέστερο «ἀπού» αντί για το «ὀπού».

56

Γράφω «αυτείνοι» αντί για «αυτοίνοι» για γλωσσικό εκσυγχρονισμό.

Μιὰ πάρτε ’σκοτωθήκασι γὴ σκλᾶβοι ἐπιαστῆκα κι’ οἱ γι ἄλλοι στὰ καράβια τῶν ἐπρόφταξα κι’ ἐμπῆκα καὶ μὲ μεγάλη λύπηση58 καὶ μὲ μεγάλη πρίκα ἐπήγασι στὴν ξενηθειὰ καὶ τὰ ΢φακιὰ τ’ ἀφῆκα

110

κ’ οἱ γι ἄλλοι59 ’ποφασίσασι καὶ ’μεῖνα στσ’ Αμμουδάρες, στὴ ΢βουριχτήν ἠβγήκασι οὖλοι, γυναίκες κι άντρες. Αὐτὸς ὁ Βολουδόπολος μαζὶ60 μὲ τὸν Μπουρδούνη κι’ αὐτόνος ὁ Μανούσακας, τσὴ Νίμπρος τὸ καντούνι. Ἐκεῖ, στὴ μέση, στσὶ κορφές, ἐβάρθηκαν νὰ ζιοῦσι,

115

κι’ εκείνοι ’ποὺ γλιτώσασι ’ς αὐτούνους τὸ χρωστοῦσι. Κι’ ἀπὸ ’κει μέσα ’πόριζα τὰ δράκεια ’ποὺ πεινοῦσα καὶ ζωντανοὺς τσ’ Ἀγαρηνοὺς ἐπὰ καὶ ’κεῖ τσ’ ἁρποῦσα. Κι’ ἀπείς61 ἐμίσεψ’ ἡ Σουρκιὰ κι’ αὐτεῖνοι ’κατεβήκα, τὰ σπίθια τῶνε κάψαλο καὶ τρόχαλο τὰ ’βρῆκα.

120

Μ’ αὐτό ’ναι τὸ μικρότερο κακὸ ἀποὺ τσ’ εὑρῆκε, πέτρες καὶ πρίνους ἡ Σουρκιὰ, ἀλήθεια, τῶν τ’ ἀφήκε. Φτιστάδες δὲν χρειάζουνται, μονάχοι τῶν τὰ χτίζου, χώμα δὲν τῶνε λείπεται γιὰ νὰ τὰ χωματίζου. Κι’ ἴντα νὰ φᾶσιν οἱ φτωχοί;62 Σὰ ζᾷ των ἀποκάμα.

125

Καὶ ποῦ θὲ νὰ χτυπήσουσι63 γιὰ νὰ γυρεύουν πρᾶμμα; Δὲν ἔχουσι νὰ βόσκουσι, νὰ σπέρνου, νὰ θερίζου, πολλὰ κακὰ τσ’ εὑρήκασι, πολλὰ τσὶ τριγυρίζου. 57

Γράφω «φανιστῆκα»αντί για «φανιστῆκαν» διότι από πάνω έχει «ἐσηκωθῆκα» και

ακολουθώ αναγκαστικά την ρίμα. 58

Γράφω «λύπηση» αντί για «λύπησι».

59

Γράφω «κ’ οι γι άλλοι» αντί για «κι’ γιάλλοι». Έτσι, «γι Αθηνά» και στον Χυχουντάκη,

βλ. Ιλιάδα Α208, σελ. 6 (ΠΕΚ, Ηράκλειο 1995). 60

Γράφω «μαζί» αντί για «μαζύ», γλωσσικός εκσυγχρονισμός».

61

Γράφω «απείς» αντί για «απής».

62

Εισήγαγα το ερωτηματικό, αφού είναι έκδηλη η πρόθεση του ποιητή να δώσει ένα

ρητορικό ερώτημα στο συγκεκριμένο απόσπασμα. 63

Γράφω «χτυπήσουσι» αντί για «χτυπίσουσι».

Καράβια64 μπλιό65 δὲν ἔχουσι νὰ τῶνε κουβαλοῦσι, κι’ ἂ δὲ66 στριφογυρίζουνται, κακὰ θὲ νὰ περνοῦσι.

130

Μ’ αὐτοὶ δὲν ἦσαν κουζουλοὶ νὰ πάσι νὰ ζαρώσου, στὰ ρημασμένα τὰ ΢φακιά, τσὴ πείνας νὰ καρώσου. Ἀποκρεμοῦνταν χαμηλά, τσ’ ἀγάδες ἐτρυγοῦσα, βούγια καὶ ’γιδοπρόβατα ἀπάνω κουβαλοῦσα, βούγια καὶ ’γιδοπρόβατα ἐκάναν ἴσια ’πάνω,

135

καὶ γιανιτσάρους δὲν ψηφοῦν, πασάν, ουδὲ σουλτάνο. Μὰ καὶ Ρωμιοῦ νὰ τύχαινε, δὲν τοῦ τ’ ἀναγυρίζου. Καὶ μήπως ἔχουν κ’ οἱ Ρωμιοὶ πρᾶμμα ’ποὺ νὰ τ’ ὀρίζου; Κι’ ἀπ’ οὕλους67 ἐκεντρώνασιν αὐτὸν τὸν Ἀληδάκη, ’ποὺ ἦτο στὸν Ἀποκόρωνα68 ἀκούνηστο69 χαράκι,

140

’πού ’χε κοπάδι΄ ἀλάλητα καὶ κάμπους καὶ λειβάδια καὶ μιτατοκαθίσματα μὲ βρύσες καὶ πηγάδια, δάσα, βουνά καὶ χειμαδιά, στέρνες καὶ ποτιστήργια, κουράδια τ’ ἀγριόβουδα, κουράδια τὰ μπεγίργια, ’λιόφυτα70 καὶ λετριβιδιά, χαλέπες καὶ χωράφια

145

καὶ στῶν Φανιῶν τὸ Σοπαλτί μετόχια καὶ κονάκια, περβόλια, μελισσόκηπους, ἀμπέλια, πατητήργια, ἀλώνια καὶ ζευγόσπιτα καὶ χόρτα καὶ τσαΐργια, μιτάτα εἰκοστέσσερα ἔστενε στὴν ἀράδα συγκρατηχτά71 ’ποὺ τὴ Γωνιὰ νὰ φτάξου στὴ Λειβάδα72.

64

150

Γράφω «καράβια» αντί για «καράβγια», διότι υπάρχει προηγούμενο στο κείμενο, στο

στίχο 108.. 65

Γράφω το πιο ιδιωματικό «μπλιό» αντί για «πλειό».

66

Γράφω «α δε» αντί για «αδέ».

67

Γράφω «οὕλους» αντί για «ὅλους» ακοιλουθώντας προηγούμενες γραφές.

68

Γράφω «Αποκόρωνα» αντί για «Αποκώρωνα».

69

Γράφω «ακούνηστο’ αντί για «ακούνιστο», αφού προέρχεται από το ρήμα «κουνάω».

70

Γράφω «λιόφυτα» αντί για «ληόφυτα».

71

Γράφω «συγκρατηχτά» αντί για «σιγκρατιχτά».

Οὕλη τὴ Ρίζαν ὤριζε, χωράφια καὶ χαλέπες73, ἀποὺ τοῦ ΢φάραγκο γιαμιάς νὰ φτάξη στσὶ Καρέδες74, κι’ οὗλα, μαδάρες καὶ κορφές, ἦσαν εἰς τὴν ἐξιάν του. Ἀπό τσὶ Γούρνες στὴ Γωνιὰ ἐπίνασιν τὰ ζᾷ του κι’ ούδὲ καὶ δὲν ἐντρέπετο νὰ λέη τῶν βοσκῶν του

155

νὰ μπιζιγάρου ΢φακιανούς, νὰ κάμη τὸν σκοπόν του, γιὰ νὰ τσὶ μπιζιγάρουσι καὶ μέσα στὰ χωργιά των, νὰ μὴν τσ’ ἀφήνουν ἤσυχους στὰ χάλια τὰ δικά των. Μά’ χε καὶ μιτατάρηδες καὶ δούλους καὶ ζευγάδες, δασκάλους καὶ σουμπάσηδες75, ’πὸ ντόπιους κι’ ἀραπάδες,

160

κ’ ἐμπλέκουνταν τσι ΢φακιανούς ‘σὰν ήθελαν τσὶ σμίξου, ’ς τὸν πόλεμον ἐπιάνουνταν ’σάν ἤθελ’ ἀπαντήξου76, γιατὶ ’ποὺ τὸν ἀγά τωνε77 ἦσαν δασκαλεμένοι, νὰ μὴν ἀφήνουν78 ΢φακιανό στὸν τόπον τοῦ νὰ ’μπαίνη κι’ αὐτούνους καὶ τὰ ζᾷ τωνε νὰ τ’ ἀποσκυλακοῦσι79,

165

’ς τὸν ἐδικό του τὸ ναγιὲ πόδα νὰ μὴν πατούσι. Καὶ μιὰν ἡμέρα τὰ σφαχτὰ τοῦ παπα-΢ήφη φεύγου, καὶ μέσα ’ς τὴ μαδάρα του ἐπήγασι καὶ ’μπαίνου κι’ ἁρποῦσιν τὰ συγκούραδα, κιανένα δὲν ἀφῆκα, πεσκέσι τοῦ Μπραΐμ-αγά ’ς τὸ Μπρόσνερο τὰ ’πῆγα. Μὰ ἐσηκώθη κι’ ὁ παππάς, ’ς τὴ Ροδαρὲν ἠβγαίνει καὶ στὸ μιτάτο τοῦ ἀγά, στὸν Καλλικράτη πχιαίνει. Οὗλα, τουπιά80, ξεπορταρές, λαβέντζια κι’ ἀρμεργάρια, 72

Γράφω «Λειβάδα» αντί για «Λιβάδα».

73

Γράφω «χαλέπες» αντί για «χαλέπαις».

74

Γράφω «Καρέδες» αντί για «Καρέδαις».

75

Γράφω «σουμπάσηδες» αντί για «σουμπάσιδες».

76

Γράφω «παντήξου» αντί για «παντίξου».

77

Γράφω «ἀγά τωνε» αντί για «ἀγάτωνε».

78

Γράφω «αφήνουν» αντί για «αφίνου».

79

Γράφω «ἀποσκυλακούσι» αντί για «ἀποσκυλλακούσι».

170

καυκιά, μυζήθρες και τυριά κι’ ‘ὅσά ’βρασι κουράδια ἐπῆραν, στεῖρα κι’ ἔγγαλα, στειράρους ’γγαλονόμους81

175

καὶ μαντρατσήδες, κι’ ἀραγούς, θυλάκια τυρονόμους. Φαλοῦ καὶ τὰ μιτάτα του καὶ πέτρα δὲν ἀφῆκα, τοῦ παπα-΢ήφη τὰ σφαχτὰ πολλὰ ξινὰ82 τοῦ ’βγῆκα. Μὰ κάθε ’μέρα, ’πὸ παντοῦ τοῦ πχιαίνα83 τὰ μαντάτα ῶς θὰ τὸν κάμ’ οἱ ΢φακιανοὶ νὰ μὴν ἔχη μιτάτα.

180

Κι’ ἀκόμη84 κ’ οἱ ζευγάδες του τοῦ τὸ ’λεγαν85 καθάργια πῶς θὰ τὸν κάμ’ οἱ ΢φακιανοὶ νὰ μὴν ἔχη ζευγάργια. Ζιμιό86 ’ποφάσισε κι’ αὐτός, γιὰ νὰ τσὶ ‘ξολοθρέψη, τὰ ἔχη του μιὰ καὶ καλὴ γιὰ νὰ τὰ ’ξεμπερδέψη καὶ τοῦ’ ποσκέθη87 κι’ ὁ πασάς πῶς θὲ νὰ τοῦ βοηθήση,

185

νὰ ’βγῆ, νὰ ’βρῆ88 τσὶ ΢φακιανούς, οὕλους νὰ τσ’ ἀφανίση. Σρεῖς χρόνοι μόνο ’πέρασα, στσὶ τέσσερεις89 ἀπάνω ’ποὺ τὰ ΢φακιά τὰ ’ρήμαξε τ’ ἀσκέρι τοῦ σουλτάνο, ’ποὺ κι’ Ἀληδάκης βάρθηκε τ’ ἀσκέρι’ ν’ ἀρματώση κι’ ὅσοι ’πομεῖνα ΢φακιανοὶ νὰ τσ’ ἀποτελειώση.

190

΢τὸ Μπρόσνερο, εἰς τὸ χωργιό, κάνει τσ’ ἐτοιμασίες, κι’ ἀσκέργια γράφει διαλλεχτά, πεζούς καὶ ἀτηλῆδες. Χωμιά, μπαρούθια κι’ ἄρματα τὸν Πύργον του γεμίζει 80 81

Γράφω «τουπιὰ» αντί για «τουπειὰ», γλωσσικός εκσυγχρονισμός. Γράφω «’’γγαλονόμους»αντί για «’γκαλονόμους»για να φανεί η ετυμολογία από τη

λέξη «γάλα». 82 83

Γράφω «ξινὰ» αντί για «ξυνὰ», γλωσσικός εκσυγχρονισμός. Γράφω «πχιαίνα»αντί για «πιαίνα»για να υπάρχει συμφωνία με προηγούμενους

τύπους της λέξης. 84

Γράφω «ακόμη» αντί για «ακόμι». Γλωσσικός εκσυγχρονισμός.

85

Γράφω «το ‘λεγαν» αντί για «τόλεγαν».

86

Γράφω «ζιμιό» αντί για «ζημιό».

87

Γράφω «’ποσκέθη» («ὑποσκέθη») αντί για «’ποσκέφτει», για λόγους νοήματος. Πρό-

κειται για υπόσχε-ση του πασά. 88

Γράφω «να βρη» αντί για «ναυρή».

89

Γράφω «τέσσερεις» αντί για «τέσσερης».

κι’΄ οὐλημερνὶς τσὶ ΢φακιανούς στέκει και φοβερίζει πῶς ’ς τὰ ΢φακιἀ ’σὰν τσὶ χοχλιούς θὰ ’βγῆ νὰ τσὶ μαζώνη,

195

’ς τὴ ΢βουριχτὴ κι’ ἂν ἀνεβοῦ, κιανεὶς δὲν τοῦ γλιτώνει. Ζιμιό ’ποφάσισα κι’ αὐτοὶ νὰ τόνε φοβερίσου, νὰ κατεβού στὸ Μπρόσνερο νὰ τόνε ξεφτυλίσου, γιὰ δὲν τόνε βαστοῦσι μπλιό, ’σὰ σκύλους τσὶ μπαχίζει, νὰ τσὶ μαζώνει ’πὸ παντοῦ καὶ νὰ τσὶ τριγουνίζει.

200

Νἀ μή ‘μποροῦ καλόβολα νὰ ‘βγοῦ ‘ποὺ τὰ χωργιά των καὶ νὰ προβάλου στὴν90 κορφή δὲν εἶχα τὴν ἐξιάν των. Ξέγνοιους νὰ μὴν τσ’ ἀφήνη91 μπλιό καὶ νύχτα μουδέ92 ‘μέρα, βλέπου κι’ ἀποὺ τὰ χέργια του δὲν ἔχουνε γλιτέρα93, καὶ μαντατοφορίζουνται οὗλοι ν’ ἀρματωθούσι,

205

καὶ νὰ μονομεργιάσουσι, νὰ εἰδοῦν πῶς θὰ τὸ ’βροῦσι. Νὰ ξανακάμουν πόλεμο εἶνιαι ’ποφασισμένοι, στ’ Ἀσκύφου94 πρεμαζώνουνται στραθιῶτες95 ἀντρειωμένοι καὶ μπογαράδες καὶ λιγνοί, μὲ τσὶ μακριὲς χεροῦκλες καὶ μὲ τὰ στήθια τ’ ἀνοιχτὰ καὶ μὲ τσὶ ποδαροῦκλες,

210

μὲ τὰ μακρέ τωνε σκουλιά, μὲ τσὶ ’πισοκαυκάλες, τ’ ἀμπέθειά των τὰ μαλλιαρὰ καὶ τσ’ ἀνοιχτὲς κουτάλες. 90

Γράφω «την» αντί για «τη» αφού ακολουθεί «κ».

91

Γράφω «αφήνη» αντί για «αφίνη».

92

Γράφω «μούδε» αντί για «μούιδε» για μετρικούς λόγους.

93

Γράφω «γλιτέρα» αντί για «γλυτέρα» από το «γλιτώνω», γλωσσικός εκσυγχρονισμός.

94

Γράφω «τ’ Ἀσκύφου» αντί για «τὰ ΢κύφου».

95

Γράφω «στραθιῶτες» αντί για «στραθειῶτες».

Καὶ μιὰ τουφέκα γαργερὴ βαστοῦσιν εἰς τὴ χέρα, στὴ μέσην96 ἕναν πίστολο καὶ μιὰ σκουρομαχαῖρα97, στὴ ράχην ἕνα σάκκουλο μὲ τὰ χοντρὰ βαστάγια

215

καὶ καμωμένο ξαργουτοῦ νὰ βάνη δυὸ κριγιάργια. Ἄλλ’ εἶνιαι98 καλοκαιρινοὶ κι’ ἄλλ’ εἶνιαι γαμπαδάτοι κ’ ἄλλοι μὲ τσὶ ρασόκαρτσες κι’ ἄλλοι ’ποκαμισάτοι. Κ’ ἡ φορεσιὰ καὶ τ’ ἄρματα ‘λιγάκι καπνισμένα καὶ μὲ λουργιὰ ἐπᾶ καὶ ’κεῖ ραμμένα καὶ δεμένα.

220

Ἐσηκωθῆκα καὶ πολλὲς γυναῖκες κι’ ἀκλουθοῦσι, κι’ ἀνὲ καὶ γίνη πόλεμος κι’99 αὐτείνες100 νὰ βοηθοῦσι. Κ’ ὡς ἦσα ‘ποκαμισαρὲς καὶ μὲ τσὶ κουτελίτες, τσὶ σούφρες καὶ μὲ τσὶ ποδιὲς καὶ μὲ τσὶ πηγουνίτες ἀφῆκα σπίθια καὶ παιδιά, τσὶ ρόκες καὶ τ’ ἀρδάχθια, δίχως νὰ κλάψουν κιαουλιάς, δίχως νὰ χύσουν δάκρυα. Σσ’ ἀθρώπους τωνε μοναχοὺς δὲν θέλουσι ν’ ἀφήσου, μὴν πάσιν εἰς τὸν πόλεμο καὶ δὲν ξαναγυρίσου.

96

Γράφω «μέσην» αντί για «μέση» για μετρικούς λόγους, αποφυγή της χασμωδίας.

97

Γράφω «σκουρομαχαῖρα» αντί για «σκουρομαχέρα».

98

Γράφω «ἄλλ’ εἶνιαι» αντί για «ἀλλοίνιε».

99

Γράφω «κι’» αντί για «καὶ» για μετρικούς λόγους».

100

Γράφω «αυτήνες» αντί για «αυταίναις»

225

’΢ τ’ ἀρχοντικό101, ’ς τὸ ’σὀχωρο, εἰς τὸ δροσιὸ τοῦ πρίνου, καλοὶ κακοὶ μονομεριοῦ, νὰ ’δοῦν ἴντα θὰ γίνου.

230

Γυναῖκες, γέροντες καὶ νιοί, οὖλοι, μικροὶ μεγάλοι, ἐκεῖ μονομεργιάζουσι, νὰ κάμουν ἕνα χάλι. Κι’ ἀπεὶς102 ἐμαζωχτήκασιν, ὁλόγυρα καθίζου, κι’ οἱ γι ἄλλοι στέκουσιν ὀρθοί, στσὶ τοίχους ἀκουμπίζου, καὶ λέ’ ὁ ἕνας τὸ μακρὺ κι’ ὁ ἄλλος τὸ κοντό του

235

κι’ ὁ κάθε γεὶς τὴ103 γνώμην του, ‘σὰ φτάνει τὸ μυαλό του. Λέει τὴν104 κι’ ὁ Μανούσακας μὲ τὴν χοντρὴ φωνάρα καὶ μὲ τὴν ’ποκαμίσαν του καὶ τὴν πλατὲ ζωνάρα, ἀπού ’τονε105 κ’ ἡ γι ἀφορμὴ γιὰ νὰ πρεμαζωχτοῦσι, κ’ ἐδὰ ’σὰν τοῦ πνεμματικοῦ τὰ λόγια τοῦ γρικοῦσι. Κι’ ὅσα τῶν εἶπε, κ’ ὡς ἐδά, οὗλα ‘ναι παροιμίες καὶ ’βγαίνουσι κι’ ἀληθινά ’σὰν νὰ ‘ναι προφητείες: «Μωρὲ παιδιά, γρικήσετε και ’μένα τὴ βουλή μου, ἀποὺ σὲ τέθοια βάσανα ἤσπρισ’106 ἡ κεφαλή μου.

101

Γράφω «ἀρχοντικό» αντί για «Ἀρχοντικό».

102

Γράφω «ἀπείς» αντί για «ἀπὴς».

103

Γράφω «τὴ» αντί για «τὴν».

104

Γράφω «την» αντί «των». «Ο Μανούσακας λέει την (γνώμη του)».

105

Γράφω «ἀπού ‘τονε» αντί για «ἀποῦ ἤτονε» για μετρικούς λόγους.

240

Δὲν κρίνω ν’ ἀνιμένωμε κι’ ετσά107 νὰ καρτεροῦμε,

245

τὸν Ἀληδάκη ’γλήγορα ὲπὰ θὰ τὸν δεχτοῦμε. Μετρήσετέ το γνωστικά, τὸ πῶς δὲν μᾶς συφέρει108 εἰς τὰ ΢φακιὰ νὰ ξαναβγῆ τὸ τούρκικον ἀσκέρι. Θὰ κάψουν τὴν καλύβα μας, ’σὰν τήνε ξανακάμα, κι’ οὔλ’ ἡ φτωχειά μας θὰ χαθεῖ, κι’ ἂν ἔχωμεν καὶ πρᾶμμα

250

κι’ ὅσοι γλιτώσουν ὕστερα, θὰ μείνουν δίχως βράκα. Καὶ σπίθια καὶ νοικοκυργιά θ’ ἀρχίσουν ’ποὺ τὴν ἄκρα, γιατ’ Ἀληδάκης, τὸ σκυλί109, εἶνιαι110 ’ποφασισμένος γὴ ’μεῖς νὰ ξεκληρίσωμε, γὴ ’κεῖνος ξεβγαρμένος. Μόν’ ἂς ἀποφασίωμεν111 κάτω νὰ κατεβοῦμε στὸ Μπρόσνερο, στὸν Πύργον του, νὰ πάμε νὰ τὸν βρούμε, νὰ μὴν τ’ ἀφήσωμε καιρὸ τ’ ἀσκέρι ν’ ἀρματώση καὶ κάμη οὗλες τσὶ δουλειές, νὰ ‘ρθῆ νὰ μὰς πλακώση. Καὶ, ’σάν τόνε ξεκάμωμε112, γλιτώνου τὰ παιδιά μας,

106

Γράφω «ἤσπρισ’» αντί για «ἄσπρισ’» για να φανεί η χρονική αύξηση.

107

Γράφω «κι ετσά» αντί για «και έτσι».

108

Γράφω «συφέρει» αντί για «συφφέρει».

109

Γράφω «σκυλί» αντί για «σκυλλί».

110

Γράφω «είνιαι» αντί για «ένε», ακολουθώντας τον τύπο που συνάντησα ως τώρα.

111

Γράφω «αποφασίσωμε» αντί για «αποφασίσομε», αφού έχουμε υποτακτική.

112

Γράφω «τόνε ’ξεκάμωμε» αντί για «τὸν ἐξεκάμωμε».

255

γλιτώνουσι τὰ ἔχη μας καὶ τὰ νοικοκυργιά μας.

260

Κι’ ὁ βασιλιὰς θὲ νὰ τὸ ἰδῆ τὸ δίκιο τὸ ’δικό μας, καλὰ ‘ποὺ τοῦ τὸ ‘κάμαμε, θὰ πῆ, κι’ ἂς εἶν’113 ἐχθρός μας. Κ’ οἱ Σοῦρκοι δὲν ἀποκοτοῦν, κιανένας δὲν σιμώνει, γιατί, κι’ ἂν ἐλιγάναμε, μάσε φοβούντ’ ἀκόμη». Καὶ τότες ἀποκρίθηκεν αὐτὸς ὁ παπα-΢ήφης,

265

’ποὺ τά ’λεγεν τὰ λόγια του ’σὰν νά ’τονε προφήτης κ’ ἦτονε καὶ τοῦ Καστελλιοῦ στόμα, σέ τέθοια βάλη, τοῦ Καλλικράτη ἡ πρεπειά, ξεχωριστὸ κεφάλι: «Αὐτ’ εἶνιαι114 Θεοῦ φώτιση115, Μανούσακα, ἡ βουλή σου, κ’ ἄφησ’ πῶς εἰς τὰ βάσανα ἤσπρισ’ ἡ κεφαλή σου.

270

Ἐμένα μοῦ τ’ ονείρεψε γεἷς μὲ τὸ καμηλαύκι116 νὰ ’πᾶμε νὰ χαλάσωμε τὸν Πύργο τ’ Ἀληδάκη. Κι’ ἀποψ’ εἶδα ’ς τὸν ὕπνο μου τὸν Ἅγιον Νικήτα καὶ μοῦ ’λέγε στὸ Μπρόσνερο νὰ ’πᾶμε μὲ τὴν νύχτα. Κ’ ὕστερα πῶς ἐπήγαμε κ’ εἶχα χαρὲς μὲ γέλια117,

275

113

Γράφω «εἶν’» αντί για «ἔν»

114

Γράφω «εἶνιαι» αντί για «ἔναι» για λόγους συμφωνίας του κειμένου με προηγηθέντες

τύπους. 115

Γράφω «φώτιση» αντί για «φώτισι» για λόγους γλωσσικού εκσυγχρονισμού.

116

Αφήνω το ιδιωματικό «καμηλαύχι»αντί για το ορθότερο καλημαύχι».

πῶς εἶδα κ’ ἐχαλάσασι τοῦ Πύργου τὰ θεμέλια. Μόν’ ἂς ἀποφασίσωμε κάτω νὰ κατεβοῦμε, τὸν Ἀληδάκη στὰ ΢φακιὰ μὴν τόνε καρτεροῦμε. Θὲ νά ‘χωμε καὶ φύλακες ἁγιοὺς καὶ Παναγία, γιατὶ θὰ πολεμήσωμε γιὰ πίστη118 καὶ πατρίδα.

280

Κι’ ὁ Ὕψιστος119, ἀποὺ120 θωρεῖ τὴ στενοχώρησή121 μας, Βοηθὸς θὲ νὰ μασέ γενῆ122 στὴ στράτα τὴ ’δική μας. Ἐμεῖς κακὴ τὴν ἔχωμε, παιδιά μου, ἔτσι κ’ ἔτσι, ’ς τὸ Μπρόσνερ’ ἂς κατέβωμε κ’ ὕστερ’ ἂς ἔρθ’ ὅ,τ’ ἔρθει. Σὸν Ἀληδάκη, τὸ σκυλί, ὡς πότε θὰ βαστοῦμε;

285

Καλόβολα ‘ς τὴν πόρτα μας νἀ ’βγοῦμε δὲν ’μποροῦμε, μίὰ φορά θ’ ἀποθάνομε καιτὲς123 ξεκουρασιά ‘ναι, μ’ ἀποὺ τὴ ζήση124 τὴν κακὴν ὁ θάνατος καλλιά ‘ναι. Εἰς τσ’ οὐρανοὺς οἱ γι ἄγγελοι θὰ μᾶς ὑποδεχτούσι125,

117

Γράφω «γέλια» αντί για «γέλοια», γλωσσικός εκσυγχρονισμός.

118

Γράφω «πίστη» και όχι «πίστι».

119

Γράφω «Ύψιστος» αντί για «ύψιστος».

120

Γράφω «απού» αντί για «όπου».

121

Γράφω «στενοχώρησή» αντί για «στυενοχώρησί» για λόγους γλωσσικού εκσυγχρονι-

σμού. 122

Γράφω «μας-ε γενή» αντί για «μας εγενή».

123

Γράφω «καιτὲς» αντί για «καὶ τὲς», αφού συμφωνεί με τη λέξη που παραθέτει στο

γλωσσάρι του ο Υαφουτάκης ως «καὶ τότες» (σελ. 123). 124

Γράφω «ζήση» αντί για «ζήσι».

125

Γράφω «ὑποδεχτοῦσι»αντί για ἁποδεχτοῦσι».

καὶ οἱ γι ἐρχόμενες γενιὲς θὰ μάσε συχωρούσι».

290

Ὁ Μπενοδασκαλόπαπας, λέσι, κι’ ἄλλοι παπάδες, μέσα ’ποὺ τὴν Ἀνώπολη κι’ ἀποὺ126 τσὶ Κομητᾶδες, ὁ παπα-΢ήφης ΢κορδυλὴς κι’ ὁ Φατζηδογιωργάκης, Μπουρδούνης, ΢ιφοδάσκαλος καὶ ὁ παπα-Μωράκης, Βλάχοι καὶ Μαυροπάτεροι εἴπασι τὴ βουλή των,

295

νὰ ‘πᾶ νὰ βροῦσι τὸν ἀγὰ ἦτον ἡ γι ἀφορμή των. Κ’ ἔμειναν οὗλοι σύφωνοι, ἀπόφασην ἐκάμα, στὸ Μπρόσνερο νὰ κατεβοῦν δίχως κιανένα πρᾶμμα. Μά ’πε127 κ’ ἡ Πατσουροζαμπιά: «Κ’ ἐμεῖς θ’ ἀρματωθοῦμε, κ’ ἡ Νικολέτα κ’ ἡ Φρουςὴ θὲ νὰ σᾶς ἀκλουθοῦμε,

300

μαζὶ νὰ πολεμήσωμε, μαζὶ κι’ ἀνὲ χαθοῦμε, κ’ ἐμεῖς ἐβαρεθήκαμε τσὶ Σούρκους νὰ γρικούμε». «Οὗλες μαζὶ θὲ νά ’ρθωμε!», φωνιάζ’ ἡ γι Ἀρχοντούλα μὲ τη Λουπασσο-Κατεργιά καὶ παπαδο-΢οφούλα». «Γυναῖκες, ’σεῖς νὰ κάτσετε μαζὶ μὲ τὰ παιδιά σας, μὰ ’σᾶς κάτω στὸ Μπρόσνερο δὲν εἶνιαι128 ἡ δουλειά σας. 126

Γράφω «απού» αντί για «από», αφού και προηγουμένως υπάρχει «’πού».

127

Γράφω για λόγους μετρικούς «Μα ’πε» αντί για «Μα είπε».

128

Γράφω «είνιαι» αντί για «ένε».

305

Ὀγλήγορα στὰ ’σπίθια σας!», τῶν λέν’ οἱ πολεμάρχοι, «μὰ ’μεῖς τοῦ Πύργου τὴν Σουρκιὰ τὴν τρῶμε καὶ μονάχοι». «Μὰ ’μεῖς δὲν ἀπομένομε, μαζὶ σᾶς θ’ ἀκλουθοῦμε, τσὴ Ρωμιοσύνης τὸν ὀχθρό κ’ ἐμεῖς θὰ πολεμοῦμε».

310

«Ἂς ἔρθουν, ’σὰ δὲ γίνεται, μὰ ἡ πρώτη τῶν δὲν ἔναι», εἶπεν ὁ Βολουδόπωλος, «κ’ ἡ συντροφιὰ καλὴ129 ἕναι». Βαθειὰν αὐγὴ σηκώνουνται κι’ οὗλοι μονομεργιοῦσι καὶ κάνουσι παράκληση ’ς τὸ δρόμο γιὰ νὰ ’μποῦσι. Παπάδες δεκατέσσερεις τὰ ἱερὰ ’ντυμένοι

315

διαβάζουν τὴν παράκληση ’ς τὰ δάκρυα βουτημένοι. Οι λαϊκοί ’νατολικά κάνουσι το σταυρό των, την Παναγιά παρακαλού, το μοναχό βοηθό των. Ξεσκούληδες παρακαλοῦν καὶ σκύφτουν τὸ κεφάλι καὶ «Παναγία, σῶσε μας» λέσι, μικροὶ μεγάλοι. Οὗλοι, γυναῖκες καὶ παιδιά, μαζὶ παρακαλουσι καὶ κάνουσι κι’ ἁγιασμό καὶ τὸν σταυρὸ φιλοῦσι. Ἐκάμασι τὸν ἁγιασμό καὶ τὸν σταυρὸ φιλοῦσι, οἱ γεροντάδες τσ’ εὐλογοῦν κι’ ἀπόκειας ξεκινοῦσι 129

Γράφω «καλὴ» αντί για «καλ’» για να φανεί καλύτερα το νόημα.

320

κι’ ὡς τὰ γλυκοχαράμματα τὸ Μπρόσνερο κυκλώνου

325

καὶ δυὸ παιγνιῶτες διαλεχτοὶ ’ς τὸν Πύργον ἀποσώνου. Ὁ Καραβάνος εἶν’ ὁ γεἷς κι’ ἄλλος ’ποὺ τσὶ Μπουζῆδες κι’ αυτόὺς τσὶ δυὸ ἐπέψασι γιατ’ εἶν’ καλ’ ἀγουτζῆδες. Καί παραγκέρνουσί τωνε νὰ ’πᾶσι νὰ χωστοῦσι κι’ ὡς διαφωτίση τὸ ταχὺ, ἕτοιμοι νἀ ’βρεθοῦσι,

330

‘ποὺ θὰ προβάλλη ὁ ἀγάς ἀποὺ τὸ παραθύρι, μόνο νὰ μὴν τοῦ κάμουσι λύπηση καὶ χατίρι. Σόμου κι’ ανοίξη γιὰ νὰ ἰδῶ, τσ’ ἐργάτες νὰ φωνιάξη, τσὶ δουλευτάδες, τσὶ βοσκούς, γιὰ νὰ τσὶ δϊατάξη130, νὰ τοῦ μονοφτυλίσουσιν ἀμέσως ’σὰν προβάλη,

335

πριχοῦ131 προφτάξη νὰ τσ’ ἰδῆ, γὴ τοῦ τὸ ’ποῦσιν ἄλλοι, τ‘ ἀμμάθια τῶν ν’ ἀνοίξουσι γιὰ νὰ τόνε σκοτώσου, νὰ ’πάσιν ὕστερα κι’ αὐτοί, τὸν Πύργο νὰ τσακώσου. Μὰ τ’ ἀρκομποὺζια τ’ ἄπιστα τοῦ ‘κάμασι χατίρι132, γιατ’, ὡς εφάνη τὸ ταχὺ ἀποὺ τὸ παραθύρι,

340

τοῦ μονοπαίξασι κι’ οἱ δυὸ, μά ’κείνα δὲν ἐπῆρα, 130

Γράφω «δϊατάξη» αντί για «¨διατάξη», ώστε με τα διαλυτικά να φανεί η συνίζηση.

131

Γράφω «πριχού» αντί για «πρίχου» για λόγους μέτρου και σωστής εκφοράς της λέξης.

132

Γράφω «χατίρι» αντί για «χατήρι» για γλωσσικό εκσυγχρονισμό.

βάσαν’ἀλλῆς λοῆς ’ς αὐτὸν ἐφύλαγεν ἡ μοῖρα. Ἤκουσε τσὶ πυροβολὲς καὶ τρέχει ’ς τὸν ὀντά του, ’ντύνεται κι’ ὀρδινιάζεται καὶ βάνει τ’ ἄρματά του, κ’ εἶχε καὶ μιὰ διακοσαρὲ ἀράπηδες κι’ ἀγάδες,

345

τῶν ΢φακιανῶν ἐφώνιαξεν «ἤρθετε κερατάδες; Θὰ σάσε δείξω ’γῶ, μωρέ, πῶς πολεμοῶν οἱ γι ἄντρες, ’ποὺ δὲν τὸ καταδέχουνται νὰ κάνουσι μποσκάδες». Λέει του ὁ Μανούσακας μὲ τὴν χοντρὴ φωνάρα καὶ μὲ τὴν ’ποκαμίσαν του καὶ τὴν πλατὲ ζωνάρα:

350

«Ἐδὰ θὰ ’δῆς, μωρὲ μπουρμᾶ, μὲ ποιοὺς θὰ πολεμήσης, ’ποὺ ’χαζιρεύγου, καὶ καλά, ἕνα μᾶς μἢν ἀφήσης. Ἐδὰ θὰ δείξη ὁ πόλεμος ἂν εἶσαι παλληκάρι, κ’ ἦρθεν ἡ γι ὤρα σου, μπουρμᾶ, ὁ διάολος θὰ σὲ πάρη!» Κι’ ὥστε ’ποὺ νὰ τὸ καλοπῆ, οὗλ’ ἐχυνοβολήξα κι’ ἀρχίζουν τόνε στὰ «ψου ψου», μέσα τόνε σφαλήξα. Κι’ ἀπόξ’ ὅσοι ’βρεθήκασι, τσὶ μπαλοτὲς γρικοῦσι, κι’ ὅσο ’μποροῦσι φεύγουσι, οὗλα τὰ παραιτοῦσι. Καὶ τοῦ Μπροσνέρου ἡ Σουρκιά, οἱ τρομεροὶ τζορμπάδες,

355

ἀπ’ οὗλος Ἀποκόρωνας δὲν εἶχε τέθοιους σκιάδες,

360

εἰς τ’ ἄρματα ’σταθήκασι, μ’ ἀνὲ κι’ ἀντισταθοῦσι, τὸν ἄλλο κόσμο ’γλήγορα οὗλοι θὰ τόνε βροῦσι. ’΢ὰν εἶδα τέθοιο χωρατά, τὴ ράχην ἐγυρίσα, σπίθια καὶ ζᾷ καὶ πράμματα, οὗλα τὰ ’παραιτῆσα, κι’ ἐπήγασιν εἰς τὸν Βαφέ, στὸν Νίπος καὶ στοῦ Βάμου,

365

κι’ ἐβλέπασι τσὶ ΢φακιανοὺς στὸ Μπρόσνερο πῶς διάχνου, στὸν Πύργον τὸν Μπραΐμ-ἀγά πῶς τόνε συγυρίζου, τὰ σπίθια καὶ τὰ ζᾷ τωνε πὼς τὰ ξετσαμπαδίζου. Ἄντρες κιαμιὰ πενηνταρὲ οἱ Σοῦρκοι Μπροσνερίτες, κι’ ἀπ’ οὕλους οἱ κακύτεροι αὐτοί ‘σαν οἱ κοπρίτες.

370

’΢ τ’ Ἀποκορώνου τὰ χωργιά ἐκάθουντο χιλιάδες, ἀγάδες, ξεκουκούλωτοι, γιανίτσαροι μπουρμᾶδες, μὰ δὲν ἀποφασίσασι καθόλου νὰ σιμώσου, καὶ τ’ Ἀληδάκη τοῦ φτωχοῦ βοήθεια νὰ τοῦ133 δώσου. Κι’ ἀποὺ τ’ ἀσκέρι τοῦ πασὰ κιανένας δὲν ἐφάνη, γιατὶ δὲν τῶνε πέψασι βασιλικὸ φερμάνι, κι’ ἀφήκασι τὸν ἔρημον, τὸν δόλιον Ἀληδάκη 133

Προσθέτω το «τοὑ»για μετρικούς λόγους.

375

κι’ ἐφάγαν τὸν οἱ ΢φακιανοί ὡς τὸ κολατσιδάκι. Ἐφάγαν τὸν οἱ ΢φακιανοὶ ὡς τὸ κολατσιδάκι, μὰ δὲν τῶν134 ἦρθε χαύτωμα, μουδὲ καὶ μεζεδάκι.

380

Κι’ αὐτόνον καὶ τσ’ ἀθρώπους τοῦ, οὕλους τσ’ ἐκαταλῦσα, μέσα στὸν Πύργον ζωντανὸ κιανένα δὲν ἀφῆσα, γιατὶ μονομεργιάσασι οὗλ’ οἱ καλοὶ παιγνιῶτες κ’ ἐβλέπα τὰ παράθυρα, φονέδες καὶ τσὶ πόρτες κι’ ἀπ’ ὅπου ’βλέπασι καπνόν, οὗλοι μονοφτύλιζα,

385

κ’ ἐσποῦσ’ οἱ γι ἀπαλόπετρες καὶ τὰ σμαγδάλια ’νοίγα135. Κι’ ὄντε ξαναπροβαίνασιν οἱ Σοῦρκοι κ’ ἐξαμώνα, τῶν ἔπαιζαν οἱ ΢φακιανοί, στὸν τόπο τσ’ ἐξαπλώνα. Λαγούμια τῶνε κάμασι κ’ ἐπέσ’ οι καντουνάδες, «Ἀλλά’ Ἀλλά’» ’φωνιάζασι καὶ ’ντόπιοι κι’ ἀραπάδες. Μ’ ἀντρίστικ’ ἐπολέμησα, ’σὰν ἄντρες ἐβαστάξα, οὗλοι τῶν ἐσκοτώθηκαν καὶ τὰ ’ζύγώνα ’φτάξα. Κι’ αὐτόνος ὁ Μπραΐμ-ἀγάς ἤχασε τὴ ζωή του, μόνο πέντ-ἕξε μπαλοτὲς ἤφαε τὸ κορμίν του.

134

Γράφω «των» αντί για «τον», αφού αναφέρεται στους ΢φακιανούς.

135

Γράφω «σμαγδάλια ‘νοίγα» αντί για «σμαγδάλι’ ανοίγα».

390

Κι’ οὗλ’ ἐπαραξενεύτηκαν στὴν τόσην ἀντρειάν του,

395

τὰ κρέτα του τὴν εἴχασιν τὴν ὄψην τοῦ γαλάτου. Κι’ ἀπεὶς καὶ τσὶ ‘σκοτώσασι, μέσα στὸν Πύργο ’μπῆκα κ’ ἐπῆραν ὅ,τ’ εὑρήκασι καὶ πρᾶμμα δὲν ἀφῆκα. ’΢ τὸ Μπρόσνερον ἐκάτσασι κ’ ἐκάμασι καὶ δεῖπνο καὶ τὰ ’σπιτάκια τῶν Σουρκῶν οὗλα τὰ ’κάμα λύχνο.

400

Καλὰ τἀ ’συγυρίσασιν, ἐβγάλα καὶ τσὶ πόρτες, κατοικηργιὸ τὰ κάμασ’ οἱ σπουργίτες καὶ οἱ σκλῶπες. Καὶ πῶς νὰ κουβαλήσουσι τὰ τόσα κελεπίργια; Μουδὲ γαϊδάροι136 φτάνουσι, μουλάργια, οὐδὲ μπεγίργια. Πρὸς ὥρας137 γίνα’ χτήματα, μονάχοι τὰ σηκώνου,

405

κι’ ὅ,τι ’μποροῦσε κάθε γεἷς στ’ Ἀσκύφου τ’ ἀποσώνου. Οὗλοι, γυναίκες καὶ παιδιά, ὀμάδι κατεβῆκα κ’ ἐγδύσασι τὸ Μπρόσνερο καὶ πρᾶμμα δὲν ἀφῆκα. Περίσσια ’κουραστήκασι δυὸ ’μέρες νὰ τὸ γδύσου, κι’ ὅ,τι τῶνε ’σηκώνετο138, πρᾶμμα νὰ μὴν ἀφήσου.

410

136

Γράφω «γαϊδάροι» αντί για «γαειδάροι».

137

Γράφω «πρὸς ὥρας» αντί για «μπρὸς ὥρας», με την έννοια «για λίγη ώρα», «προσω-

ρινά». 138

Γράφω «ό,τι τώνε σηκώνετο» αντί για «ό,τι τον εσηκώνετο» γιατί υποκείμενο είναι συ-

νολικά οι ΢φακιανοί.

Οὖλα τὰ κουβαλήσασι στ’ Ἀσκύφου, στὸ λειβάδι, ἡ κάψα δὲν τσὶ ’μπόδισε, μουδὲ καὶ τὸ σκοτάδι. Πόρτες, πιθάργια καὶ βουτσιά μὲ τὸ κρασὶν ὀμάδι καὶ τὸ κριθάρι ’πήρασι, παίρνουσι139 καὶ τὸ λάδι. Σσικάλι δὲν ἀφήκασι, πινάκι, γὴ σανίδα,

415

σκουτέλι, κουλουκουτερό, μουδὲ καὶ λεκανίδα, καζάνια σαράντα εφτά, λαβέντσια τοῦ μιτάτου, ’ποὺ κι’ Ἀληδάκης ὁ φτωχὸς τά ’βρε ’ποὺ τὸν μπαμπά του, μπρίκια, τηγάνια, τέντσερα, σοφράδες καὶ μπακίργια καὶ τὰ μπαρούθια παίρνουσι, παίρνουν καὶ τὰ μολύβια

420

κι’ ὅσα μουλαρογάϊδουρα, φοράδες καὶ μπεγίργια, οὗλα τὰ πρεμαζώνουσι μὲ γέλια καὶ παιγνίδια. Καὶ ροῦχο, ποῦ ν’ ἀφήσουσι, γδυμνοί ’σαν οἱ καημένοι, γδυμνοί ’σα καὶ ’ξυπόλητοι καὶ κακαποδομένοι. Μαῦρο ’τονε τ’ ἀμμάτι140 τῶν κι’ ὅ,τ’141 ἥβρισκαν142 τὸ ‘παῖρνα, τὸν Πύργ’, ἂν ἐσηκώνετο, στ’ Ἀσκύφου τόνε ’φέρνα.

139

Γράφω «παίρνουσι» αντί για «πέρνουσι», γλωσσικός εκσυγχρονισμός.

140

Γράφω «»’αμμάτι»αντί για «ομμάτι»λόγω προηγούμενης γραφής «ἀμμάθια».

141

Γράφω «ὅ,τ’» αντί για «ὅ,τι» για μετρικούς λόγους.

142

Γράφω «ἤβρισκαν» και όχι «ἤβρισταν».

425

Ἡ στράτα ’ποὺ τὸ Μπρόσνερο νὰ πάη στὸ Λειβάδι ἦτονε μιὰ μελιττακιὰ συγκρατηχτὸ κοπάδι. Οἱ γι ὄφκεροι κατέβαινα κι’ οἱ φορτωμένοι ’βγαῖνα κι’ ἄφηναν τὸ γομάρι τῶν κι’ ὀπίσω ἐγιαγέρνα

430

κ’ ὅ,τ’ ἤβρισκαν τὸ ‘σήκωναν καὶ πάλι ’πίσω ’πηαῖνα, κι’ οὑλημερνίς κι’ οὑληνυχτὶς ἀνεβοκατεβαῖνα, ὡσὰν τὸ κάνου οἱ μέρμηγκες ὄντες εἰς τὴν φωλιά των τὸ καλοκαίρι κουβαλοῦν θροφὴ γιὰ τὴ χρονιά των. ’΢ τ’ Ἀσκύφου ’μονομέργιασαν οὗλα τὰ κελεπίργια

435

κι’ ἀπόκειας τὰ ’μοιράσασιν οὗλα, δίχως χατίργια. Μὰ γιὰ ψηφὶν εἰς τσ’ ἄρχοντες ἐδίδασι δυὸ πάρτες, κι’ αυτοὶ καλὰ ’σηκώνασι κ’ ἐκάμασι καὶ στράτες. Αὐτόνος ὁ Μανούσακας μὲ τὰ χονδρὰ στιβάνια ἕνα γομάρι ’σήκωσε λεβέντσια καὶ καζάνια κι’ οὗλοι ’παραξενεύτηκαν καὶ τσοῦρμο καὶ λογάδες, πιάνουσι καὶ ζυγιάζουν τὸ καὶ ‘βγαίν’ ὀγδόντ’ ὀκάδες. Οἱ ΢φακιανοὶ μοιράζουσι τὰ ἔχη τ’ Ἀληδάκη κ’ οἱ Σοῦρκοι τόνε κλαίουσι κι’ εἶνιαι νὰ πιοῦν φαρμάκι.

440

Κλαίει τον κ’ ἡ χανούμη του, παρηγοργιά δὲν ἔχει,

445

τοῦ γυιοῦ τσὴ τὸ ’παράγγελνε, ‘ς τσ’ ἀγκάλες τσὴ τὸν ἔχει: «Ὑγιέ143 μου, μὲ τσὶ ΢φακιανούς, νὰ ἔχης τὴν εὐκή μου, ὄχθρητα νὰ μὴν ἔχετε, νὰ σὲ χαρῶ, παιδί μου, κι’ ἂς τρῶσι βούγια καὶ σφαχτά, μ’ αὐτὰ δὲν ἀποκάνου, νὰ μὴ σοῦ ’βρίστουν ἀφορμὴ πόλεμο νὰ σοῦ κάνου

450

καὶ νὰ σὲ κάμουσι καὶ σὲ ’σὰν ‘κάμαν τὸ’ μπαμπά σου, νὰ χάσης τὸ κορμάκι σου καὶ τὰ νοικοκυργιά σου». Μὰ κλαίουσι κ’ οἱ ΢φακιανοί καμπόσους144 ἀντρειωμένους, λιοντάργια ’ς τὴν παλληκαργιά, ’ς τὸν πόλεμ’ ἀξιωμένους. Κλαῖσι τὸν Μπουζο-Θόδωρο, ’ποὺ ’χε μεγάλο νάμι,

455

καὶ τὸν Υλὲ-Υλὲ τὸν ΢ταβιανὸ καὶ τὸν Πατερογιάννη, τὸν Κανακο-Γερώνυμο, ἀπού ’τον ἀντρειωμένος κ’ ἦτο καὶ νιὸς μοναχογιός145 περίσσια χαϊδεμένος. Κλαῖσιν τὸν ΢κορδαλ- Αντρουλή, τὸν ὄμορφο παιγνιώτη, μαζὶ μὲ τὸν παπα-Βαρδὴ καὶ τὸν παπὰ τὸν Φιώτη καὶ τὸν ΢παντιδο-Κωνσταντὴ καὶ τὸν ΢ηφο-Μανώλη, 143

Γράφω «υγιέ» αντί για το ακατάληπτο «νυγέ».

144

Γράφω «καμπόσους» αντί για «κάμποσους» για μετρικούς λόγους.

145

Γράφω «μοναχογιός» αντί για «μοναχογυιός» για γλωσσικό εκσυγχρονισμό.

460

τὸν Μπριλογιαννο-Θόδωρο, ’ποὺ τὸν ‘παινοῦσαν ὅλοι, καὶ τὸν Νικόλα Μαλαντρή, τὸν Ρούσιο ’ποὺ τὸ Θόλος. καημένος ὁ Βαφόκωστας146 κ’ ὁ Μπήργερος ὁ Πόλος. Κλαῖν’ τὴν Μπουρπαχο-Κατσουλὴ μὲ τὴν μακρὲ πλεξοῦδα,

465

ἀποὺ ’πολέμ’ ἀντρίστικα κι’ ἂς ἦτο κοπελοῦδα. Κλαῖσι καὶ τὴν ΢γουραφελλιά, ’ποὺ’ κανε τὰ λαγούμια κ’ ἔκανε τὰ παιδιά ’ρφανά, χηράδες τὰ χανούμια, ἀποὺ τὴν ηὗρεν μπαλοτὲ κ’ ἤπεσεν εἰς τὸ δῶμα καὶ παίρν’ ἡ μπόρμπερη φωθιὰ καὶ τήνε κάνει λιῶμα.

470

Καὶ γλήγορα θὰ κλάψουσι καὶ τὸν Ζαμπετο-Γιώργη, καὶ τὸν Μιχαλιουδόπολο καὶ τὸν Βαρδο-Κοκόλη καὶ τὸν Μπουνατο-Μιχελή, κ’ ἔχουν μεγάλη πρίκα, κι’ αὐτοὶ βαρὲ ’ς τὸν πόλεμον περίσσια ’βαριστῆκα. Μὰ, ‘σὰν ἀπομοιράσασι, τὸ στρώνου’ ‘ς τὸ Λειβάδι,

475

ἐκεῖ γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν ἐμείνασι τὸ βράδυ. Ἔσφαξαν βούγια καὶ σφαχτὰ καὶ στεῖρες και κριγιάργια καὶ μερτικά γεμίζουσι λαβέντσια κι’ ἀρμεγάργια.

146

Γράφω «Βαφόκωστας» αντί για «Βαφό-Κωστας», σύμφωνα και με την σύγχρονη παρά-

δοση ονοματοποιίας, διότι ο τόνος έχει μείνει στο πρώτο συνθετικό.

Ἐψήσαν βούγια καὶ σφαχτά, κριγιάργια σουβλισμένα, νὰ φᾶσι, νὰ ξεκουραστοῦν τὰ πολυκουρασμένα.

480

Σσὶ στεῖρες κάνουν σουβλιστές,τὰ βούγια ’ς τὰ λαβέντσια καὶ τῶν ψηστῶν ἡ μυρωδιὰ ἤχνιζεν147 ὡς τὰ νέφια. Οὗλοι χαροκοπήσασιν, ἤπια καὶ τραγουδῆσα, κ’ ἐκείνους ’ποὺ ’σκοτώθησαν τσὶ συχνομακαρίσα. Ἐδέτσι τόνε διάξασιν αὐτόν τὸν Αληδάκη,

485

’ποὺ ἦτο ’ς τὸν Ἀποκόρωνα ἀκούνηστο χαράκι κι’ ἤτονε κι’ ὁ πλουσιώτερος τῶν γιανιτσαραγάδων κι’ ἀκόμη δυνατώτερος τῶν ἀλλονών πασάδων, καὶ δὲν ἐπρόφταξ’ ὁ φτωχὸς τ’ ἀσκέρι ν’ ἀρματώση, νὰ ’βγῆ, νὰ ‘βρῆ τσὶ ΢φακιανούς, οὕλους νὰ τσὶ σκοτώση.

490

Οἱ σκοῦροι κ’ οἱ ἀνάλαγοι δὲν τόνε καρτεροῦσα, ’σὰ’ σκάρες μὲ τὴ μυρωδιὰ ἐπάνω τοῦ ‘γλακοῦσα. Ἐστριφογυριστήκασιν ὀμπρός κ’ ὀρδινιαστῆκα, κόπο νὰ κάμη νὰ τσὶ ’βρῆ αὐτοὶ δὲν τὸν ἀφῆκα. ΢τὸ Μπρόσνερο ’κατέβηκαν π’ οὗλα τὰ χαζιρεύγει, νὰ μὴν τὸν κάμουν στὰ ΢φακιὰ νὰ ’βγῆ νὰ τσὶ γυρεύγη. 147

Γράφω «ἤχνιζεν»αντί για «ἄχνιζεν» για να φαίνεται η χρονική αύξηση.

495

’Πήγανε ’ς τὸ κονάκι του καὶ μέσα τόνε κλειοῦσι, εἰς τὰ ΢φακιὰ μὴν ξαναβγῆ, καλλιὰ τὸν καταλυοῦσι. Καλὰ ’ποὺ τοῦ τὸ κάμασι τ’ ἄπονου τοῦ καρμίρη, ’ποὺ γέμισε τὸν Πύργον τοῦ μπαρούθια καὶ μολύβι.

500

Ἀσκέρια μονομέργιαζεν εἰς τὰ ΢φακιὰ νὰ βγάλη, νὰ μὴν αφήση ’ς τὰ βουνὰ πέτραν ἀπάνω ’ς ἄλλη. Ἀσκέρια μονομέργιαζεν εἰς τὰ ΢φακιὰ νὰ ρίξη, τσὶ ΢φακιανοὺς εἰς τὰ γκρεμνὰ οὕλους νὰ τσὶ γκρεμίση148, γιατὶ τσὶ ’ρήμαξ’ ἡ Σουρκιά τσ’ ἄζουδους κι’ ἐπεινοῦσα

505

καὶ πότες γεροντόβουιδο, πότες σφαχτὸ τ’ ἁρποῦσα, κ’ ἠμπαίνα καὶ κιαμιὰ φορὰ εἰς τσ’ ἐδικούς του τόπους, ἀποὺ δὲν ἤθελε νὰ ἰδῆ μουδὲ καὶ ζᾷ γὴ ἀθρώπους. Αὐτὸς δὲν τσὶ λυπάτονε τσὴ πείνας νὰ ψοφήσου, γι’ αὐτὸ κι’ αυτοί ‘χαν ὄρεξη νὰ τόνε συγυρίσου, γιὰ τὴν κακήν του γειτονιὰ νὰ τόνε ’ξεπαστρέψου καὶ τσι δικές τωνε κορφὲς νὰ ἰδοῦν νὰ ξεμπερδέψου, ’π’ αὐτόνος, ὁ Μπραΐμ-αγάς, μὲ τὸν ὰγὰ μπαμπά του, τὰ γονικά των ἤρπαξε149 καὶ τὰ ‘καμε ’δικά του. 148

Γράφω «γκρεμίση» αντί για «γρεμίση».

510

Γιὰ ’κεῖνο δὰ ’ς τὸ Μπρόσνερο κατέβησα μὲ τ’ ἄστρα

515

κι’ αὐτόνο καὶ τσ’ ἀθρώπους του οὕλους τσὶ ’κάμα πάστρα. Σὸν Πύργον ἐχαλάσασι καὶ μέσα τσ’ ἐπετρώσα, ’ς τὴν ἀπονιά του τὴν πολλὴ καλὰ τόνε ’πλερώσα. Καλὰ τόνε ’πλερώσασι γιὰ τὴν καλαθρωπιά του, ἐπῆρα καὶ τὰ ἔχη του καὶ τὰ νοικοκυργιά του.

520

Παίρνουν καὶ τσὶ μαδάρες του, ’ποὺ ’στενε τὰ μιτάτα, ’ποὺ ’κάνα τὰ καλὰ τυριά, τσὶ ροδαρές, τ’ ἀφράτα, κι’ αὐτόνο τὸν ἀμπώξασι ’πίσω ’ς τὴ βορεινάδα, κι’ ἔχασε καὶ τὴν ἔρημη τοῦ κόσμου πρασινάδα. Ἤφαε150 τὸ κεφάλι του, ’πάσιν οὗλοι τ’ οἱ κόποι!

525

Σῶν ἀκριβῶν τὰ πράμματα τὰ τρῶν’ οἱ χαροκόποι. Κι’ ἐγώ τόνε ’δηγήθηκα151 οὗλο στὴν ἀφεδιά σας, νὰ μὴν τόνε ξεχάσετε καὶ ’σεῖς καὶ τὰ παιδιά σας.

Γιώργης Πάτερος. *Κόπια σηκωμένη ἐκ τὴν πρώτη κόπια τοῦ ριμαδόρου+

149

Γράφω «ήρπαξε» αντί για «άρπαξε» διατηρώντας την χρονική αύξηση, όπως γίνεται

στα πιο πολλά σημεία του κειμένου. 150

Γράφω «Ἤφαε»αντί για «Ἔφαε» για να φανεί η χρονική αύξηση.

151

Γράφω «τόνε ’δηγήθηκα» αντί για «τον ἐδιγήθηκα».

ΓΛΨ΢΢ΑΡΙ ΢ΣΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΛΗΔΑΚΗ152

Α ἀγριόβουδα= άγρια βόδια, 144 ἄζουδη=ταλαίπωρη (Β και Υ) ἀθέρι= ο αθός, το απόσταγμα, εκλεκτό τμήμα (και ως «ξαθέρι»), 76 ἀκριβῶν= πλούσιων, σφικτοχέρηδων, 526 ἀλάλητα= άγρια, ατίθασα (Β), 141 Ἀλλὰ’ = Αλλάχ, 390 Ἀλλαμάνους=Γερμανοὺς, (εδώ) γενικά οι δυτικοευρωπαίοι ή Υράγκοι, 13 ἀμπέθια= (οι μπέτες, πληθ. του μπέτη) σβέρκο, 212 ἀμπώξασι= έσπρωξαν, 523 ἀναγυρίζου= επιστρέφουν, 137 ἀνάλαγοι= με βρώμικα ρούχα (Υ), 491 ἀναρίφνητες= αναρίθμητες, 64 άνιμένωμε= περιμένουμε, 245 ἀποκρεμοῦνταν= κατέβαιναν από ψηλά, 133 ἀπορρημάξου= καταστρέψουν ολοσχερώς, 22 άποσκυλακοῦσι= διώχνω με πέτρες και ξύλα σκυλιά ή άλλα όντα (Β), 165 ἀπόσωσεν= πρόφτασε (Β), 49 ἀραγοὺς= «μικρός ασκός κυρίως για τη μεταφορά γάλακτος» (Πιτυκάκης, τ. Α΄, σ. 170) ἀράδα= σειρά, 149 ἀρδαχθια= ρόκες, αρδάκτια, 225

152

Για χρήση όρων ετυμολογίας από τις συλλογές Υαφουτάκη και Βαρδίδη θα υπάρχει το

γράμμα «Υ» και «Β» αντίστοιχα μέσα σε παρένθεση. Σο νούμερο στο τέλος δηλώνει τον αριθμό στίχου όπου απαντάται η λέξη με τον συγκεκριμένο τύπο ακριβώς. Φρησιμοποιώ επίσης το έργο του Μανώλη Πιτυκάκη, Το γλωσσικό ιδίωμα της Ανατολικής Κρήτης, τ.2, Νεάπολη Λασιθίου 22001. Η παραπομπή στο έργο αυτό θα γίνεται με επώνυμο συγγραφέα, αριθμό τόμου και σελίδας.

άρκομπούζια= είδος πυροβόλου όπλου, 339 ἀρμεργάρια= σκεύη βοηθητικά για το άρμεργμα των προβάτων, 173 ἀρμιὰ= φρύδι των βουνών (Β), 85 ἀσκέρι= το στράτευμα (Β), 188 ἀτηλῆδες= (και ἀτλῆδες) ιππείς (Β και Υ), 192 Ἀτσιγγάνους=(εδώ) Αιγύπτιους, 14 (αναφορά στην αιγυπτιακή κατοχή της Κρήτης ή Αιγυπτιοκρατία στα χρόνια 1831-1841) ἀφεδιὰ= αφεντιά, 527

Β βαγεστοῦν= απηυδῶ (Β), βαριέμαι, 93 βάλη= περίσταση (Β), 267 βαριστῆκα=χτυπήθηκαν, λαβώθηκαν, 474 βαστάγια= πληθυντικός της λέξης βαστάϊ «λεπτό κορδόνι για ποικίλες χρήσεις» (Πιτυκάκης, τ. Α΄, σ. 217), 215 βορδονάρους= μουλαράς, οδηγός μουλαριών (Β), 89 βούγια= βόδια, 134 βουτσιά= βαρέλια, 413 βρίστουν= βρίσκουν, 450 βρώση= τροφή, 28

Γ γαλάτου= του γάλακτος, 396 γαμπαδάτοι= αυτοί που φορούν γαμπά, μάλλινο επενδύτη (Πιτυκάκης, τ. Α΄, 249), 217 γαργεροὶ= βρώμικοι, λεροί (Β και Υ), ρυπαροί (Β), 3 ’γγαλονόμους= ο επιβλέπων τα γαλακτοφόρα πρόβατα, 175 γεροντόβουιδο= γερασμένο βόδι, 506 γδέχονταν= περιμένω (Υ), 52

γιουργιάρουν= κάνουν έφοδο, επιτίθενται, 74 γλακοῦσα= έτρεχαν, 492 γλιτέρα= σωτηρία, γλιτωμός, 204 γομάρι= φορτίο, φόρτωμα, 440 γονικὰ= περιουσία κληρονομημένη από τους γονείς, 514 γρικοῦσι= ακούνε, 240

Δ διακοσαρέ, τρακοσαρέ κλπ.= διακοσαριά, τρακοσαριά κλπ., 345 διαμάντε= διαμάντι, 18 διάχνου= φέρονται, 366 δράκεια= δράκοντες (μεταφορικά, Β), παιδιά γενναία, 117 δροσιὸ= σκιά (Υ), 229 δῶμα= άνω μέρος σπιτιού, 469

Ε ἔγγαλα= γαλακτοφόρα, 175 έγιαγέρνα=γυρνούσαν, 430 ἐκεντρώνασιν= χτυπούσαν συγκεκριμένα, παρενοχλούσαν, 139 ἐλιγάναμε= λιγοστέψαμε, 264 ἐξιὰν= εξουσία, διακυβέρνηση, 153 ἐπὰ= εδώ, 247 έστενε= έθετε σε κίνηση, 149 ἐστριφογυριστήκασι= υποψιάστηκαν, 493 ἐτρυγοῦσα= έκλεβαν, παρενοχλούσαν, λεηλατούσαν, 133 ἐτσὰ= έτσι, 245 ἐτσουρούσασι= γκρεμίζω, σέρνω (Β), 99 ἔχη= το βιός, η περιουσία, 184 ἐχυνοβολῆξα= πέφτω με ορμή (Β και Υ), 355

Ζ ζαρώσουν= λουφάξουν, 131 ζευγάργια= ζεύγος δύο ζώων που οργώνουν (Πιτυκάκης, τ. Α΄, σ. 336), 182 ζευγόσπιτα= σπίτια των ζευγάδων, σπορέων, 148 ζιμιὸ= λοιπόν, επομένως (Υ) 197 ζόρε= βία, ζόρι, 88 ζυγώνα= κυνηγούσαν (εδώ η φράση μοιάζει παροιμιακή όπως το «από

Θ θύτες έγιναν θύματα»), 392 θυλάκια= θύλακες (Υ), 176

Κ κακαποδομένος= ταλαιπωρημένος, σε κακή κατάσταση, 424 καλαθρωπιὰ= καλοσύνη, ανθρωπισμός, 519 καλόβολα= με καλό τρόπο, άνετα, 201 καμηλαύκι= καλημαύχι, το κάλυμμα του κεφαλιού των ιερέων, 271 καντουνάδες= ακρογωνιαίοι λίθοι (Β), 389 καντούνι= γωνία (Β), (εδώ) θεμέλιος λίθος, 114 καρμίρη= μίζερος, δυστυχής, 499 καρτερῶμεν= περιμένουμε, 278 καρώσου= πεθάνουν ξαφνικά (Β), λιμοκτονήσουν, 132 καταλύσα=εξόντωσαν καυκιὰ= 1. Δοχείο από αποξηραμένη κολοκύθα, 2. Σο κεφάλι ανθρώπου ή ζώου, 3. μικρή γαλακτοκομική μονάδα από είκοσι «κεφάλια» γαλακτοφόρα ζώα (Πιτυκάκης, τ. Α΄, σελ. 432-3), 174 κάψα= ζέστη, από τον ήλιο συνηθέστερα, 410 κάψαλο= ξύλο καμμένου δέντρου (Β), 70 κελεπίργια= πολεμικά λάφυρα (Β), 403

κιαουλιὰς= καθόλου, 226 κολατσιδάκι= πρόγευμα, 378 κονάκι= αρχοντικό, 497 κοπελούδα= ανύπαντρη γυναίκα, κοπελιά, 466 κουζουλοὶ= τρελοί, 131 κουλουκουντερό= κουράδια= κοπάδια, 144 κούρτες= αυλές για άρμεγμα ζώων (Β), 86 κουτελίτες= μαντήλι για το μέτωπο (Β), 224 κρέτα= κρέατα, 396 κρουσάρους=κουρσάρους, πειρατές, 13

Λ λαβέντσια= λεβέτια, σκεύη μαγειρικά, 173 λαγούμια= υπόγειες στοές, μίνες, 467 Λεβάντε= η ανατολική Μεσόγειος, 17 λεκανίδα= μικρή λεκάνη, 417 λετριβιδιὰ= ελαιοτριβεία, 145 ’λιόφυτα=ελαιοκαλλιέργειες, χωράφια με ελιές, 145 λογάδες= οι προεστοί, οι άρχοντες, 441 λοῆς= είδος, 342 λυσόθυρο= σπασμένη πόρτα και καμμένη (Β), πελεκούδι, 70 λύχνο= όπως και το πάστρα, συντρίμμια, ολοσχερής καταστροφή, 400

Μ μαδάρες= κορυφές βουνών (Β), 153 μακρὲ= μακριά, 211 μαντατοφορίζουνται= στέλνουν είδηση, βγάζουν εντολή, 205 μαντρατσῆδες= υπεύθυνος της μάντρας (Πιτυκάκης, τ. Β΄, σ. 595), 176

μελιγκούνια= μυρμήγκια (Β), 78 μελιττακιὰ= μυρμηγκοφωλιά, 428 μιτατάρηδες=τυροκόμοι, 159 μιτάτο= τυροκομείο, 149 μιτατοκαθίσματα= στάβλος για πρόβατα και τυροκομείο, 142 μονογιαγέρνουσι= μαζεύονται, συγκεντρώνονται, σμίγουν, 206 μονοφυλίσουσι= πυροβολούν κατά βούληση (Β), 335 μουκαρέμι= αγγελία (Β), είδηση (Υ, και ως «μουσντὲς»), 56 μπακίργια= μπακίρια, σκεύ από μπακίρι; 419 μπαλοτὲς= μπαλωθιές, πυροβολισμοὶ, 357 μπαχίζει= καταδιώκει κάποιον ρίχνοντας του αντικείμενα (Β), 199 μπεγίργια= άλογα, ίπποι (Υ), 144 μπερδουκλωθῆ= μπερδευτεί στα πόδια του, 42 μπιζιγάρου= στενοχωρώ πολύ (Β), 156 μπλιὸ= πια, πλέον, 129 μπογαράδες= ψηλοί (Β), 209 μποσκάδες= ενέδρες, δοπλοπλοκίες (Β), 348 μπουγιουρντὶ= προσταγή (Β), πρόσταγμα (Υ), εντολή, 56 μπουρμᾶδες= άθεοι, αρνησίθρησκοι (Β), 76

Ν ναγιέ= (ο ναγιὲς) περιφέρεια νομού (Β), 166 νάμι= φήμη (Β και Υ), 455 νέφια= σύννεφα, 482

Ξ ξαργουτοὺ= (ξαργητοὺ) επίτηδες, σκόπιμα (Πιτυκάκης, τ. Β΄, σ. 727, την θεωρεί ως σπάνια λέξη όταν εκφέρεται έτσι), 216 ξέγνοιους= ξένοιαστους, ήρεμους, ήσυχους, 203

ξεκληρίσωμεν= ξεκληριστούμε, 254 ξεκουκούλωτοι= γενίτσαροι Σούρκοι από τους πλέον αιμοδιψείς (βλ. Θ. Δετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο 1990, σελ. 300), 372 ξεπορταρὲ= πελεκητή σανίδα στην οποία κυκλικά χαράσσεται αυλάκι από όπου ρέει ο ορρός (νερό) του φρέσκου τυριού (Β), 173 ξετσαμπαδίζου= ξετσαμπίζω; Ξεκοκκαλίζω (Πιτυκάκης, τ. Β΄, σ. 767), 368

Ο οκάδες= η οκά είχε βάρος 1.282 κιλά (80 οκάδες εδώ είναι 102,6 κιλά) ὀμάδι= μαζί, 407 ὀρδινιαστῆκα= ετοιμάστηκαν, 493 ὄχθρητα= μίσος, 448

Π παιγνιῶτες= ακροβολιστές, 326 παπούρες= αγριάδες προς τροφή ζώων (Β), 85 παραγκέρνουσι= παραγγέλνουν, δίνουν εντολές, 329 πάρτε= μερίδα, τμήμα, 107 πάστρα= καθαριότητα, 516 πεσκέσι= δώρο, 170 πηγουνίτες= μαντήλι για το πηγούνι (Β), 224 πινάκι= είδος πιατέλας, 415 ’πισοκαυκάλες= το πίσω μέρος του κεφαλιού, 211 πλατὲ= πλατιά, 238 πλεξούδα= πλεξίδα, 465 πνεμματικὸς= (πνευματικός) ιερέας, εξομολογητής, 240 ’πορπάτουν=περπατούσαν, είχαν περάσει, 5 πρεμαζώνονται= μαζεύονται, 208 πρεπειὰ= ευπρέπεια τιμή, 268

πρίκα= πίκρα, θλίψη, 109 πυροβολὲς=πυροβολισμοί, 343 πχιαίνει= πάει, πηγαίνει, 172

Ρ ρασόκαρτσες= μάλλινα βρακιά (Β), 218 ροδαρὲς= ροδιές, 522

΢ σιμώνει= πλησιάζει, 263 σκάρες= αρπακτικά όρνια (Β), 103 σκιάδες= θρασσείς υβριστές, μαχαιροβγάλτες (Β), 360 σκλῶπες= το γνωστό πτηνό, 402 σκουλιὰ= οι βόστυχοι (Πιτυκάκης, τ. Β΄, σ. 980), 211 σκοῦροι= μαυριδεροί, 491 σκουρομαχαῖρα= μάυρο μαχαίρι, 214 σκουτέλι= πιάτο, 417 σμαγδάλια= «η τουφεκίστρα του πύργου ή του φρουρίου» (Πιτυκάκης, τ. Β΄, σ. 985), 386 σουμπάσηδες= αγροφύλακες (Β), 160 σοῦφρες= πτυχώσεις της φορεσιὰς (Πιτυκάκης, τ.Β΄, σ. 995), 224 σοφρὰς= χαμηλό στρογγυλό τραπέζι για φαγητό και ζύμωση άρτων (Πιτυ-κάκης, τ. Β΄, σ. 997), 419 ’σόχωρο= μεγάλος σε χωρητικότητα υπαίθριος χώρος, σαν το κύριο εσωτερικό δωμάτιο παλαιού κρητικού σπιτιού, 229 σπουδαχτικὰ= βιαστικά, 53 στειράρους= οι επιβλέποντες τα στείρα πρόβατα (Β), 175 στιβάνια= παραδοσιακές κρητικές μπότες, 439 συγκούραδα= όλα μαζί, συλλήβδην, 169

συγκρατηχτὰ= μαζεμένα, το ένα κατόπιν του άλλου, 149 συγυρίσασι=τακτοποίησαν, (εδώ) σκότωσαν, 2 συχνὲ πυκνὲ= συχνά πυκνά, 73

Σ ταχὺ=πρωί, 72 τέντσερα= τέντζερης, 419 τζορμπάδες= κακούργοι, εγκληματίες (Υ, ως «ζορμπάδες»), 359 Σοπαλτί= τοποθεσία στην περιφέρεια τωνΦανίων (Β), κυριολεκτικά «τόπος που ορίζει η εμβέλεια του κανονιού», 146 τουπιὰ= «το καλούπι του τυριού που τοποθετούν τη μαλάκα ή μυζήθρα για να σουρώσουν τα υγρά και να πάρουν το σχήμα τους» (Πιτυκάκης, τ. Β΄, σ. 1093) τουφέκα= τουφέκι, κατά αναλογία με το «πιστόλα», 213 τριγουνίζει= (μεταφορικά) πριονίζω (Β), 200 τρόχαλος= σωρός από πέτρες (Β και Υ), 120 τσαΐργια= γρασίδια (Β), 148 τσοῦρμο= ο λαός, το πλήθος, 441 τυρονόμους= οι υπεύθυνοι για την παραγωγή τυριών, 176

Υ φερμάνι= διάταγμα (Β), επίταγμα (Υ), 57 φιόρε= (ιταλικά fiore) λουλούδι, άνθος, 17 φονέδες=
Lihat lebih banyak...

Comentarios

Copyright © 2017 DATOSPDF Inc.