ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ : (νέο απόσπασμα) Cosme Esteban Rojas

Share Embed


Descripción

ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ Cosme Esteban Rojas [απόςπαςμα]

1

Σημείωση : Πριν λύγουσ μόνεσ υπόρξε μια προδημοςύευςη κϊποιων αποςπαςμϊτων από το μυθιςτόρημα μου Cosme Estaban Rojas ςτον εξόσ δεςμό :

https://www.academia.edu/8071372/΢ΣΑΘΗ_ΚΟΜΝΗΝΟΤ_CO SME_ESTEBAN_ROJAS_ΠΡΟΔΗΜΟ΢ΙΕΤ΢Η_ . Σισ προϊλλεσ εκδηλώθηκε, εντελώσ απρόςμενα κι απροςδόκητα, ϋνα ενδιαφϋρον για το κεύμενο αυτό από οριςμϋνουσ φύλουσ, που μου ζότηςαν να προδημοςιεύςω κϊποια ακόμη αποςπϊςματα, για τα οπούα ϋδειξαν μιαν ϋλξη λόγω του ότι διϊβαζαν, όπωσ εύπαν, μια τωρινό οικονομικό πραγματικότητα (και όχι μόνο) μϋςα από μια ςτενϊ (;) προςωπικό ιςτορύα (γοτθικόσ, μεταξύ ϊλλων, ατμόςφαιρασ), η οπούα, μϊλιςτα, ϋδειχνε ςχεδόν απρόθυμη να ςυμβιβαςτεύ με ςύγχρονουσ παραλληλιςμούσ, ςυμβολιςμούσ, αναφορϋσ και ςυγκρύςεισ. Σουσ ϋλκυε, παραδϋχονταν, η ολότελα Ε΢ΩΣΕΡΙΚΗ πτυχό και πλευρϊ ενόσ τόςο Εξωτερικού (;) και Ουδϋτερου (;) μεγϋθουσ όπωσ η Οικονομύα. Έβλεπαν την τελευταύα, δόλωναν, να διαρθρώνεται με όρουσ… ψυχικούσ και αντιςτρόφωσ αντύκριζαν τον ψυχιςμό να δομεύται και να εκδηλώνεται με το ρεαλιςμό τόσ αδόριτησ οικονομικόσ ανϊγκησ και του ακτιβιςμού. Ίςωσ να ϋχουν δύκιο τελικϊ και η γραφό να ϋχει επιτύχει να αρμολογόςει αυτό που βριςκόταν ςτο νου και την καρδιϊ. Ήταν κι αυτό, αςφαλώσ, μια από τισ επιδιώξεισ μου όταν ϋγραφα το κεύμενο, και ςυμφωνώ με την ανϊγνωςη των φύλων μου. Πιθανόν, μολαταύτα, να λαθεύουμε αμφότεροι. Έχω καιρό να ςκεφτώ αυτό το επιςταθμευμϋνο, προσ το παρόν, κεύμενό μου. Ωςτόςο, δεν ϋχω πειςτεύ ακόμη αν γρϊφτηκε με τρόπο επιτυχό ό όχι αυτό που βλϋπουν οι φύλοι μου ς’ αυτό κι αυτό που εγώ εύχα κατϊ νου να εκφρϊςω. Επιθυμούςα να δοθεύ η Μεγϊλη Εικόνα μϋςα από τη ςμύκρυνςη όςο και από τη μεγϋθυνςη ό την εφαπτόμενη και αφιςτϊμενη αλληγορύα και ταυτόχρονα οι ρόλοι όλων αυτών των πραγμϊτων να εναλλϊςςονται, ώςτε τα ύδια τα πρϊγματα να ςυνομιλούν μεταξύ τουσ και να ςυνηγορούν για το Εν και το Όλον. Εν πϊςη περιπτώςει όμωσ, αδυνατώ, πραγματικϊ, να εξηγόςω τι παρακύνηςε αυτό την τωρινό και όψιμη εκδόλωςη

2

ενδιαφϋροντοσ για ϋνα αδιαμόρφωτο ακόμη κεύμενο, μα κι ϋνα κεύμενο τού οπούου η αναγνωςιμότητα εύχε παραμεύνει για καιρό ςε ςταςιμότητα και ϋδειξε υποτονικό εξαρχόσ. Εν τούτοισ, προβαύνω ςτη προδημοςύευςη ομολογουμϋνωσ με βαριϊ καρδιϊ. Δεν μπορώ να προςδιορύςω τι, όμωσ κϊτι με κϊνει να δυςαναςχετώ με το κεύμενο. Ίςωσ εύναι και παραξενιϊ μου. Ιδιοτροπύα. Ίςωσ. Ίςωσ αυτό να οφεύλεται ςτο γεγονόσ ότι αυτό την εποχό ϋχω ολότελα απορροφημϋνο το νου μου ςτην επιςτημονικό ϋρευνα και ςτισ μελϋτεσ μου. Σο μόνο, όμωσ, που με παρηγορεύ εύναι ότι μεγϊλο τμόμα τόσ παρούςασ προδημοςύευςησ εύναι, όπωσ και να το διαβϊςει κανεύσ, ΠΟΛΙΣΙΚΑ και ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ επύκαιρο και ύςωσ ακριβώσ γι αυτό το λόγο χρόςιμο κι αυτό με ανακουφύζει κϊπωσ ςτη δυςφορύα μου να εκθϋςω ϋνα μη αρτιωμϋνο ακόμη βρϋφοσ… Θεωρώ, ασ πούμε, το παρόν προδημοςιευόμενο απόςπαςμα ωσ μια καλό επιφυλλύδα, που ακριβώσ εύναι καλό διότι μπορεύ να εύναι χρόςιμη. Μ’ αυτό και καταπεύθομαι. Ασ δειχθεύ επιεύκεια. ΢τ. Κομν. 18-5-2015

3

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ο

εγγονός τού Cosme Esteban Rojas είχε τελικά δύο ραντεβού με τον Herminio, τον αντιπρόσωπο της εταιρείας που ήταν ο υπεύθυνος για την αγοραπωλησία της πατρογονικής οικίας των Rojas στην Albacete, στην Καστίλλη Λα Μάντσα. Και τα δύο έγιναν στο σπίτι των Rojas. Μέσα στο ερείπιο. Μέσα στα σπλάγχνα του. Σα λόγια τους αντηχούσαν στους ξεχαρβαλωμένους τοίχους, στις γδαρμένες πόρτες που έτριζαν, στον κενό χώρο που βασίλευε η σκόνη και που το φως που έμπαινε αναδείκνυε κοσμοκράτορες τού χώρου τα αμέτρητα μόριά της, στα παραθυρόφυλλα που τα κάλυπταν άπειροι ιστοί από αράχνες, στα ξύλινα πατώματα που ’χαν σκεβρώσει και με δυσκολία βημάτιζε κανείς πάνω τους. Κι αυτό ήταν κόλπο της εταιρείας. Έτσι γινόταν σ’ ολόκληρη την περιοχή τής Καστίλλης Λα Μάντσα και τής Καστίλλης Λεόν που τις είχε βάλει στο στόχαστρό της η εταιρεία προς άγρια εκμετάλλευση, δίνοντας ένα κομμάτι ψωμί στους ιδιοκτήτες γαιών, οικημάτων, μεγάλων περιουσιών. Δεν το επιθυμούσε ο συνονόματος εγγονός τού Cosme Esteban. Ένιωθε άβολα. Αισθανόταν ενοχλητικά κει μέσα. Σον βασάνιζε, μαζί μ’ όλα τ’ άλλα, κι ένα ακαθόριστο συναίσθημα ιεροσυλίας. Ένα είδος αισχύνης απροσδιόριστης προέλευσης, όπως πάντα συμβαίνει με λαούς που έχουν βάθος στην Ιστορία, που τους έχουν ορίσει γεγονότα και οδύνες. Έστω και ασυνείδητα, η ενοχή δεν τους εγκαταλείπει ποτέ. Ο Cosme Esteban, ο εγγονός, έκανε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι του να μεταφέρει τη συνάντηση σ’ άλλο μέρος, ουδέτερο έστω, κάπου μακριά από τα φαντάσματα των Rojas. ΢τάθηκε αδύνατον. Η εταιρεία δεν δυσωπείτο. Η παράκληση ήταν λέξη άγνωστη στο λεξιλόγιό της. Ολόκληρος ο κόσμος ήταν προκαθορισμένος και καταστιχομένος μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. ΋λα είχαν εισαχθεί σε εξισώσεις και οι προγραμματικές ενέργειες ήταν αμείλικτες. Έτσι, ο συνονόματος εγγονός σύρθηκε εκεί, στο χώρο

4

των παππούδων του, από τη διαπραγματευτική ισχύ της εταιρείας. Σην αδιαπραγμάτευτη. ΢το πρώτο ραντεβού επικράτησε ο στυγνός τεχνοκρατικός παλμός τού αντιπροσώπου τής εταιρείας, τού Herminio. Μια επιθετική βολιδοσκόπηση, με την ισχύ των «πραγματικών» δεδομένων» ήταν πάντα επιθυμητή και προγραμματισμένη κίνηση των ανθρώπων τής εταιρείας. Αυτά τα «πραγματικά δεδομένα» είχαν πάρει στα μυαλά των στελεχών και των υπαλλήλων της τη μορφή θεϊκής αποκάλυψης. Ήταν το απόλυτο και αναμφισβήτητο τοτέμ τής ψυχής και τής λογικής τους. Ένας θεός ασάλευτος, σταθερός, αδυσώπητος. Και μάλιστα, μέσα στο υπέρτατο δέος τους, στο θρησκευτικό τους φανατισμό, στην οπαδική τους προσήλωση, ήταν εντελώς βέβαιοι ότι είχαν κατανοήσει πλήρως τη θεϊκή του ουσία και τον ήξεραν τόσο μα τόσο καλά αυτόν τον θεό, που να τον έχουν κάθε στιγμή στο τσεπάκι τους. Σίποτε απρόβλεπτο δεν υπήρχε πια. Σίποτε αστάθμητο. Σίποτε αμέτρητο. Σίποτε ρευστό. ΋λα ήταν κατανοητά, μετρήσιμα, αποδείξιμα. ΋λα ήταν καθαρά, ολοκάθαρα : απ’ εδώ το μαύρο, απ’ εκεί το άσπρο. Εδώ η ζημιά, εκεί το κέρδος. Απ’ εδώ η ανάπτυξη, απ’ εκεί η υπανάπτυξη. Απ’ εδώ το σίγουρο μέλλον, απ’ εκεί η θανατερή προσκόλληση σ’ ένα νεκρό πάντα παρελθόν. Έμοιαζαν με κουάκερους ή μορμόνους με μιαν ηθική βίβλο στα χέρια, αδιαμφισβήτητου κύρους, που την περιέφεραν παντού και την εφάρμοζαν ζηλωτικά και δίχως δεύτερη σκέψη στα πάντα. ΢ίγουροι. Απολύτως. Αδιασάλευτα. Μ’ αυτά τα «πραγματικά δεδομένα» ήταν απολύτως βέβαιοι πως θα κατακεραύνωναν τούς λαϊκούς ανθρώπους, που ήταν τα πρώτα και εύκολα θύματα, η πιο άκοπη λεία, θα έκαμπταν την αντίστασή τους και θα τούς έσερναν στην «πραγματική» λατρεία τού «πραγματικού» τους θεού, σώζοντάς τους από τον πλανημένο εαυτό τους. Πραγματικοί σωτήρες και αναμορφωτές τής ανθρωπότητας, που δεν ήθελε πολύ συχνά να δει, λατρεύοντας ειδωλολατρικά τούς δικούς της ανύπαρκτους θεούς. Πάνσοφοι κι αλάθητοι, προπαντός, καθοδηγητές που είχαν εξετάσει τα πάντα, τίποτε αστάθμητο δεν τους είχε διαφύγει από την προσοχή, και

5

οδηγούσαν στην ατελεύτητη πρόοδο, με το αζημίωτο φυσικά και νομίμως, το ανθρώπινο κοπάδι. Μετά θα συνέχιζαν με τους αστούς που είχαν κάποια παιδεία, τούς οποίους θα προσηλύτιζαν ασκώντας πιέσεις αφόρητες μέσω τού φόβου που θα έχωναν στη σκέψη και στην καρδιά τους. Άλλωστε, γνώριζαν πως ο αστικός φόβος είναι ο καλύτερος σύμμαχός τους για την απρόσκοπτη διάδοση τού θεού τους, που σαν πιστοί πιονιέροι επιζητούσαν να επιβάλλουν. ΢υγκρατώντας ίσα-ίσα το επίπεδο ευζωίας και αστικής μακαριότητας, βολέματος και εφησυχασμένης ιδιωτείας, προπαντός αυτής, και επισημαίνοντας με κάθε δυνατό μέσο την απειλή να χαθεί κι αυτό, να το ζητήσει θυσία ο «πραγματικός» τους θεός, ανάγκαζαν κι αυτή την τάξη ν’ αλλαξοπιστήσει. Η συμπόρευση πάντα με την ηγέτιδα τάξη, όπως γίνεται πάντα με τις θρησκείες, ήταν δεδομένη. Σο όφελος ήταν κοινό. Σο μόνο που έμενε ήταν να ενεργοποιηθεί η δυνατότητα που πάντα έχει η ηγέτιδα τάξη και να διαλαλήσει προς άπαντες, με τα μεγάφωνα που διαθέτει, με τους μαζικούς πολλαπλασιαστές τής φωνής της, τη νέα λατρεία. Σο θέμα είχε κλείσει. Επιτέλους, λατρευόταν ο νέος θεός ! Έτσι, τα «πραγματικά δεδομένα» ήταν η απόλυτη και αδιαμφισβήτητη παρουσία του «θεού» στη γη, η απόλυτη δέσμευση τής ελευθερίας των ανθρώπων που προσκυνούσαν την άκαμπτη και επιβλητική «πραγματικότητα» της θεϊκής παρουσίας. Και τα «πραγματικά δεδομένα» έσκασαν στη μούρη τού εγγονού τού Cosme Esteban Rojas σαν νεροποντή. Ο Herminio, μετά τους τυπικούς χαιρετισμούς και τις ρηχές φιλοφρονήσεις, άνοιξε την ιερή βίβλο τού νέου και «πραγματικού» θεού και κατακεραύνωσε τον… «συνομιλητή» του με τις θεϊκές αλήθειες. -«Ένα σπίτι ερείπιο. ΢τη μέση τού πουθενά. Με κάποια χτήματα παρατημένα και λογγιασμένα από την εποχή τού Νώε ! Ένα πραγματικό σκουπιδαριό. Ένα τίποτε. Αγαπητέ Cosme Esteban η Καστίλλη Λα Μάντσα βρίσκεται στην κεντρική Ισπανία. ΢την κεντρική Ισπανία ! Δηλαδή, στο απόλυτο μηδέν. Γιατί ; Μα διότι, αγαπητέ μου, δεν έχετε σταγόνα θάλασσα. Κι ο κόσμος γουστάρει θάλασσα και ποτό, όχι ανεμόμυλους και Κιχώτες. Μην

6

κοιτάτε την ιστορία. Ξεχάστε Μαυριτανούς, Υερδινάνδο κλπ κλπ. Εσείς αν ζείτε, ζείτε από τον τουρισμό. Τπηρεσίες παρέχετε και τίποτε περισσότερο. ΢ερβιτοράκια είστε, μάγειρες και καφετζήδες. Πλύστρες, ξεσκονίστρες, σφουγγαρίστρες των … τουριστών. Γκαρσονάκια είστε, όπως καλά γνωρίζετε αγαπητέ μια που φύγατε για τη Μαδρίτη. Γκαρσονάκια. Είσασταν τσοπανάκια, μες στην προβατίλα όλη σας τη ζωή, και τώρα γίνατε γκαρσονάκια. Ξέρετε τι λένε τα «πραγματικά δεδομένα» ; Λένε ότι το 49.78 τής… «οικονομίας» σας είναι… χαχαχαχα υπηρεσίες ! Βιομηχανία μηδέν. Ξέρετε και τι άλλο λένε ; ΋τι μόλις το 11.64 ανήκει στην αγροτική σας οικονομία. Η πατρίδα τού Δον Κιχώτη έχει μοναχά ΢άντσους πια και μάλιστα σε απίθανα εξευτελιστικές τιμές ! ΢ε τιμές ευκαιρίας. Ω αγαπητέ, παραδεχτείτε το : από τούς… ελεήμονες τουρίστες, ζείτε εδώ πέρα. Που γνωρίζετε πολύ καλά πως τούς ελέγχουμε πλήρως. Σούς έχουμε κοπαδιάσει και κοπαδιαστά τούς οδηγούμε. Ο Δον Κιχώτης πέθανε ! Ζήτω ο ΢άντσο !». Ο Herminio έκανε μια μικρή αναγνωριστική παύση για να καταλάβει την πρώτη επίδραση τής επίθεσής του στον εγγονό τού Cosme Esteban Rojas. Σο σχέδιο πήγαινε όπως προβλεπόταν. Ο εγγονός απαξιωνόταν σιγά-σιγά στα μάτια τού ίδιου του τού εαυτού με τη βοήθεια των «πραγματικών δεδομένων» και τής μελετημένης εταιρικής ψυχολογίας. Έπρεπε πάση θυσία να σβήσουν μέσα του και οι τελευταίες φωνές τού τόπου του, των προγόνων του, τής οικογενειακής του παράδοσης. Να κατασιγαστούν οι φωνές αυτού τού σπιτιού, των τοίχων, των δωματίων του, των διαδρόμων, των πατωμάτων. Έπρεπε όλα να βουβαθούν γιατί μόνο έτσι, όπως πάντα γίνεται, μπορεί να ακουστεί ο αληθινός λόγος τού «θεού», των «πραγματικών δεδομένων», το ευαγγέλιο της εταιρείας, η Νέα Ηθική. Η φράση τού Herminio για τον Δον Κιχώτη έπεσε τόσο βαριά πάνω στον εγγονό που τον καταπλάκωσε. Σον κατέθλιψε τόσο που τον αποδιοργάνωσε κι απομείωσε στο ελάχιστο κάθε πιθανή διάθεσή του να αντισταθεί. Ήταν κι αυτό μες στο πρόγραμμα. ΋χι πως είχε δέσει τη ζωή του με ιπποτισμούς και μυθιστορήματα. ΋χι πως υπερασπιζόταν κάποιες αιώνιες αρχές, κάποιους νόμους

7

πνευματικούς. ΋χι πως θεωρούσε τις ψυχικές δυνάμεις, αν υπήρχαν τέτοιες…, άξιες να μπουν στη ζυγαριά της Νέας Ζωής τής ανάπτυξης και της οικονομικής προόδου, η οποία υμνολογούσε τη θεότητα που ακούει στο όνομα «αύξηση τού κατά κεφαλήν εισοδήματος». ΋χι. Μα όσο και να το κάνει κανείς, οι πνευματικές αντιστάσεις που κουβαλούσε, όπως όλοι οι άνθρωποι, μέσα του αυτόματα, ενεργοποιήθηκαν στο άκουσμα αυτών των φράσεων και διεκδίκησαν δικαιώματα. Αυτό το ήξερε η εταιρεία και το επεδίωκε ! Μάλιστα το επεδίωκε ! Για τον απλούστατο λόγο πως μπροστά στην ανάγκη … βελτίωσης τού βιοτικού επιπέδου και απόκτησης ευμάρειας, αυτή η αντίσταση των ψυχικών δυνάμεων άρχιζε σε κλάσμα δευτερολέπτου να υποχωρεί, να αδυνατίζει, να ηττάται και ο οικονομικός εκβιασμός έπαιρνε έτσι το απόλυτο πάνω χέρι θάβοντάς την, αφού ο κακόμοιρος άνθρωπος που ένιωθε και την ελάχιστη αξιοπρέπεια να αντισταθεί, έπεφτε ηθικά στα ίδια του τα μάτια με τη συνθηκολόγηση που εκβιαστικά του επέβαλλε ο παράς να υπογράψει. Σο παιχνίδι είχε κερδηθεί. Είχε δίκιο ο Herminio : οι εταιρείες πάντα θριαμβεύουν ! ΋μως, τα λόγια του αυτά ήχησαν πολύ παράξενα μέσα στους κούφιους χώρους τού σπιτιού των Rojas. Μέσα στο κουφάρι τού οίκου τους. Σο σκέλεθρο τού σπιτιού έμοιαζε εκείνη τη στιγμή απειλητικό, αιμοβόρο, εκδικητικό. Οι φράση τού Herminio για τον Δον Κιχώτη και τον ΢άντσο έδειξε να κολλά ιερόσυλα πάνω στους αγριεμένους τοίχους, που έδειχναν να αποκτούν ανθρώπινα γνωρίσματα, να σαλεύουν, να ριγούν και να φοβερίζουν με βλοσυρά αδυσώπητα μάτια. Ένιωθε κανείς πως υπόσχονταν τιμωρία. Ήταν ένα ακαθόριστο συναίσθημα που με τη δύναμή του έκανε τούς συνομιλητές να βουβαθούν με συστολή για μερικά δευτερόλεπτα. Σους επιβλήθηκε. Ήταν ορατό αυτό από το στιγμιαίο κίτρινο χρώμα που κάλυψε το πρόσωπό τους. ΋μως δεν έδωσαν έκταση. Περιφρόνησαν, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, το ίδιο τους το συναίσθημα και το θεώρησαν στιγμιαία συναισθηματική ανοησία και βλακώδη ρομαντισμό. Άλλωστε, ο Herminio φορούσε την ανίκητη πανοπλία του που σαν φυλαχτό έδιωχνε από κοντά του κάθε επιβουλή, ορατή και αόρατη, : το

8

κοστούμι του ! Σο εταιρικό του κοστούμι με το συγκεκριμένα επιλεγμένο γκρι χρώμα. ΢το λόγο του, μέχρι τώρα, έκανε ελάχιστες παύσεις. ΋μως, όσες έκανε ήταν μελετημένες. Φρωμάτιζε, ωστόσο, έντονα όσες λέξεις θεωρούσε πως έπιαναν τόπο στον εγγονό. Φειρονομούσε συγκρατημένα και είχε ως εμπροσθοφυλακή το… κοστούμι. Σο ένδυμα μιας κολαριστής ηθικής. Σο σύμβολο κάποιας αόριστης κατάκτησης τού ανθρώπου επί τού κόσμου. Σο φετίχ της κυριαρχίας τού… άψογου μέσα στην αποκρουστική κοσμική αναρχία. Λειτουργούσε μ’ αυτό. Σο ’νιωθε σαν ιερά άμφια. Και όπως γνώριζε καλά η εταιρεία, τα ιερά άμφια λειτουργούν με το κύρος. Επιβάλλονται. Θέλουν το δέος κι είναι φορείς, κατά τρόπο μαγικό, μιας αόρατης εγγυήτριας δύναμης. Αν τα σεβαστείς, μπορείς να επιβιώσεις. Αν όχι, θα σε κατακεραυνώσουν και θα σε ποδοπατήσουν μέχρι εκμηδενισμού. Η εταιρεία γνώριζε άριστα ότι ο θεός που λατρεύεται δίχως αντιρρήσεις είναι ο θεός τής επιβλητικής δύναμης, ο θεός που προβάλλει πάντα άψογα λαμπικαρισμένος στους αφελείς πιστούς και με την τετράγωνη αισθητική του τούς απολιθώνει στον θαυμασμό. Εκεί, τους απαλλάσσει από την ενοχλητική και αντιαναπτυξιακή ελευθερία τους και τούς χαρίζει ελεήμονα την απόλυτη βεβαιότητα και σιγουριά τής υποταγής. Αυτοί εξασφαλισμένοι βιοτικά θα τού αποδίδουν τιμές και λατρεία μέχρι τελικής πτώσεως… Ο Herminio συνέχισε την επιθετική λογοδιάρροιά του σ’ ένα ακόμη μεγαλύτερο βαθμό προέλασης: « Σο βλέπω στα μάτια σας, αγαπητέ Cosme Esteban. Μη θίγεστε. Είναι άδικο και κυρίως ανώφελο. Δεν υποβαθμίζω τον τόπο σας, την περιουσία σας. Λέω απλά την πραγματικότητα. Αν νομίζετε, πάλι, ότι η ζωή βρίσκει πάντα τρύπες και ξεμυτίζει κι έτσι, με κάποιο τρόπο, θα σωθεί μια μέρα και η Mancha, τότε έχετε λάθος. ΋χι αγαπητέ, η ζωή υπάρχει μόνο όπου υπάρχει πρόγραμμα και σχεδιασμός. Κι αυτά τα έχουμε μόνον εμείς. Μόνο. Κοιτάξτε ! Επενδύσεις στη Mancha : μηδέν ! Ανειδίκευτοι εργάτες : γενεές γενεών ! Πυκνότητα πληθυσμού : πέντε ψύλλοι ! Φαχαχαχα ακριβώς : πέντε ψύλλοι. Σα «πραγματικά δεδομένα» λένε 25.71 ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο ! 25 ψύλλοι ! Ξέρετε αγαπητέ μου ποια είναι η μέση πληθυσμιακή πυκνότητα

9

στην Ισπανία, στο σύνολο της χώρας ; Ξέρετε ; Θα σας πως εγώ : 88.6 ! Μάλιστα. Σελευταία δεδομένα. Είστε η 9 η περιοχή πληθυσμιακά στην Ισπανία. Ξέρετε τι ποσοστό τού ισπανικού πληθυσμού καλύπτετε ; 4.42%. Φαχαχα. ΢υγγνώμη για το θάρρος, αλλά είστε οικονομικά ένα τίποτε. Μια… πορδή. Μια περιοχή αραιοκατοικημένη. Τπανάπτυκτη. Εξαρτημένη από τις ορέξεις των τουριστών που ελέγχουμε. Η γήρανση ; Καλύτερα να μην το σκέφτεστε : ένας πληθυσμός που γερνά. Δηλαδή μια περιοχή που αχρηστεύεται χρόνο με το χρόνο. Για να πούμε και τού στραβού το δίκιο, αν λίγο περιμένουμε, αν στρέψουμε την προσοχή μας αλλού και ξαναγυρίσουμε σε λίγα χρόνια, μπορούμε να τα πάρουμε όλα, μα όλα, έτσι. Σσάμπα. Για ένα τίποτα. Αφού έτσι κι αλλιώς είναι ένα τίποτα. ΢ας είπα και πριν : Δεν σάς βλέπει θάλασσα. Με βουνά ολόγυρα, η πιο ορεινή περιοχή τής Ισπανίας με μέσο υψόμετρο 6οο μέτρα ! Άνυδρη ουσιαστικά. Κάτι ξέραν οι άραβες… Μη μου πείτε ότι ποτέ δεν ακούσατε το όνομα που δίνει ολόκληρη η Ισπανία στην περιοχή ! España seca !!! Η ξηρή Ισπανία ! Και βέβαια, αυτό είστε, αν αγαπάτε να λέτε την αλήθεια. Μια περιοχή ξηρή, ξερή, κατάξερη. Ο Guadalquivir διέρχεται αδιάφορος, ο Henares κι ο Júcar το ίδιο. Οι αναξιοποίητες όχθες τους βρίθουν αγριοκαλαμιές. Εσείς παραδέρνετε ανάμεσα. Αν δεν σας βοηθήσουμε, αν δεν καταδεχτούμε να επενδύσουμε στην ξεραϊλα σας, θα σκάσετε εδώ μέσα. Σι θαρρείτε πως θα σας σώσει η Unesco ; Ο … πολιτισμός δεν τρώγεται αγαπητέ. Ξέρετε πως έχουμε τη δύναμη να επενδύσουμε όπου και όπως θέλουμε. Μα θα επενδύσουμε σε κάτι βιώσιμο. Θα βγάλουμε λεφτά από τους ανεμόμυλους, θ’ ανεβάσει το κασέ και τις μετοχές μας ο… Δον Κιχώτης, θα μας προσφέρουν άνεση και πολυτέλεια τα βουνά τού Σολέδο. Σο ίδιο το Σολέδο και ο Greco θα υπηρετήσουν τις ανάγκες μας. Θα διευκολύνουν τα σχέδιά μας. Η πρωτεύουσα τής Mancha, το ξακουστό Σολέδο, μόνο στα χέρια μας θα αρχίσει να βγάζει παραδάκι. Σα κάστρα τής περιοχής θα ’ναι οι κράχτες των συμφερόντων μας. Μόνο μαζί μας μπορούν να ζήσουν, να έχουν μέλλον το Alcázar de Toledo, το Alcázar Molina de Aragón. Εμείς θα γεμίσουμε με τουριστικά βαλάντια τον καθεδρικό τού Σολέδο,

10

τής Cuenca, θα ζωντανέψουμε, δίνοντας προοπτική, την Albacete. Μα στα σοβαρά νομίζετε πως με πέντε ψωραμπέλια κι άλλα τόσα ελαιόδεντρα, πέντε μισοχαλασμένους ανεμόμυλους, δέκα ηλιοτρόπια, ένα κιλό μανιτάρια, τυρί manchego, και πέντε-έξι δράμια πολιτισμό, τραγουδάκια και ποιηματάκια, κιθαρίτσες και χορούς, θα την βγάλετε καθαρή με τις απαιτήσεις τής σύγχρονης οικονομίας ; Νομίζετε πως γι αυτά, γι αυτά τα ερείπια, γι αυτά τα παλιοχώραφα, μπορείτε να ζητήσετε τιμή, να διαπραγματευτείτε ; Είστε πολύ λογικός και θα συμφωνήσετε, πιστεύω, με τα… «πραγματικά δεδομένα». Μια ανοιχτή πεδιάδα στο πουθενά είναι η Mancha, αγαπητέ μου Cosme Esteban, μια ανοιχτή πεδιάδα οι δύο Καστίλλες. Μια ανοιχτή πεδιάδα, άσχημη, σαν να πάτησε κάποιος με το παπούτσι του και σεις ανοίξατε, απλωθήκατε, ξεχειλώσατε. Εμείς προσφέρουμε ανάπτυξη. Σουριστική. Πράγμα που δεν μπορείτε να κάνετε μόνοι σας, καταβυθισμένοι στο χρέος και το δανεισμό. Έχουμε τον τρόπο να σάς αραδιάζουμε κοπάδιακοπάδια τούς τουρίστες. Να μπαίνουν, να έρχονται, να βλέπουν και να ξαναφεύγουν από τον κωλότοπό σας. Αυτό σάς δίνουμε. Και θα θέλαμε κι ένα ευχαριστώ από πάνω. Να το εκτιμήσετε και λίγο. ΋χι να νομίζετε πως δίνετε και χρυσάφι, αγαπητέ. Δεν μπορεί να σας θρέψει ο… Δον Κιχώτης αγαπητέ. Ούτε και το έκανε ποτέ. Μόνο εμείς δίνουμε φαϊ και στέγη. Θα το ξαναπώ ακόμη μια φορά για να το ακούσετε και να το βάλετε καλά στο μυαλό σας : ο Δον Κιχώτης πέθανε ! Ζήτω ο Σάντσο !». Η πρώτη επέλαση ήταν βέβαιο πως είχε αφήσει πίσω της καμένη γη και πολλά, πάρα πολλά, θύματα στον ψυχισμό και τη διαπραγματευτική ισχύ τού εγγονού. Ο Herminio το έβλεπε αυτό πεντακάθαρα. Ο εγγονός ελάχιστα αντιστεκόταν κι όταν το έκανε το δήλωνε με μια τραυματισμένη σιωπή, ψελλίσματα αδύναμων αντιρρήσεων και κάποια αντιρρητικά επιφωνήματα, πασπαλίζοντάς τα όλα αυτά με μια μεγάλη δοσολογία ευγένειας, γεγονός που δήλωνε την κάμψη του, την ολοκληρωτική υποταγή του, την είσοδό του ουσιαστικά στην κατάσταση τού φτηνού εμπορεύματος στα χέρια τής εταιρείας. Η ευγένεια, όταν

11

εκδηλωνόταν η αντίσταση των διαπραγματευτών, ήταν συνηθέστατα, όπως τους είχαν διδάξει στην εταιρεία, το σίγουρο δείγμα ασθενούς θέσης εκ μέρους τους και βέβαιης αοπλίας. Η δουλοποίησή τού εγγονού είχε επιτύχει. Ο Herminio δίχως αναβολή, δίχως στιγμή να χάνει χρόνο, έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο που ’χαν διδαχθεί στα κλειστά σεμινάρια τής εταιρείας και ονόμαζαν «εξοντωτική επέλαση και κατάκτηση δια της εκμηδένισης». ΢ηκώθηκε, ίσιωσε τον κορμό του, έκανε ένα γύρο στο γραφείο και ρούφηξε, όρθιος, μια γουλιά λικέρ απ’ το ποτήρι που ’ταν ακουμπισμένο πάνω στο παμπάλαιο και κατασκονισμένο γραφείο τής οικογένειας των Rojas. Έπειτα, έβγαλε με μετρημένα επιδεικτική κίνηση ένα μαντήλι από το χαρτοφύλακά του, ξεσκόνισε το κάθισμά του χτυπώντας το πάνω του και κάθισε. Η σκόνη που αναπήδησε αμέσως, διωγμένη έτσι, με τέτοιο κατακτητικό και αγενή κυρίως τρόπο, από τη χρόνια γαλήνη της, φάνηκε να σχηματίζει μικρά εγχειρίδια στον αέρα, ζωντανά, θα ’λεγε κανείς, σχήματα που απλώνονταν στο χώρο και καραδοκούσαν να επιβάλλουν το νόμιμο τής ιδιοκτησίας τους. Αν ήταν κανείς ποιητής, θα ριγούσε από δέος νιώθοντας πως οι τόποι είναι ολοζώντανοι και εκδικούνται κάθε ασέβεια πάνω στο κορμί τους. Ο Herminio απλώθηκε βασιλικά και βαριά στο κάθισμά του, ανασήκωσε ελαφρά τα μανίκια, άλλαξε ολότελα τόνο και έβαλε μπρος την επέλαση τεθωρακισμένων για την κατάκτηση του αχανούς πεδίου της οικίας των Rojas. -«Έλα τώρα. Άσε τα ψόφια… Μεταξύ κατεργαρέων …» κι έκανε μια παύση περιμένοντας να συμπληρώσει ο εγγονός τού Cosme Esteban τη φράση, σαν για να τον υποτάξει και να τον κάνει να αυτογελοιοποιηθεί μ’ αυτή την επανάληψη, να αδυνατίσει μέσα του, με την παραδοχή που η φράση υποδήλωνε, κάθε είδους αντίσταση, «…ειλικρίνεια ! Ειλικρίνεια, αγαπητέ μου Cosme Esteban Rojas ! », κι έκανε με νόημα μια μικρή παύση όλο χυδαιότητα. «Ελάτε τώρα», και ξαναχρησιμοποίησε τον πληθυντικό, χτυπώντας με διπλά χαστούκια τον πωλητή τής οικίας των Rojas, μια κατεβάζοντας τον στην γελοιοποίηση και μια ανεβάζοντάς τον, εξυψώνοντάς τον, σε μια περίεργη αυτοεκτίμηση

12

που την έλεγχε ο ίδιος με την μπαγκέτα τής ψυχολογικής διεύθυνσης τού παιχνιδιού, «ελάτε. Ούτε σεις ούτε εμείς δίνουμε πραγματικά δεκάρα για την Mancha. Για την Καστίλλη. Ο τόπος μάς είναι αδιάφορος. Παντελώς. Και στους δυο μας. Είπαμε : μεταξύ κατεργαρέων… Ούτε σεις ούτε εμείς τον πονάμε. Θα ’ταν άλλωστε πεζός συναισθηματισμός. Ξεπερασμένα πράγματα. Σι να νοιαστεί κανείς από δαύτον, ε ; ΋ποιος πραγματικά νοιάζεται το μόνο που ζητά είναι να τον αξιοποιήσει. Να τον εκμεταλλευτεί. Ο τόπος, αγαπητέ Cosme Esteban, πρέπει να αποφέρει κέρδος. Πρέπει να δίνει. Πρέπει να υπηρετεί τις ανάγκες μας. Έτσι βολεύονται όλοι. Έτσι προχωρά το πράμα. Και προχωρά μαζί κι ο τόπος…». Έκανε άλλη μια παύση, ήπιε αργά και ηδονικά το σερβιρισμένο λικέρ που βρισκόταν πάνω στο πρόχειρα ξεσκονισμένο γραφείο τού παππού Cosme Esteban Rojas, ξεροκατάπιε και συνέχισε στον ενικό τώρα κι έναν τόνο πιο ήπια, έτσι που να βγει η επιδιωκόμενη σκληρότητα που επιθυμούσε, η άψογη κυνικότητα που ήθελε, ώστε να δημιουργηθεί η θηλιά τού εκβιασμού με τον πιο εύστοχο τρόπο και να την περάσει εύκολα στον λαιμό τού εγγονού τού Cosme Esteban για να κλείσει επιτέλους το θέμα οριστικά. «Είμαστε δυο αρπαχτικά στη ζούγκλα. Απλά. Και το θήραμα είναι πάντα ένα. Σώρα, ολόκληρη η περιοχή τής Mancha. Εμείς είμαστε οι πιο δυνατοί. Εμείς, η εταιρεία. Πάντα. Εσείς, εσύ Cosme, οι αδύναμοι. Ο λαουτζίκος. Πες μου, αν τιμάς στο ελάχιστο τη λογική Cosme, ποιος κατασπαράζει το θήραμα ; …Φαχα είναι νόμος αγαπητέ !», και τόνισε έτσι την τελευταία φράση, συνοδεύοντάς την μ’ ένα κοφτό γελάκι, που να φαίνεται πως κι ο ίδιος υπακούει σ’ ένα νόμο σχεδόν μεταφυσικό, σαν να υποτάσσεται σε μιαν ανώτερη αρχή που είχε θεσπίσει αυτούς τούς νόμους και την αλήθειά τους, και γι αυτό ήταν και ο ίδιος αδύναμος να πράξει διαφορετικά, μια και οι νόμοι αυτοί ήταν αναπόφευκτοι, αναγκαστικοί για όλους. Γινόταν σχεδόν ευάλωτος. Μαλακός. Ανθρώπινος. Άφησε τον εγγονό τού Cosme Esteban Rojas να πάρει δυο ανάσες, έτσι που δήθεν αυτόβουλα να δει το λογικό τού πράγματος και να ’χει την ψευδαίσθηση πως ο ίδιος, αυτός, χωρίς καμιά εξωτερική βία, χωρίς την παραμικρή

13

εξωτερική παρέμβαση αποφασίζει και αποφασίζει καλά για όλους και για τον ίδιο τον τόπο και πως όλες οι γενιές των προγόνων του θα χαίρονταν με την ευθυκρισία, τη λογική και την απόφασή του ! Αμέσως μετά, αφού έκανε λίγα βήματα και βρέθηκε πίσω από την πλάτη του, ψιθύρισε με φωνή εξομολόγου πάνω απ’ τον ώμο του και στον πληθυντικό και πάλι, κάνοντας μια μαεστρική κίνηση αποστροφής τού λόγου για να θίξει όσο πιο προσβλητικά, μα και παράλληλα όσο πιο συγκρατημένα μπορούσε, σε τόνο απόκοσμο και συνωμοτικό, τις κρυφές χορδές τού εγγονού: «Κι εσείς, Cosme Esteban, το ίδιο κάνετε. Σο ίδιο θέλετε. Σην εκμετάλλευση. Δεν αγαπάτε τη Mancha. Μένετε μόνιμα στη Μαδρίτη. Αμφιβάλλω αν επισκεφτήκατε αυτό το ερείπιο δυο φορές τα τελευταία 20 χρόνια… Κατά βάθος σάς κουράζει, μην πω σάς ενοχλεί, σάς πονοκεφαλιάζει, σάς έχει γίνει φόρτωμα. Είναι φανερό από το σώμα σας, από τα μάτια μας, από τη στάση που έχετε στο χώρο, ότι σάς έχει κάτσει στο σβέρκο και σάς παραζαλίζει πια. Βρισκόμαστε στα 2012, αγαπητέ Cosme Esteban, μέσα στο καμίνι της κρίσης, κι ο κόσμος είναι απίστευτα κουρασμένος από τις… κληρονομιές. Δίνει τα πάντα για να ξαλαφρώσει. Και τον εαυτό του τον ίδιο, προκειμένου να περάσει κάποια χρόνια, ή και μια ζωή ακόμη, ανεμελιάς. Σι σχέση έχουν πια τα παλιά με μας, ε ; Καμιά ! Δεν είμαστε πια δεμένοι άνθρωποι, αγαπητέ μου. Ξεκόψαμε από δεσμούς κι άλλες παρόμοιες ανοησίες και επιθυμούμε απλά να ζούμε. Να είναι ο βίος μας ανέξοδος, άκοπος, χαλαρός. Σι στο διάβολο, κακό είναι τούτο ; ΋χι δα. Ελάτε, αφού το ξέρετε ήδη. Παραδεχτείτε το. Θέλετε να εκμεταλλευτείτε τούτα τα ερείπια με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και να ξεμπερδεύετε μια και καλή μαζί του. Δεν είναι διόλου κακό. Ποιος ανόητος μπορεί να πει πως είναι ανήθικο να ξεπουλά κανείς τις κληρονομιές του ; Ελάτε τώρα, αγαπητέ Cosme Esteban, ό,τι κάνουμε εμείς, η εταιρεία, σε μεγάλη κλίμακα το κάνετε σεις σε μικρή. ΋λοι ζητούμε να ξεκοκαλίσουμε ό,τι παρέχεται από τα άχρηστα, τα ερείπια, τα νεκρά σώματα τόπων, σπιτιών και χωραφιών. Είμαστε ίδιοι αγαπητέ ! Ολόιδιοι. Μόνο που εμείς είπαμε : πιο δυνατοί ! Και δεν

14

αγαπάμε δα τη Mancha. Ούτε και σεις. Ολόιδιοι. Λοιπόν τι λέτε, θα υπογράψουμε ; » Ο Herminio άφησε να περάσει ένα ολόκληρο λεπτό μες στη σιωπή. Ρούφηξε μια γουλιά λικέρ κι έσιαξε τα χαρτιά του στον χαρτοφύλακα που κρατούσε με αργές κι αδιάφορες κινήσεις. Ίσιωσε τη γραβάτα του και τα μανίκια τού σακακιού του, σενιαρίστηκε, και καθρεφτίστηκε μες στο φως που έπεφτε στο γυαλί των ντουλαπιών ενός κωμού παμπάλαιου, που βρισκόταν εκεί αραχνιασμένος και καταφαγωμένος απ’ το σαράκι από την εποχή τού προπάππου τού Cosme Esteban Rojas. Σον βρήκε πολύ βολικό κι εξαιρετικά χρήσιμο εκείνη τη στιγμή και μακάρισε μέσα του την τύχη που βρέθηκε εκεί αυτό το παλιόπραμα. ΋μως, αυτό το καθρέφτισμα τού Herminio μέσα στα σαρακοφαγωμένα έπιπλα τής οικογένειας των Rojas ήταν σχεδόν αποτρόπαιο. Η μορφή του έδειχνε τερατώδης πάνω στο γυαλί του κωμού, αλλοιωμένη, τρομαχτική, βρικολακιασμένη. Ήταν σαν να τού μιλούσε το σπίτι και να τού πρόβαλλε κατάμουτρα και με σθένος την άποψη που είχε γι αυτόν ή απλά να τού έδειχνε το αληθινό κι αφτιασίδωτο πρόσωπό του. Μα τίποτε δεν έγινε αντιληπτό από τούς συνομιλητές που συνέχισαν φυσιολογικά τη συνάντησή τους. Περνώντας απαλά το χέρι απ’ τα μαλλιά του για να τα ισιώσει, ο Herminio κατέληξε : «Νομίζω πως δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε. Εξαντλήσαμε νομίζω το θέμα. Δεν θέλω να σάς κουράσω περισσότερο αγαπητέ Cosme Esteban Rojas. Υαίνεσθε λογικός και ψύχραιμος άνθρωπος. Αναλογιστείτε τι σας δίνω. Σι σας προσφέρει η εταιρεία. Σην ευεργεσία που κάνει σε σας και στον τόπο σας γενικότερα. ΢ταθμίστε όλους τούς παράγοντες. ΢υλλογιστείτε με νηφάλια κρίση. Και θα δείτε πως θα με δικαιώσετε. Εις το επανιδείν !». Σο σώμα τού Cosme Esteban, τού εγγονού, έδειχνε πια ολοφάνερα τη συνθηκολόγηση. Άνευ όρων. Είχε μαζέψει, ανεπαίσθητα καμπουριάσει, γείρει. Σα χέρια του ήταν μαζεμένα μπροστά, πάνω στα γόνατα, και κράταγε τις παλάμες του. Οι

15

γραμμές τού προσώπου είχαν στεγνώσει. Σα χείλη είχαν κολλήσει και τα μάτια είχαν σβηστεί ηττημένα από το χώρο, δείγμα πως τον παρέδιδαν. Σον παραχωρούσαν. Ήταν πια αλλού. Υευγάτα. Αρκεί να δινόταν μια τιμή, …έτσι για την... τιμή των όπλων, κι ο εγγονός ήταν έτοιμος να υπογράψει άμεσα. Ο Herminio το έβλεπε καθαρά αυτό. Μα κράτησε σφραγισμένα τα χείλη του. Η χαριστική βολή, η σωτηρία σύμφωνα με την ορολογία των ανθρώπων τού θεού τής εταιρείας, δινόταν πάντα στα γραφεία της, παρουσία τού υψηλού ιερατείου των διοικητικών και διευθυντικών συμβούλων και μεγαλομετόχων, καθώς και σημαντικών επενδυτών κι εκπροσώπων τού χρηματοπιστωτικού τομέα. Εκεί, μες στη μεγαλοπρέπεια τού καθεδρικού τους ναού, στην επιβλητικότητά του, στη δύναμη τής… γοτθικής του αρχιτεκτονικής, ήταν σίγουρος πως θα ξανάβλεπε τον εγγονό τού Cosme Esteban και θα έκλειναν πολιτισμένα κι αποδοτικά τη δουλειά. Ο εγγονός στάθηκε ελάχιστα πίσω από τον αγοραστή τής οικίας και των χτημάτων των Rojas, δείχνοντάς του, με μια ελαφριά κίνηση τού χεριού, το δρόμο προς την έξοδο. Σα βήματα τους, καθώς αποχωρούσαν, ακούστηκαν ολότελα παράξενα στον άδειο χώρο του σπιτιού. Θα ’παιρνε όρκο κανείς πως τα ξύλινα πατώματα έσκαγαν ένα απειλητικό σαρδόνιο χαμόγελο, καθώς γλιστρούσαν πάνω τους οι διαπραγματευτές. Ήταν τόσο κούφια τα βήματά τους μέσα στο σπίτι, αντηχούσαν τόσο παράταιρα, ήταν τόσο αποξενωμένα από τα πράγματα που γίνονταν εξίσου αποξενωμένα και για τον ίδιο τον εαυτό τους, λες και δεν υπήρχαν σάρκες μες στα παπούτσια που αντηχούσαν, λες και στην πραγματικότητα αποχωρούσαν δυο νεκροί, δυο φαντάσματα τού εαυτού τους, δυο ανυπόστατα όντα ! Βγαίνοντας στην αυλή, έδωσαν ευγενικά τα χέρια και κατευθύνθηκαν στα παρκαρισμένα αυτοκίνητά τους. Ο Herminio κατέβασε το τζάμι στη θέση του οδηγού και με φωνή άχρωμη είπε: «΋πως είπαμε. Περιμένω τηλεφώνημά σας σε δύο μέρες. Καλή σας μέρα !». Ο εγγονός έβαλε μπρος τη μηχανή, αλλά ο κοφτός και κάπως υποτιμητικός ήχος τής κόρνας τού αυτοκινήτου τού Herminio τον έκανε να κοκαλώσει. Ο αντιπρόσωπος τής εταιρείας είχε κατεβάσει και πάλι το τζάμι τού

16

παραθύρου και με τόνο που πρόδιδε συγκαλυμμένη ειρωνεία, περιφρόνηση και εμπαιγμό, απευθύνθηκε για τελευταία φορά στον εγγονό τού Cosme Esteban Rojas : «Ξέρετε, έφτασαν στ’ αυτιά τής εταιρείας ένα σωρό ανοησίες, θρύλοι και παραμύθια τής Φαλιμάς δηλαδή, για κάποιο κρυμμένο βιβλίο τού παππού σας. Οι σύμβουλοί μας μάς ανέφεραν ότι όλη η περιοχή μιλά ακόμη γι αυτό, αν και κατά βάθος όλη αυτή η παραμυθολογία αποτελεί πια ένα είδους φολκλόρ ή και αστειότητας που κανείς δεν τής δίνει σημασία. Αλήθεια, αγαπητέ Cosme Esteban, υπάρχει ή υπήρξε ποτέ κάτι τέτοιο ή μήπως είναι κολπάκι τής οικογένειας για να διατηρήσετε ένα είδος γοήτρου στην περιοχή ; Φαχαχα. Να, μού ’ρθε μόλις τώρα μια ιδέα. Σι θα λέγατε αν αφήναμε τον κόσμο να το πιστεύει, καλλιεργούσαμε ένα κλίμα γι αυτό και φέρναμε ακόμη περισσότερους περιηγητές για να μας ακουμπήσουν τα ωραία τους λεφτά χάρη σε μιαν ανόητη φημολογία ; Σι λέτε ; Καλή ιδέα, δεν βρίσκετε ; Θα βγάζατε κι εσείς κάποια λεφτουδάκια… Φαχαχα… ένα βιβλίο στη μέση του πουθενά… χαχαχα. Η Mancha, μα την αλήθεια, είναι γεμάτη άχρηστες και διασκεδαστικές μπαρούφες. ΢ιγά τον πολυέλαιο : ένα βιβλίο, χαχαχα. Καλημέρα.», και πάτησε γκάζι αφήνοντας να αντηχεί στον ανοιχτό χώρο το άδειο ξεκαρδιστικό του γέλιο. Σην ίδια στιγμή αναχώρησε και ο εγγονός. ----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Εκείνη τη μέρα η συνομιλία των δυο οικείων, των δυο αγαπημένων, είχε μαύρα χρώματα. ΢την ατμόσφαιρα των χαλασμάτων τής ζωής των Rojas επικρατούσε το μαύρο τού ολέθρου. Ευτυχώς όχι μόνο του. Ποτέ μόνο του. Έξυνες μαύρο κι έβγαινε άσπρο απάρθενο. Άσπρο και ξεπηδούσε μαύρο καταφώτεινο ! ΋πως ήταν κι όλες οι ζωές των Rojas. Τπήρχαν, μαζί με τη μουντή και μακάβρια ατμόσφαιρα των ερειπίων, και οι διασταυρούμενες δέσμες φωτός που, σα δεύτερη φωνή σήμερα, τραγουδούσαν γαλήνια ένα τραγούδι που δεν ξεχώριζες καλά το μήνυμά του. Αυτό, και η ιδιότυπη θρηνητική μελωδία που έβγαινε

17

από τα ξεχαρβαλωμένα πατώματα και τους ξεφτισμένους τοίχους τής κληρονομιάς των Rojas, έκανε τον Homero να μην ξεκολλήσει την κουκούλα που φορούσε απ’ το κεφάλι του. Ευτυχώς που, όπως πολλές άλλες μέρες, είχε φέρει μαζί του τα αγαπημένα του κεριά και θα μπορούσε να τ’ ανάψει με την ησυχία του όταν ήθελε. Ευτυχώς, γιατί ένιωθε πως η σημερινή μέρα δεν ήταν μια μέρα όπως όλες οι άλλες. Σην ένιωσε μέσα του σα μια μέρα ιεροτελεστίας, σα μέρα μυσταγωγίας, και γι αυτό δεν επιτρεπόταν να σταθεί ασκεπής στο χώρο. Πήρε κι έβαλε από δυο-τρία κεριά σε κάθε ερειπωμένο δωμάτιο τού σπιτιού. Ανέβηκε την εξωτερική σκάλα, στήριξε το αριστερό του πόδι στο χαγιάτι και πάτησε με το δεξί του στο περβάζι τού παραθύρου τού δεξιού υπνοδωματίου των Rojas, στον επάνω όροφο. Άνοιξε με ευκολία τις φαγωμένες από τον ήλιο και τον άνεμο αμερικάνικες γρίλιες κι έσπρωξε, όπως πάντα, ελαφρά το τζάμι. Με ένα σάλτο βρέθηκε μέσα και ανέβασε τον παμπάλαιο σκουριασμένο σύρτη που κρατούσε κλειστή την πόρτα εισόδου τού δευτέρου ορόφου. Μόλις άφησε και κει κεριά κατέβηκε δίχως αργοπορία και πάλι στο ισόγειο. Με βήματα αργά και πονεμένα. ΢αν άγριο ζώο. ΢αν θήραμα που ψάχνει να ξεφύγει από λαγωνικά που το καταδιώκουν. ΢αν θύτης, που ετοιμάζεται να κατασπαράξει κάποιο βάρβαρο και απειλητικό εισβολέα περιμένοντας, δίχως δικά του σχέδια, δίχως δικές του ιδέες, εντολές από μια αόρατη και άγνωστη δύναμη σαν γνήσιος τροβαδούρος. Άναψε τα κεριά στην τραπεζαρία των Rojas, εκεί που ο προπάππους τού Cosme Esteban Rojas άφηνε μισάνοιχτη την πόρτα για να καθηλώσει, με την εντύπωση που προξενούσε το γραμμόφωνό του, τούς συντοπίτες του και χώθηκε στη γωνία που σχημάτιζε η γδαρμένη από το χρόνο συμβολή των δύο τοίχων. Σήρησε ιερατική σιωπή για να ακούσει τι θα έλεγε το σπίτι. Ήξερε, κι από άλλες τέτοιες στιγμές, πως αν αφουγκραζόταν με προσοχή, με σεβασμό, σβήνοντας τον εαυτό του, θα άκουγε ό,τι είχε να τού πει η περασμένη και ερειπωμένη ζωή. Κι αυτό, διότι η προκλητικότητα που χαρακτήριζε τους Rojas και ιδιαίτερα εκείνη η αχαλίνωτη προκλητικότητα που χαρακτήριζε τον Cosme

18

Esteban Rojas, μέχρι τού σημείου να φέρνει ολοφάνερα την ερωμένη του, τη Celeste, μέσα στο σπίτι, μέσα στα παιδιά του, και να μη δίνει δεκάρα για την παραμικρή τήρηση κάποιων προσχημάτων σε οτιδήποτε κι αν έκανε, είχε αποτυπωθεί με κάθε δυνατή φυσικότητα και δίχως ίχνος ντροπής μέσα στους τοίχους τού σπιτιού του. Είχε στοιχειώσει τον τόπο που έζησε κι άφησε την τελευταία του πνοή. Ο Cosme Esteban Rojas τα έκανε όλα στο χώρο του. Θεωρούσε ποταπότητα, ανανδρία και ντροπή να προσπαθήσει να κρυφτεί, να συγκαλύψει τις ελεύθερες επιλογές του, να πάει αλλού, να «σπιλώσει» άλλον τόπο για να διατηρήσει τη φωλιά του καθαρή. Αν μια πράξη του δεν έμπαινε στο σπίτι του αλλά κρατιόταν μακριά για να μην το λερώσει, τότε κι αυτός κι αυτή ήταν δυο πράγματα ανάξια λόγου, κυλισμένα μέσα στην ντροπή και το βούρκο, ποταπά, ανελεύθερα τόσο που δεν άξιζε να υπάρχουν. ΋χι, αν κάτι έμενε εκτός σπιτιού τότε δεν άξιζε να γίνεται, δεν άξιζε να υπάρχει. Ήταν σπίλος ασήκωτος για τους ώμους τού αχαλιναγώγητα ελευθέριου Cosme Esteban Rojas. Και με τέτοια ντροπή δεν ζούσε. ΋,τι ήταν πάντοτε, ό,τι αντιπροσώπευε, ήταν και παντού. Ήταν και στους χώρους που κατοικούσε, που ζούσε. ΋,τι ήταν ήταν και στο σπίτι του. ΋πως δεν φοβόταν και δεν δίσταζε μπροστά στις λέξεις, αφού τις ένιωθε σαν τα πατρογονικά του, να κυλούν φυσικά μέσα του, πέρα από νόμους και κανόνες, έτσι δεν ορρωδούσε μπροστά στις πράξεις του. Η λέξη, η πράξη και ο χώρος, ήταν ένα και το αυτό για τον Cosme Esteban Rojas, που άφησε αυτόν τον κόσμο δίχως ποτέ ούτε να σκεφτεί να αναθεωρήσει, να μετριάσει ή να αλλάξει αυτή του την αντίληψη. Αν ντρεπόταν να κάνει κάτι μες στο σπίτι του, αν δεν μπορούσε να τολμήσει την ελευθερία του παντού και ακόμη περισσότερο μες στον ιδιωτικό του χώρο, τότε αυτό το πράγμα σήμαινε γι αυτόν την απόλυτη αισχύνη. Αιτία θανάτου. Αυτοκτονίας. Σο πρόσωπο τού Homero βαθιά χωμένο μες στην κουκούλα του, μαρτυρούσε υπερδιέγερση. ΢φηνωμένος στη γωνιά του, άνοιξε τα χέρια του και τα πέρασε απαλά πάνω από τη

19

ξεχαρβαλωμένη από το χρόνο επιφάνεια των τοίχων. Καθώς τα χέρια του περνούσαν από πάνω της γέμιζαν χώματα, σκόνταφταν στις ανοιχτές σαν σπλάχνα τρύπες τού τοίχου, έσκιζαν που και που κάποιους πρόσφατους ιστούς αράχνης και σταματούσαν στο ανοιγμένο σκέλεθρο των σανίδων του πατώματος, όπου η σκόνη και το χώμα είχαν δημιουργήσει παχύ στρώμα. Σα χέρια του μείναν στο σημείο αυτό ακίνητα, γεμάτα σκόνη, χώμα, και διαλυμένα υφάδια αράχνης γύρω τους. Μια αραχνούλα έτρεχε πάνω στο μανίκι του και δυο-τρία μεγαλούτσικα μυρμήγκια ανηφόριζαν στο βραχίονά του. Ένιωθε, για ακόμη μία φορά, το σπίτι να ανασαίνει. ΋πως κάθε φορά, ένιωθε το υπόκωφο μεταλλικό καρδιοχτύπι του. Ση θαμμένη ανάσα τής περασμένης ζωής. Ο κουτσός και σκελεθρωμένος, γεμάτος τρύπες καναπές τής οικογένειας των Rojas ελευθέρωσε την κλεισμένη πάνω του ζωή. Ερωτικοί βόγγοι ακούγονταν από τη συνουσία τής Celeste με τον Cosme Esteban Rojas. ΋ρκοι αφιέρωσης έφταναν ψιθυριστά στ’ αυτιά τού Homero. Ο καναπές εξαπέλυε τα ρίγη άφοβης ακολασίας τού Cosme Esteban στον δεκτικό πάντα και ευλαβή Homero. Σα πύρινα και ερωτευμένα μάτια τού νεκρού εδώ και τρεις γενιές Cosme Esteban γυρνούσαν πότε-πότε και τον κοιτούσαν φιλικά και προκλητικά. Ο καναπές συνέχιζε να ξετυλίγει με βροχή εικόνων τις απόθετες ιστορίες του. Έβλεπε, σαν να γίνονταν όλα τώρα μπρος στα μάτι του, ότι αυτός ήταν ο χώρος που το παράνομο ζευγάρι είχε περάσει τις περισσότερες ώρες όταν βρίσκονταν στο σπίτι. Εκεί οι τσακωμοί μέχρι θανάτου, εκεί ο πόθος που σαν μανιασμένος μεταλλωρύχος αναζητούσε την αθανασία, εκεί τα σχέδια και οι συζητήσεις για τα πάντα σχεδόν. Εκεί προσπαθούσε ο Cosme Esteban να χτίσει μαζί με τη Celeste ένα κάπως ανθρωπινό σχέδιο για το κοινό μέλλον τους. ΢ε ελάχιστα σημεία διακρινόταν ακόμη το πράσινο χρώμα του καναπέ. Σίποτε άλλο δεν είχε απομείνει πάνω του από εκείνη την εποχή, παρά μόνο ο ξέσαρκος σκελετός του. Ο άνεμος τρύπωνε μέσα από τα ξεχαρβαλωμένα δοκάρια και τα σπασμένα σε πολλές μεριές τζάμια και δημιουργούσε έναν ήχο σαν από βραχνές σάλπιγγες. Έτριζαν αργά οι πόρτες και αραιά και που

20

ξεπεταγόταν καμιά μικρή σαύρα, που ταχύτατα χωνόταν σε κάποια τρύπα στο πάτωμα και χανόταν από το βλέμμα του Homero. Ακόμη ήθελε λίγη ώρα μέχρι να σουρουπώσει. Ο Homero ανασηκώθηκε αργά από τη γωνιά του και πήγε με αργά κι ευλαβικά βήματα προς το χώρο υποδοχής. Εκεί στάθηκε καταμεσής και εντελώς ασάλευτος. Άκουσε για μια ακόμη φορά τη φωνή τού σπιτιού, όπως έλεγε. Ήταν απόλυτα βέβαιος πως η φωνή τού σπιτιού ήταν η φωνή τού Cosme Esteban Rojas. Αισθανόταν πως αυτή τη φωνή είχε διαλέξει το σπίτι ως αντιπρόσωπο όλων των Rojas. Ο Cosme Esteban χτυπούσε δυνατά την πόρτα και άφηνε πίσω του εξαγριωμένος το σπίτι. Άφηνε βλαστήμιες να αιωρούνται πίσω του και δρασκελώντας τη μικρή αυλή χανόταν πίσω από τους πυκνούς θάμνους. ΋μως τα μάτια του, σαν να προβάλλουν απότομα μέσα από μια άβυσσο γυρνούσαν και κοιτούσαν ξαφνικά τον Homero. Σου έλεγαν πως στην πραγματικότητα όλη του τη ζωή ένιωθε έκθετος, ακάλυπτος, … ανέστιος. Ναι, ανέστιος. Ουσιαστικά τίποτε δεν κατείχε κι αυτό ώρες-ώρες τον έφτανε στα πρόθυρα τής κατάρρευσης, τού άμεσου και ολοκληρωτικού κινδύνου να χαθεί μια και καλή. Ο αέρας είχε κάπως δυναμώσει και τα τζάμια τής κουζίνας έτριζαν αφήνοντας ήχους στριγκούς και διαπεραστικούς. Η κουζίνα ήταν ένας από τους τόπους μαρτυρίου τού Cosme Esteban. Εκεί τον περίμεναν πάντα τα προβλήματα τής άθλιας ζωής του με τη γυναίκα του τη Hilda. Εκεί καραδοκούσαν οι πιεστικές βιοποριστικές ανάγκες για να τού σφίξουν το λαιμό μέχρι ασφυξίας. Ο Homero άκουγε ολοκάθαρα τούς έντονους διαπληκτισμούς τού ζευγαριού, υγρή μιζέρια πλημμύριζε τους τοίχους στο χώρο εκείνο, μύριζε απότομα φυλακή, σκουριά, απαίσια μαύρα κάγκελα ράβδιζαν τον αέρα, και τα πατώματα ανέδυαν μουχλιασμένη πολυχρόνια υπομονή και οσμή ναφθαλίνης. Ολομεμιάς η οπτασία τού Cosme Esteban Rojas στράφηκε για μια ακόμη φορά στον ευλαβικό Homero και τού έδειξε το γυμνό στήθος του. ΢τήθος ρωμαλέο, δυνατό, με μύες καλοσχηματισμένους, μα πιότερο απ’ όλα στήθος διψασμένο να αγαπηθεί, ν’ αγαπήσει, να δοθεί μέχρι ολοκαυτώματος. ΋μως, αντ’ αυτού από το στήθος άνοιγαν μικρές οπές απ’ όπου φαίνονταν οι

21

κεφαλές αποκρουστικών σκουληκιών που το καταβρόχθιζαν, αργά και βασανιστικά. Σον έτρωγαν ολοζώντανο ! Ο Cosme Esteban Rojas κοιτούσε παγωμένα το μακρινό φίλο του από το μέλλον, τον εγγονό τού φιλόσοφου καφετζή Alfonso, τον Homero, σαν να του έλεγε «να, δες. Κρίνε. Είναι αποδείξεις όλα τούτα ή όχι ;». Εκείνο το παγωμένο βλέμμα έκρυβε τεράστια στωικότητα και καρτερία, μέσα στη πολυχρόνια φυλακή τής πιο άθλιας, και στερημένης κι από την ελάχιστη ζωογόνο φαντασία, συζυγικής συμβίωσης, στην οποία τον είχε καταδικάσει μια μοίρα ανελέητη και ζηλόφθονη. Είχε πια σουρουπώσει για τα καλά και η νύχτα έπεφτε γοργά. Οι πρώτες νυχτερίδες ξεγλίστρησαν μέσα από τα χαλάσματα τού σπιτιού των Rojas και έκαναν τον πρώτο ανιχνευτικό κύκλο τους στον ορίζοντα. Έβγαιναν κυρίως από το δεύτερο όροφο τού σπιτιού. Εκεί, ανάμεσα στα παμπάλαια κεραμίδια τής στέγης και στα σαρακαφαγωμένα δοκάρια ή τα υποστυλώματα τής οικογενειακής οικίας των Rojas, είχαν τη μονιά τους. Ο Homero αυτή τη φορά ένιωσε και κάτι ιδιαίτερο. Άναψε σε κάθε χώρο τού ισογείου από δυο-τρία κεριά και προχώρησε και πάλι λίγα βήματα για να μπει στο χώρο τής τραπεζαρίας. Έλυσε τα κορδόνια των παπουτσιών του, απαλλάχτηκε από τις κάλτσες του, και έμεινε ξυπόλητος. Ήταν εξοικειωμένος με τα βουβά κελεύσματα τού σκελέθρου των Rojas. Μετά από λίγες στιγμές ένιωσε τα παμπάλαια ξύλινα και ποντικοφαγωμένα πατώματα να τρικυμίζουν. Μύριζε θάλασσα. ΢ταγόνες θαλασσινές έσκαγαν απολαυστικά στο πρόσωπό του. Έφερε αργά το βλέμμα στο πάτωμα. Ξαφνικά, υγρασία είχε πλημμυρίσει στοργικά τις πατούσες του. Οι νυχτερίδες πάνω από το κεφάλι του μπαινόβγαιναν, άφηναν ήχους, έκαναν κάθετες εφορμήσεις να τσακώσουν κανένα αφηρημένο θήραμα. Μα εκείνος ένιωθε μέσα στη μούχλα, το σκοτάδι και την εγκατάλειψη, την αύρα τής θάλασσας. Σο σπίτι γελούσε ! Ήχοι εορταστικοί άνοιγαν τους τοίχους, κατέβαιναν από τα δωμάτια τού δευτέρου ορόφου και ξεχύνονταν στο χώρο. Έγινε ξαφνικά μια παύση. Και πάνω στα κουτσά και συντριμμένα έπιπλα σχηματίστηκαν σαρδόνια χαμόγελα, γεμάτα μυστήριο και ακαθόριστο νόημα. Έγινε μια

22

ακόμη παύση, κι ένα τρομαχτικό, φοβερό, βαθύ γέλιο, που πάγωνε το αίμα στις φλέβες τού Homero, αντήχησε σαν βαριά καμπάνα σ’ ολόκληρο το οίκημα. Ο βάρδος τού σπιτιού των Rojas, με τη γενναιότητα και την τόλμη αληθινού τροβαδούρου, αφουγκράστηκε να καταλάβει καλύτερα το νόημα αυτού τού εξαιρετικού σήμερα και ανεπανάληπτου φαινομένου. Ποτέ άλλοτε δεν είχε γίνει μάρτυρας ενός τέτοιου είδους γέλιου. Με την κληρονομημένη ευθυκρισία από τον παππού του κατάλαβε πως το γέλιο δήλωνε εκδίκηση. Επερχόμενη και κατακλυσμιαία εκδίκηση. Ναι, ήταν βέβαιο ! Σο σπίτι, το σκέλεθρο των Rojas, θα εκδικιόταν. Ήταν σίγουρος. Σο ’νιωθε. Ήξερε πως τα σπίτια εκδικιούνται. Πεισματώνουν κι εκδικιούνται. Επιτέλους ! Σο σπίτι προοιώνιζε τη νεκρανάστασή του ! «Μα τώρα;», συλλογίστηκε με αμφιβολία και αμηχανία, την επόμενη στιγμή, φέρνοντας στο νου του την επίσκεψη στο ερείπιο των διαπραγματευτών, στην οποία έγινε αόρατος μόλις μάρτυρας. «Σώρα που θα το ανασκάψουν εκ βάθρων και θα το εκμηδενίσουν στον αιώνα τον άπαντα ;». ΢τάθηκε ασάλευτος. Σο σπίτι χρησμοδοτούσε εξαπολύοντας ένα ασταμάτητο κι ηχηρό γέλιο. «Μα τώρα πια έχουν όλα χαθεί. Σώρα που θα ισοπεδωθεί, που θα γίνει ένα με το χώμα, που ούτε η σκόνη του πια δεν θα υπάρχει ; Σώρα ; Μα πώς γίνεται ;…». Ολομεμιάς, επικράτησε σιγή κοιμητηρίου. Σο γέλιο έσβησε. Από το πρόσωπό του εξατμίστηκαν οι θαλασσινές σταγόνες κι αισθάνθηκε τα μάγουλα και τα χείλη του να αποκτούν μια περίεργη ξηρότητα. Η υγρασία χάθηκε κάτω απ’ τις πατούσες του και απόμειναν στεγνά, ολόστεγνα, τα ξεχαρβαλωμένα σανίδια τού ερειπίου να τού γδέρνουν ελαφρά τα πέλματα. Ξάφνου, μες στην απόλυτη σιγή, σχηματίστηκε στο βορινό τοίχο τής μισοφωτισμένης απ’ τα κεριά τραπεζαρίας ένα περίγραμμα προσώπου. ΢την αρχή αρκετά θολό. Μα όσο έπεφτε πάνω του το φως των κεριών κι όσο στεκόταν ασάλευτος απέναντι του ο Homero, τόσο γινόταν και ολοένα καθαρότερο. Δυο-τρεις στιγμές μετά φάνηκαν ολοκάθαρα τα χαρακτηριστικά ενός προσώπου. Σο αίμα τού Homero πάγωσε στις φλέβες του. Από δέος, συγκίνηση και φόβο. Αναγνώρισε αμέσως ποιανού ήταν το πρόσωπο εκείνο που ζωγραφιζόταν μόνο του

23

στον τοίχο. Ήταν ο Cosme Esteban Rojas ! Ο ίδιος. Ολοζώντανος. Μέσα στον τοίχο. Να τον κοιτά σιωπηλός. Ασάλευτος. Δίχως μια σύσπαση στο πρόσωπό του. ΢χεδόν αυστηρός. Σον αναγνώρισε αμέσως. Ήταν ολόιδιος με το πρόσωπο που η φωτογραφία του κρεμόταν χιλιοφθαρμένη, σκονισμένη και τρύπια, στο μικρό γραφειάκι που υπήρχε δίπλα στον χώρο υποδοχής στο ισόγειο. Σον κοιτούσε αυστηρά μα αν κανείς κοιτούσε λίγο πιο προσεχτικά θα έβλεπε μες στον βλέμμα εκείνο απόλυτη τρυφερότητα και στοργή για τον πιστό φύλακα τού ερειπίου των Rojas, τον αλαφροϊσκιωτο, όπως οι ντόπιοι τον ονόμαζαν, Homero. ΋ταν η αγάπη παίρνει σάρκα και οστά, ας είναι πίσω απ’ ένα γυαλί, πάνω σ’ ένα τοίχο, μέσα σε όνειρο ακόμη, όταν κουνά τα χείλια της, όταν σαλεύει μπρος στο λάτρη της, τότε η έκπληξη, ο θαυμασμός, η έκσταση, το χάσιμο τού νου από την υπερένταση, είναι λέξεις φτωχές να περιγράψουν πως αισθάνεται αυτός που αγαπάει. ΋ταν το όνειρο και η συντροφιά με τα φαντάσματα μιας αγάπης γίνονται σάρκα, τότε παίρνεται ο νους κι ο κόσμος όλος χάνεται γύρω και η αλήθεια την οποία λατρεύει ο εραστής γίνεται το μοναδικό υπαρκτό πράγμα στον κόσμο. Νιώθει πως χάνεται, σβήνει, λιώνει. Ραγισματιές χίλιες αυλακώνουν την ψυχή και το σώμα του κι αισθάνεται ανάξιος, μικρός, σχεδόν ακάθαρτος, ποταπός κι απόλυτα ελεύθερος ! Βρίσκει το μέτρο του το ανθρώπινο, βρίσκει το μέτρο ν’ αντικρίζει τον κόσμο, ν’ αγγίζει τα πράγματα. Θέλει να σμικρύνει κι άλλο. ΢χεδόν να χαθεί. Νοιάζεται που θα πατήσει το βήμα του. Δεν θέλει να βλαφτεί ούτε κι η πέτρα. Πρέπει όλα να ζουν, άβλαφτα, ακέρια. Αυτός πια έχει σπίτι ! Μένει ! Κατοικεί την αγάπη του και πάει τέλειωσε ! Ανήκει. Είναι αλλουνού. Αν όλα αυτά περιγράφονταν με μια μονάχα λέξη, ε τότε αυτή θα ήταν μία : ναυτία. ΢κέτη ναυτία. Κι αν ο γεροAlfonso ζούσε, θα ’λεγε, δίχως να περάσει μιά στιγμή, στον έκθαμβο εγγονό του, πως η ναυτία τούτη έχει το λόγο της. Κι ο λόγος είναι πως χάθηκε πια ο εαυτός τού εραστή και τού ερωμένου και δεν αναγνωρίζεις μες στα σπλάχνα σου ποιος είναι ποιος καλά-καλά και τριγυρνάς χαμένος ολότελα με σώμα κάποιου

24

άλλου κι ωστόσο απόλυτα ο εαυτός σου, που μέσα στο χαμό του έχει ολότελα βρεθεί και πιάνεται και βλέπεται και νιώθεται από την αρχή, λες και μόλις πριν μια στιγμή πλάστηκε κι αυτό θα διαρκεί πια αιώνια, αφού η σκέψη τού θανάτου μοιάζει αδιάφορη και δίχως σημασία. Σο πρόσωπο τού Cosme Esteban Rojas είχε σχηματιστεί ολοκάθαρα πάνω στα χώματα τού ξεφλουδισμένου τοίχου και τις ακάλυπτες πέτρες του. Κοιτούσε τον Homero έχοντας σφραγισμένα τα χείλη σαν σφίγγα. Μια ίσια κατάκλειστη γραμμή. ΋μως εκείνος άκουγε πεντακάθαρα τις λέξεις που βγαίναν απ’ το σφραγισμένο στόμα. Προχώρησε αργά και λύγισε τα γόνατα στο έδαφος, ακουμπώντας ελαφρά με τα χέρια του το σημείο που ο τοίχος ενωνόταν με τα σαρακοφαγωμένα σανίδια τού πατώματος. «Η γη πάντα κρύβει. Κάθε γη κρύβει. Και πάντα γεννά στο φως. Αναπότρεπτα. Σα μνημεία και τα χαλάσματα μιλούν. ΋λα τα μνημεία. ΋λα τα χαλάσματα. Σα μέσα. Σα έξω. Κι όλα θα ’ρθουν στο φως. Είναι μοίρα τους. Κάθε άσπρο, κάθε μαύρο, κάθε κόκκινο. Μα, καθώς έρχονται στο φως είναι πολύ ευαίσθητα. Και θέλει ευγένεια πολύ… ΋λα τ’ αγάλματα, ό,τι αγαλματώθηκε και πνίγηκε στο χώμα, θα γίνει μια μέρα σώμα που όλοι θα κουβαλούν. Δεν ξεμπερδεύει κανείς ποτέ από τ’ αγάλματα. Μόνον οι ανόητοι. ΢τον όρθιο ύπνο τους. Για να λάμψουν τ’ αγάλματα χρειάζονται πρώτα έναν τάφο. Ωριμάζουν στα κοιμητήριά τους. Μεστώνουν. Σα φώτα περνούν πρώτα απ’ τα χώματα». ΋πως ήταν με σκυμμένο κεφάλι ο Homero, το βλέμμα του ξέφυγε λοξά κι είδε μύριες μικρές αραχνούλες να τρέχουν σαστισμένες σ’ όλη την επιφάνεια του τοίχου. Περνούσαν πάνω από το πρόσωπο τού Cosme Esteban με τα σφραγισμένα χείλη που μιλούσαν και χάνονταν μέσα στις μύριες τρύπες τού τοίχου. Οι γρίλιες των δύο παραθύρων που βρίσκονταν στ’ αριστερά τού τοίχου χτυπούσαν, θα ’λεγες ρυθμικά, σαν ρολόι. Με τους δείχτες του να γυρνούν ανάποδα και η μέτρηση της ώρας να γίνεται αντίστροφα. Η κίνησή τους φαινόταν απελπιστικά αργή, τόσο αργή που έφερνε απόγνωση, δημιουργούσε αίσθημα ασφυξίας, απόλυτης πανωλεθρίας. Αφαιρούσε κάθε πίστη για νίκη από την ψυχή

25

εκείνου που τους κοίταζε. Μοιάζαν σχεδόν κολλημένοι. Ο Homero ένιωθε πως είχε περάσει μια ώρα για να κατέβει ο λεπτοδείχτης ένα μοναχά λεπτό. Εννέα. Οχτώ και πενήντα εννιά. Οχτώ και πενήντα οχτώ. Οχτώ και πενήντα εφτά. Μοιάζαν να ’χουν βρικολακιάσει. Ακίνητοι. Έπιναν, μ’ αόρατα στόματα, το αίμα όποιου τούς παρατηρούσε κι είχε λιγάκι ανασηκώσει τα χέρια από τον ξεχαρβαλωμένο τοίχο με τη μορφή πάνω του. Σο ’νιωσε αυτό ο έκθαμβος βάρδος τής οικίας των Rojas και σαν ξανακούμπησε και πάλι τα χέρια του στον τοίχο, που είχε κάπως αποτραβήξει βλέποντας αυτό το αλλόκοτο θέαμα, τότε είδε ότι οι λεπτοδείχτες τρέχαν σαν τρελοί, τόσο που δεν τους προλάβαινε το μάτι, και τα λεπτά γίνονταν δευτερόλεπτα, τα δευτερόλεπτα εξατμίζονταν και σχεδόν μια ώρα περνούσε μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ! «Σα έργα μεγαλώνουν μες στην εγκατάλειψη. Θέλει πολλά μέτρα σκόνη κι αράχνιασμα, ιστοί να καλύπτουν κάθε ικμάδα ζωής, κάθε ανασαμιά, ερημιά πολλή σαν ψηλό βουνό, χώματα, σαρακοφωγωμένα σκέλεθρα, κιλά πολλά εγκατάλειψης και λησμονιάς, για να δέσει ο σπόρος τής φανέρωσης και να τιναχτεί απότομα σαν πίδακας η ζωή. Νόμος αυτό : μπες με τη θέλησή σου στο σκοτάδι κι αυτό δίκαια θα σ’ ανταμείψει με διάχυση φωτός. Και τούτη είναι η ώρα. Ήρθε. Μια και τα χώματα πολλά, είναι η ώρα τού σπόρου. Σώρα που μοιάζουν όλα χαμένα, τώρα έχουν όλα κερδηθεί. ΋λα προβάλλουν όπως πλάστηκαν όταν φτάσουν στην άκρη τους. Η ώρες που τα ερείπια μιλούν είναι εκείνες όταν κατεδαφίζονται.». Η φωνή βουβάθηκε στ’ αυτιά τού Homero. Σο πρόσωπο στον τοίχο εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού. ΋λοι οι ήχοι και οι κινήσεις τού σπιτιού είχαν κοπάσει και μια περίεργη ακινησία είχε απλωθεί στο χώρο. Μια ακινησία που ο Homero την ένιωθε σαν στρατό κατακτητικό που σίγουρος για τη νίκη του προήλαυνε. Μια σκιά φάνηκε καθαρά να διαγράφεται όπως περπατούσε ανάμεσα από τις χαραμάδες των ανισόπεδων σανίδων τού δευτέρου ορόφου. Μια σκιά φωτεινή μέσα στο κατασκότεινο σπίτι με το λιγοστό φως των κεριών. Μια σκιά που όπως πατούσε στα σανίδια δεν τα έκανε να τρίζουν και που τρόμαξε πολύ τα δυο-

26

τρία ποντίκια που από ώρα σεργιάνιζαν στη ρίζα τού δεξιού τοίχου τής κουζίνας. Η Helena αναζητούσε τον εραστή της. Κι είχε κατευθείαν ανεβεί δίχως ν’ ακουστεί, αλαφροπάτητη ως ήταν πάντα, στο δεύτερο όροφο τής μισογκρεμισμένης οικίας των Rojas για να τον βρει, μια που εκεί συνήθως περνούσαν μαζί τις ώρες τους όταν συναντιόντουσαν σ’ αυτό το σπίτι. Ο Homero αφού για μια στιγμή αφουγκράστηκε σαν λαγωνικό, ένιωσε πως ήταν η αγαπημένη του που τον αναζητούσε και αφού τινάχτηκε σαν ζαρκάδι έξω από το ισόγειο τού σπιτιού ανέβηκε, τρέχοντας σχεδόν, την εξωτερική σκάλα, που οδηγούσε στα δωμάτια τού δευτέρου ορόφου, και βρέθηκε μέσα στο μεγάλο δωμάτιο κοιτάζοντας με δέος και λαγνεία την πλάτη τής ερωμένης του. Εκείνη τον ένιωσε να στέκεται πίσω της και γυρνώντας απότομα, με δύναμη αιλουροειδούς, έκανε δυο βήματα και κρεμάστηκε στην αγκαλιά του, τυλίγοντας τα πόδια της γύρω απ’ τη μέση του και γεμίζοντας το λαιμό του φιλιά. Σα πανέμορφα χέρια της, με τα οποία ο Homero δεν έπαψε στιγμή να εκστασιάζεται, κυλούσαν αργά στο σβέρκο του, χώνονταν μες στα μαλλιά του, εκεί μέσα σχημάτιζαν μύρια ιερογλυφικά σχήματα που ανατρίχιαζαν τον εγγονό τού γερο-Alfonso και ύστερα κατέβαιναν αργά και χάϊδευαν σχεδόν προκλητικά τούς ώμους του. Ήταν τόση η λατρεία του γι αυτά, που ένιωθε πως αν κάτι γινόταν και τα έχανε, δεν θα μπορούσε εύκολα πια να αναγνωρίζει την Helena. Και να τα φανταστεί μοναχά να γλιστρούν και ν’ αυλακώνουν τα σημεία τού σώματός του, κάθε σημείο, αποτελούσε γι αυτόν ανυπόφορη ηδονή, σχεδόν βασανιστική. -«Γιατί είσαι κάτω ; ΢υμβαίνει κάτι ;», ρώτησε η Helena σαν να διαισθανόταν κάποια αλλαγή στο βλέμμα τού εραστή της. «Κοίτα, έχω φέρει μουσική και ποτό και μια έκδοση που βρήκα χθες του αγαπημένου σου ποιητή», και τού έδειξε με το βλέμμα ένα μπουκάλι κονιάκ, ένα mp3 και ένα βιβλίο τσέπης, που κείτονταν ριγμένα στην αριστερή γωνιά τού μεγάλου δωματίου τού δευτέρου ορόφου. Ο Homero τής σφράγισε το στόμα μ’ ένα βαθύ φιλί και στη συνέχεια με τέτοια τρυφερότητα σαν να κρατούσε αλάβαστρο

27

την κατέβασε αργά στο πάτωμα. Σο βλέμμα μου ήταν γεμάτο καλοσύνη, ηρεμία, αποφασιστικότητα και προστατευτικότητα. -«Δεν ήταν η σημερινή μέρα σαν τις άλλες», είπε αργά, αφήνοντας να πλανηθεί στον αέρα το αίσθημα ότι κάτι είχε κατορθωθεί, κάτι συντελεστεί, το οποίο κι οι δυό τους θεωρούσαν θεμέλιο τής ζωής τους. «Άκουσα με τα ίδια μου τ’ αυτιά τον γέροCosme Esteban Rojas ! Σο φαντάζεσαι ; Με τα ίδια τ’ αυτιά μου ! Ήταν τόσο οικείος που ένιωσα σαν να μού μιλά ο ίδιος μου ο εαυτός. Και πριν ακούσω τη φωνή του, το σπίτι δεν ήταν όπως άλλοτε. Ένιωσα στο κορμί μου κάθε του σκίρτημα κι άκουσα τη φωνή τής σιωπής του ! Ξέρεις πώς νιώθω ; Νιώθω σαν να ’ρχομαι από το μέλλον ! ΢αν να ζω ήδη στο τέλος τού χρόνου μου νικητής ! Αισθάνομαι πως ακόμη κι αν όλα χαθούν, ακόμη κι αν φαίνονται πως έχουν χαθεί, τίποτε δεν θα μικρύνει τη νίκη που νιώθω μέσα μου. Κι αυτό, καρδιά μου, σημαίνει πως έζησα ! Πως δεν με νοιάζει πια ο θάνατος ! Μέσα σε μια στιγμή, βρίσκομαι στο τέλος τής ζωής μου αφού απλώθηκε μέσα μου κείνο που όλους μάς κρατά ! Αν έζησα μια στιγμή έτσι, τότε ξεπέρασα το χρόνο κι απλά περιμένω τροπαιοφόρος στο εξής το κύλισμά του !». Η Helena όλη αυτή την ώρα που μιλούσε τον κοιτούσε ίσα στα μάτια, γεμάτη δέος. Είχε ολότελα μαγνητιστεί απ’ τα λόγια του και εναγώνια περίμενε να συνεχίσει. Δεν έβγαζε μιλιά. Κρεμόταν απ’ τα χείλη του κι όσο εκείνος μιλούσε, τόσο εκείνη τον ερωτευόταν παράφορα και ταξίδευε στους ρυθμούς του. «΋ταν ήρθα σήμερα να σε περιμένω, όπως είπαμε, κοντοστάθηκα στην είσοδο καθώς άκουσα συνομιλίες στο εσωτερικό. Αφουγκράστηκα ν’ ακούσω κολλημένος στο τοίχο για να μη με μυριστούν και κατάλαβα πως θα κατεδαφίσουν το σπίτι, θα το κονιορτοποιήσουν ! Λίγες στιγμές μετά, κρυμμένος πίσω από τους θάμνους, σιγουρεύτηκα. Ο συνονόματος εγγονός του ήταν με κάποιον αντιπρόσωπο μιάς εταιρείας που θα αγοράσει το οικόπεδο και το οίκημα. ΢ε λίγες μέρες – θα το δεις – δεν θα μείνει εδώ λίθος επί λίθου, ζωή μου. Ήταν σαν να μού πατούν τη ζωή, αγάπη μου. ΢αν να με φτύνουν. ΢αν να μας χλευάζουν γιατί αγαπήσαμε, γιατί αγαπηθήκαμε, γιατί έχουμε όνειρα, γιατί κυνηγάμε τη ζωή μέσα απ’ ό,τι αγαπήσαμε και όχι

28

μέσα απ’ ό,τι μάς επιβάλλουν οι διαστροφές μιας εξουσίας χρηματικής.». Από την ένταση, ο τόνος τής φωνής του είχε ανεβεί και σχεδόν είχε λαχανιάσει. Εκείνη όλη αυτή την ώρα που ξανάπιασε να μιλά του χάϊδευε με το δείκτη τού δεξιού χεριού της το βραχίονα στοργικά κι ερωτικά, έτσι που η κίνησή της γραφόταν ασυνείδητα στον εγκέφαλό του. Με τ’ αριστερό χάϊδευε τρυφερά, χωρίς να πάψει ούτε στιγμή να ξεχύνει παράλληλα κύματα τον ερωτισμό της πάνω του, τα μαλλιά του πίσω από τ’ αυτί του και να σχηματίζει το περίγραμμα τού αυτιού με το δάχτυλό της. Σα μάτια της δεν τα ’χε τραβήξει στιγμή από πάνω του κι όσο τον κοιτούσε γεμάτη έρωτα, αγάπη, αφοσίωση και θαυμασμό, τόσο αυτός ασυνείδητα μέσα του την ποθούσε ασυγκράτητα εκείνη τη στιγμή. ΢υνέχισε, με αλλοιωμένη την όψη του από την ένταση των συναισθημάτων που τον κατέκλυζε, να μιλά κι ήταν τόσο συγκλονισμένος, τόσο παρμένος, από τα γεγονότα που μόλις είχε βιώσει που φάνταζε στα μάτια της σαγηνευτικά αλλόκοσμος, ταξιδευτικός. «Ήμουν συντετριμμένος σχεδόν όταν μπήκα σπίτι. Έπρεπε να πάρω κάποιες αποφάσεις, να κάνω κάτι, να εμποδίσω την ισοπέδωση ολόκληρης τής περιοχής τής Mancha.Σο σπίτι μού έδινε πάντα κουράγιο. Σο ξέρεις καλά αυτό άλλωστε. Από το σπίτι και τις ζωές του περίμενα ακαθόριστα κάτι. Μια λύση. Μια ενέργεια. Και τότε εμφανίστηκε κάτω, στον τοίχο τής τραπεζαρίας, ο Cosme Esteban Rojas ! Και ξέρεις τι έμαθα, ξέρεις ; Ξέρεις Helena τι μυστικό αποκαλύφτηκε ; Πώς τα ερείπια παίρνουν εκδίκηση ! Πως η ισοπέδωσή μας είναι η αρχή τής καταστροφής των ισοπεδωτών ! Πως ο θάνατος δεν έχει την τελευταία λέξη ! Πως τα ερείπια πάντα νικούν, πάντα ! Ο Cosme Esteban Rojas δεν έβγαλε ούτε λέξη για τούς θρύλους, για το περίφημο βιβλίο του, για κάτι πιο συγκεκριμένο από τη γενικότητα, αν θες, μιάς δήλωσης νίκης. Μα με την καρδιά μου παρμένη κι ανοιχτή, με την καρδιά μου… «αλαφροϊσκιωτη» το ’νιωσα, αγάπη μου, το ’νιωσα : το βιβλίο του υπάρχει ! Σο βιβλίο του θα ’ρθει στο Υως ! ΋λες οι ζωές θα ’ρθουν στο Υως ! Δεν ξέρω πώς, πότε, πού. Μα ήταν σίγουρο : θα ’ρθουν ! Κάτι θα συμβεί στο εξής κι όλο το χώμα και η σκόνη και τα χαλάσματα και τα σαρακοφαγωμένα και ξεχαρβαλωμένα ερείπια

29

θα ξανανιώσουν ! Ναι, ζωή μου, θα ξανανιώσουν ! Μέσα σ’ ένα πανηγύρι ξεγυμνωσιάς, αποκάλυψης, φανέρωσης, μεθυσιού μέσα στο Υως ! Και είμαι σίγουρος, γλυκιά μου, σίγουρος. Και ξέρεις γιατί ; Διότι μόλις η οπτασία χάθηκε ολομεμιάς από τα μάτια μου κι ο τοίχος απόμεινε μόνος του, όπως πάντα, κατασκαμμένος, γυμνός, γεμάτος χώματα, ρωγμές, ζωύφια να τρέχουν πάνω του κι αράχνες να τον οργώνουν, ένιωσα εκείνη τη στιγμή, και το ’νιωσα βαθιά πως μια ευλογία, ένα φυλαχτό, προστατεύει μες στα χρόνια την Καστίλλη. Σην σκεπάζει. Ση φυλά. Υυλά ολόκληρη τη Mancha μας. Περνά σαν αύρα, σαν αεράκι… θαλασσινό πάνω από το Σολέδο, πάνω από πεδιάδες, πόλεις, ποτάμια και βουνά και τραβά κατά την Καστίλλη Λεόν, φιδογυρίζει στην Ανδαλουσία και παίρνει βόρειο δρόμο μέχρι την περιοχή των βάσκων, προστατεύοντας με τη δύναμή του ολόκληρη την Ιβηρική, ολόκληρη την Ισπανία μας, και μετά με ορμή ασυγκράτητη ξεχύνεται σ’ ολόκληρο τον κόσμο και τον φυλά, τον προστατεύει, γίνεται φυλαχτό του ! Γιατί, αγάπη μου, αν υπάρχει κάπου ένα φυλαχτό, τότε υπάρχει παντού, ακούς, παντού ! Κι ένιωσα, ομορφιά μου, πως τούτο το φυλαχτό είναι το πολυθρύλητο χαμένο και γελοιοποιημένο βιβλίο τού Cosme Esteban Rojas ! Και αισθάνθηκα να ακουμπώ επάνω του τα χέρια μου σαν σε φυλαχτό! Κι η σκέψη του ακόμη, πήρε μέσα μου πια τη μορφή τού φυλαχτού. Κι η ελπίδα του, η ελπίδα να υπάρχει και να βγει στο Υως, το ίδιο. Ένα φυλαχτό παντοδύναμο, ανίκητο, άτρωτο. Και ξέρεις γιατί ; Γιατί, ζωή μου, αφέθηκε μονάχο του να πεθάνει κι αψήφησε το θάνατο με ακαταδεξιά ελεύθερου ανθρώπου. ΋χι, με τέτοιο φυλαχτό, με τέτοια φυλαχτά, φόβος κανείς. Η γη στο τέλος θα κερδίσει. Ο τόπος δεν θα χαθεί στον αιώνα. Θα τους γαμήσουμε Helena, όλους τους εμποράκους τής φακής που κατουρούν στο πρόσωπό μας θα τους γαμήσουμε ! Πάνω απ’ το πτώμα μας πια για να κερδίσουν έστω ένα κομμάτι γης, μια πετρούλα κι ένα γαϊδουράγκαθο ! Κι αυτό, μωρό μου, είναι γιορτή ! Έχουμε πανηγύρι σήμερα εδώ. Εδώ. ΢τα χαλάσματα τής οικίας των Rojas ! Νυχτέρι έξαλλο. Αγρυπνία. Υωτιά, φωτιά, φωτιά !».

30

Ο Homero είχε πέσει σχεδόν σε έκσταση. ΢χεδόν παραληρούσε νηφάλια, αφού είχε ακόμη τη δύναμη να συντάσσει προτάσεις, να αρθρώνει ιδέες και να στήνει εύληπτα τη σκέψη του. Οι λέξεις του έβγαιναν γεμάτες ιδρώτα, σπέρμα και φωτιά απ’ το στόμα του. Είχαν φλέβες, σάρκες. Έβγαζαν φτερά, πετούσαν άγρια και χώνονταν στα κατάβαθα τής ψυχής τής Helena με ορμή, σφρίγος, τσιτωμένες, και με μια γλυκιά, θωπευτική, βιαιότητα. Μόλις σταμάτησε να μιλά, ακουγόταν ολοκάθαρα πια το λαχάνιασμά του. Έκανε μια παύση λίγων στιγμών, κατεβάζοντας το κεφάλι και στυλώνοντας τα μάτια στα σκελεθρωμένα σανίδια τού δευτέρου ορόφου, που από κάτω τους αντιλάμπιζε το φως των κεριών που είχε ανάψει. Με μια κίνηση που μαρτυρούσε παιδική ανάγκη αγκαλιάς, άρπαξε με προστατευτική βιαιότητα την ερωμένη του και τη φίλησε μ’ ένα βαθύ και παρατεταμένο φιλί. Σα χέρια του άρχισαν να ερευνούν το κορμί της γρήγορα και διψασμένα. Ωστόσο το κρεσέντο αυτό, δεν χάριζε σπιθαμή στην προχειρότητα ενός αγγίγματος, μιας ψαύσης. Ήταν σαν να περνά το δοξάρι πάνω στις χορδές ενός βιολιού μέσα σε ένα cresento luminoso σε ταχύ ρυθμό που σεβόταν κάθε εκατοστό τής θεότητας που ονομάζεται ηδονή. Έφερε τα χείλη του στ’ αυτί της και ψιθύρισε με βαθιά και δυναμική φωνή, που θα ’λεγες επέβαλε το ρυθμό της, σχεδόν διέταζε : «Η νύχτα μάς ανήκει. Μας ανήκουν οι γιορτές. ΢ήμερα έχουμε γιορτή, ζωή μου. ΢ήμερα θα γιορτάσουμε τη νίκη των ερειπίων ! Έτσι, όπως μονάχα ποιητές μπορούν. Μονάχα ποιητές γνωρίζουν !» και δίχως να την αφήσει καν να πάρει ανάσα τη φίλησε ξανά στο στόμα, ανασηκώνοντας με το δεξί του χέρι, ταυτόχρονα, το φόρεμά της, με κίνηση επιτακτική, σαν να ’θελε να απαλλαγεί από κάτι αυτονόητα περιττό, κάτι που λοξοδρομούσε τον ίσιο δρόμο τής ζωής και της είχε κουραστικά επιβληθεί. Έχωσε την παλάμη του μέσα απ’ το εσώρουχό της και χούφτωσε με μια κίνηση που υποδήλωνε κατοχή, ελεύθερη κατάκτηση, απόλυτη κυριαρχία πάνω στη στιγμή, τα απόκρυφα σημεία της. Η Helena εγκαταλειμμένη σαν βάρκα ακυβέρνητη στο πέλαγος, έβγαλε έναν αδύναμο αναστεναγμό και σχεδόν δίχως δύναμη καμιά πια στα μέλη από την γλύκα που κατέκλυζε το είναι

31

της, παραδόθηκε, εγκαταλείφθηκε, στη φωτιά που επιθυμούσε να την πυρπολήσει. Σο βράδυ εκείνο ήταν ένα βράδυ ατέλειωτου ξοδέματος στον έρωτα, στη χαρά, στο αίσθημα δικαίωσης που ένιωθαν να έρχεται στα σίγουρα με κάποιο τρόπο από το μέλλον, για να επιβεβαιώσει κάθε του όνειρο και ασύμμετρη, με τις τρέχουσες αντιλήψεις και συνήθειες επιλογή. ΋λη τη νύχτα κάναν έρωτα σε κάθε γωνιά του σπιτιού. Πάνω σε κάθε σαρακοφαγωμένο έπιπλο, σε κάθε μισογκρεμισμένο και κατασκαμμένο από τον καιρό τοίχο. Έπιναν, άκουγαν μουσική, διάβαζαν ποίηση, κι έκαναν έρωτα. Έρωτα άνευ ορίων. Μια ολονύχτια σπονδή στον Βάκχο. Ση φλόγα τους συδαύλιζε ακόμη περισσότερο κι ένα αίσθημα εκδίκησης απέναντι στις αδικίες που είχε σωρεύσει η ζωή, όπως την είχαν καταντήσει, στα όνειρά τους, στους πόθους τους, σ’ ό,τι πίστευαν αληθινό. ΋σο περισσότερο γέμιζαν τα σώματά τους με χώματα, σκόνες, ζωύφια, από το εγκαταλειμμένο και καταφαγωμένο από την ερημία σπίτι των Rojas, τόσο περισσότερο ερεθίζονταν κι αφήνονταν να παρασυρθούν δίχως σκέψη στην ηδονή. Κυλιόντουσαν στα γυμνά σαραβαλιασμένα σανίδια, στους κουτσούς καναπέδες με τις ξεφτισμένες κλωστές που κρέμονταν από ένα ελάχιστο κομμάτι υφάσματος που είχε στοιχειώσει λες πάνω τους, και γέμιζαν κάθε χώρο με τις φωνές και τα επιφωνήματα ηδονής που άφηναν. Η σφραγίδα δύο νεανικών, ζεστών, καυτών καλύτερα, σωμάτων είχε μπει και στο τελευταίο εκατοστό τής επιφάνειας τού ερειπωμένου κι αφημένου στην τύχη του σκελέθρου των Rojas. Κι ένιωθε κανείς, πως αυτά τα δύο παιδιά, μέσα στη λάβρα των ονείρων και τής αγάπης τους, αιμοδοτούσαν, με το απαραίτητο αίμα που πάντα ζητά η περασμένη ζωή, τα στοιχειά τού τόπου και τού σπιτιού, τα φαντάσματα τής ζωής των ιδιοκτητών αυτής τής περιφρονημένης οικίας, που είχαν ανάγκη να πιουν ζωντανό, νεανικό, καυτό, αίμα για να στυλωθούν και να σχεδιάσουν την εκδίκηση που έμελλε να πάρουν από τούς ξεπουλητές και τούς βυσσοδόμους τής θαμμένης τους ζωής. Ο Homero ερεθιζόταν ολοένα περισσότερο όταν ένιωθε να περπατούν στην γυμνή πλάτη του, τη στιγμή που έκανε έρωτα

32

στην Helena, όλων των ειδών τα ζωύφια. Αραχνούλες, μυρμήγκια, μια μικρή κάποτε σαυρίτσα. Η ηδονή του άναβε και κόρωνε όταν, ανασηκώνοντας λίγο το βλέμμα του από το πρόσωπο τής Helena, έπιανε το μάτι του έναν ποντικό που ροκάνιζε κάποιο μισοκατεστραμμένο πόδι μιάς καρέκλας ή όταν μια νυχτερίδα πεταγόταν μέσα από τα χαλάσματα και κάνοντας δυο-τρεις γύρους μες στο σπίτι, εξαφανιζόταν στη μαύρη νύχτα και στον ανοιχτό ορίζοντα. Ή τέλος, όταν πια τα γυμνά σώματα δεν ξεχώριζαν από τα χώματα, τη σκόνη, τα μικροσκοπικά κομματάκια των θρυμματισμένων τοίχων και τα πετραδάκια τού παμπάλαιου οίκου των Rojas. Οι δυο εραστές ένιωθαν, δίχως να ανταλλάξουν ούτε μια λέξη γι αυτό, ότι θριάμβευαν πάνω στην ερειπωμένη και περιφρονημένη ζωή, ότι αναστύλωναν εκ βάθρων το πολυθρύλητο σπίτι, πως το ανακαίνιζαν με αίμα, σπέρμα και πνεύμα. Κι αυτά, που θεωρούσαν τα πιο ασφαλή κι αληθινά θεμέλια, ήταν ό,τι ακριβώς επιζητούσε το σπίτι και οι θρύλοι που το κύκλωναν για να συνεχίσουν να ζουν και να δίνουν το χρώμα τους στην περιοχή τής Mancha. Ο παλμός και οι δονήσεις των σωμάτων τους έλεγαν, και στην παραμικρή τους κίνηση, στην πιο ανεπαίσθητη ώθηση, πως «όχι, δεν θα θριαμβεύσουν τα ερείπια. Δεν θα νικήσει η λησμονιά, ο χαμός, η περιφρόνηση, η καταπάτηση. Δεν υπάρχει παρελθόν. Δεν υπάρχει περασμένο. ΋λοι ζουν. Δίχως παύση. Η ζωή έχει πάντα τον τελευταίο λόγο». Αν κάποιος βρισκόταν μάρτυρας όλων αυτών των σκηνών και των ήχων, θα έπαιρνε όρκο ότι αλλεπάλληλες σκιές περνούσαν αδιάκοπα πάνω από τούς τοίχους και γλιστρούσαν, στη συνέχεια, στα πατώματα. Κάποιοι παγιδευμένοι τόσες γενιές ήχοι ελευθερώνονταν και άκουγε κανείς αλυσίδες να σπάνε, τα άλλοτε κατασκουριασμένα τριξίματα στις πόρτες να βγάζουν λείους, στρωτούς ήχους, μέσα από κατασκότεινες γωνίες να δημιουργούνται, ξαφνικά, μικρά γαλάζια φώτα, και βήματα σταθερά κι ανάλαφρα, όπως ακούει συχνά κανείς καθημερινά σε μύριες συναναστροφές του, να ζωντανεύουν το χώρο, δίνοντάς του μια αίσθηση οικεία και γνωστή, φιλική, γεμάτη καλοσύνη κι εμπιστοσύνη. Κι έτσι, ήταν ολότελα βέβαιος πως τώρα πια, μετά

33

από τόση ερημιά, καταφρόνια, εγκατάλειψη, ερήμωση, χλεύη και χαλασμό, μετά τόση λησμονιά, περιφρόνηση και θάνατο, όλα τα στοιχειωμένα ερείπια τής ετοιμόρροπης οικίας των Rojas φυλούσαν σαν φύλακες άγγελοι, σαν καταφώτεινοι άγγελοι το ερωτευμένο ζευγάρι που μεθούσε με ποίηση κι έρωτα. Μα όχι μόνον αυτό. Κάθε παραμικρό ζωύφιο, κάθε ερπετό, πτηνό, ζώο αυτού τού ξεχαρβαλωμένου σπιτιού, είχε πια φτερά αγγέλου για να πετά πάνω από το διονυσιαζόμενο νεανικό ζευγάρι και να το προστατεύει. Κι αυτό ήταν ένα συναίσθημα που δεν ξέφυγε από την προσοχή τους. Σο ένιωσαν. Σο ένιωσαν βαθιά. Κι ήταν γι αυτούς η παρθενική φορά που ζούσαν τέτοια μυσταγωγία. Ολόκληρη η κτίση, όλη η δημιουργία, λες και ανταποκρινόταν άμεσα στις πράξεις τους, συνομιλούσε μαζί τους, ήταν δική τους, απλά, καθάρια, τελεσίδικα. Οι εραστές γράφονταν πάνω στις φυλλωσιές τής περιοχής, στις πέτρες της, στα ανοιχτά της πεδία, στα ποτάμια της. Γίνονταν γνώριμοι τού ουρανού και των αστέρων. Ένιωσαν μέχρι το μεδούλι των οστέων τους πως πια είχαν δημιουργήσει ολομόναχοι στον κόσμο ένα Σόπο. Έναν κατάδικό τους Σόπο. Ένα Σόπο όπου είχε, έστω για μια και τελευταία φορά, που όμως διαρκούσε για όλες και κρατούσε μέχρι την αιωνιότητα, ανοιχτεί όπως προοριζόταν να κάνει η ύπαρξή τους. ΢το εξής, όλη η περιοχή, θα ήταν στοιχειωμένη γι αυτούς εξαιτίας εκείνης τής ανεπανάληπτης νυχτιάς, τής καθοριστικής τής ζωή τους. Κάθε εγγύτητα προς αυτόν τον Σόπο θα συνιστούσε μακαριότητα. Κάθε απομάκρυνση, κόλαση, μαρτύριο και πόνο. Εκεί, στον τόπο που ανοίχτηκε κάποια φορά κανείς και δέχτηκε αποκαλύψεις, εκεί και μόνον στήνεται αυτόματα ο παράδεισος και η κόλαση για πάντα. Είχε πια χαράξει για τα καλά. Μέσα σε σιωπή, τρυφερά και πεταχτά φιλιά, και βλέμματα που λέγαν πολλά, το ερωτευμένο ζευγάρι τίναξε από πάνω του τα χώματα των ερειπίων των Rojas, φόρεσε καθένας τα ρούχα του, πήραν ό,τι τούς ανήκε και βγήκαν από τη βαριά κεντρική είσοδο τού σπιτιού, απ’ όπου ώρες πριν είχαν βγει οι διαπραγματευτές τής αγοραπωλησίας του. Πιασμένοι

34

χέρι-χέρι, μόλις έκαναν δυο-τρια βήματα, γύρισαν και κοίταξαν το ερείπιο. Γύρισαν και κοίταξαν ό,τι πια αποτελούσε γι αυτούς αναφορά και κάστρο τής ζωής τους, αδιαπραγμάτευτη ιστορία τους, θεμέλιο τού εαυτού τους. Ένιωθαν απρόσβλητοι, ακατακίνητοι. Σο ίδιο ένιωσαν και για τη καταχωμένη ζωή που κρύβαν τα ερείπια. Είχαν μιαν ανέκφραστη ειρήνη μέσα τους που δεν φοβόταν επερχόμενες θύελλες και καταιγίδες. Είχαν κατορθώσει μια νύχτα ΢ώματος, είχαν τα σώματά τους κατορθωμένα με την επιδοκιμασία των στοιχειών τού σπιτιού κι ολόκληρης τής περιοχής. Ήταν αρκετό. Ακόμη κι αν αύριο πέθαιναν, αν τούς κατέκλυζε η πιο επώδυνη και εκμηδενιστική καταστροφή, αυτοί θα εγκατέλειπαν τη ζωή με το αίσθημα μιάς νίκης, κάποιου πράγματος που αισθάνονταν αναπαλλοτρίωτο, αναφαίρετο, ανώλεθρο. Είχαν ζήσει. Αρκούσε.

Ο συνονόματος εγγονός τού Cosme Esteban Rojas ταξίδευε με το αυτοκίνητο ολόκληρη τη νύχτα μέχρι να φτάσει στη Μαδρίτη. Εκεί τον περίμενε η αδελφή του, η Jimena, γεμάτη ανυπομονησία για την εξέλιξη τής συνάντησης με τον αντιπρόσωπο τής εταιρείας. Ο εγγονός γύρισε το κλειδί στην πόρτα και αντίκρισε το ανήσυχο πρόσωπο τής αδελφής του, που στεκόταν όρθια στο βάθος τού σαλονιού, γεμάτη ανυπομονησία να μάθει τι είχε συμβεί. Πηγαινοερχόταν πάνω-κάτω, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της και ρίχνοντας αλλεπάλληλα εταστικά βλέμματα στον αδελφό της, που άφησε τις αποσκευές του σε μια γωνιά τού διαδρόμου, κρέμασε το πανωφόρι του και κατευθύνθηκε προς το μέρος της. -«Είναι χειρότερο απ’ ότι φανταζόμασταν. Μετά τόσα χρόνια μού φάνηκε τόσο απωθητικό, τόσο αδιάφορο που σχεδόν αηδίασα, μού ’ρθε αναγούλα όλη εκείνη την ώρα που βρισκόμουν εκεί μέσα. Σι θα ’λεγε κι ο άνθρωπος δηλαδή ;… Ποιος ξέρει… Είναι ένα άχρηστο ερείπιο Jimena. Και λέγοντας ερείπιο, λίγα λέω… Δεν έχει λέξη να περιγράψει κανείς αυτό το όρθιο σκέλεθρο.

35

Εδώ πρέπει να πληρώσουμε για να το πάρουν, για να λέμε και τού στραβού το δίκιο.» -«Μα τι λες τώρα ; Σι σαχλαμάρες είν’ αυτές ; Άκου να πληρώσουμε !!! Δεν πήγες να πουλήσεις και κάνα μέγαρο που χτίστηκε μόλις προχθές. Σα ξέραμε αυτά. Σα ’ξεραν κι αυτοί. Αυτό θέλουν, αυτό πουλάμε. Λοιπόν, πού καταλήξατε ;» -«Κοίτα, τα πράγματα δεν είναι όπως τα νομίζουμε εμείς, όπως θα μας άρεσε να είναι, όπως πιστεύουμε ότι είναι. Η εταιρεία τους – και το ξέρεις καλά αυτό – είναι κολοσσός. Και μπορεί να «παίζει» σκληρά. Κι έχουν την άνεση να περιμένουν. Δεν ξέρω πόσο, μα μπορούν. Ενώ εμείς, είμαστε πνιγμένοι στα χρέη. Η κρίση μάς έχει πάρει και τα βρακιά. Γι αυτό, κρίνω καλό να φανούμε διαλλαχτικοί. Ας κοιτάξουμε το θέμα νηφάλια και με ψυχραιμία». -«Μα τι τσαμπουνάς τόση ώρα ; Σι ψυχραιμία και κουραφέξαλα… Λέγε νέτα-σκέτα πόσο δίνουν και πότε. Δεν θα κάνουμε διάλεξη για ένα ερείπιο καημένε…» -«Έχουν πέσει πολύ από την αρχική τιμή συζήτησης. Κι αν το καλοσκεφτείς δεν είναι και ανεδαφικό… Κι εμείς κάπως βολεύουμε κάτι, και η περιοχή σίγουρα θα αναβαθμιστεί κι αυτοί, φυσικά, σαν αγοραστές θα βγάλουν το κέρδος τους, και να ξέρεις δεν βρίσκω τίποτε επιλήψιμο σ’ αυτό…Αλίμονο !..» -«Πόσα ;» -«Αν θυμάσαι, για το τετραγωνικό, …μαζί με το οικόπεδο και όσα χτήματα ανήκουν στο οίκημα, ζητούσαμε… πάνω-κάτω χίλια ευρώ. Είχαμε πει ότι μπορούμε να κατεβούμε στα οχτακόσια και τα συμβολαιογραφικά κα κάθε έξοδο μεταβίβασης δικά τους. Αυτό το πέτυχα ! ΢το ακέραιο !» -«΢οβαρά ; Σο πέτυχες ; Επιτέλους !» -«΋χι, ίσως δεν με κατάλαβες. Εννοώ πέτυχα στην εντέλεια το δεύτερο σκέλος που αφορά στα έξοδα τής μεταβίβασης κλπ. Αυτό θεώρησέ το λήξαν.» -«Και η τιμή ; Η τιμή είναι το φλέγον θέμα νομίζω…» -«΢’ αυτό συνάντησα πολύ σκληρή στάση. Ανυπέρβλητα εμπόδια. Έκανα διαπραγμάτευση, με τη σειρά μου κι εγώ,

36

σκληρότατη, ανυποχώρητη. Μα ξέρεις πώς είναι… Οι εταιρείες είναι κολοσσοί. Πρέπει κανείς να ’ναι ρεαλιστής. Να μην παρασύρεται ίσως από συναισθηματισμούς. Να έχει επαφή με την πραγματικότητα και να μη ζητά ανέφικτα πράγματα…» -«Επιτέλους Cosme Esteban πόσα δίνουν ; Καταλαβαίνεις την ερώτηση ; Πόσα δίνουν ; Δεν θέλω ν’ ακούσω θεωρίες κλπ..» -«Ε δίνουν – και το θεωρώ λογικό να ξέρεις και επικερδές για όλους μας… – … 17 ευρώ το τετραγωνικό… Δηλαδή, παίρνουμε άμεσα στο χέρι και με τα έξοδα μεταβίβασης και πώλησης δικά τους, μη το ξεχνάς αυτό, εκατό χιλιάδες ευρώ !» -«Μα ζητάγαμε ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες !!!... Σι λες τώρα ; Σρελάθηκες ;» -«Ε ας πήγαινες τότε εσύ, να τα κάνεις καλύτερα ! Αμάν πια Jimena, πες και κανένα ευχαριστώ ! Δείξε και λίγο σεβασμό σε κάποιον που κάνει όλον αυτό τον κόπο ! Που καταφέρνει, τελικά, να αποσπάσει από τους λύκους ένα σεβαστό ποσό που αν μη τι άλλο θα μειώσει σημαντικά τα χρέη μας !» -«΢εβαστό πόσο ; Θα μειώσει; !... Ξέρεις πόσα χρωστάμε, έχεις υπόψη σου πως δεν ξεχρεώνουμε ποτέ έτσι; Φρωστάμε 320.000 ευρώ κύριε ! Κι όταν αυτοί θα θησαυρίζουν από την περιουσία μας, εμείς θα δουλεύουμε σαν σκλάβοι για να ξεχρεώνουμε όλη την υπόλοιπη ζωή μας αυτό το ληστρικό χρέος. Άκουσον-άκουσον σεβαστό !...». -«Ναι τσαμπούνα όσες ανοησίες θέλεις. Γίνε και λίγο ρεαλίστρια καημένη μου. Πάτα και λίγο στα πόδια σου. Δες τι μπορείς να ζητήσεις και βούλωσέ το για κείνα που δεν φτάνεις. ΢εβαστό, ναι. Φίλιες φορές ναι. Έπρεπε να πας εσύ να δεις, όχι μόνο το κωλόσπιτο, αλλά και όλη την βρωμοπεριοχή τής Mancha και να μού πεις μετά… ΢εβαστό, ναι. Και ξέρεις γιατί ; Διότι, αν δεν θέλαν να βοηθήσουν, αν ήθελαν να μας λιανίσουν, αν ήθελαν να είναι απάνθρωποι, δεν θα έδιναν τίποτε ! Ακούς ; … Απολύτως τίποτε ! Γιατί μπορούν να περιμένουν. Και περιμένοντας οι τιμές να πέφτουν, τα απολιθώματα των περιουσίων μας να εξευτελίζονται, τα χρέη να μάς πνίγουν και να εξευτελιζόμαστε και εμείς μαζί τους. Ακούς ; Ούτε ευρώ… Και το ξέρεις πως μπορούν…

37

Οι εκατό χιλιάδες δεν μάς ξεχρεώνουν, αλλά μάς δίνουν την απαραίτητη ανάσα να ξεχρεώσουμε μονάχοι μας. Αλλιώς, ξέρεις τι ακολουθεί… Θα ’ρθει η Σράπεζα και γεμάτη… ελεημοσύνη θα μάς δώσει 20.000 από την εκποίηση, τα οποία θα κατακρατήσει λόγω χρέους, και μαζί μ’ αυτά και μια κλωτσιά στα πισινά… ΢ύνελθε Jimena, σύνελθε…» -«Και τι θες τώρα, για να έχουμε καλό ρώτημα δηλαδή, να το χαρίσουμε για 100.000 χιλιάδες ψωροευρώ ;» -«Δεν… χαρίζουμε τίποτε, τίποτε. Πουλάμε. Απλά. Πουλάμε. Και πουλάμε ρεαλιστικά. Δηλαδή, βάσει όσων συμβαίνουν σήμερα στην αγορά.». -«Και δηλαδή …αυτό σημαίνει πως …συμφώνησες, πως δώσατε χέρια ; …» -«΋χι. Δεν σημαίνει τίποτε. Δεν δώσαμε χέρια. Είχα χρέος να σε ενημερώσω πρώτα. Να πάρουμε μαζί απόφαση. Απόφαση κοινή για κάτι κοινό. Αυτά που σού λέω είναι μόνο οι απόψεις μου, οι σκέψεις μου. Ξέρεις πολύ καλά, και μη μου κάνεις Jimena το θύμα εμένα…, ότι χωρίς συνυπογραφή δεν προχωρά η δουλειά. Άρα θα πρέπει να συμφωνήσεις κι εσύ για να προχωρήσουμε. Και το καλό που σου θέλω, κάτσε και σκέψου σοβαρά, ρεαλιστικά και βγάλε κάθε ανόητο συναισθηματισμό από τη σκέψη σου. Σο σπίτι είναι νεκρό. Νε-κρό ! Ένα όρθιο πτώμα. Και έρχεται κάποιος από το πουθενά και αγοράσει αυτό το νεκροταφείο 100.000 ευρώ ! Αγοράσεις τους νεκρούς σου, ό,τι άχρηστο έχεις, ό,τι στάσιμο, αντιπαραγωγικό για ένα τέτοιο ποσό ! Κι εσύ έχεις και το θράσος να το σκέφτεσαι κιόλας, ή ακόμη περισσότερο, να… αρνείσαι !!!». -«Μα τουλάχιστον να διαπραγματευτούμε κάπως, να προβάλλουμε κάποιες αντιστάσεις, κάτι να κερδίσουμε περισσότερο». -«΋,τι κάναμε κάναμε. Διαπραγματεύτηκα όσο καλύτερα μπορούσα. Έκανα ό,τι περνούσε απ’ το χέρι μου. Αυτοί δεν θα ξανακάνουν κίνηση. Σο δήλωσαν άλλωστε. Και θα συνεχίσουν να αγοράζουν στην περιοχή. Τπάρχουν πολλοί που θα πουλήσουν όσο-όσο. Και το ξέρεις αυτό. Και εμείς θα μείνουμε στο τέλος καταμόναχοι, φορτωμένοι με μια κουτσουλιά που δεν δίνει τίποτε

38

άλλο παρά τη θέα τού ανοιχτού της σκελέθρου : με το ξεχαρβαλωμένο σπίτι της οικογένειας των Rojas. Η περιοχή θα αναπτύσσεται και εμείς θα έχουμε ξεγραφτεί προ πολλού από το χάρτη από τα χρέη που θα μάς πνίγουν». -«Κοίτα, αν νομίζεις πως δεν τα ’χω σκεφτεί όλα τούτα είσαι πολύ γελασμένος. ΋μως, αυτό το ξεπούλημα δεν μπορώ τόσο εύκολα να το δεχτώ. Κάτι μέσα μου μού δημιουργεί τύψη, ενόχληση. Κάτι με εμποδίζει. Καταλαβαίνω όμως πως έως ένα σημείο έχεις δίκιο, μα την αλήθεια. Ίσως αν περιμέναμε λίγο, αν κάπως κινούμασταν πιο επιθετικά. Σι να πω κι εγώ…» -«Σύψεις ; Γιατί ; Για ένα παλιόσπιτο που κάποτε έζησαν άνθρωποι που ανήκαν στην οικογένειά μας και που τώρα είναι ένας όρθιος νεκρός εδώ και πάρα, μα πάρα πολλά χρόνια ; Άκου τύψεις… ! Κι εγώ σού λέω πως αν όλοι αυτοί οι πρόγονοι βρίσκονταν στη θέση μας το ίδιο ακριβώς θα έκαναν, το ίδιο ακριβώς. Ξεπούλημα ; Και γιατί παρακαλώ ; Κάποιος σου δίνει περισσότερα ; Ή μήπως τά ’χεις και μάς το κρύβεις ; Κι αλήθεια Jimena, τι ξεπουλάς για να λέμε τα πράγματα καθαρά ;… Μήπως τις ανοησίες με τις οποίες μάς μεγάλωσαν, τούς θρύλους και τους μύθους τής οικογένειας ; Σα παραμύθια για τον παππού και το φανταστικό του βιβλίο ; Ή μήπως δήθεν τις παιδικές σου αναμνήσεις εκεί, στο χώρο που κάπου-κάπου τον επισκεπτόμασταν με τον πατέρα και φεύγαμε πάντα μια ώρα αρχύτερα… ; Αυτά ; ΋χι δα… Δεν θα ζήσουμε Jimena με μύθους και θρύλους, δεν θα έχουμε την άνετη και αξιοπρεπή ζωή που ονειρευόμαστε με παραμύθια και φαντασιοκοπήματα. Ποιος αγοράζει παραμύθια σήμερα για 100.000 ευρώ Jimena, ποιος ; Ξέρεις τι πρέπει να κάνουμε σαν ώριμοι άνθρωποι που είμαστε ; Να αφήσουμε το ταχύτερο δυνατό πίσω μας όλες αυτές τις ανοησίες, όλα αυτά τα ανόητα φαντάσματα, κάθε βλακεία για θρύλους με την οποία μας γέμισαν το κεφάλι όταν είμασταν μικρά και να τα ξεχάσουμε όλα, μα όλα… Σίποτε να μη μας θυμίζει τη Mancha και το ερείπιο τού παππού και όλους τούς φτωχοδιαβόλους τής περιοχής, και να τραβήξουμε μπρος, στο μέλλον, και να δούμε από σήμερα τη ζωή μας και όχι από το

39

χθες…Επιτέλους, εκεί μέσα κατοικεί η νεκρωμάρα, η αποσύνθεση, το μηδέν, το άχρηστο και στάσιμο παρελθόν, η σκοτεινιά κι η ερημιά. Η εγκατάλειψη… τα κατάνεκρα απολιθώματα μιάς πεθαμένης ζωής… Ο κόσμος πάει μπροστά Jimena, ακούς ; Μπροστά. Και δεν στρέφει κεφάλι πίσω. Και δεν κοιτά χαλάσματα και σκέλεθρα. Και η ζωή τραβά μπρος. Και δεν ρωτά κανέναν. Και όποιος απομείνει, ας ζήσει με θρύλους, παραμύθια και μύθους πεθαμένους κι ένα σωρό άλλες μαλακίες… Ένα θα σου πω, και αν θες σκέψου το : αν κάποιος αγαπά πραγματικά τον τόπο, αυτός τον αξιοποιεί. Κι αν η πώλησή του βοηθά σ’ αυτή την αξιοποίηση, τότε τόσο το καλύτερο. Κι έτσι πράττουν όλοι οι άνθρωποι που έχουν συνείδηση, είναι ρεαλιστές, και νοιάζονται και πονούν τον τόπο. Αν η πώληση συμβάλλει να υπάρξουν θέσεις εργασίας, να αναπτυχθεί η περιοχή, να υπάρξουν υποδομές για την τουριστική της ανάπτυξη, ε τότε να ξέρεις πως αυτοί που πωλούν έχουν συμβάλλει για να γίνουν όλα αυτά… Κάποτε θα τους λένε ευχαριστώ. Θα τους οφείλουν ευγνωμοσύνη. Ευγνωμοσύνη γιατί δεν στάθηκαν κολλημένοι στο παρελθόν και στην αποσύνθεση που αντιπροσωπεύει. Ξέρεις κάτι Jimena, εγώ μιλώ έχοντας κατά νου τα πραγματικά δεδομένα, και βάσει αυτών κρίνω κι αποφασίζω. Νομίζω θα ήταν καλό να σκεφτείς κι εσύ έτσι και να βάλεις αυτή την παράμετρο πια στη ζωή σου. Ποτέ δεν είναι αργά άλλωστε. ΢κέψου με βάση τα πραγματικά δεδομένα και θα δεις πως η ίδια η λογική θα σε οδηγήσει στο σωστό δρόμο. Δεν έχω άλλα να πω. ΢κέψου και πες μου τι αποφάσισες.». -«Δηλαδή, αυτοί περιμένουν τώρα τηλεφώνημά μας ;» -«Βεβαίως. ΢ηκώνω το ακουστικό και οριστικοποιούμε την πώληση. Σα άλλα είναι μόνο τυπικές κινήσεις. Τπογραφές, χαιρετούρες, ευγένειες.». -«Δεν είπα ποτέ πως δεν μιλάς λογικά. Ούτε και δήλωσα κάτι διαφορετικό. Μια γνώμη απλά είπα και εξέφρασα ένα δισταγμό, μήπως η τιμή είναι χαμηλή και αν θα μπορούσαμε να κερδίσουμε κάτι περισσότερο, κάτι καλύτερο… Ποιος να αρνηθεί την πραγματικότητα ; Ναι, ένα ξεχαρβαλωμένο σπίτι νεκρών είναι κι αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Κι η περιοχή μέσα στην

40

υπανάπτυξη ζει και τη μιζέρια, ούτε κι αυτό είναι νέο. Κι αν το σκεφτεί λίγο καλύτερα κανείς, μπορεί να είμαστε ήδη κερδισμένοι! Μάλιστα, κερδισμένοι !». -«Σι εννοείς ;» -«Μα αυτό που είπες κι εσύ, αν μεθαύριο αποφασίζαμε να το δώσουμε μπορεί να πιάναμε 50 και όχι 100 χιλιάδες. Και έτσι, αν το δει κανείς απ’ αυτή τη μεριά, ήδη είμαστε κερδισμένοι…» -«Μα αυτό λέω κι εγώ τόσην ώρα…» -«Με πονά λιγάκι όσο να ’ναι που θα ’μαστε πια ολότελα αποκομμένοι από τη Mancha, από ολόκληρη την περιοχή τής Καστίλλης, από τα πατρογονικά μας… Που δεν θα ξαναπατήσουμε ίσως εκεί το πόδι μας ποτέ… Που όλα θα ισοπεδωθούν και δεν θα απομείνει τίποτε πια στο χώρο να μάς θυμίζει κάτι, να μας συνδέει… Μα ποιος τα σκέφτεται στο κάτωκάτω όλα αυτά όταν βουλιάζει το καράβι του ; Και στο κάτω τής γραφής τα αξία μπορεί να έχουν πια, τι μπορεί να σημαίνουν, τα όρθια ερείπια, οι καταφαγωμένοι τοίχοι, τα ξεχαρβαλωμένα και σαρακοφαγωμένα πατώματα και οι χορταριασμένες και ραγισμένες πέτρες ενός παμπάλαιου, ξεχασμένου και νεκρού σπιτιού ;…» -«Δηλαδή, Jimena, τι κάνω ; Σηλεφωνώ ; Κλείνουμε ;…» -«Μα νομίζω ήμουν σαφής… Μπορείς να τηλεφωνήσεις. Ας τελειώνουμε αύριο, ει δυνατόν, καλύτερα…» -«Σον κύριο Herminio Gonzalez παρακαλώ ; … Ναι, εδώ Cosme Esteban Rojas. Ναι, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού των Rojas. Που συναντηθήκαμε χθες… Ναι, ναι, χαχα τού ερειπίου… Πως είστε, καλά ; Ναι συζήτησα και με τη συνιδιοκτήτρια. Ναι, ασφαλώς. Τπογράφουμε !... Πότε ; Ωραία, έξοχα. Αύριο στις έντεκα θα είμαστε εκεί. Καλημέρα σας.»

© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ

41

Lihat lebih banyak...

Comentarios

Copyright © 2017 DATOSPDF Inc.